Language of document : ECLI:EU:C:2024:5

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 11ης Ιανουαρίου 2024 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλος – Έρευνα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) – Εθνική ποινική διαδικασία – Εθνική απόφαση με την οποία αθωώνεται η αναιρεσείουσα – Ζημία την οποία η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω της παράνομης συμπεριφοράς του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop) κατά τη διάρκεια της εθνικής ποινικής διαδικασίας – Απόρριψη του αποζημιωτικού αιτήματος της αναιρεσείουσας – Προσφυγή ακυρώσεως και αγωγή αποζημιώσεως – Άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Υποχρέωση αμεροληψίας – Σύγκρουση συμφερόντων – Άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – Τεκμήριο αθωότητας – Αρχή της καλόπιστης συνεργασίας – Μερική αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως»

Στην υπόθεση C‑111/22 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2022,

Helene Hamers, κάτοικος Αγγελοχωρίου (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τους Β. Χριστιανό, Α. Πολίτη και Μ. Ροδόπουλο, δικηγόρους,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι το:

Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop), εκπροσωπούμενο από τον J. Siebel, επικουρούμενο από τον B. Wägenbaur, Rechtsanwalt,

καθού-εναγόμενο πρωτοδίκως,


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz, P. G. Xuereb, A. Kumin (εισηγητή) και I. Ziemele, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: T. Ćapeta

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτηση αναιρέσεως, η νυν αναιρεσείουσα ζητεί τη μερική αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Hamers κατά Cedefop (T‑159/20, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2021:913), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή-αγωγή της με αίτημα, αφενός, να ακυρωθεί η σιωπηρή απόφαση του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop), της 19ης Ιανουαρίου 2020, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση της αναιρεσείουσας που αφορούσε αίτηση αποκαταστάσεως της ζημίας την οποία αυτή προέβαλε ότι υπέστη και, αφετέρου, να αποκατασταθεί η εν λόγω ζημία.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 11α, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς (στο εξής: ΚΥΚ), ορίζει τα εξής:

«1.      Κατά την άσκηση των καθηκόντων του και εκτός αντιθέτου διατάξεως, ο υπάλληλος δεν απασχολείται σε καμία υπόθεση στην οποία έχει, άμεσα ή έμμεσα, προσωπικό συμφέρον, ιδίως οικογενειακό ή οικονομικό, φύσεως ικανής να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του.

2.      Ο υπάλληλος ο οποίος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, συμβαίνει να απασχοληθεί με υπόθεση όπως η προαναφερόμενη, ενημερώνει αμέσως σχετικά την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή [(ΑΔΑ)]. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει τα επιβαλλόμενα μέτρα και δύναται, ιδίως, να απαλλάσσει τον υπάλληλο από τον χειρισμό της υποθέσεως αυτής.»

3        Το άρθρο 90, παράγραφοι 1 και 2, του ΚΥΚ προβλέπει τα εξής:

«1.      Κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στον παρόντα κανονισμό δύναται να προσφύγει στην [ΑΔΑ] ζητώντας της να λάβει απόφαση περί αυτού. Η αρχή κοινοποιεί την αιτιολογημένη απόφασή της στον ενδιαφερόμενο εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από της ημέρας υποβολής της αιτήσεως. Μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής η έλλειψη απαντήσεως στην αίτηση σημαίνει σιωπηρή απορριπτική απόφαση, κατά της οποίας δύναται να υποβληθεί αίτημα κατά την έννοια της επομένης παραγράφου.

2.      Κάθε πρόσωπο που υπόκειται στον παρόντα κανονισμό δύναται να υποβάλει στην [ΑΔΑ] αίτημα κατά οιασδήποτε πράξεως η οποία θίγει τα συμφέροντά του, τόσο στην περίπτωση που η εν λόγω αρχή έχει ήδη λάβει απόφαση όσο και όταν παρέλειψε να λάβει μέτρο που επιβάλλεται από τον κανονισμό. Το αίτημα πρέπει να διατυπωθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών. [...]

[...]

