Language of document : ECLI:EU:C:2023:663

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 14ης Σεπτεμβρίου 2023 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης –Αρχή ne bis in idem – Κύρωση επιβληθείσα λόγω αθέμιτων εμπορικών πρακτικών – Ποινικός χαρακτήρας της κύρωσης – Ποινική κύρωση επιβληθείσα εντός κράτους μέλους μετά την επιβολή κύρωσης για αθέμιτες εμπορικές πρακτικές εντός άλλου κράτους μέλους, η οποία όμως κατέστη αμετάκλητη πριν καταστεί απρόσβλητη η κύρωση στο άλλο αυτό κράτος μέλος – Άρθρο 52, παράγραφος 1 – Περιορισμοί της αρχής ne bis in idem – Προϋποθέσεις – Συντονισμός των διαδικασιών και των κυρώσεων»

Στην υπόθεση C‑27/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) με απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Ιανουαρίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Volkswagen Group Italia SpA,

Volkswagen Aktiengesellschaft

κατά

Autorità Garante della Concorrenza e del Mercato,

παρισταμένων των:

Associazione Cittadinanza Attiva Onlus,

Coordinamento delle associazioni per la tutela dell’ambiente e dei diritti degli utenti e consumatori (Codacons),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, P. G. Xuereb (εισηγητή), T. von Danwitz, A. Kumin και I. Ziemele, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: C. Di Bella, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Ιανουαρίου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Volkswagen Group Italia SpA και η Volkswagen Aktiengesellschaft, εκπροσωπούμενες από τους T. Salonico, avvocato, και O. W. Brouwer, advocaat,

–        η Autorità Garante della Concorrenza e del Mercato, εκπροσωπούμενη από τον F. Sclafani, avvocato dello Stato,

–        η Coordinamento delle associazioni per la tutela dell’ambiente e dei diritti degli utenti e consumatori (Codacons), εκπροσωπούμενη από τους G. Giuliano και C. Rienzi, avvocati,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K. Bulterman, M. A. M. de Ree και M. J. M. Hoogveld,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους N. Ruiz García και A. Spina,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 30ής Μαρτίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), του άρθρου 54 της Σύμβασης εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, η οποία υπεγράφη στο Σένγκεν στις 19 Ιουνίου 1990 και άρχισε να ισχύει στις 26 Μαρτίου 1995 (ΕΕ 2000, L 239, σ. 19) (στο εξής: ΣΕΣΣ), καθώς και του άρθρου 3, παράγραφος 4, και του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2005, L 149, σ. 22).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των Volkswagen Group Italia SpA (στο εξής: VWGI) και Volkswagen Aktiengesellschaft (στο εξής: VWAG) και, αφετέρου, της Autorità Garante della Concorrenza e del Mercato (αρχής προστασίας του ανταγωνισμού και της αγοράς, Ιταλία) (στο εξής: AGCM), σχετικά με την απόφαση της εν λόγω αρχής να επιβάλει στις συγκεκριμένες εταιρίες πρόστιμο λόγω αθέμιτων εμπορικών πρακτικών.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η ΣΕΣΣ

3        Η ΣΕΣΣ συνήφθη προκειμένου να διασφαλιστεί η εφαρμογή της συμφωνίας μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, η οποία υπεγράφη στο Σένγκεν στις 14 Ιουνίου 1985 (ΕΕ 2000, L 239, σ. 13).

4        Το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, το οποίο περιλαμβάνεται στο τιτλοφορούμενο «Εφαρμογή της αρχής ne bis in idem» κεφάλαιο 3 του τίτλου ΙΙΙ, ο οποίος επιγράφεται «Αστυνομία και ασφάλεια», ορίζει τα ακόλουθα:

«Όποιος καταδικάσθηκε αμετάκλητα από ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να διωχθεί από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, υπό τον όρον όμως ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει ήδη εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με τους νόμους του συμβαλλομένου μέρους που επέβαλε την καταδίκη.»

 Η οδηγία 2005/29

5        Η αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας 2005/29 έχει ως εξής:

«Είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ της παρούσας οδηγίας και του υφιστάμενου κοινοτικού δικαίου, ειδικά όταν για συγκεκριμένους τομείς ισχύουν λεπτομερείς διατάξεις για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. […] Συνεπώς, η παρούσα οδηγία ισχύει μόνον εφόσον δεν υφίστανται ειδικές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου που ρυθμίζουν συγκεκριμένες πτυχές αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, όπως είναι οι απαιτήσεις παροχής πληροφοριών και οι κανόνες για τον τρόπο παρουσίασης πληροφοριών στον καταναλωτή. Προστατεύει τον καταναλωτή όπου δεν υπάρχει ειδική τομεακή νομοθεσία σε κοινοτικό επίπεδο και απαγορεύει στους εμπορευόμενους τη δημιουργία εσφαλμένων εντυπώσεων για τη φύση των προϊόντων. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για σύνθετα προϊόντα με υψηλά επίπεδα κινδύνου για τους καταναλωτές όπως ορισμένα προϊόντα χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Κατά συνέπεια η οδηγία συμπληρώνει το ισχύον κοινοτικό κεκτημένο για τις εμπορικές πρακτικές που βλάπτουν τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών.»

6        Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής προβλέπει τα ακόλουθα:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να συμβάλει στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών με την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που βλάπτουν τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών.»

7        Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφο 4 τα εξής:

«Σε περίπτωση σύγκρουσης των διατάξεων της παρούσας οδηγίας με άλλους κοινοτικούς κανόνες που ρυθμίζουν συγκεκριμένες πτυχές αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, οι τελευταίοι επικρατούν και εφαρμόζονται επί των πτυχών αυτών.»

8        Το άρθρο 13 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κυρώσεις», προβλέπει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη καθορίζουν κυρώσεις για παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την εξασφάλιση της επιβολής αυτών των κυρώσεων. Οι κυρώσεις αυτές πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.»

 Η οδηγία (ΕΕ) 2019/2161

9        Η οδηγία (ΕΕ) 2019/2161 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 98/6/ΕΚ, 2005/29/ΕΚ και 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την καλύτερη επιβολή και τον εκσυγχρονισμό των κανόνων της Ένωσης για την προστασία των καταναλωτών (ΕΕ 2019, L 328, σ. 7), τροποποίησε, με ισχύ από τις 28 Μαΐου 2022, το άρθρο 13 της οδηγίας 2005/29 ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη ορίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

2.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι για την επιβολή κυρώσεων λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα μη εξαντλητικά και ενδεικτικά κριτήρια, κατά περίπτωση:

α)      η φύση, η βαρύτητα, η έκταση και η διάρκεια της παράβασης,

β)      τυχόν ενέργειες του εμπόρου με σκοπό τον μετριασμό ή την επανόρθωση της ζημίας που υπέστησαν οι καταναλωτές,

γ)      τυχόν προηγούμενες παραβάσεις του εμπόρου,

δ)      τα οικονομικά οφέλη που αποκόμισε ή τις ζημίες που απέφυγε ο έμπορος λόγω της παράβασης, εφόσον είναι διαθέσιμα τα σχετικά στοιχεία,

ε)      οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στον έμπορο για την ίδια παράβαση σε άλλα κράτη μέλη σε διασυνοριακές υποθέσεις, όπου οι πληροφορίες σχετικά με τις εν λόγω κυρώσεις είναι διαθέσιμες μέσω του μηχανισμού που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/2394 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών και με την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 (ΕΕ 2017, L 345, σ. 1)]·

στ)      κάθε άλλο επιβαρυντικό ή ελαφρυντικό στοιχείο που προκύπτει από τις περιστάσεις της υπόθεσης.

3.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν πρόκειται να επιβληθούν κυρώσεις σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2934, περιλαμβάνουν τη δυνατότητα είτε επιβολής προστίμων μέσω διοικητικών διαδικασιών είτε κίνησης δικαστικών διαδικασιών για την επιβολή προστίμων, ή και τα δύο, το μέγιστο ύψος των οποίων είναι τουλάχιστον ίσο με το 4 % του ετήσιου κύκλου εργασιών του εμπόρου στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ή στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. […]

[…]»

 Το ιταλικό δίκαιο

10      Το άρθρο 20, παράγραφος 1, του decreto legislativo n. 206 – Codice del consumo, a norma dell’articolo 7 della legge 29 luglio 2003, no 229 (νομοθετικού διατάγματος 206, περί κώδικα προστασίας του καταναλωτή δυνάμει του άρθρου 7 του νόμου 229, της 29ης Ιουλίου 2003), της 6ης Σεπτεμβρίου 2005 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 235, της 8ης Οκτωβρίου 2005), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: κώδικας προστασίας του καταναλωτή), ορίζει ότι οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές απαγορεύονται.

11      Το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κώδικα προστασίας του καταναλωτή προβλέπει τα ακόλουθα:

«Μια εμπορική πρακτική είναι αθέμιτη εάν είναι αντίθετη προς την επαγγελματική ευσυνειδησία και στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς τη σχετική με το συγκεκριμένο προϊόν οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή τον οποίο επηρεάζει ή στον οποίο απευθύνεται, ή του μέσου μέλους της ομάδας, όταν μια εμπορική πρακτική απευθύνεται σε συγκεκριμένη ομάδα καταναλωτών.»

