Language of document : ECLI:EU:C:2023:666

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 14ης Σεπτεμβρίου 2023 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Αερομεταφορές – Ενίσχυση λειτουργίας την οποία χορήγησε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στον αερολιμένα Frankfurt-Hahn – Άρθρο 108 ΣΛΕΕ – Απόφαση περί μη κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας – Προσφυγή ακυρώσεως – Ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους – Προστασία των διαδικαστικών δικαιωμάτων»

Στην υπόθεση C‑466/21 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 29 Ιουλίου 2021,

Land Rheinland-Pfalz, εκπροσωπούμενo από τους R. van der Hout και C. Wagner, Rechtsanwälte,

αναιρεσείον,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

Deutsche Lufthansa AG, με έδρα την Κολωνία (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον A. Martin-Ehlers, Rechtsanwalt,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την C. Georgieva και τον T. Maxian Rusche,

καθής πρωτοδίκως,

Bundesrepublik Deutschland,

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, L. S. Rossi, J.-C. Bonichot, S. Rodin και O. Spineanu-Matei, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

γραμματέας: M. Krausenböck, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Νοεμβρίου 2022,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Μαρτίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτηση αναιρέσεως, το Land Rheinland-Pfalz (ομόσπονδο κράτος Ρηνανίας-Παλατινάτου, Γερμανία, στο εξής: ομόσπονδο κράτος) ζητεί την αναίρεση της απόφασης της 19ης Μαΐου 2021, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής (T‑218/18, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2021:282), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακύρωσε την απόφαση C(2017) 5289 final της Επιτροπής, της 31ης Ιουλίου 2017, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.47969 (2017/N), που έθεσε σε εφαρμογή η Γερμανία όσον αφορά ενίσχυση λειτουργίας χορηγηθείσα στον αερολιμένα Frankfurt-Hahn (στο εξής: επίδικη απόφαση).

2        Με την ανταναίρεση που άσκησε, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί επίσης την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

3        Με την ανταναίρεση που άσκησε, η Deutsche Lufthansa AG (στο εξής: DLH) ζητεί την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κατά το μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τη δεύτερη αιτίαση του πρώτου σκέλους του μοναδικού λόγου ακυρώσεως που προέβαλε με την προσφυγή της.

 Το νομικό πλαίσιο

 Ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589

4        Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9), ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

[…]

η)      “ενδιαφερόμενο μέρος”: κάθε κράτος μέλος και κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης, και ιδίως ο δικαιούχος της ενίσχυσης, οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές ενώσεις.»

5        Το άρθρο 4 του ως άνω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«[…]

3.      Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο, ενώ εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, δεν δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσον συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, το κηρύσσει συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά (“απόφαση για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων”). Στην απόφαση αυτή, αναφέρεται η συγκεκριμένη εξαίρεση της ΣΛΕΕ που εφαρμόσθηκε.

4.      Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσον συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, αποφασίζει να κινήσει τη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ (“απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας”).

[…]»

 Ο κανονισμός (ΕΕ) 651/2014

6        Το άρθρο 56α του κανονισμού (ΕΚ) 651/2014 της Επιτροπής, της 17ης Ιουνίου 2014, για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την εσωτερική αγορά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2014, L 187, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2017/1084 της Επιτροπής, της 14ης Ιουνίου 2017 (ΕΕ 2017, L 156, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 651/2014), ορίζει τα εξής:

«1.      Οι επενδυτικές ενισχύσεις σε αερολιμένα συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 της Συνθήκης και απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων 3 έως 14 του παρόντος άρθρου και του κεφαλαίου Ι.

2.      Οι ενισχύσεις λειτουργίας σε αερολιμένα συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 της Συνθήκης και απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων 3, 4, 10 και 15 έως 18 του παρόντος άρθρου και του κεφαλαίου Ι.

[…]

6.      Η επενδυτική ενίσχυση δεν χορηγείται σε αερολιμένα που βρίσκεται σε απόσταση 100 χιλιομέτρων ή 60 λεπτών με αυτοκίνητο, λεωφορείο, τρένο ή τρένο μεγάλης ταχύτητας από υφιστάμενο αερολιμένα από τον οποίο εκτελούνται τακτικές αεροπορικές γραμμές, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 16 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1008/2008 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα (ΕΕ 2008, L 293, σ. 3)].

7.      Οι παράγραφοι 5 και 6 δεν εφαρμόζονται σε αερολιμένες με μέση ετήσια επιβατική κίνηση έως 200 000 επιβάτες κατά τις δύο χρήσεις που προηγούνται αυτής κατά την οποία χορηγείται πράγματι η ενίσχυση, εφόσον η επενδυτική ενίσχυση δεν αναμένεται να επιφέρει αύξηση της μέσης ετήσιας επιβατικής κίνησης του αερολιμένα σε πάνω από 200 000 επιβάτες εντός δύο χρήσεων μετά τη χορήγηση της ενίσχυσης. Η επενδυτική ενίσχυση που χορηγείται στους εν λόγω αερολιμένες συμμορφώνεται προς τις διατάξεις της παραγράφου 11 ή των παραγράφων 13 και 14.

8.      Η παράγραφος 6 δεν εφαρμόζεται όταν η επενδυτική ενίσχυση χορηγείται σε αερολιμένα που βρίσκεται σε απόσταση 100 χιλιομέτρων από υφιστάμενους αερολιμένες από τους οποίους εκτελούνται τακτικές αεροπορικές γραμμές, κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 16 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1008/2008, υπό την προϋπόθεση ότι η διαδρομή μεταξύ εκάστου από τους εν λόγω άλλους υφιστάμενους αερολιμένες και του αερολιμένα που λαμβάνει την ενίσχυση περιλαμβάνει απαραιτήτως είτε θαλάσσια μεταφορά συνολικής διάρκειας τουλάχιστον 90 λεπτών είτε αεροπορική μεταφορά.

[…]»

 Κατευθυντήριες γραμμές για τις ενισχύσεις στον τομέα των αερομεταφορών

7        Το σημείο 25 των Κατευθυντήριων γραμμών για τις Κρατικές ενισχύσεις σε αερολιμένες και αεροπορικές εταιρείες (ΕΕ 2014, C 99, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές για τις ενισχύσεις στον τομέα των αερομεταφορών) έχει ως εξής:

«25. Για τους σκοπούς των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών:

[…]

12)      ως “ζώνη επιρροής αερολιμένα” νοείται ένα όριο γεωγραφικής αγοράς που συνήθως ορίζεται ως ακτίνα περίπου 100 χιλιομέτρων ή διάρκεια μετάβασης περίπου 60 λεπτών με αυτοκίνητο, λεωφορείο, τρένο ή τρένο μεγάλης ταχύτητας. Ωστόσο, η ζώνη επιρροής ενός δεδομένου αερολιμένα μπορεί να είναι διαφορετική και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες κάθε συγκεκριμένου αερολιμένα. Το μέγεθος και το σχήμα της ζώνης επιρροής ποικίλλει από αερολιμένα σε αερολιμένα και εξαρτάται από διάφορα χαρακτηριστικά του αερολιμένα, συμπεριλαμβανομένου του επιχειρηματικού του μοντέλου, της τοποθεσίας στην οποία βρίσκεται και των προορισμών που εξυπηρετεί·

[…]».

8        Τα σημεία 114, 115, 131 και 132 των κατευθυντήριων γραμμών για τις ενισχύσεις στον τομέα των αερομεταφορών, τα οποία περιλαμβάνονται στο τιτλοφορούμενο «Ενισχύσεις λειτουργίας σε αερολιμένες» τμήμα 5.1.2, έχουν ως εξής:

«114.      Ωστόσο, η αύξηση του αριθμού των μη αποδοτικών αερολιμένων στην ίδια περιοχή δεν συμβάλλει στην επίτευξη ενός στόχου κοινού ενδιαφέροντος. Όταν ένας αερολιμένας βρίσκεται στην ίδια ζώνη επιρροής με άλλον αερολιμένα ο οποίος διαθέτει πλεονάζουσα χωρητικότητα, το επιχειρηματικό σχέδιο, βάσει αξιόπιστων προβλέψεων σχετικά με την κίνηση επιβατών και φορτίων, πρέπει να προσδιορίζει τις πιθανές επιπτώσεις στην κίνηση των άλλων αερολιμένων που βρίσκονται στην εν λόγω ζώνη επιρροής.

