Language of document : ECLI:EU:C:2023:674

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΝΙΚΟΛΑ ΑΙΜΙΛΙΟΥ

της 14ης Σεπτεμβρίου 2023 (1)

Υπόθεση C582/21

FY

κατά

Profi Credit Polska S.A. w Bielsku Białej

[αίτηση του Sąd Okręgowy Warszawa-Praga w Warszawie
(περιφερειακού δικαστηρίου Βαρσοβίας, περιφέρεια Βαρσοβίας-Praga, Πολωνία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Αίτηση αναψηλάφησης δίκης που περατώθηκε με την έκδοση ερήμην αποφάσεως – Δεδικασμένο – Λόγοι αναψηλάφησης – Αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας – Σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία του εθνικού δικαίου»






I.      Εισαγωγή

1.        Η υπό κρίση υπόθεση εισάγει μια νέα οπτική γωνία στη δικονομική προστασία που πρέπει να παρέχεται στους καταναλωτές έναντι των καταχρηστικών συμβατικών ρητρών. Συγκεκριμένα, καλεί το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν η εν λόγω προστασία επιτάσσει την άρση της δεσμευτικής ενέργειας του δεδικασμένου σε εθνικό επίπεδο, κατά τρόπον ώστε να καθίσταται δυνατή η αναψηλάφηση δίκης, η οποία προβάλλεται ως ελαττωματική λόγω της παράλειψης του εθνικού δικαστηρίου να προβεί, αυτεπαγγέλτως, σε έλεγχο του ενδεχόμενου καταχρηστικού χαρακτήρα της επίμαχης συμβατικής σχέσης.

2.        Το εθνικό πραγματικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο ανέκυψε το ως άνω ζήτημα μπορεί να συνοψιστεί ως εξής. Η εκκαλούσα της κύριας δίκης, FY, διατάχθηκε να αποπληρώσει το ανεξόφλητο ποσό δανείου που είχε λάβει από την Profi Credit Polska, εταιρία χορήγησης καταναλωτικών δανείων. Η υποχρέωσή της σχετικά με την εν λόγω πληρωμή διαπιστώθηκε με απόφαση η οποία εκδόθηκε ερήμην βάσει γραμματίου εις διαταγήν εν λευκώ, υπογεγραμμένου από την οφειλέτρια, το οποίο στη συνέχεια συμπληρώθηκε από την Profi Credit Polska και το οποίο επικαλέστηκε η τελευταία.

3.        Το εθνικό δικαστήριο εξέδωσε την ερήμην απόφαση χωρίς να έχει στη διάθεσή του τις ρήτρες της δανειακής σύμβασης. Ως εκ τούτου, δεν πραγματοποίησε εξέταση του ενδεχόμενου καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών που διαλαμβάνονταν στην εν λόγω σύμβαση. Μολονότι η FY δεν επιδίωξε να ασκήσει ένδικο μέσο κατά της εν λόγω αποφάσεως, στη συνέχεια διατύπωσε την άποψη ότι οι όροι υπό τους οποίους εκδόθηκε αντέβαιναν στις αποφάσεις του Δικαστηρίου οι οποίες εκδόθηκαν αρκετούς μήνες αργότερα. Ως εκ τούτου, υπέβαλε αίτηση αναψηλάφησης της δίκης.

4.        Σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η εν λόγω αίτηση μπορεί να ευδοκιμήσει όταν, μεταξύ άλλων, i) η εθνική διάταξη της οποίας έγινε επίκληση στην επίμαχη ένδικη διαδικασία κηρύχθηκε, στη συνέχεια, μη συμβατή με νόμο υπέρτερης τυπικής ισχύος από το εθνικό συνταγματικό δικαστήριο, ή όταν ii) το ενδιαφερόμενο μέρος «στερήθηκε παρά τον νόμο τη δυνατότητα επιχείρησης διαδικαστικών πράξεων».

5.        Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν –στο πλαίσιο του πρώτου από τους ανωτέρω λόγους– η αρχή της ισοδυναμίας επιβάλλει την αναψηλάφηση δίκης, στο εθνικό επίπεδο, λόγω μεταγενέστερης αποφάσεως του Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε με τη μορφή προδικαστικής αποφάσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

6.        Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η υποχρέωση σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου επιβάλλει –υπό το πρίσμα του δεύτερου από τους ως άνω λόγους– να θεωρείται ότι διάδικος «στερείται παρά τον νόμο τη δυνατότητα επιχείρησης διαδικαστικών πράξεων» όταν εθνικό δικαστήριο παραλείπει να εξετάσει τον ενδεχόμενο καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών σύμβασης που συνάπτεται με καταναλωτή.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

7.        Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ (2), «[τ]α κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες».

8.        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές».

Β.      Το πολωνικό δίκαιο

1.      Το πολωνικό Σύνταγμα

9.        Κατά το άρθρο 190, παράγραφος 4, του πολωνικού Συντάγματος, «[ε]άν, με απόφασή του, το Συνταγματικό Δικαστήριο κρίνει ως αντίθετο προς το Σύνταγμα, προς διεθνή συνθήκη ή προς διάταξη νόμου, κανόνα δικαίου δυνάμει του οποίου εκδόθηκε τελεσίδικη δικαστική απόφαση, απρόσβλητη διοικητική απόφαση ή άλλη πράξη, ιδρύεται λόγος επανάληψης της διαδικασίας ή αναψηλάφησης της δίκης ή ακύρωσης της διοικητικής αποφάσεως ή άλλης πράξης, κατ’ εφαρμογήν των αρχών και της διαδικασίας που προβλέπουν οι οικείες διατάξεις».

2.      Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας

10.      Η διάταξη περί παραπομπής παρέχει τις ακόλουθες πληροφορίες όσον αφορά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο. Το άρθρο 339, παράγραφος 1, του Kodeks postępowania cywilnego (κώδικα πολιτικής δικονομίας· στο εξής: KPC) ορίζει ότι, αν ο εναγόμενος δεν παρέστη κατά την προσδιορισθείσα επ’ ακροατηρίου συζήτηση ή παρέστη, αλλά δεν μετείχε στη δίκη, το δικαστήριο εκδίδει ερήμην απόφαση.

11.      Το άρθρο 399, παράγραφος 1, του KPC προβλέπει τη δυνατότητα να ζητηθεί η αναψηλάφηση της δίκης που περατώθηκε με την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως.

12.      Το άρθρο 401, παράγραφος 2, του KPC προβλέπει τη δυνατότητα να ζητηθεί η αναψηλάφηση της δίκης λόγω της ακυρότητας αυτής, εάν διάδικος δεν είχε την ικανότητα διαδίκου ή την ικανότητα δικαστικής παράστασης, στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας, ή δεν εκπροσωπήθηκε νομίμως ή στερήθηκε παρά τον νόμο τη δυνατότητα επιχείρησης διαδικαστικών πράξεων.

13.      Κατά το άρθρο 407, παράγραφος 1, του KPC, η αίτηση αναψηλάφησης υποβάλλεται εντός τριών μηνών· η προθεσμία αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία ο διάδικος έλαβε γνώση του λόγου της αναψηλάφησης και, εάν ο λόγος αυτός συνίσταται στη στέρηση της δυνατότητας του διαδίκου να επιχειρεί διαδικαστικές πράξεις ή στην έλλειψη νόμιμης εκπροσώπησης, από την ημέρα κατά την οποία ο διάδικος, το όργανό του ή ο νόμιμος εκπρόσωπός του έλαβε γνώση της αποφάσεως.

14.      Το άρθρο 4011 του KPC προβλέπει ότι αίτηση αναψηλάφησης της δίκης είναι επίσης δυνατή αν το Συνταγματικό Δικαστήριο κηρύξει νομοθετική πράξη, βάσει της οποίας εκδόθηκε η απόφαση, αντίθετη προς το Σύνταγμα, προς κυρωθείσα διεθνή σύμβαση ή προς διάταξη νόμου.

15.      Κατά το άρθρο 407, παράγραφος 2, του KPC, η αίτηση αναψηλάφησης υποβάλλεται εντός τριών μηνών από την έναρξη ισχύος της αποφάσεως του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

16.      Κατά το άρθρο 410, παράγραφος 1, του KPC, το δικαστήριο απορρίπτει αίτηση η οποία υποβλήθηκε εκπρόθεσμα, είναι απαράδεκτη ή είναι νόμω αβάσιμη.

III. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και τα προδικαστικά ερωτήματα

17.      Στις 16 Ιουνίου 2015 η FY συνήψε σύμβαση δανείου με την εταιρία χορήγησης καταναλωτικών δανείων Profi Credit Polska. Η εξόφληση του δανείου εξασφαλίστηκε με την έκδοση γραμματίου εις διαταγήν εν λευκώ, υπογεγραμμένου από την FY.

18.      Στις 30 Οκτωβρίου 2017 η Profi Credit Polska άσκησε ενώπιον του Sąd Rejonowy dla Warszawy Pragi-Południe (περιφερειακού δικαστηρίου Βαρσοβίας- Praga – Południe, Πολωνία, στο εξής: περιφερειακό δικαστήριο) πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Βαρσοβίας, περιφέρεια Βαρσοβίας Praga-νότιου τομέα, Πολωνία· στο εξής: πρωτοβάθμιο δικαστήριο) αγωγή κατά της FY, ζητώντας την καταβολή του οφειλόμενου ποσού πλέον τόκων. Η διάταξη περί παραπομπής δεν αναφέρει λεπτομερώς τις περιστάσεις που οδήγησαν στην άσκηση της εν λόγω αγωγής. Ωστόσο, εκείνο το οποίο φαίνεται να έχει σημασία είναι ότι στο δικόγραφο της αγωγής επισυνάφθηκαν μόνον το γραμμάτιο εις διαταγήν (το οποίο η εν λόγω εταιρία συμπλήρωσε, υποδεικνύοντας το οφειλόμενο ποσό) και η γνωστοποίηση της καταγγελίας της συμβάσεως δανείου.

19.      Αφού διαπίστωσε ότι δεν συνέτρεχαν λόγοι για την έκδοση διαταγής πληρωμής, το περιφερειακό δικαστήριο προχώρησε στον ορισμό δικασίμου (3). Θεωρήθηκε ότι έλαβε χώρα η νομότυπη επίδοση στην FY. Στις 17 Απριλίου 2018 το εν λόγω δικαστήριο εξέδωσε ερήμην απόφαση με την οποία υποχρέωνε την FY να καταβάλει το ζητούμενο ποσό (απορρίπτοντας την αγωγή μόνον ως προς μέρος των ζητούμενων τόκων), βασιζόμενο αποκλειστικά στο περιεχόμενο του γραμματίου εις διαταγήν και του δικογράφου της αγωγής. Το περιφερειακό δικαστήριο δεν είχε ζητήσει από την Profi Credit Polska να του προσκομίσει τη σύμβαση δανείου και, ως εκ τούτου, δεν είχε εξετάσει αν η εν λόγω σύμβαση περιείχε καταχρηστικές ρήτρες. Η εν λόγω ερήμην απόφαση κηρύχθηκε αμέσως εκτελεστή, η δε FY δεν την προσέβαλε.

20.      Εντούτοις, στις 25 Ιουνίου 2019 η FY υπέβαλε στο ως άνω περιφερειακό δικαστήριο αίτηση αναψηλάφησης της δίκης. Υποστήριξε ότι το εν λόγω δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα την οδηγία 93/13 και δεν έλαβε υπόψη, ιδίως, την απόφαση του Δικαστηρίου Profi Credit Polska I (4) (η οποία εκδόθηκε μετά από την έκδοση της ερήμην αποφάσεως). Κατά την άποψή της, το περιφερειακό δικαστήριο είχε παραλείψει να προβεί σε ενδελεχή έλεγχο του καταχρηστικού χαρακτήρα των επίμαχων συμβατικών ρητρών, στερώντας της με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα επιχείρησης διαδικαστικών πράξεων κατά την έννοια του άρθρου 401, παράγραφος 2, του KPC.

21.      Με διάταξη της 27ης Αυγούστου 2020, το περιφερειακό δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω αίτηση, αφενός, ως εκπρόθεσμη και, αφετέρου, ως νόμω αβάσιμη. Το ως άνω δικαστήριο υπογράμμισε επίσης ότι η FY θα έπρεπε να είχε επιδιώξει να προβάλει την άμυνά της έναντι της αγωγής (στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της ερήμην αποφάσεως), πράγμα το οποίο δεν είχε πράξει.

22.      Η FY άσκησε έφεση κατά της ως άνω διατάξεως ενώπιον του Sąd Okręgowy Warszawa-Praga w Warszawie (επαρχιακού δικαστηρίου Warszawa-Praga, Βαρσοβία, Πολωνία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο της κύριας δίκης.

23.      Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου, ο Rzecznik Finansowy (Χρηματοοικονομικός Διαμεσολαβητής, Πολωνία) παρατήρησε ότι λόγος για την αναψηλάφηση της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της ερήμην αποφάσεως θα μπορούσε να προκύψει και από διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 4011 του KPC, το οποίο αφορά την αναψηλάφηση της δίκης λόγω (μεταγενέστερης) αποφάσεως του εθνικού συνταγματικού δικαστηρίου. Κατά τη γνώμη του, η ερήμην απόφαση είχε εκδοθεί κατά παράβαση της υποχρέωσης του περιφερειακού δικαστηρίου να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τις συμβατικές ρήτρες της επίμαχης σύμβασης δανείου (5). Ο Χρηματοοικονομικός Διαμεσολαβητής επισήμανε την ομοιότητα του ρόλου που διαδραματίζει το Συνταγματικό Δικαστήριο με εκείνον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να τεκμηριώσει το επιχείρημα ότι μια απόφαση του τελευταίου μπορεί επίσης να χρησιμεύσει ως έγκυρη βάση για την αναψηλάφηση δίκης, σύμφωνα με την αρχή της ισοδυναμίας.

24.      Επικουρικώς, ο Χρηματοοικονομικός Διαμεσολαβητής επισήμανε ότι είναι επίσης δυνατή η αναψηλάφηση της επίμαχης δίκης βάσει του άρθρου 401, παράγραφος 2, του KPC, δεδομένου ότι η παράλειψη του δικαστηρίου να προβεί αυτεπαγγέλτως σε έλεγχο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως (και ισοδυναμεί με στέρηση του διαδίκου από τη δυνατότητα επιχείρησης διαδικαστικών πράξεων) (6). Περαιτέρω, συντάχθηκε με τη γνώμη της FY όσον αφορά τον καταχρηστικό χαρακτήρα των επίμαχων ρητρών.

25.      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς την προσέγγιση που πρέπει να ακολουθήσει.

26.      Αφενός, υπογραμμίζει τη σημασία της αρχής του δεδικασμένου και επισημαίνει το γεγονός ότι καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου δεν επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια την υποχρέωση να προβαίνουν σε αναψηλάφηση δίκης η οποία έχει περατωθεί με την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως προκειμένου να ληφθεί υπόψη απόφαση του Δικαστηρίου η οποία ερμηνεύει το δίκαιο της Ένωσης.

27.      Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν είναι δυνατόν να συναχθεί το αντίθετο συμπέρασμα με βάση την αρχή της ισοδυναμίας ή την υποχρέωση σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου.

28.      Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ιδίως ότι, υπό το πρίσμα των αποφάσεων του Δικαστηρίου Profi Credit Polska I, Profi Credit Polska II (7) και Kancelaria Medius, «πιθανότατα» η ερήμην απόφαση εκδόθηκε κατά «κατάφωρη παραβίαση» των εθνικών κανόνων μεταφοράς των άρθρων 6 και 7 της οδηγίας 93/13 (8) στην εθνική έννομη τάξη. Εντούτοις, διευκρινίζει ότι δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει το εν λόγω ζήτημα, διότι η αρμοδιότητά του περιορίζεται στην εξακρίβωση, πρώτον, του κατά πόσον τηρήθηκαν οι προθεσμίες και, δεύτερον, του κατά πόσον η αίτηση αναψηλάφησης της δίκης στηρίζεται σε έναν από τους λόγους που προβλέπονται στον νόμο. Εντός αυτού του δικονομικού πλαισίου καλείται να εξετάσει αν μια προδικαστική απόφαση επί ζητημάτων ερμηνείας μπορεί να συνιστά τέτοιον λόγο.

29.      Υπό το πρίσμα των ως άνω εκτιμήσεων, το Sąd Okręgowy Warszawa-Praga w Warszawie (επαρχιακό δικαστήριο Warszawa-Praga, Βαρσοβία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)       Έχουν τα άρθρα 4, παράγραφος 3, και 19, παράγραφος 1, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της απορρέουσας από τη νομολογία του [Δικαστηρίου] αρχής της ισοδυναμίας, την έννοια ότι απόφαση του [Δικαστηρίου] για την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 267, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αποτελεί λόγο αναψηλάφησης πολιτικής δίκης η οποία περατώθηκε με την έκδοση προγενέστερης τελεσίδικης απόφασης, εφόσον διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, όπως το άρθρο 4011 του [KPC], επιτρέπει την αναψηλάφηση της δίκης σε περίπτωση τελεσίδικης απόφασης που στηρίχθηκε σε διάταξη η οποία κρίθηκε, με απόφαση του Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Πολωνία), ως αντίθετη προς κανόνα δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος;

2)       Επιβάλλει η αρχή της ερμηνείας του εθνικού δικαίου σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, που απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 3, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη νομολογία του [Δικαστηρίου], τη διασταλτική ερμηνεία διάταξης του εθνικού δικαίου, όπως το άρθρο 401, σημείο 2, του [KPC], κατά τρόπο ώστε στους λόγους αναψηλάφησης της δίκης που προβλέπει η εν λόγω διάταξη να περιληφθεί η τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε ερήμην, με την οποία το δικαστήριο, παραβαίνοντας τις υποχρεώσεις που υπέχει από την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση [Profi Credit Polska I], παρέλειψε να εξετάσει τη σύμβαση που συνδέει τον καταναλωτή με τον δανειστή υπό το πρίσμα των καταχρηστικών συμβατικών ρητρών, περιοριζόμενο μόνο στην εξέταση του τυπικού κύρους του γραμματίου εις διαταγήν;»

30.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η Πολωνική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αμφότερες οι μετέχουσες στη διαδικασία ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 2023.

IV.    Ανάλυση

31.      Θα εξετάσω την ουσία των υποβληθέντων στην υπό κρίση υπόθεση προδικαστικών ερωτημάτων διατυπώνοντας, πρώτον, ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με τη θέση που υιοθετεί το δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά την ενέργεια του δεδικασμένου σε εθνικό επίπεδο, ιδίως σε θέματα προστασίας των καταναλωτών, και σχετικά με την ασφάλεια δικαίου, ειδική έκφραση της οποίας αποτελεί το δεδικασμένο (υπό 1).

32.      Δεύτερον, θα διευκρινίσω ότι η αρχή της ισοδυναμίας δεν επιτάσσει να παρέχεται η δυνατότητα άσκησης αίτησης αναψηλάφησης πολιτικής δίκης βάσει προδικαστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου επί ζητημάτων ερμηνείας, όταν η εν λόγω δυνατότητα υφίσταται, στο εσωτερικό δίκαιο, βάσει ορισμένων αποφάσεων του εθνικού συνταγματικού δικαστηρίου (υπό 2).