Η αρχή κοινοποιεί στον ενδιαφερόμενο την αιτιολογημένη απόφασή της εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την ημέρα υποβολής της ενστάσεως. Μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής η παράλειψη απαντήσεως στην ένσταση σημαίνει σιωπηρή απορριπτική απόφαση, κατά της οποίας δύναται να ασκηθεί προσφυγή κατά την έννοια του άρθρου 91.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

4        Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 19 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και μπορεί, για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας, να συνοψισθεί ως ακολούθως.

5        Η αναιρεσείουσα είναι έκτακτη υπάλληλος βαθμού AD 12 στο Cedefop. Το 2001 διορίστηκε προϊσταμένη της υπηρεσίας «Προϋπολογισμού και Οικονομικών» του Cedefop και άσκησε τα καθήκοντα αυτά μέχρι το 2007.

6        Το 2005 το διοικητικό συμβούλιο του Cedefop ζήτησε από την Υπηρεσία Εσωτερικού Λογιστικού Ελέγχου (στο εξής: IAS) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να ελέγξει την κανονικότητα και τη νομιμότητα των διαδικασιών προκήρυξης διαγωνισμού και ανάθεσης συμβάσεων κατά την περίοδο από το 2001 έως το 2005. Η IAS κατέληξε με την έκθεσή της στην ύπαρξη, στις διαδικασίες προκήρυξης διαγωνισμού για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, σοβαρών παραβάσεων των κανονιστικών ρυθμίσεων, μνημόνευσε δε την αναιρεσείουσα υπό την ιδιότητα της προϊσταμένης της υπηρεσίας.

7        Στις 14 Οκτωβρίου 2005, βάσει της εκθέσεως της IAS, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) κίνησε εσωτερική έρευνα, χωριστή από εκείνη της IAS, εις βάρος έξι προσώπων, μεταξύ των οποίων η αναιρεσείουσα, αφορώσα την περίοδο που μνημονεύθηκε στην προηγούμενη σκέψη.

8        Στις 16 Αυγούστου 2007 η OLAF εξέδωσε την τελική έκθεσή της και κατέληξε στην ύπαρξη οργανωμένης απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οποία μετείχαν τα έξι εμπλεκόμενα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και η αναιρεσείουσα.

9        Στις 2 Οκτωβρίου 2007 η OLAF κοινοποίησε την τελική έκθεσή της στις ελληνικές δικαστικές αρχές καθώς και στο Cedefop.

10      Στις 31 Μαρτίου 2008 ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης (Ελλάδα) ανέθεσε στο Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) (Ελλάδα) να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση. Μετά την έναρξη της εξέτασης αυτής, το Cedefop άσκησε πολιτική αγωγή.

11      Στις 23 Ιουνίου 2009 το ΣΔΟΕ εξέδωσε την πορισματική αναφορά του, με την οποία διαπίστωσε παρατυπίες σε ορισμένες δημόσιες συμβάσεις (στο εξής: επίδικες δημόσιες συμβάσεις). Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης αποφάσισε τη δίωξη των έξι εμπλεκομένων προσώπων, μεταξύ των οποίων και η αναιρεσείουσα. Στις 2 Ιουλίου 2009 διατάχθηκε η διενέργεια ποινικής έρευνας.

12      Στις 6 Μαρτίου 2017 άρχισε η ποινική διαδικασία για την εκδίκαση της υποθέσεως ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης (Ελλάδα).

13      Με απόφαση της 20ής Ιουλίου 2018, το δικαστήριο αυτό απάλλαξε τα έξι εμπλεκόμενα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων η αναιρεσείουσα, λόγω ανεπαρκών αποδεικτικών στοιχείων.

