Language of document : ECLI:EU:C:2024:9

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 11ης Ιανουαρίου 2024 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Ντάμπινγκ – Επέκταση του δασμού αντιντάμπινγκ ο οποίος επιβάλλεται στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Κίνας στις εισαγωγές που αποστέλλονται από τη Μαλαισία – Εκτέλεση της απόφασης της 3ης Ιουλίου 2019, Eurobolt (C‑644/17, EU:C:2019:555) – Εκ νέου επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2020/611 – Κύρος»

Στην υπόθεση C‑517/22 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 2 Αυγούστου 2022,

Eurobolt BV, με έδρα το ’s-Heerenberg (Κάτω Χώρες),

Fabory Nederland BV, με έδρα το Tilburg (Κάτω Χώρες),

ASF Fischer BV, με έδρα το Lelystad (Κάτω Χώρες),

εκπροσωπούμενες από τους B. Natens και A. Willems, advocaten,

αναιρεσείουσες,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

Stafa Group BV, με έδρα το Maarheeze (Κάτω Χώρες),

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την M. Bruti Liberati και τους G. Luengo και T. Maxian Rusche,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του τρίτου τμήματος, N. Piçarra, N. Jääskinen και M. Gavalec, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Ν. Αιμιλίου

γραμματέας: A. Lamote, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Ιουλίου 2023,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, οι Eurobolt BV, Fabory Nederland BV και ASF Fischer BV ζητούν την αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 18ης Μαΐου 2022, Eurobolt κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑479/20, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2022:304), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή τους με αίτημα την ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2020/611 της Επιτροπής, της 30ής Απριλίου 2020, για την εκ νέου επιβολή του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 91/2009 του Συμβουλίου στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα που αποστέλλονται από τη Μαλαισία, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Μαλαισίας είτε όχι (ΕΕ 2020, L 141, σ. 1) (στο εξής: επίδικος κανονισμός).

 Το νομικό πλαίσιο

 Ο κανονισμός (ΕΕ) 952/2013

2        Το άρθρο 116, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 2013, L 269, σ. 1) (στο εξής: τελωνειακός κώδικας), ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των όρων που καθορίζονται στο παρόν τμήμα, τα ποσά των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών επιστρέφονται ή διαγράφονται για οποιονδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

α)      ποσά επιπλέον του καταβλητέου εισαγωγικού ή εξαγωγικού δασμού,

β)      ελαττωματικά εμπορεύματα ή εμπορεύματα που δεν πληρούν τους όρους της σύμβασης,

γ)      σφάλμα των αρμόδιων αρχών,

δ)      δίκαιη μεταχείριση.»

 Οι κανονισμοί (ΕΚ) 384/96, (ΕΚ) 1225/2009 και (ΕΕ) 2016/1036,

3        Τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά επήλθαν και οι επίμαχες νομικές πράξεις εκδόθηκαν σε χρονικό διάστημα κατά το οποίο η λήψη μέτρων αντιντάμπινγκ στην Ένωση διεπόταν διαδοχικώς, πρώτον, από τον κανονισμό (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2117/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 2005 (ΕΕ 2005, L 340, σ. 17), στη συνέχεια, από τον κανονισμό (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 343, σ. 51, και διορθωτικό ΕΕ 2010, L 7, σ. 22), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 37/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2014 (ΕΕ 2014, L 18, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 1225/2009), και, τέλος, από τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 21).

4        Πριν την τροποποίησή του με τον κανονισμό 37/2014, το άρθρο 15 του κανονισμού 1225/2009, το οποίο επιγράφεται «Διαβουλεύσεις», προέβλεπε στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.      Οι διαβουλεύσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό πραγματοποιούνται στο πλαίσιο συμβουλευτικής επιτροπής, αποτελούμενης από εκπροσώπους κάθε κράτους μέλους, υπό την προεδρία εκπροσώπου της [Ευρωπαϊκής] Επιτροπής. Διαβουλεύσεις διεξάγονται αμέσως, είτε μετά από αίτηση κράτους μέλους, είτε με πρωτοβουλία της Επιτροπής και σε κάθε περίπτωση εντός χρονικού πλαισίου το οποίο να επιτρέπει την τήρηση των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

2.      Η συμβουλευτική επιτροπή συγκαλείται από τον πρόεδρό της. Ο πρόεδρος παρέχει στα κράτη μέλη, το ταχύτερο δυνατό αλλά το αργότερο εντός δέκα εργάσιμων ημερών πριν από τη συνεδρίαση, όλες τις σχετικές πληροφορίες.»

5        Ο κανονισμός 2016/1036 τέθηκε σε ισχύ, δυνάμει του άρθρου του 25, στις 20 Ιουλίου 2016. Σύμφωνα με το άρθρο του 24, πρώτο εδάφιο, κατήργησε τον κανονισμό 1225/2009.

6        Το άρθρο 9, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2016/1036 προβλέπει, με διατύπωση πανομοιότυπη με εκείνη του άρθρου 9, παράγραφος 4, πρώτη και δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1225/2009, τα εξής:

«Αν από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί τελικώς, προκύπτει ότι υπάρχει ντάμπινγκ και ότι εξ αυτού προκαλείται ζημία, καθώς και ότι το συμφέρον της Ένωσης επιβάλλει παρέμβαση σύμφωνα με το άρθρο 21, η Επιτροπή επιβάλλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 3. Αν ισχύουν προσωρινοί δασμοί, η Επιτροπή κινεί αυτή τη διαδικασία το αργότερο έναν μήνα πριν από τη λήξη τους.»

7        Το άρθρο 10 του κανονισμού 2016/1036, το οποίο επιγράφεται «Αναδρομική ισχύς», ορίζει στην παράγραφο 1, με διατύπωση κατ’ ουσίαν πανομοιότυπη με εκείνη του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1225/2009, τα εξής:

«Προσωρινά μέτρα και οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ εφαρμόζονται μόνον ως προς προϊόντα που τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία μετά τον χρόνο θέσης σε ισχύ του μέτρου που λαμβάνεται βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 1 και του άρθρου 9 παράγραφος 4, αντιστοίχως, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπει ο παρών κανονισμός.»

8        Το άρθρο 13 του κανονισμού 2016/1036, το οποίο επιγράφεται «Καταστρατήγηση», ορίζει στις παραγράφους 1 και 3, με διατύπωση κατ’ ουσίαν πανομοιότυπη με εκείνη του άρθρου 13, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 1225/2009, τα εξής:

«1.      Οι δασμοί αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού μπορούν να επεκταθούν έναντι των εισαγωγών από τρίτες χώρες του ομοειδούς προϊόντος, είτε αυτό έχει τροποποιηθεί ελαφρά είτε όχι, ή έναντι των εισαγωγών του ελαφρά τροποποιημένου ομοειδούς προϊόντος από τη χώρα που υπόκειται στα μέτρα ή έναντι μερών αυτού, όταν λαμβάνει χώρα καταστρατήγηση των ισχυόντων μέτρων.

[…]

3.      Οι έρευνες κινούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή με αίτηση κράτους μέλους ή οιουδήποτε ενδιαφερόμενου μέρους με βάση επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα θέματα για τα οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1. Η έρευνα κινείται με κανονισμό της Επιτροπής, με τον οποίον μπορεί επιπλέον να καλούνται οι τελωνειακές αρχές να υποβάλουν τις επίμαχες εισαγωγές σε καταγραφή, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 5, ή να ζητήσουν τη σύσταση εγγύησης. […]

[…]

Όταν τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν εξακριβωθεί τελικώς, δικαιολογούν την επέκταση της ισχύος των μέτρων, αυτή αποφασίζεται από την Επιτροπή με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 3. Η επέκταση τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία κατά την οποία επιβλήθηκε η υποχρέωση καταγραφής δυνάμει του άρθρου 14 παράγραφος 5 ή από την ημερομηνία που απαιτήθηκε η παροχή εγγύησης. Οι σχετικές διαδικαστικές διατάξεις που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό για την έναρξη και τη διεξαγωγή ερευνών εφαρμόζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.»

9        Το άρθρο 14, παράγραφοι 1 και 5, του κανονισμού 2016/1036, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 14, παράγραφοι 1 και 5, του κανονισμού 1225/2009, έχει ως εξής:

«1.      Οι δασμοί αντιντάμπινγκ, προσωρινοί ή οριστικοί, επιβάλλονται με κανονισμό και εισπράττονται από τα κράτη μέλη υπό τη μορφή, στο ύψος και με βάση τα λοιπά κριτήρια που προβλέπει ο κανονισμός με τον οποίο επιβάλλονται οι δασμοί. Επίσης οι δασμοί αντιντάμπινγκ εισπράττονται ανεξάρτητα από τους τελωνειακούς δασμούς, τους φόρους και τις λοιπές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται συνήθως στις εισαγωγές.