12      Κατά το άρθρο 20, παράγραφος 4, του κώδικα αυτού, αθέμιτες εμπορικές πρακτικές συνιστούν, μεταξύ άλλων, οι παραπλανητικές πρακτικές των άρθρων 21 έως 23 του κώδικα και οι επιθετικές πρακτικές των άρθρων 24 έως 26 του κώδικα.

13      Το άρθρο 21, παράγραφος 1, του κώδικα προστασίας του καταναλωτή έχει ως εξής:

«Μια εμπορική πρακτική θεωρείται παραπλανητική όταν περιλαμβάνει πληροφορίες οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα ή, όταν, με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της συνολικής παρουσίασής της, εξαπατά ή ενδέχεται να εξαπατήσει τον μέσο καταναλωτή, ακόμη και εάν οι πληροφορίες είναι αντικειμενικά ορθές όσον αφορά ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία τα οποία παρατίθενται κατωτέρω και όταν, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία, διαφορετικά, δεν θα ελάμβανε:

[…]

b)      τα κύρια χαρακτηριστικά του προϊόντος όπως είναι η διαθεσιμότητα, τα οφέλη, οι κίνδυνοι, η εκτέλεση, η σύνθεση, τα συνοδευτικά εξαρτήματα, η μετά την πώληση υποστήριξη προς τον καταναλωτή και η αντιμετώπιση των παραπόνων, η μέθοδος και η ημερομηνία κατασκευής ή παροχής, η παράδοση, η καταλληλότητα, η χρήση, η ποσότητα, οι προδιαγραφές, η γεωγραφική ή εμπορική προέλευση ή τα αναμενόμενα από τη χρήση του προϊόντος αποτελέσματα, ή τα αποτελέσματα και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των δοκιμών και ελέγχων του προϊόντος·

[…]».

14      Το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο d, του κώδικα αυτού προβλέπει τα ακόλουθα:

«Οι ακόλουθες εμπορικές πρακτικές θεωρούνται παραπλανητικές υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις:

[…]

δ)      η δήλωση, αντιθέτως προς την πραγματικότητα, ότι ένας εμπορευόμενος, οι εμπορικές πρακτικές του ή ένα από τα προϊόντα του έχουν πιστοποιηθεί, αδειοδοτηθεί ή εγκριθεί από δημόσιο ή ιδιωτικό οργανισμό ή ότι έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις για την πιστοποίηση, την αδειοδότηση ή την έγκριση».

15      Το άρθρο 27, παράγραφος 9, του εν λόγω κώδικα ορίζει τα εξής:

«Με το μέτρο με το οποίο απαγορεύει την αθέμιτη εμπορική πρακτική, η [AGCM] επιβάλλει επιπλέον διοικητικό χρηματικό πρόστιμο ύψους από 5 000 έως 5 000 000 ευρώ, αναλόγως της σοβαρότητας και της διάρκειας της παράβασης. Στην περίπτωση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών κατά την έννοια του άρθρου 21, παράγραφοι 3 και 4, το πρόστιμο δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 50 000 ευρώ.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

16      Με απόφαση της 4ης Αυγούστου 2016 (στο εξής: επίδικη απόφαση), η AGCM επέβαλε αλληλεγγύως στις VWGI και VWAG πρόστιμο ύψους πέντε εκατομμυρίων ευρώ λόγω χρήσης αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, του άρθρου 21, παράγραφος 1, στοιχείο b, και του άρθρου 23, παράγραφος 1, στοιχείο d, του κώδικα προστασίας του καταναλωτή.

17      Οι αθέμιτες αυτές εμπορικές πρακτικές αφορούσαν την εμπορία στην Ιταλία, από το έτος 2009, πετρελαιοκίνητων οχημάτων τα οποία ήταν εξοπλισμένα με λογισμικό που καθιστούσε δυνατή τη στρέβλωση της μέτρησης των επιπέδων εκπομπών οξειδίων του αζώτου (NOx) κατά τη διάρκεια των δοκιμών ελέγχου των ρυπογόνων εκπομπών που διεξάγονται στο πλαίσιο της διαδικασίας της «έγκρισης τύπου», με την οποία η αρμόδια για την έγκριση αρχή πιστοποιεί ότι ένας τύπος οχήματος πληροί τις εφαρμοστέες διοικητικές διατάξεις και τεχνικές απαιτήσεις. Επιπλέον, στις VWGI και VWAG προσήφθη ότι διέδιδαν διαφημιστικά μηνύματα τα οποία, παρά την εγκατάσταση του εν λόγω λογισμικού, περιείχαν πληροφορίες σχετικά, αφενός, με την προσοχή την οποία οι εταιρίες αυτές διατείνονταν ότι είχαν επιδείξει όσον αφορά τις ρυπογόνες εκπομπές και, αφετέρου, με τη φερόμενη συμμόρφωση των οχημάτων προς τις νόμιμες προδιαγραφές περί εκπομπών.

18      Οι VWGI και VWAG άσκησαν ένδικη προσφυγή κατά της επίδικης αποφάσεως ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικού πρωτοδικείου περιφέρειας Λατίου, Ιταλία).

19      Ενόσω η προσφυγή εκκρεμούσε ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου, η εισαγγελία του Braunschweig (Γερμανία) (στο εξής: γερμανική εισαγγελία), με απόφαση της 13ης Ιουνίου 2018 (στο εξής: γερμανική απόφαση), επέβαλε στη VWAG πρόστιμο ύψους ενός δισεκατομμυρίου ευρώ, λόγω παραποίησης των εκπομπών καυσαερίων ορισμένων κινητήρων ντίζελ του ομίλου Volkswagen σε σχέση με τους οποίους είχε προκύψει από έρευνες ότι είχαν καταστρατηγηθεί οι κανόνες περί εκπομπών. Η απόφαση διευκρίνιζε ότι μέρος του ποσού αυτού, ανερχόμενο σε 5 εκατομμύρια ευρώ, συνιστούσε κύρωση για τη συμπεριφορά την οποία αφορούσε η απόφαση και ότι το υπόλοιπο ποσό αποσκοπούσε να στερήσει από τη VWAG το οικονομικό όφελος που είχε αποκομίσει από την εγκατάσταση του λογισμικού για το οποίο γίνεται λόγος στη σκέψη 17 της παρούσας αποφάσεως.

20      Η γερμανική απόφαση στηρίχθηκε στη διαπίστωση ότι η VWAG είχε παραβεί τις διατάξεις του Ordnungswidrigkeitengesetz (νόμου περί διοικητικών παραβάσεων), οι οποίες επιβάλλουν κυρώσεις για την εξ αμελείας παράβαση του καθήκοντος εποπτείας των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων, όσον αφορά την ανάπτυξη του λογισμικού για το οποίο γίνεται λόγος στη σκέψη 17 της παρούσας αποφάσεως και την εγκατάσταση του λογισμικού αυτού σε 10,7 εκατομμύρια οχήματα που πωλήθηκαν παγκοσμίως, εκ των οποίων περίπου 700 000 οχήματα στην Ιταλία, δεδομένου ότι το λογισμικό αυτό έπρεπε να θεωρηθεί ως σύστημα αναστολής απαγορευόμενο από το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2007, που αφορά την έγκριση τύπου μηχανοκινήτων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (Euro 5 και Euro 6) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων (ΕΕ 2007, L 171, σ. 1).

21      Από την εν λόγω απόφαση προκύπτει ότι η γερμανική εισαγγελία διαπίστωσε επίσης ότι η παράλειψη άσκησης εποπτείας σχετικά με την ανάπτυξη και την εγκατάσταση του συγκεκριμένου λογισμικού ήταν μία από τις αιτίες που συνέβαλαν στην τέλεση και άλλων παραβάσεων εκ μέρους της VWAG σε παγκόσμιο επίπεδο μεταξύ των ετών 2007 και 2015, όσον αφορά την αίτηση έγκρισης τύπου, την προώθηση των οχημάτων καθώς και τη λιανική πώλησή τους, λόγω, μεταξύ άλλων, του γεγονότος ότι τα οικεία οχήματα, παρά την εγκατάσταση σε αυτά του απαγορευόμενου λογισμικού, είχαν παρουσιαστεί στο κοινό ως οχήματα με οικολογική τεχνολογία ντίζελ, ήτοι ως οχήματα με ιδιαίτερα χαμηλές εκπομπές.

22      Η γερμανική απόφαση κατέστη αμετάκλητη στις 13 Ιουνίου 2018, κατόπιν της καταβολής από την VWAG του ποσού του προστίμου και της ρητής παραιτήσεώς της από την άσκηση ενδίκου μέσου κατά της αποφάσεως αυτής.

23      Στο πλαίσιο της διαδικασίας που εκκρεμούσε ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (περιφερειακού διοικητικού πρωτοδικείου Λατίου), η VWGI και η VWAG προέβαλαν, μεταξύ άλλων, ότι είχε επέλθει μεταγενέστερη έλλειψη νομιμότητας της επίδικης αποφάσεως λόγω παραβιάσεως της αρχής ne bis in idem η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη και στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ.