115.      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα έχει αμφιβολίες ως προς τις προοπτικές που έχει ένας μη αποδοτικός αερολιμένας να επιτύχει πλήρη κάλυψη των λειτουργικών δαπανών κατά το πέρας της μεταβατικής περιόδου, εάν άλλος αερολιμένας βρίσκεται στην ίδια ζώνη επιρροής.

[…]

131.      Κατά την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου ενισχύσεων λειτουργίας, η Επιτροπή θα λαμβάνει υπόψη τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και τις επιπτώσεις στο εμπόριο. Όταν ένας αερολιμένας βρίσκεται στην ίδια ζώνη επιρροής με άλλον αερολιμένα ο οποίος διαθέτει πλεονάζουσα χωρητικότητα, το επιχειρηματικό σχέδιο, βάσει αξιόπιστων προβλέψεων σχετικά με την κίνηση επιβατών και φορτίων, πρέπει να προσδιορίζει τις πιθανές επιπτώσεις στην κίνηση των άλλων αερολιμένων που βρίσκονται στην εν λόγω ζώνη επιρροής.

132.      Ενίσχυση λειτουργίας υπέρ αερολιμένα που βρίσκεται στην ίδια ζώνη επιρροής θα θεωρείται συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά μόνον εφόσον το κράτος μέλος αποδεικνύει ότι όλοι οι αερολιμένες που βρίσκονται στην ίδια ζώνη επιρροής θα είναι σε θέση να επιτύχουν πλήρη κάλυψη των λειτουργικών δαπανών κατά το πέρας της μεταβατικής περιόδου.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

9        Στις 7 Απριλίου 2017 η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας γνωστοποίησε στην Επιτροπή την πρόθεσή της να χορηγήσει, με διαδοχικές δόσεις από το 2018 έως το 2022, ενίσχυση λειτουργίας στον αερολιμένα Frankfurt-Hahn, λόγω των ζημιών που εμφάνιζε (στο εξής: επίμαχη ενίσχυση). Φορέας εκμετάλλευσης του αερολιμένα αυτού είναι η Flughafen Frankfurt-Hahn GmbH (στο εξής: FFHG).

10      Με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή αποφάσισε, κατ’ ουσίαν, ότι δεν συνέτρεχε λόγος να κινηθεί η επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι, μολονότι το μέτρο συνιστούσε «κρατική ενίσχυση» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ήταν συμβατό με την εσωτερική αγορά δυνάμει της παραγράφου 3, στοιχείο γʹ, του άρθρου αυτού. Η Επιτροπή αιτιολόγησε την απόφασή της επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι δεν υπήρχαν άλλοι αερολιμένες στη ζώνη επιρροής του αερολιμένα Frankfurt-Hahn, ο οποίος ήταν ο δικαιούχος της ενίσχυσης.

11      Πριν την έκδοση της επίδικης απόφασης, η Επιτροπή είχε εκδώσει δύο άλλες αποφάσεις σχετικά με μέτρα που έλαβε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπέρ του αερολιμένα Frankfurt-Hahn και της Ryanair, ήτοι, πρώτον, την απόφαση (ΕΕ) 2016/788, της 1ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.32833 (11/C) (πρώην 11/NN) την οποία χορήγησε η Γερμανία στο πλαίσιο των ρυθμίσεων χρηματοδότησης του αερολιμένα Frankfurt-Hahn που τέθηκαν σε εφαρμογή την περίοδο από το 2009 έως το 2011 (ΕΕ 2016, L 134, σ. 1), κατά της οποίας ασκήθηκε προσφυγή ακυρώσεως που απορρίφθηκε από το Γενικό Δικαστήριο με τη διάταξη της 17ης Μαΐου 2019, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής (T‑764/15, EU:T:2019:349), και, δεύτερον, την απόφαση (ΕΕ) 2016/789, της 1ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.21121 (C 29/08) (πρώην NN 54/07) την οποία χορήγησε η Γερμανία στο πλαίσιο της χρηματοδότησης του αερολιμένα Frankfurt-Hahn και των χρηματοοικονομικών σχέσεων μεταξύ του αερολιμένα και της Ryanair (ΕΕ 2016, L 134, σ. 46), κατά της οποίας ασκήθηκε προσφυγή ακυρώσεως που απορρίφθηκε από το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 12ης Απριλίου 2019, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής (T‑492/15, EU:T:2019:252). Οι αιτήσεις αναιρέσεως που ασκήθηκαν κατά της διάταξης και της απόφασης αυτής απορρίφθηκαν με τις αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 2021, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής (C‑453/19 P, EU:C:2021:608), και της 20ής Ιανουαρίου 2022, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής (C‑594/19 P, EU:C:2022:40).

12      Επιπλέον, στις 26 Οκτωβρίου 2018 η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας, βάσει καταγγελίας της DLH, η οποία καταχωρήθηκε με τον αριθμό SA.43260 και αφορούσε άλλα μέτρα που είχαν ληφθεί υπέρ του αερολιμένα Frankfurt-Hahn και της Ryanair. Η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 13 Σεπτεμβρίου 2019 (ΕΕ 2019, C 310, σ. 5, στο εξής: απόφαση Hahn IV).

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

13      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Μαρτίου 2018, η αεροπορική εταιρία DLH άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης απόφασης.

14      Η DLH επικαλέστηκε, κατ’ ουσίαν, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου έναν μοναδικό λόγο ακυρώσεως με τρία σκέλη, προβάλλοντας, με το πρώτο σκέλος, παράλειψη της Επιτροπής να λάβει υπόψη ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της ενώπιόν της υπόθεσης, με το δεύτερο σκέλος, παράλειψη της Επιτροπής να λάβει υπόψη άλλες ενισχύσεις που είχαν ήδη χορηγηθεί στον αερολιμένα Frankfurt-Hahn και, με το τρίτο σκέλος, σφάλματα εκτιμήσεως της Επιτροπής.

15      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε κατ’ αρχάς ότι η προσφυγή της DLH ήταν παραδεκτή. Επί της ουσίας, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, όσον αφορά τη ζώνη επιρροής του αερολιμένα Frankfurt-Hahn, η Επιτροπή δεν έλαβε ορθώς υπόψη το σύνολο των κριτηρίων που είναι απαραίτητα για την εκτίμησή της δυνάμει των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα των αερομεταφορών και ότι συνεπώς η «ανεπαρκής και ελλιπής» εξέταση που διενήργησε η Επιτροπή δεν παρείχε τη δυνατότητα άρσης κάθε αμφιβολίας σχετικά με τη συμβατότητα της επίμαχης ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτό το τρίτο σκέλος του μοναδικού λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η DLH, απορρίπτοντας τις λοιπές αιτιάσεις της, και ακύρωσε ως εκ τούτου την επίδικη απόφαση.

 Αιτήματα των διαδίκων

 Τα αιτήματα της αιτήσεως αναιρέσεως

16      Με την αίτηση αναιρέσεως, το ομόσπονδο κράτος ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να απορρίψει οριστικά την προσφυγή και

–        να καταδικάσει την DLH στα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας και της κατ’ αναίρεση δίκης.

17      Η DLH ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη και

–        να καταδικάσει το ομόσπονδο κράτος στα δικαστικά έξοδα.

18      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

–        να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της ως απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη και

–        να καταδικάσει την DLH στα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας και της κατ’ αναίρεση δίκης.

