Language of document : ECLI:EU:T:2013:480

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 13ης Σεπτεμβρίου 2013 (*)

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Αίτημα να επιτραπεί πρόσβαση σε ορισμένα εμπιστευτικά χωρία της τελικής αποφάσεως της Επιτροπής σχετικά με σύμπραξη – Άρνηση προσβάσεως – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Υποχρέωση διενέργειας συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως – Εξαίρεση που αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου – Εξαίρεση που αφορά την προστασία των εμπορικών συμφερόντων τρίτου – Εξαίρεση που αφορά την προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων έρευνας – Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον – Καλόπιστη συνεργασία»

Στην υπόθεση T‑380/08,

Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενo από τις C. Wissels, M. de Mol και M. de Ree,

προσφεύγον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον A. Bouquet και την P. Costa de Oliveira,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 30ής Ιουνίου 2008 με την οποία δεν επιτράπηκε η πρόσβαση σε ορισμένα εμπιστευτικά χωρία της αποφάσεως C(2006) 4090 τελικό [υπόθεση COMP/F/38.456 – Πίσσα (Κάτω Χώρες)],

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, S. Soldevila Fragoso (εισηγητή) και G. Berardis, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Δεκεμβρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Πραγματικά περιστατικά

1        Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε στις 13 Σεπτεμβρίου 2006 την απόφαση C(2006) 4090 τελικό [υπόθεση COMP/F/38.456 – Πίσσα (Κάτω Χώρες)] (στο εξής: απόφαση για την πίσσα), η οποία αφορούσε διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ]. Μορφή του κειμένου της αποφάσεως αυτής, από το οποίο είχαν απαλειφθεί ορισμένα χωρία τα οποία κατά την κρίση της Επιτροπής ήταν εμπιστευτικά (στο εξής: δημοσιοποιημένο κείμενο της αποφάσεως για την πίσσα), δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 28ης Ιουλίου 2007 (ΕΕ L 196, σ. 40). Η Επιτροπή διαπίστωσε με την απόφαση για την πίσσα ότι πολλές επιχειρήσεις είχαν παραβεί το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ συμμετέχοντας σε σύμπραξη στην αγορά ασφάλτου στις Κάτω Χώρες και επέβαλε στις επιχειρήσεις αυτές πρόστιμα συνολικού ποσού 266,717 εκατομμυρίων ευρώ.

2        Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υπέβαλε στις 7 Μαρτίου 2008 ενώπιον της Επιτροπής αίτηση να του επιτραπεί πρόσβαση στο πλήρες κείμενο της αποφάσεως για την πίσσα (στο εξής: εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως για την πίσσα) δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43).

3        Με έγγραφο της 27ης Μαρτίου 2008 η Επιτροπή απέρριψε την αρχική αίτηση προσβάσεως στο εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως για την πίσσα.

4        Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υπέβαλε στις 17 Απριλίου 2008 επιβεβαιωτική αίτηση δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 ζητώντας από την Επιτροπή να αναθεωρήσει τη θέση της (στο εξής: επιβεβαιωτική αίτηση). Δήλωσε ότι είχε την πρόθεση να ζητήσει ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων αποζημίωση από τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορούσε η απόφαση για την πίσσα, επειδή είχε υποστεί ζημία λόγω των ενεργειών τους. Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών παρατήρησε ότι θα ήταν προς τούτο χρήσιμο να λάβει γνώση των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως για την πίσσα, αλλά απαλείφθηκαν από το δημοσιοποιημένο κείμενο της ίδιας αποφάσεως. Προς τον σκοπό αυτό, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υπέδειξε ειδικώς ορισμένα χωρία της αποφάσεως για την πίσσα τα οποία αφορούν:

–        τη φύση και την έκταση της παραβάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 4 έως 6 της αποφάσεως για την πίσσα)·

–        την οργάνωση και τη λειτουργία του καρτέλ (αιτιολογικές σκέψεις 48 έως 86 και 350 έως 354 της αποφάσεως για την πίσσα)·

–        τον ρόλο ορισμένων επιχειρήσεων ως υποκινητών ή επικεφαλής της συμπράξεως (αιτιολογικές σκέψεις 342 έως 347 της αποφάσεως για την πίσσα)·

–        τις συμφωνίες περί των τιμών που καθορίζονταν στο πλαίσιο της συμπράξεως (αιτιολογικές σκέψεις 87 έως 126 της αποφάσεως για την πίσσα)·

–        τις διαφορές του επιπέδου των τιμών της πίσσας στις Κάτω Χώρες σε σχέση με τις όμορες χώρες (αιτιολογικές σκέψεις 150, 174, 314 της αποφάσεως για την πίσσα)·

–        το συμφέρον των κατασκευαστών έργων οδοποιίας για αύξηση των τιμών της πίσσας (αιτιολογικές σκέψεις 149 και 151 της αποφάσεως για την πίσσα)·

–        τα μερίδια αγοράς και τον κύκλο εργασιών που αφορούσαν τις πωλήσεις πίσσας των συμμετεχόντων στη σύμπραξη στις Κάτω Χώρες (αιτιολογικές σκέψεις 7 έως 29 και 321 της αποφάσεως για την πίσσα)·

–        τέλος, τα ονόματα των φυσικών προσώπων που εκπροσωπούσαν στις συσκέψεις της συμπράξεως τους συμμετέχοντες (αιτιολογικές σκέψεις 187, 205, 236, 252, 265, 268, 273, 279, 286, 291, 293 και 298 της αποφάσεως για την πίσσα).

5        Η Επιτροπή, με έγγραφο της 30ής Ιουνίου 2008 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), απέρριψε την επιβεβαιωτική αίτηση.

6        Όσον αφορά τις πληροφορίες για τις οποίες έγινε λόγος στη σκέψη 4, πρώτη περίπτωση, ανωτέρω, η Επιτροπή επισήμανε ότι το δημοσιοποιημένο και το εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως ήταν όμοια.

7        Όσον αφορά τις πληροφορίες για τις οποίες έγινε λόγος στη σκέψη 4, δεύτερη έως όγδοη περίπτωση, ανωτέρω, η Επιτροπή επισήμανε, αφενός, ότι καλύπτονταν από τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 και αφορούν την προστασία, αντιστοίχως, των εμπορικών συμφερόντων των φυσικών ή νομικών προσώπων και του σκοπού των δραστηριοτήτων επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Αφετέρου, επισήμανε ότι κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, in fine, του εν λόγω κανονισμού οι εξαιρέσεις αυτές δεν τυγχάνουν εφαρμογής σε περίπτωση συνδρομής υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογεί τη γνωστοποίηση των ζητούμενων πληροφοριών. Έκρινε όμως ότι η επιβεβαιωτική αίτηση δεν περιείχε επιχειρήματα δυνάμενα να αποδείξουν τη συνδρομή τέτοιου συμφέροντος, καθόσον το προβαλλόμενο εκ μέρους του Βασιλείου των Κάτω Χωρών συμφέρον που αντλείται από τη χρησιμότητα του εμπιστευτικού κειμένου της αποφάσεως για την πίσσα για την προετοιμασία ενδεχόμενης αγωγής αποζημιώσεως κατά των επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η απόφαση αυτή ήταν ιδιωτικής φύσεως και όχι δημόσιο.

8        Όσον αφορά τις πληροφορίες για τις οποίες έγινε λόγος στη σκέψη 4, όγδοη περίπτωση, ανωτέρω, η Επιτροπή έκρινε ότι καλύπτονταν επίσης, περά από το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, από την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού και αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου.

9        Τέλος, η Επιτροπή έκρινε ότι, δεδομένου ότι οι πληροφορίες για τις οποίες έγινε λόγος στη σκέψη 4, δεύτερη έως όγδοη περίπτωση, ανωτέρω, καλύπτονταν πλήρως από τις εξαιρέσεις που προαναφέρθηκαν, δεν ήταν δυνατή η μερική γνωστοποίηση των πληροφοριών αυτών δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001.

10      Τον Αύγουστο του 2009 η Επιτροπή δημοσιοποίησε νέο κείμενο της αποφάσεως για την πίσσα, στο οποίο τα χωρία που δεν γνωστοποιήθηκαν ήταν λιγότερα (στο εξής: νέο δημοσιοποιημένο κείμενο της αποφάσεως για την πίσσα).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

11      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Σεπτεμβρίου 2008, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

12      Με διάταξη του προέδρου του δευτέρου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Ιουνίου 2010, ανεστάλη η διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί οριστικώς επί της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, C‑139/07 P, Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau (Συλλογή 2010, σ. I‑5885), καθώς και μέχρις ότου το Γενικό Δικαστήριο αποφανθεί οριστικώς επί της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη της 25ης Ιανουαρίου 2011, T‑399/07, Basell Polyolefine κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή). Η διαδικασία επαναλήφθηκε στις 25 Ιανουαρίου 2011.

13      Δεδομένου ότι η σύνθεση των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου τροποποιήθηκε, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έκτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε κατά συνέπεια η υπό κρίση υπόθεση.

14      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Δεκεμβρίου 2012.

15      Κατά το πέρας της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε στους διαδίκους ερώτημα που αφορούσε τον συγκεκριμένο καθορισμό του αντικειμένου της διαφοράς δεδομένου του νέου δημοσιοποιημένου κειμένου της αποφάσεως για την πίσσα.

16      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και η Επιτροπή απάντησαν στο ερώτημα που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο με τις γραπτές παρατηρήσεις τους τις οποίες κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, στις 24 Ιανουαρίου και στις 8 Φεβρουαρίου 2013, αντιστοίχως.