[…]

5.      Η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα, αφού ενημερώσει τα κράτη μέλη σε εύθετο χρόνο, να ζητήσει από τις τελωνειακές αρχές να προβούν στις κατάλληλες ενέργειες για την καταγραφή των εισαγωγών, έτσι ώστε να είναι δυνατή η μεταγενέστερη επιβολή μέτρων έναντι των εισαγωγών αυτών με ισχύ από την ημερομηνία καταγραφής τους. […] Η καταγραφή θεσπίζεται με κανονισμό ο οποίος διευκρινίζει το σκοπό της εν λόγω ενέργειας και, αν χρειάζεται, το υπολογιζόμενο ποσό στο οποίο θα ανέρχεται η ενδεχόμενη μελλοντική οφειλή. Οι εισαγωγές δεν υποβάλλονται σε καταγραφή για χρονική περίοδο μεγαλύτερη των εννέα μηνών.»

10      Το άρθρο 15 του κανονισμού 2016/1036, το οποίο επιγράφεται «Διαδικασία επιτροπής», ορίζει στην παράγραφο 3 τα εξής:

«Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ 2011, L 55, σ. 13)]».

 Ο κανονισμός 182/2011

11      Το άρθρο 5 του κανονισμού 182/2011, το οποίο επιγράφεται «Διαδικασία εξέτασης», προβλέπει, με όρους διαφορετικούς από εκείνους του κανονισμού 1225/2009, τα εξής:

«1.      Οσάκις εφαρμόζεται η διαδικασία εξέτασης, η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της με την πλειοψηφία που ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφοι 4 και 5 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και, κατά περίπτωση, στο άρθρο 238 παράγραφος 3 […] ΣΛΕΕ, για πράξεις που εκδίδονται κατόπιν προτάσεως από την Επιτροπή. Οι ψήφοι των εκπροσώπων των κρατών μελών εντός της επιτροπής σταθμίζονται όπως ορίζουν τα άρθρα αυτά.

[…]

5.      […] για την έκδοση σχεδίων οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ ή αντισταθμιστικών μέτρων, εφόσον δεν διατυπωθεί γνώμη από την επιτροπή και αντιτίθεται στο σχέδιο εκτελεστικής πράξης απλή πλειοψηφία των μελών που την απαρτίζουν, εφαρμόζεται η ακόλουθη διαδικασία.

Η Επιτροπή προβαίνει σε διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη. Το νωρίτερο δεκατέσσερις ημέρες και το αργότερο ένα μήνα μετά τη συνεδρίαση της επιτροπής, η Επιτροπή γνωστοποιεί στα μέλη της επιτροπής τα αποτελέσματα των εν λόγω διαβουλεύσεων και υποβάλλει σχέδιο εκτελεστικής πράξεως στην επιτροπή προσφυγών. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3 παράγραφος 7, η επιτροπή προσφυγών συνέρχεται το νωρίτερο δεκατέσσερις ημέρες και το αργότερο ένα μήνα μετά την υποβολή του σχεδίου εκτελεστικής πράξεως. Η επιτροπή προσφυγών διατυπώνει τη γνώμη της σύμφωνα με το άρθρο 6. Οι προθεσμίες που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο δεν θίγουν την ανάγκη τήρησης των προθεσμιών που ορίζονται στις σχετικές βασικές πράξεις.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

12      Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 21 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Για τις ανάγκες της υπό κρίση αίτησης αναιρέσεως, το ιστορικό αυτό μπορεί να συνοψιστεί ως ακολούθως.

 Η ένδικη διαφορά σε σχέση με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 723/2011

13      Το Συμβούλιο, αφού διαπίστωσε ότι Κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς είχαν εφαρμόσει πρακτικές ντάμπινγκ σε συνδετήρες που πωλούνταν στην αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 91/2009, της 26ης Ιανουαρίου 2009, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2009, L 29, σ. 1).

14      Μετά την επιβολή του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ, η Επιτροπή έλαβε αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία τα εν λόγω μέτρα καταστρατηγούνταν μέσω μεταφόρτωσης στη Μαλαισία. Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 966/2010, της 27ης Οκτωβρίου 2010, για την έναρξη έρευνας όσον αφορά την πιθανή καταστρατήγηση των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) 91/2009 από εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα που αποστέλλονται από την Μαλαισία, ανεξάρτητα από το εάν δηλώνονται ως καταγωγής Μαλαισίας και για την υποβολή των εν λόγω εισαγωγών σε καταγραφή (ΕΕ 2010, L 282, σ. 29). Ο κανονισμός 966/2010 καλούσε, μεταξύ άλλων, τις τελωνειακές αρχές να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για την καταγραφή των εισαγωγών στην Ένωση, ούτως ώστε να διασφαλιστεί ότι, σε περίπτωση που επιβεβαιωθεί η καταστρατήγηση, θα είναι δυνατή η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ κατάλληλου ύψους, με αναδρομική ισχύ από την ημερομηνία καταγραφής των εν λόγω εισαγωγών που αποστέλλονται από τη Μαλαισία.

15      Κατόπιν της έρευνας αυτής, το Συμβούλιο εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 723/2011 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2011, για την επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται με τον κανονισμό 91/2009 στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα που αποστέλλονται από τη Μαλαισία, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Μαλαισίας είτε όχι (ΕΕ 2011, L 194, σ. 6).

16      Στις 28 Ιουλίου 2011, το όργανο επίλυσης διαφορών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) (στο εξής: ΟΕΔ) ενέκρινε την έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου και την έκθεση της ειδικής ομάδας, όπως είχε τροποποιηθεί με την έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου, στην υπόθεση «Ευρωπαϊκές Κοινότητες – Οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ για ορισμένους συνδετήρες από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Κίνας» (WT/DS 397). Το ΟΕΔ κατέληξε, μεταξύ άλλων, στο συμπέρασμα ότι η Ένωση είχε ενεργήσει κατά τρόπο αντίθετο προς ορισμένες διατάξεις της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ.

17      Κατόπιν της απόφασης αυτής, το Συμβούλιο εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 924/2012, της 4ης Οκτωβρίου 2012, για την τροποποίηση του κανονισμού 91/2009 (ΕΕ 2012, L 275, σ. 1), προβαίνοντας, μεταξύ άλλων, σε μείωση του δασμού αντιντάμπινγκ που προέβλεπε ο τελευταίος αυτός κανονισμός.

18      Τα μέτρα που προέβλεπαν οι κανονισμοί αυτοί διατηρήθηκαν για περαιτέρω περίοδο πέντε ετών δυνάμει του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/519 της Επιτροπής, της 26ης Μαρτίου 2015, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, όπως επεκτάθηκε στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα που αποστέλλονται από τη Μαλαισία, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Μαλαισίας είτε όχι, κατόπιν επανεξέτασης ενόψει της λήξης των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 1225/2009 (ΕΕ 2015, L 82, σ. 78).

19      Με απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2016, το ΟΕΔ ενέκρινε νέες εκθέσεις, με τις οποίες διαπιστώθηκε το ασυμβίβαστο των μέτρων που είχε λάβει η Ένωση με τον εκτελεστικό κανονισμό 924/2012 προς ορισμένες διατάξεις της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ.

20      Σε απάντηση στην απόφαση αυτή, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 26 Φεβρουαρίου 2016, τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/278, για την κατάργηση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, όπως επεκτάθηκε στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα που αποστέλλονται από τη Μαλαισία, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Μαλαισίας είτε όχι (ΕΕ 2016, L 52, σ. 24).

21      Οι εισαγωγές συνδετήρων από τη Μαλαισία που πραγματοποίησαν οι αναιρεσείουσες κατά την περίοδο της διεξαχθείσας από την Επιτροπή έρευνας κατά της καταστρατήγησης καταγράφηκαν, προκειμένου να καταστεί δυνατή η επιβολή δασμών επ’ αυτών σε περίπτωση που η έρευνα επιβεβαίωνε την καταστρατήγηση.

22      Από τον Ιανουάριο του 2012 έως τον Οκτώβριο του 2013 οι ολλανδικές τελωνειακές αρχές εξέδωσαν πράξεις είσπραξης των δασμών αντιντάμπινγκ που όφειλαν οι αναιρεσείουσες επί των εισαγωγών συνδετήρων δυνάμει του εκτελεστικού κανονισμού 723/2011.

23      Στο πλαίσιο αναιρέσεως που άσκησε η Eurobolt κατά των καταβληθέντων βάσει του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού δασμών αντιντάμπινγκ, το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) υπέβαλε στο Δικαστήριο, στις 17 Νοεμβρίου 2017, αίτηση προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με το κύρος του εν λόγω κανονισμού.