24      Με απόφαση της 3ης Απριλίου 2019, το δικαστήριο αυτό απέρριψε την προσφυγή των VWGI και VWAG, με την αιτιολογία ότι, μεταξύ άλλων, η αρχή ne bis in idem δεν εμπόδιζε τη διατήρηση σε ισχύ του προστίμου που είχε επιβάλει η επίδικη απόφαση.

25      Η VWGI και η VWAG άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιταλία).

26      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, προκαταρκτικώς, πρέπει να επιλυθεί το ζήτημα αν η αρχή ne bis in idem έχει εφαρμογή εν προκειμένω.

27      Υπενθυμίζει, συναφώς, ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου και, μεταξύ άλλων, από την απόφαση της 20ής Μαρτίου 2018, Garlsson Real Estate κ.λπ. (C‑537/16, EU:C:2018:193, σκέψη 63), προκύπτει ότι το άρθρο 50 του Χάρτη έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει την εξακολούθηση διαδικασίας επιβολής διοικητικού προστίμου ποινικού χαρακτήρα λόγω παράνομων ενεργειών που συνιστούν χειραγώγηση της αγοράς κατά προσώπου εις βάρος του οποίου υπάρχει ήδη αμετάκλητη ποινική καταδίκη, στον βαθμό που η καταδίκη αυτή μπορεί, λαμβανομένης υπόψη της ζημίας που προκλήθηκε στην κοινωνία από τη διαπραχθείσα παράβαση, να καταστείλει αυτήν την παράβαση κατά τρόπο αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό.

28      Όσον αφορά, κατά πρώτον, την κύρωση που επιβλήθηκε με την επίδικη απόφαση, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τον χαρακτηρισμό της. Εκτιμά ότι η κύρωση αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως διοικητικό πρόστιμο ποινικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μια διοικητική κύρωση έχει ποινικό χαρακτήρα όταν –όπως συμβαίνει εν προκειμένω– δεν αποσκοπεί μόνον στην αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την παράβαση, αλλά έχει και κατασταλτικό σκοπό.

29      Κατά δεύτερον, αφού υπενθύμισε τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την αρχή ne bis in idem, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η αρχή αυτή αποσκοπεί στο να αποτραπεί το ενδεχόμενο μια επιχείρηση να καταδικαστεί εκ νέου ή να ασκηθεί εκ νέου δίωξη κατ’ αυτής, όπερ προϋποθέτει ότι η εν λόγω επιχείρηση έχει ήδη καταδικαστεί ή έχει ήδη αθωωθεί με προγενέστερη απόφαση που δεν επιδέχεται πλέον προσβολή. Συναφώς, όσον αφορά το ζήτημα αν η επίδικη απόφαση και η γερμανική απόφαση αφορούν τα ίδια πραγματικά περιστατικά, το αιτούν δικαστήριο κάνει λόγο για «ομοιότητα, αν όχι ταυτότητα», καθώς και για «ανάλογο χαρακτήρα» των συμπεριφορών τις οποίες αφορούν οι δύο αυτές αποφάσεις.

30      Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει επίσης ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, μολονότι η προβλεπόμενη από την επίδικη απόφαση κύρωση επιβλήθηκε πριν από την κύρωση την οποία επέβαλε η γερμανική απόφαση, η κύρωση που επιβλήθηκε με τη γερμανική απόφαση κατέστη αμετάκλητη πριν καταστεί απρόσβλητη η επιβληθείσα με την επίδικη απόφαση.

31      Τέλος, κατά τρίτον, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι περιορισμός της εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη, μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Επομένως, φρονεί ότι τίθεται επιπλέον το ερώτημα αν οι διατάξεις του κώδικα προστασίας του καταναλωτή τις οποίες εφάρμοσε η επίδικη απόφαση –διατάξεις οι οποίες μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία 2005/29 και επιδιώκουν την προστασία του καταναλωτή– μπορούν να θεωρηθούν κρίσιμες υπό το πρίσμα του εν λόγω άρθρου 52.

32      Το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει συναφώς ότι, κατά τη νομολογία αυτή, τυχόν περιορισμοί του άρθρου 50 του Χάρτη επιτρέπονται μόνον εφόσον πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις. Ειδικότερα, τέτοιοι περιορισμοί πρέπει να αποσκοπούν στην επίτευξη σκοπού γενικού συμφέροντος ικανού να δικαιολογήσει τη σώρευση κυρώσεων, να προβλέπονται από σαφείς και ακριβείς κανόνες, να διασφαλίζουν τον συντονισμό μεταξύ των διαδικασιών και να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας της ποινής. Πλην όμως, δεν φαίνεται, εν προκειμένω, να υφίσταται σαφής και βέβαιος κανόνας που να καθιστά προβλέψιμη τη σώρευση των κυρώσεων ούτε να υφίσταται συντονισμός μεταξύ των επίμαχων διαδικασιών, στο δε πλαίσιο των διαδικασιών αυτών φαίνεται να επιβλήθηκε η μέγιστη προβλεπόμενη κύρωση.

33      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Μπορούν οι κυρώσεις που επιβάλλονται για αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, κατά την έννοια της εθνικής ρύθμισης για τη μεταφορά της οδηγίας [2005/29] στο εσωτερικό δίκαιο, να χαρακτηριστούν ως διοικητικές κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα;

2)      Έχει το άρθρο 50 του [Χάρτη] την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει να επικυρωθεί δικαστικώς και να καταστεί απρόσβλητo διοικητικό πρόστιμο ποινικού χαρακτήρα, λόγω παράνομων ενεργειών που συνιστούν αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, κατά νομικού προσώπου εις βάρος του οποίου έχει εν τω μεταξύ εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση σε άλλο κράτος μέλος για τις ως άνω ενέργειες, σε περίπτωση που η δεύτερη καταδικαστική απόφαση κατέστη αμετάκλητη πριν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου η απόφαση η οποία εκδόθηκε επί του ενδίκου βοηθήματος που ασκήθηκε κατά του πρώτου διοικητικού προστίμου ποινικού χαρακτήρα;

3)      Μπορούν οι διατάξεις της οδηγίας 2005/29, και ειδικότερα το άρθρο 3, παράγραφος 4, και το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, να δικαιολογήσουν παρέκκλιση από την αρχή “ne bis in idem” η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του [Χάρτη] και στο άρθρο 54 της [ΣΕΣΣ];»

 Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου και επί του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων

34      Η AGCM υποστηρίζει ότι τα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα, καθόσον δεν είναι χρήσιμα για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Αφενός, το άρθρο 50 του Χάρτη και το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω, δεδομένου ότι η γερμανική νομοθεσία περί ευθύνης των νομικών προσώπων, στην οποία στηρίχθηκε η γερμανική απόφαση, δεν συνιστά εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Αφετέρου, η αρχή ne bis in idem απαγορεύει μεν τη σώρευση διώξεων και κυρώσεων για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, πλην όμως, εν προκειμένω, δεν υφίσταται ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών διότι η επίδικη απόφαση και η γερμανική απόφαση αφορούν διαφορετικά πρόσωπα και διαφορετικές συμπεριφορές. Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2005/29 αποκλείει μια τέτοια σύμπτωση.

35      Όσον αφορά το πρώτο από τα ανωτέρω επιχειρήματα, το οποίο αφορά, στην πραγματικότητα, την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι από το άρθρο 19, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΕΕ και από το άρθρο 267, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, προδικαστικώς, επί της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης και επί του κύρους των πράξεων που εκδίδονται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2021, Konsul Rzeczypospolitej Polskiej w N., C‑949/19, EU:C:2021:186, σκέψη 23).

36      Σχετικά, πρώτον, με την ερμηνεία του άρθρου 50 του Χάρτη, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη, όσον αφορά τη δράση των κρατών μελών, ορίζεται στο άρθρο 51, παράγραφος 1, αυτού, το οποίο προβλέπει ότι οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα κράτη μέλη μόνον όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, η δε διάταξη αυτή επιβεβαιώνει την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της Ένωσης έχουν εφαρμογή σε όλες τις καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, πλην όμως όχι πέραν αυτών (απόφαση της 23ης Μαρτίου 2023, Dual Prod, C‑412/21, EU:C:2023:234, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Όταν, αντιθέτως, μια έννομη κατάσταση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί επ’ αυτής και οι διατάξεις του Χάρτη των οποίων ενδεχομένως γίνεται επίκληση δεν μπορούν να θεμελιώσουν, αυτές και μόνον, την εν λόγω αρμοδιότητα (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson, C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 22).

37      Εν προκειμένω, από τις διευκρινίσεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι η επίδικη απόφαση εκδόθηκε βάσει της ιταλικής νομοθεσίας περί μεταφοράς της οδηγίας 2005/29 στο εσωτερικό δίκαιο και, επομένως, συνιστά εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη. Συνεπώς, ο Χάρτης έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης.