 Τα αιτήματα της ανταναιρέσεως που άσκησε η DLH

19      Με την ανταναίρεση που άσκησε, η DLH ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέτρο που με αυτή το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την δεύτερη αιτίαση του πρώτου σκέλους του μοναδικού ακυρώσεως που προβλήθηκε με την προσφυγή και

–        να καταδικάσει το ομόσπονδο κράτος στα δικαστικά έξοδα.

20      Το ομόσπονδο κράτος ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την ανταναίρεση που άσκησε η DLH·

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να «απορρίψει οριστικά» την προσφυγή και

–        να καταδικάσει την DLH στα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας και της κατ’ αναίρεση δίκης.

21      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την ανταναίρεση που άσκησε η DLH ως απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη και

–        να καταδικάσει την DLH στα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας και της κατ’ αναίρεση δίκης.

 Τα αιτήματα της ανταναιρέσεως που άσκησε η Επιτροπή

22      Με την ανταναίρεση που άσκησε, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

–        να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της ως απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη και

–        να καταδικάσει την DLH στα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας και της κατ’ αναίρεση δίκης.

23      Η DLH ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την ανταναίρεση που άσκησε η Επιτροπή ως απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

24      Το ομόσπονδο κράτος ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να δεχθεί την ανταναίρεση που άσκησε η Επιτροπή,

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να «απορρίψει οριστικά» την προσφυγή και

–        να καταδικάσει την DLH στα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας και της κατ’ αναίρεση δίκης.

 Επί της αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης

25      Με αίτηση που κατέθεσε στις 10 Σεπτεμβρίου 2021, το ομόσπονδο κράτος ζήτησε από το Δικαστήριο να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

26      Με τη διάταξη της 30ής Νοεμβρίου 2021, Land Rheinland-Pfalz κατά Deutsche Lufthansa (C‑466/21 P-R, EU:C:2021:972), ο Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση αυτή.

 Επί του αιτήματος επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας

27      Μετά την ανάπτυξη των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα, η DLH ζήτησε, με δύο δικόγραφα που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Απριλίου 2023 και στις 11 Ιουλίου 2023, να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 83 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

28      Προς στήριξη του αιτήματός της, η DLH υποστηρίζει ότι υπάρχουν νέα πραγματικά περιστατικά των οποίων δεν είχε λάβει γνώση πριν από την ανάπτυξη των προτάσεων. Πρόκειται, αφενός, για την κατάθεση, εκ μέρους του ομόσπονδου κράτους, ενός υπομνήματος στο πλαίσιο εκκρεμούς δίκης μεταξύ αυτού και της DLH ενώπιον του Landgericht Köln (περιφερειακό δικαστήριο Κολωνίας, Γερμανία), με αντικείμενο την ανάκτηση ποσών που αντιστοιχούν στα μέτρα που αφορά η απόφαση Hahn IV. Η DLH επισημαίνει ειδικότερα ότι με το υπόμνημα αυτό το ομόσπονδο κράτος υποστηρίζει ότι η Ryanair και η ίδια τελούν σε σχέση ανταγωνισμού. Αφετέρου, η DLH υποστηρίζει ότι υπάρχει απόφαση του Oberlandesgericht Koblenz (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο Koblenz, Γερμανία) με την οποία, κατά την άποψή της, έχει γίνει δεκτό ότι οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στον αερολιμένα Frankfurt-Hahn αποτελούσαν σταυροειδή επιδότηση υπέρ της Ryanair, όπερ επιβεβαιώνει ότι οι εν λόγω ενισχύσεις αφορούν την DLH άμεσα και ατομικά.

29      Κατά το άρθρο 83 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, ιδίως όταν ένας διάδικος, μετά τη λήξη της διαδικασίας αυτής, επικαλείται νέο πραγματικό περιστατικό δυνάμενο να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της αποφάσεως του Δικαστηρίου.

30      Εντούτοις, εν προκειμένω, από τις αιτήσεις που υπέβαλε η DLH δεν προκύπτει η ύπαρξη κανενός νέου πραγματικού περιστατικού δυνάμενου να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της απόφασης που καλείται να εκδώσει το Δικαστήριο.

31      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, κρίνει ότι δεν απαιτείται να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως και της ανταναιρέσεως την οποία άσκησε η Επιτροπή

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

32      Η DLH υποστηρίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη, επειδή, πρώτον, το έγγραφο που προσκόμισε το ομόσπονδο κράτος ως αποδεικτικό της δικαστικής πληρεξουσιότητας του εκπροσώπου του είναι παρωχημένο και γενικό, ενώ δεν περιέχει καμία πληροφορία σχετικά με την ταυτότητα του εκπροσωπούμενου, μολονότι υπογράφεται στο όνομα του ομόσπονδου κράτους. Δεύτερον, η DLH προβάλλει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση θίγει απευθείας το ομόσπονδο κράτος μόνο λόγω της υποχρέωσής του να ανακτήσει τις δόσεις της επίμαχης ενίσχυσης που έχουν ήδη χορηγηθεί στην FFHG και να μην καταβάλει σε αυτήν τις μελλοντικές δόσεις. Πλην όμως, το ομόσπονδο κράτος αρνήθηκε να αναλάβει την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής. Επομένως, η άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως είναι καταχρηστική. Τρίτον, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν μεταβάλλει τη νομική θέση του ομόσπονδου κράτους, το οποίο στην πραγματικότητα επιδιώκει να προστατεύσει τα συμφέροντα της FFHG, των νέων μετόχων της και της Ryanair. Τέταρτον, το ομόσπονδο κράτος δεν έχει έννομο συμφέρον δεδομένου ότι η αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν θα του προσπορίσει κανένα όφελος.

33      Τέλος, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η DLH υποστήριξε, αφενός, ότι η αίτηση αναιρέσεως προσβάλλει το δεδικασμένο που απορρέει από τη διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 2019, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής (T‑764/15, EU:T:2019:349), και, αφετέρου, ότι το ομόσπονδο κράτος δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον, δεδομένου ότι η FFHG, λόγω της τρέχουσας οικονομικής κατάστασής της, δεν μπορεί να λάβει το υπόλοιπο της επίμαχης ενίσχυσης.

34      Το ομόσπονδο κράτος και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η επιχειρηματολογία της DLH πρέπει να απορριφθεί.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

35      Όσον αφορά, πρώτον, το επιχείρημα που προέβαλε η DLH με το υπόμνημα ανταπαντήσεως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το οποίο η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη κατά το μέτρο που με αυτήν επιχειρείται να αμφισβητηθεί το δεδικασμένο που απορρέει από τη διάταξη της 14ης Δεκεμβρίου 2017, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής (T‑764/15, EU:T:2017:933), υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 127 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

36      Επομένως, το επιχείρημα σχετικά με το δεδικασμένο που απορρέει από τη διάταξη της 14ης Δεκεμβρίου 2017, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής (T‑764/15, EU:T:2017:933), κατά το μέτρο που δεν προβλήθηκε από την DLH με το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως και δεν στηρίζεται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία, πρέπει να θεωρηθεί εκπρόθεσμο και, κατά συνέπεια, να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

37      Δεύτερον, από το άρθρο 56, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι οι παρεμβαίνοντες, εξαιρέσει των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, δεν μπορούν να ασκήσουν αναίρεση, εκτός εάν η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου τους θίγει απευθείας.

38      Εν προκειμένω, το ομόσπονδο κράτος, παρεμβαίνον στη δίκη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, καταδεικνύει επαρκώς κατά νόμο ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το θίγει απευθείας.

39      Πράγματι, όπως επισημαίνει το ομόσπονδο κράτος με το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση συνεπάγεται, αφενός, υποχρέωσή του να ανακτήσει τις δόσεις της επίμαχης ενίσχυσης που έχουν ήδη καταβληθεί στην FFHG και, αφετέρου, απαγόρευση καταβολής άλλων δόσεων της επίμαχης ενίσχυσης στο μέλλον.