24      Με την απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019, Eurobolt (C‑644/17, στο εξής: απόφαση Eurobolt, EU:C:2019:555), το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εκτελεστικός κανονισμός 723/2011 ήταν ανίσχυρος καθόσον είχε εκδοθεί κατά παράβαση του ουσιώδους τύπου του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 1225/2009.

 Η εκτέλεση της απόφασης Eurobolt

25      Μετά την έκδοση της απόφασης Eurobolt, η Επιτροπή κίνησε εκ νέου την έρευνα κατά της καταστρατήγησης, προκειμένου να θεραπεύσει την παράβαση ουσιώδους τύπου που είχε διαπιστώσει το Δικαστήριο. Προς τον σκοπό αυτόν, εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2019/1374, της 26ης Αυγούστου 2019, για την επανέναρξη της έρευνας μετά την απόφαση [Eurobolt], όσον αφορά τον εκτελεστικό κανονισμό 723/2011 (ΕΕ 2019, L 223, σ. 1).

26      Σκοπός της εκ νέου κίνησης της έρευνας κατά της καταστρατήγησης ήταν να διασφαλιστεί η εκτέλεση της απόφασης αυτής τηρουμένων όλων των τυπικών προϋποθέσεων βάσει της διαδικασίας της συμβουλευτικής επιτροπής του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 1225/2009, η οποία έκτοτε αντικαταστάθηκε από τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 5 του κανονισμού 182/2011.

27      Η Eurobolt υπέβαλε τις παρατηρήσεις της στην αρμόδια επιτροπή δεκατέσσερις τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση της τελευταίας. Οι παρατηρήσεις αυτές δεν οδήγησαν σε τροποποίηση των συμπερασμάτων της Επιτροπής σύμφωνα με τα οποία τα αρχικά μέτρα έπρεπε να επιβληθούν εκ νέου στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα που αποστέλλονται από τη Μαλαισία, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Μαλαισίας είτε όχι.

28      Στις 30 Απριλίου 2020 η Επιτροπή εξέδωσε τον επίδικο κανονισμό.

29      Κατά το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού, ο δασμός αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό 91/2009 επιβάλλεται εκ νέου στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα, πλην αυτών από ανοξείδωτο χάλυβα, που αποστέλλονται από τη Μαλαισία κατά την περίοδο εφαρμογής του εκτελεστικού κανονισμού 723/2011. Το άρθρο 2 του επίδικου κανονισμού ορίζει ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ που καταβλήθηκαν βάσει του εκτελεστικού κανονισμού 723/2011 δεν επιστρέφονται και ότι κάθε επιστροφή που πραγματοποιήθηκε μετά την απόφαση Eurobolt ανακτάται από τις αρχές οι οποίες κατέβαλαν την επιστροφή.

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

30      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Ιουλίου 2020, οι αναιρεσείουσες και η Stafa Group BV άσκησαν προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του επίδικου κανονισμού.

31      Προς στήριξη της προσφυγής, οι αναιρεσείουσες και η Stafa Group BV προέβαλαν τρεις λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβαλλόταν ότι ο επίδικος κανονισμός, θεραπεύοντας αναδρομικώς μια παράβαση ουσιώδους τύπου, παρέβη τα άρθρα 264 και 266 ΣΛΕΕ και παραβίασε την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβαλλόταν ότι, ελλείψει έγκυρης νομικής βάσης, ο επίδικος κανονισμός αντέβαινε στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/1036, στο άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, ΣΕΕ, καθώς και στην αρχή της χρηστής διοίκησης. Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβαλλόταν ότι ο επίδικος κανονισμός, απαγορεύοντας την επιστροφή και διατάσσοντας την είσπραξη των επιστραφέντων δασμών αντιντάμπινγκ, ενείχε παράβαση του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 2, ΣΕΕ

32      Η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της προσφυγής βάσει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, ΣΛΕΕ, υποστηρίζοντας ότι ο επίδικος κανονισμός δεν αφορά ατομικά τις αναιρεσείουσες και την Stafa Group. Επιπλέον, κατά την άποψή της, ακόμη και αν η προσφυγή ήταν παραδεκτή υπό το πρίσμα του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, ΣΛΕΕ ως προς τις Fabory Nederland, ASF Fischer και Stafa Group, δεν ήταν ως προς τη Eurobolt. Συγκεκριμένα, κατά το εν λόγω θεσμικό όργανο, δεδομένου ότι οι κοινοποιήσεις προς την εταιρία αυτή είχαν ακυρωθεί από το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών), η εκτέλεση του επίδικου κανονισμού έναντι αυτής απαιτούσε τη λήψη εκτελεστικών μέτρων υπό μορφή νέας γνωστοποίησης της τελωνειακής οφειλής.

33      Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε πρώτα να εξετάσει τους λόγους ακυρώσεως που είχαν προβάλει οι αναιρεσείουσες και η Stafa Group, χωρίς να αποφανθεί προηγουμένως επί του παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως, δεδομένου ότι η προσφυγή αυτή ήταν, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμη. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε όλους τους λόγους ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, την προσφυγή στο σύνολό της.

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

34      Με την αίτηση αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

–        να αναγνωρίσει το βάσιμο της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής και να ακυρώσει τον επίδικο κανονισμό κατά το μέρος που τις αφορά, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της πρωτόδικης και της αναιρετικής διαδικασίας, καθώς και στα δικά της δικαστικά έξοδα.

35      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

–        να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

36      Το Δικαστήριο κάλεσε τις αναιρεσείουσες, σύμφωνα με το άρθρο 61, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, να απαντήσουν γραπτώς σε ερώτηση σχετικά με το παραδεκτό της ασκηθείσας από αυτές προσφυγής ακυρώσεως. Οι αναιρεσείουσες ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

37      Οι αναιρεσείουσες προβάλλουν επτά λόγους αναιρέσεως, και συγκεκριμένα, ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένως, πρώτον, το άρθρο 266 ΣΛΕΕ και την αρχή της μη αναδρομικότητας κρίνοντας ότι ο επίδικος κανονισμός μπορούσε να επιβάλει εκ νέου τους δασμούς με αναδρομική ισχύ και να εμποδίσει την επιστροφή τους· δεύτερον, το άρθρο 266 ΣΛΕΕ εκτιμώντας ότι ο επίδικος κανονισμός μπορούσε να «θεραπεύσει» την παράβαση ουσιώδους τύπου στο πλαίσιο διαδικασίας αντιντάμπινγκ· τρίτον, το άρθρο 266 ΣΛΕΕ και την αρχή της μη αναδρομικότητας κρίνοντας ότι ο επίδικος κανονισμός μπορούσε να «θεραπεύσει» την παράβαση που διαπιστώθηκε με την απόφαση Eurobolt· τέταρτον, τα άρθρα 264, 266 και 296 ΣΛΕΕ αποφαινόμενο ότι η Επιτροπή δύναται να νοσφισθεί τις αρμοδιότητες του Δικαστηρίου· πέμπτον, την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κρίνοντας ότι η αρχή αυτή δεν απαιτεί την πλήρη επιστροφή των δασμών στην υπό κρίση υπόθεση· έκτον, το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/1036, το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, ΣΕΕ, καθώς και την αρχή της χρηστής διοίκησης κρίνοντας ότι ο επίδικος κανονισμός στηρίζεται σε κατάλληλη νομική βάση και, έβδομον, το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, ΣΕΕ αποφαινόμενο ότι ο επίδικος κανονισμός μπορούσε να απαγορεύσει οριστικώς την επιστροφή των δασμών που είχαν κριθεί ανίσχυροι με την απόφαση Eurobolt.

 Επί των τεσσάρων πρώτων λόγων αναιρέσεως

38      Οι τέσσερις πρώτοι λόγοι αναιρέσεως αφορούν, κυρίως, το άρθρο 266 ΣΛΕΕ και τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχέση με τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή εκτέλεσε την απόφαση Eurobolt. Τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη αυτών των λόγων αναιρέσεως αποτελούν, επιπλέον, προέκταση εκείνων που εκτίθενται στα τέσσερα πρώτα σκέλη του προβληθέντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πρώτου λόγου ακυρώσεως. Πρέπει, επομένως, να εξεταστούν από κοινού.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

39      Οι αναιρεσείουσες προβάλλουν παράβαση του άρθρου 266 ΣΛΕΕ (πρώτος έως τέταρτος λόγος αναιρέσεως), παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας (πρώτος και τρίτος λόγος αναιρέσεως) και παράβαση των άρθρων 264 και 296 ΣΛΕΕ (τέταρτος λόγος αναιρέσεως).