14      Στις 12 Μαρτίου 2019 η αναιρεσείουσα υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, αίτηση για την αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη, συνολικού ύψους 442 276,78 ευρώ (στο εξής: αίτηση αποζημιώσεως). Το ποσό αυτό αναλυόταν σε 250 000 ευρώ για ηθική βλάβη, 150 000 ευρώ για βλάβη της υγείας της αναιρεσείουσας, καθώς και 42 276,78 ευρώ για περιουσιακή ζημία συνδεόμενη με τα έξοδα δικηγόρου στα οποία υποβλήθηκε η αναιρεσείουσα ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

15      Στις 3 Ιουλίου 2019 η εκτελούσα χρέη εκτελεστικού διευθυντή του Cedefop (στο εξής: εκτελούσα χρέη εκτελεστικού διευθυντή), ενεργώντας ως ΑΔΑ, απέρριψε την εν λόγω αίτηση αποζημιώσεως (στο εξής: απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019).

16      Στις 19 Σεπτεμβρίου 2019 η αναιρεσείουσα υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2019 (στο εξής: διοικητική ένσταση).

17      Στις 20 Νοεμβρίου 2019 η επιτροπή προσφυγών του Cedefop (στο εξής: επιτροπή προσφυγών) πρότεινε στα μέρη φιλικό διακανονισμό σχετικά με τα έξοδα δικηγόρου στα οποία υποβλήθηκε η αναιρεσείουσα ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

18      Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας διακανονισμού, ο εκτελεστικός διευθυντής πρότεινε στην αναιρεσείουσα, στις 28 Νοεμβρίου 2019, να της καταβληθεί χαριστικώς το ποσό των 17 000 ευρώ, πρόταση την οποία απέρριψε η αναιρεσείουσα. Με επιστολή της 11ης Δεκεμβρίου 2019, ο εκτελεστικός διευθυντής αύξησε την προσφορά του προτείνοντας ποσό 25 000 ευρώ, πρόταση την οποία επίσης απέρριψε η αναιρεσείουσα.

19      Στις 16 Ιανουαρίου 2020 η επιτροπή προσφυγών εξέδωσε απόφαση με την οποία ακύρωσε, λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, την απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019, κατά το μέρος που αφορά τη ζημία της αναιρεσείουσας που συνδέεται με τα έξοδα δικηγόρου. Η επιτροπή προσφυγών απέρριψε τη διοικητική ένσταση κατά τα λοιπά (στο εξής: απόφαση της επιτροπής προσφυγών).

20      Με επιστολή της 23ης Ιανουαρίου 2020, η αναιρεσείουσα δήλωσε ότι τα έξοδα δικηγόρου ανέρχονταν σε 36 156,78 ευρώ.

21      Κατόπιν της αποφάσεως της επιτροπής προσφυγών, ο εκτελεστικός διευθυντής, με επιστολή της 10ης Απριλίου 2020, επιβεβαίωσε την άρνηση καταβολής αποζημιώσεως για τα έξοδα δικηγόρου, πρότεινε όμως, χαριστικώς, το ποσό των 12 500 ευρώ, πρόταση την οποία απέρριψε η αναιρεσείουσα.

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

22      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Μαρτίου 2020, η νυν αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή-αγωγή (στο εξής: προσφυγή) με αίτημα την ακύρωση της σιωπηρής αποφάσεως του Cedefop, της 19ης Ιανουαρίου 2020, περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως. Κατά την αναιρεσείουσα, η προσφυγή αυτή ασκήθηκε κατά της εν λόγω σιωπηρής αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, δεδομένου ότι η απόφαση της επιτροπής προσφυγών δεν μπορούσε να θεωρηθεί απόφαση της ΑΔΑ, ελλείψει αρμοδιότητας της επιτροπής αυτής επί θεμάτων αποζημιώσεως. Κατά συνέπεια, κατά την αναιρεσείουσα, ελλείψει αποφάσεως της ΑΔΑ, η διοικητική ένσταση απορρίφθηκε σιωπηρώς κατά τη λήξη της τετράμηνης προθεσμίας του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