40      Το ως άνω συμπέρασμα δεν αναιρείται από το επιχείρημα που προέβαλε η DLH κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το οποίο, εν πάση περιπτώσει, η FFHG, λαμβανομένης υπόψη της διαδικασίας αφερεγγυότητας που έχει κινηθεί κατά αυτής, δεν είναι πλέον σε θέση να λάβει τις υπόλοιπες δόσεις της επίμαχης ενίσχυσης. Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αυτό συμβαίνει, γεγονός παραμένει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση θα επέβαλλε στο ομόσπονδο κράτος να ανακτήσει, σε κάθε περίπτωση, τις δόσεις της επίμαχης ενίσχυσης που έχει ήδη καταβάλει στην FFHG.

41      Επιπλέον, η μη λήψη εκ μέρους του ομόσπονδου κράτους όλων των μέτρων που επιβάλλονται βάσει της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένη, δεν είναι ικανή να μεταβάλει τις εκτιθέμενες στις σκέψεις 39 και 40 της παρούσας απόφασης διαπιστώσεις οι οποίες αρκούν για να καταδείξουν ότι το ομόσπονδο κράτος θίγεται απευθείας από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και ότι συνεπώς μπορεί να ασκήσει αναίρεση κατά της απόφασης αυτής, χωρίς να είναι εξάλλου αναγκαίο να εξεταστεί αν ο διάδικος αυτός έχει έννομο συμφέρον.

42      Τρίτον, στην εντολή προς τον εκπρόσωπο του ομόσπονδου κράτους προβλέπεται ρητώς ότι αυτός μπορεί να το εκπροσωπεί ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης στις ένδικες διαφορές που αφορούν κρατικές ενισχύσεις. Επιπλέον, η DLH ούτε υποστηρίζει ούτε κατά μείζονα λόγο αποδεικνύει ότι η εντολή η οποία χορηγήθηκε στις 7 Ιουνίου 2019 δεν ισχύει πλέον. Κατά συνέπεια, η εντολή αυτή πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2018, mobile.de κατά EUIPO, C‑418/16 P, EU:C:2018:128, σκέψεις 34 και 39).

43      Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως που άσκησε το ομόσπονδο κράτος είναι παραδεκτή.

 Επί του παραδεκτού της ανταναιρέσεως την οποία άσκησε η Επιτροπή

 Επιχειρήματα των διαδίκων

44      Η DLH υποστηρίζει ότι η ανταναίρεση την οποία άσκησε η Επιτροπή είναι απαράδεκτη, επειδή, πρώτον, στο δικόγραφό της δεν αναγράφεται η ημερομηνία κατά την οποία της επιδόθηκε η αίτηση αναιρέσεως που άσκησε το ομόσπονδο κράτος, σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 177, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

45      Δεύτερον, το δικόγραφο της ανταναιρέσεως που άσκησε η Επιτροπή παραβαίνει το άρθρο 178, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, του Κανονισμού Διαδικασίας, δεδομένου ότι είναι, κατά μεγάλο μέρος του, πανομοιότυπο με το κατατεθέν από το θεσμικό αυτό όργανο υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως.

46      Τρίτον, η ανταναίρεση που άσκησε η Επιτροπή είναι απαράδεκτη για τον λόγο ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι η ίδια απαράδεκτη.

47      Τέταρτον, η άσκηση της ανταναιρέσεως είναι καταχρηστική, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν κίνησε καμία διαδικασία λόγω παραβάσεως κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ενώ η DLH την είχε ενημερώσει ότι, κατόπιν της έκδοσης της απόφασης Hahn IV, η FFHG και το ομόσπονδο κράτος δεν είχαν ανακτήσει από τη Ryanair τις επίμαχες ενισχύσεις προκειμένου τα αντίστοιχα ποσά να μεταφερθούν σε δεσμευμένο λογαριασμό.

48      Η Επιτροπή και το ομόσπονδο κράτος υποστηρίζουν ότι η επιχειρηματολογία της DLH πρέπει να απορριφθεί.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

49      Όσον αφορά, πρώτον, το επιχείρημα της DLH ότι η ανταναίρεση που άσκησε η Επιτροπή είναι απαράδεκτη για τον λόγο ότι είναι απαράδεκτη και η αίτηση αναιρέσεως που άσκησε το ομόσπονδο κράτος, αρκεί η διαπίστωση ότι είναι απορριπτέο λαμβανομένων υπόψη των διαπιστώσεων που έγιναν στις σκέψεις 35 έως 43 της παρούσας απόφασης.

50      Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει των άρθρων 172 και 174 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, οι διάδικοι της συγκεκριμένης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου υποθέσεως που έχουν συμφέρον να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως μπορούν να υποβάλουν υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως με το οποίο ζητείται να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί ολικώς ή μερικώς η αίτηση αναιρέσεως. Οι διάδικοι αυτοί μπορούν επίσης, δυνάμει των άρθρων 176 και 178 του Κανονισμού Διαδικασίας, να ασκήσουν, με χωριστό από το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως δικόγραφο, ανταναίρεση, η οποία πρέπει να έχει ως αντικείμενο την ολική ή μερική αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης για διαφορετικούς λόγους και με βάση διαφορετικά νομικά επιχειρήματα από αυτά που προβάλλονται με το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως (διάταξη της 7ης Δεκεμβρίου 2017, Eurallumina κατά Επιτροπής, C‑323/16 P, EU:C:2017:952, σκέψη 30, και απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Vereniging tot Behoud van Natuurmonumenten in Nederland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑817/18 P, EU:C:2020:637, σκέψη 47).

51      Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι με το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως δεν μπορεί να ζητείται η αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης για λόγους διαφορετικούς και αυτοτελείς σε σχέση προς εκείνους που προβάλλονται με την αίτηση αναιρέσεως, δεδομένου ότι τέτοιοι λόγοι μπορούν να προβληθούν μόνον στο πλαίσιο ανταναιρέσεως (απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Vereniging tot Behoud van Natuurmonumenten in Nederland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑817/18 P, EU:C:2020:637, σκέψη 48). Συνάγεται επίσης ότι η ανταναίρεση πρέπει, κατ’ αρχήν, να περιέχει λόγους και επιχειρήματα διαφορετικά και αυτοτελή σε σχέση με εκείνα που προβλήθηκαν με το κατατεθέν από τον ίδιο διάδικο υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως.

52      Εν προκειμένω, πολλοί από τους λόγους αναιρέσεως που προβάλλονται με την ανταναίρεση που άσκησε η Επιτροπή συμπίπτουν εν μέρει με τα επιχειρήματα που το θεσμικό αυτό όργανο εξέθεσε με το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως το οποίο κατέθεσε προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε το ομόσπονδο κράτος.

53      Επισημαίνεται εντούτοις ότι, με την ανταναίρεση, η Επιτροπή ζητεί και η ίδια την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προβάλλοντας λόγους αναιρέσεως οι οποίοι είναι εν μέρει αυτοτελείς και διαφορετικοί σε σχέση με εκείνους που προβάλλονται με την αίτηση αναιρέσεως. Δυνάμει των κανόνων που εκτίθενται στη σκέψη 50 της παρούσας απόφασης, ούτε το ως άνω αίτημα ούτε οι ως άνω λόγοι αναιρέσεως μπορούσαν να προβληθούν με το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως και, ως εκ τούτου, η ανταναίρεση της Επιτροπής ασκήθηκε σύμφωνα με τους εν λόγω κανόνες. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι εξέθεσε στο δικόγραφο της ανταναιρέσεως το σύνολο των ισχυρισμών που έχει προβάλει προς στήριξη του αιτήματος αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προέβαλε με το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως, αντί να κατανείμει την έκθεση των ισχυρισμών της μεταξύ της ανταναιρέσεως και του υπομνήματος επί της αιτήσεως αναιρέσεως, με κίνδυνο να θιγεί η συνοχή της συλλογιστικής της (πρβλ. διάταξη της 7ης Δεκεμβρίου 2017, Eurallumina κατά Επιτροπής, C‑323/16 P, EU:C:2017:952, σκέψη 31).