33.      Τρίτον, η πρόταση απάντησης στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα (σχετικά με την υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας) θα καταστήσει αναγκαία την αποσαφήνιση διαφόρων ζητημάτων τα οποία δημιουργούνται από το εν λόγω ερώτημα. Στο πλαίσιο αυτό, θα εξηγήσω ότι η αποτελεσματικότητα της προστασίας των καταναλωτών έναντι των καταχρηστικών ρητρών δεν επιβάλλει αυτομάτως στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν έκτακτο ένδικο μέσο όταν το εθνικό δικαστήριο έχει παραλείψει να ελέγξει εάν οι συμβατικοί όροι που δεσμεύουν τον καταναλωτή είναι πράγματι καταχρηστικοί ή μη.. Ωστόσο, θα εξηγήσω επίσης ότι οι ειδικές περιστάσεις υπό τις οποίες φαίνεται ότι εκδόθηκε και κατέστη τελεσίδικη η ερήμην απόφαση καθιστούν αναγκαία την παροχή ένδικου μέσου στον οικείο καταναλωτή. Ενώ η δυνατότητα να γίνει δεκτή η αίτηση της FY για αναψηλάφηση της δίκης θα εξαρτηθεί, κατά τη γνώμη μου, από τις ερμηνευτικές επιλογές που είναι διαθέσιμες σύμφωνα με το πολωνικό δίκαιο (και από τις ισχύουσες προθεσμίες), θα εξηγήσω ότι η νομολογία του Δικαστηρίου της παρέχει άλλες δικονομικές οδούς μέσω των οποίων μπορεί να αποκατασταθεί το δικαίωμά της να μη δεσμεύεται από τις (προβαλλόμενες ως) καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες (υπό 3).

1.      Το δίκαιο της Ένωσης, η ενέργεια του δεδικασμένου σε εθνικό επίπεδο και η αρχή της ασφάλειας δικαίου

34.      Επισημαίνεται, εξαρχής, ότι τα έκτακτα ένδικα μέσα, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, καθιστούν δυνατή, κατά κανόνα, την ανατροπή δικαστικών αποφάσεων που έχουν καταστεί τελεσίδικες. Ως εκ τούτου, τέτοια ένδικα μέσα θίγουν, ως εκ της φύσεώς τους, την αρχή του δεδικασμένου, η οποία άλλως απαγορεύει την αμφισβήτηση τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων.  

35.      Μολονότι η αρχή του δεδικασμένου αποτελεί έκφραση της αρχής της ασφάλειας δικαίου (9), η λειτουργία της δεν είναι πάντοτε απόλυτη (όπως καταδεικνύει η ύπαρξη έκτακτων ένδικων μέσων). Στο πλαίσιο αυτό, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, στις εξαιρέσεις από την εν λόγω αρχή, οι οποίες καθορίζονται από τον εθνικό νομοθέτη, μπορούν να προστεθούν και άλλες οι οποίες απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης.

36.      Το ερώτημα κατά πόσον το εν λόγω δίκαιο μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να επιτάσσει να μη ληφθεί υπόψη σε εθνικό επίπεδο η δεσμευτική ενέργεια του δεδικασμένου προσεγγίζεται, ελλείψει ειδικών κανόνων επί του θέματος αυτού, υπό το κλασικό πρίσμα των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, οι οποίες οριοθετούν την άσκηση της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών σύμφωνα με την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.  Κατά συνέπεια, η γενική θέση του δικαίου της Ένωσης είναι ότι δεν απαιτεί την άρση της δεσμευτικής ενέργειας του δεδικασμένου σε εθνικό επίπεδο προκειμένου να αποκατασταθεί το συμβατό μιας εθνικής κατάστασης με το δίκαιο της Ένωσης, εκτός αν μία από τις προαναφερθείσες αρχές επιτάσσει αντίθετο συμπέρασμα (10).

37.      Στο πλαίσιο αυτό, η εκτίμηση διενεργείται γενικά με προσοχή. Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως υπενθυμίσει τη σημασία της αρχής του δεδικασμένου, η οποία παρουσιάζεται ως δικαιολογημένη από το συμφέρον για σταθερότητα του δικαίου και των έννομων σχέσεων, καθώς και από την ορθή απονομή της δικαιοσύνης (11). Όπως επισημάνθηκε, η εν λόγω αρχή εξυπηρετεί επίσης το συμφέρον των διαδίκων να διευθετηθεί οριστικά η υπόθεσή τους και, για τον λόγο αυτό, μπορεί να θεωρηθεί ως εγγύηση που απορρέει από το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ενώ ταυτόχρονα συμβάλλει στον ευρύτερο σκοπό του δημόσιου συμφέροντος να υφίσταται ένα νομικό σύστημα του οποίου τη σταθερότητα να μπορεί να εμπιστεύεται η κοινωνία (12).

38.      Κατά συνέπεια, η προσφυγή στα έκτακτα ένδικα μέσα –ως εξαιρέσεις από την αρχή του δεδικασμένου– απαιτείται να γίνεται με προσοχή. Μολονότι οι ακριβείς προϋποθέσεις εφαρμογής τους μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με την εκάστοτε έννομη τάξη, εντούτοις αποτυπώνουν μια λεπτή ισορροπία που επιτυγχάνεται από τον εθνικό νομοθέτη μεταξύ, αφενός, του γενικού συμφέροντος για ασφάλεια δικαίου και, αφετέρου, του συμφέροντος για την επίτευξη δίκαιου αποτελέσματος σε συγκεκριμένες και περιορισμένες περιστάσεις (13).

39.      Η προσεκτική διαμόρφωσή τους απηχεί το γεγονός, που ήδη υπομνήσθηκε, ότι επηρεάζουν τη σταθερότητα των έννομων σχέσεων και θίγουν την αρχή της ασφάλειας δικαίου, που συνάγεται εμμέσως από το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) (14), η οποία θεωρείται «μία από τις θεμελιώδεις πτυχές του κράτους δικαίου» (15). Για τον λόγο αυτό, έχει κριθεί ότι οι τελεσίδικες αποφάσεις πρέπει να παραμένουν άθικτες, εκτός εάν το αντίθετο συμπέρασμα επιβάλλεται από περιστάσεις ουσιαστικού και επιτακτικού χαρακτήρα, όπως η διόρθωση θεμελιωδών ελαττωμάτων ή η δικαστική πλάνη (16).

40.      Οι ως άνω γενικές παρατηρήσεις είναι, φυσικά, κρίσιμες και για την εκτίμηση της υπό κρίση υποθέσεως και έχουν την έννοια ότι για να δοθεί απάντηση σε αμφότερα τα ερωτήματα που θέτει το αιτούν δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση, οι προαναφερθείσες αρχές, οι οποίες αποσκοπούν στην ενίσχυση της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, θα χρειαστεί να εξετασθούν εντός ενός ιδιαιτέρως σύνθετου και ευαίσθητου πλαισίου.

2.       Η αρχή της ισοδυναμίας και οι αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου

41.      Προκειμένου να προτείνω απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, θα ξεκινήσω αναλύοντας διεξοδικά τα όρια που θέτει γενικώς το δίκαιο της Ένωσης και ειδικότερα η αρχή της ισοδυναμίας στη δεσμευτική ενέργεια του δεδικασμένου σε εθνικό επίπεδο (υπό α). Αφού ορίσω το πλαίσιο της ανάλυσης, θα προσδιορίσω την κατηγορία των αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου που πρόκειται να εξεταστούν εντός του πλαισίου αυτού. Η πτυχή αυτή αποτέλεσε αντικείμενο εκτενούς αντιπαράθεσης στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας (υπό β). Επί αυτής της βάσεως, θα παραθέσω τους λόγους οι οποίοι με οδηγούν στο να θεωρήσω ότι ότι οι διαφορές μεταξύ των χαρακτηριστικών των κρίσιμων εθνικών αποφάσεων, αφενός, και των ερμηνευτικών προδικαστικών αποφάσεων του Δικαστηρίου, αφετέρου, αντιτίθενται στη χρήση της αρχής της ισοδυναμίας κατά τρόπον ώστε να απαιτείται οι αποφάσεις αυτές του Δικαστηρίου να αποτελούν (νέο) νομικό λόγο για την άσκηση του επίμαχου έκτακτου ένδικου μέσου (υπό γ).

α)      Η αρχή της ισοδυναμίας και η δεσμευτική ενέργεια του δεδικασμένου σε εθνικό επίπεδο

42.      Όπως ήδη επισήμανα, η αρχή της ισοδυναμίας μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να επηρεάσει την εμβέλεια της δεσμευτικής ενέργειας του δεδικασμένου σε εθνικό επίπεδο.

43.      Ειδικότερα, η εν λόγω αρχή απαγορεύει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν δικονομικούς κανόνες λιγότερο ευνοϊκούς όσον αφορά αξιώσεις που αφορούν παραβίαση του δικαίου της Ένωσης από εκείνους που ισχύουν για παρόμοια διαδικασία που βασίζεται σε παραβίαση του εθνικού δικαίου (17). Στο παρόν πλαίσιο, τούτο σημαίνει ότι, όταν το εθνικό δίκαιο προβλέπει εξαιρέσεις από τη δεσμευτική ενέργεια του δεδικασμένου σε εθνικό επίπεδο, ώστε να είναι δυνατή η αποκατάσταση προσβολών δικαιωμάτων τα οποία απορρέουν από το εθνικό δίκαιο, οι εν λόγω εξαιρέσεις πρέπει να ισχύουν και για παρόμοια μέσα ένδικης προστασίας που βασίζονται σε παραβίαση του δικαίου της Ένωσης.

44.      Προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον, γενικά, εθνικό μέσο ένδικης προστασίας μπορεί να θεωρηθεί παρόμοιο με μέσο ένδικης προστασίας που ασκείται για την προστασία δικαιωμάτων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να ληφθούν υπόψη το αντίστοιχο αντικείμενο, η αιτία και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των εν λόγω ενδίκων βοηθημάτων (18).

45.      Στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης, το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι, ωστόσο, αν δύο δεδομένες διαδικασίες πρέπει να θεωρηθούν παρόμοιες (και, επομένως, πρέπει να υπόκεινται σε ισοδύναμες προϋποθέσεις) (19), αλλά, αντιθέτως, αν θα πρέπει να υφίσταται δυνατότητα κίνησης μιας διαδικασίας βάσει προδικαστικής αποφάσεως επί ζητημάτων ερμηνείας, όταν η διαδικασία αυτή μπορεί να ενεργοποιηθεί βάσει συγκεκριμένου τύπου εθνικής δικαστικής απόφασης.

46.      Στο παρελθόν, ένα παρόμοιο σενάριο οδήγησε στην έκδοση των αποφάσεων Impresa Pizzarotti (20), XC και Hochtief (21).

47.      Η κατάσταση που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως Impresa Pizzarotti, αφορούσε εθνικό δικαστήριο (τελευταίου βαθμού) το οποίο διέθετε, όπως φαινόταν, αρκετά ευρεία εξουσία να συμπληρώνει τις δικές του τελεσίδικες αποφάσεις προκειμένου να θεραπεύει παραβάσεις του εσωτερικού δικαίου, μέσω ενός μηχανισμού αναφερόμενου ως «προοδευτικώς διαμορφούμενο δεδικασμένο» (22). Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, ο εν λόγω μηχανισμός έπρεπε να καταστεί διαθέσιμος, ώστε να αποκατασταθεί το συμβατό της κατάστασης με την οικεία νομοθεσία της Ένωσης (στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων).

48.      Στην απόφαση Hochtief, υπόθεση δημόσιων συμβάσεων, το Δικαστήριο κατέληξε σε μία μάλλον ευρεία διαπίστωση ότι, όταν οι δικονομικοί κανόνες προβλέπουν δυνατότητα αναθεωρήσεως τελεσίδικης αποφάσεως προκειμένου να καταστεί η κατάσταση συμβατή με προηγούμενη δικαστική απόφαση, εφόσον τόσο το δικαστήριο όσο και οι διάδικοι είχαν γνώση της τελευταίας, θα πρέπει να γίνεται χρήση της δυνατότητας αυτής προκειμένου η κατάσταση να καταστεί συμβατή με προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου (23).

49.      Τούτου λεχθέντος, από μια προσεκτική εξέταση του σκεπτικού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι εν λόγω προϋποθέσεις, οι οποίες επιτρέπουν την ανατροπή τελεσίδικης αποφάσεως, παρουσιάστηκαν ως υποθετικό σενάριο το οποίο εναπόκειτο στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. Το εν λόγω σενάριο διατυπώθηκε προκειμένου να αποτυπώσει την κατάσταση που προέκυψε στην εν λόγω υπόθεση σχετικά με προδικαστική απόφαση η οποία φέρεται να αγνοήθηκε στο μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας είχε ζητηθεί. Κατά τη γνώμη μου, ωστόσο, παρέμεινε αδιευκρίνιστο αν οι εθνικοί κανόνες που επιτρέπουν την ανατροπή της δεσμευτικής ενέργειας του δεδικασμένου ανταποκρίνονταν πράγματι σε αυτό το υποθετικό σενάριο (24).

50.      Τέλος, με την απόφαση XC, το Δικαστήριο απέκλεισε το ενδεχόμενο να ενεργοποιηθεί η αρχή της ισοδυναμίας, ώστε να επεκταθεί η επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, λόγω παραβίασης της ΕΣΔΑ, σε προβαλλόμενες προσβολές θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης. Το Δικαστήριο στήριξε το σκεπτικό του στη «στενή λειτουργική σχέση» μεταξύ του επίμαχου ένδικου μέσου του εθνικού δικαίου και της διαδικασίας ενώπιον του ΕΔΔΑ (25). Πράγματι, το εν λόγω ένδικο μέσο θεσπίστηκε, κατ’ ουσίαν, για την εφαρμογή των αποφάσεων του ΕΔΔΑ που εκδόθηκαν, όπως αντιλαμβάνομαι, σε συναφείς ξεχωριστές υποθέσεις (26). Κατά κανόνα, η έκδοση των εν λόγω δικαστικών αποφάσεων μπορεί να ζητηθεί και να πραγματοποιηθεί μόνον αφού εξαντληθούν όλα τα εθνικά ένδικα μέσα. Το Δικαστήριο διακρίνει την κατάσταση αυτή από τη λογική που διέπει τη δικαστική επιβολή των δικαιωμάτων που θεμελιώνονται στο δίκαιο της Ένωσης, στην οποία γίνεται προσφυγή πριν από την έκδοση εθνικής τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως, ιδίως μέσω του μηχανισμού της διαδικασίας της προδικαστικής παραπομπής.

51.      Μολονότι η εν λόγω νομολογία παρέχει βεβαίως ένα χρήσιμο πλαίσιο αναφοράς, καμία από τις αποφάσεις που αναφέρθηκαν εν συντομία ανωτέρω δεν αντιστοιχεί επακριβώς στην προκειμένη περίπτωση. Πράγματι, η εξέταση των συνεπειών της αρχής της ισοδυναμίας αφορά κατ’ ανάγκη συγκεκριμένα την εκάστοτε περίπτωση, διότι περιλαμβάνει σύγκριση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των επίμαχων μέσων ένδικης προστασίας.

52.      Για να μπορέσω να προβώ σε μια τέτοια ανάλυση στην υπό κρίση υπόθεση, θα προσδιορίσω τώρα τα είδη των αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου που πρέπει να θεωρηθούν κρίσιμες για τον σκοπό αυτό.

β)      Οι κρίσιμες αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου

53.      Μολονότι δεν διευκρινίζεται στη διατύπωση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, προκύπτει ότι οι αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου οι οποίες μπορούν να τύχουν επικλήσεως για τους σκοπούς της αναψηλάφησης της δίκης σύμφωνα με το άρθρο 4011 του KPC είναι μεταγενέστερες της τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναψηλάφηση. Πράγματι, όπως αντιλαμβάνομαι, το σκεπτικό που διέπει το άρθρο 4011 του KPC, το οποίο αφορά το εν λόγω προδικαστικό ερώτημα, περιλαμβάνει την παραδοχή ότι το γεγονός ότι προγενέστερη δικαστική απόφαση στηρίζεται επί μη νόμιμης βάσης καθίσταται εμφανές μέσω μεταγενέστερης αποφάσεως του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

54.      Κατά τον ίδιο τρόπο, οι τρεις προαναφερθείσες ερμηνευτικές προδικαστικές αποφάσεις (27), τις οποίες το αιτούν δικαστήριο θεώρησε ως πιθανούς λόγους αναψηλάφησης της επίμαχης δίκης, εκδόθηκαν σε χρόνο μεταγενέστερο της ερήμην αποφάσεως. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ζήτημα που τίθεται με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι κατά πόσον μπορεί να διαπιστωθεί ισοδυναμία μεταξύ των αντίστοιχων αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου, αφενός, και των ερμηνευτικών προδικαστικών αποφάσεων του Δικαστηρίου, αφετέρου, οι οποίες, και στις δύο περιπτώσεις, εκδόθηκαν σε χρόνο μεταγενέστερο της τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως της οποίας ζητείται η ανατροπή.

55.      Κατόπιν της διευκρινίσεως αυτής, το αιτούν δικαστήριο εξήγησε ότι υπάρχουν δύο κατηγορίες αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου οι οποίες μπορούν να χρησιμεύσουν ως βάση για την αναψηλάφηση της δίκης σύμφωνα με το άρθρο 4011 του KPC. Αυτές χαρακτηρίζονται ως «απλές αποφάσεις», αφενός, και ως «αρνητικές ερμηνευτικές αποφάσεις», αφετέρου (28).

56.      Απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι, με το πρώτο ερώτημά του, ζητεί να διευκρινιστούν οι συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από την αρχή της ισοδυναμίας όσον αφορά αμφότερες τις ως άνω κατηγορίες.

57.      Συναφώς επισημαίνω τα ακόλουθα.

58.      Όπως διευκρινίζεται στη διάταξη περί παραπομπής, όταν το Συνταγματικό Δικαστήριο διαπιστώνει, με «απλή απόφαση», ότι η υπό εξέταση διάταξη του εθνικού δικαίου είναι αντίθετη προς κανόνα δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος, αίρει την ισχύ της εν λόγω εθνικής διατάξεως.

59.      Τόσο η Πολωνική Κυβέρνηση όσο και η Επιτροπή φαίνεται να συμφωνούν με την ως άνω θέση, καθώς και με το γεγονός ότι μια «απλή απόφαση» του Συνταγματικού Δικαστηρίου αποτελεί λόγο αναψηλάφησης της πολιτικής δίκης βάσει του άρθρου 4011 του KPC.

60.      Εντούτοις, διαφων φαίνεται να υφίσταται όσον αφορά την κατηγορία των «αρνητικών ερμηνευτικών αποφάσεων».

61.      Προκύπτει ότι, με την έκδοση ερμηνευτικής αποφάσεως, το Συνταγματικό Δικαστήριο τοποθετείται σχετικά με το κατά πόσον ορισμένη ερμηνεία διάταξης του εθνικού δικαίου είναι συμβατή ή όχι με το συγκεκριμένο κριτήριο ελέγχου. Ειδικότερα, όταν μια τέτοια απόφαση καταλήγει σε αρνητικό αποτέλεσμα, αποκλείοντας ορισμένη ερμηνεία ως παράνομη («αρνητική ερμηνευτική απόφαση»), το κύρος της ερμηνευόμενης πράξης παραμένει άθικτο.