40      Με τους ως άνω λόγους αναιρέσεως, οι οποίοι βάλλουν κατά των σκέψεων 40 έως 61, 69 έως 71, 74, 77, 84, 91 και 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, στηριζόμενες μεταξύ άλλων στην απόφαση της 28ης Μαΐου 2013, Abdulrahim κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑239/12 P, EU:C:2013:331), πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι παρείλκε ή ότι ήταν εν τοις πράγμασι αδύνατη η εκ μέρους της Επιτροπής λήψη οποιουδήποτε μέτρου εκτέλεσης της απόφασης Eurobolt. Συγκεκριμένα, κατά την άποψή τους, η διαπιστωθείσα με την απόφαση αυτή παράβαση ουσιώδους τύπου έπληττε το σύνολο της έρευνας κατά της καταστρατήγησης και, κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να θεραπευθεί. Δεύτερον, το άρθρο 266 ΣΛΕΕ επιβάλλει την επιστροφή των δασμών που έχουν καταβληθεί χωρίς να οφείλονται νομίμως, απαίτηση που καταστρατηγήθηκε με την αναδρομική εφαρμογή του επίδικου κανονισμού και κακώς επικυρώθηκε από το Γενικό Δικαστήριο. Τρίτον, ο επίδικος κανονισμός παράγει αποτελέσματα αποκλειστικά για το παρελθόν και, επομένως, σε αντίθεση με την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, έχει αναδρομική ισχύ. Τέταρτον, ο επίδικος κανονισμός έχει ως συνέπεια να στερεί από την απόφαση Eurobolt τα διαχρονικά αποτελέσματά της, πράγμα που αντιβαίνει στην αποκλειστική αρμοδιότητα που απονέμει το άρθρο 264 ΣΛΕΕ στο Δικαστήριο.

41      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του πρώτου, του δεύτερου και του τέταρτου λόγου αναιρέσεως ως αβάσιμων. Υποστηρίζει ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι αλυσιτελής διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι ο επίδικος κανονισμός έχει αναδρομική ισχύ. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τούτο ισχύει, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο κανονισμός αυτός πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία για τη δικαιολόγηση μιας τέτοιας αναδρομικής ισχύος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

42      Με τους τέσσερις πρώτους λόγους αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν, κατ’ ουσίαν, τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή εκτέλεσε την απόφαση Eurobolt, δεδομένου ότι η εκτέλεση αυτή οδήγησε εν τέλει στην έκδοση του επίδικου κανονισμού.

43      Υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ορίζει ότι «[τ]ο θεσμικό [όργανο του οποίου] η πράξη εκηρύχθη άκυρη […] οφείλ[ει] να λαμβάν[ει] τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου […]».

44      Επομένως, όταν το Δικαστήριο διαπιστώνει, στο πλαίσιο διαδικασίας βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το ανίσχυρο πράξης της Ένωσης, η απόφασή του έχει ως συνέπεια ότι επιβάλλει στα αρμόδια θεσμικά όργανα την υποχρέωση να λάβουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να αρθεί η διαπιστωθείσα έλλειψη νομιμότητας, λαμβανομένου υπόψη ότι η υποχρέωση που προβλέπει το άρθρο 266 ΣΛΕΕ σε περίπτωση ακυρωτικής δικαστικής απόφασης τυγχάνει κατ’ αναλογίαν εφαρμογής σε περίπτωση δικαστικών αποφάσεων που κηρύσσουν ανίσχυρη πράξη της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 29ης Ιουνίου 1988, Van Landschoot, 300/86, EU:C:1988:342, σκέψη 22, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑120/06 P και C‑121/06 P, EU:C:2008:476, σκέψη 123). Τα θεσμικά αυτά όργανα διαθέτουν πάντως ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την επιλογή των μέτρων αυτών, εξυπακουομένου ότι τα μέτρα αυτά πρέπει να συμβιβάζονται με το διατακτικό της εν λόγω απόφασης και με το σκεπτικό που αποτελεί το αναγκαίο έρεισμά του (αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 2016, CM Eurologistik και GLS, C‑283/14 και C‑284/14, EU:C:2016:57, σκέψη 76, και της 15ης Μαρτίου 2018, Deichmann, C‑256/16, EU:C:2018:187, σκέψη 87). Λαμβανομένης υπόψη της ευρείας αυτής εξουσίας εκτιμήσεως, μόνον ο προδήλως ακατάλληλος χαρακτήρας των εν λόγω μέτρων, σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, δύναται να θίξει τη νομιμότητά τους (απόφαση της 15ης  Μαρτίου 2018, Deichmann, C‑256/16, EU:C:2018:187, σκέψη 88).

45      Επιπλέον, μολονότι το Δικαστήριο εξέτασε αν συντρέχει η περίπτωση κατά την οποία, λόγω των περιστάσεων, αποδεικνύεται αδύνατη η εκπλήρωση της υποχρέωσης του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης με την οποία ακυρώνεται η πράξη αυτή (πρβλ. αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 1980, Könecke Fleischwarenfabrik κατά Επιτροπής, 76/79, EU:C:1980:68, σκέψη 9, και της 28ης Μαΐου 2013, Abdulrahim κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑239/12 P, EU:C:2013:331, σκέψεις 64 και 80), οι αναιρεσείουσες ουδόλως απέδειξαν, εν προκειμένω, ότι παρείλκε ή ότι ήταν πρακτικώς αδύνατο για την Επιτροπή να λάβει οποιοδήποτε μέτρο εκτέλεσης της απόφασης Eurobolt.

46      Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 49 και 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή υπείχε, δυνάμει του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, υποχρέωση να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης Eurobolt.

47      Επιπλέον, ουδόλως αμφισβητείται ότι το άρθρο 266 ΣΛΕΕ υποχρεώνει το θεσμικό όργανο που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη να λάβει μόνον τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της ακυρωτικής απόφασης και ότι η ακύρωση πράξης της Ένωσης δεν θίγει κατ’ ανάγκην τις προπαρασκευαστικές αυτής πράξεις (απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2016, CM Eurologistik και GLS, C‑283/14 και C‑284/14, EU:C:2016:57, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το ίδιο ισχύει κατ’ αναλογίαν όσον αφορά την εκτέλεση απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία κηρύσσεται ανίσχυρη πράξη της Ένωσης. Κατά συνέπεια, εκτός της περίπτωσης κατά την οποία η διαπιστωθείσα παρατυπία συνεπάγεται την ακυρότητα ολόκληρης της διαδικασίας, το εν λόγω θεσμικό όργανο δύναται, προκειμένου να θεσπίσει πράξη προς αντικατάσταση προηγούμενης πράξης η οποία ακυρώθηκε ή κρίθηκε ανίσχυρη, να επαναλάβει τη διαδικασία από το στάδιο κατά το οποίο διαπράχθηκε η παρατυπία (αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 1998, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑415/96, EU:C:1998:533, σκέψη 31, της 3ης Οκτωβρίου 2000, Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου, C‑458/98 P, EU:C:2000:531, σκέψη 82, και της 15ης Μαρτίου 2018, Deichmann, C‑256/16, EU:C:2018:187, σκέψη 74).

48      Εν προκειμένω, η παρατυπία που διαπίστωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Eurobolt συνίστατο στο ότι οι παρατηρήσεις που είχε διατυπώσει η Eurobolt ως ενδιαφερόμενο μέρος σε απάντηση προς τα συμπεράσματα της Επιτροπής στο πλαίσιο της κινηθείσας βάσει του άρθρου 13 του κανονισμού 1225/2009 έρευνας κατά της καταστρατήγησης δεν υποβλήθηκαν στη συσταθείσα με τον κανονισμό αυτόν συμβουλευτική επιτροπή εντός το αργότερο δέκα εργάσιμων ημερών πριν από τη συνεδρίασή της, κατά παράβαση, συνεπώς, του άρθρου 15, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.

49      Όπως όμως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μια τέτοια παρατυπία δεν μπορούσε αφ’ εαυτής να θίξει τη διαδικασία στο σύνολό της. Πράγματι, σκοπός της προθεσμίας του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 1225/2009 ήταν παρασχεθεί στους αντιπροσώπους των κρατών μελών που μετείχαν στη συμβουλευτική επιτροπή επαρκές χρονικό διάστημα ώστε να μπορέσουν να εξετάσουν με νηφαλιότητα τις σχετικές πληροφορίες πριν από τη συνεδρίαση της επιτροπής και να λάβουν θέση με σκοπό να διαφυλάξουν τα αντίστοιχα συμφέροντά τους. Γενικότερα, η προθεσμία αυτή αποσκοπούσε να διασφαλίσει ότι οι υποβαλλόμενες από τους ενδιαφερόμενους πληροφορίες και παρατηρήσεις κατά τη διάρκεια έρευνας μπορούσαν να ληφθούν δεόντως υπόψη στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής (πρβλ. απόφαση Eurobolt, σκέψεις 48 έως 51).