54      Τρίτον, κατά το άρθρο 177, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το δικόγραφο της ανταναιρέσεως περιέχει την ημερομηνία κατά την οποία επιδόθηκε στον ανταναιρεσείοντα η αίτηση αναιρέσεως. Πλην όμως, η DLH επισημαίνει ότι μνεία της ημερομηνίας αυτής δεν υπάρχει στο δικόγραφο της ανταναιρέσεως που κατέθεσε η Επιτροπή στην υπό κρίση υπόθεση.

55      Μολονότι είναι αληθές ότι τέτοια μνεία δεν εμφανίζεται στο δικόγραφο της ανταναιρέσεως, δεν αμφισβητείται ότι η ημερομηνία κατά την οποία η αίτηση αναιρέσεως επιδόθηκε στην Επιτροπή, ήτοι η 5η Αυγούστου 2021, μνημονεύεται ρητώς στο υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως το οποίο κατατέθηκε από την Επιτροπή και επιδόθηκε στην DLH και στο ομόσπονδο κράτος. Επιπλέον, ουδόλως αμφισβητείται ότι η ανταναίρεση ασκήθηκε από την Επιτροπή εμπροθέσμως.

56      Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι η Επιτροπή παρέλειψε να περιλάβει στο δικόγραφο της ανταναιρέσεως τη μνεία που προβλέπεται στο άρθρο 177, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου δεν συνιστά πλημμέλεια ικανή να επισύρει το απαράδεκτο της ανταναιρέσεως, δεδομένου ότι οι λοιποί διάδικοι ήταν σε θέση να ελέγξουν αν η ανταναίρεση ασκήθηκε όντως εντός προθεσμίας δύο μηνών από την επίδοση της αιτήσεως αναιρέσεως.

57      Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η DLH με το υπόμνημα ανταπαντήσεως στην αίτηση αναιρέσεως, το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η Επιτροπή ζητεί με το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και όχι, όπως επιτάσσει το άρθρο 174 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί ολικώς ή μερικώς η αίτηση αναιρέσεως. Πράγματι, η πλημμέλεια αυτή επισύρει μόνο το απαράδεκτο του αιτήματος με το οποίο η Επιτροπή ζητεί, στο υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως, την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (πρβλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, C‑45/15 P, EU:C:2017:402, σκέψη 21).

58      Τέλος, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, το γεγονός ότι το ομόσπονδο κράτος δεν προέβη στις αναγκαίες ενέργειες για να συμμορφωθεί προς την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ή προς την απόφαση Hahn IV δεν είναι ικανό να επισύρει το απαράδεκτο της ανταναιρέσεως με την οποία η Επιτροπή ζητεί να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

59      Κατά συνέπεια, η ανταναίρεση της Επιτροπής είναι παραδεκτή.

 Επί του βασίμου της αιτήσεως αναιρέσεως και της ανταναιρέσεως την οποία άσκησε η Επιτροπή

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

60      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, το ομόσπονδο κράτος επικαλείται πέντε λόγους αναιρέσεως προβάλλοντας, με τον πρώτο, παράβαση του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και πλημμελή αιτιολογία, με τον δεύτερο, πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εκτίμηση της ζώνης επιρροής του αερολιμένα Frankfurt-Hahn, με τον τρίτο, παραβίαση της αρχής ne ultra petita, με τον τέταρτο, μη τήρηση των προϋποθέσεων υπό τις οποίες η Επιτροπή μπορεί να μην κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας την οποία προβλέπει το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, και, με τον πέμπτο, παράβαση του άρθρου 264 ΣΛΕΕ.

61      Προς στήριξη της ανταναιρέσεως, η Επιτροπή επικαλείται έξι λόγους αναιρέσεως, προβάλλοντας, με τον πρώτο, παράβαση του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, με τον δεύτερο, παραβίαση των κανόνων που διέπουν το βάρος αποδείξεως, της υποχρέωσης απάντησης στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι και ακροάσεως των διαδίκων, με τον τρίτο, εφαρμογή εσφαλμένου κριτηρίου για την εξέταση του κύρους των αποφάσεων της Επιτροπής περί μη κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας την οποία προβλέπει το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, με τον τέταρτο, εσφαλμένη ερμηνεία των κατευθυντήριων γραμμών για τις ενισχύσεις στον τομέα των αερομεταφορών, με τον πέμπτο, παράβαση των κανόνων σχετικά με το βάρος αποδείξεως, και, με τον έκτο, παραβίαση του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, εσφαλμένη αυτεπάγγελτη εξέταση και παραμόρφωση του περιεχομένου ενός αποδεικτικού στοιχείου.

 Επί των λόγων αναιρέσεως με τους οποίους προβάλλεται έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της DLH

 Επιχειρήματα των διαδίκων

–       Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως που προβάλλεται με την αίτηση αναιρέσεως

62      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, το ομόσπονδο κράτος προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέβη το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει.

63      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το ομόσπονδο κράτος υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας στις σκέψεις 62 και 86 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι από τη συνολική εξέταση του δικογράφου της προσφυγής προέκυπτε ότι η DLH είχε επικαλεστεί ενώπιόν του προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της. Ειδικότερα, κατά το ομόσπονδο κράτος, στο δικόγραφο της προσφυγής η DLH απλώς προέβαλε σφάλματα στα οποία είχε υποπέσει η Επιτροπή εγκρίνοντας την επίμαχη ενίσχυση. Το Γενικό Δικαστήριο, περιοριζόμενο στη διαπίστωση ότι η επίκληση προσβολής των διαδικαστικών δικαιωμάτων προέκυπτε από τη συνολική εξέταση του δικογράφου της προσφυγής, παρέβη και την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει.

64      Η Επιτροπή υποστηρίζει, αφενός, ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του δικογράφου της προσφυγής ή, τουλάχιστον, το ερμήνευσε κατά τρόπο νομικώς εσφαλμένο, κρίνοντας ότι περιείχε έναν μόνο λόγο ακυρώσεως με τον οποίο προβαλλόταν προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της DLH, ενώ αυτό περιείχε στην πραγματικότητα περισσότερους λόγους ακυρώσεως. Αφετέρου, η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, στις σκέψεις 59, 62 και 86 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι αρκεί η προσφυγή ή ολόκληρο το δικόγραφό της να βάλλουν κατά προσβολής των διαδικαστικών δικαιωμάτων αντιβαίνει στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

65      Η DLH αντιτείνει ότι στα σημεία 55 επ. του δικογράφου της προσφυγής προέβαλε ρητώς προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της, ενώ αυτό το ζήτημα μνημονεύεται και στο αντικείμενο της προσφυγής της καθώς και στους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν προς στήριξή της, όπως προκύπτει από το σημείο 14 του δικογράφου της προσφυγής.

–       Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως τον οποίο προβάλλει η Επιτροπή με την ανταναίρεση

66      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως που προβάλλει με την ανταναίρεση, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το ομόσπονδο κράτος, προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη τους κανόνες που διέπουν το βάρος αποδείξεως, καθώς και την υποχρέωσή του να απαντήσει στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι και να ακούσει τους διαδίκους.

67      Με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως που προβάλλει με την ανταναίρεση, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η DLH ουδέποτε υποστήριξε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ των αερολιμένων Frankfurt-Hahn και Frankfurt Main ούτε ότι οι ενισχύσεις υπέρ του πρώτου μπορούσαν να επηρεάσουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο τον δεύτερο.

68      Ως εκ τούτου, κατά την Επιτροπή, η σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ενέχει πλάνη περί το δίκαιο καθόσον το Γενικό Δικαστήριο εκθέτει επιχείρημα το οποίο η DLH δεν επικαλέστηκε ενώπιόν του και του οποίου την αλήθεια, εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε.