62.      Το αιτούν δικαστήριο αναγνωρίζει ότι, μολονότι είναι δυνατή η επίκληση «αρνητικής ερμηνευτικής αποφάσεως» για την επανάληψη της διοικητικής δίκης, εντούτοις, δεν είναι σαφές στο πολωνικό δίκαιο αν η εν λόγω δυνατότητα υφίσταται και όσον αφορά την αναψηλάφηση της πολιτικής δίκης (όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης). Το εν λόγω δικαστήριο δέχεται ότι η κρατούσα άποψη τείνει προς την αρνητική απάντηση. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι είναι δυνατό να δοθεί καταφατική απάντηση στο εν λόγω ερώτημα.

63.      Στο πλαίσιο αυτό, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Επιτροπή επισήμανε ότι η Πολωνική Κυβέρνηση βρίσκεται σε καλύτερη θέση να εκτιμήσει το εν λόγω ζήτημα. Ωστόσο, επέστησε την προσοχή στο γεγονός ότι, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, οι αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου θεωρείται ότι αναπτύσσουν δεσμευτικό αποτέλεσμα erga omnes χωρίς να γίνεται καμία διάκριση μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών αποφάσεων που μπορεί να εκδώσει το εν λόγω δικαστήριο.

64.      Η Πολωνική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι «μια αρνητική ερμηνευτική απόφαση» δεν επηρεάζει το κύρος της ερμηνευόμενης διάταξης και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο αναψηλάφησης της πολιτικής δίκης. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τόνισε ότι η θέση της στηρίζεται σε απόφαση του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία· στο εξής: Ανώτατο Δικαστήριο), η οποία, κατά την εν λόγω κυβέρνηση, ρυθμίζει το ζήτημα αυτό (29).

65.      Επισημαίνω ότι το κατά πόσον μια «αρνητική ερμηνευτική απόφαση» του Συνταγματικού Δικαστηρίου αποτελεί λόγο αναψηλάφησης της πολιτικής δίκης σύμφωνα με το άρθρο 4011 του KPC δεν αποτελεί, φυσικά, ζήτημα επί του οποίου πρέπει να αποφανθεί το Δικαστήριο. Η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ στηρίζεται σε σαφή διαχωρισμό των καθηκόντων στο πλαίσιο του οποίου τα εθνικά δικαστήρια είναι αποκλειστικώς αρμόδια για την ερμηνεία του εθνικού δικαίου. Για τον λόγο αυτό, οι παρατηρήσεις του αιτούντος δικαστηρίου ως προς το περιεχόμενο του εν λόγω δικαίου δεν μπορούν να αμφισβητηθούν στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας (30).

66.      Ως εκ τούτου, για την ανάλυσή μου θα στηριχθώ στην παραδοχή που υιοθετεί το αιτούν δικαστήριο, κατά την οποία «μια αρνητική ερμηνευτική απόφαση» μπορεί να αποτελέσει λόγο αναψηλάφησης της πολιτικής δίκης σύμφωνα με το άρθρο 4011 του KPC και θα συμπεριλάβω την εν λόγω κατηγορία αποφάσεων στην παρούσα ανάλυση.

γ)      Συνέπειες που συνάγονται από την αρχή της ισοδυναμίας

67.      Θα ξεκινήσω την εκτίμησή μου για τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από την αρχή της ισοδυναμίας στην υπό κρίση υπόθεση εξετάζοντας τον σκοπό του επίμαχου έκτακτου μέσου. Στο πλαίσιο αυτό, θα διευκρινίσω ότι το εν λόγω ένδικο μέσο συνδέεται αναμφισβήτητα με αυτό που φαίνεται να αποτελεί σαφή θέση του Συνταγματικού Δικαστηρίου επί του μη συμβατού μιας διάταξης (κατώτερης τυπικής ισχύος) του εθνικού δικαίου με κανόνα δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος ή σχετικά με το μη σύννομο ορισμένης ερμηνείας του εν λόγω κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος (υπό i).

68.      Εν συνεχεία θα αναφερθώ στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ερμηνευτικών προδικαστικών αποφάσεων που συνίστανται στην παροχή επίσημης ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο ενός ευρύτερου δικαστικού διαλόγου, στο πλαίσιο του οποίου οι ακριβείς συνέπειες που θα συναχθούν από το εθνικό δικαστήριο, όσον αφορά τον συγκεκριμένο εθνικό κανόνα δικαίου (ως κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος), και η ακριβής μορφή των εν λόγω συνεπειών εξαρτάται από διάφορες μεταβλητές. Η συγκεκριμένη αυτή διάσταση καθιστά, κατά τη γνώμη μου, εξαιρετικά δύσκολο το να προσαρμοστούν οι εν λόγω αποφάσεις στην ιδιαίτερη λογική που διέπει το επίμαχο έκτακτο ένδικο μέσο, χωρίς να θίγεται η επιταγή της ασφάλειας δικαίου (υπό ii).

69.      Εάν η εν λόγω θεμελιώδης διαφορά δεν θεωρηθεί ως εμπόδιο στην εφαρμογή της αρχής της ισοδυναμίας, θα εξετάσω επικουρικώς τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να οριστεί η κατηγορία των πιθανών προδικαστικών αποφάσεων «ενεργοποιητικού χαρακτήρα», προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τηρούνται τα όρια της αρχής της ισοδυναμίας, καθώς και η επιταγή της ασφάλειας δικαίου (υπό iii). Θα αναπτύξω περαιτέρω την εν λόγω επικουρική εκτίμηση εξετάζοντας το ζήτημα των προβλεπόμενων προθεσμιών. Η εν λόγω πτυχή της υπόθεσης αποκαλύπτει, αυτή καθαυτή, τα ζητήματα που δημιουργεί η ενσωμάτωση της λογικής που διέπει τις προδικαστικές αποφάσεις στον μηχανισμό του επίμαχου έκτακτου ένδικου μέσου (υπό iv).

i)      Τα επίμαχα ένδικα μέσα του εθνικού δικαίου: ο σκοπός και η λειτουργική σχέση τους

70.      Όσον αφορά το τριπλό κριτήριο του σκοπού, της αιτίας και των ουσιωδών χαρακτηριστικών που μνημονεύεται στο σημείο 44 των παρουσών προτάσεων, από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο σκοπός που επιδιώκεται με τις αντίστοιχες διαδικασίες οι οποίες ενδέχεται να οδηγήσουν σε απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου που μπορεί να προβληθεί ως λόγος αναψηλάφησης βάσει του άρθρου 4011 του KPC είναι, σε γενικές γραμμές, να επιτευχθεί είτε η διαπίστωση της (μη) συμβατότητας –και της συνακόλουθης (μη) εγκυρότητας– μιας δεδομένης εθνικής νομοθετικής διάταξης με κανόνα δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος, είτε η διαπίστωση ότι ορισμένη ερμηνεία του εν λόγω νομικής διάταξης είναι μη συμβατή με κανόνα δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος.

71.      Κατά συνέπεια, ο σκοπός του έκτακτου ένδικου μέσου που προβλέπεται στο άρθρο 4011 του KPC φαίνεται να είναι να καταστήσει δυνατή την ανατροπή τελεσίδικης αποφάσεως αφού παύσει να θεωρείται ισχυρή η νομική βάση επί της οποίας στηρίζεται η απόφαση αυτή ή αφού καταστεί σαφές ότι η εν λόγω απόφαση στηρίζεται σε μη σύννομη ερμηνεία του εθνικού δικαίου.

72.      Με άλλα λόγια, και αναπαράγοντας τη διατύπωση που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο στην απόφαση XC, φαίνεται να υφίσταται λειτουργική σχέση μεταξύ του ένδικου μέσου που προβλέπεται στο άρθρο 4011 του KPC και της κήρυξης του ασυμβίβαστου της διάταξης του εθνικού δικαίου (ή του μη σύννομου της ερμηνείας της) της οποίας είχε γίνει επίκληση στο πλαίσιο της δίκης της οποίας ζητείται η αναψηλάφηση.

73.      Εντούτοις, σε αντιδιαστολή με την απόφαση XC, η λειτουργική σχέση στην υπό κρίση υπόθεση είναι κάπως ασθενέστερη, διότι, προκειμένου να είναι δυνατή η αναψηλάφηση της δίκης βάσει του άρθρου 4011 του KPC, η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου που «ενεργοποιεί» την εν λόγω δυνατότητα δεν χρειάζεται να εκδοθεί σε υπόθεση που συνδέεται η ίδια με τη δίκη της οποίας ζητείται η αναψηλάφηση.

74.      Πράγματι, το εν λόγω ένδικο μέσο φαίνεται να παρέχεται σε οποιονδήποτε διάδικο του οποίου η υπόθεση κρίθηκε βάσει διάταξης νόμου του εθνικού δικαίου η οποία στη συνέχεια κηρύχθηκε μη σύννομη, υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση αναψηλάφησης της δίκης έχει ασκηθεί εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας.

75.      Για τον λόγο αυτό, και σε αντίθεση με την κατάσταση που οδήγησε στην απόφαση XC, δεν φαίνεται να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι μια προδικαστική απόφαση επί ζητημάτων ερμηνείας αποτελεί, εν γένει, μέσο εκ των προτέρων διασφάλισης της συμμόρφωσης πριν καν εκδοθεί τελεσίδικη εθνική δικαστική απόφαση. Αυτό προφανώς ισχύει για την εκάστοτε περίπτωση στην οποία ζητείται η έκδοση τέτοιας αποφάσεως. Εντούτοις, κατά τη γνώμη μου, ο συγκεκριμένος λόγος παύει να είναι καθοριστικής σημασίας όταν η λειτουργική σχέση μεταξύ του έκτακτου ένδικου μέσου και της εθνικής αποφάσεως «ενεργοποιητικού χαρακτήρα» του Συνταγματικού Δικαστηρίου διευρύνεται ώστε να περιλαμβάνει κάθε μεταγενέστερη απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου με την οποία η επίμαχη νομική βάση κηρύσσεται ανίσχυρη ή η υιοθετηθείσα ερμηνεία εθνικού κανόνα δικαίου απορρίπτεται ως μη σύννομη.

76.      Τα ανωτέρω, ωστόσο, δεν εξαντλούν όλες τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε σχέση με τις ερμηνευτικές προδικαστικές αποφάσεις.

77.      Εκείνο το οποίο φαίνεται να έχει καθοριστική σημασία στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης είναι οι διαφορές στη λογική που διέπει τις συνέπειες που συνάγονται από τις αντίστοιχες κατηγορίες επίμαχων δικαστικών αποφάσεων.

78.      Όπως το αντιλαμβάνομαι, όταν το Συνταγματικό Δικαστήριο κηρύσσει μια διάταξη εθνικού δικαίου αντίθετη με κανόνα δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος, αυτό δεν αφήνει πολλά περιθώρια για συζήτηση σχετικά με τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από την εν λόγω κρίση για τον κατώτερης τυπικής ισχύος οικείο κανόνα δικαίου. Όπως προαναφέρθηκε, η εν λόγω νομική διάταξη κηρύσσεται ανίσχυρη και εξαφανίζεται από την έννομη τάξη. Το επίμαχο έκτακτο ένδικο μέσο καθιστά εν συνεχεία δυνατό να αποκτήσουν οι εν λόγω συνέπειες συγκεκριμένη έκφραση στο επίπεδο των δικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν βάσει της εν λόγω (κηρυχθείσας ανίσχυρης) νομικής βάσης.

79.      Η ίδια παρατήρηση μπορεί να διατυπωθεί, τηρουμένων των αναλογιών, για τις «αρνητικές ερμηνευτικές αποφάσεις».

80.      Μολονότι οι εν λόγω αποφάσεις δεν θίγουν το κύρος του ερμηνευθέντος εθνικού κανόνα δικαίου, η αδυναμία υιοθέτησης ορισμένης ερμηνείας του επίμαχου κατώτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου προκύπτει, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των «απλών αποφάσεων», ως άμεση, ευθεία συνέπεια της αποφάσεως του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η εν λόγω διαπίστωση εν συνεχεία «μεταφράζεται», στο επίπεδο των τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων που περιλαμβάνουν την εν λόγω μη αποδεκτή ερμηνεία του συγκεκριμένου κατώτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου, σε δυνατότητα ανατροπής τους μέσω του επίμαχου έκτακτου ένδικου μέσου.

81.      Αντιθέτως, ο πρωταρχικός σκοπός των ερμηνευτικών προδικαστικών αποφάσεων είναι να παράσχουν ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης (ως του επίμαχου ανώτερης τυπικής ισχύος δικαίου). Μολονότι, κατά τον τρόπο αυτόν, οι εν λόγω αποφάσεις αποτελούν δεσμευτική βάση από την οποία πρέπει να συναχθούν οι κατάλληλες συνέπειες για τον επίμαχο, ενδεχομένως μη συμβατό, κανόνα του εθνικού δικαίου, οι συγκεκριμένες αυτές συνέπειες πρέπει να συναχθούν από το οικείο εθνικό δικαστήριο, μετά την έκδοση της προδικαστικής απόφασης και τη συνέχιση της κύριας δίκης. Επισημαίνεται ότι η ακριβής μορφή των εν λόγω συνεπειών εξαρτάται, συνήθως, από διάφορες μεταβλητές.

82.      Η πτυχή αυτή έχει, κατά τη γνώμη μου, θεμελιώδη σημασία για τη δυνατότητα να διαπιστωθεί εύκολα αν μια συγκεκριμένη προδικαστική απόφαση θα ενεργοποιήσει, εν τέλει, έννομες συνέπειες που μπορούν να θεωρηθούν συγκρίσιμες με εκείνες που απορρέουν από τις αντίστοιχες αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Τούτο, με τη σειρά του, έχει σημαντικές συνέπειες για την προβλεψιμότητα των καταστάσεων στις οποίες ένα τέτοιο έκτακτο ένδικο μέσο, του οποίου η εμβέλεια επεκτείνεται με τον τρόπο που συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση, θα μπορούσε να εφαρμοστεί. Θα εξετάσω το ζήτημα αυτό διεξοδικά στη συνέχεια των παρουσών προτάσεων.

ii)    Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ερμηνευτικών προδικαστικών αποφάσεων που είναι κρίσιμα για την υπό κρίση υπόθεση

83.      Όπως ήδη αναφέρθηκε συνοπτικά, πρωταρχικός σκοπός της διαδικασίας της προδικαστικής αποφάσεως (επί ζητημάτων ερμηνείας) είναι να παράσχει στα εθνικά δικαστήρια τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που τους είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν (ο μικρο-σκοπός της) και, συγχρόνως, να διασφαλίσει την ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση (ο μακρο-σκοπός της) (31).

84.      Επισημαίνεται ότι η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως λαμβάνει χώρα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο δικαστικού διαλόγου που αποτελεί η διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής και στο οποίο ο ρόλος του Δικαστηρίου συμπληρώνεται από την επακόλουθη παρέμβαση του οικείου αιτούντος δικαστηρίου: ενώ ο ρόλος του Δικαστηρίου είναι να παρέχει δεσμευτική ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, οι συνέπειες που απορρέουν από την εν λόγω ερμηνεία για τη συγκεκριμένη υπόθεση αποτελούν ευθύνη των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία ενεργούν σύμφωνα με τη γενική αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης (32).

85.      Επιπλέον, όταν διαπιστώνεται σύγκρουση μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου, η επίλυσή της θα εξαρτηθεί από διάφορες μεταβλητές.

86.      Από την πλευρά του δικαίου της Ένωσης, το κατά πόσον, ιδίως, η διαπιστωθείσα μη συμβατότητα του εθνικού κανόνα δικαίου με το δίκαιο της Ένωσης θα έχει ως αποτέλεσμα τη μη εφαρμογή του εθνικού κανόνα δικαίου εξαρτάται από την ειδική φύση της επίμαχης διάταξης του δικαίου της Ένωσης (όπως η δυνατότητα εφαρμογής της στις οριζόντιες σχέσεις ή το άμεσο αποτέλεσμα που αναπτύσσει όταν πρόκειται για κάθετες σχέσεις, με την επισήμανση ότι το άμεσο αποτέλεσμα αποτελεί προϋπόθεση προκειμένου να μπορεί να απαιτηθεί από το δίκαιο της Ένωσης η μη εφαρμογή κανόνα του εθνικού δικαίου) (33).

87.      Από την πλευρά του εθνικού δικαίου, το κατά πόσον το διαπιστωθέν μη συμβατό θα οδηγήσει στην πραγματική μη εφαρμογή κανόνα του εθνικού δικαίου θα εξαρτηθεί από τις ερμηνευτικές επιλογές στο πλαίσιο της συγκεκριμένης έννομης τάξης. Πράγματι, ακόμη και όταν, εν τέλει, από προδικαστική απόφαση προκύπτει ότι ορισμένη διάταξη του εθνικού δικαίου είναι μη συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης, τούτο δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη το τέλος της νομικής ζωής της, διότι το εθνικό δικαστήριο μπορεί να βρει τρόπο να την ερμηνεύσει σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης. Κατ’ αρχήν, πρέπει πρώτα να εξετάζεται η εν λόγω δυνατότητα, και μόνον αν δεν βρίσκεται τρόπος να επιλυθεί το ζήτημα του μη συμβατού, πρέπει να κηρύσσεται ανεφάρμοστη η επίμαχη μη συμβατή νομοθετική ρύθμιση (εφόσον μια τέτοια (ενέργεια επιβάλλεται από το δίκαιο της Ένωσης) (34).

88.      Η ως άνω λογική είναι, κατά τη γνώμη μου, εντελώς αντίθετη με τη λογική που διέπει αμφότερες τις σχετικές κατηγορίες των αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Όπως διευκρίνισα ήδη, όταν οι εν λόγω αποφάσεις διαπιστώνουν μη συμβατότητα, επισημαίνουν επίσης ρητώς τις συγκεκριμένες συνέπειες που πρέπει να συναχθούν ως προς τον συγκεκριμένο κατώτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου (ήτοι, το ανίσχυρό του ή την αδυναμία υιοθέτησης ορισμένης ερμηνείας).

89.      Θα ήθελα να προσθέσω ότι η διαφορά αυτή δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι αμφότερες οι κατηγορίες δικαστικών αποφάσεων που συγκρίνονται φαίνεται ότι αναπτύσσουν αποτελέσματα erga omnes (35).

90.      Η εν λόγω εκ πρώτης όψεως ομοιότητα αποτέλεσε αντικείμενο αντιπαράθεσης κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία (36).

91.      Ωστόσο, από τα προκτεθέντα προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, ότι οι όροι των αποτελεσμάτων erga omnes έχουν –στις δύο υπό σύγκριση περιπτώσεις– θεμελιωδώς διαφορετική έννοια και συνέπειες. Περαιτέρω, το γεγονός ότι οι δικαστικές αποφάσεις που προκύπτουν είναι, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, γενικά δεσμευτικές, δεν φαίνεται να διαφωτίζει τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούν με τον μη συμβατό κατώτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου.

