Language of document : ECLI:EU:T:2011:614

Υπόθεση T-335/09

Groupement Adriano, Jaime Ribeiro, Conduril – Construção, ACE

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Προσφυγή ακυρώσεως – Πρόγραμμα MEDA I – Ειδική χρηματοδοτική σύμβαση – Εντολή δοθείσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την είσπραξη απαιτήσεων που οφείλονται από τρίτον στο Βασίλειο του Μαρόκου – Χρεωστικό σημείωμα – Επιστολή υπομνήσεως – Πράξεις που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τη σύμβαση – Πράξη που δεν είναι δεκτική προσφυγής – Απαράδεκτο»

Περίληψη της διατάξεως

Προσφυγή ακυρώσεως – Προσφυγή που αφορά, στην πραγματικότητα, διαφορά συμβατικής φύσεως – Άσκηση δικαιωμάτων εκ συμβάσεως εκ μέρους θεσμικού οργάνου, επ’ ονόματι και για λογαριασμό ενός εκ των συμβαλλομένων μερών – Αναρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή – Απαράδεκτο

(Άρθρα 230 ΕΚ και 249 ΕΚ)

Δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, τα κοινοτικά δικαστήρια ελέγχουν τη νομιμότητα των πράξεων των θεσμικών οργάνων που προορίζονται να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική τους κατάσταση. Η αρμοδιότητα αυτή αφορά μόνο τις πράξεις που καλύπτονται από το άρθρο 249 ΕΚ, τις οποίες τα θεσμικά όργανα καλούνται να εκδώσουν υπό τις προβλεπόμενες από τη Συνθήκη προϋποθέσεις.

Αντιθέτως οι εκδιδόμενες από τα θεσμικά όργανα πράξεις, οι οποίες εντάσσονται σε ένα καθαρά συμβατικό πλαίσιο με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες δεν περιλαμβάνονται, λόγω της φύσεώς τους, μεταξύ των πράξεων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 249 ΕΚ και των οποίων η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί από το κοινοτικό δικαιοδοτικό όργανο βάσει του άρθρου 230 ΕΚ.

Πάντως, η πράξη που εξέδωσε θεσμικό όργανο στο πλαίσιο συμβάσεως πρέπει να θεωρείται ότι μπορεί να αποσπασθεί από την εν λόγω σύμβαση αν, αφενός, εκδόθηκε από το θεσμικό αυτό όργανο κατά την άσκηση των ιδίων αρμοδιοτήτων του και, αφετέρου, παράγει αφεαυτής δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα δυνάμενα να θίξουν τα συμφέροντα του αποδέκτη της και μπορεί, επομένως, να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως. Υπό τις περιστάσεις αυτές, προσφυγή ακυρώσεως ασκηθείσα από τον αποδέκτη της πράξεως πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτή. Στο πλαίσιο αυτό, οι «ίδιες αρμοδιότητες θεσμικού οργάνου» πρέπει να νοούνται ως εκείνες οι οποίες, αντλούμενες από τις συνθήκες ή το παράγωγο δίκαιο, σχετίζονται με τα προνόμιά του δημόσιας εξουσίας και του επιτρέπουν έτσι να δημιουργήσει ή να τροποποιήσει, μονομερώς, δικαιώματα και υποχρεώσεις έναντι τρίτων. Αντιθέτως, η άσκηση συμβατικών δικαιωμάτων από ένα θεσμικό όργανο, στην περίπτωση που η Ένωση έχει λάβει εντολή να ενεργεί επ’ ονόματι και για λογαριασμό ενός των συμβαλλομένων μερών, δεν συνιστά άσκηση των ιδίων αρμοδιοτήτων του.

(βλ. σκέψεις 24-26, 32-33)