50      Επομένως, μολονότι η μη τήρηση της εν λόγω προθεσμίας ήταν ικανή να θίξει τα μεταγενέστερα στάδια της διαδικασίας επέκτασης του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που θα οδηγούσε στην έκδοση του εκτελεστικού κανονισμού 723/2011, εντούτοις, η παρατυπία αυτή δεν ήταν σε θέση να θίξει τα προγενέστερα στάδια της διαδικασίας λήψης απόφασης. Κατά συνέπεια, τίποτε δεν εμπόδιζε την Επιτροπή να επαναλάβει τη διαδικασία από το συγκεκριμένο σημείο κατά το οποίο σημειώθηκε η εν λόγω παρατυπία και να προβεί, μετά τη διόρθωσή της, στην έκδοση νέας πράξης.

51      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή μπορούσε, σε εκτέλεση της απόφασης Eurobolt, να επαναλάβει τη διαδικασία από το στάδιο κατά το οποίο διαπράχθηκε η παράβαση του ουσιώδους τύπου, εξασφαλίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την τήρηση των τυπικών προϋποθέσεων βάσει της διαδικασίας της συμβουλευτικής επιτροπής του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 1225/2009 (βλ. κατ’ αναλογίαν απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2016, CM Eurologistik και GLS, C‑283/14 και C‑284/14, EU:C:2016:57, σκέψη 54).

52      Το ότι η απαίτηση κοινοποίησης όλων των σχετικών πληροφοριών στη συμβουλευτική επιτροπή αποτελεί ουσιώδη τύπο για την ορθή διεξαγωγή της διαδικασίας ουδόλως μεταβάλλει τη διαπίστωση αυτή ή τις αρχές που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 44 και 47 της παρούσας απόφασης. Ομοίως, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, η σημασία που έχουν τα δικαιώματα άμυνας στον τομέα της νομοθεσίας αντιντάμπινγκ για τους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομολογία που απορρέει από τις σκέψεις 33 και 34 της απόφασης της 13ης Νοεμβρίου 1990, Fedesa κ.λπ. (C‑331/88, EU:C:1990:391).

53      Πράγματι, ανεξαρτήτως τομέα, η υποκείμενη λειτουργία που επιτελεί ο χαρακτηρισμός του «ουσιώδους τύπου» αποσκοπεί στην τήρηση των κανόνων περί αρμοδιότητας και των δικονομικών δικαιωμάτων. Η τήρηση των εν λόγω κανόνων και δικαιωμάτων ουδόλως θίγεται από την επανάληψη της διαδικασίας από το στάδιο κατά το οποίο διαπράχθηκε η παράβαση του ουσιώδους τύπου, εφόσον η μη τήρηση του ουσιώδους αυτού τύπου δεν πλήττει τα προηγούμενα στάδια.

54      Στο μέτρο που, στην υπό κρίση υπόθεση, η παράβαση του επίμαχου ουσιώδους τύπου δεν επηρέασε τα πρότερα της παράβασης αυτής στάδια της διαδικασίας επέκτασης, τίποτε δεν εμπόδιζε την Επιτροπή να επαναλάβει τη διαδικασία από το χρονικό σημείο κατά το οποίο σημειώθηκε η εν λόγω παράβαση και να προβεί, μετά τη διόρθωσή της, στην έκδοση νέας πράξης.

55      Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι το άρθρο 266 ΣΛΕΕ επιβάλλει την επιστροφή των δασμών που έχουν καταβληθεί χωρίς να οφείλονται νομίμως, είναι αληθές ότι τούτο ισχύει κατ’ αρχήν όταν το Δικαστήριο κηρύσσει ανίσχυρο κανονισμό περί επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ. Εντούτοις, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 44 της παρούσας απόφασης, το ακριβές περιεχόμενο της απόφασης του Δικαστηρίου όσον αφορά το ανίσχυρο μιας τέτοιας πράξης και, ως εκ τούτου, τις εξ αυτής απορρέουσες υποχρεώσεις πρέπει να καθορίζεται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένου υπόψη όχι μόνον του διατακτικού της απόφασης, αλλά και του σκεπτικού το οποίο αποτελεί το αναγκαίο του έρεισμα (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2018, Deichmann, C‑256/16, EU:C:2018:187, σκέψεις 62 και 63).

56      Με την απόφαση Eurobolt, το Δικαστήριο κήρυξε ανίσχυρο τον εκτελεστικό κανονισμό 723/2011 αποκλειστικά λόγω της παράβασης του διαδικαστικού κανόνα του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 1225/2009. Επομένως, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο ουδόλως εξέτασε το ουσιαστικό περιεχόμενο του εκτελεστικού κανονισμού και, κατά συνέπεια, ούτε ακύρωσε ούτε επιβεβαίωσε τους περιεχόμενους σε αυτόν κανόνες. Επομένως, οι αναιρεσείουσες δεν μπορούσαν να αναμένουν μια επί της ουσίας αλλαγή στάσης της Επιτροπής (βλ. κατ’ αναλογίαν απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1990, Fedesa κ.λπ., C‑331/88, EU:C:1990:391, σκέψη 47).

57      Συναφώς, υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατά πάγια νομολογία, δεν είναι αναγκαίο να προβλέπει ρητώς η εφαρμοστέα νομοθεσία τη δυνατότητα επανάληψης της διαδικασίας προκειμένου το θεσμικό όργανο που εξέδωσε την πράξη η οποία ακυρώθηκε ή κρίθηκε ανίσχυρη να μπορεί να προβεί στην επανάληψη της διαδικασίας (πρβλ. απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2016, CM Eurologistik και GLS, C‑283/14 και C‑284/14, EU:C:2016:57, σκέψη 52). Πράγματι, μολονότι το άρθρο 9, παράγραφος 4, το άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 3, και το άρθρο 14, παράγραφοι 1 και 5, του κανονισμού 2016/1036, από κοινού εξεταζόμενα, δεν αναφέρονται στη δυνατότητα «εκ νέου επιβολής» των δασμών αντιντάμπινγκ μετά την έκδοση ακυρωτικής απόφασης ή απόφασης διαπιστώνουσας το ανίσχυρο της οικείας πράξης, εντούτοις, οι διατάξεις αυτές εξουσιοδοτούν επίσης την Επιτροπή να προβεί στην επιβολή αυτή, μετά την εκ μέρους της επανάληψη της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού που ακυρώθηκε ή κηρύχθηκε άκυρος από δικαστή της Ένωσης και στην άρση, στο πλαίσιο αυτό, των διαπιστωθεισών παρατυπιών, σύμφωνα με τους διαδικαστικούς και ουσιαστικούς κανόνες που έχουν κατά χρόνον εφαρμογή (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Ιουνίου 2019, C & J Clark International, C‑612/16, EU:C:2019:508, σκέψεις 42 και 43, και της 8ης Σεπτεμβρίου 2022, Puma κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑507/21 P, EU:C:2022:649, σκέψη 58).

58      Επομένως, η επανάληψη της διοικητικής διαδικασίας μετά την έκδοση της απόφασης Eurobolt μπορούσε εγκύρως να καταλήξει στην εκ νέου επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ που προβλέπει ο εκτελεστικός κανονισμός 723/2011 για τα προϊόντα που είχαν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία κατά την περίοδο εφαρμογής του κανονισμού 91/2009. Ως εκ τούτου, δεν ήταν επιβεβλημένη η άμεση και πλήρης επιστροφή των επιβληθέντων με τον εν λόγω εκτελεστικό κανονισμό δασμών αντιντάμπινγκ (βλ. κατ’ αναλογίαν απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2022, Puma κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑507/21 P, EU:C:2022:649, σκέψη 68).

59      Από τις εκτιμήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 55 έως 58 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή μπορούσε να επαναλάβει τη διαδικασία από το στάδιο κατά το οποίο διαπράχθηκε η διαπιστωθείσα με την απόφαση Eurobolt παρατυπία και, ως εκ τούτου, να επιβάλει εκ νέου τα μέτρα που περιέχονται στον εκτελεστικό κανονισμό 723/2011, χωρίς να διατάξει την επιστροφή των δασμών αντιντάμπινγκ που είχαν καταβάλει οι αναιρεσείουσες.