17      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών επισήμανε με τις παρατηρήσεις του ότι η αίτηση προσβάσεως είχε πλέον ως αντικείμενο όλα τα χωρία που παρέμειναν εμπιστευτικά στο νέο δημοσιοποιημένο κείμενο της αποφάσεως για την πίσσα. Ειδικότερα, προσδιόρισε ορισμένα χωρία της αποφάσεως αυτής τα οποία αφορούν:

–        τη φύση και την έκταση της παραβάσεως (υποσημειώσεις 7 έως 12 της αποφάσεως για την πίσσα)·

–        την οργάνωση και τη λειτουργία της συμπράξεως (αιτιολογικές σκέψεις 50, 53 έως 57, 59, 62, 64 έως 66, 69 έως 74, 77, 78, 80, 82 έως 86 και υποσημειώσεις 130, 132 έως 134, 137 έως 140, 143 έως 148, 150 έως 157, 160 έως 187, 189 έως 192, 194 έως 198, 200 έως 204, 206 έως 212, 215 έως 229, 231 έως 239, 519 έως 521 της αποφάσεως για την πίσσα)·

–        τον ρόλο ορισμένων επιχειρήσεων ως υποκινητών ή επικεφαλής της συμπράξεως (αιτιολογικές σκέψεις 342 έως 345 και υποσημειώσεις 505, 507 έως 513, 515 έως 518 της αποφάσεως για την πίσσα)·

–        τις συμφωνίες περί των τιμών που γίνονταν στο πλαίσιο της συμπράξεως (αιτιολογικές σκέψεις 88 έως 98, 102 έως 118, 120 έως 125 και υποσημειώσεις 240 έως 251, 253, 254, 256 έως 268, 270, 272 έως 322 της αποφάσεως για την πίσσα)·

–        τις διαφορές του επιπέδου των τιμών της πίσσας στις Κάτω Χώρες σε σχέση με τις όμορες χώρες (υποσημειώσεις 372 έως 376 της αποφάσεως για την πίσσα)·

–        το συμφέρον των κατασκευαστών έργων οδοποιίας για αύξηση των τιμών της πίσσας (υποσημειώσεις 341 έως 346 της αποφάσεως για την πίσσα)·

–        τα μερίδια αγοράς και τον κύκλο εργασιών που αφορούσαν τις πωλήσεις πίσσας των συμμετεχόντων στη σύμπραξη στις Κάτω Χώρες (αιτιολογικές σκέψεις 8 έως 16, 18 έως 23, 29 και υποσημειώσεις 16, 18, 21, 29 έως 32, 35 έως 37, 41, 43 έως 45, 47, 49, 52, 53, 56, 59, 60, 70, 73, 77 έως 81 της αποφάσεως για την πίσσα)·

–        τα ονόματα των φυσικών προσώπων που εκπροσωπούσαν στις συσκέψεις της συμπράξεως τους συμμετέχοντες (αιτιολογικές σκέψεις 187, 236, 252, 265, 268, 273, 279, 286, 291, 293, 298 της αποφάσεως για την πίσσα)·

–        και, τέλος, «λοιπές ζητούμενες πληροφορίες» (αιτιολογικές σκέψεις 30, 34, 35, 37, 42, 45, 154, 175 έως 177, 179, 187, 236, 252, 265, 268, 273, 279, 286, 291, 293, 298, 302, 317, 319, 321, 342 έως 347, 372, 378, 380, 382 έως 386, 389 έως 391, 394, 397 και υποσημειώσεις 82, 84 έως 87, 89 έως 100, 102 έως 119, 121, 122, 124, 126, 341, 350 έως 352, 379 έως 381, 385, 386, 390 έως 393, 395, 419, 420, 422, 423, 430, 433, 435 έως 437, 441, 447, 450, 453 έως 458, 465 έως 469, 472 έως 474, 480 έως 483, 522, 528, 541, 547, 549 και παράρτημα 1 της αποφάσεως για την πίσσα).

18      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών τόνισε ότι οι «λοιπές ζητούμενες πληροφορίες» ήταν επίσης αντικείμενο της αιτήσεως προσβάσεως μολονότι δεν είχαν ρητώς μνημονευθεί στην επιβεβαιωτική αίτηση. Ειδικότερα, η επιβεβαιωτική αίτηση αφορούσε το σύνολο της αποφάσεως για την πίσσα. Τέλος, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών διευκρίνισε ότι το αντικείμενο της διαφοράς δεν αφορούσε τις εμπιστευτικές πληροφορίες που είχε λάβει η Επιτροπή βάσει της ανακοινώσεώς της σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί επιείκειας).

19      Η Επιτροπή, από την πλευρά της, επισήμανε με τις παρατηρήσεις της την ασυνέπεια και την ανακρίβεια της θέσεως του Βασιλείου των Κάτω Χωρών όσον αφορά τον προσδιορισμό των πληροφοριών των οποίων το αίτημα γνωστοποιήσεως αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς. Ως προς το σημείο αυτό, υποστηρίζει ότι δεν προκύπτει σαφώς από την αρχική και την επιβεβαιωτική αίτηση ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ζητούσε πρόσβαση σε πληροφορίες άλλες πλην εκείνων που καθορίζονταν με τις αιτήσεις αυτές.

20      Στη συνέχεια, οι διάδικοι κλήθηκαν σε νέα επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία προσδιορίστηκε για τις 29 Απριλίου 2013, από της οποίας τη διεξαγωγή όμως παραιτήθηκαν. Η προφορική διαδικασία περατώθηκε στις 17 Απριλίου 2013.

21      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον αφορά όλα τα χωρία της αποφάσεως για την πίσσα που παραμένουν εμπιστευτικά, εξαιρουμένων εκείνων που περιέχουν πληροφορίες που έχουν ληφθεί δυνάμει της ανακοινώσεως περί επιείκειας·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

22      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του αντικειμένου της διαφοράς

23      Η Επιτροπή προέβη στη δημοσίευση του νέου δημοσιοποιημένου κειμένου της αποφάσεως για την πίσσα μετά από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως και την κατάθεση του υπομνήματος ανταπαντήσεως. Στο κείμενο αυτό οι μη γνωστοποιούμενες πληροφορίες είναι λιγότερες σε σχέση με το δημοσιοποιημένο κείμενο το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο της αρχικής συζητήσεως μεταξύ των διαδίκων, αρχικώς, ενώπιον της Επιτροπής και, στη συνέχεια, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο των υπομνημάτων των διαδίκων. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε αναγκαίο να ζητήσει από τους διαδίκους τη διευκρίνιση του αντικειμένου της διαφοράς κατόπιν του νέου δημοσιοποιημένου κειμένου της αποφάσεως για την πίσσα. Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό με τις παρατηρήσεις του της 24ης Ιανουαρίου 2013 με τις οποίες προσδιόρισε τα χωρία των οποίων ζητούσε τη γνωστοποίηση αφαιρώντας από το αίτημά του τα χωρία που περιλαμβάνονταν πλέον στο νέο δημοσιοποιημένο κείμενο της αποφάσεως για την πίσσα. Επιπλέον, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών επισήμανε ότι οι πληροφορίες που λήφθηκαν δυνάμει της ανακοινώσεως περί επιείκειας εξαιρούνταν από την αίτηση προσβάσεως (βλ. σκέψη 18 ανωτέρω).

24      Πρέπει να γίνει δεκτό ότι το αίτημα ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να εξεταστεί βάσει των διευκρινίσεων στις οποίες προέβη το Βασίλειο των Κάτω Χωρών με τις παρατηρήσεις του της 24ης Ιανουαρίου 2013.

 Επί της ουσίας

25      Τα επιχειρήματα που προέβαλε το Βασίλειο των Κάτω Χωρών προς στήριξη της προσφυγής μπορούν να καταταγούν σε επτά λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αντλούνται, αντιστοίχως, από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 καθώς και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι οι πληροφορίες για τις οποίες έγινε λόγος στη σκέψη 17, δεύτερη έως όγδοη περίπτωση, ανωτέρω (στο εξής: επίδικες πληροφορίες) καλύπτονταν από τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα που προβλέπουν οι εν λόγω διατάξεις και δεν εξήγησε τον λόγο της μη γνωστοποιήσεως των υποσημειώσεων 7 έως 12 της αποφάσεως για την πίσσα (σκέψη 17, πρώτη περίπτωση, ανωτέρω). Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον για τη γνωστοποίηση των επίδικων πληροφοριών συνέτρεχε υπέρτερο δημόσιο συμφέρον. Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού, καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι η πληροφορία για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 17, όγδοη περίπτωση, ανωτέρω, καλυπτόταν από την εξαίρεση που αφορά την προστασία της ακεραιότητας του ατόμου. Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, καθώς και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον η Επιτροπή δεν επέτρεψε μερική πρόσβαση στις επίδικες πληροφορίες. Ο έκτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 7, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον η εφαρμογή των εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 δεν ήταν πλέον δικαιολογημένη, λαμβανομένης υπόψη της περιόδου στην οποία ανάγονταν οι επίδικες πληροφορίες. Τέλος, ο έβδομος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 10 ΕΚ, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον η Επιτροπή δεν αντάλλαξε τις πληροφορίες αυτές με το Βασίλειο των Κάτω Χωρών.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

26      Πρέπει να επισημανθεί ότι ένα θεσμικό όργανο της Ένωσης, για να εκτιμήσει αίτηση περί προσβάσεως σε έγγραφα τα οποία αυτό κατέχει, μπορεί να λάβει υπόψη σωρευτικώς διάφορους λόγους αρνήσεως μεταξύ αυτών που διαλαμβάνονται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2012, C‑404/10 P, Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, σκέψεις 113 και 114).