38      Δεύτερον, όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι η ΣΕΣΣ αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του δικαίου της Ένωσης δυνάμει του προσαρτημένου στη Συνθήκη της Λισσαβώνας πρωτοκόλλου (αριθ. 19) σχετικά με το κεκτημένο του Σένγκεν το οποίο έχει ενσωματωθεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2010, C 83, σ. 290) (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2021, Konsul Rzeczypospolitej Polskiej w N., C‑949/19, EU:C:2021:186, σκέψη 24).

39      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

40      Όσον αφορά το δεύτερο από τα επιχειρήματα που εκτίθενται στη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, για τα ερωτήματα που αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και υποβάλλονται από το εθνικό δικαστήριο εντός του πραγματικού και νομικού πλαισίου το οποίο έχει προσδιορίσει το ίδιο με δική του ευθύνη και του οποίου την ακρίβεια δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να ελέγξει συντρέχει τεκμήριο λυσιτέλειας. Το Δικαστήριο δύναται να αρνηθεί να αποφανθεί επί αιτήσεως που έχει υποβληθεί από εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το ζήτημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2022, Contship Italia, C‑433/21 και C‑434/21, EU:C:2022:760, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Εν προκειμένω, η AGCM δεν απέδειξε ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, την οποία ζητεί το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο των προδικαστικών ερωτημάτων του, δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή ότι αφορά ζήτημα υποθετικής φύσεως. Βεβαίως, το εν λόγω δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει αν η επίδικη απόφαση και η γερμανική απόφαση αφορούν τις ίδιες πράξεις και τα ίδια πρόσωπα. Όπως προκύπτει δε από τη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι υπάρχει «ομοιότητα, αν όχι ταυτότητα» των συμπεριφορών τις οποίες αφορούν η επίδικη απόφαση και η γερμανική απόφαση. Επιπλέον, το ίδιο δικαστήριο αναφέρεται, με το δεύτερο ερώτημά του, στην περίπτωση κατά την οποία επιβάλλονται σε νομικό πρόσωπο κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα, για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, στο πλαίσιο δύο διαφορετικών διαδικασιών. Επομένως, φαίνεται ότι το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι, εν προκειμένω, το πρόσωπο αυτό διώκεται και τιμωρείται για την ίδια παράβαση.

42      Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα είναι παραδεκτά.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

43      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 50 του Χάρτη έχει την έννοια ότι διοικητικό χρηματικό πρόστιμο το οποίο προβλέπεται από την εθνική ρύθμιση και επιβάλλεται σε εταιρία από την αρμόδια για την προστασία των καταναλωτών εθνική αρχή λόγω αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, μολονότι χαρακτηρίζεται από την εν λόγω εθνική ρύθμιση ως διοικητική κύρωση, συνιστά, εντούτοις, ποινική κύρωση κατά την έννοια της συγκεκριμένης διάταξης.

44      Το άρθρο 50 του Χάρτη ορίζει ότι «[κ]ανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί εντός της Ένωσης με [αμετάκλητη] απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο». Επομένως, η αρχή ne bis in idem απαγορεύει τη σώρευση τόσο διώξεων όσο και κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά του ιδίου προσώπου (απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, bpost, C‑117/20, EU:C:2022:202, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Όσον αφορά την εκτίμηση του ποινικού χαρακτήρα των επίμαχων στην κύρια δίκη διώξεων και κυρώσεων, από τη νομολογία προκύπτει ότι τρία κριτήρια είναι κρίσιμα στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής. Το πρώτο κριτήριο είναι ο νομικός χαρακτηρισμός της παράβασης κατά το εσωτερικό δίκαιο, το δεύτερο είναι η ίδια η φύση της παράβασης και το τρίτο είναι ο βαθμός αυστηρότητας της κύρωσης η οποία ενδέχεται να επιβληθεί στον εμπλεκόμενο (απόφαση της 4ης Μαΐου 2023, MV – 98, C‑97/21, EU:C:2023:371, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Μολονότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, υπό το πρίσμα των εν λόγω κριτηρίων, εάν οι επίμαχες στην κύρια δίκη ποινικές και διοικητικές διώξεις και κυρώσεις έχουν ποινικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 50 του Χάρτη, εντούτοις το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί προδικαστικής παραπομπής, μπορεί να παράσχει διευκρινίσεις προκειμένου να καθοδηγήσει το εθνικό δικαστήριο στην ερμηνεία του (απόφαση της 20ής Μαρτίου 2018, Garlsson Real Estate κ.λπ., C‑537/16, EU:C:2018:193, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Εν προκειμένω, όσον αφορά το πρώτο κριτήριο, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, βάσει του άρθρου 27, παράγραφος 9, του κώδικα προστασίας του καταναλωτή, η κύρωση και η διαδικασία που καταλήγει στην επιβολή της χαρακτηρίζονται ως διοικητικές.

48      Ωστόσο, η εφαρμογή του άρθρου 50 του Χάρτη δεν περιορίζεται μόνο στις διώξεις και τις κυρώσεις που χαρακτηρίζονται ως «ποινικές» από το εθνικό δίκαιο, αλλά εκτείνεται –ανεξαρτήτως τέτοιου χαρακτηρισμού κατά το εσωτερικό δίκαιο– στις διώξεις και τις κυρώσεις οι οποίες πρέπει να θεωρηθούν ως έχουσες ποινικό χαρακτήρα βάσει των δύο άλλων κριτηρίων που μνημονεύονται στη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως (απόφαση της 4ης Μαΐου 2023, MV – 98, C‑97/21, EU:C:2023:371, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49      Ως προς το δεύτερο κριτήριο, το οποίο αφορά την ίδια τη φύση της παράβασης, η εφαρμογή του απαιτεί να εξακριβωθεί αν η επίμαχη κύρωση επιδιώκει, μεταξύ άλλων, κατασταλτικό σκοπό, ανεξαρτήτως του αν επιδιώκει επίσης προληπτικό σκοπό. Πράγματι, εκ της φύσεώς τους, οι ποινικές κυρώσεις σκοπούν τόσο στην καταστολή όσο και στην πρόληψη παράνομων συμπεριφορών. Αντιθέτως, ένα μέτρο που περιορίζεται απλώς στην αποκατάσταση της ζημίας την οποία προκάλεσε η οικεία παράβαση δεν έχει ποινικό χαρακτήρα (απόφαση της 4ης Μαΐου 2023, MV – 98, C‑97/21, EU:C:2023:371, σκέψη 42).

50      Εν προκειμένω, από το γράμμα του άρθρου 27, παράγραφος 9, του κώδικα προστασίας του καταναλωτή φαίνεται να προκύπτει ότι η κύρωση την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή επιβάλλεται, υποχρεωτικώς, επιπλέον των άλλων μέτρων τα οποία μπορεί να λάβει η AGCM έναντι των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, όπως επισήμανε η Ιταλική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις της, η απαγόρευση συνέχισης ή επανάληψης των επίμαχων πρακτικών.

51      Μολονότι, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η εν λόγω κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η καταστολή των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών διασφαλίζεται με την προαναφερθείσα απαγόρευση και ότι, κατά συνέπεια, η κύρωση την οποία προβλέπει το άρθρο 27, παράγραφος 9, του κώδικα προστασίας του καταναλωτή δεν αποσκοπεί στην καταστολή μιας παράνομης συμπεριφοράς, αλλά στο να στερήσει από την οικεία επιχείρηση το αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το οποίο αυτή απέκτησε λόγω της παράνομης συμπεριφοράς της έναντι των καταναλωτών, επισημαίνεται εντούτοις ότι ο συγκεκριμένος σκοπός ουδόλως μνημονεύεται στην εν λόγω διάταξη.

52      Επιπλέον, ακόμη και αν σκοπός της εν λόγω διάταξης ήταν να στερήσει από την οικεία επιχείρηση το αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, γεγονός παραμένει, ωστόσο, ότι το πρόστιμο ποικίλλει ανάλογα με τη βαρύτητα και τη διάρκεια της επίμαχης παράβασης, γεγονός από το οποίο προκύπτει η ύπαρξη διαβάθμισης και προοδευτικότητας κατά τον προσδιορισμό των κυρώσεων που μπορούν να επιβληθούν. Επιπλέον, ακόμη και αν ήταν αυτός ο σκοπός της συγκεκριμένης διάταξης, το γεγονός ότι αυτή φαίνεται να προβλέπει ότι το πρόστιμο μπορεί να ανέλθει μέχρι το ανώτατο ποσό των πέντε εκατομμυρίων ευρώ έχει ως συνέπεια ότι ο σκοπός αυτός δεν επιτυγχάνεται όταν το αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα υπερβαίνει το εν λόγω ποσό. Αντιστρόφως, το γεγονός ότι, όπως φαίνεται, κατά το άρθρο 27, παράγραφος 9, δεύτερη περίοδος, του κώδικα προστασίας του καταναλωτή, το ύψος του προστίμου δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 50 000 ευρώ για ορισμένες αθέμιτες εμπορικές πρακτικές σημαίνει ότι το πρόστιμο μπορεί, όσον αφορά τις συγκεκριμένες πρακτικές, να υπερβαίνει το ύψος του αδικαιολόγητου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος.