23      Κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο οριοθέτησε το αντικείμενο της διαφοράς. Συναφώς, έκρινε ότι, σύμφωνα με την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Cedefop της 4ης Φεβρουαρίου 2000, αρμόδια να αποφαίνεται επί όλων των διοικητικών ενστάσεων που υποβάλλονται, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, από το προσωπικό του Cedefop είναι η επιτροπή προσφυγών. Επομένως, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η διοικητική ένσταση εξετάστηκε πράγματι με την απόφαση της επιτροπής προσφυγών και απορρίφθηκε, με εξαίρεση το αίτημα αποκαταστάσεως της ζημίας που συνδέεται με τα έξοδα δικηγόρου στα οποία υποβλήθηκε η αναιρεσείουσα ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, αίτημα επί του οποίου, κατά το Γενικό Δικαστήριο, εναπέκειτο στον εκτελεστικό διευθυντή να αποφανθεί. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, καθόσον η απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019 ακυρώθηκε με την απόφαση της επιτροπής προσφυγών μόνον κατά το μέρος που αφορά την υλική ζημία που συνδέεται με τα έξοδα δικηγόρου, έπρεπε να θεωρηθεί ότι η προσφυγή ακυρώσεως ασκήθηκε κατά της πρώτης αποφάσεως, της οποίας η νομιμότητα έπρεπε να εξεταστεί λαμβανομένης υπόψη της δεύτερης αποφάσεως, η οποία επιβεβαιώνει την πρώτη απόφαση όσον αφορά τις λοιπές προβαλλόμενες ζημίες.

24      Προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματός της, η αναιρεσείουσα προέβαλε τέσσερις λόγους. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, διευκρίνισε ότι το ακυρωτικό αίτημά της στηριζόταν σε δύο μόνον από τους τέσσερις λόγους, ήτοι στον δεύτερο και τον τρίτο. Οι δύο αυτοί λόγοι ακυρώσεως στηρίζονταν, ο μεν πρώτος, σε προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, καθόσον η αίτησή της αποζημιώσεως εξετάστηκε από υπάλληλο του Cedefop τελούντα σε κατάσταση συγκρούσεως συμφερόντων, ο δε δεύτερος, σε παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας καθώς και, μεταξύ άλλων, σε παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

25      Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τους λόγους αυτούς καθώς και, συνακολούθως, το ακυρωτικό αίτημα προς στήριξη του οποίου αυτοί προβλήθηκαν, πριν αποφανθεί επί του αποζημιωτικού αιτήματος.

26      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, καθόσον οι δύο λόγοι που προβλήθηκαν προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματος απορρίφθηκαν, η αναιρεσείουσα δεν μπορούσε βασίμως να επικαλεστεί τους λόγους αυτούς προς στήριξη του αποζημιωτικού αιτήματός της. Επομένως, στο πλαίσιο της εξετάσεως του εν λόγω αιτήματος, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε μόνον τους δύο άλλους λόγους που προέβαλε η αναιρεσείουσα. Οι λόγοι αυτοί αφορούσαν, αφενός, τον παράνομο χαρακτήρα των ενεργειών ή των συμπεριφορών του Cedefop που ήταν καθοριστικές για την κίνηση της ποινικής διαδικασίας κατά της αναιρεσείουσας και, αφετέρου, τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς του Cedefop που είχε ως συνέπεια την επαγγελματική υποβάθμιση της αναιρεσείουσας.

27      Εκτιμώντας ότι δεν αποδείχθηκε παράνομη συμπεριφορά καταλογιστέα στο Cedefop και ότι, επομένως, δεν πληρούνταν η πρώτη προϋπόθεση θεμελιώσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, ήτοι ο παράνομος χαρακτήρας της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα θεσμικά όργανα, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αποζημιώσεως και, κατά συνέπεια, την προσφυγή-αγωγή στο σύνολό της.

 Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

28      Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει μερικώς την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        εφόσον είναι αναγκαίο, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο και

–        να καταδικάσει το Cedefop στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

29      Το Cedefop ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

–        να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

 Επί του αντικειμένου της αιτήσεως αναιρέσεως

30      Από τις επεξηγήσεις που παρέσχε η αναιρεσείουσα με την αίτηση αναιρέσεως προκύπτει ότι οι αιτιάσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως βάλλουν κατά των σκέψεων 55 έως 61, 65, 68 έως 75 και 83 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Οι σκέψεις αυτές αφορούν τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο που προβλήθηκαν πρωτοδίκως, στους οποίους στηριζόταν το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2019. Στη σκέψη 83 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, δεδομένου ότι οι δύο αυτοί λόγοι ακυρώσεως έπρεπε να απορριφθούν, η αναιρεσείουσα δεν μπορούσε να προβάλει τον κατ’ αυτήν παράνομο χαρακτήρα της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2019 προς στήριξη του αποζημιωτικού αιτήματός της. Αντιθέτως, η αναιρεσείουσα διευκρινίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως δεν αφορά τις άλλες σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που αφορούν τους λόγους που προβλήθηκαν πρωτοδίκως προς στήριξη του αποζημιωτικού αιτήματος.

31      Επομένως, με την αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ζητεί τη μερική αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφενός, κατά το μέρος που απέρριψε το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2019 και, αφετέρου, κατά το μέρος που απέρριψε το αίτημα αποζημιώσεως, στο μέτρο που η τελευταία αυτή απόρριψη στηρίζεται στην εκτίμηση ότι, δεδομένου ότι το ακυρωτικό αίτημα απορρίφθηκε, η αναιρεσείουσα δεν μπορούσε πλέον να επικαλεστεί τον προβαλλόμενο παράνομο χαρακτήρα της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2019 προς στήριξη του εν λόγω αποζημιωτικού αιτήματος.

32      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 37 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά της οποίας δεν βάλλει η αναιρεσείουσα, ότι η απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019 ακυρώθηκε με την απόφαση της επιτροπής προσφυγών όσον αφορά την υλική ζημία που συνδέεται με τα έξοδα δικηγόρου και επιβεβαιώθηκε όσον αφορά τις λοιπές ζημίες τις οποίες προέβαλε η αναιρεσείουσα. Επομένως, το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2019, το οποίο εξέτασε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αφορούσε την απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019 μόνον ως προς τις λοιπές αυτές ζημίες.

33      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει δύο λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και ο δεύτερος παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη, καθώς και της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρηματολογία των διαδίκων

34      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 55 και 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε, κατά παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη, ότι η απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019 δεν έφερε το στίγμα της έλλειψης αμεροληψίας.

35      Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως την επιταγή αμεροληψίας που όφειλε να σεβασθεί η εκτελούσα χρέη εκτελεστικού διευθυντή, στηριζόμενο σε προϋποθέσεις διαφορετικές από εκείνες που απαιτεί η νομολογία του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη νομολογία αυτήν, η αμερόληπτη και αντικειμενική άσκηση των καθηκόντων της εκτελούσας χρέη εκτελεστικού διευθυντή υπονομεύθηκε από την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος, με αποτέλεσμα τη δημιουργία κατάστασης συγκρούσεως συμφερόντων στο πρόσωπό της. Στο πλαίσιο αυτό, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι η εκτελούσα χρέη εκτελεστικού διευθυντή δεν κατέθεσε ως μάρτυρας «ιδίω ονόματι», αλλά ως εκπρόσωπος του Cedefop, δεν αποκλείει τη συνδρομή τέτοιας συγκρούσεως συμφερόντων. Αν το Γενικό Δικαστήριο είχε εξετάσει το περιεχόμενο και το ακριβές αντικείμενο των δηλώσεων της εκτελούσας χρέη εκτελεστικού διευθυντή στο πλαίσιο της ελληνικής ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε μεταξύ άλλων και κατά της αναιρεσείουσας, θα έπρεπε να διαπιστώσει ότι, αφού η εκτελούσα χρέη εκτελεστικού διευθυντή εξέφρασε με τις δηλώσεις αυτές αρνητική άποψη για την αναιρεσείουσα, ήταν μάλλον απίθανο να δεχθεί την αίτηση αποζημιώσεως. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς την εκτίμηση που περιλαμβάνεται στις σκέψεις 55 και 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