92.      Η διαφορά που εντόπισα συναφώς ανωτέρω είναι, κατά τη γνώμη μου, ιδιαιτέρως σημαντική όσον αφορά τη δυνατότητα πρόβλεψης (βάσει της εξέτασης της δικαστικής απόφασης και μόνον) των συγκεκριμένων περιπτώσεων στις οποίες θα εφαρμοζόταν το επίμαχο έκτακτο ένδικο μέσο, αν το ενεργοποιούσαν οι ερμηνευτικές προδικαστικές αποφάσεις: αυτό θα μπορούσε να συμβαίνει σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά όχι κατ’ ανάγκη σε άλλες.

93.      Με άλλα λόγια, η εφαρμογή, υπό αυτές τις συνθήκες, της αρχής της ισοδυναμίας θα είχε τη διόλου ευκαταφρόνητη συνέπεια της μειωμένης ασφάλειας δικαίου. Πράγματι, ο προσδιορισμός των περιπτώσεων «ενεργοποιητικού χαρακτήρα» θα απαιτούσε μια χωριστή ενδιάμεση ανάλυση (με την ενδεχόμενη ανάγκη ακρόασης των μετεχόντων στη διαδικασία), ως προς το αν μια συγκεκριμένη προδικαστική απόφαση αναπτύσσει εν τέλει συνέπειες οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν συγκρίσιμες με εκείνες που ενεργοποιούνται από οποιαδήποτε από τις κρίσιμες αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

94.      Τούτων λεχθέντων, σε περίπτωση που η ανάγκη διεξαγωγής μιας τέτοιας ανάλυσης δεν θεωρείται εμπόδιο στην εφαρμογή της αρχής της ισοδυναμίας, θα εξετάσω στη συνέχεια, επικουρικά, τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να οριστεί η κατηγορία των πιθανών προδικαστικών αποφάσεων με «ενεργοποιητικό χαρακτήρα», ώστε να διασφαλιστεί ότι τα όρια της αρχής της ισοδυναμίας καθώς και η επιταγή της ασφάλειας δικαίου θα εξακολουθήσουν να τηρούνται.

iii) Επικουρική διευκρίνιση όσον αφορά την κρίσιμη κατηγορία των ερμηνευτικών προδικαστικών αποφάσεων με «ενεργοποιητικό χαρακτήρα»

95.      Πρώτον, θα πρέπει να αποφασιστεί αν η κρίσιμη κατηγορία ερμηνευτικών προδικαστικών αποφάσεων είναι εκείνες που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μια συγκεκριμένη διάταξη του εθνικού δικαίου πρέπει να μείνει ανεφάρμοστη ή εκείνες που οδηγούν (απλώς) στο συμπέρασμα ότι ορισμένη ερμηνεία του εθνικού δικαίου πρέπει να αποκλειστεί ως μη συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης.

96.      Η απάντηση στο ως άνω ερώτημα εξαρτάται ίσως από το αν το οικείο εθνικό στοιχείο σύγκρισης είναι η «απλή απόφαση» ή η «αρνητική ερμηνευτική απόφαση» του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Υπενθυμίζω ότι, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, ενώ η πρώτη κατηγορία καθιστά ανίσχυρο τον μη συμβατό κατώτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου, η δεύτερη απλώς αποκλείει έναν τρόπο ερμηνείας του.

97.      Μια απλή απάντηση στο εν λόγω ερώτημα φαίνεται να είναι ότι οι πιθανές συνέπειες μιας προδικαστικής αποφάσεως ποτέ δεν θα αντιστοιχούν πλήρως στην πρώτη κατηγορία (διότι το Δικαστήριο ουδέποτε δύναται να κηρύξει ανίσχυρο εθνικό κανόνα δικαίου) (37), ενώ θα μπορούσαν να αντιστοιχούν, όπως κατ’ ουσίαν υποστηρίζει η Επιτροπή, στη δεύτερη (38).

98.      Η ως άνω οριοθέτηση μπορεί, ωστόσο, να μην είναι απολύτως πειστική. Σημειώνω ότι μια προδικαστική απόφαση επί ζητημάτων ερμηνείας μπορεί να οδηγήσει κατ’ ουσίαν στη μη εφαρμογή του εθνικού δικαίου. Ως εκ τούτου μπορεί να υποστηριχθεί ότι, εν τέλει, δεν υφίσταται σημαντική διαφορά μεταξύ, αφενός, της κήρυξης «του θανάτου» μιας διάταξης του εθνικού δικαίου και, αφετέρου, της διατήρησής της «εν ζωή», αλλά με την ταυτόχρονη αφαίρεση από αυτή της πραγματικής της ικανότητας να ρυθμίζει τις κοινωνικές σχέσεις.

99.      Επιπλέον, εφόσον διαπιστωθεί (αντιθέτως προς την κύρια πρότασή μου στην προηγούμενη ενότητα) ότι η απουσία έννομων συνεπειών (για το εθνικό δίκαιο), οι οποίες θα συνιστούσαν την αυτόματη συνέπεια μιας προδικαστικής αποφάσεως, δεν αποκλείει την εφαρμογή της αρχής της ισοδυναμίας, το ίδιο θα πρέπει ίσως να γίνει δεκτό και για τη διαφορά μεταξύ της (άμεσης) κήρυξης του ανισχύρου του εθνικού κανόνα δικαίου και της μη εφαρμογής του (η οποία, περαιτέρω, μπορεί να οδηγήσει στην ουσιαστική κατάργησή του από τον εθνικό νομοθέτη σε μεταγενέστερο χρόνο).

100. Τέλος, θα πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η σύγκριση των αντίστοιχων ένδικων μέσων ή αποφάσεων στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής της ισοδυναμίας συνίσταται στην εξακρίβωση του κατά πόσον τα εν λόγω ένδικα μέσα ή οι εν λόγω αποφάσεις είναι παρόμοια. Για να εφαρμοστεί η αρχή της ισοδυναμίας, δεν είναι ανάγκη να ταυτίζονται πλήρως.

101. Τούτου λεχθέντος, ενώ η ως άνω προσέγγιση δεν φαίνεται προβληματική στο πλαίσιο των τακτικών ένδικων μέσων, φρονώ ότι θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με περισσότερη προσοχή σε σχέση με τα έκτακτα ένδικα μέσα λόγω του γεγονότος ότι τα εν λόγω ένδικα μέσα θίγουν θεμελιώδεις αρχές, όπως το δεδικασμένο και η ασφάλεια δικαίου.

102. Συνεπώς, η διαφορά από την άποψη των συγκεκριμένων έννομων συνεπειών για τον επίμαχο κατώτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να ληφθεί υπόψη, πράγμα που σημαίνει, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, ότι το οικείο εθνικό στοιχείο σύγκρισης θα πρέπει να περιοριστεί στην «αρνητική ερμηνευτική απόφαση» σε αντιδιαστολή με την «απλή» απόφαση.

103. Εξάλλου, και για τους ίδιους λόγους, οι συγκρίσιμες προδικαστικές αποφάσεις θα πρέπει να περιοριστούν περαιτέρω σε εκείνες που οδηγούν στον αποκλεισμό ορισμένης ερμηνείας του εθνικού δικαίου, αλλά οι οποίες δεν φτάνουν μέχρι του σημείου να επιβάλλουν τη μη εφαρμογή του. Πράγματι, αυτή θα αποτελούσε μια διαφορετική, πιο παρεμβατική κατηγορία έννομων συνεπειών, η οποία δεν φαίνεται να απορρέει από μια «αρνητική ερμηνευτική απόφαση».

104. Δεύτερον, η κρίσιμη κατηγορία προδικαστικών αποφάσεων θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να περιλαμβάνει μόνον εκείνες που αφορούν την ίδια ακριβώς νομοθεσία με εκείνη στην οποία στηρίχθηκε η τελεσίδικη απόφαση της οποίας ζητείται η ανατροπή. Τυχόν ευρύτερος ορισμός του εθνικού στοιχείου σύγκρισης θα υπερέβαινε το συγκεκριμένο αντικείμενο της κρίσιμης κατηγορίας των αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου (και θα έθιγε, και από την άποψη αυτή, την επιταγή της ασφάλειας δικαίου).

105. Πράγματι, οι εν λόγω αποφάσεις φαίνεται να αφορούν συγκεκριμένη πράξη ή διάταξη του εθνικού δικαίου. Όπως αντιλαμβάνομαι, δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί το επίμαχο έκτακτο ένδικο μέσο κατ’ αναλογίαν, ήτοι με επίκληση προβαλλόμενου ανισχύρου ή προβαλλόμενης μη συμβατής ερμηνείας εθνικής διάταξης που είναι διαφορετική από (μολονότι παρεμφερής με) εκείνη η οποία εξετάστηκε πράγματι από το Συνταγματικό Δικαστήριο.

106. Τρίτον, δεδομένου ότι ο σκοπός των «ερμηνευτικών αποφάσεων» είναι ακριβώς να τοποθετηθούν σχετικά με το κατά πόσον μια δεδομένη ερμηνεία κανόνα του εσωτερικού δικαίου είναι συμβατή με κανόνα δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος, αντιλαμβάνομαι ότι η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα αποτυπώνεται στο διατακτικό τους, όπως κατ’ ουσίαν εξήγησε η Πολωνική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

107. Μολονότι η τήρηση της αρχής της ισοδυναμίας (και, πάλι, της επιταγής της ασφάλειας δικαίου) θα απαιτούσε να οριοθετηθεί με τον ίδιο τρόπο η κρίσιμη κατηγορία των ερμηνευτικών προδικαστικών αποφάσεων, η εν λόγω οριοθέτηση μπορεί να οδηγήσει σε αυθαίρετα αποτελέσματα υπό το πρίσμα της λογικής που διέπει τις εν λόγω αποφάσεις.

108. Πράγματι, ενώ το Δικαστήριο μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να διατυπώσει τη σχετική κρίση στο διατακτικό της αποφάσεως του, η εν λόγω κρίση μπορεί, σε άλλες περιπτώσεις, να προκύπτει από το σκεπτικό αυτής. Τούτο απηχεί το γεγονός ότι ο πρωταρχικός σκοπός των εν λόγω αποφάσεων είναι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και ότι το ακριβές αντικείμενό τους εξαρτάται από τον τρόπο διατύπωσης των ερωτημάτων, καθώς και από τα συγκεκριμένα στοιχεία του εθνικού νομικού και πραγματικού πλαισίου.

109. Επιπλέον, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι μεταξύ των προϋποθέσεων υπό τις οποίες είναι δυνατή η ανατροπή τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως συγκαταλέγεται η κρίσιμη πτυχή των προθεσμιών. Συναφώς, η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιβάλλει τον σαφή προσδιορισμό του χρονικού σημείου ενάρξεώς τους. Στην υπό κρίση περίπτωση, το εν λόγω χρονικό σημείο φαίνεται να είναι η δημοσίευση της σχετικής αποφάσεως του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να θεωρεί ότι μπορεί να επικαλεστεί οποιαδήποτε από τις τρεις διαφορετικές προδικαστικές αποφάσεις για να δεχθεί ενδεχομένως την αίτηση αναψηλάφησης της εκκρεμούς ενώπιόν του δίκης. Φρονώ ότι η προσέγγιση αυτή και μόνον αποκαλύπτει τις προκλήσεις που συνεπάγεται η ενσωμάτωση της λογικής των προδικαστικών αποφάσεων στον μηχανισμό του επίμαχου έκτακτου ένδικου μέσου.

iv)    Ποιο στοιχείο της συναφούς νομολογίας του Δικαστηρίου είναι καθοριστικό για την εκτίμηση των προβλεπόμενων προθεσμιών;

110. Το αιτούν δικαστήριο προσδιόρισε τρεις ερμηνευτικές προδικαστικές αποφάσεις (Profi Credit Polska I, Profi Credit Polska II και Kancelaria Medius) οι οποίες, κατά την άποψή του, καθιστούν προφανές ότι η ερήμην απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των εθνικών κανόνων περί μεταφοράς των άρθρων 6 και 7 της οδηγίας 93/13 στην εθνική έννομη τάξη. Υπενθυμίζω ότι η εν λόγω προβαλλόμενη παράβαση συνίσταται στο γεγονός ότι το περιφερειακό δικαστήριο εξέδωσε την εν λόγω απόφαση χωρίς να εξετάσει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των επίμαχων συμβατικών ρητρών και, μολονότι δεν τις είχε στη διάθεσή του, χωρίς να ζητήσει την προσκόμισή τους.

111. Μολονότι ασφαλώς συμφωνώ με το αιτούν δικαστήριο ότι η εν λόγω νομολογία είναι κρίσιμη για την εκτίμηση των προϋποθέσεων υπό τις οποίες εκδόθηκε η ερήμην απόφαση και μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα που προτείνει το αιτούν δικαστήριο (39), εντούτοις, φρονώ ότι μόνον μία από τις εν λόγω αποφάσεις (ήτοι, η απόφαση Kancelaria Medius) ανταποκρίνεται πράγματι στα κριτήρια που πρότεινα, επικουρικώς, στην προηγούμενη ενότητα. Ωστόσο, η εν λόγω προδικαστική απόφαση δεν είναι η πρώτη η οποία καθιστά δυνατή τη συναγωγή παρόμοιων συμπερασμάτων.

112. Συγκεκριμένα, με την απόφασή του στην υπόθεση Kancelaria Medius, το Δικαστήριο προέβη στην ερμηνεία συγκεκριμένων διατάξεων της οδηγίας 93/13 υππό την έννοια ότι αποκλείουν μια ορισμένη ερμηνεία του εθνικού δικαίου (40) η οποία, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, φαίνεται να είναι η ίδια με την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης (41). Επιπλέον, η εν λόγω κρίση παρατίθεται στο διατακτικό της αποφάσεως (ενώ, ακόμη και αν η μη συμβατή νομοθεσία δεν κατονομάζεται στο συγκεκριμένο μέρος, εντούτοις κατονομάζεται σε άλλα σημεία της αποφάσεως του Δικαστηρίου).

113. Πιο συγκεκριμένα, από την εν λόγω απόφαση προκύπτει ότι, όταν το εθνικό δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς τον καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών, ενώ δεν έχει στη διάθεσή του έγγραφο που να τις καταγράφει, πρέπει να είναι σε θέση να ζητεί την προσκόμιση του εν λόγω εγγράφου (προκειμένου να προβεί στον έλεγχο των εν λόγω ρητρών) (42).

114. Μολονότι η ως άνω εκτίμηση φαίνεται να αντιστοιχεί σε μεγάλο βαθμό στην περίπτωση της υπόθεσης της κύριας δίκης, η εν λόγω απόφαση στηρίζεται στην πραγματικότητα σε προηγούμενη νομολογία, η οποία περιλαμβάνει (μεταξύ άλλων) τις δύο άλλες αποφάσεις που προσδιορίζει το αιτούν δικαστήριο.

115. Πρώτον, με την απόφασή του στην υπόθεση Profi Credit Polska I, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η οδηγία 93/13 αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία εμποδίζει το εθνικό δικαστήριο να ελέγξει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχόμενο καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών μιας σύμβασης που συνάπτεται με καταναλωτή, αν οι λεπτομερείς κανόνες για την άσκηση του δικαιώματος άσκησης ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής είναι, εν ολίγοις, υπερβολικά περιοριστικοί. Στην εν λόγω απόφαση, ο ιδιαίτερα περιοριστικός χαρακτήρας της εφαρμοστέας νομοθεσίας οδήγησε το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι αυτό πράγματι συνέβαινε (43).

116. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, μολονότι η υπόθεση της κύριας δίκης δεν αφορά διαταγή πληρωμής (και, επομένως, την ίδια εθνική νομοθεσία), οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να προσβληθεί η επίμαχη ερήμην εκδοθείσα απόφαση είναι εξίσου περιοριστικές.

117. Δεύτερον, το Δικαστήριο ασχολήθηκε ειδικά με τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από την αδυναμία του εθνικού δικαστηρίου να προβεί σε αυτεπάγγελτο έλεγχο στην απόφαση Profi Credit Polska II, καθιστώντας σαφές ότι το εθνικό δικαστήριο που έχει αμφιβολίες ως προς τον καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών μπορεί να ζητήσει την προσκόμιση των σχετικών εγγράφων (44).

118. Τρίτον, ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της εν λόγω προορατικής προσέγγισης διευκρινίστηκε, κατά τη γνώμη μου, στην απόφαση Lintner (η οποία προηγήθηκε της απόφασης Kancelaria Medius) (45).

119. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω νομολογιακών στοιχείων, ποια απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί αν τηρήθηκε η προθεσμία για την υποβολή αίτησης αναψηλάφησης της δίκης;

120. Σε αυτό το σημείο, κρίνω σκόπιμο να υπενθυμίσω ότι η Επιτροπή στην υπό κρίση υπόθεση τάχθηκε υπέρ της διαπίστωσης της ισοδυναμίας μεταξύ μιας «αρνητικής ερμηνευτικής αποφάσεως» και μιας προδικαστικής αποφάσεως επί ζητημάτων ερμηνείας. Ωστόσο, πρόσθεσε επίσης ότι αυτό θα πρέπει να συμβαίνει μόνον εφόσον το συμπέρασμα σχετικά με τον μη συμβατό χαρακτήρα του εθνικού νόμου είναι σαφές.

121. Η εν λόγω απαίτηση περί σαφήνειας συνδέεται ίσως καλύτερα με την απόφαση Kancelaria Medius. Ωστόσο, όπως μόλις διευκρίνισα, η εν λόγω απόφαση (η οποία, σημειωτέον, εκδόθηκε χωρίς προτάσεις του γενικού εισαγγελέα) (46) δεν είναι ασφαλώς η πρώτη που ασχολήθηκε με το γενικό ζήτημα που ανέκυψε στην υπόθεση της κύριας δίκης.

122. Παρατηρώ ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας, η αίτηση αναψηλάφησης της δίκης πρέπει να υποβληθεί εντός τριών μηνών από τη δημοσίευση της αντίστοιχης αποφάσεως του Συνταγματικού Δικαστηρίου (47).

123. Από τις πληροφορίες που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο συμπεραίνω ότι η FY υπέβαλε την αίτησή της περίπου εννέα μήνες μετά την έκδοση της αποφάσεως Profi Credit Polska I, γεγονός το οποίο, με την επιφύλαξη της επαλήθευσης από το αιτούν δικαστήριο, ενδέχεται να καθιστά την αίτησή της εκπρόθεσμη κατά έξι μήνες. Ίσως για τον λόγο αυτό το αιτούν δικαστήριο εξετάζει τη δυνατότητα να διαπιστώσει το προβαλλόμενο ελάττωμα της ερήμην εκδοθείσας αποφάσεως και βάσει των μεταγενέστερων αποφάσεων Profi Credit Polska II ή Kancelaria Medius (οι οποίες εκδόθηκαν περίπου 4 και 12 μήνες, αντίστοιχα, μετά την υποβολή της αίτησης της FY).

124. Οφείλω να πω ότι οι ανωτέρω διαπιστώσεις μου δημιουργούν κάποια σύγχυση, διότι μου είναι δύσκολο να δεχθώ ότι η αρχή της ισοδυναμίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποτέλεσμα σύμφωνα με το οποίο η επίμαχη προθεσμία θα μπορούσε να αρχίσει να τρέχει με κάθε νέα προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου η οποία αποσαφηνίζει περαιτέρω τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από το δίκαιο της Ένωσης για την ερμηνεία μιας δεδομένης διάταξης του εσωτερικού δικαίου.