69      Στις σκέψεις 52 έως 54 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Ryanair ασκούσε ανταγωνιστική πίεση στην DLH η οποία θα μειωνόταν αν δεν είχε χορηγηθεί η επίμαχη ενίσχυση στην FFHG, χωρίς να εξετάσει τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν η DLH και η Επιτροπή, όπερ συνιστά και παράβαση των κανόνων που διέπουν το βάρος αποδείξεως.

70      Η DLH αντιτείνει ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής της, απέδειξε ότι υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ των δύο ως άνω αερολιμένων. Μια τέτοια σχέση ανταγωνισμού στηρίζεται ήδη στο γεγονός, το οποίο μνημονεύεται στα σημεία 43 και 117 επ. του δικογράφου της προσφυγής, ότι οι ζώνες επιρροής των δύο αερολιμένων αλληλοεπικαλύπτονται. Εξάλλου, η ίδια υποστήριξε στο σημείο 43 του δικογράφου της προσφυγής ότι υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ των δύο αερολιμένων όσον αφορά τα αεροπορικά δρομολόγια με αναχώρηση από αυτά.

71      Επιπλέον, η Επιτροπή δεν μπορεί να αμφισβητεί το γεγονός, το οποίο διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο, ότι υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ των αερολιμένων Frankfurt Main και Frankfurt-Hahn, δεδομένου ότι η ανταναίρεση περιορίζεται μόνο σε νομικά ζητήματα.

72      Επικουρικώς, η DLH υποστηρίζει ότι απέδειξε ότι ο αερολιμένας Frankfurt-Hahn είχε ασκήσει τέτοιου βαθμού ανταγωνιστική πίεση στον αερολιμένα Frankfurt Main, ώστε ο τελευταίος να επιτρέψει στη Ryanair να δημιουργήσει σε αυτόν βάση τον Μάρτιο του 2017.

73      Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως που προβάλλει με την ανταναίρεση, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε, στις σκέψεις 52 και 53 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, για τις πτήσεις που προσέφερε η Ryanair, με αναχώρηση από τον αερολιμένα Frankfurt-Hahn, και τις πτήσεις για τους ίδιους προορισμούς που εκτελούσε η DLH από τον αερολιμένα Frankfurt Main, η Ryanair και η DLH ήταν ανταγωνίστριες. Πλην όμως, η Επιτροπή υποστήριξε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι οι πτήσεις που εκτελούσε η DLH με αναχώρηση από τον αερολιμένα Frankfurt Main ήταν «premium πτήσεις» και αφορούσαν διερχόμενους επιβάτες, ενώ η Ryanair εκτελούσε πτήσεις χαμηλού κόστους «από σημείο σε σημείο». Συνεπώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι κατέδειξε ότι τα φερόμενα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η DLH δεν περιείχαν καμία πληροφορία όσον αφορά την εξέλιξη του αριθμού των επιβατών και των τιμών και ότι υπήρχαν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το ποια δρομολόγια εξυπηρετούνταν πράγματι από την DLH και σε ποιες ημερομηνίες. Δεδομένου ότι η επιχειρηματολογία αυτή της Επιτροπής είχε μεγάλη σημασία για την έκβαση της υπόθεσης, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να απαντήσει σε αυτήν.

74      Η DLH αντιτείνει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέχει καμία υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη τα επιχειρήματα που προβάλλονται ενώπιον του, αλλά υποχρεούται μόνο να διασφαλίζει την τήρηση του δικαιώματος ακροάσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

75      Δεδομένου ότι η επίδικη απόφαση απευθυνόταν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και όχι στην DLH, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προβλέπει δύο περιπτώσεις στις οποίες ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο νομιμοποιείται ενεργητικώς να ασκήσει προσφυγή κατά πράξης της Ένωσης της οποίας δεν είναι αποδέκτης. Αφενός, η εν λόγω προσφυγή μπορεί να ασκηθεί υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη αφορά το πρόσωπο αυτό άμεσα και ατομικά. Αφετέρου, το πρόσωπο αυτό μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά κανονιστικής πράξης για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα, εφόσον η πράξη το αφορά άμεσα (απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2023, Επιτροπή κατά Braesch κ.λπ., C‑284/21 P, EU:C:2023:58, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

76      Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι, στη σκέψη 33 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορούσε ατομική ενίσχυση, δεν μπορούσε να αποτελεί κανονιστική πράξη. Κατά τα λοιπά, η διαπίστωση αυτή δεν αμφισβητείται στο πλαίσιο της υπό κρίση αίτησης αναιρέσεως και της υπό κρίση ανταναιρέσεως.

77      Όσον αφορά, εν συνεχεία, το ζήτημα αν η επίδικη απόφαση αφορά «άμεσα και ατομικά» την DLH, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι άλλα υποκείμενα δικαίου πλην των αποδεκτών μιας απόφασης μπορούν να ισχυριστούν ότι η απόφαση τα αφορά ατομικά μόνον εάν αυτή τα επηρεάζει λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών τους ή λόγω μιας πραγματικής κατάστασης η οποία τα διακρίνει έναντι κάθε άλλου προσώπου και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς τον αποδέκτη της απόφασης (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, EU:C:1963:17, σ. 942, καθώς και της 31ης Ιανουαρίου 2023, Επιτροπή κατά Braesch κ.λπ., C‑284/21 P, EU:C:2023:58, σκέψη 51).

78      Δεδομένου ότι η πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή αφορά απόφαση της Επιτροπής σε υπόθεση κρατικών ενισχύσεων, υπενθυμίζεται επίσης ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων την οποία προβλέπει το άρθρο 108 ΣΛΕΕ, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, του προκαταρκτικού σταδίου εξέτασης των ενισχύσεων που θεσπίζει η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού, το οποίο έχει μόνον ως σκοπό να δώσει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να σχηματίσει μια πρώτη γνώμη ως προς το εν όλω ή εν μέρει συμβατό της συγκεκριμένης ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά, και, αφετέρου, του σταδίου έρευνας που προβλέπει η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού. Μόνον στο πλαίσιο του τελευταίου αυτού σταδίου, το οποίο έχει ως σκοπό να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα πλήρους πληροφόρησης επί του συνόλου των στοιχείων της υπόθεσης, προβλέπει η Συνθήκη ΛΕΕ την υποχρέωση της Επιτροπής να ζητήσει από τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 94, καθώς και της 31ης Ιανουαρίου 2023, Επιτροπή κατά Braesch κ.λπ., C‑284/21 P, EU:C:2023:58, σκέψη 52).

79      Επομένως, όπως ορθώς υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 36 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, όταν η Επιτροπή, χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, διαπιστώνει, με απόφαση που εκδίδει βάσει της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, ότι μια ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά, εκείνοι υπέρ των οποίων έχουν τεθεί οι εν λόγω διαδικαστικές εγγυήσεις μπορούν να επιτύχουν την τήρηση των εγγυήσεων αυτών μόνον εάν έχουν τη δυνατότητα να προσβάλουν την απόφαση αυτή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Για τους λόγους αυτούς, η προσφυγή ακυρώσεως κατά της απόφασης αυτής, ασκηθείσα από «ενδιαφερόμενο» κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, είναι παραδεκτή, όταν ο προσφεύγων επιδιώκει, με την άσκηση της προσφυγής του, να διασφαλίσει τα διαδικαστικά δικαιώματα που αντλεί από την τελευταία αυτή διάταξη (βλ., ιδίως, απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2023, Επιτροπή κατά Braesch κ.λπ., C‑284/21 P, EU:C:2023:58, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

80      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο ορισμός της έννοιας του «ενδιαφερόμενου», όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, κωδικοποιήθηκε από τον νομοθέτη της Ένωσης στο άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), το οποίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589. Κατά την τελευταία αυτή διάταξη ως «ενδιαφερόμενο μέρος» νοείται «κάθε κράτος μέλος και κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης, και ιδίως ο δικαιούχος της ενίσχυσης, οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές ενώσεις» (απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2023, Επιτροπή κατά Braesch κ.λπ., C‑284/21 P, EU:C:2023:58, σκέψη 58).