27      Η Επιτροπή, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 7 ανωτέρω, έκρινε ότι οι επίδικες πληροφορίες καλύπτονταν τόσο από την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 και αφορά την προστασία των εμπορικών συμφερόντων όσο και από την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του ίδιου κανονισμού και αφορά την προστασία του σκοπού των δραστηριοτήτων έρευνας, επιθεωρήσεως και οικονομικού ελέγχου των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Ως εκ τούτου, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, προκειμένου να αποδείξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει πλάνη η οποία μπορεί να δικαιολογήσει την ακύρωσή της όσον αφορά τις πληροφορίες αυτές, πρέπει να αποδείξει είτε, στο πλαίσιο του πρώτου και του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι μπορούσε να αρνηθεί την πρόσβαση σε αυτές βάσει καθεμιάς από τις ως άνω εξαιρέσεις είτε, στο πλαίσιο του τρίτου και του πέμπτου έως έβδομου λόγου ακυρώσεως, ότι υπέρτερο δημόσιο συμφέρον ή ο χρόνος που έχει διαρρεύσει, ή η υποχρέωση της Επιτροπής να τηρεί το άρθρο 10 ΕΚ είτε η αρχή της αναλογικότητας δικαιολογούσαν, σε κάθε περίπτωση, την τουλάχιστον εν μέρει γνωστοποίησή τους ή την ανταλλαγή τους με το Βασίλειο των Κάτω Χωρών.

28      Τέλος, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 8 ανωτέρω, η Επιτροπή έκρινε ότι οι πληροφορίες για τις οποίες έγινε λόγος τόσο στη σκέψη 4, όγδοη περίπτωση, όσο και στη σκέψη 17, όγδοη περίπτωση, ανωτέρω, καλύπτονταν επίσης από την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001 και αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου. Κατά συνέπεια, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, προκειμένου να αποδείξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει πλάνη που δικαιολογεί την ακύρωσή της όσον αφορά τις επίμαχες πληροφορίες, πρέπει είτε να αποδείξει σωρευτικώς τη βασιμότητα του πρώτου, του δεύτερου και του τέταρτου λόγου ακυρώσεως είτε να αποδείξει τη βασιμότητας ενός από τους τρίτο, πέμπτο, έκτο και έβδομο λόγους ακυρώσεως.

29      Πρέπει κατ’ αρχάς να εξεταστούν από κοινού ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως.

 Επί του πρώτου και του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται, αντιστοίχως, από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, καθώς και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι οι επίδικες πληροφορίες καλύπτονταν από τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές και δεν εξήγησε τον λόγο της μη γνωστοποιήσεως των υποσημειώσεων 7 έως 12 της αποφάσεως για την πίσσα

30      Η υπό κρίση υπόθεση αφορά τη σχέση μεταξύ του κανονισμού 1049/2001 και μιας άλλης κανονιστικής ρυθμίσεως, ήτοι του κανονισμού 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ L 1, σ. 1), που διέπει συγκεκριμένο τομέα του δικαίου της Ένωσης. Οι δύο αυτοί κανονισμοί επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς. Ο πρώτος επιδιώκει να εξασφαλίσει τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων εκ μέρους των δημόσιων αρχών, καθώς και στα στοιχεία στα οποία στηρίζονται οι αποφάσεις τους. Επομένως, επιδιώκει να διευκολύνει κατά τον μέγιστο δυνατό βαθμό την άσκηση του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων, καθώς και να προωθήσει την άσκηση ορθής διοικητικής πρακτικής. Ο δεύτερος έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει την τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου στις διαδικασίες καταστολής των παραβιάσεων του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, σκέψη 26 ανωτέρω, σκέψη 109).

31      Αντιθέτως προς το επιχείρημα του Βασιλείου των Κάτω Χωρών ότι από το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001 προκύπτει ότι, σε περίπτωση αντιφάσεως μεταξύ του κανονισμού αυτού και ενός άλλου κανόνα του δικαίου της Ένωσης, υπερισχύουν οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού, πρέπει να επισημανθεί ότι ούτε ο κανονισμός 1049/2001 ούτε ο κανονισμός 1/2003 περιλαμβάνουν διάταξη που να προβλέπει ρητώς την υπεροχή του ενός έναντι του άλλου. Επομένως, πρέπει να εξασφαλιστεί εφαρμογή εκάστου των κανονισμών αυτών που να είναι σύμφωνη με την εφαρμογή του άλλου και που να καθιστά έτσι δυνατή τη συνεκτική εφαρμογή τους. Εξάλλου, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, καίτοι ο κανονισμός 1049/2001 σκοπό έχει να παράσχει στο κοινό το δικαίωμα μιας όσο το δυνατόν ευρύτερης προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων, εντούτοις το δικαίωμα αυτό υπόκειται, βάσει του καθεστώτος των εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού αυτού, σε ορισμένους περιορισμούς που στηρίζονται σε λόγους δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, σκέψη 26 ανωτέρω, σκέψεις 110 και 111).

32      Βεβαίως, καίτοι το δικαίωμα λήψεως γνώσεως του διοικητικού φακέλου στο πλαίσιο διαδικασίας για την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ και το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων, δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, διακρίνονται νομικώς, εντούτοις καταλήγουν σε παρόμοια κατάσταση από λειτουργικής απόψεως. Πράγματι, ανεξαρτήτως της νομικής βάσεως δυνάμει της οποίας επιτρέπεται, η πρόσβαση στον φάκελο επιτρέπει στους ενδιαφερόμενους να λάβουν γνώση των παρατηρήσεων και των εγγράφων που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, σκέψη 26 ανωτέρω, σκέψη 120).

33      Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι επίδικες πληροφορίες αφορούν δραστηριότητα επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου των θεσμικών οργάνων της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Πράγματι, η Επιτροπή συγκέντρωσε τις πληροφορίες αυτές στο πλαίσιο έρευνας σχετικής με την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ, η οποία σκοπό είχε τη συλλογή επαρκών πληροφοριών και αποδείξεων για την επιβολή κυρώσεων για συγκεκριμένες πρακτικές αντίθετες προς τη διάταξη αυτή.

34      Επιπλέον, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού διαδικασίας για την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ, που συνίσταται στο να εξακριβωθεί αν μία ή περισσότερες επιχειρήσεις έχουν δεσμευθεί στο πλαίσιο αθέμιτης συμπράξεως η οποία μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τον ανταγωνισμό, η Επιτροπή συλλέγει στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες, σχετικά με τις εμπορικές στρατηγικές των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, το ύψος των πωλήσεών τους, τα μερίδιά τους στην αγορά ή τις εμπορικές τους σχέσεις, οπότε η πρόσβαση στα έγγραφα μιας τέτοιας διαδικασίας μπορεί να βλάψει την προστασία των εμπορικών συμφερόντων των εν λόγω επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, οι εξαιρέσεις που αφορούν την προστασία των εμπορικών συμφερόντων και την προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου των θεσμικών οργάνων της Ένωσης συνδέονται, εν προκειμένω, στενά (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, απόφαση Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, σκέψη 26 ανωτέρω, σκέψη 115).

35      Βεβαίως, για να δικαιολογηθεί η άρνηση προσβάσεως σε έγγραφο δεν αρκεί, κατ’ αρχήν, το έγγραφο αυτό να αφορά δραστηριότητα ή συμφέρον διαλαμβανόμενα στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, δεδομένου ότι το οικείο θεσμικό όργανο πρέπει επίσης να επεξηγήσει τους λόγους για τους οποίους η πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο είναι ικανή να θίξει συγκεκριμένα και ουσιαστικά το συμφέρον που προστατεύει μία από τις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο αυτό. Πάντως, επιτρέπεται στο οικείο θεσμικό όργανο να στηριχθεί, συναφώς, σε γενικά τεκμήρια τα οποία εφαρμόζονται σε ορισμένες κατηγορίες εγγράφων, δεδομένου ότι παρόμοιες γενικού χαρακτήρα εκτιμήσεις μπορούν να ισχύουν για αιτήσεις γνωστοποιήσεως που αφορούν έγγραφα της ίδιας φύσεως (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, σκέψη 26 ανωτέρω, σκέψη 116 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

36      Όσον αφορά τις διαδικασίες ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων και τις διαδικασίες ελέγχου των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, το Δικαστήριο έκρινε ότι τέτοια γενικά τεκμήρια μπορούν να προκύψουν, αντιστοίχως, από τον κανονισμό (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (EE L 83, σ. 1), και από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (διορθωμένο κείμενο ΕΕ 2010, L 257, σ. 13), οι οποίοι διέπουν ειδικότερα τις κρατικές ενισχύσεις και τις συγκεντρώσεις μεταξύ επιχειρήσεων και οι οποίοι περιέχουν διατάξεις σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες και έγγραφα που έχουν συλλεγεί στο πλαίσιο διαδικασιών έρευνας και ελέγχου σχετικά με ενίσχυση ή συγκέντρωση μεταξύ επιχειρήσεων (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, σκέψη 12 ανωτέρω, σκέψεις 55 έως 57, και Επιτροπής κατά Éditions Odile Jacob, σκέψη 26 ανωτέρω, σκέψεις 117 και 118).