125. Υπενθυμίζω ότι η αναψηλάφηση δίκης που αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση υπόθεσης συνιστά έκτακτο ένδικο μέσο, το οποίο, εκ της φύσεώς του, αποτελεί εξαίρεση από την αρχή του δεδικασμένου. Ως εκ τούτου, για τη διαφύλαξη της αρχής της ασφάλειας δικαίου, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να ασκηθεί το εν λόγω ένδικο μέσο πρέπει να ορίζονται με σαφήνεια, ώστε να διασφαλίζεται η προβλεψιμότητα, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι πρέπει να υφίσταται συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου το εν λόγω ένδικο μέσο μπορεί να ασκηθεί.

126. Η εν λόγω επιταγή καθιστά, επομένως, αναγκαίο να προσδιοριστεί η πρώτη από απόψεως χρόνου προδικαστική απόφαση από την οποία μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τελεσίδικη απόφαση στηρίχθηκε σε μη συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία του εθνικού δικαίου. Ωστόσο, για τους λόγους που προσδιόρισα ανωτέρω, τούτο ενδέχεται να αποδειχθεί δυσχερές εάν αυτό που επιδιώκεται είναι να υφίσταται το ίδιο επίπεδο απαιτούμενης σαφήνειας ως προς το ποιο δίκαιο είναι μη συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης και ποιες είναι οι ακριβείς συνέπειες της εν λόγω διαπίστωσης.

127. Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, η απάντηση που προτείνω να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι ότι η αρχή της ισοδυναμίας, ως έκφανση της υποχρέωσης καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, δεν επιτάσσει να παρέχεται έκτακτο ένδικο μέσο το οποίο καθιστά δυνατή την αναψηλάφηση πολιτικής δίκης βάσει αποφάσεως του εθνικού συνταγματικού δικαστηρίου, με την οποία i) κηρύσσεται αντίθετη προς κανόνα δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος και, ως εκ τούτου, ανίσχυρη διάταξη του εθνικού δικαίου της οποίας επίκληση έγινε στο πλαίσιο της εν λόγω δίκης, ή ii) κηρύσσεται αντίθετη προς κανόνα δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος δεδομένη ερμηνεία διάταξης του εθνικού δικαίου της οποίας επίκληση έγινε στο πλαίσιο της εν λόγω δίκης, και βάσει αποφάσεως του Δικαστηρίου που εκδόθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και ερμηνεύει διάταξη του δικαίου της Ένωσης.

3.      Η σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία (και γενικότερα ζητήματα αποτελεσματικότητας και ισοδυναμίας)

128. Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η υποχρέωση σύμφωνης με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου έχει την έννοια ότι ο λόγος αναψηλάφησης της πολιτικής δίκης που προβλέπεται στο άρθρο 401, παράγραφος 2, του KPC πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά, ώστε η νομική έννοια της «παρά τον νόμο στέρησης από διάδικο της δυνατότητας επιχείρησης διαδικαστικών πράξεων» να περιλαμβάνει την παραβίαση από το εθνικό δικαστήριο της υποχρέωσής του να ελέγχει, αυτεπαγγέλτως, αν οι ρήτρες που περιλαμβάνονται σε σύμβαση που συνάπτεται με καταναλωτή είναι καταχρηστικές.

129. Προκειμένου να παράσχω μια χρήσιμη απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, θα ξεκινήσω εξηγώντας τους λόγους οι οποίοι ενδεχομένως προκάλεσαν το εν λόγω ερώτημα εξαρχής. Η εν λόγω εκτίμηση επιβάλλει την προσεκτικότερη εξέταση των πληροφοριών που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο σχετικά με την κατανόηση της νομικής έννοιας της «παρά το νόμο στέρησης από διάδικο της δυνατότητας επιχείρησης διαδικαστικών πράξεων» (υπό α).

130. Λαμβάνοντας υπόψη τη διατύπωση του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, θα εξηγήσω στη συνέχεια ότι το ακριβές αποτέλεσμα που μπορεί να επιτευχθεί μέσω σύμφωνης με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας αποτελεί ζήτημα που υπάγεται στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου (υπό β).

131. Περαιτέρω, προκειμένου η εν λόγω ερμηνευτική μέθοδος να αποκτήσει νόημα, πρέπει πρώτα να εξακριβωθεί ποιος ακριβώς είναι ο κανόνας του δικαίου της Ένωσης με τον οποίο πρέπει να διασφαλιστεί η συμμόρφωση. Στο πλαίσιο αυτό, το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου φαίνεται να στηρίζεται στην παραδοχή ότι το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν έκτακτο ένδικο μέσο το οποίο θα καθιστά δυνατή την προσβολή τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως η οποία εκδόθηκε χωρίς να πραγματοποιηθεί εξέταση των συμβατικών ρητρών συμβάσεως που συνάπτεται με καταναλωτή. Ελλείψει ειδικού κανόνα προς τούτο του δικαίου της Ένωσης, θα αναλύσω την παραδοχή του αιτούντος δικαστηρίου εξετάζοντας αν είναι δυνατόν να συναχθεί η ύπαρξή του από την αρχή της ισοδυναμίας (υπό γ) ή από την εκτίμηση που συνδέεται με την αποτελεσματικότητα (υπό δ).

α)      Η έννοια της παρά το νόμο στέρησης από διάδικο της δυνατότητας επιχείρησης διαδικαστικών πράξεων

132. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η περίπτωση κατά την οποία ένας διάδικος έχει παρά τον νόμο στερηθεί τη δυνατότητα επιχείρησης διαδικαστικών πράξεων αποτελεί, κατά το πολωνικό δίκαιο, ιδιαίτερο λόγο αναψηλάφησης της πολιτικής δίκης. Προβλέπεται ρητά στο άρθρο 401, παράγραφος 2, του KPC, μαζί με τους λόγους που αφορούν πρόσωπο το οποίο «δεν διέθετε ικανότητα διαδίκου ή ικανότητα δικαστικής παράστασης, στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας, ή δεν εκπροσωπήθηκε νομίμως».

133. Οι ως άνω λόγοι αφορούν, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 401, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του KPC, την ακυρότητα της διαδικασίας και, επομένως, όπως αντιλαμβάνομαι, ορισμένες διαδικαστικές πλημμέλειες τις οποίες εμφανίζει η δίκη που περατώθηκε με την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως (48). Στο πλαίσιο αυτό, ο κατάλογος των διαδικαστικών πλημμελειών που μπορούν να οδηγήσουν στην αναψηλάφηση της δίκης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 401, παράγραφος 2, του KPC, είναι σχετικά σύντομος, γεγονός το οποίο, αναμφισβήτητα, οφείλεται στον εξαιρετικό χαρακτήρα των έκτακτων ένδικων μέσων γενικότερα (49).

134. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το συγκεκριμένο σενάριο της παρά τον νόμο στέρησης από διάδικο της δυνατότητας επιχείρησης διαδικαστικών πράξεων καλύπτει την περίπτωση κατά την οποία διάδικος δεν μπόρεσε να συμμετάσχει στη συγκεκριμένη δίκη ή σε σημαντικό μέρος αυτής, λόγω παράβασης δικονομικών κανόνων εκ μέρους είτε του δικαστηρίου είτε του αντιδίκου.

135. Στο ίδιο πνεύμα, η Πολωνική Κυβέρνηση διευκρίνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι παρά τον νόμο στέρηση της δυνατότητας επιχείρησης διαδικαστικών πράξεων ανακύπτει συνήθως όταν ο εναγόμενος δεν έχει ενημερωθεί δεόντως για τη διαδικασία που κινείται εναντίον του.

136. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει επίσης ότι η εν λόγω έννοια χρησιμοποιήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο όταν ζητήθηκε η αναψηλάφηση δίκης λόγω (μεταγενέστερης και συναφούς από απόψεως πραγματικών περιστατικών) αποφάσεως του ΕΔΔΑ η οποία κατέληγε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε προσβολή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, ΕΣΔΑ (50).

137. Ελλείψει περαιτέρω πληροφοριών στη διάταξη περί παραπομπής και με την επιφύλαξη της σχετικής επαληθεύσεως από το αιτούν δικαστήριο, αντιλαμβάνομαι ότι το εν λόγω συμπέρασμα συνήχθη λόγω της έλλειψης αιτιολογίας εκ μέρους εθνικού δικαστηρίου κατά την απόρριψη αιτήσεως παροχής νομικής συνδρομής που υπέβαλε διάδικος σχετικά με την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως (για την οποία η νομική εκπροσώπηση ήταν υποχρεωτική). Αντιλαμβάνομαι επίσης ότι η εν λόγω περίπτωση θεωρήθηκε ότι παρεμπόδιζε τη δυνατότητα του αιτούντος να αξιοποιήσει το εν λόγω προβλεπόμενο στη δικονομία ένδικο μέσο.

138. Το εν λόγω στοιχείο της εθνικής νομολογίας φαίνεται να οδηγεί το αιτούν δικαστήριο να διερωτηθεί αν ο επίμαχος λόγος αναψηλάφησης πρέπει να ερμηνευθεί (επίσης) διασταλτικά, ώστε να καλύπτει την παράλειψη εθνικού δικαστηρίου να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τη νομιμότητα των όρων που περιλαμβάνονται σε σύμβαση που συνάπτεται με καταναλωτή, κατά παράβαση των απαιτήσεων που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η εν λόγω ερμηνεία μπορεί να επιβάλλεται από την αρχή σύμφωνα με την οποία πρέπει να δίδεται στο εθνικό δίκαιο ερμηνεία σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης. Θα εξετάσω το εν λόγω ερώτημα ευθύς αμέσως.

β)      Η υποχρέωση σύμφωνης με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου και τα όρια της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

139. Κατά πάγια νομολογία, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, «στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύουν τις διατάξεις του εθνικού δικαίου τοιουτοτρόπως ώστε να εφαρμόζονται κατά τρόπο που συμβάλλει στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης» (51). Μολονότι, προς τούτο, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, εν ολίγοις, να χρησιμοποιούν όλα τα δυνατά μέσα που προβλέπει η συγκεκριμένη έννομη τάξη για τον σκοπό αυτό, η μέθοδος αυτή δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για να θεμελιώσει μια contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου (52).

140. Από την ως άνω παραδοχή προκύπτει ότι, μολονότι η μέθοδος της σύμφωνης ερμηνείας αποσκοπεί στη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης (53), η χρήση της και ο προσδιορισμός των ορίων της επαφίεται αναγκαστικά στα εθνικά δικαστήρια, με βάση την καθοδήγηση που μπορεί να παράσχει το Δικαστήριο, εφόσον αυτό είναι εφικτό, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας (54).

141. Πράγματι, σύμφωνα με τον διαχωρισμό των αρμοδιοτήτων μεταξύ του Δικαστηρίου, αφενός, και των εθνικών δικαστηρίων, αφετέρου, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η ερμηνεία του εθνικού δικαίου υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των δεύτερων (55). Ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε επίσημη κρίση σχετικά με το κατά πόσον ένα συγκεκριμένο ερμηνευτικό αποτέλεσμα επιβάλλεται σε εθνικό επίπεδο από την αρχή της σύμφωνης ερμηνείας, διότι το κατά πόσον η συμμόρφωση με το δίκαιο της Ένωσης μπορεί να επιτευχθεί με αυτόν τον τρόπο, εξαρτάται από το πεδίο εφαρμογής της επίμαχης εθνικής διάταξης και από την «ερμηνευτική ελαστικότητά» της.

142. Ωστόσο, προκειμένου να παρασχεθεί συνδρομή στο αιτούν δικαστήριο, είναι αναγκαίο, ιδίως προκειμένου να επιβεβαιωθεί η σημασία της αρχής της σύμφωνης ερμηνείας, να καθοριστεί σε επίπεδο δικαίου της Ένωσης ποιο είναι το ακριβές «μέτρο της νομιμότητας» με το οποίο πρέπει να διασφαλίζεται η συμμόρφωση.

143. Συναφώς, το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα φαίνεται να στηρίζεται στην παραδοχή ότι το δίκαιο της Ένωσης, και συγκεκριμένα το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, επιτάσσουν να παρέχεται δυνατότητα αναψηλάφησης πολιτικής δίκης που περατώθηκε με τελεσίδικη απόφαση, προκειμένου να αποκατασταθεί η προβαλλόμενη παράλειψη εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου διενέργειας ελέγχου της νομιμότητας των ρητρών σύμβασης που συνάπτεται με καταναλωτή. Δεδομένου ότι στο εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο δεν φαίνεται να απαντά ρητή νομοθετική βάση για την αναψηλάφηση της πολιτικής δίκης που να αντιστοιχεί στην εν λόγω περίπτωση, το αιτούν δικαστήριο εξετάζει το ενδεχόμενο μιας διασταλτικής ερμηνείας του άρθρου 401, παράγραφος 2, του KPC ώστε να καλύπτεται και η περίπτωση αυτή.

144. Σύμφωνα με τις θέσεις που εξέφρασαν, κατ’ ουσίαν, η Πολωνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, παρατηρώ ότι η αναψηλάφηση της πολιτικής δίκης για την αποκατάσταση της παράλειψης εθνικού δικαστηρίου να διενεργήσει αυτεπαγγέλτως έλεγχο των ρητρών σύμβασης συναφθείσας με καταναλωτή θα ενίσχυε αναμφίβολα την αποτελεσματικότητα της προστασίας των καταναλωτών. Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως τονίσει ότι αποτελεί αρμοδιότητα των κρατών μελών, σύμφωνα με την αρχή της δικονομικής αυτονομίας, να θεσπίσουν μια εθνική διαδικασία για την εξέταση του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας, τηρώντας παράλληλα τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (56).

145. Επομένως, ελλείψει ρητής διάταξης για τον σκοπό αυτό στο δίκαιο της Ένωσης, δεν μπορεί να τεκμαίρεται, χωρίς περαιτέρω εξέταση, ότι η παράλειψη του εθνικού δικαστηρίου να συμμορφωθεί με μία από τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, σε διαδικασίες που περατώθηκαν με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, οδηγεί αυτομάτως στο συμπέρασμα ότι τα κράτη μέλη πρέπει να προβλέπουν έκτακτο ένδικο μέσο ώστε να επιτρέπεται η ανατροπή της εν λόγω τελεσίδικης αποφάσεως.

146. Μια τέτοια υποχρέωση θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να ιδρυθεί μόνον ως αποτέλεσμα της αρχής της ισοδυναμίας ή για λόγους που αφορούν την αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης. Θα εξετάσω τις πτυχές αυτές διαδοχικά στις δύο ενότητες που ακολουθούν.

γ)      Εκτίμηση της αρχής της ισοδυναμίας

147. Όπως υπενθύμισα στο σημείο 43 των παρουσών προτάσεων, η αρχή της ισοδυναμίας απαγορεύει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν λιγότερο ευνοϊκούς δικονομικούς κανόνες για αξιώσεις που αφορούν παραβίαση του δικαίου της Ένωσης από εκείνους οι οποίοι ισχύουν για παρόμοιες αξιώσεις που βασίζονται σε παραβίαση του εθνικού δικαίου.

148. Στο πλαίσιο αυτό, όπως υπενθυμίζει η Επιτροπή, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως διευκρινίσει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 (το οποίο κατ’ ουσίαν απαιτεί οι καταχρηστικές ρήτρες να μη δεσμεύουν τους καταναλωτές) συνιστά διάταξη «ισοδύναμ[η] προς τους εθνικούς κανόνες δημοσίας τάξεως της ίδιας βαθμίδας στο πλαίσιο της εσωτερικής εννόμου τάξεως» (57). Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης (σε ζητήματα που αφορούν καταναλωτές αλλά και γενικότερα) ότι «οι προβλεπόμενες από το εθνικό δίκαιο προϋποθέσεις αυτεπάγγελτης εξετάσεως ενός κανόνα του [δικαίου της Ένωσης] να μην είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που διέπουν την αυτεπάγγελτη εξέταση κανόνων εσωτερικού δικαίου της ίδιας βαθμίδας» (58).

149. Συνεπώς, εάν διαπιστωθεί ότι ο λόγος αναψηλάφησης της πολιτικής δίκης που αφορά τη στέρηση της δυνατότητας του διαδίκου να επιχειρεί διαδικαστικές πράξεις εφαρμόζεται, στο εσωτερικό δίκαιο, κατά τρόπον ώστε να καταλαμβάνει την παράλειψη των εθνικών δικαστηρίων να εγείρουν αυτεπαγγέλτως ζητήματα δημόσιας τάξης, τότε θα ενεργοποιηθεί η αρχή της ισοδυναμίας, ώστε ο υπό κρίση λόγος αναψηλάφησης να τυγχάνει εφαρμογής και στην περίπτωση της υπόθεσης της κύριας δίκης (59).

150. Τούτου λεχθέντος, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στη δικογραφία δεν προκύπτει ότι η ερμηνεία του άρθρου 401, παράγραφος 2, του KPC, όπως μόλις τονίστηκε, έχει πράγματι γίνει δεκτή. Ως εκ τούτου, η ενδεχόμενη ανάγκη ενεργοποίησης της αρχής της ισοδυναμίας υπό τις συνθήκες αυτές εξακολουθεί να αποτελεί υποθετική περίπτωση, τη συνδρομή της οποίας οφείλει να εξακριβώσει το αιτούν δικαστήριο.

δ)      Η αποτελεσματικότητα της προστασίας του δικαιώματος των καταναλωτών να μη δεσμεύονται από καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες

151. Με βάση την παραδοχή στην οποία στηρίζεται η αίτηση του αιτούντος δικαστηρίου, όπως διαλαμβάνεται στο σημείο 143 των παρουσών προτάσεων, τίθεται το ερώτημα αν η αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που απορρέουν για τους καταναλωτές από το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, από την οδηγία 93/13, επιβάλλει να παρέχεται έκτακτο ένδικο μέσο όταν υποστηρίζεται ότι τα εν λόγω δικαιώματα δεν έχουν προστατευθεί επαρκώς. Τούτο περιλαμβάνει περιπτώσεις –στον βαθμό που ενδιαφέρει εν προκειμένω– στις οποίες προβάλλεται ότι το εθνικό δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε αυτεπάγγελτη εξέταση του ενδεχόμενου καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών μιας σύμβασης που συνάπτεται με καταναλωτή.

152. Κατά τη γνώμη μου, είναι απολύτως εύλογο να τεθεί το εν λόγω ερώτημα λαμβανομένης υπόψη της μάλλον εκτεταμένης προστασίας που έχει παράσχει μέχρι σήμερα η νομολογία του Δικαστηρίου στα δικαιώματα των καταναλωτών βάσει του δικαίου της Ένωσης, και ιδίως της οδηγίας 93/13.