81      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η επίδικη απόφαση εκδόθηκε κατά το πέρας του προκαταρκτικού σταδίου εξέτασης, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589, και, ως εκ τούτου, χωρίς να κινηθεί η επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού.

82      Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφυγή που άσκησε η DLH μπορούσε να κριθεί παραδεκτή εφόσον η αεροπορική αυτή εταιρία, αφενός, αποδείκνυε ότι ήταν «ενδιαφερόμενο μέρος», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589, και, αφετέρου, προέβαλλε προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της.

83      Εντούτοις, το ομόσπονδο κράτος και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι, στις σκέψεις 32 έως 64 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα ότι πληρούνταν εν προκειμένω οι δύο ως άνω προϋποθέσεις.

–       Επί της ιδιότητας της DLH ως «ενδιαφερόμενου μέρους»

84      Στις σκέψεις 39 έως 56 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η DLH ήταν «ενδιαφερόμενο μέρος», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589.

85      Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, καίτοι η έννοια του «ενδιαφερόμενου μέρους» όπως ορίζεται στην ως άνω διάταξη περιλαμβάνει ιδίως τις επιχειρήσεις που είναι ανταγωνίστριες του δικαιούχου της ενίσχυσης, γεγονός παραμένει ότι, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 44 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η έννοια αυτή αφορά ένα απροσδιόριστο σύνολο αποδεκτών (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 63, και της 31ης Ιανουαρίου 2023, Επιτροπή κατά Braesch κ.λπ., C‑284/21 P, EU:C:2023:58, σκέψη 59).

86      Επομένως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μια επιχείρηση που δεν είναι άμεσα ανταγωνιστική του δικαιούχου της ενίσχυσης μπορεί πάντως να χαρακτηριστεί «ενδιαφερόμενο μέρος», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589, εφόσον υποστηρίζει ότι τα συμφέροντά της ενδέχεται να θιγούν από τη χορήγηση της ενίσχυσης, πράγμα που σημαίνει ότι η επιχείρηση αυτή υποχρεούται να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι υπάρχει κίνδυνος η ενίσχυση να έχει συγκεκριμένες επιπτώσεις επί της καταστάσεώς της. Επομένως, η ιδιότητα του «ενδιαφερόμενου μέρους» δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκην σχέση ανταγωνισμού (πρβλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψεις 64 και 65, της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Ja zum Nürburgring κατά Επιτροπής, C‑647/19 P, EU:C:2021:666, σκέψη 58, και της 31ης Ιανουαρίου 2023, Επιτροπή κατά Braesch κ.λπ., C‑284/21 P, EU:C:2023:58, σκέψη 60).

87      Δεύτερον, υπογραμμίζεται ότι, στη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε κίνδυνος η χορήγηση της επίμαχης ενίσχυσης να έχει συγκεκριμένες επιπτώσεις επί της καταστάσεως της DLH όσον αφορά, αφενός, τη λειτουργία του αερολιμένα Frankfurt Main, ο οποίος είναι ο πρώτος «αεροπορικός κόμβος» της, και, αφετέρου, τον ανταγωνισμό για τους προορισμούς των πτήσεων που η DLH προσφέρει από τον αερολιμένα αυτόν.

88      Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο, κατά πρώτον, έκρινε, στη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η επίμαχη ενίσχυση μπορούσε να θίξει την ανταγωνιστική θέση του αερολιμένα Frankfurt Main.

89      Εντούτοις, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως που προβάλλει με την ανταναίρεση, δεν προκύπτει από το δικόγραφο της προσφυγής ότι η DLH προέβαλε το επιχείρημα αυτό για να δικαιολογήσει την ενεργητική νομιμοποίησή της. Πλην όμως, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 86 της παρούσας απόφασης, εναπόκειται αποκλειστικά στον προσφεύγοντα να αποδείξει ότι υπάρχει κίνδυνος το μέτρο ενίσχυσης να έχει συγκεκριμένες επιπτώσεις επί της καταστάσεώς του.

90      Κατά συνέπεια, η σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ενέχει πλάνη περί το δίκαιο.

91      Κατά δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε, στις σκέψεις 51 έως 54 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η χορήγηση της επίμαχης ενίσχυσης, επιτρέποντας στην FFHG να συνεχίσει τις δραστηριότητές της, παρέσχε στη Ryanair τη δυνατότητα να διατηρήσει την ανταγωνιστική πίεση στην DLH από τον αερολιμένα Frankfurt-Hahn. Η διαπίστωση αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι οι δύο αυτές αεροπορικές εταιρίες είναι ανταγωνίστριες κατά το μέτρο που προσφέρουν πτήσεις για τους ίδιους προορισμούς με αναχώρηση από τους αερολιμένες Frankfurt-Hahn και Frankfurt Main, ενώ αυτό επιβεβαιώνεται, όπως αναφέρεται στη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, από τους καταλόγους προορισμών που παρέσχε η DLH με τα δικόγραφά της και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

92      Κατά συνέπεια, προκύπτει ρητώς από τη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η DLH. Αντιθέτως, όπως επισημαίνει η Επιτροπή με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως που προβάλλει με την ανταναίρεση, ουδόλως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη τα επιχειρήματα που προέβαλε το θεσμικό αυτό όργανο, ιδίως στα σημεία 33 έως 40 του υπομνήματος ανταπαντήσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, με σκοπό να αμφισβητήσει την κρισιμότητα των αποδεικτικών στοιχείων που παρέσχε η DLH όσον αφορά την εκτίμηση του αν υπάρχει σχέση ανταγωνισμού μεταξύ της αεροπορικής αυτής εταιρίας και της Ryanair.

93      Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι, στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, ο έλεγχος του Δικαστηρίου έχει ιδίως ως αντικείμενο να εξακριβωθεί εάν το Γενικό Δικαστήριο απάντησε επαρκώς κατά νόμον στο σύνολο των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος και, αφετέρου, ότι ο λόγος ο οποίος αντλείται από έλλειψη απαντήσεως του Γενικού Δικαστηρίου σε επιχειρήματα που προβλήθηκαν πρωτοδίκως ισοδυναμεί, κατ’ ουσίαν, με επίκληση παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως η οποία απορρέει από το άρθρο 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο το οποίο εφαρμόζεται στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού, και από το άρθρο 117 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (πρβλ. αποφάσεις της 20ής Μαΐου 2010, Γκόγκος κατά Επιτροπής, C‑583/08 P, EU:C:2010:287, σκέψη 29, της 29ης Σεπτεμβρίου 2022, ABLV Bank κατά ΕΣΕ, C‑202/21 P, EU:C:2022:734, σκέψη 106, και της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60, σκέψη 118).

94      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει το Γενικό Δικαστήριο δεν του επιβάλλει να παραθέτει σκεπτικό το οποίο να εξετάζει αναλυτικά και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατυπώνουν οι διάδικοι, η δε αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί, επομένως, να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει τη δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους δεν έγιναν δεκτά τα επιχειρήματά τους από το Γενικό Δικαστήριο, στο δε Δικαστήριο να διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του (αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑120/06 P και C‑121/06 P, EU:C:2008:476, σκέψη 96, και της 1ης Δεκεμβρίου 2022, EUIPO κατά Vincenti, C‑653/20 P, EU:C:2022:945, σκέψη 47).