37      Πρέπει να γίνει δεκτό ότι τέτοια γενικά τεκμήρια μπορούν επίσης να εφαρμοστούν, στον τομέα των διαδικασιών εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ, λόγω του ότι η κανονιστική ρύθμιση που διέπει τη διαδικασία αυτή προβλέπει επίσης αυστηρούς κανόνες όσον αφορά την επεξεργασία των πληροφοριών που συλλέγονται ή αποδεικνύονται στο πλαίσιο τέτοιας διαδικασίας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, σκέψη 26 ανωτέρω, σκέψη 118).

38      Πράγματι, το άρθρο 27, παράγραφος 2, και το άρθρο 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, καθώς και τα άρθρα 8 και 15 του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ L 123 σ. 18), ρυθμίζουν περιοριστικά τη χρήση των πληροφοριών στο πλαίσιο της διαδικασίας για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπουν τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, περιορίζοντας την πρόσβαση στον φάκελο στα μέρη προς τα οποία η Επιτροπή έχει απευθύνει ανακοίνωση αιτιάσεων και, ενδεχομένως, στους καταγγέλλοντες, υπό την επιφύλαξη του θεμιτού συμφέροντος των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων για μη γνωστοποίηση των επιχειρηματικών τους απορρήτων και απαιτώντας να χρησιμοποιηθούν οι συγκεκριμένες πληροφορίες για τον σκοπό που συγκεντρώθηκαν και να μη γνωστοποιούνται οι πληροφορίες οι οποίες, ως εκ της φύσεώς τους, καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο.

39      Υπό τις συνθήκες αυτές, αφενός, η γενικευμένη πρόσβαση, βάσει του κανονισμού 1049/2001, στα έγγραφα που αντηλλάγησαν, στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ, μεταξύ της Επιτροπής και των μερών που αφορά η διαδικασία αυτή ή τρίτων θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ισορροπία που ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να εξασφαλίσει, στον κανονισμό 1/2003, μεταξύ της υποχρεώσεως των οικείων επιχειρήσεων να γνωστοποιούν στην Επιτροπή ενδεχομένως ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες και της εγγυήσεως ενισχυμένης προστασίας που συνδέεται, όσον αφορά το επαγγελματικό και το επιχειρηματικό απόρρητο, με τις κατ’ αυτόν τον τρόπο διαβιβασθείσες στην Επιτροπή πληροφορίες (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, σκέψη 26 ανωτέρω, σκέψη 121).

40      Αφετέρου, αν πρόσωπα πέραν εκείνων στα οποία η κανονιστική ρύθμιση περί της διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ επιτρέπει να έχουν πρόσβαση στον φάκελο ήταν σε θέση να αποκτήσουν πρόσβαση στα σχετικά με τέτοια διαδικασία έγγραφα βάσει του κανονισμού 1049/2001, θα διακυβευόταν το καθεστώς που θεσπίστηκε με την κανονιστική αυτή ρύθμιση (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, σκέψη 26 ανωτέρω, σκέψη 122).

41      Εξάλλου, πρέπει να γίνει δεκτό, όσον αφορά τις πληροφορίες που συγκεντρώνει η Επιτροπή στο πλαίσιο των διαδικασιών εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ βάσει της ανακοινώσεως περί επιείκειας, ότι η γνωστοποίηση των πληροφοριών αυτών θα μπορούσε να αποθαρρύνει τους πιθανούς αιτούντες επιεική μεταχείριση από το να προβαίνουν σε δηλώσεις βάσει της ανακοινώσεως αυτής. Πράγματι, θα μπορούσαν να βρεθούν σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που είχαν συμμετοχή στη σύμπραξη και δεν συνεργάστηκαν ή συνεργάστηκαν σε μικρότερη κλίμακα.

42      Κατά συνέπεια, για την ερμηνεία των εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, πρέπει να αναγνωριστεί η ύπαρξη γενικού τεκμηρίου κατά το οποίο η γνωστοποίηση των εγγράφων που έχει συλλέξει η Επιτροπή στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ θα έθιγε, κατ’ αρχήν, τόσο την προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου των θεσμικών οργάνων της Ένωσης όσο και την προστασία των εμπορικών συμφερόντων επιχειρήσεων που εμπλέκονται σε μια τέτοια διαδικασία (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, σκέψη 26 ανωτέρω, σκέψη 123).

43      Δεδομένης της φύσεως των συμφερόντων που προστατεύονται στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το συμπέρασμα που αντλείται στην προηγούμενη σκέψη επιβάλλεται ανεξαρτήτως του αν η αίτηση προσβάσεως αφορά διαδικασία η οποία έχει ήδη ολοκληρωθεί ή εκκρεμή διαδικασία. Συγκεκριμένα, η δημοσιοποίηση των ευαίσθητων πληροφοριών που αφορούν τις οικονομικές δραστηριότητες των εμπλεκομένων επιχειρήσεων μπορεί να βλάψει τα εμπορικά τους συμφέροντα, ανεξάρτητα από την ύπαρξη εκκρεμούσας διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ. Επιπλέον, η προοπτική μιας τέτοιας δημοσιοποιήσεως μετά την περάτωση της διαδικασίας ελέγχου θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις όσον αφορά τη διάθεση συνεργασίας των επιχειρήσεων ενόσω εκκρεμεί μια τέτοια διαδικασία (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, σκέψη 26 ανωτέρω, σκέψη 124).

44      Πρέπει εξάλλου να υπογραμμιστεί ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 7, του κανονισμού 1049/2001, οι εξαιρέσεις που αφορούν τα εμπορικά συμφέροντα ή τα ευαίσθητα έγγραφα μπορούν να εφαρμοσθούν επί περίοδο τριάντα ετών, ή ακόμη και πέραν αυτής αν τούτο κριθεί αναγκαίο (απόφαση Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, σκέψη 26 ανωτέρω, σκέψη 125).

45      Τέλος, το γενικό αυτό τεκμήριο δεν αποκλείει τη δυνατότητα να αποδειχθεί ότι συγκεκριμένο έγγραφο του οποίου ζητείται η γνωστοποίηση δεν καλύπτεται από το ως άνω τεκμήριο ή ότι συντρέχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που να δικαιολογεί τη γνωστοποίηση του εν λόγω εγγράφου δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 (απόφαση Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, σκέψη 26 ανωτέρω, σκέψη 126).

46      Οι αιτιάσεις που προβάλλει κατ’ ουσίαν το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στο πλαίσιο των υπό κρίση λόγων ακυρώσεως πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων.

47      Πρώτον, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υποστηρίζει ότι στην έννοια των εμπορικών συμφερόντων κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 περιλαμβάνονται μόνο νόμιμα και θεμιτά εμπορικά συμφέροντα, πράγμα που αποκλείει τα εμπορικά συμφέροντα των συμμετεχόντων σε σύμπραξη καθώς και το συμφέρον να μην ασκηθεί εναντίον τους αγωγή αποζημιώσεως λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης. Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών προσθέτει ότι, σε κάθε περίπτωση, υπ’ αυτές τις συνθήκες, αφενός, τα συμφέροντα της οργανώσεως της συμπράξεως δεν ενέπιπταν στην προστασία των εμπορικών συμφερόντων και, αφετέρου, δεν υπήρχε εν προκειμένω κανένας πραγματικός κίνδυνος να θιγούν εμπορικά συμφέροντα, δεδομένου ότι όλοι οι προμηθευτές πίσσας συμμετείχαν στη σύμπραξη και ότι ο ανταγωνισμός, όσον αφορά την αγορά αυτή, δεν ήταν πραγματικός κατά τη διάρκεια της επίμαχης παραβάσεως.

48      Επί του σημείου αυτού, επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, η επισήμανση ότι, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, ούτε ο κανονισμός 1049/2001 ούτε ο κανονισμός 1/2003 ορίζουν ότι η συμμετοχή ορισμένης επιχειρήσεως σε παραβίαση των κανόνων του ανταγωνισμού εμποδίζει την Επιτροπή να επικαλεστεί την προστασία των εμπορικών συμφερόντων της επιχειρήσεως αυτής προκειμένου να αρνηθεί την πρόσβαση σε πληροφορίες και έγγραφα που αφορούν την οικεία παράβαση.

49      Αντιθέτως, το γεγονός ότι το άρθρο 28, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1/2003 προβλέπει ότι οι πληροφορίες που συλλέγονται κατ’ εφαρμογή των άρθρων 17 έως 22 του εν λόγω κανονισμού επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν μόνο για τον σκοπό για τον οποίο συγκεντρώθηκαν και ότι η Επιτροπή και οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών, οι υπάλληλοί τους, το λοιπό προσωπικό τους και τα άλλα πρόσωπα που εργάζονται υπό την εποπτεία των εν λόγω αρχών, καθώς και οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό άλλων αρχών των κρατών μελών οφείλουν να μη δημοσιοποιούν τα στοιχεία που συγκεντρώνουν ή ανταλλάσσουν κατ’ εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού και τα οποία, ως εκ της φύσεώς τους, καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο, υποδεικνύει ότι, κατ’ αρχήν, οι πληροφορίες σχετικά με την επίμαχη παράβαση μπορούν, ή ακόμη πρέπει, να θεωρούνται εμπιστευτικές.

50      Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται εξάλλου από το γεγονός ότι το δικαίωμα προσβάσεως των επιχειρήσεων προς τις οποίες απευθύνεται ανακοίνωση αιτιάσεων στον φάκελο της Επιτροπής περιορίζεται, δυνάμει του άρθρου 27, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, από το θεμιτό συμφέρον των επιχειρήσεων για μη γνωστοποίηση των επιχειρηματικών τους απορρήτων και δεν επεκτείνεται σε πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως. Αυτό σημαίνει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης αποφάσισε να χορηγήσει ορισμένη προστασία στα εμπορικά συμφέροντα των επιχειρήσεων που αποτελούν αντικείμενο διαδικασίας για την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ, όπως και του άρθρου 82 ΕΚ, και τούτο ακόμη και στην περίπτωση που το συμφέρον αυτό μπορεί να συγκρούεται εν μέρει με τα δικαιώματα άμυνας των επιχειρήσεων αυτών.