60      Τρίτον, όσον αφορά την αρχή της μη αναδρομικότητας, όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο, μολονότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1225/2009, το γράμμα του οποίου είναι πανομοιότυπο με εκείνο του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/1036, καθιερώνει την αρχή της μη αναδρομικότητας των μέτρων αντιντάμπινγκ, δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά μπορούν κατ’ αρχήν να εφαρμοστούν μόνο σε προϊόντα που τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού που τα επιβάλλει, εντούτοις, διάφορες διατάξεις των κανονισμών 1225/2009 και 2016/1036 προβλέπουν παρέκκλιση από την αρχή αυτή (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, APEX, C‑371/14, EU:C:2015:828, σκέψη 48).

61      Επομένως, όσον αφορά τους κανόνες σχετικά με την καταστρατήγηση, η αναδρομική είσπραξη δασμών αντιντάμπινγκ που επεκτάθηκαν με σχετικό κανονισμό εκδοθέντα βάσει του άρθρου 13 των ως άνω κανονισμών επιτρέπεται από τον κανονισμό αυτόν μόνον από την ημερομηνία κατά την οποία επιβλήθηκε η υποχρέωση καταγραφής των εισαγωγών δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 5, των εν λόγω κανονισμών (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, APEX, C‑371/14, EU:C:2015:828, σκέψη 49).

62      Επομένως, η επανάληψη της διαδικασίας μετά την ακύρωση ή την κήρυξη ως ανίσχυρου κανονισμού περί επέκτασης δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ο κανονισμός που πρόκειται να εκδοθεί μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής να επιβάλει εκ νέου δασμούς αντιντάμπινγκ που θα εφαρμόζονταν στα προϊόντα που είχαν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία πριν από την ημερομηνία κατά την οποία η καταγραφή των εισαγωγών κατέστη υποχρεωτική. Αντιθέτως, η επανάληψη της διαδικασίας επιτρέπεται, ακόμη και αν οι οικείοι δασμοί αντιντάμπινγκ έχουν λήξει, εφόσον οι δασμοί αυτοί επιβληθούν εκ νέου μόνο για την αρχική περίοδο εφαρμογής τους (βλ. κατ’ αναλογίαν απόφαση της 15ης Μαρτίου 2018, Deichmann, C‑256/16, EU:C:2018:187, σκέψεις 77 και 78), και, επομένως, μόνο για τον προ της λήξεως αυτής χρόνο, με συνέπεια η επέκταση των μέτρων να έχει αποκλειστικώς αναδρομικό χαρακτήρα (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, APEX, C‑371/14, EU:C:2015:828, σκέψη 47).

63      Επομένως, το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/1036 δεν εμπόδιζε την εκ νέου επιβολή με τον επίδικο κανονισμό δασμών αντιντάμπινγκ επί εισαγωγών που είχαν πραγματοποιηθεί κατά την περίοδο εφαρμογής του κανονισμού που κηρύχθηκε ανίσχυρος με την απόφαση Eurobolt (βλ. κατ’ αναλογίαν απόφαση της 19ης Ιουνίου 2019, C & J Clark International, C‑612/16, EU:C:2019:508, σκέψη 57).

64      Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 55 και 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αρχή της μη αναδρομικότητας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1225/2009, ουδόλως εμπόδιζε την επανάληψη της διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τα επίμαχα προϊόντα και την εκ νέου επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ επί εισαγωγών που είχαν πραγματοποιηθεί κατά την περίοδο εφαρμογής του κανονισμού που κηρύχθηκε ανίσχυρος με την απόφαση Eurobolt.

65      Τέταρτον, από το σκεπτικό που εκτίθεται στις σκέψεις 54 έως 58 και 60 έως 63 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας τον επίδικο κανονισμό, δεν νοσφίσθηκε την αρμοδιότητα που διαθέτει το Δικαστήριο βάσει του άρθρου 264 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι δεν αμφισβήτησε το διατακτικό της απόφασης Eurobolt ούτε το σκεπτικό στο οποίο στηρίζεται αυτό, αλλά περιορίστηκε, ως αρμόδιο θεσμικό όργανο, στην έκδοση κανονισμού περί επέκτασης εντός των χρονικών ορίων που εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας απόφασης. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ κρίνοντας, στη σκέψη 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το άρθρο 264 ΣΛΕΕ ουδόλως εμποδίζει το οικείο θεσμικό όργανο να λάβει μέτρα δυνάμενα να έχουν τα ίδια διαχρονικά αποτελέσματα με εκείνα της απόφασης που θα ελάμβανε το Δικαστήριο, εάν εφάρμοζε το δεύτερο εδάφιο της διάταξης αυτής, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 98 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες δεν απέδειξαν ότι ο επίδικος κανονισμός είναι ασυμβίβαστος με το διατακτικό και το σκεπτικό της απόφασης Eurobolt.

66      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, οι τέσσερις πρώτοι λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους ως αβάσιμοι.

 Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

67      Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αφορά τη σκέψη 112 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένως την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κρίνοντας ότι η αρχή αυτή δεν επιβάλλει εν προκειμένω την πλήρη επιστροφή των δασμών αντιντάμπινγκ.

68      Κατά τις αναιρεσείουσες, καταλήγοντας στο συμπέρασμα αυτό, το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε το επιχείρημα ότι, εάν η Επιτροπή είχε την εξουσία να εκδίδει πράξεις όπως ο επίδικος κανονισμός, οι αποφάσεις του Δικαστηρίου θα στερούνταν κάθε εννόμου αποτελέσματος. Εάν γινόταν δεκτή η προσέγγιση που ακολούθησε η Επιτροπή στον κανονισμό αυτόν, κανένας οικονομικός φορέας δεν θα είχε κίνητρο να αμφισβητήσει ενώπιον του Δικαστηρίου τη συμπεριφορά της Επιτροπής σε υποθέσεις αντιντάμπινγκ, με αποτέλεσμα η εξουσία της τελευταίας να μην υπόκειται σε κανέναν έλεγχο. Κατά την άποψή τους, η Επιτροπή θα μπορούσε πράγματι να «θεραπεύει» σε κάθε περίπτωση τις διαπιστούμενες από το Δικαστήριο παραβάσεις εκδίδοντας πράξη με αναδρομικά αποτελέσματα ως εάν το Δικαστήριο ουδέποτε είχε εκδώσει απόφαση.

69      Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως ως αβάσιμος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

70      Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 112 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή είχε σεβαστεί το δικαίωμά τους σε αποτελεσματική δικαστική προστασία. Υποστηρίζουν ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένως το εν λόγω δικαίωμα κρίνοντας ότι δεν απαιτείτο η πλήρης επιστροφή των δασμών αντιντάμπινγκ που είχαν επιβληθεί με τον κανονισμό που κηρύχθηκε ανίσχυρος με την απόφαση Eurobolt.

71      Συναφώς, από τη σκέψη 112 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή, διορθώνοντας τη διαπιστωθείσα με την απόφαση Eurobolt διαδικαστική παρατυπία, ήτοι μεριμνώντας ώστε η διαβούλευση της αρμόδιας συμβουλευτικής επιτροπής να πραγματοποιηθεί τηρουμένων πλήρως των ουσιωδών τύπων που προβλέπει η εφαρμοστέα νομοθεσία και επικυρώνοντας τα συμπεράσματα της έρευνας που δεν είχαν αμφισβητηθεί με την απόφαση Eurobolt, τήρησε την απορρέουσα από το άρθρο 266 ΣΛΕΕ υποχρέωσή της να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης αυτής και σεβάστηκε το δικαίωμα των αναιρεσειουσών σε αποτελεσματική δικαστική προστασία.

72      Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι, καταλήγοντας στο συμπέρασμα αυτό, το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε το επιχείρημα ότι, εάν η Επιτροπή είχε την εξουσία να εκδίδει πράξεις όπως ο επίδικος κανονισμός, οι αποφάσεις του Δικαστηρίου θα στερούνταν κάθε εννόμου αποτελέσματος.

73      Ωστόσο, ο λόγος αυτός στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή. Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 64 των προτάσεών του, κατά τον χρόνο έκδοσης του επίδικου κανονισμού, δεν υφίστατο απόφαση του δικαστή της Ένωσης διαπιστώνουσα το επί της ουσίας ανίσχυρο του εκτελεστικού κανονισμού 723/2011.

74      Πράγματι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 56 της παρούσας απόφασης, με την απόφαση Eurobolt, το Δικαστήριο διαπίστωσε το ανίσχυρο του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού μόνο λόγω διαδικαστικής παρατυπίας η οποία, όπως προκύπτει από την εξέταση των τεσσάρων πρώτων λόγων της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, μπορούσε να διορθωθεί.