53      Όσον αφορά το τρίτο κριτήριο, ήτοι τον βαθμό αυστηρότητας των επίμαχων στην κύρια δίκη μέτρων, υπενθυμίζεται ότι ο βαθμός αυστηρότητας εκτιμάται σε συνάρτηση με τη μέγιστη ποινή που προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις (απόφαση της 4ης Μαΐου 2023, MV – 98, C‑97/21, EU:C:2023:371, σκέψη 46).

54      Συναφώς, αρκεί να επισημανθεί ότι διοικητική χρηματική κύρωση δυνάμενη να ανέλθει μέχρι το ποσό των πέντε εκατομμυρίων ευρώ ενέχει υψηλό βαθμό αυστηρότητας, ο οποίος συνηγορεί υπέρ της ερμηνείας σύμφωνα με την οποία η κύρωση αυτή έχει ποινικό χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 50 του Χάρτη.

55      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 50 του Χάρτη έχει την έννοια ότι διοικητικό χρηματικό πρόστιμο το οποίο προβλέπεται από την εθνική ρύθμιση και επιβάλλεται σε εταιρία από την αρμόδια για την προστασία των καταναλωτών εθνική αρχή λόγω αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, μολονότι χαρακτηρίζεται από την εν λόγω εθνική ρύθμιση ως διοικητική κύρωση, συνιστά, εντούτοις, ποινική κύρωση κατά την έννοια της συγκεκριμένης διάταξης, εφόσον επιδιώκει κατασταλτικό σκοπό και ενέχει υψηλό βαθμό αυστηρότητας.

 Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

56      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η αρχή ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει τη διατήρηση σε ισχύ προστίμου ποινικού χαρακτήρα που επιβλήθηκε σε νομικό πρόσωπο λόγω αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, στην περίπτωση που το πρόσωπο αυτό έχει καταδικαστεί ποινικώς για τις ίδιες πράξεις σε άλλο κράτος μέλος, ακόμη και αν η εν λόγω καταδίκη είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας έκδοσης της αποφάσεως με την οποία επιβλήθηκε το πρόστιμο, αλλά κατέστη αμετάκλητη πριν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου η απόφαση επί της ένδικης προσφυγής που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως με την οποία επιβλήθηκε το πρόστιμο.

57      Από τη νομολογία προκύπτει ότι η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem εξαρτάται από τη συνδρομή διττής προϋπόθεσης, ήτοι, αφενός, από την ύπαρξη προγενέστερης αμετάκλητης αποφάσεως (προϋπόθεση «bis») και, αφετέρου, από το γεγονός ότι η προγενέστερη απόφαση και οι μεταγενέστερες διώξεις ή αποφάσεις αφορούν τα ίδια πραγματικά περιστατικά (προϋπόθεση «idem») (απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, bpost, C‑117/20, EU:C:2022:202, σκέψη 28).

 Επί της προϋπόθεσης «bis»

58      Όσον αφορά την προϋπόθεση «bis», για να μπορεί να θεωρηθεί ότι μια δικαστική απόφαση έχει κρίνει αμετάκλητα επί των πραγματικών περιστατικών που έχουν αποτελέσει αντικείμενο δεύτερης διαδικασίας, δεν είναι μόνον αναγκαίο η απόφαση αυτή να μην μπορεί να προσβληθεί, αλλά θα πρέπει επίσης να έχει εκδοθεί κατόπιν εκτιμήσεως επί της ουσίας της υπόθεσης (απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, bpost, C‑117/20, EU:C:2022:202, σκέψη 29).

59      Μολονότι, βεβαίως, η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem προϋποθέτει την ύπαρξη προγενέστερης αμετάκλητης αποφάσεως, τούτο δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι οι μεταγενέστερες αποφάσεις τις οποίες απαγορεύει η αρχή αυτή είναι αποκλειστικώς εκείνες που εκδίδονται μετά την έκδοση της εν λόγω προγενέστερης αμετάκλητης αποφάσεως. Ειδικότερα, η συγκεκριμένη αρχή αποκλείει, άπαξ και υφίσταται αμετάκλητη απόφαση, την κίνηση ή τη συνέχιση ποινικής δίωξης για τις ίδιες πράξεις.

60      Εν προκειμένω, αφενός, από τις πληροφορίες που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι η γερμανική απόφαση κατέστη αμετάκλητη στις 13 Ιουνίου 2018, ήτοι μετά την έκδοση της επίδικης αποφάσεως. Μολονότι δεν μπορούσε να γίνει επίκληση της γερμανικής απόφασης προκειμένου να προσβληθεί, υπό το πρίσμα της αρχής ne bis in idem, η διαδικασία που διεξήγε η AGCM και η έκδοση της επίδικης αποφάσεως ενόσω η εν λόγω γερμανική απόφαση δεν είχε καταστεί αμετάκλητη, εντούτοις αυτό έπαυσε να ισχύει όταν η γερμανική απόφαση κατέστη αμετάκλητη σε χρόνο κατά τον οποίο η επίδικη απόφαση δεν είχε ακόμη καταστεί απρόσβλητη.

61      Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η AGCM με τις γραπτές παρατηρήσεις της, το γεγονός ότι η γερμανική απόφαση κατέστη αμετάκλητη κατόπιν καταβολής από τη VWAG του προστίμου το οποίο προέβλεπε η συγκεκριμένη απόφαση και κατόπιν παραιτήσεώς της από την άσκηση ενδίκου μέσου κατά της αποφάσεως αυτής δεν είναι ικανό να ανατρέψει την εν λόγω εκτίμηση. Πράγματι, η αρχή ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη έχει εφαρμογή στην περίπτωση που απόφαση ποινικού χαρακτήρα έχει καταστεί αμετάκλητη, ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο η απόφαση αυτή αποκτά τον αμετάκλητο χαρακτήρα της.

62      Αφετέρου, φαίνεται, υπό την επιφύλαξη της σχετικής εξακρίβωσης από το αιτούν δικαστήριο, ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε κατόπιν εκτιμήσεως επί της ουσίας της υπόθεσης.

63      Υπό τις συνθήκες αυτές και υπό την επιφύλαξη των σχετικών εξακριβώσεων από το αιτούν δικαστήριο, προκύπτει επομένως ότι η διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της γερμανικής αποφάσεως περατώθηκε με την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 58 της παρούσας αποφάσεως.

 Επί της προϋπόθεσης «idem»

64      Όσον αφορά την προϋπόθεση «idem», από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 50 του Χάρτη προκύπτει ότι η διάταξη αυτή απαγορεύει την άσκηση ποινικής δίωξης ή την επιβολή ποινικής κύρωσης εις βάρος του ίδιου προσώπου περισσότερες από μία φορές για την ίδια παράβαση (απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, bpost, C‑117/20, EU:C:2022:202, σκέψη 31).

65      Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, τόσο η επίδικη απόφαση όσο και η γερμανική απόφαση αφορούν το ίδιο νομικό πρόσωπο, ήτοι τη VWAG. Το γεγονός ότι η επίδικη απόφαση αφορά, επιπλέον, τη VWGI δεν ανατρέπει τη διαπίστωση αυτή.

66      Κατά πάγια νομολογία, το κρίσιμο κριτήριο προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη μίας και της αυτής παράβασης είναι εκείνο της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, υπό την έννοια της ύπαρξης ενός συνόλου συγκεκριμένων περιστάσεων οι οποίες συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους και οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την απαλλαγή ή την αμετάκλητη καταδίκη του εμπλεκόμενου προσώπου. Επομένως, το άρθρο 50 του Χάρτη απαγορεύει την επιβολή, βάσει των ίδιων πραγματικών περιστατικών, πλειόνων κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα κατά το πέρας διαφόρων διαδικασιών που κινούνται προς τον σκοπό αυτόν (απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, bpost, C‑117/20, EU:C:2022:202, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

67      Περαιτέρω, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο νομικός χαρακτηρισμός από το εθνικό δίκαιο των πραγματικών περιστατικών καθώς και το προστατευόμενο έννομο συμφέρον είναι άνευ σημασίας όσον αφορά τη διαπίστωση περί υπάρξεως μίας και της αυτής παράβασης, καθόσον το περιεχόμενο της προστασίας που παρέχει το άρθρο 50 του Χάρτη δεν μπορεί να ποικίλλει μεταξύ των κρατών μελών (απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, bpost, C‑117/20, EU:C:2022:202, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68      Εν προκειμένω, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο κάνει λόγο, με το δεύτερο ερώτημά του, για περίπτωση κατά την οποία επιβάλλονται σε νομικό πρόσωπο ποινικές κυρώσεις για τα ίδια πραγματικά περιστατικά στο πλαίσιο δύο χωριστών διαδικασιών. Επομένως, το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να εκτιμά ότι, όσον αφορά τη διαφορά της κύριας δίκης, πληρούται η προϋπόθεση «idem».

69      Εντούτοις, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής και όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο κάνει επίσης λόγο για «ομοιότητα» και «ανάλογο χαρακτήρα» των επίμαχων πραγματικών περιστατικών.