95      Τούτου δοθέντος, κατά το μέτρο που εν προκειμένω η Επιτροπή προσκόμισε στοιχεία με σκοπό να αμφισβητήσει την κρισιμότητα των στοιχείων που προσκόμισε η DLH, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε, προκειμένου να τηρήσει την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει, να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία δεν ήταν ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη στηριζόμενη στα στοιχεία που παρέσχε η DLH εκτίμησή του ότι η εν λόγω αεροπορική εταιρία και η Ryanair δραστηριοποιούνταν στην ίδια αγορά αεροπορικής μεταφοράς επιβατών και ήταν, ως εκ τούτου, ανταγωνίστριες.

96      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι η DLH ήταν «ενδιαφερόμενο μέρος», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει.

97      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνουν δεκτά το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή.

–       Επί της επίκλησης, εκ μέρους της DLH, προσβολής των διαδικαστικών δικαιωμάτων της

98      Επισημαίνεται, πρώτον, ότι η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία η DLH επικαλέστηκε, με το δικόγραφο της προσφυγής, προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της, στηρίζεται στις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 62 και 63 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

99      Ως προς το ζήτημα αυτό, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι «[προέκυπτε] από τη συνολική εξέταση του δικογράφου της προσφυγής» ότι η προσφυγή της DLH «[αφορούσε] την ακύρωση της απόφασης περί μη προβολής αντιρρήσεων, δεδομένου ότι έβαλλε κατά της παράλειψης να γίνει με την […] απόφαση [αυτή] πλήρης εξέταση της [επίμαχης] ενίσχυσης, όπερ θίγει την [DLH] κατά το μέτρο που αυτή [ήταν] ενδιαφερόμενο μέρος και προσβάλλει τόσο το δικαίωμα ακροάσεως όσο και τα διαδικαστικά δικαιώματά της».

100    Στη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι, «όσον αφορά […] προσφυγή η οποία βάλλει κατά της νομιμότητας απόφασης που εκδόθηκε χωρίς να κινηθεί η επίσημη διαδικασία έρευνας, [έπρεπε] να εξεταστεί το σύνολο των επιχειρημάτων που προέβαλε η [DLH] με τον μοναδικό λόγο ακυρώσεως, προκειμένου να διαπιστωθεί αν αυτά παρέχουν τη δυνατότητα προσδιορισμού των σοβαρών δυσχερειών βάσει των οποίων η Επιτροπή θα όφειλε να κινήσει την εν λόγω διαδικασία».

101    Επισημαίνεται ότι δεν εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να ερμηνεύσει προσφυγή με την οποία ο προσφεύγων αμφισβητεί αποκλειστικά το βάσιμο αποφάσεως περί εκτιμήσεως ορισμένης ενισχύσεως υπό την έννοια ότι αυτή αποσκοπεί στην πραγματικότητα στην προάσπιση διαδικαστικών δικαιωμάτων που αυτός αντλεί από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, στην περίπτωση που ο προσφεύγων δεν έχει ρητώς προβάλει σχετικό λόγο ακυρώσεως, διότι άλλως ο δικαστής της Ένωσης θα μετέβαλλε το αντικείμενο της προσφυγής (απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Ja zum Nürburgring κατά Επιτροπής, C‑647/19 P, EU:C:2021:666, σκέψη 115 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

102    Τούτου δοθέντος, τα επιχειρήματα που προβάλλει ο προσφεύγων με σκοπό να αποδείξει ότι η Επιτροπή έπρεπε να έχει κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας είναι παραδεκτά όταν με την προσφυγή προς στήριξη της οποίας εκτίθενται ζητείται πράγματι η ακύρωση της απόφασης να μην κινηθεί η διαδικασία αυτή και, κατά το γράμμα του δικογράφου, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, λόγω της μη κίνησης της διαδικασίας έρευνας, στερήθηκε τις διαδικαστικές εγγυήσεις τις οποίες δικαιούται (πρβλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Βέλγιο κατά Deutsche Post και DHL International, C‑148/09 P, EU:C:2011:603, σκέψεις 61 έως 63).

103    Εν προκειμένω, κατά πρώτον, είναι αληθές ότι, όπως τόνισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η προσφυγή που άσκησε η DLH ενώπιόν του είχε αίτημα την ακύρωση απόφασης της Επιτροπής να μην κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας την οποία προβλέπει το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

104    Τούτου δοθέντος, υπογραμμίζεται, κατά δεύτερον, ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 98 των προτάσεών του, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει, περιοριζόμενο στη διαπίστωση, στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η επίκληση, εκ μέρους της DLH, προσβολής των διαδικαστικών δικαιωμάτων της προέκυπτε από τη συνολική εξέταση του δικογράφου της προσφυγής. Το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε, αντιθέτως, να μνημονεύσει ρητώς τα σημεία του δικογράφου της προσφυγής στα οποία στηρίχθηκε για να προβεί στην εκτίμηση αυτή, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν διαδίκους, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 94 της παρούσας απόφασης, να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους οδηγήθηκε σε αυτή την κρίση, στο δε Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του.

105    Κατά τρίτον, όπως επίσης επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 97 των προτάσεών του, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε ακόμη να εξετάσει ποιες από τις αιτιάσεις που προέβαλε η DLH αποσκοπούσαν ειδικώς στην απόδειξη του ότι η Επιτροπή έπρεπε να έχει κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας.

106    Πλην όμως, δεν προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε μια τέτοια εξέταση. Αντιθέτως, από τη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, δεδομένου ότι η προσφυγή έβαλλε κατά της άρνησης της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας την οποία προβλέπει το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το ίδιο όφειλε να εξετάσει το σύνολο των επιχειρημάτων που είχε επικαλεστεί η DLH προκειμένου να εκτιμήσει αν βάσει αυτών μπορούσαν να προσδιοριστούν σοβαρές δυσχέρειες οι οποίες θα έπρεπε να οδηγήσουν την Επιτροπή στην κίνηση της διαδικασίας αυτής, χωρίς όμως να ελέγξει προηγουμένως αν καθένα από τα επιχειρήματα αυτά αποσκοπούσε ειδικώς στην απόδειξη της ύπαρξης τέτοιων δυσχερειών.

107    Κατά συνέπεια, η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την οποία η DLH είχε επικαλεστεί προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της ενέχει πλείονα νομικά σφάλματα και είναι ελλιπώς αιτιολογημένη.

108    Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως που προέβαλε το ομόσπονδο κράτος.

109    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Δικαστήριο ούτε επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως που προέβαλε με την αίτηση αναιρέσεως το ομόσπονδο κράτος, ούτε επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως και του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως τους οποίους προέβαλε με την ανταναίρεση η Επιτροπή, προς αμφισβήτηση για άλλους λόγους του παραδεκτού της προσφυγής, ούτε επί των λοιπών λόγων αναιρέσεως που προβλήθηκαν με την αίτηση αναιρέσεως και τις ανταναιρέσεις κατά του επί της ουσίας σκεπτικού του Γενικού Δικαστηρίου, και ιδίως επί των λόγων αναιρέσεως που προέβαλε η DLH με την ανταναίρεσή της όσον αφορά το ζήτημα αν συνάδει με το άρθρο 107 ΣΛΕΕ η έννοια του «συνολικού σεναρίου» την οποία χρησιμοποίησε το Γενικό Δικαστήριο.

 Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

110    Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο δύναται, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση.

111    Τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

112    Πράγματι, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης πλειόνων νομικών σφαλμάτων και πλημμελειών της αιτιολογίας, η εξέταση του παραδεκτού της προσφυγής και, εφόσον αυτή κριθεί παραδεκτή, του βασίμου της προϋποθέτει πραγματικές εκτιμήσεις ως προς τις οποίες το Δικαστήριο θα έπρεπε να λάβει συμπληρωματικά μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας ή διεξαγωγής αποδείξεων.

113    Επομένως, το Δικαστήριο πρέπει να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο και να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 19ης Μαΐου 2021, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής (T218/18, EU:T:2021:282).

2)      Αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.