153. Στην πάγια πλέον νομολογία του, το Δικαστήριο ερμηνεύει το τελευταίο ζήτημα υπό την έννοια ότι συνεπάγεται την υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να ελέγχουν αυτεπαγγέλτως κατά πόσον οι ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές είναι καταχρηστικές. Χωρίς να χρειάζεται να υπεισέλθουμε στις λεπτομέρειες της εν λόγω νομολογίας (60), το Δικαστήριο επιβεβαίωσε κατ’ αρχάς ότι η υποχρέωση αυτή υπόκειται στην προϋπόθεση ότι το εθνικό δικαστήριο έχει στη διάθεσή του «τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία» (61). Επιβεβαίωσε επίσης με μεταγενέστερες αποφάσεις ότι όταν το εθνικό δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα σχετικά αυτά στοιχεία (αλλά διατηρεί αμφιβολίες ως προς τον μη καταχρηστικό χαρακτήρα των επίμαχων ρητρών), πρέπει να είναι σε θέση να ζητήσει την προσκόμισή τους (62).

154. Οι αντίστοιχες πτυχές της υποχρέωσης των εθνικών δικαστηρίων να υιοθετήσουν μια τέτοια προορατική προσέγγιση προέκυψαν προοδευτικά από το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, τα οποία επιτάσσουν, κατ’ ουσίαν, τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν τη μη δέσμευση των καταναλωτών από καταχρηστικές ρήτρες και να παρέχουν «κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα» προκειμένου να παύσει η χρήση των εν λόγω ρητρών.

155. Ουδεμία αμφιβολία υφίσταται ότι οι υποχρεώσεις που υπέχουν τα εθνικά δικαστήρια έχουν επιβάλλει, σε ορισμένες έννομες τάξεις, σημαντική προσαρμογή του ρόλου του δικαστή, ο οποίος, διαφορετικά, σε αστικές διαφορές, θα ήταν γενικά αναμενόμενο να στηρίζει την κρίση του στους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων. Επίσης ουδεμία αμφιβολία υφίσταται όσον αφορά το γεγονός ότι το απαιτούμενο επί του παρόντος επίπεδο προστασίας ενδέχεται να διαφέρει από το απαιτούμενο επίπεδο σε άλλους τομείς του δικαίου της Ένωσης, όπου οι ιδιώτες μπορεί επίσης να βρεθούν σε ευάλωτη κατάσταση (63).

156. Οι εν λόγω συγκεκριμένες, και σε ορισμένες περιπτώσεις προσφάτως επιβληθείσες, στα εθνικά δικαστήρια απαιτήσεις στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών είναι πλέον αρκετά γνωστές και έχουν ενσωματωθεί στο δίκαιο.

157. Ως εκ τούτου, μολονότι η νομολογία του Δικαστηρίου καθιστά, κατά τη γνώμη μου, σαφές ότι ο αυτεπάγγελτος έλεγχος των ρητρών που περιλαμβάνονται σε σύμβαση που συνάπτεται με καταναλωτή πρέπει, κατ’ αρχήν, να λαμβάνει χώρα σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, φρονώ ότι οι συνέπειες της απουσίας ενός τέτοιου ελέγχου για τη μεταγενέστερη δικαστική απόφαση (η οποία έχει καταστεί τελεσίδικη) δεν είναι απόλυτες. Ειδικότερα, και μολονότι μια τέτοια απουσία μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να εμποδίσει τη δεσμευτική ενέργεια του δεδικασμένου, δεν σημαίνει, κατά τη γνώμη μου, ότι αυτή η δεσμευτική ενέργεια μπορεί να πρέπει να αγνοηθεί σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες δεν πραγματοποιήθηκε έλεγχος των ρητρών που περιλαμβάνονται σε σύμβαση που συνάπτεται με καταναλωτή (υπό i). Φρονώ, ωστόσο, ότι οι περιοριστικές προϋποθέσεις υπό τις οποίες η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης ερήμην απόφαση θα μπορούσε να προσβληθεί έχουν την έννοια ότι ο θιγόμενος καταναλωτής πρέπει να έχει στη διάθεσή του ένδικο μέσο για τη αποκατάσταση της κατάστασης που προκύπτει. Το εν λόγω ένδικο μέσο μπορεί να προσλαμβάνει τη μορφή της αναψηλάφησης της δίκης, εάν το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να επιτευχθεί με σύμφωνη ερμηνεία, αλλά δεν είναι αναγκαίο να λάβει αυτή τη μορφή (υπό ii).

i)      Εκτιμήσεις όσον αφορά την αποτελεσματικότητα και τη δεσμευτική ενέργεια του δεδικασμένου σε εθνικό επίπεδο

158. Σύμφωνα με όσα επισήμανα ανωτέρω, η θέση του δικαίου της Ένωσης έναντι της δεσμευτικής ενέργειας του δεδικασμένου σε εθνικό επίπεδο είναι ότι δεν υφίσταται γενική υποχρέωση που θα επέβαλλε την αμφισβήτηση τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων που παραβιάζουν το δίκαιο της Ένωσης, ειδικά με την πρόβλεψη συγκεκριμένου ένδικου μέσου (64).

159. Ωστόσο, είναι αληθές ότι σε αρκετές περιπτώσεις το Δικαστήριο κατέληξε σε αντίθετο συμπέρασμα για λόγους που σχετίζονται με την αποτελεσματικότητα που πρέπει να διασφαλιστεί όσον αφορά ορισμένους κανόνες του δικαίου της Ένωσης.

160. Τούτο συνέβη, πρώτον, σε περίπτωση στην οποία μια τελεσίδικη εθνική απόφαση που παραβίαζε το δίκαιο της Ένωσης εμπόδισε την ανάκτηση κρατικής ενίσχυσης χορηγηθείσας κατά παράβαση του κοινοτικού δικαίου και, κατ’ επέκταση, επηρέασε την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών στον εν λόγω τομέα (65).

161. Δεύτερον, αυτό συνέβη επίσης σε περιπτώσεις που η δεσμευτική ενέργεια του δεδικασμένου σε εθνικό επίπεδο ορίστηκε με τόσο ευρύ τρόπο, ώστε κατέστη αδύνατο από διαρθρωτικής απόψεως να επιτευχθούν, σε άλλες παρόμοιες υποθέσεις, αποτελέσματα σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης. Το Δικαστήριο κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα σε υποθέσεις που αφορούσαν τον ΦΠΑ και, για μία ακόμη φορά, τις κρατικές ενισχύσεις (66).

162. Καμία από τις δύο κατηγορίες περιπτώσεων (είτε από την άποψη του τομέα που καλύπτεται είτε, κυρίως, από την άποψη των διαρθρωτικών δυσχερειών που προκύπτουν) δεν φαίνεται να ασκεί επιρροή στην υπόθεση της κύριας δίκης.

163. Τρίτον, το Δικαστήριο έχει υιοθετήσει μια μάλλον αυστηρή προσέγγιση όσον αφορά τη δεσμευτική ενέργεια του δεδικασμένου σε εθνικό επίπεδο στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών. Συγκεκριμένα, κατέστησε σαφές ότι η διασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας του δικαιώματος των καταναλωτών να μη δεσμεύονται από συμβατικές ρήτρες που θεωρούνται καταχρηστικές δυνάμει της οδηγίας 93/13 απαιτεί να μη λαμβάνεται υπόψη η δεσμευτική ενέργεια του δεδικασμένου σε εθνικό επίπεδο είτε κατά το στάδιο των ένδικων μέσων στο πλαίσιο της τακτικής ένδικης διαδικασίας είτε κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης.

164. Όσον αφορά την πρώτη πτυχή, το Δικαστήριο, με την απόφαση Unicaja Banco (67), απαίτησε να μη ληφθεί υπόψη ο τελεσίδικος χαρακτήρας πρωτόδικης αποφάσεως η οποία εμπόδιζε, κατ’ ουσίαν, την ανάκτηση από τον καταναλωτή μέρους του ποσού που κατέβαλε στον επαγγελματία βάσει «ρήτρας κατωτάτου επιτοκίου» η οποία εκτιμήθηκε ως καταχρηστική. Πράγματι, ενώ η εν λόγω πρωτοβάθμια απόφαση διέταξε την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν δυνάμει της εν λόγω ρήτρας, επέβαλε χρονικό περιορισμό στην εν λόγω υποχρέωση περί επαναφοράς, σύμφωνα με την (τότε) νομολογία του εθνικού ανωτάτου δικαστηρίου (68).

165. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εν λόγω χρονικός περιορισμός ήταν αντίθετος προς την οδηγία 93/13 (69). Ωστόσο, ο ως άνω διαπίστωση έγινε μετά την πάροδο των προθεσμιών για την άσκηση ένδικου μέσου στην εν λόγω υπόθεση, ενώ μόνο η εμπλεκόμενη τράπεζα άσκησε τέτοιο μέσο (αμφισβητώντας την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που της επέβαλε το σύνολο των δικαστικών εξόδων). Η εν λόγω έφεση ευδοκίμησε. Απαντώντας σε προδικαστικό ερώτημα του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο όφειλε πράγματι να ανατρέψει το τμήμα της πρωτόδικης αποφάσεως που είχε αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου και να θέσει αυτεπαγγέλτως το ζήτημα του καταχρηστικού χαρακτήρα του χρονικού περιορισμού, μολονότι, αφενός, το εν λόγω τμήμα της πρωτόδικης αποφάσεως δεν αμφισβητήθηκε και, αφετέρου, η κατάσταση που προέκυπτε επιδείνωνε τη νομική θέση της τράπεζας η οποία άσκησε την έφεση ως προς την άλλη πτυχή της πρωτόδικης αποφάσεως.

166. Όσον αφορά τη δεύτερη πτυχή που αναφέρθηκε στο σημείο 164 των παρουσών προτάσεων, το Δικαστήριο απαίτησε την ανατροπή της δεσμευτικής ενέργειας του δεδικασμένου δικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν στο πλαίσιο διαδικασιών διαταγής πληρωμής ή στο πλαίσιο διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης ενυπόθηκων δανείων.

167. Ειδικότερα, το Δικαστήριο, με την απόφαση Finanmadrid EFC, απαίτησε την άρση της δεσμευτικής ενέργειας του δεδικασμένου κατά το στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης στο πλαίσιο διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής, παρέχοντας στο εθνικό δικαστήριο την εξουσία να εκτιμήσει, αυτεπαγγέλτως, αν ρήτρα της υποκείμενης σύμβασης ήταν καταχρηστική, έστω και αν το εν λόγω δικαστήριο δεν είχε την εξουσία αυτή βάσει του εθνικού δικαίου και οι συμβατικές ρήτρες δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο ελέγχου κατά τα προηγούμενα στάδια της διαδικασίας (70).

168. Περαιτέρω, με την απόφασή του στην υπόθεση Banco Primus, το Δικαστήριο εφάρμοσε την προσέγγιση αυτή σε περιπτώσεις στις οποίες, στο πλαίσιο διαδικασίας εκτέλεσης ενυπόθηκης απαίτησης, είχε μεν πραγματοποιηθεί εξέταση, αλλά αυτή είχε περιοριστεί μόνο σε ορισμένες ρήτρες της υποκείμενης σύμβασης. Το Δικαστήριο κατέληξε, κατ’ ουσίαν, στο συμπέρασμα ότι η προστασία που πρέπει να παρέχεται στους καταναλωτές δυνάμει της οδηγίας 93/13 θα ήταν «ελλιπής και ανεπαρκής», εάν το αρμόδιο στο πλαίσιο διαδικασίας εκτέλεσης ενυπόθηκων απαιτήσεων δικαστήριο εμποδιζόταν να εξετάσει, αυτεπαγγέλτως, τον καταχρηστικό χαρακτήρα των λοιπών ρητρών που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ελέγχου (71).

169. Η απόφαση στην υπόθεση Ibercaja Banco (72) απαιτούσε ομοίως, κατ’ αρχήν, τη μη λήψη υπόψη, σε διαδικασίες εκτέλεσης ενυπόθηκων απαιτήσεων, της δεσμευτικής ενέργειας του δεδικασμένου σε εθνικό επίπεδο, όταν το εθνικό δικαστήριο είχε εξετάσει τις επίμαχες συμβατικές ρήτρες, χωρίς, ωστόσο, να περιλαμβάνεται ρητή σχετική κρίση στην τελεσίδικη απόφαση. Το Δικαστήριο τόνισε ότι, υπό τις ως άνω συνθήκες, ο καταναλωτής δεν είχε ενημερωθεί για την ύπαρξη του εν λόγω ελέγχου και, έστω συνοπτικώς, για τους λόγους για τους οποίους το δικαστήριο έκρινε ότι οι επίμαχες ρήτρες δεν ήταν καταχρηστικές, γεγονός που τον εμπόδισε να αποφασίσει έχοντας πλήρη επίγνωση της κατάστασης αν θα προσβάλει ή όχι την εν λόγω απόφαση με ένδικο μέσο (73).

170. Εκ πρώτης όψεως, από την ως άνω νομολογία μπορεί να συναχθεί ότι η δεσμευτική ενέργεια του δεδικασμένου που αναπτύσσει δικαστική απόφαση αντιστέκεται στον έλεγχο της αποτελεσματικότητας της προστασίας που πρέπει να παρέχεται στους καταναλωτές, σε κάθε εξεταζόμενη υπόθεση, τουλάχιστον όταν η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε μετά από εξέταση των οικείων συμβατικών ρητρών (και παρατίθεται ρητή αιτιολογία όσον αφορά το αποτέλεσμα της εν λόγω εξέτασης) (74).

171. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, ένα τέτοιο γενικό συμπέρασμα δεν είναι στο σύνολό του ορθό.

172. Πρώτον, επισημαίνω ότι το εν λόγω συμπέρασμα θα καθιστούσε αμέσως άνευ αντικειμένου αμφότερα τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν εν προκειμένω, διότι η λογική του συνέπεια θα ήταν ότι οι έννομες συνέπειες του δεδικασμένου απλώς δεν ισχύουν: παρά το γεγονός ότι επισήμως πρόκειται για τελεσίδικη απόφαση, η δικαστική απόφαση η οποία εκδόθηκε χωρίς εξέταση της υποκείμενης συμβατικής σχέσης δεν μπορεί να αποτρέπει κάποια μορφή εκ νέου εκδίκασης. Κατά συνέπεια, δεν θα υπήρχε ανάγκη να εξεταστεί το ζήτημα των έκτακτων ένδικων μέσων, διότι αυτά, όπως διευκρίνισα, αποτελούν έκτακτα εργαλεία τα οποία επιτρέπουν την ανατροπή τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως.

173. Δεύτερον, και πιο σημαντικό, καθίσταται, κατά τη γνώμη μου, δυσχερές να προβλεφθούν οι ευρύτερες συνέπειες μιας τέτοιας ερμηνείας της νομολογίας του Δικαστηρίου, ιδίως όταν αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της νομολογίας του σχετικά με τις προθεσμίες άσκησης αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού από καταναλωτή (75).

174. Τρίτον, και επίσης σημαντικό, η προαναφερθείσα νομολογία πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της προγενέστερης νομολογίας του Δικαστηρίου που αφορά την «πλήρη αδράνεια του καταναλωτή» (76) και οποία εξακολουθεί να διατηρεί τη σημασία της όπως επιβεβαίωσε πρόσφατα το Δικαστήριο.

175. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο με την προγενέστερη απόφασή του Asturcom Telecomunicaciones είχε επισημάνει ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας δεν φτάνει μέχρι του σημείου να επιβάλει στο εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται αιτήσεως εκδόσεως απογράφου για την εκτέλεση διαιτητικής αποφάσεως (η οποία εκδόθηκε ερήμην του καταναλωτή) την υποχρέωση να εκτιμήσει αυτεπαγγέλτως κατά πόσον ρήτρα διαιτησίας περιλαμβανόμενη σε σύμβαση που συνάπτεται με καταναλωτή είναι καταχρηστική, εφόσον ο καταναλωτής δεν ζήτησε την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως και εφόσον η ισχύουσα προθεσμία των δύο μηνών, η οποία έχει οριστεί για τον σκοπό αυτό, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί προβληματική (77).

176. Το Δικαστήριο παρέπεμψε στην εν λόγω προγενέστερη νομολογία με την πρόσφατη απόφασή του Unicaja Banco, η οποία εξετάστηκε ανωτέρω, για να επιβεβαιώσει ότι από τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν στην έκδοση της τελευταίας δεν προέκυπτε πλήρης αδράνεια εκ μέρους του καταναλωτή: ο καταναλωτής πράγματι δεν αμφισβήτησε την πρωτόδικη απόφαση που εκδόθηκε στην κύρια δίκη, αλλά αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι η απόφαση Gutierrez Naranjo του Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε ότι η εθνική νομολογία στην οποία στηρίχθηκε η πρωτόδικη απόφαση αντέβαινε στην οδηγία 93/13, είχε εκδοθεί μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την άσκηση της έφεσης στην εν λόγω υπόθεση (78).

177. Υπό αυτό το πρίσμα, φρονώ ότι η ενδεχόμενη απουσία εξέτασης του καταχρηστικού χαρακτήρα ρητρών οι οποίες περιλαμβάνονται σε σύμβαση που συνάπτεται με καταναλωτή δεν αποκλείει, εντούτοις, τη δημιουργία δεσμευτικής ενέργειας δεδικασμένου, όταν, ιδίως, ο καταναλωτής δεν έχει μετάσχει σε κανένα στάδιο της δίκης.

178. Κατά συνέπεια πρέπει να εξεταστεί αν υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης της κύριας δίκης συνέβη κάτι τέτοιο.

179. Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι η FY δεν μετείχε στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της ερήμην αποφάσεως και δεν προσέβαλε την απόφαση αυτή (μολονότι η εν λόγω απόφαση της κοινοποιήθηκε προσηκόντως). Τα στοιχεία αυτά είναι εκ πρώτης όψεως ενδεικτικά της παθητικότητας που επέδειξε κατά την έννοια της προαναφερθείσας νομολογίας του Δικαστηρίου.

180. Ωστόσο, η συγκεκριμένη κατάστασή της πρέπει να εκτιμηθεί στο γενικό πλαίσιο των επίμαχων εφαρμοστέων εθνικών δικονομικών κανόνων.

181. Με την επιφύλαξη της επαλήθευσης από το αιτούν δικαστήριο, φαίνεται ότι οι δικονομικοί κανόνες που εφαρμόζονται στην ερήμην απόφαση εμπόδισαν το οικείο πρωτοβάθμιο δικαστήριο να εξετάσει τους επίμαχους συμβατικούς όρους, καθώς το δικαστήριο αυτό όφειλε να δεχθεί ως αληθείς τους πραγματικούς ισχυρισμούς της ενάγουσας (79).

182. Από την απόφαση Profi Credit Polska I προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, ότι μια τέτοια δικονομική λύση δεν είναι καθ’ εαυτήν μη συμβατή με τις απαιτήσεις της οδηγίας 93/13, υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω έλεγχος μπορεί να γίνει σε δεύτερο βαθμό και υπό τον όρο ότι οι προϋποθέσεις της έφεσης ορίζονται κατά τρόπον που δεν καθιστά υπερβολικά δυσχερή ή αδύνατη την πραγματική άσκησή της από τον καταναλωτή.

183. Συναφώς, από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι η απόφαση που εκδόθηκε ερήμην κατέστη αμέσως εκτελεστή και ότι θα μπορούσε να έχει προσβληθεί εντός δύο εβδομάδων, η δε FY θα έπρεπε να προβάλει τους λόγους και να προσκομίσει τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία επιθυμούσε να επικαλεστεί.