70      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 66 της παρούσας αποφάσεως, η αρχή ne bis in idem του άρθρου 50 του Χάρτη έχει εφαρμογή μόνον αν οι πράξεις τις οποίες αφορούν οι δύο επίμαχες διαδικασίες ή οι δύο επίμαχες κυρώσεις ταυτίζονται. Επομένως, δεν αρκεί απλή ομοιότητα μεταξύ των εν λόγω πράξεων (πρβλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, bpost, C‑117/20, EU:C:2022:202, σκέψη 36).

71      Μολονότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, υπό το πρίσμα της σκέψης 66 της παρούσας αποφάσεως, αν οι διώξεις από πλευράς της γερμανικής εισαγγελίας και της AGCM καθώς και οι κυρώσεις οι οποίες επιβλήθηκαν στη VWAG με τη γερμανική απόφαση και με την επίδικη απόφαση αφορούν τα ίδια πραγματικά περιστατικά και, ως εκ τούτου, την ίδια παράβαση, εντούτοις το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί προδικαστικής παραπομπής, μπορεί να παράσχει διευκρινίσεις προκειμένου να καθοδηγήσει το εθνικό δικαστήριο στην ερμηνεία του.

72      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι, όπως επισημαίνει η Ολλανδική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η πλημμελής εποπτεία των δραστηριοτήτων μιας οντότητας εγκατεστημένης στη Γερμανία, την οποία αφορά η γερμανική απόφαση, είναι συμπεριφορά η οποία διαφέρει από την εμπορία στην Ιταλία οχημάτων εξοπλισμένων με παράνομο σύστημα αναστολής, κατά την έννοια του κανονισμού 715/2007, και από τη διάδοση παραπλανητικών διαφημίσεων στο εν λόγω κράτος μέλος, πράξεις τις οποίες αφορά η επίδικη απόφαση.

73      Δεύτερον, κατά το μέρος που η γερμανική απόφαση αφορά την εμπορία, και εντός της Ιταλίας, οχημάτων εξοπλισμένων με ένα τέτοιο παράνομο σύστημα αναστολής, καθώς και τη διάδοση ανακριβών διαφημιστικών μηνυμάτων σχετικά με τις πωλήσεις των οχημάτων αυτών, υπενθυμίζεται ότι το γεγονός και μόνον ότι η αρχή ενός κράτους μέλους μνημονεύει, σε απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του δικαίου της Ένωσης καθώς και των αντίστοιχων διατάξεων του δικαίου του συγκεκριμένου κράτους μέλους, ένα πραγματικό στοιχείο που συνδέεται με το έδαφος ενός άλλου κράτους μέλους δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι το πραγματικό αυτό στοιχείο αποτελεί την αιτία της διώξεως ή ότι ελήφθη υπόψη από την εν λόγω αρχή ως ένα από τα συστατικά στοιχεία της παράβασης. Πρέπει επιπλέον να εξακριβωθεί αν η εν λόγω αρχή έχει πράγματι αποφανθεί επί του πραγματικού αυτού στοιχείου προκειμένου να διαπιστώσει την παράβαση, να θεμελιώσει την ευθύνη του προσώπου κατά του οποίου στρέφεται η δίωξη όσον αφορά τη συγκεκριμένη παράβαση και, ενδεχομένως, να του επιβάλει κύρωση, ούτως ώστε να πρέπει να θεωρηθεί ότι η ως άνω παράβαση καλύπτει και το έδαφος του άλλου κράτους μέλους (πρβλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, Nordzucker κ.λπ., C‑151/20, EU:C:2022:203, σκέψη 44).

74      Τρίτον, από τη γερμανική απόφαση προκύπτει εντούτοις ότι οι πωλήσεις τέτοιων οχημάτων εντός άλλων κρατών μελών, περιλαμβανομένης της Ιταλικής Δημοκρατίας, ελήφθησαν υπόψη από τη γερμανική εισαγγελία κατά τον υπολογισμό του ποσού των 995 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο επιβλήθηκε στη VWAG ως επιβάρυνση επί του οικονομικού οφέλους που άντλησε αυτή από την παράνομη συμπεριφορά της.

75      Τέταρτον, η γερμανική εισαγγελία επισήμανε ρητώς, στη γερμανική απόφαση, ότι η αρχή ne bis in idem, όπως κατοχυρώνεται στο γερμανικό Σύνταγμα, αντιτίθεται στην επιβολή μεταγενέστερων ποινικών κυρώσεων στον όμιλο Volkswagen, στη Γερμανία, όσον αφορά το επίμαχο σύστημα αναστολής και τη χρήση του. Ειδικότερα, κατά τη γερμανική εισαγγελία, τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων εκδόθηκε η γερμανική απόφαση είναι τα ίδια με εκείνα επί των οποίων εκδόθηκε η επίδικη απόφαση, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, καθόσον η εγκατάσταση του εν λόγω συστήματος, η λήψη της έγκρισης τύπου καθώς και η προώθηση και η πώληση των οικείων οχημάτων συνιστούν ένα σύνολο συγκεκριμένων περιστάσεων οι οποίες συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους.

76      Στην περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι τα πραγματικά περιστατικά που αποτέλεσαν το αντικείμενο των δύο επίμαχων στην κύρια δίκη διαδικασιών ταυτίζονται, η σώρευση των κυρώσεων που επιβλήθηκαν στη VWAG θα συνιστά περιορισμό της εφαρμογής της αρχής ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη.

77      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει τη διατήρηση σε ισχύ προστίμου ποινικού χαρακτήρα που επιβλήθηκε σε νομικό πρόσωπο λόγω αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, στην περίπτωση που το πρόσωπο αυτό έχει καταδικαστεί ποινικώς για τις ίδιες πράξεις σε άλλο κράτος μέλος, ακόμη και αν η εν λόγω καταδίκη είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας έκδοσης της αποφάσεως με την οποία επιβλήθηκε το πρόστιμο, αλλά κατέστη αμετάκλητη πριν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου η απόφαση επί της ένδικης προσφυγής που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως με την οποία επιβλήθηκε το πρόστιμο.

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

78      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το άρθρο 3, παράγραφος 4, και το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2005/29, καθώς και το άρθρο 50 του Χάρτη και το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, προκειμένου να απαντήσει στο ερώτημα υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούν να δικαιολογηθούν περιορισμοί στην εφαρμογή της αρχής ne bis in idem.

79      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, εναπόκειται στο Δικαστήριο να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση η οποία να του παρέχει τη δυνατότητα να επιλύσει τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Randstad Italia, C‑497/20, EU:C:2021:1037, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

80      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ καθώς και το άρθρο 3, παράγραφος 4, και το άρθρο 13 παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2005/29, τα οποία μνημονεύονται ρητώς στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, δεν ασκούν επιρροή για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

81      Κατά πρώτον, από τη νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ αποσκοπεί στην παροχή εγγύησης σε όσους έχουν καταδικαστεί και εκτίσει την ποινή τους ή, ενδεχομένως, έχουν απαλλαγεί της κατηγορίας αμετάκλητα εντός κράτους μέλους ότι θα μπορούν να μετακινούνται εντός του χώρου Σένγκεν χωρίς να κινδυνεύουν να διωχθούν για τα ίδια πραγματικά περιστατικά εντός άλλου κράτους μέλους [πρβλ. αποφάσεις της 29ης Ιουνίου 2016, Kossowski, C‑486/14, EU:C:2016:483, σκέψη 45, και της 28ης Οκτωβρίου 2022, Generalstaatsanwaltschaft München (Έκδοση και ne bis in idem), C‑435/22 PPU, EU:C:2022:852, σκέψη 78].

82      Πλην όμως, δεδομένου ότι η υπόθεση της κύριας δίκης δεν αφορά τη δυνατότητα ελεύθερης μετακίνησης, αλλά αφορά δύο επιχειρήσεις εγκατεστημένες η μία στη Γερμανία και η άλλη στην Ιταλία, η ερμηνεία του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ δεν κρίνεται αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

83      Κατά δεύτερον, το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2005/29 προβλέπει ότι, σε περίπτωση σύγκρουσης των διατάξεων της οδηγίας αυτής με άλλους κανόνες της Ένωσης που ρυθμίζουν συγκεκριμένες πτυχές αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, οι κανόνες αυτοί υπερισχύουν και εφαρμόζονται όσον αφορά τις εν λόγω πτυχές. Από το ίδιο το γράμμα της εν λόγω διάταξης, καθώς και από την αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας 2005/29, προκύπτει, αφενός, ότι η οδηγία αυτή έχει εφαρμογή μόνον εφόσον δεν υφίστανται ειδικές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που ρυθμίζουν συγκεκριμένες πτυχές αθέμιτων εμπορικών πρακτικών και, αφετέρου, ότι η συγκεκριμένη διάταξη αφορά ρητώς τις συγκρούσεις μεταξύ κανόνων της Ένωσης και όχι μεταξύ εθνικών κανόνων (πρβλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Wind Tre και Vodafone Italia, C‑54/17 και C‑55/17, EU:C:2018:710, σκέψεις 58 και 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

84      Πλην όμως, από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι υφίσταται εν προκειμένω σύγκρουση μεταξύ κανόνων της Ένωσης. Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2005/29 αποσκοπεί ειδικώς στην αποφυγή της σώρευσης διαδικασιών και κυρώσεων, η διάταξη αυτή δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο ερώτημα υπό ποιες περιστάσεις είναι δυνατές παρεκκλίσεις από την αρχή ne bis in idem.