75      Ως εκ τούτου, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 112 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, διορθώνοντας τη διαδικαστική αυτή παρατυπία, η Επιτροπή σεβάστηκε το δικαίωμα των αναιρεσειουσών σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, καθώς μερίμνησε ώστε η διαβούλευση της αρμόδιας συμβουλευτικής επιτροπής να πραγματοποιηθεί τηρουμένων πλήρως των ουσιωδών τύπων που απαιτεί η εφαρμοστέα νομοθεσία.

76      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

77      Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αφορά τις σκέψεις 129, 134, 138, 144, 148 και 154 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι ο επίδικος κανονισμός στηρίζεται σε κατάλληλη νομική βάση, ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένως το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/1036, το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, ΣΕΕ, και την αρχή της χρηστής διοίκησης.

78      Οι αναιρεσείουσες παρατηρούν, κατ’ αρχάς, ότι το Γενικό Δικαστήριο φαίνεται να αγνόησε το περιεχόμενο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως που είχαν προβάλει προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως. Με τον λόγο αυτόν οι αναιρεσείουσες υποστήριξαν ότι ο κανονισμός 91/2009, στο μέτρο που κρίθηκε παράνομος και, ως εκ τούτου, καταργήθηκε το 2016, δεν μπορούσε να αποτελέσει κατάλληλη νομική βάση για την έκδοση του επίδικου κανονισμού το 2020, δεδομένου ότι ο τελευταίος είχε «παρεπόμενο χαρακτήρα» σε σχέση με τον κανονισμό 91/2009 με τον οποίο επιβλήθηκε ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ.

79      Οι αναιρεσείουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, τέσσερα επιχειρήματα προς στήριξη του έκτου λόγου αναιρέσεως. Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως στηρίχθηκε στην απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, APEX (C‑371/14, EU:C:2015:828), δεδομένου ότι η νομική βάση της προσβαλλομένης πράξης δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο της απόφασης αυτής. Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο επικαλέστηκε το άρθρο 207 ΣΛΕΕ ως νομική βάση για τη θέσπιση μέτρων αντιντάμπινγκ εν γένει και, κατά συνέπεια, του επίδικου κανονισμού, παρότι ο κανονισμός 91/2009, ο οποίος ήταν παράνομος, δεν μπορούσε να αποτελέσει κατάλληλη νομική βάση για τον επίδικο κανονισμό. Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε και την ουσία του ζητήματος κρίνοντας ότι η κατάργηση του κανονισμού 91/2009 δεν είχε επηρεάσει το κύρος του. Η ουσία του ζητήματος έγκειται, κατά την άποψή τους, στο γεγονός ότι η Επιτροπή, η οποία είχε καταργήσει τον κανονισμό αυτόν το 2016 διότι ήταν παράνομος, κακώς τον «επανέφερε» το 2020 προκειμένου να τον χρησιμοποιήσει ως νομική βάση του επίδικου κανονισμού. Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι το κύρος του κανονισμού 91/2009 δεν μπορεί να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα του δικαίου του ΠΟΕ. Οι αναιρεσείουσες δεν ισχυρίζονται ότι οι παραβάσεις του δικαίου του ΠΟΕ στον κανονισμό αυτόν καθιστούν παράνομο τον επίδικο κανονισμό, αλλά διευκρινίζουν ότι ο εν λόγω κανονισμός δεν μπορούσε να χρησιμεύσει ως νομική βάση για τον επίδικο κανονισμό.

80      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο έκτος λόγος αναιρέσεως είναι αλυσιτελής διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι νομική βάση του επίδικου κανονισμού είναι ο κανονισμός 91/2009. Εν πάση περιπτώσει, εκτιμά ότι ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

81      Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι ο κανονισμός 91/2009 καταργήθηκε το 2016 λόγω ελλείψεως νομιμότητας και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να αποτελέσει τη νομική βάση του εκδοθέντος το 2020 επίδικου κανονισμού, δεδομένου ότι ο τελευταίος έχει παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με τον κανονισμό 91/2009.

82      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι όταν η Επιτροπή σκοπεύει να επιβάλει εκ νέου οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ, οφείλει να τηρεί τις αρχές που διέπουν τη διαχρονική εφαρμογή του δικαίου καθώς και τις επιταγές σχετικά με τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Οι αρχές αυτές απαιτούν την εφαρμογή των ουσιαστικών κανόνων που ισχύουν κατά την ημερομηνία των οικείων πραγματικών περιστατικών, ακόμη και αν οι κανόνες αυτοί δεν ισχύουν πλέον κατά την ημερομηνία έκδοσης ορισμένης πράξης από το θεσμικό όργανο της Ένωσης, υπό την προϋπόθεση ότι η διάταξη που συνιστά τη νομική βάση μιας πράξης και η οποία εξουσιοδοτεί το θεσμικό όργανο της Ένωσης να εκδώσει την οικεία πράξη ισχύει κατά τον χρόνο έκδοσης της τελευταίας. Ομοίως, η διαδικασία έκδοσης της πράξης αυτής πρέπει να διεξάγεται σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν κατά τον χρόνο έκδοσης της πράξης (απόφαση της 14ης Ιουνίου 2016, Επιτροπή κατά McBride κ.λπ., C‑361/14 P, EU:C:2016:434, σκέψη 40).

83      Όπως όμως υπομνήσθηκε στη σκέψη 57 της παρούσας απόφασης, το άρθρο 13, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/1036, εξουσιοδοτούν πράγματι την Επιτροπή να «επιβάλει εκ νέου», μετά την ακύρωση ή την κήρυξη ως ανισχύρου κανονισμού για λόγους δυνάμενους να θεραπευθούν, δασμούς αντιντάμπινγκ με την έκδοση νέου κανονισμού.

84      Όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 44 των προτάσεών του, μολονότι είναι αυτονόητο ότι η επέκταση δασμών αντιντάμπινγκ είναι δυνατή μόνον εφόσον οι εν λόγω δασμοί έχουν εγκύρως επιβληθεί εξαρχής, εντούτοις, η νομική βάση για την επέκτασή τους δεν είναι η πράξη με την οποία επιβάλλονται οι δασμοί αυτοί, αλλά ο κανονισμός 2016/1036. Επιπλέον, ο παρεπόμενος χαρακτήρας του επίδικου κανονισμού σε σχέση με τον κανονισμό 91/2009 ασκεί επιρροή μόνο στο χρονικό πεδίο εφαρμογής του πρώτου. Πράγματι, όπως προκύπτει, κατ’ ουσίαν, από τη σκέψη 62 της παρούσας απόφασης, ο κανονισμός για την επέκταση των δασμών αντιντάμπινγκ μπορεί να αφορά μόνον το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ισχύει ή ίσχυε η ίδια η αρχική πράξη επιβολής των εν λόγω δασμών (πρβλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, APEX, C‑371/14, EU:C:2015:828, σκέψεις 53 και 54).

85      Επομένως, εν προκειμένω, οι διατάξεις του κανονισμού 2016/1036 στις οποίες αναφέρεται ο επίδικος κανονισμός, ήτοι το άρθρο 13 και το άρθρο 14, παράγραφος 1, αποτελούν τις έγκυρες νομικές βάσεις του επίδικου κανονισμού. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διαπιστώνοντας, στις σκέψεις 125 και 128 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο επίδικος κανονισμός είχε εκδοθεί βάσει των διατάξεων αυτών και όχι βάσει των διατάξεων του κανονισμού 91/2009.

86      Δεύτερον, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο δεν «αγνόησε την ουσία του ζητήματος» αναφερόμενο, στη σκέψη 136 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο άρθρο 207 ΣΛΕΕ. Το Γενικό Δικαστήριο αναφέρθηκε στη διάταξη αυτή του πρωτογενούς δικαίου όχι για να δικαιολογήσει τη νομική βάση του επίδικου κανονισμού, αλλά για να απορρίψει το επιχείρημα των αναιρεσειουσών περί παραβιάσεως της αρχής της δοτής αρμοδιότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, ΣΕΕ. Πράγματι, το άρθρο 207, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ είναι η διάταξη του πρωτογενούς δικαίου που εξουσιοδοτεί τον νομοθέτη της Ένωσης να θεσπίζει κανόνες που απονέμουν στην Επιτροπή εκτελεστική αρμοδιότητα για την έκδοση κανονισμού κατά της καταστρατήγησης, πράγμα το οποίο έπραξε ο νομοθέτης της Ένωσης με το άρθρο 13 και το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/1036.

87      Τρίτον, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέπεμψε, στις σκέψεις 129 και 134 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, APEX (C‑371/14, EU:C:2015:828), καθόσον, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο δεν είχε αποφανθεί επί του επιχειρήματος ότι ένας παράνομος κανονισμός δεν μπορεί να αποτελέσει τη νομική βάση του επίδικου κανονισμού.