51      Πρέπει βεβαίως να επισημανθεί, ακολούθως, ότι, όπως υποστηρίζει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το συμφέρον επιχειρήσεως, στην οποία η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο για παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού, να μη γνωστοποιηθούν στο κοινό λεπτομέρειες της προσαπτόμενης σε αυτή παραβατικής συμπεριφοράς δεν τυγχάνει καμίας ιδιαίτερης προστασίας, λαμβανομένου υπόψη, αφενός, του συμφέροντος του κοινού να γνωρίζει όσο δυνατόν ευρύτερα τους λόγους κάθε πράξεως της Επιτροπής, του συμφέροντος των επιχειρηματιών να γνωρίζουν ποια είναι η συμπεριφορά για την οποία μπορεί να τους επιβληθούν κυρώσεις και του συμφέροντος των προσώπων που θίγονται από την παράβαση να γνωρίζουν τις λεπτομέρειές της προκειμένου να επικαλεσθούν, ενδεχομένως, τα δικαιώματά τους κατά των επιχειρήσεων στις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις και, αφετέρου, της δυνατότητας που έχει η εν λόγω επιχείρηση να υποβάλει την απόφαση αυτή σε δικαστικό έλεγχο (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Οκτωβρίου 2007, T‑474/04, Pergan Hilfsstoffe für industrielle Prozesse κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4225, σκέψη 72).

52      Το Γενικό Δικαστήριο, εντούτοις, υπογράμμισε επίσης την ανάγκη σεβασμού της φήμης και της αξιοπρέπειας των οικείων επιχειρήσεων ενόσω δεν είχαν καταδικασθεί οριστικά και έκρινε συνεπώς ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με παράβαση επιχειρήσεως πρέπει να θεωρούνται εμπιστευτικές έναντι του κοινού και, ως εκ τούτου, καλυπτόμενες, ως εκ της φύσεώς τους, από το επαγγελματικό απόρρητο (απόφαση Pergan Hilfsstoffe für industrielle Prozesse κατά Επιτροπής, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψη 78). Πλην όμως, πρέπει να επισημανθεί ότι κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως προσβάσεως στις επίδικες πληροφορίες εκκρεμούσαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διάφορες ένδικες διαδικασίες που αφορούσαν προσφυγές ακυρώσεως κατά της αποφάσεως για την πίσσα (υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν η διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2008, T‑358/06, Wegenbouwmaatschappij Heijmans κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή· οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, T‑343/06, Shell Petroleum κ.λπ. κατά Επιτροπής · T‑344/06, Total κατά Επιτροπής · T‑347/06, Nynäs Petroleum και Nynas Belgium κατά Επιτροπής · T‑348/06, Total Nederland κατά Επιτροπής · T‑351/06, Dura Vermeer Groep κατά Επιτροπής · T‑352/06, Dura Vermeer Infra κατά Επιτροπής · T‑353/06, Vermeer Infrastructuur κατά Επιτροπής · T‑354/06, BAM NBM Wegenbouw και HBG Civiel κατά Επιτροπής · T‑355/06, Koninklijke BAM Groep κατά Επιτροπής · T‑356/06, Koninklijke Volker Wessels Stevin κατά Επιτροπής · T‑357/06, Koninklijke Wegenbouw Stevin κατά Επιτροπής · T‑359/06, Heijmans Infrastructuur κατά Επιτροπής · T‑360/06, Heijmans κατά Επιτροπής · T‑361/06, Ballast Nedam κατά Επιτροπής · T‑362/06, Ballast Nedam Infra κατά Επιτροπής, και T‑370/06, Kuwait Petroleum κ.λπ. κατά Επιτροπής) και δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι οι επιχειρήσεις που αφορούσε η απόφαση αυτή είχαν οριστικά καταδικασθεί.

53      Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 51 ανωτέρω, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι όλες οι πληροφορίες σχετικά με τις λεπτομέρειες παραβατικής συμπεριφοράς πρέπει να θεωρούνται ως μη εμπιστευτικές έναντι του κοινού. Η νομολογία αυτή πρέπει να ερμηνευθεί λαμβανομένων υπόψη των θεμιτών σκοπών της Επιτροπής να δημοσιοποιεί και να χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που απαιτούνται για να αποδειχθεί μια παράβαση, κατά την τελευταία περίοδος του άρθρου 27, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, καθώς και του συμφέροντος του κοινού για κατανόηση των λόγων που οδήγησαν την Επιτροπή στην έκδοση της αποφάσεώς της. Στα συμφέροντα αυτά περιλαμβάνεται το συμφέρον των επιχειρηματιών και των εν δυνάμει θυμάτων της παραβάσεως να γνωρίζουν, αντιστοίχως, τις συμπεριφορές που η Επιτροπή έκρινε απαγορευμένες και τις αναγκαίες λεπτομέρειες για να ζητήσουν ενώπιον του εθνικού δικαστή αποζημίωση από τις υπεύθυνες για την παράβαση επιχειρήσεις.

54      Εν προκειμένω, όμως, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν υποστηρίζει ότι το δημοσιοποιημένο κείμενο της αποφάσεως για την πίσσα δεν καθιστά δυνατή την κατανόηση των λόγων για τους οποίους η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση αυτή. Ούτε το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υποστηρίζει ότι οι επιχειρηματίες δεν έχουν τη δυνατότητα να προσδιορίσουν, μελετώντας το κείμενο αυτό, τη συμπεριφορά που έθεσαν σε εφαρμογή κατά παραβίαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης οι επιχειρήσεις τις οποίες αφορούσε η απόφαση για την πίσσα και για την οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις.

55      Όσον αφορά τα συμφέροντα των εν δυνάμει θυμάτων της παραβάσεως την οποία αφορά απόφαση για την πίσσα, το δημοσιοποιημένο κείμενο της αποφάσεως αυτής καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό των υπεύθυνων επιχειρήσεων, τη φύση και τη διάρκεια της παραβάσεως, καθώς και μεγάλου αριθμού στοιχείων τα οποία καθιστούν δυνατή την κατανόηση των ουσιωδών στοιχείων της λειτουργίας της. Είναι δυνατόν επομένως βάσει της αναγνώσεως της αποφάσεως τα πρόσωπα που εκτιμούν ότι έχουν υποστεί βλάβη από τη σύμπραξη να προσφύγουν ενώπιον του αρμόδιου εθνικού δικαστή.

56      Ως προς το σημείο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν είναι αναγκαίος κανόνας κατά τον οποίο όλα τα σχετικά με διαδικασία ανταγωνισμού έγγραφα πρέπει να κοινοποιούνται στον αιτούντα για τον μοναδικό λόγο ότι αυτός εξετάζει το ενδεχόμενο ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική προστασία του δικαιώματος σε αποζημίωση του εν λόγω αιτούντος, καθόσον είναι απίθανο η αγωγή αποζημιώσεως να πρέπει να θεμελιωθεί στο σύνολό της σε στοιχεία του φακέλου που αφορά την ως άνω διαδικασία. Στη συνέχεια, ο κανόνας αυτός θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή άλλων δικαιωμάτων που αναγνωρίζει το δίκαιο της Ένωσης, μεταξύ άλλων, στις οικείες επιχειρήσεις, όπως το δικαίωμα προστασίας του επαγγελματικού ή επιχειρηματικού απορρήτου, ή στους οικείους ιδιώτες, όπως το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Τέλος, τέτοια γενικευμένη πρόσβαση θα μπορούσε επίσης να θίξει συμφέροντα δημοσίας φύσεως, όπως η αποτελεσματικότητα της πολιτικής καταστολής των παραβιάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού, καθόσον θα μπορούσε να αποθαρρύνει τα εμπλεκόμενα σε παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ πρόσωπα από τη συνεργασία με τις αρχές ανταγωνισμού (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουνίου 2011, C‑360/09, Pfleiderer, Συλλογή 2011, σ. I‑5161, σκέψη 27).

57      Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η απόφαση για την πίσσα δεν είχε οριστικό χαρακτήρα, ενώ η αιτίαση του Βασιλείου των Κάτω Χωρών στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, στην ύπαρξη βεβαιωμένης παραβάσεως η οποία δικαιολογεί την απώλεια εκ μέρους των οικείων επιχειρήσεων κάθε άξιου προστασίας συμφέροντος όσον αφορά την παράβαση αυτή.

58      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

59      Δεύτερον, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υποστηρίζει ότι η αίτηση προσβάσεως στο εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως για την πίσσα δεν αφορούσε τα έγγραφα επί των οποίων η απόφαση αυτή στηριζόταν, αλλά μόνο τα εμπιστευτικά χωρία του κειμένου τα οποία η ίδια Επιτροπή είχε διατυπώσει βάσει των χωρίων αυτών. Κατά το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, δεδομένου ότι τα χωρία δεν μπορούν να θεωρηθούν πληροφορίες που προσκόμισε συγκεκριμένο μέρος ή, ακόμη, πληροφορίες σχετικές με τη λειτουργία της συμπράξεως, δεν μπορεί αν εφαρμοστεί ως προς αυτά η εξαίρεση που αφορά την προστασία των δραστηριοτήτων έρευνας.