184. Όπως παρατηρούν τόσο το αιτούν δικαστήριο όσο και η Επιτροπή, οι ως άνω προϋποθέσεις φαίνεται να είναι σε μεγάλο βαθμό πανομοιότυπες με εκείνες τις οποίες το Δικαστήριο έκρινε ως υπερβολικά περιοριστικές με την απόφασή του Profi Credit Polska I (80). Φρονώ ότι, σε συνδυασμό με την απουσία εξέτασης σε πρώτο βαθμό του ενδεχόμενου καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών, μπορούν πράγματι να οδηγήσουν στο παρεμφερές συμπέρασμα, ήτοι ότι παρεμποδίζουν τη διασφάλιση της τήρησης των δικαιωμάτων που αντλεί ο καταναλωτής από την οδηγία 93/13. Τούτων δοθέντων, τα προδικαστικά ερωτήματα της παρούσας διαδικασίας δεν αφορούν τη συγκεκριμένη αυτή πτυχή και στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν η εν λόγω περιγραφή των εφαρμοστέων δικονομικών κανόνων είναι ορθή.

185. Εάν ο υπερβολικά περιοριστικός χαρακτήρας τους επιβεβαιωνόταν, τούτο θα σήμαινε, κατά τη γνώμη μου, ότι η FY δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι επέδειξε πλήρη αδράνεια.

186. Στην περίπτωση αυτή, φρονώ ότι η αποτελεσματικότητα του δικαιώματος των καταναλωτών να μη δεσμεύονται από καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες επιτάσσει να της παρασχεθεί κάποιο ένδικο μέσο.

187. Ωστόσο, φρονώ ότι το εν λόγω ένδικο μέσο δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να έχει τη μορφή της αναψηλάφησης της δίκης. Θα εξετάσω το ζήτημα αυτό στην ενότητα που ακολουθεί.

ii)    Πιθανά ένδικα μέσα για την αποκατάσταση του δικαιώματος του καταναλωτή να μη δεσμεύεται από προβαλλόμενη ως καταχρηστική συμβατική ρήτρα

188. Κατ’ αρχάς, υπενθύμισα ήδη ότι η υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να ελέγχει τη νομιμότητα των συμβατικών ρητρών που θίγουν τους καταναλωτές μπορεί να επεκταθεί και στις διαδικασίες εκτέλεσης (81). Συναφώς, από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στη δικογραφία δεν προκύπτει αν έχει κινηθεί ή ολοκληρωθεί η διαδικασία εκτέλεσης ή αν, ενδεχομένως, η FY έχει ήδη συμμορφωθεί οικειοθελώς με την ερήμην απόφαση. Ωστόσο, εφόσον εξακολουθεί να υφίσταται προοπτική εκτέλεσης και εφόσον λάβει χώρα επίσπευση της εν λόγω εκτέλεσης, από την προαναφερθείσα νομολογία προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, ότι η FY θα πρέπει να έχει την ευκαιρία να επικαλεστεί, στο πλαίσιο αυτό, τον ενδεχόμενο καταχρηστικό χαρακτήρα της υποκείμενης σύμβασης (82).

189. Δεύτερον, προκύπτει επίσης, κατά τη γνώμη μου, ότι οι ιδιαίτερες δικονομικές περιστάσεις υπό τις οποίες εκδόθηκε και κατέστη τελεσίδικη η ερήμην απόφαση οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το δεδικασμένο που παράγεται από την εν λόγω απόφαση δεν μπορεί να εμποδίσει την FY να επικαλεστεί τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των επίμαχων ρητρών για να προβάλει αξίωση επιστροφής των αντίστοιχων ποσών.

190. Κατά τη γνώμη μου, η ως άνω ερμηνεία επιρρωννύεται από την απόφαση Ibercaja Banco, με την οποία το Δικαστήριο επιβεβαίωσε το δικαίωμα του καταναλωτή να ζητήσει αποζημίωση (από τον οικείο συγκεκριμένο επαγγελματία, όπως αντιλαμβάνομαι), σε περίπτωση κατά την οποία το εθνικό δικαστήριο δεν τήρησε ως όφειλε την υποχρέωσή του να προβεί σε εξέταση του ενδεχόμενου καταχρηστικού χαρακτήρα της υποκείμενης σύμβασης δανείου, αλλά η διαδικασία εκτέλεσης ενυπόθηκης απαίτησης είχε ήδη περατωθεί, με αποτέλεσμα τα δικαιώματα κυριότητας επί του επίμαχου ακινήτου να έχουν μεταβιβαστεί σε τρίτο (83). Φρονώ ότι το εν λόγω σκεπτικό πρέπει, κατά μείζονα λόγο, να ισχύει όταν καταβλήθηκε από τον καταναλωτή απευθείας στον επαγγελματία χρηματικό αντάλλαγμα (βάσει συμβατικής ρήτρας η οποία πρέπει να κριθεί καταχρηστική και, κατά συνέπεια, άκυρη) και όταν οι προϋποθέσεις για την προσβολή της αποφάσεως που εκδόθηκε ερήμην ήταν μη συμβατές με το επίπεδο προστασίας που πρέπει να εξασφαλίζεται όσον αφορά τους καταναλωτές δυνάμει της οδηγίας 93/13, όπως σημείωσα ανωτέρω.

191. Τέλος, το αντίστοιχο εθνικό ένδικο μέσο θα μπορούσε επίσης να προσλάβει τη μορφή του επίμαχου έκτακτου ένδικου μέσου, υπό την προϋπόθεση ότι το εθνικό δίκαιο καθιστά δυνατή την ερμηνεία της έννοιας της παρά τον νόμο στέρησης της δυνατότητας επιχείρησης διαδικαστικών πράξεων κατά τρόπον που να καταλαμβάνει και την επίμαχη περίπτωση.

192. Συναφώς, τα στοιχεία της δικογραφίας με ωθούν να υποστηρίξω ότι το αιτούν δικαστήριο θα μπορούσε να εκτιμήσει κατά πόσον το εφαρμοστέο δικονομικό πλαίσιο, όπως περιγράφεται στα σημεία 183 και 184 των παρουσών προτάσεων, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εμποδίζει την πρόσβαση της FY σε ένδικο μέσο, κατά τρόπο παρόμοιο με ό,τι φαίνεται να έκρινε (υπό την επιφύλαξη της επαλήθευσης από το αιτούν δικαστήριο) το Ανώτατο Δικαστήριο σε μια περίπτωση στην οποία το εθνικό δικαστήριο δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους δεν παρασχέθηκε σε ενάγοντα νομική συνδρομή προς τον σκοπό της άσκησης αιτήσεως αναιρέσεως (84).

193. Τούτου λεχθέντος, ακόμη και αν η εν λόγω σύμφωνη ερμηνεία αποδειχθεί δυνατή, η επίμαχη αίτηση θα πρέπει και πάλι να ασκηθεί εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας (85). Η οικεία προθεσμία, όπως αντιλαμβάνομαι το γράμμα του άρθρου 407, παράγραφος 1, του KPC, αρχίζει να τρέχει από το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο εν λόγω διάδικος λαμβάνει γνώση της «αποφάσεως» (86). Η διάταξη περί παραπομπής δεν περιέχει περαιτέρω στοιχεία σχετικά με το πώς πρέπει να νοείται ο εν λόγω κανόνας. Εκ πρώτης όψεως, αντιλαμβάνομαι ότι το γράμμα του ως άνω κανόνα δικαίου εννοεί την τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε στη δίκη στην οποία ο εναγόμενος φέρεται να στερήθηκε τη δυνατότητα επιχείρησης διαδικαστικών πράξεων. Ασφαλώς εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να επαληθεύσει την εν λόγω ερμηνεία.

194. Εάν, ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο έκτακτο ένδικο μέσο δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί, λόγω των ορίων που τίθενται από τη σύμφωνη ερμηνεία ή λόγω των ισχυουσών προθεσμιών, φρονώ ότι η απαίτηση αποτελεσματικότητας του επίμαχου δικαιώματος των καταναλωτών φθάνει μέχρι του σημείου να επιβάλει την παροχή του επίμαχου έκτακτου ένδικου μέσου, παρά τις προϋποθέσεις εφαρμογής του, όπως ορίζονται από το εθνικό δίκαιο.

195. Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι ο επαρκής και αποτελεσματικός χαρακτήρας της δικονομικής προστασίας που παρέχεται στους καταναλωτές πρέπει να αξιολογείται υπό το πρίσμα των ήδη υφιστάμενων ένδικων μέσων (87).

196. Στο πλαίσιο αυτό, από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση παράλειψη εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου αποτελεί τη βάση για ένα άλλο έκτακτο μέσο ένδικης προστασίας, ήτοι για ένα έκτακτο ένδικο μέσο. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το γεγονός ότι το εν λόγω ένδικο μέσο μπορεί να ασκηθεί μόνο από τον [Πολωνό] συνήγορο του πολίτη και τον [Πολωνό] γενικό εισαγγελέα έχει ως αποτέλεσμα, με αυτόν τον τρόπο, να επανεξετάζεται περιορισμένος μόνον αριθμός υποθέσεων. Εντούτοις, το εν λόγω ένδικο μέσο δεν παύει να αποτελεί μέρος του συνολικού εθνικού δικονομικού πλαισίου.

197. Επιπλέον, και τούτο ίσως να είναι το σημαντικότερο, φρονώ ότι η υφιστάμενη νομολογία του Δικαστηρίου αποτυπώνει, πλήρως, τις διάφορες πτυχές της εγχώριας διαδικασίας που διαφορετικά ενδέχεται να εμποδίζουν τους καταναλωτές (οι οποίοι δεν έχουν επιδείξει πλήρη αδράνεια) να αντιταχθούν στην εκτέλεση ενός τίτλου του οποίου ο ενδεχόμενος καταχρηστικός χαρακτήρας δεν εξετάστηκε ή να λάβουν αποζημίωση για τα ποσά που έχουν καταβάλει (ή απολέσει) σε μια τέτοια βάση η οποία αντίκειται στον νόμο.

198. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι δεν υφίσταται ανάγκη να εισαχθεί ένα πρόσθετο επίπεδο προστασίας το οποίο θα επέβαλλε, βάσει του δικαίου της Ένωσης, την αναψηλάφηση της δίκης, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ο εξαιρετικός χαρακτήρας του εν λόγω ένδικου μέσου εντός του εθνικού νομικού πλαισίου.

199. Όπως διευκρίνισα ανωτέρω, η δυνατότητα εφαρμογής των έκτακτων ένδικων μέσων βασίζεται, γενικά, στη συνολική ισορροπία που επιτυγχάνει ο εθνικός νομοθέτης μεταξύ των ανταγωνιστικών αξιών που διακυβεύονται. Η απαίτηση για διεύρυνση του (ουσιαστικού ή προσωπικού) πεδίου εφαρμογής των εν λόγω ένδικων μέσων ώστε να αντισταθμιστεί, συγκεκριμένα, η παράλειψη του εθνικού δικαστηρίου να εξετάσει τη νομιμότητα σύμβασης που συνάπτεται με καταναλωτές, μπορεί να διαταράξει την εν λόγω γενική ισορροπία, αν, επί παραδείγματι, δεν υφίσταται αντίστοιχη δικονομική προστασία σε άλλους τομείς του δικαίου, μολονότι στους εν λόγω τομείς μπορεί επίσης να προκαλούνται περιπτώσεις παράνομης άρνησης της προστασίας που διαφορετικά θα έπρεπε να διασφαλίζεται σε πρόσωπα που τελούν σε ευάλωτη κατάσταση (88).

200. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, φρονώ ότι η υποχρέωση διασφάλισης αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων των καταναλωτών δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 δεν επιτάσσει την πρόβλεψη έκτακτου ένδικου μέσου ώστε να παρέχεται η δυνατότητα αναψηλάφησης της δίκης που περατώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η οποία εκδόθηκε χωρίς να λάβει χώρα εξέταση του ενδεχόμενου καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών που περιλαμβάνονται σε σύμβαση που συνάπτεται με καταναλωτές. Ωστόσο, η υποχρέωση αυτή καθιστά αναγκαία την πρόβλεψη ένδικου μέσου, το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται στην οικεία εθνική έννομη τάξη, όταν η εν λόγω τελεσίδικη δικαστική απόφαση εκδόθηκε και κατέστη απρόσβλητη, βάσει δικονομικών κανόνων οι οποίοι δεν διασφαλίζουν την τήρηση των δικαιωμάτων των καταναλωτών που απορρέουν από την οδηγία 93/13.

V.      Πρόταση

201. Προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Sąd Okręgowy Warszawa-Praga w Warszawie (περιφερειακού δικαστηρίου Βαρσοβίας, περιφέρεια Βαρσοβίας-Praga, Πολωνία) ως εξής:

1)      Η αρχή της ισοδυναμίας, ως έκφανση της υποχρέωσης καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, έχει την έννοια ότι

δεν επιτάσσει να παρέχεται έκτακτο ένδικο μέσο το οποίο καθιστά δυνατή την αναψηλάφηση πολιτικής δίκης βάσει αποφάσεως του εθνικού συνταγματικού δικαστηρίου, με την οποία:

–        κηρύσσεται αντίθετη προς κανόνα δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος και, ως εκ τούτου, ανίσχυρη διάταξη του εθνικού δικαίου της οποίας επίκληση έγινε στο πλαίσιο της εν λόγω δίκης, ή

–        κηρύσσεται αντίθετη προς κανόνα δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος δεδομένη ερμηνεία διάταξης του εθνικού δικαίου της οποίας επίκληση έγινε στο πλαίσιο της εν λόγω δίκης,

και βάσει αποφάσεως του Δικαστηρίου που εκδόθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και ερμηνεύει διάταξη του δικαίου της Ένωσης.

2) Το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές,

έχουν την έννοια ότι δεν επιτάσσουν την πρόβλεψη έκτακτου ένδικου μέσου, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα αναψηλάφησης της δίκης που περατώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η οποία εκδόθηκε χωρίς να λάβει χώρα εξέταση του ενδεχόμενου καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών που περιλαμβάνονται σε σύμβαση που συνάπτεται με καταναλωτές. Ωστόσο, οι διατάξεις αυτές πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι επιτάσσουν την πρόβλεψη ένδικου μέσου το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται στην οικεία εθνική έννομη τάξη, στην περίπτωση που μια τέτοια τελεσίδικη δικαστική απόφαση εκδόθηκε και κατέστη απρόσβλητη, βάσει δικονομικών κανόνων οι οποίοι δεν διασφαλίζουν την τήρηση των δικαιωμάτων των καταναλωτών που απορρέουν από την οδηγία 93/13.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Οδηγία του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).


3      Η διάταξη περί παραπομπής δεν παρέχει περαιτέρω στοιχεία σχετικά με τους λόγους που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να κρίνει ότι δεν μπορούσε να προβεί στην έκδοση διαταγής πληρωμής.


4      Απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Profi Credit Polska (C‑176/17, EU:C:2018:711· στο εξής: απόφαση Profi Credit Polska I).


5      Ο Χρηματοοικονομικός Διαμεσολαβητής παρέπεμψε στην απόφαση Profi Credit Polska I καθώς και στη διάταξη της 28ης Νοεμβρίου 2018, PKO Bank Polski (C‑632/17, EU:C:2018:963).


6      Παραπέμποντας στην απόφαση της 4ης Ιουνίου 2020, Kancelaria Medius (C‑495/19, EU:C:2020:431· στο εξής: απόφαση Kancelaria Medius).


7      Απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019, Profi Credit Polska (C‑419/18 και C‑483/18, EU:C:2019:930· στο εξής: απόφαση Profi Credit Polska II).


8      Σχετικά με το περιεχόμενο των εν λόγω διατάξεων, βλ. σημεία 7 και 8 των παρουσών προτάσεων.


9      Απόφαση της 1ης Ιουνίου 1999, Eco Swiss (C‑126/97, EU:C:1999:269, σκέψη 46).


10      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2019, Călin (C‑676/17, EU:C:2019:700, στο εξής: απόφαση Călin, σκέψεις 28 έως 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


11      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2018, XC κ.λπ. (C‑234/17, EU:C:2018:853, στο εξής: απόφαση XC, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


12      Πρβλ. συναφώς και για ευρύτερη ανάλυση, Turmo, A., «Res Judicata in European Union Law A multi-faceted principle in a multilevel judicial system», EU Law Live Press, 2022, σ. 46.


13      Βλ. επίσης Wiśniewski, T., «Extraordinary remedies in Polish civil procedure», Studia Prawnicze – The Legal Studies, αριθ. 4 (220), 2019, σ. 107.


14      Απόφαση του ΕΔΔΑ της 19ης Μαΐου 2020, REDQUEST LIMITED κατά  Σλοβακίας (CE:ECHR:2020:0519JUD000274917, § 29) (στο εξής: απόφαση του ΕΔΔΑ REDQUEST).


15      Απόφαση του ΕΔΔΑ της 25ης Ιουνίου 2009, OOO LINK OIL SPB κατά  Ρωσίας (CE:ECHR:2009:0625DEC004260005) (στο εξής: απόφαση του ΕΔΔΑ Link Oil· το κείμενο δεν υποδιαιρείται σε παραγράφους).


16      Αποφάσεις του ΕΔΔΑ REDQUEST, § 29· Link Oil· και απόφαση του ΕΔΔΑ της 9ης Ιουνίου 2015, PSMA, SPOL.  S R.O. κατά  Σλοβακίας (ECLI:CE:ECHR:2015:0609JUD004253311, § 68 έως 70).


17      Βλ., μεταξύ πολλών άλλων, απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, Unicaja Banco (C‑869/19, EU:C:2022:397, στο εξής: απόφαση Unicaja Banco, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


18       Όπ.π., σκέψη 23, αποφάσεις Călin, σκέψη 35, και XC, σκέψη 27. Ενίοτε το Δικαστήριο αναφέρεται μόνον στο «αντικείμενο» και τα «ουσιώδη χαρακτηριστικά», όπως στην απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2010, Transportes Urbanos y Servicios Generales  (C‑118/08, EU:C:2010:39, στο εξής: απόφαση Transportes Urbanos, σκέψη 35). Η διαφορά μεταξύ των δύο προσεγγίσεων είναι, εν πάση περιπτώσει, ήσσονος σημασίας, δεδομένου ότι η κατηγορία των «ουσιωδών χαρακτηριστικών» είναι αρκετά ευρεία ώστε να καλύπτει κάθε σχετική πτυχή της ένδικης διαδικασίας.


19      Βλ., για ένα παράδειγμα επί αυτού, απόφαση Transportes Urbanos.


20      Απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Impresa Pizzarotti (C‑213/13, EU:C:2014:2067· στο εξής: απόφαση Impresa Pizzarotti).


21      Απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Hochtief Solutions Magyarországi Fióktelepe (C‑620/17, EU:C:2019:630· στο εξής: απόφαση Hochtief).


22      Απόφαση Impresa Pizzarotti (σκέψη 55).


23      Απόφαση Hochtief (σκέψη 63).


24      Πράγματι, στη σκέψη 63 της εν λόγω αποφάσεως το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «[...] εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν οι ουγγρικοί δικονομικοί κανόνες προβλέπουν δυνατότητα αναθεωρήσεως αποφάσεως με ισχύ δεδικασμένου, προκειμένου η κατάσταση που προκύπτει από την απόφαση αυτή να καταστεί συμβατή με προηγούμενη δικαστική απόφαση με ισχύ δεδικασμένου, της οποίας είχαν ήδη γνώση το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση της οποίας ζητείται η αναθεώρηση καθώς και οι διάδικοι της υποθέσεως επί της οποίας αυτή εκδόθηκε. Σε μια τέτοια περίπτωση [...]». Η υπογράμμιση δική μου.