88      Πράγματι, αφενός, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 57 των προτάσεών του, το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την εκτίμηση του κύρους πράξεων της Ένωσης υπό το πρίσμα των κανόνων και των αποφάσεων του ΠΟΕ ουδόλως ενέχει πλάνη περί το δίκαιο. Όπως το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να κρίνει, το κύρος του κανονισμού 91/2009 δεν μπορεί να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των εκθέσεων των αποφάσεων του ΟΕΔ της 28ης Ιουλίου 2011 και της 12ης Φεβρουαρίου 2016 (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Donex Shipping και Forwarding, C‑104/19, EU:C:2020:539, σκέψεις 45 έως 48). Αφετέρου, η κατάργηση πράξης της Ένωσης από το όργανο που την εξέδωσε δεν μπορεί να εξομοιωθεί με αναδρομική διαπίστωση περί ελλείψεως κύρους της πράξης αυτής, δεδομένου ότι η κατάργηση παράγει αποτελέσματα μόνο για το μέλλον.

89      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ex nunc κατάργηση των δασμών αντιντάμπινγκ που είχαν επιβληθεί με τον κανονισμό 91/2009, κατόπιν της απόφασης του ΟΕΔ της 12ης Φεβρουαρίου 2016, ουδόλως έθιγε το κύρος του εν λόγω κανονισμού.

90      Ωστόσο, όπως συγκεκριμένα αναγνώρισε το Δικαστήριο στη σκέψη 54 της απόφασης της 17ης Δεκεμβρίου 2015, APEX (C‑371/14, EU:C:2015:828), μολονότι από τον παρεπόμενο χαρακτήρα μέτρου περί επέκτασης οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ προκύπτει ότι τα επεκταθέντα μέτρα δεν μπορούν να διατηρηθούν μετά τη λήξη ισχύος των μέτρων περί επέκτασής τους, εντούτοις, η απόφαση επιβολής των πρώτων δεν πρέπει κατ’ ανάγκην να ληφθεί πριν από τη λήξη της ισχύος των δεύτερων.

91      Κατά συνέπεια, ο έκτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

92      Με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αφορά τις σκέψεις 164 έως 167 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε τριπλή πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι ο επίδικος κανονισμός μπορούσε να απαγορεύσει οριστικά την επιστροφή των δασμών κατά της καταστρατήγησης που είχαν καταβάλει οι ίδιες βάσει του εκτελεστικού κανονισμού 723/2011 και να διατάξει τις τελωνειακές αρχές να ανακτήσουν τους ήδη επιστραφέντες δασμούς. Εκτιμούν ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένως το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/1036, το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, ΣΕΕ, καθώς και την αρχή της χρηστής διοίκησης.

93      Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο κακώς, κατά την άποψή τους, έκρινε ότι η απαγόρευση επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων δασμών «δεν αποτελεί παρά τη λογική συνέπεια» της εκ νέου επιβολής των δασμών κατά της καταστρατήγησης, ενώ από πάγια νομολογία προκύπτει ότι οι αποφάσεις που αφορούν αιτήσεις επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων δασμών εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των τελωνειακών αρχών. Δεύτερον, υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως τη νομολογία του Δικαστηρίου περί της δυνατότητας της Επιτροπής να απευθύνει διαταγές στις τελωνειακές αρχές. Συγκεκριμένα, η νομολογία αυτή αφορά την περίπτωση διαταγής της Επιτροπής περί προσωρινής απαγόρευσης επιστροφής καταβληθέντων δασμών, εν αναμονή της εκ νέου κίνησης διαδικασίας αντιντάμπινγκ και της εκ νέου επιβολής δασμών, και όχι την οριστική απαγόρευση επιστροφής. Τρίτον, προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή μπορούσε να απαγορεύσει οριστικά την επιστροφή των δασμών, διότι σκοπός της προσωρινής απαγόρευσης, την οποία επιτρέπει το Δικαστήριο, είναι «να καταστήσει δυνατή και να προετοιμάσει» την οριστική απαγόρευση. Ωστόσο, κατά την άποψή τους, οι οριστικές αποφάσεις περί επιστροφής εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των τελωνειακών αρχών.

94      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι εν μέρει αλυσιτελής και εν μέρει αβάσιμος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

95      Με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι ο επίδικος κανονισμός μπορούσε να απαγορεύσει οριστικά, κατά παράβαση του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 2, ΣΕΕ, την επιστροφή των δασμών που είχαν καταστεί ανίσχυροι με την απόφαση Eurobolt.

96      Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι δεν απαιτείται, σε κάθε περίπτωση, η άμεση και πλήρης επιστροφή των δασμών αντιντάμπινγκ που πλήττονται από την κήρυξη ως ανίσχυρου του κανονισμού που τους επιβάλλει. Υπό τις ίδιες αυτές περιστάσεις, η Επιτροπή είναι αρμόδια να απευθύνει στις τελωνειακές αρχές διαταγές προκειμένου οι τελευταίες να συμμορφωθούν με την υποχρέωση εκτέλεσης της απόφασης με την οποία διαπιστώνεται το ανίσχυρο του κανονισμού αυτού (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 2018, Deichmann, C‑256/16, EU:C:2018:187, σκέψεις 59, 60, 70 και 71, και της 19ης Ιουνίου 2019, C & J Clark International, C‑612/16, EU:C:2019:508, σκέψη 48).

97      Βεβαίως, στις υποθέσεις στις οποίες καθιερώθηκε η μνημονευθείσα στην προηγούμενη σκέψη νομολογία, οι επίμαχες διαταγές αποσκοπούσαν σε προσωρινή απαγόρευση επιστροφής και όχι, όπως εν προκειμένω, σε οριστική απαγόρευση. Εντούτοις, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 167 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σκοπός της προσωρινής απαγόρευσης επιστροφής είναι να καταστήσει δυνατή και να προετοιμάσει ενδεχόμενη οριστική απαγόρευση σε περίπτωση που, μετά την επανάληψη της έρευνας κατά της καταστρατήγησης, επιβληθούν εκ νέου οι δασμοί που είχαν κριθεί ανίσχυροι. Επομένως, η απαγόρευση επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων δασμών δεν αποτελεί παρά τη λογική συνέπεια της εκ νέου επιβολής των ίδιων αυτών δασμών κατά το πέρας μιας καθόλα νομότυπης διαδικασίας.

98      Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, μολονότι εναπόκειται στις τελωνειακές αρχές να προβούν στην επιστροφή των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών, η αρμοδιότητα αυτή μπορεί να ασκηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 116, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του τελωνειακού κώδικα, μόνο λόγω σφάλματος των αρμοδίων αρχών ή εφόσον αποδειχθεί ότι η αρχικώς γνωστοποιηθείσα τελωνειακή οφειλή υπερβαίνει το καταβλητέο ποσό ή ότι τα εμπορεύματα ήταν ελαττωματικά ή δεν πληρούσαν τους όρους της σύμβασης, ή ακόμη και για λόγους δίκαιης μεταχείρισης.

99      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον επίδικο κανονισμό είναι πανομοιότυποι με εκείνους που είχαν επιβληθεί με τον εκτελεστικό κανονισμό 723/2011, η απαγόρευση της επιστροφής των δασμών που είχαν εισπραχθεί προηγουμένως εμπίπτει στην απορρέουσα από το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/1036 αρμοδιότητα της Επιτροπής (βλ. κατ’ αναλογίαν απόφαση της 15ης Μαρτίου 2018, Deichmann, C‑256/16, EU:C:2018:187, σκέψεις 57 και 58).

100    Επιβάλλοντας εκ νέου τους δασμούς αντιντάμπινγκ μέσω του επίδικου κανονισμού, η Επιτροπή διατήρησε την προστασία του βιομηχανικού κλάδου της Ένωσης χωρίς να επιβάλει στις αναιρεσείουσες οποιαδήποτε υποχρέωση βαίνουσα πέραν εκείνων που απορρέουν από τον εκτελεστικό κανονισμό 723/2011, και, ως εκ τούτου, δεν υπέπεσε στην παρατυπία που είχε διαπιστωθεί με την απόφαση Eurobolt (βλ. κατ’ αναλογίαν απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2022, Puma κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑507/21 P, EU:C:2022:649, σκέψη 68).

101    Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο έβδομος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμος.

102    Δεδομένου ότι κανένας από τους λόγους που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες προς στήριξη της αίτησης αναιρέσεως δεν έγινε δεκτός, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

103    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική δίκη δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

104    Δεδομένου ότι οι αναιρεσείουσες ηττήθηκαν, πρέπει να φέρουν, πέραν των δικαστικών εξόδων τους, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Οι Eurobolt BV, Fabory Nederland BV και ASF Fischer BV φέρουν, πέραν των δικαστικών εξόδων τους, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.