60      Ως προς το σημείο αυτό, πρέπει, κατ’ αρχάς, να επισημανθεί ότι, όπως υποστηρίζει κατ’ ουσίαν η Επιτροπή, το γεγονός ότι η αίτηση προσβάσεως που υπέβαλε το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν αφορά τα έγγραφα που συγκέντρωσε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της έρευνάς της, αλλά ορισμένα χωρία της αποφάσεως για την πίσσα τα οποία διατυπώθηκαν βάσει των εγγράφων αυτών, δεν αποκλείει την εφαρμογή ως προς τα χωρία αυτά της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 και αφορά την προστασία του σκοπού έρευνας. Πράγματι, η διάταξη αυτή θα στερούνταν από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα αν η εφαρμογή της περιοριζόταν στα έγγραφα που συγκεντρώνονται στο πλαίσιο έρευνας διενεργούμενης από θεσμικό όργανο της Ένωσης και δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να μην επιτραπεί στα μέρη η πρόσβαση σε έγγραφα τα οποία στη συνέχεια συνέταξε το εν λόγω θεσμικό όργανο και περιέχουν πληροφορίες προερχόμενες από τα προστατευόμενα έγγραφα.

61      Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα του Βασιλείου των Κάτω Χωρών ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί ως προς τις σχετικές με τη λειτουργία της συμπράξεως πληροφορίες η εξαίρεση που αφορά την προστασία των δραστηριοτήτων έρευνας, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, του γεγονότος ότι το επιχείρημα αυτό είναι εντελώς αστήρικτο και, αφετέρου, των όσων εκτέθηκαν στις σκέψεις 48 έως 56 ανωτέρω.

62      Συνεπώς, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

63      Τρίτον, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών προβάλλει ότι η εξαίρεση που αφορά την προστασία των δραστηριοτήτων έρευνας εφαρμόζεται μόνο κατά το χρονικό διάστημα διεξαγωγής της έρευνας, ενώ η αίτηση προσβάσεως υποβλήθηκε μετά την έκδοση της αποφάσεως για την πίσσα.

64      Η αιτίαση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή, λαμβανομένων υπόψη των όσων εκτέθηκαν στη σκέψη 43 ανωτέρω. Εξάλλου, όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, η έρευνα που κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως για την πίσσα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περατώθηκε οριστικώς κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 52 ανωτέρω, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως προσβάσεως στις επίδικες πληροφορίες, ήταν εκκρεμείς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διάφορες ένδικες διαδικασίες. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα μπορούσε, αναλόγως της εκβάσεως των ενδίκων αυτών διαδικασιών, να οδηγηθεί στην ανάληψη ενεργειών προκειμένου να εκδώσει νέα απόφαση σχετικά με τις παραβάσεις του άρθρου 81 ΕΚ τις οποίες αφορούσε η απόφαση για την πίσσα.

65      Επομένως, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει επίσης να απορριφθεί.

66      Τέταρτον, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εφαρμόζοντας ως προς όλες τις επίδικες πληροφορίες τόσο την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 και αφορά την προστασία των εμπορικών συμφερόντων όσο και την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 και αφορά την προστασία του σκοπού των δραστηριοτήτων επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, δεν αιτιολόγησε ειδικώς τον εμπιστευτικό χαρακτήρα μίας εκάστης των επίμαχων πληροφοριών, καίτοι αυτές ήταν διακριτές. Κατά το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Επιτροπή όφειλε, σύμφωνα με τη νομολογία, να αναφέρει συγκεκριμένα, κατόπιν εξατομικευμένης εξετάσεως, τη φύση κάθε πληροφορίας της οποίας αρνήθηκε τη γνωστοποίηση καθώς και τους λόγους της αρνήσεως αυτής.

67      Ως προς το σημείο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι οι επίδικες πληροφορίες συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας της Επιτροπής η οποία κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως για την πίσσα, η οποία, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 64 ανωτέρω, δεν μπορούσε να θεωρηθεί οριστικώς περατωθείσα κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Οι πληροφορίες αυτές αφορούν λεπτομέρειες της οργανώσεως και της λειτουργίας της συμπράξεως την οποία αφορά τη απόφαση για την πίσσα, τη συγκεκριμένη συμμετοχή των επιχειρήσεων που μετείχαν στην παράβαση αυτή του άρθρου 81 ΕΚ, καθώς και την προσωπική συμμετοχή των εργαζομένων τους και, τέλος, τις συνθήκες των οικείων αγορών. Η ανάγνωση του δημοσιοποιημένου κειμένου της αποφάσεως για την πίσσα καταδεικνύει ότι η απόφαση της Επιτροπής να διατηρήσει εμπιστευτικές τις πληροφορίες αυτές προκύπτει από εξατομικευμένη εξέτασή τους. Πράγματι, είναι συγκεκριμένα τα σημεία του κειμένου αυτού από τα οποία έχουν αποκρυβεί οι πληροφορίες που κρίθηκαν εμπιστευτικές. Το δημοσιοποιημένο κείμενο της αποφάσεως για την πίσσα καθιστά δυνατή την κατανόηση με επαρκές επίπεδο ακρίβειας των λόγων για τους οποίους η Επιτροπή αρνήθηκε τη γνωστοποίηση των αποκρυβεισών πληροφοριών.

68      Στο πλαίσιο αυτό, λαμβανομένων υπόψη όσων εκτέθηκαν στις σκέψεις 30 έως 45 ανωτέρω, η Επιτροπή μπορούσε να κρίνει ότι οι επίδικες πληροφορίες καλύπτονταν από το γενικό τεκμήριο βάσει του οποίου η γνωστοποίηση των εγγράφων που έχει συλλέξει η Επιτροπή στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ θα έθιγε, κατ’ αρχήν, τόσο την προστασία των σκοπών έρευνας όσο και την προστασία των εμπορικών συμφερόντων επιχειρήσεων που εμπλέκονται σε τέτοια διαδικασία.

69      Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι επαρκής η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως η οποία, όπως συνομολογούν οι διάδικοι, στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, σε αυτό το τεκμήριο.

70      Ως εκ τούτου, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

71      Τέλος, πέμπτον, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε την άρνηση προσβάσεως στις υποσημειώσεις 7 έως 12 οι οποίες έχουν τεθεί στις αιτιολογικές σκέψεις 4 έως 6 της αποφάσεως για την πίσσα και, συνεπώς, στις πληροφορίες για τις οποίες έγινε λόγος στη σκέψη 17, πρώτη περίπτωση, ανωτέρω.

72      Ως προς το σημείο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση τους λόγους για τη μη γνωστοποίηση των υποσημειώσεων αυτών. Εντούτοις, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, μολονότι η επιβεβαιωτική αίτηση αφορούσε τις αιτιολογικές σκέψεις 4 έως 6 του εμπιστευτικού κειμένου της αποφάσεως για την πίσσα, στις οποίες είχαν τεθεί οι υποσημειώσεις, εντούτοις δεν γινόταν σε αυτή μνεία των εν λόγω υποσημειώσεων. Στις περιπτώσεις όμως που το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, στην επιβεβαιωτική αίτηση, εκτίμησε ότι έπρεπε να γνωστοποιηθούν υποσημειώσεις σχετικές με ορισμένο χωρίο της αποφάσεως για την πίσσα, τις μνημόνευσε ρητώς. Ειδικότερα, ζήτησε συγκεκριμένα να του επιτραπεί η πρόσβαση στις υποσημειώσεις 340, 341, 343, 344, 345 έως 349, 371 έως 376, 489 και 519 έως 521 της αποφάσεως για την πίσσα. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή μπορούσε να συμπεράνει από την ανάγνωση της επιβεβαιωτικής αιτήσεως ότι αυτή δεν αφορούσε τις υποσημειώσεις 7 έως 12 της αποφάσεως για την πίσσα και, συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν αναγκαίο να περιέχει αιτιολογία ως προς την απόφαση να μη γνωστοποιηθούν οι υποσημειώσεις αυτές.

73      Επομένως, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει επίσης να απορριφθεί.

74      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον για τη γνωστοποίηση των επίδικων πληροφοριών συνέτρεχε υπέρτερο δημόσιο συμφέρον

75      Από το άρθρο 4, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν αρνούνται την πρόσβαση σε έγγραφο η γνωστοποίηση του οποίου θα μπορούσε να θίξει, όπως εν προκειμένω, την προστασία των εμπορικών συμφερόντων συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου ή την προστασία του σκοπού επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, στην περίπτωση που για τη γνωστοποίηση αυτή συντρέχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον.

76      Όπως εκτέθηκε στη σκέψη 7 ανωτέρω, η Επιτροπή έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι η επιβεβαιωτική αίτηση δεν περιείχε επιχειρήματα δυνάμενα να αποδείξουν τη συνδρομή τέτοιου υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, καθόσον το προβαλλόμενο συναφώς εκ μέρους του Βασιλείου των Κάτω Χωρών συμφέρον που αντλείται από τη χρησιμότητα του εμπιστευτικού κειμένου της αποφάσεως για την πίσσα για την προετοιμασία αγωγής αποζημιώσεως κατά των επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η απόφαση αυτή ήταν ιδιωτικής φύσεως.

77      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υποστηρίζει ότι το συμπέρασμα αυτό είναι εσφαλμένο. Προβάλλει ότι οι αγωγές έχουν σημαντικό ρόλο ως προς την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ και υπενθυμίζει ότι δεν είναι ιδιώτης, αλλά κράτος μέλος το οποίο, επειδή είναι επιφορτισμένο με τη διαχείριση του ολλανδικού δημόσιου ταμείου και την εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων του κράτους, επιδιώκει ικανοποίηση της ζημίας που υπέστη. Τέλος, η άσκηση αγωγής αποζημιώσεως είναι ο μόνος τρόπος που έχει στη διάθεσή του το Βασίλειο των Κάτω Χωρών προκειμένου να επιτύχει την τήρηση του δικαίου της Ένωσης στην εσωτερική έννομη τάξη, στο πλαίσιο της υποχρεώσεως συνεργασίας που υπέχει δυνάμει του άρθρου 10 ΕΚ.