25      Απόφαση XC (σκέψεις 31 και 34).


26      Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Bobek στην υπόθεση Călin (C‑676/17, EU:C:2019:94, σημεία 72 έως 74).


27      Βλ. σημείο 28 των παρουσών προτάσεων.


28      Βλ. επίσης Granat, M. και Granat, K., The Constitution of Poland: A Contextual Analysis, Hart Publishing, 2019, σ. 147 έως 148. Από τη διάταξη περί παραπομπής και από τις διευκρινίσεις που παρέσχε η Πολωνική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει επίσης ότι, ενώ υπάρχουν τρεις τύποι διαδικασίας κατά την οποία το Συνταγματικό Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει απόφαση που μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την αναψηλάφηση δίκης σύμφωνα με το άρθρο 4011 του KPC [ήτοι όταν το δικαστήριο αυτό επιλαμβάνεται κατόπιν αιτήσεως i) δημόσιου φορέα εξουσιοδοτημένου προς τούτο, ii) εθνικού δικαστηρίου στο πλαίσιο εκκρεμούς διαδικασίας, ή iii) μεμονωμένου αιτούντος], το ζήτημα ποια από τις ως άνω διαδικασίες πράγματι εφαρμόστηκε δεν έχει αντίκτυπο στο κατά πόσον μπορεί να ενεργοποιηθεί ο επίμαχος λόγος αναψηλάφησης.


29      Απόφαση του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) της 17ης Δεκεμβρίου 2009, III PZP 2/09.


30      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 4ης Μαρτίου 2020, Telecom Italia (C‑34/19, EU:C:2020:148, στο εξής: απόφαση Telecom Italia, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


31      Βλ. ιδίως απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Consorzio Italian Management και Catania Multiservizi (C‑561/19, EU:C:2021:799, σκέψεις 27 έως 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., για τη διατύπωση περί «μικρο-» και «μακρο-» σκοπού, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Consorzio Italian Management και Catania Multiservizi (C‑561/19, EU:C:2021:291, σημείο 55).


32      Βλ., επί της εν λόγω αρχής, απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Popławski (C‑573/17, EU:C:2019:530, στο εξής: απόφαση Popławski, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


33      Όπως διευκρινίστηκε στην απόφαση Popławski (σκέψη 64).


34      Βλ., για ένα συναφές παράδειγμα, απόφαση Kancelaria Medius (σκέψεις 47 έως 51), στην οποία το Δικαστήριο κάλεσε το αιτούν δικαστήριο να ελέγξει πρώτα τις δυνατότητες σύμφωνης ερμηνείας της επίμαχης εθνικής ρύθμισης, προτού υπενθυμίσει την (επικουρική) υποχρέωση να την αφήσει ανεφάρμοστη.


35      Υπενθυμίζω ότι μια προδικαστική απόφαση επί ζητημάτων ερμηνείας δεν αναπτύσσει δεσμευτικό αποτέλεσμα μόνο για τους σκοπούς της εφαρμογής της στη διαφορά που εκκρεμεί ενώπιον του συγκεκριμένου αιτούντος δικαστηρίου (αποτέλεσμα inter partes), αλλά ότι πρέπει να τηρείται και σε άλλες διαδικασίες τις οποίες αφορά ο ίδιος ερμηνευθείς κανόνας του δικαίου της Ένωσης (έννομο αποτέλεσμα erga omnes), πράγμα το οποίο αντιστοιχεί στους μικρο- και μακρο-σκοπούς της διαδικασίας της προδικαστικής παραπομπής που περιγράφονται στο σημείο 83 των παρουσών προτάσεων.


36      Η ίδια αντιπαράθεση αφορούσε επίσης τα ex tunc έννομα αποτελέσματα. Κατά πάγια νομολογία, η έννοια του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου της Ένωσης, όπως αποσαφηνίστηκε από το Δικαστήριο, πρέπει να θεωρείται ότι υφίσταται από τη στιγμή που τέθηκε σε ισχύ. Απόφαση της 6ης Ιουλίου 2023, Minister for Justice and Equality (Αίτηση συγκατάθεσηςΑποτελέσματα του αρχικού ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης) (C‑142/22, EU:C:2023:544, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επισήμανε ότι τα έννομα αποτελέσματα των αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου ισχύουν αναδρομικώς αναγόμενα (τουλάχιστον) σε χρόνο που να καθιστά δυνατή την αναψηλάφηση της δίκης. Από την πλευρά της, η Πολωνική Κυβέρνηση δήλωσε ότι οι αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου αναπτύσσουν αποτελέσματα pro futuro.


37      Πρβλ. Lenaerts, K., Maselis, I. και Gutman, K., EU Procedural Law, Oxford European Union Law Library, 2015, σ. 238.


38      Υπενθυμίζω ότι η Πολωνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η κατηγορία των αρνητικών ερμηνευτικών αποφάσεων δεν αποτελεί λόγο για την αναψηλάφηση της πολιτικής δίκης η οποία κατά τα λοιπά προβλέπεται στο άρθρο 4011 του KPC. Βλέπε σημείο 64των παρουσών προτάσεων.


39      Το εν λόγω ζήτημα δεν αποτελεί, ωστόσο, αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας και, ως εκ τούτου, δεν έχει εξεταστεί. Βλ. σημείο 28 των παρουσών προτάσεων.


40      Βλ. το διατακτικό της αποφάσεως Kancelaria Medius (σκέψη 53).


41      Τούτου λεχθέντος, σημειώνω ότι οι ειδικοί κανόνες που αναφέρονται στην απόφαση Kancelaria Medius απορρέουν από το άρθρο 339, παράγραφος 2, του KPC, το οποίο παρατίθεται στη σκέψη 8 της εν λόγω αποφάσεως, ενώ η διάταξη περί παραπομπής στην υπό κρίση υπόθεση αναφέρεται μόνον στο άρθρο 339, παράγραφος 1, του KPC σχετικά με τη δυνατότητα έκδοσης ερήμην αποφάσεως γενικά. Βλ. σημείο 10 των παρουσών προτάσεων.


42      Απόφαση Kancelaria Medius (σκέψεις 37 έως 40).


43      Απόφαση Profi Credit Polska I (σκέψεις 64 έως 71). Οι εν λόγω κανόνες αφορούσαν: i) προθεσμία δύο εβδομάδων για την άσκηση της ανακοπής και ii) την υποχρέωση α) να επισημαίνεται στο οικείο δικόγραφο αν η διαταγή προσβάλλεται εν όλω ή εν μέρει, β) να εκτίθενται οι λόγοι της ανακοπής και να γίνεται επίκληση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και να προσκομίζονται αποδείξεις και γ) καταβολή εξόδων τριπλάσιων από εκείνα του αντιδίκου.


44      Απόφαση Profi Credit Polska II (σκέψη 77).


45      Απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Lintner (C‑511/17, EU:C:2020:188, σκέψη 37). Για σχόλιο σχετικά με τον υποχρεωτικό χαρακτήρα του δικαστικού ελέγχου, βλ. τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα L. Medina στην υπόθεση Tuk Tuk Travel (C‑83/22, EU:C:2023:245, υποσημείωση 32).


46      Υπενθυμίζω ότι από το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 20 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι μια υπόθεση μπορεί να κριθεί χωρίς προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, εφόσον δεν εγείρει κανένα νέο νομικό ζήτημα.


47      Κατά το άρθρο 407, παράγραφος 2, του KPC. Βλ. σημείο 15 των παρουσών προτάσεων.


48      Είναι ίσως χρήσιμο να σημειωθεί ότι αμφότεροι οι λόγοι των οποίων γίνεται επίκληση στην υπό κρίση υπόθεση φαίνεται να αφορούν διαφορετικά είδη παραβάσεων: ουσιαστικού χαρακτήρα (άρθρο 4011 του KPC, του οποίου γίνεται επίκληση στο πλαίσιο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος) ή διαδικαστικού χαρακτήρα (άρθρο 401, παράγραφος 2, του KPC, του οποίου γίνεται επίκληση στο πλαίσιο του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος). Ωστόσο, αμφότεροι οι λόγοι προβάλλονται σε σχέση με την ίδια προβαλλόμενη παράλειψη του εθνικού δικαστηρίου να προβεί σε αυτεπάγγελτο έλεγχο. Υποθέτω ότι η εν λόγω παράλειψη μπορεί να χαρακτηριστεί είτε ως ουσιαστικού είτε ως διαδικαστικού χαρακτήρα, αλλά όχι και με τους δύο τρόπους. Περαιτέρω, η δικογραφία δεν περιέχει περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με την οριοθέτηση μεταξύ των παραβιάσεων του εθνικού δικαίου που σχετίζονται με την ουσία και των παραβιάσεων που σχετίζονται με τη διαδικασία, οι οποίες μπορούν να ενεργοποιήσουν το επίμαχο έκτακτο ένδικο μέσο. Ως εκ τούτου οι παρούσες προτάσεις στηρίζονται σε αυτό το οποίο φαίνεται να δέχεται το αιτούν δικαστήριο, ήτοι ότι στο πλαίσιο αυτό είναι δυνατός ο διπλός χαρακτηρισμός.


49      Με την επιφύλαξη της επαλήθευσης από το αιτούν δικαστήριο, το φαινομενικά περιορισμένο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης φαίνεται να επιβεβαιώνεται από το άρθρο 379 του KPC (που αναφέρεται εν μέρει στη διάταξη περί παραπομπής), το οποίο φαίνεται να αναφέρεται σε έναν ευρύτερο κατάλογο έξι κατηγοριών δικονομικών ελαττωμάτων που προκαλούν την ακυρότητα της διαδικασίας (χωρίς ωστόσο, κατ’ ανάγκη και αυτοτελώς, να αποτελούν επίσης λόγους αναψηλάφησης της δίκης).


50      Απόφαση του πολωνικού Ανώτατου Δικαστηρίου I PZ 5/07 της 17ης Απριλίου 2007 και, όπως αντιλαμβάνομαι, υπό την επιφύλαξη της επαλήθευσης από το αιτούν δικαστήριο, απόφαση του ΕΔΔΑ της 27ης Ιουνίου 2006, Tabor κατά Πολωνίας (CE:ECHR:2006:0627JUD001282502).


51      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2015, Klausner Holz Niedersachsen (C‑505/14, EU:C:2015:742, στο εξής: απόφαση Klausner, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


52      Όπ.π. (σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


53      Απόφαση Popławski (σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


54      Βλ., επί παραδείγματι, αποφάσεις της 29ης Ιουνίου 2017, Popławski (C‑579/15, EU:C:2017:503, σκέψεις 39 και 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και απόφαση Klausner (σκέψεις 32 έως 37).


55      Πρβλ. απόφαση Telecom Italia (σκέψη 56).


56      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, Ibercaja Banco (C‑600/19, EU:C:2022:394, στο εξής: απόφαση Ibercaja Banco, σκέψη 39 και εκεί ωμνημονευόμενη νομολογία).


57      Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones (C‑40/08, EU:C:2009:615, στο εξής: απόφαση Asturcom Telecomunicaciones, σκέψη 52), ή, πρβλ. απόφαση Ibercaja Banco (σκέψη 43).


58      Σε θέματα καταναλωτών, βλ., επί παραδείγματι, απόφαση Asturcom Telecomunicaciones (σκέψη 49). Βλ. επίσης απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1995, van Schijndel και van Veen (C‑430/93 και C‑431/93, EU:C:1995:441, σκέψη 13 και μνημονευόμενη νομολογία) ή απόφαση της 17ης Μαρτίου 2016, Bensada Benallal (C‑161/15, EU:C:2016:175, σκέψεις 30, 31 και 35).


59      Υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, των προβλεπόμενων προθεσμιών. Βλ. άρθρο 407, παράγραφος 1, του KPC, το οποίο αναπαράγεται στο σημείο 13 των παρουσών προτάσεων.


60      Για μια επισκόπηση, βλ. Werbrouck, J. και Dauw, E., «The national courts’ obligation to gather and establish the necessary information for the application of consumer law: The endgame?», European Law Review, τόμος 46, αριθ. 3, 2021, σ. 225 έως 244.


61      Όπως υπομνήσθηκε, επί παραδείγματι, στην απόφαση Profi Credit Polska I (σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ. επίσης απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, Pannon GSM (C‑243/08, EU:C:2009:350, σκέψη 32).


62      Βλ. σημεία 117 και 118 των παρουσών προτάσεων.


63      Βλ., συγκριτικά, απόφαση της 22ας Ιουνίου 2023, KB και FS (Αυτεπάγγελτη εξέταση παραβάσεως στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας) [C‑660/21, EU:C:2023:498· στο εξής: απόφαση KB και FS (Αυτεπάγγελτη εξέταση παραβάσεως στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας)], με την οποία κρίθηκε ότι οι εφαρμοστέες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν αντιτίθενται, κατ' αρχήν, σε εθνική ρύθμιση η οποία απαγορεύει στο δικαστήριο που δικάζει ποινική υπόθεση να προβάλει αυτεπαγγέλτως, με σκοπό την ακύρωση της διαδικασίας, παράβαση της υποχρέωσης που επιβάλλεται στις αρμόδιες αρχές να ενημερώνουν αμέσως τους υπόπτους ή τους κατηγορουμένους για το δικαίωμά τους να σιωπήσουν.


64      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα H. Saugmandsgaard Øe στην υπόθεση XC κ.λπ. (C‑234/17, EU:C:2018:391, στο εξής: προτάσεις στην υπόθεση XC, σημείο 41). Βλ. επίσης απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus (C‑421/14, EU:C:2017:60, στο εξής: απόφαση Banco Primus, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) ή απόφαση XC (σκέψη 51).


65      Απόφαση της 18ης Ιουλίου 2007, Lucchini (C‑119/05, EU:C:2007:434, σκέψη 63). Αργότερα, το Δικαστήριο τόνισε τον εξαιρετικό χαρακτήρα του συμπεράσματος αυτού· βλ. απόφαση Impresa Pizzarotti (σκέψη 61).


66      Βλ., στον τομέα του ΦΠΑ, απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Fallimento Olimpiclub (C‑2/08, EU:C:2009:506, σκέψεις 29 έως 31), ή απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, UR (Υπαγωγή των Δικηγόρων στον ΦΠΑ) (C‑424/19, EU:C:2020:581, σκέψεις 32 και 33). Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, βλ. απόφαση Klausner (σκέψεις 43 έως 45). Βλέπε επίσης προτάσεις στην υπόθεση XC (σημείο 61).


67      Μνημονευόμενη στην υποσημείωση 17.


68      Το περί επαναφοράς αποτέλεσμα της κήρυξης της ακυρότητας «ρήτρας κατωτάτου επιτοκίου» περιορίστηκαν στα ποσά που κατέβαλε ο καταναλωτής μετά την έκδοση της αποφάσεως με την οποία διαπιστώθηκε ο καταχρηστικός χαρακτήρας της επίμαχης ρήτρας.


69      Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ. (C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψεις 72 έως 75).


70      Απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 2016, Finanmadrid EFC (C‑49/14, EU:C:2016:98, σκέψεις 51 έως 54).


71      Απόφαση Banco Primus (σκέψη 52).


72      Βλ. υποσημείωση 56 των παρουσών προτάσεων.


73      Απόφαση Ibercaja Banco (σκέψη 49). Βλ. επίσης απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, SPV Project 1503 κ.λπ. (C‑693/19 και C‑831/19, EU:C:2022:395, στο εξής: απόφαση SPV Project 1503, σκέψεις 65 και 66).


74      Απόφαση Ibercaja Banco (σκέψη 50).


75      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Profi Credit Slovakia (C‑485/19, EU:C:2021:313, σκέψεις 63 έως 66).


76      Απόφαση Asturcom Telecomunicaciones (σκέψη 47).


77      Απόφαση Asturcom Telecomunicaciones (σκέψεις 33 έως 48). Από την εν λόγω απόφαση είναι εμφανές ότι η υποχρέωση αυτή θα μπορούσε να προκύψει μόνον από την αρχή της ισοδυναμίας στον βαθμό που το εθνικό δικαστήριο θα μπορούσε να προβεί σε μια τέτοια εκτίμηση σε παρόμοιες αγωγές εσωτερικού χαρακτήρα. Βλ. σκέψη 53 και διατακτικό της εν λόγω αποφάσεως. Βλ. επίσης απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2015, ERSTE Bank Hungary (C‑32/14, EU:C:2015:637, στο εξής: απόφαση ERSTE Bank Hungary, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


78      Απόφαση Unicaja Banco (σκέψεις 28 και 38). Βλ. επίσης το διατακτικό της εν λόγω αποφάσεως.


79      Το αιτούν δικαστήριο παρέσχε, εν προκειμένω, μόνο το κείμενο του άρθρου 339, παράγραφος 1, του KPC σχετικά με τη γενική δυνατότητα έκδοσης ερήμην αποφάσεως. Όπως ήδη επισήμανα, οι επίμαχοι εθνικοί κανόνες στην απόφαση Kancelaria Medius αφορούσαν επίσης το άρθρο 339, παράγραφος 2, του KPC, το οποίο θεσπίζει την υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να δεχθεί ως αληθείς τους πραγματικούς ισχυρισμούς του ενάγοντος. Η εξακρίβωση της σημασίας που έχει ο εν λόγω κανόνας για την υπό κρίση υπόθεση καθώς και του ακριβούς περιεχομένου του εναπόκειται φυσικά στο αιτούν δικαστήριο.


80      Για την περιγραφή των συνθηκών που ίσχυαν στην εν λόγω υπόθεση, βλ. υποσημείωση 43 των παρουσών προτάσεων. Επισημαίνω ότι η μοναδική διαφορά αφορά τα έξοδα. Σε αντίθεση με την περίπτωση της υποθέσεως στην απόφαση Profi Credit Polska I, η διάταξη περί παραπομπής αναφέρει απλώς ότι οι «φόροι» που πρέπει να καταβληθούν στο πλαίσιο αυτό πρέπει να μειωθούν κατά το ήμισυ.


81      Βλ. σημεία 167 έως 169, 175 και 176 των παρουσών προτάσεων.


82      Η δικογραφία ουδεμία πληροφορία περιέχει σχετικά με τους εφαρμοστέους κανόνες εκτέλεσης.


83      Βλ. απόφαση Ibercaja Banco (σκέψεις 57 έως 59).


84      Όπως αναπτύχθηκε στα σημεία 136 και 137 των παρουσών προτάσεων.


85      Ομοίως προς όσα έχω επισημάνει στο πλαίσιο της αρχής της ισοδυναμίας. Βλ. σημείο 149 και υποσημείωση 59 των παρουσών προτάσεων.


86      Βλ. σημείο 13 των παρουσών προτάσεων.


87      Απόφαση ERSTE Bank Hungary (σκέψη 52).


88      Βλ., συγκριτικά, την περίπτωση που αφορά η απόφαση KB και FS  (Αυτεπάγγελτη εξέταση παραβάσεως στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας), η οποία παρατίθεται συνοπτικά στην υποσημείωση 63.