36      Κατά το Cedefop, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, κατά το μέρος που η αναπτυχθείσα προς στήριξη του σκέλους αυτού επιχειρηματολογία έχει ως σκοπό να βάλει κατά απλών πραγματικών διαπιστώσεων οι οποίες εκτίθενται στις προμνησθείσες σκέψεις 55 και 56. Εν πάση περιπτώσει, το σκέλος αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Συγκεκριμένα, κατά το Cedefop, η προβληθείσα από την αναιρεσείουσα αμφιβολία ως προς ενδεχόμενη προκατάληψη της εκτελούσας χρέη εκτελεστικού διευθυντή δεν αρκεί για την ανατροπή του τεκμηρίου υποκειμενικής αμεροληψίας του προσώπου που εξέδωσε την επίμαχη απόφαση. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε εμμέσως ότι, εν προκειμένω, δεν υπήρχε τέτοια αμφιβολία.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

37      Κατά πρώτον, όσον αφορά την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε το Cedefop, επισημαίνεται ότι, προς στήριξη του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει, εν συνόψει, ότι το Γενικό Δικαστήριο απέκλινε από τις προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την υποχρέωση αμεροληψίας, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εκτελούσα χρέη εκτελεστικού διευθυντή δεν επέδειξε μεροληψία.

38      Μολονότι είναι αληθές ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να διαπιστώνει και να εκτιμά τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία και μολονότι η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεώς τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση της 23ης Μαρτίου 2023, PV κατά Επιτροπής, C‑640/20 P, EU:C:2023:232, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), το ζήτημα αν το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα κριτήρια για την εκτίμηση της αρχής της αμεροληψίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη, συνιστά νομικό ζήτημα το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εμπίπτει στην αναιρετική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

39      Επομένως, η προβληθείσα από το Cedefop ένσταση απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί.

40      Κατά δεύτερον, όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογίας των σκέψεων 55 και 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, από την αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη η απόφαση, στο δε Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαιοδοτικό έλεγχό του (απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Kerstens κατά Επιτροπής, C‑447/21 P, EU:C:2022:612, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε κατ’ αρχάς, στις σκέψεις 53 και 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τη σχετική νομολογία για την υποχρέωση αμεροληψίας, ιδίως όσον αφορά την αντικειμενική αμεροληψία την οποία πρέπει να εγγυάται η Διοίκηση, έκρινε, στη συνέχεια, στη σκέψη 55 της αποφάσεως αυτής, ότι, «εν προκειμένω, το γεγονός ότι η εκτελούσα χρέη εκτελεστικού διευθυντή που αποφάνθηκε επί της αιτήσεως αποζημιώσεως της [αναιρεσείουσας] προέβη, ως μάρτυρας, σε δηλώσεις αφορώσες την [αναιρεσείουσα] κατά τις ανακριτικές και τις ένδικες διαδικασίες δεν αρκεί για να τεθεί υπό αμφισβήτηση η αμεροληψία της όταν έλαβε την απόφαση [...] της 3ης Ιουλίου 2019 και, ως εκ τούτου, για να συναχθεί ότι υπήρξε σύγκρουση συμφερόντων κατά την έννοια του άρθρου 11α του ΚΥΚ».

42      Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, στη σκέψη 56 της εν λόγω αποφάσεως, ότι «η εν λόγω υπάλληλος έλαβε την απόφαση [...] της 3ης Ιουλίου 2019 υπό την ιδιότητα της εκτελούσας χρέη εκτελεστικού διευθυντή και ότι κατέθεσε υπό την ιδιότητα της εκπροσώπου του Cedefop, ασκώντας τα καθήκοντά της. [Επιπλέον, ο]υδέποτε κατέθεσε ιδίω ονόματι ως μάρτυρας κατά της [αναιρεσείουσας], όπως ορθώς υποστηρίζει το Cedefop».

43      Επομένως, στις εν λόγω σκέψεις 55 και 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου που παρατίθεται στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, εξέθεσε με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τους λόγους οι οποίοι συνιστούν την κύρια αιτιολογία με βάση την οποία κατέληξε στην απόρριψη του λόγου ακυρώσεως που αφορούσε σύγκρουση συμφερόντων της εκτελούσας χρέη εκτελεστικού διευθυντή κατά την έκδοση της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2019. Ως εκ τούτου, η αναιρεσείουσα αβασίμως υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 55 και 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει.