78      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

79      Πρέπει να επισημανθεί ότι κάθε πρόσωπο δικαιούται να ζητήσει αποκατάσταση της ζημίας που του προξένησε συμπεριφορά δυνάμενη να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C‑453/99, Courage και Crehan, Συλλογή 2001, σ. I‑6297, σκέψεις 24 και 26· της 13ης Ιουλίου 2006, C‑295/04 έως C‑298/04, Manfredi κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑6619, σκέψεις 59 και 61, και Pfleiderer, σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 28). Ένα τέτοιου είδους δικαίωμα ενισχύει, πράγματι, την αποτελεσματική λειτουργία των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης και αποθαρρύνει τις συχνά κεκαλυμμένες συμφωνίες ή πρακτικές που ενδέχεται να περιορίζουν ή να νοθεύουν τον ανταγωνισμό. Υπ’ αυτό το πρίσμα, οι αγωγές αποζημιώσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων μπορούν να συμβάλλουν ουσιωδώς στη διατήρηση της αποτελεσματικότητας του ανταγωνισμού εντός της Ένωσης (αποφάσεις Courage και Crehan, προπαρατεθείσα, σκέψη 27, και Pfleiderer, σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 29).

80      Από τη νομολογία προκύπτει, εντούτοις, ότι, αφενός, το αν ορισμένο πρόσωπο έχει ανάγκη έγγραφο για να προετοιμάσει προσφυγή ακυρώσεως αφορά την εξέταση της προσφυγής αυτής και, αφετέρου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ανάγκη αυτή αποδεικνύεται, τούτο δεν λαμβάνεται υπόψη στη στάθμιση των συμφερόντων κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 όσον αφορά αίτηση προσβάσεως στο έγγραφο (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 26ης Απριλίου 2005, T‑110/03, T‑150/03 και T‑405/03, Sison κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2005, σ. II‑1429, σκέψη 55).

81      Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η νομολογία που παρατέθηκε στην προηγούμενη σκέψη έχει επίσης εφαρμογή ως προς τις υποβαλλόμενες δυνάμει του κανονισμού 1049/2001 αιτήσεις προσβάσεως σε έγγραφα και πληροφορίες, τα οποία μπορεί να αποδειχθούν χρήσιμα στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως.

82      Πράγματι, αφενός, εναπόκειται στον εθνικό δικαστή που επιλαμβάνεται αγωγής αποζημιώσεως να κρίνει, βάσει του εφαρμοστέου δικαίου, επί των κατάλληλων τρόπων προσκομίσεως αποδείξεων και εγγράφων, προκειμένου να επιλύσει τη διαφορά.

83      Στο πλαίσιο αυτό, ο εθνικός δικαστής μπορεί να ζητήσει την, κατά την κρίση του χρήσιμη, συνεργασία της Επιτροπής και ως προς την προσκόμιση συγκεκριμένων πληροφοριακών στοιχείων και εγγράφων. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, στο πλαίσιο των διαδικασιών εφαρμογής των άρθρων 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ, τα δικαστήρια των κρατών μελών δύνανται να ζητούν από την Επιτροπή να τους διαβιβάσει πληροφορίες που κατέχει ή τη γνώμη της επί ζητημάτων που άπτονται της εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης.

84      Αφετέρου, το συμφέρον που αντλείται από το ενδεχόμενο λήψεως ικανοποιήσεως για ζημία που έχει προκληθεί λόγω παραβιάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης πρέπει να θεωρηθεί ιδιωτικό, όπως επισήμανε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, παρά τη σημασία της ενδεχόμενης συμβολής των αγωγών αποζημιώσεως στη διατήρηση της αποτελεσματικότητας του ανταγωνισμού στην Ένωση. Επιβάλλεται συναφώς η παρατήρηση ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας την απόφαση για την πίσσα, υπηρέτησε ήδη το δημόσιο συμφέρον που συνίσταται στην εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού ως προς τη σύμπραξη που αφορά την άσφαλτο στις Κάτω Χώρες.

85      Το γεγονός ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών είναι κράτος μέλος δεν αναιρεί το ως άνω συμπέρασμα.

86      Πράγματι, το ίδιο το Βασίλειο των Κάτω Χωρών επέλεξε να ζητήσει πρόσβαση στις επίδικες πληροφορίες δυνάμει του κανονισμού 1049/2001. Πλην όμως, ο κανονισμός αυτός παρέχει, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, σε κάθε πολίτη της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την έδρα του σε κράτος μέλος δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων, χωρίς εντούτοις να ορίζει διαφορετικούς κανόνες όσον αφορά την πρόσβαση ανάλογα με τη φύση των αιτούντων.

87      Ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει, επομένως, να απορριφθεί.

88      Καθόσον, αφενός, η Επιτροπή έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι πληροφορίες για τις οποίες έγινε λόγος στη σκέψη 17, όγδοη περίπτωση, ανωτέρω, καλύπτονταν από τις εξαιρέσεις στο δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 οι οποίες αφορούν, αντιστοίχως, την προστασία των εμπορικών συμφερόντων των επιχειρήσεων και την προστασία των δραστηριοτήτων έρευνας και, αφετέρου, απορρίφθηκαν οι τρεις προηγούμενοι λόγοι ακυρώσεως, στο πλαίσιο των οποίων το προσφεύγον υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η εφαρμογή εν προκειμένω των εξαιρέσεων αυτών έπασχε πλάνη, παρέλκει η εξέταση του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι η πληροφορία για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 17, όγδοη περίπτωση, ανωτέρω, καλυπτόταν από την εξαίρεση που αφορά την προστασία της ακεραιότητας του ατόμου.

 Επί του πέμπτου λόγου, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, καθώς και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον η Επιτροπή δεν επέτρεψε μερική πρόσβαση στις επίδικες πληροφορίες

89      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υποστηρίζει ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι ορισμένα στοιχεία της αποφάσεως για την πίσσα εμπίπτουν πράγματι στις εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως, το υπόλοιπα μέρη της εν λόγω αποφάσεως πρέπει εντούτοις να γνωστοποιηθούν βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001. Εξάλλου, βάσει της αρχής της αναλογικότητας, η Επιτροπή θα έπρεπε να εξετάσει αν υπήρχαν μέτρα λιγότερο επαχθή σε σχέση με την απόρριψη της αιτήσεως προσβάσεως. Η αναφορά του εύρους των αριθμητικών τιμών όσον αφορά την αξία των πωλήσεων και τα μερίδια αγοράς, για παράδειγμα, θα είχε καταστήσει δυνατή τη γνωστοποίηση μέρους των ζητούμενων πληροφοριών.

90      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του Βασιλείου των Κάτω Χωρών.

91      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, εάν μέρη μόνο του ζητουμένου εγγράφου καλύπτονται από οιαδήποτε εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο αυτό, τα υπόλοιπα μέρη του εγγράφου δίδονται στη δημοσιότητα. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η εξέταση της μερικής προσβάσεως σε έγγραφο των θεσμικών οργάνων της Ένωσης πρέπει να πραγματοποιείται βάσει της αρχής της αναλογικότητας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Δεκεμβρίου 2001, C‑353/99 P, Συμβούλιο κατά Hautala, Συλλογή 2001, σ. I‑9565, σκέψεις 27 και 28).

92      Από το γράμμα της διατάξεως που μνημονεύθηκε στην προηγούμενη σκέψη προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται να εξετάσουν αν πρέπει να χορηγήσουν μερική πρόσβαση στα έγγραφα που αφορά η σχετική αίτηση, περιορίζοντας την ενδεχόμενη άρνηση προσβάσεως στα στοιχεία που καλύπτονται από τις εξαιρέσεις που αφορά το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001. Το θεσμικό όργανο οφείλει να επιτρέψει τη μερική πρόσβαση αν ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει με την άρνηση προσβάσεως στο έγγραφο μπορεί να επιτευχθεί εάν το όργανο αυτό περιοριστεί στην απόκρυψη των χωρίων του εγγράφου που δύνανται να θίξουν το προστατευόμενο δημόσιο συμφέρον (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Απριλίου 2007, T‑264/04, WWF European Policy Programme κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. II‑911, σκέψη 50, και βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Συμβούλιο κατά Hautala, σκέψη 91 ανωτέρω, σκέψη 29).

93      Πρέπει να επισημανθεί, αφενός, ότι η Επιτροπή, με το δημοσιοποιημένο κείμενο της αποφάσεως για την πίσσα, επέτρεψε μερική πρόσβαση στην απόφαση αυτή, απορρίπτοντας την αίτηση προσβάσεως που υπέβαλε στη συνέχεια το Βασίλειο των Κάτω Χωρών μόνο ως προς τα μέρη της αποφάσεως για την πίσσα για τα οποία, όπως προκύπτει από το σύνολο προεκτεθέντων, μπορούσε δικαιολογημένα να κρίνει ότι καλύπτονταν από τις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, οι οποίες αφορούν την προστασία, αντιστοίχως, των εμπορικών συμφερόντων των φυσικών ή νομικών προσώπων και του σκοπού επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

94      Αφετέρου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 δεν επιβάλλει τα θεσμικά όργανα της Ένωσης που επιλαμβάνονται αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα να αντικαθιστούν τα μέρη των εγγράφων το αίτημα γνωστοποιήσεως των οποίων απορρίπτεται δικαιολογημένα βάσει των εξαιρέσεων που προβλέπει ο κανονισμός αυτός, αναφέροντας το εύρος των αριθμητικών τιμών όταν πρόκειται για αριθμητικά δεδομένα.