85      Κατά τρίτον, το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της ίδιας οδηγίας δεν έχει εφαρμογή ratione temporis στη διαφορά της κύριας δίκης, αφ’ ης στιγμής η διάταξη αυτή προστέθηκε στην οδηγία 2005/29 με την οδηγία 2019/2161 και έχει εφαρμογή μόνον από τις 28 Μαΐου 2022.

86      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούν να δικαιολογηθούν περιορισμοί της εφαρμογής της αρχής ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη.

87      Περιορισμοί της εφαρμογής της συγκεκριμένης αρχής μπορούν να δικαιολογηθούν βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, bpost, C‑117/20, EU:C:2022:202, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

88      Σύμφωνα με την πρώτη περίοδο της παραγράφου 1 του άρθρου 52 του Χάρτη, οποιοσδήποτε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Κατά τη δεύτερη περίοδο της ίδιας παραγράφου, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται ως προς τα ως άνω δικαιώματα και τις ως άνω ελευθερίες μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.

89      Εν προκειμένω, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν προβλεπόταν από τον νόμο –όπως φαίνεται να προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο– η επέμβαση καθεμιάς από τις εθνικές αρχές, κατόπιν της οποίας προβάλλεται ότι ανέκυψε η σώρευση διώξεων και κυρώσεων.

90      Μια τέτοια δυνατότητα σώρευσης των διώξεων και των κυρώσεων σέβεται το βασικό περιεχόμενο του άρθρου 50 του Χάρτη, υπό την προϋπόθεση ότι οι οικείες εθνικές ρυθμίσεις δεν επιτρέπουν τη δίωξη και την επιβολή κυρώσεων με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά και λόγω της ίδιας παράβασης ή για την επιδίωξη του ίδιου σκοπού, αλλά προβλέπουν μόνον τη δυνατότητα σώρευσης διώξεων και κυρώσεων στο πλαίσιο διαφορετικών ρυθμίσεων (απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, bpost, C‑117/20, EU:C:2022:202, σκέψη 43).

91      Όσον αφορά το ζήτημα αν ο περιορισμός της εφαρμογής της αρχής ne bis in idem ανταποκρίνεται σε σκοπό γενικού συμφέροντος, διαπιστώνεται ότι οι δύο επίμαχες στην κύρια δίκη εθνικές ρυθμίσεις επιδιώκουν αυτοτελείς θεμιτούς σκοπούς.

92      Ειδικότερα, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 88 των προτάσεών του, η εθνική διάταξη στην οποία στηρίχθηκε η γερμανική απόφαση αποσκοπεί στην εκ μέρους των επιχειρήσεων και των εργαζομένων τους τήρηση του νόμου και, ως εκ τούτου, τιμωρεί την εξ αμελείας παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας, ενώ, αντιθέτως, οι διατάξεις του κώδικα προστασίας του καταναλωτή τις οποίες εφάρμοσε η AGCM μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία 2005/29, ο δε σκοπός τους συνίσταται στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, συμφώνως προς το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, καθώς και στη συμβολή στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

93      Όσον αφορά την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, η αρχή αυτή επιτάσσει η σώρευση διώξεων και κυρώσεων την οποία προβλέπει η εθνική ρύθμιση να μην υπερβαίνει τα όρια αυτού που είναι κατάλληλο και αναγκαίο για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών τους οποίους επιδιώκει η οικεία ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, στην περίπτωση που υφίσταται επιλογή μεταξύ πλειόνων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι οι προκαλούμενες δυσχέρειες δεν πρέπει να είναι υπέρμετρες σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, bpost, C‑117/20, EU:C:2022:202, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

94      Επ’ αυτού, τονίζεται ότι οι δημόσιες αρχές μπορούν νομίμως να επιλέξουν συμπληρωματικές νομικές απαντήσεις σε ορισμένες επιβλαβείς για την κοινωνία συμπεριφορές μέσω διαφορετικών διαδικασιών οι οποίες σχηματίζουν ένα συνεκτικό σύνολο, έτσι ώστε να αντιμετωπίζονται οι διάφορες πτυχές του εν λόγω κοινωνικού προβλήματος, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές οι συνδυασμένες νομικές απαντήσεις δεν συνιστούν υπερβολική επιβάρυνση για το συγκεκριμένο πρόσωπο. Επομένως, το γεγονός ότι δύο διαδικασίες επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς γενικού συμφέροντος, οι οποίοι είναι θεμιτό να προστατευθούν σωρευτικώς, μπορεί να ληφθεί υπόψη, στο πλαίσιο της ανάλυσης περί αναλογικότητας της σώρευσης διώξεων και κυρώσεων, ως παράγων που δικαιολογεί τη σώρευση αυτή, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω διαδικασίες είναι συμπληρωματικές και ότι η πρόσθετη επιβάρυνση την οποία συνεπάγεται η ως άνω σώρευση μπορεί, συνακόλουθα, να δικαιολογηθεί από τους δύο επιδιωκόμενους σκοπούς (απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, bpost, C‑117/20, EU:C:2022:202, σκέψη 49).

95      Όσον αφορά τον απολύτως αναγκαίο χαρακτήρα μιας τέτοιας σώρευσης διώξεων και κυρώσεων, πρέπει να εκτιμηθεί αν υφίστανται σαφείς και ακριβείς κανόνες οι οποίοι παρέχουν τη δυνατότητα να προβλεφθεί ποιες πράξεις και παραλείψεις δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο σώρευσης διώξεων και κυρώσεων καθώς και τη δυνατότητα να υπάρξει συντονισμός μεταξύ των διαφόρων αρχών, αν οι δύο διαδικασίες διεξήχθησαν κατά τρόπο αρκούντως συντονισμένο και με αρκούντως μικρή χρονική απόσταση μεταξύ τους και αν η κύρωση που ενδεχομένως επιβλήθηκε κατά τη διαδικασία που προηγήθηκε χρονικά ελήφθη υπόψη κατά την επιμέτρηση της δεύτερης κύρωσης, ούτως ώστε οι επιβαρύνσεις που απορρέουν για τα εμπλεκόμενα πρόσωπα από μια τέτοια σώρευση να περιορίζονται στο απολύτως αναγκαίο μέτρο και το σύνολο των κυρώσεων που επιβλήθηκαν να αντιστοιχεί στη σοβαρότητα των παραβάσεων που διεπράχθησαν (απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, bpost, C‑117/20, EU:C:2022:202, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

96      Επομένως, για να θεωρηθεί δικαιολογημένη η σώρευση διαδικασιών ή κυρώσεων για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, πρέπει, μεταξύ άλλων, να πληροί τρεις προϋποθέσεις, ήτοι, πρώτον, η σώρευση αυτή να μην συνεπάγεται υπέρμετρη επιβάρυνση για το πρόσωπο το οποίο αφορά, δεύτερον, να υπάρχουν σαφείς και ακριβείς κανόνες βάσει των οποίων να μπορεί να προβλεφθεί ποιες πράξεις και παραλείψεις είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο σώρευσης και, τρίτον, οι επίμαχες διαδικασίες να έχουν διεξαχθεί κατά τρόπο αρκούντως συντονισμένο και με αρκούντως μικρή χρονική απόσταση μεταξύ τους.

97      Όσον αφορά την πρώτη από τις ανωτέρω προϋποθέσεις, υπενθυμίζεται ότι η επίδικη απόφαση επιβάλλει πρόστιμο ύψους πέντε εκατομμυρίων ευρώ το οποίο προστίθεται στο πρόστιμο του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ το οποίο επέβαλε στη VWAG η γερμανική απόφαση. Λαμβανομένης δε υπόψη της αποδοχής, εκ μέρους της VWAG, του τελευταίου αυτού προστίμου, δεν προκύπτει ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε με την επίδικη απόφαση, το ύψος του οποίου αντιστοιχεί μόνο στο 0,5 % του προστίμου που επέβαλε η γερμανική απόφαση, είχε ως συνέπεια η σώρευση των εν λόγω κυρώσεων να συνεπάγεται υπέρμετρη επιβάρυνση για τη συγκεκριμένη εταιρία. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, επιβλήθηκε η μέγιστη κύρωση που προβλέπει η σχετική νομοθεσία.