44      Κατά τρίτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη εσφαλμένη κρίση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την υποχρέωση αμεροληψίας, υπενθυμίζεται ότι τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης οφείλουν να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ένωσης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη (απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2021, Κοινοβούλιο κατά UZ, C‑894/19 P, EU:C:2021:863, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης.

46      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η υποχρέωση αμεροληψίας η οποία βαρύνει τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης κατά την εκπλήρωση της αποστολής τους αποσκοπεί στη διασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως, στην οποία στηρίζεται η Ένωση. Σκοπός της επιβολής της υποχρεώσεως αυτής είναι ιδίως η αποφυγή καταστάσεων συγκρούσεως συμφερόντων στο πρόσωπο των μονίμων και μη μονίμων υπαλλήλων που ενεργούν για λογαριασμό των θεσμικών και λοιπών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης. Λαμβανομένης υπόψη της θεμελιώδους σημασίας της εγγυήσεως της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας τόσο για την εσωτερική λειτουργία των θεσμικών και λοιπών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης όσο και για την εικόνα τους προς τα έξω, η υποχρέωση αμεροληψίας καλύπτει όλες τις περιστάσεις για τις οποίες ο μόνιμος ή μη μόνιμος υπάλληλος που καλείται να αποφανθεί επί μιας υποθέσεως οφείλει ευλόγως να αντιληφθεί ότι θα μπορούσαν να δημιουργήσουν στους τρίτους την εντύπωση ότι είναι ικανές να επηρεάσουν την ανεξαρτησία του στο σχετικό ζήτημα (απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2021, Κοινοβούλιο κατά UZ, C‑894/19 P, EU:C:2021:863, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Επιπλέον, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα ως άνω θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί οφείλουν να συμμορφώνονται προς την επιταγή της αμεροληψίας, ως προς αμφότερες τις πτυχές της, οι οποίες είναι, αφενός, η υποκειμενική αμεροληψία, κατά την οποία κανένα μέλος του οικείου θεσμικού οργάνου δεν πρέπει να εκδηλώνει μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις, και, αφετέρου, η αντικειμενική αμεροληψία, κατά την οποία το θεσμικό αυτό όργανο πρέπει να παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης αμφιβολίας σχετικά με ενδεχόμενη προκατάληψη. Εξάλλου, προκειμένου να καταδειχθεί ότι η οργάνωση της διοικητικής διαδικασίας δεν παρέχει επαρκή εχέγγυα ώστε να αποκλειστεί κάθε εύλογη αμφιβολία σχετικά με ενδεχόμενη προκατάληψη, δεν απαιτείται να αποδειχθεί η έλλειψη αμεροληψίας. Αρκεί να υφίσταται επ’ αυτού εύλογη αμφιβολία, μη δυνάμενη να αρθεί (απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2021, Κοινοβούλιο κατά UZ, C‑894/19 P, EU:C:2021:863, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι, όσον αφορά την αντικειμενική αμεροληψία, η προηγούμενη γνώση των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους όσων καλούνται να μετάσχουν στην έκδοση δικαστικής ή διοικητικής αποφάσεως δεν αποτελεί, αφ’ εαυτής, περίσταση ικανή να καταστήσει ελαττωματική την απόφαση αυτή λόγω διαδικαστικής πλημμέλειας συνιστάμενης σε έλλειψη αμεροληψίας. Πράγματι, μια τέτοια προηγούμενη γνώση αποδεικνύεται ενίοτε αναπόφευκτη, λαμβανομένης υπόψη της επαγγελματικής δραστηριότητας που ασκούσαν προηγουμένως ή παραλλήλως οι εμπλεκόμενοι υπάλληλοι. Επομένως, είναι αναγκαίο να διαπιστωθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υφίσταται αντικειμενικό στοιχείο, όπως σύγκρουση συμφερόντων στο πρόσωπο των μονίμων και μη μονίμων υπαλλήλων που ενεργούν για λογαριασμό των θεσμικών και λοιπών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης, ικανό να δημιουργήσει στους τρίτους εύλογες αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία της επίμαχης διαδικασίας (απόφαση της 21 Οκτωβρίου 2021, Κοινοβούλιο κατά UZ, C‑894/19 P, EU:C:2021:863, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49      Πλην όμως, αφενός, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 46 έως 48 της παρούσας αποφάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το γεγονός ότι η εκτελούσα χρέη εκτελεστικού διευθυντή, η οποία, ως ΑΔΑ, αποφάνθηκε επί της αιτήσεως αποζημιώσεως, προέβη, ως μάρτυρας κατά τις επίμαχες ανακριτικές και ένδικες διαδικασίες, σε δηλώσεις αφορώσες την αναιρεσείουσα, σχετικά με τα καθήκοντα που αυτή ασκούσε στο Cedefop, δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, για να τεθεί υπό αμφισβήτηση η τήρηση της υποχρεώσεως αμεροληψίας κατά την έκδοση της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2019.