95      Ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει, επομένως, να απορριφθεί.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 7, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον η εφαρμογή των εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 δεν ήταν πλέον δικαιολογημένη, λαμβανομένης υπόψη της περιόδου στην οποία ανάγονταν οι επίδικες πληροφορίες

96      Το άρθρο 4, παράγραφος 7, του κανονισμού 1049/2001 ορίζει τα εξής:

«Οι εξαιρέσεις που περιέχονται στις παραγράφους 1 έως 3 εφαρμόζονται μόνον ενόσω η προστασία δικαιολογείται ως εκ του περιεχομένου του εγγράφου. Οι εξαιρέσεις μπορούν να εφαρμοστούν για μέγιστη περίοδο 30 ετών. Στην περίπτωση εγγράφων που καλύπτονται από τις εξαιρέσεις οι οποίες σχετίζονται με το σεβασμό της ιδιωτικής ζωής ή τα εμπορικά συμφέροντα, και στην περίπτωση ευαίσθητων εγγράφων, οι εξαιρέσεις μπορούν εν ανάγκη να εξακολουθήσουν και μετά την περίοδο αυτή.»

97      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε αν η εφαρμογή των εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 συνέχιζε να είναι δικαιολογημένη λαμβανομένης υπόψη της παλαιότητας των επίδικων πληροφοριών, οι οποίες χρονολογούνταν από έξι έως δεκατέσσερα έτη και αφορούσαν απαγορευμένες συμπεριφορές οι οποίες εκ προοιμίου δεν λαμβάνουν πλέον χώρα.

98      Η Επιτροπή αμφισβητεί το επιχείρημα του Βασιλείου των Κάτω Χωρών.

99      Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 7, του κανονισμού 1049/2001 και όπως τονίζεται στη νομολογία (βλ. σκέψη 44 ανωτέρω), οι εξαιρέσεις που αφορά η διάταξη αυτή μπορούν να εφαρμοσθούν επί περίοδο τριάντα ετών, ή ακόμη και πέραν αυτής αν τούτο κριθεί αναγκαίο, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την εξαίρεση που αφορά την προστασία των εμπορικών συμφερόντων.

100    Εν προκειμένω, μέρος των επίδικων πληροφοριών προέρχεται από έγγραφα τα οποία μπορεί να ανάγονται έως τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι πληροφορίες αυτές όμως έχουν παλαιότητα κατώτερη των 30 ετών και αποτελούν τμήμα αποφάσεως της Επιτροπής η οποία εκδόθηκε λιγότερο από δύο έτη πριν την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής. Εξάλλου, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 64 ανωτέρω, η έρευνα που κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως για την πίσσα δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι περατώθηκε οριστικώς κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Τέλος, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν αμφισβητεί εμπεριστατωμένα το επιχείρημα της Επιτροπής ότι οι αγορές τις οποίες αφορούσε η απόφαση για την πίσσα στις Κάτω Χώρες χαρακτηρίζονταν από μεγάλη σταθερότητα. Ως εκ τούτου, ακόμα και σχετικά παλαιές πληροφορίες ενδέχεται να διατηρούν εμπορική σημασία.

101    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 10 ΕΚ, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αναλογικότητας

102    Κατά το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, ο κανονισμός 1049/2001 δεν μπορεί να εφαρμόζεται κατά τρόπο που να αντιβαίνει στο πρωτογενές δίκαιο ή στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Βάσει του άρθρου 10 ΕΚ, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα έχουν αμοιβαία υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας. Σε αυτή την περίπτωση η αρχή της αναλογικότητας έχει σημασία, δεδομένου ότι το άρθρο 10 ΕΚ επιτρέπει τη δυνατότητα ανταλλαγής των πληροφοριών, η διαδικασία όμως αυτή δεν φτάνει μέχρι τη γνωστοποίηση, αλλά μπορεί όμως να αφορά πληροφορίες που δεν έχουν καταστεί γνωστές στο κοινό.

103    Κατά την Επιτροπή, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στήριξε ρητώς και αποκλειστικά την αίτηση προσβάσεως στην απόφαση για την πίσσα επί του κανονισμού 1049/2001 και δεν υπέβαλε αίτημα για πληροφορίες στο πλαίσιο του άρθρου 10 ΕΚ. Για το βάσιμο της προσβαλλομένης αποφάσεως, αρκεί μόνο να διαπιστωθεί αν η Επιτροπή εφάρμοσε ορθώς τις διατάξεις του κανονισμού 1049/2001. Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος.

104    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι παραδεκτός, εν προκειμένω, δεν πρόκειται, κατά την Επιτροπή, για πληροφορίες τις οποίες το Βασίλειο των Κάτω Χωρών χρειάζεται προκειμένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, αλλά πληροφορίες που το κράτος αυτό επιθυμεί να λάβει προκειμένου να προετοιμάσει ιδιωτικής φύσεως αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Δεν μπορεί συνεπώς να επιτραπεί η πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές βάσει του άρθρου 10 ΕΚ. Αν το αίτημα αποζημιώσεως σε εθνικό επίπεδο θεωρηθεί ότι συμβάλλει στην εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, στην περίπτωση αυτή η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν μπορεί να διασφαλιστεί η εμπιστευτικότητα δεν ζητούμενων πληροφοριών και ότι το αίτημα αυτό θα μπορούσε, συνεπώς, να απορριφθεί.

105    Το άρθρο 10 ΕΚ ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα συνθήκη ή προκύπτουν από πράξεις των οργάνων της [Ένωσης]. Διευκολύνουν την [Ένωση] στην εκτέλεση της αποστολής της.

Απέχουν από κάθε μέτρο που δύναται να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των σκοπών της παρούσας Συνθήκης.»

106    Το άρθρο αυτό θεσπίζει υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας που έχει εφαρμογή τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Αυτά πρέπει να επιδιώκουν τη καθιέρωση εποικοδομητικού διαλόγου ο οποίος να διευκολύνει μεταξύ άλλων την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο της κατανομής αρμοδιοτήτων που προβλέπουν οι Συνθήκες.

107    Εντούτοις, χωρίς να είναι αναγκαίο να κριθεί το παραδεκτό του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 86 ανωτέρω, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών επέλεξε να υποβάλει αίτηση προσβάσεως στα εμπιστευτικά χωρία της αποφάσεως για την πίσσα στο πλαίσιο του κανονισμού 1049/2001. Η επιλογή της διαδικασίας αυτής δεσμεύει τόσο το Βασίλειο των Κάτω Χωρών όσο και την Επιτροπή, δεδομένου ότι αμφότερα τα μέρη πρέπει να υποβληθούν στους περιορισμούς που θέτει ο κανονισμός αυτός. Η Επιτροπή δεν είχε συνεπώς τη δυνατότητα να μην τηρήσει τη διαδικασία ή τις δυνατότητες εξαιρέσεως από το δικαίωμα προσβάσεως που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός, απλά και μόνο επειδή η αίτηση αυτή υποβλήθηκε από κράτος μέλος. Πράγματι, ο κανονισμός 1049/2001 ουδόλως αναγνωρίζει ιδιαίτερο καθεστώς υπέρ κράτους μέλους αιτούντος πρόσβαση και τα κράτη μέλη πρέπει να υπόκεινται στους ίδιους περιορισμούς που ο κανονισμός προβλέπει για τους λοιπούς αιτούντες. Η αυτόματη εφαρμογή της υποχρεώσεως καλόπιστης συνεργασίας στο πλαίσιο αυτό θα κατέληγε στην αναγνώριση υπέρ των κρατών μελών ιδιαίτερου καθεστώτος, το οποίο δεν είχε προβλεφθεί από τον νομοθέτη της Ένωσης κατά την κατάρτιση των διαφόρων επίμαχων νομοθετικών πράξεων.

108    Επομένως, ο αντλούμενος από το άρθρο 10 ΕΚ λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί και, κατά συνέπεια, η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

109    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών φέρει τα δικαστικά του έξοδα καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Kanninen

Soldevila Fragoso

Berardis

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Σεπτεμβρίου 2013.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Πραγματικά περιστατικά

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του αντικειμένου της διαφοράς

Επί της ουσίας

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

Επί του πρώτου και του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται, αντιστοίχως, από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, καθώς και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι οι επίδικες πληροφορίες καλύπτονταν από τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές και δεν εξήγησε τον λόγο της μη γνωστοποιήσεως των υποσημειώσεων 7 έως 12 της αποφάσεως για την πίσσα

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση
του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον για τη γνωστοποίηση των επίδικων πληροφοριών συνέτρεχε υπέρτερο δημόσιο συμφέρον

Επί του πέμπτου λόγου, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, καθώς και από παραβίασητης αρχής της αναλογικότητας, καθόσον η Επιτροπή δεν επέτρεψε μερική πρόσβαση στις επίδικες πληροφορίες

Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβασητου άρθρου 4, παράγραφος 7, του κανονισμού 1049/2001, καθόσονη εφαρμογή των εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 δεν ήταν πλέον δικαιολογημένη, λαμβανομένης υπόψη της περιόδου στην οποία ανάγοντανοι επίδικες πληροφορίες

Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβασητου άρθρου 10 ΕΚ, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αναλογικότητας

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.