98      Δεύτερον, όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, μολονότι το αιτούν δικαστήριο δεν αναφέρθηκε σε γερμανικές ή ιταλικές διατάξεις οι οποίες προβλέπουν ειδικώς τη δυνατότητα μια συμπεριφορά όπως αυτή την οποία αφορούν η επίδικη απόφαση και η γερμανική απόφαση –αν υποτεθεί ότι πρόκειται για την ίδια συμπεριφορά– να αποτελέσει αντικείμενο σώρευσης διαδικασιών ή κυρώσεων σε διαφορετικά κράτη μέλη, εντούτοις από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι η VWAG δεν μπορούσε να προβλέψει ότι η εν λόγω συμπεριφορά μπορούσε να αποτελέσει αιτία για την κίνηση διαδικασιών και την επιβολή κυρώσεων σε τουλάχιστον δύο κράτη μέλη, διαδικασίες και κυρώσεις οι οποίες θα στηρίζονταν είτε στους κανόνες περί αθέμιτων εμπορικών πρακτικών είτε σε άλλους κανόνες, όπως οι προβλεπόμενοι από τον νόμο περί διοικητικών παραβάσεων, των οποίων η σαφήνεια και η ακρίβεια δεν φαίνεται άλλωστε να έχουν αμφισβητηθεί.

99      Όσον αφορά, τρίτον, την προϋπόθεση περί συντονισμού των διαδικασιών, για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 96 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει –λαμβανομένων επίσης υπόψη των πληροφοριών που παρέσχε η VWAG κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου– ότι ουδόλως υπήρξε συντονισμός μεταξύ της γερμανικής εισαγγελίας και της AGCM, καίτοι φαίνεται ότι οι επίμαχες διαδικασίες διεξήχθησαν παράλληλα για μερικούς μήνες και, σύμφωνα με τις εν λόγω πληροφορίες, η γερμανική εισαγγελία είχε λάβει γνώση της επίδικης αποφάσεως κατά τον χρόνο της έκδοσης της δικής της απόφασης.

100    Συναφώς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 107 των προτάσεών του, μολονότι ο κανονισμός (ΕΚ) 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών («κανονισμός για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών») (ΕΕ 2004, L 364, σ. 1), ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 2017/2394, προέβλεπε μηχανισμό συνεργασίας και συντονισμού μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την εφαρμογή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών, εντούτοις η γερμανική εισαγγελία, σε αντίθεση με την AGCM, δεν περιλαμβανόταν μεταξύ των αρχών αυτών.

101    Αφετέρου, μολονότι, όπως προκύπτει από τις πληροφορίες που παρέσχε η VWAG κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η γερμανική εισαγγελία φαίνεται να είχε απευθυνθεί στον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Ποινικής Δικαιοσύνης (Eurojust) προκειμένου να αποφευχθεί η σώρευση ποινικών διαδικασιών κατά της VWAG σε πλείονα κράτη μέλη σε σχέση με τις πράξεις τις οποίες αφορούσε η γερμανική απόφαση, εντούτοις από τις πληροφορίες αυτές προκύπτει ότι οι ιταλικές αρχές δεν παραιτήθηκαν από την ποινική δίωξη κατά της συγκεκριμένης εταιρίας και ότι η AGCM δεν συμμετείχε στην εν λόγω απόπειρα συντονισμού στο πλαίσιο του Eurojust.

102    Στο μέτρο που η Ιταλική Κυβέρνηση επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, ότι, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, απαιτείται απλώς, προκειμένου να θεωρηθεί δικαιολογημένη η σώρευση διαδικασιών και κυρώσεων για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, να εξακριβωθεί ότι τηρείται η αρχή ne bis in idem ως προς την «ουσιαστική διάστασή» της –κατά τη διατύπωση που χρησιμοποιεί η εν λόγω κυβέρνηση–, δηλαδή να εξακριβωθεί ότι η συνολική κύρωση που προκύπτει από τις δύο επίμαχες διαδικασίες δεν είναι προδήλως αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, τούτο δε χωρίς να είναι απαραίτητος ο συντονισμός μεταξύ των εν λόγω διαδικασιών, υπενθυμίζεται ότι οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μια τέτοια σώρευση μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη, όπως έχουν διατυπωθεί από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 95 της παρούσας αποφάσεως, οριοθετούν τη δυνατότητα περιορισμού της εφαρμογής της συγκεκριμένης αρχής. Κατά συνέπεια, οι προϋποθέσεις αυτές δεν μπορούν να διαφοροποιούνται κατά περίπτωση.

103    Ασφαλώς, ο συντονισμός των διαδικασιών ή των κυρώσεων οι οποίες αφορούν τα ίδια πραγματικά περιστατικά μπορεί να αποδειχθεί δυσχερέστερος όταν οι οικείες αρχές ανήκουν, όπως εν προκειμένω, σε διαφορετικά κράτη μέλη. Μολονότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι πρακτικές δυσχέρειες τις οποίες συνεπάγεται ένα τέτοιο διασυνοριακό πλαίσιο, οι δυσχέρειες αυτές δεν μπορούν να δικαιολογήσουν σχετικοποίηση ή μη συνεκτίμηση της εν λόγω απαίτησης, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 114 και 115 των προτάσεών του.

104    Ένας τέτοιος συντονισμός διαδικασιών ή κυρώσεων μπορεί να καθιερώνεται ρητώς από το δίκαιο της Ένωσης, όπως καταδεικνύουν –μολονότι περιορίζονται στη δίωξη των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών– τα συστήματα συντονισμού που προβλέπονταν από τον κανονισμό 2006/2004 και προβλέπονται πλέον από τον κανονισμό 2017/2394.

105    Όσον αφορά τον κίνδυνο, τον οποίο επικαλέστηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ένας πολίτης να επιδιώξει την ποινική καταδίκη του εντός ενός κράτους μέλους με μοναδικό σκοπό να προφυλαχθεί από διώξεις και κυρώσεις για τις ίδιες πράξεις σε άλλο κράτος μέλος, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν μπορεί να συναχθεί ότι ο κίνδυνος αυτός θα μπορούσε να υλοποιηθεί στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης. Ειδικότερα, οι περιστάσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 97 της παρούσας αποφάσεως δεν μπορούν να θεμελιώσουν ένα τέτοιο επιχείρημα.

106    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη έχει την έννοια ότι επιτρέπει τον περιορισμό της εφαρμογής της κατοχυρούμενης στο άρθρο 50 του Χάρτη αρχής ne bis in idem, με αποτέλεσμα να καθίσταται δυνατή η σώρευση διαδικασιών ή κυρώσεων για τα ίδια πραγματικά περιστατικά εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, όπως αυτές έχουν διευκρινιστεί από τη νομολογία, ήτοι, πρώτον, η σώρευση δεν συνεπάγεται υπέρμετρη επιβάρυνση για το πρόσωπο το οποίο αφορά, δεύτερον, υφίστανται σαφείς και ακριβείς κανόνες βάσει των οποίων μπορεί να προβλεφθεί ποιες πράξεις και παραλείψεις είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο σώρευσης και, τρίτον, οι επίμαχες διαδικασίες έχουν διεξαχθεί κατά τρόπο αρκούντως συντονισμένο και με αρκούντως μικρή χρονική απόσταση μεταξύ τους.

 Επί των δικαστικών εξόδων

107    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει την έννοια ότι διοικητικό χρηματικό πρόστιμο το οποίο προβλέπεται από την εθνική ρύθμιση και επιβάλλεται σε εταιρία από την αρμόδια για την προστασία των καταναλωτών εθνική αρχή λόγω αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, μολονότι χαρακτηρίζεται από την εν λόγω εθνική ρύθμιση ως διοικητική κύρωση, συνιστά, εντούτοις, ποινική κύρωση κατά την έννοια της συγκεκριμένης διάταξης, εφόσον επιδιώκει κατασταλτικό σκοπό και ενέχει υψηλό βαθμό αυστηρότητας.

2)      Η αρχή ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει τη διατήρηση σε ισχύ προστίμου ποινικού χαρακτήρα που επιβλήθηκε σε νομικό πρόσωπο λόγω αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, στην περίπτωση που το πρόσωπο αυτό έχει καταδικαστεί ποινικώς για τις ίδιες πράξεις σε άλλο κράτος μέλος, ακόμη και αν η εν λόγω καταδίκη είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας έκδοσης της αποφάσεως με την οποία επιβλήθηκε το πρόστιμο, αλλά κατέστη αμετάκλητη πριν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου η απόφαση επί της ένδικης προσφυγής που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως με την οποία επιβλήθηκε το πρόστιμο.

3)      Το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει την έννοια ότι επιτρέπει τον περιορισμό της εφαρμογής της κατοχυρούμενης στο άρθρο 50 του Χάρτη αρχής ne bis in idem, με αποτέλεσμα να καθίσταται δυνατή η σώρευση διαδικασιών ή κυρώσεων για τα ίδια πραγματικά περιστατικά εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, όπως αυτές έχουν διευκρινιστεί από τη νομολογία, ήτοι, πρώτον, η σώρευση δεν συνεπάγεται υπέρμετρη επιβάρυνση για το πρόσωπο το οποίο αφορά, δεύτερον, υφίστανται σαφείς και ακριβείς κανόνες βάσει των οποίων μπορεί να προβλεφθεί ποιες πράξεις και παραλείψεις είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο σώρευσης και, τρίτον, οι επίμαχες διαδικασίες έχουν διεξαχθεί κατά τρόπο αρκούντως συντονισμένο και με αρκούντως μικρή χρονική απόσταση μεταξύ τους.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.