50      Πράγματι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 48 και 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η αναιρεσείουσα υποστήριξε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι η υπάλληλος που εξέδωσε την απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019 υπήρξε μάρτυρας κατηγορίας και δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι η αναιρεσείουσα τελούσε σε γνώση των επίμαχων παρατυπιών. Αν όντως συνέβη κάτι τέτοιο, η εκτελούσα χρέη εκτελεστικού διευθυντή δεν είχε απλώς προηγούμενη γνώση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, αλλά ενήργησε κατά τρόπο ικανό να δημιουργήσει στους τρίτους, συμπεριλαμβανομένης της αναιρεσείουσας, εύλογες αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία της εν λόγω εκτελούσας χρέη εκτελεστικού διευθυντή κατά την έκδοση της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2019.

51      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 47 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να εξακριβώσει ότι η εκτελούσα χρέη εκτελεστικού διευθυντή είχε πράγματι προκαταλήψεις έναντι της αναιρεσείουσας. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει αν υπήρχε εύλογη και μη δυνάμενη να αρθεί αμφιβολία σχετικά με την ενδεχόμενη ύπαρξη προκατάληψης, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, του περιεχομένου των δηλώσεων στις οποίες προέβη η εν λόγω εκτελούσα χρέη εκτελεστικού διευθυντή στο πλαίσιο των εν λόγω διαδικασιών και του τρόπου οργανώσεως της διοικητικής διαδικασίας εξετάσεως της αιτήσεως αποζημιώσεως.

52      Αφετέρου, το γεγονός για το οποίο γίνεται λόγος στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δηλαδή η εκτελούσα χρέη εκτελεστικού διευθυντή κατέθεσε υπό την ιδιότητα «της εκπροσώπου του Cedefop», στο πλαίσιο ασκήσεως των καθηκόντων της, και ότι «ουδέποτε κατέθεσε ιδίω ονόματι ως μάρτυρας κατά της [αναιρεσείουσας]», δεν μπορεί να εξαλείψει κάθε υπόνοια περί ενδεχόμενης συγκρούσεως συμφερόντων στο πρόσωπο της εν λόγω υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 11α του ΚΥΚ, ικανής να δημιουργήσει σε τρίτους εύλογες αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία της. Πράγματι, γεγονός παραμένει ότι το πρόσωπο που εξετάστηκε ως μάρτυρας στις διαδικασίες που κινήθηκαν κατά της αναιρεσείουσας εξέδωσε, στη συνέχεια, την απόφαση περί απορρίψεως αιτήσεως αποζημιώσεως της αναιρεσείουσας, συνδεόμενης με τις διαδικασίες αυτές. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο να είχε παραβιαστεί η υποχρέωση αμεροληψίας κατά την έκδοση της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2019, χωρίς να εξετάσει αν ήταν ορθή η εκ μέρους της αναιρεσείουσας εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων της υπαλλήλου που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση, όπως η εκτίμηση αυτή προκύπτει από τις σκέψεις 48 και 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Ως εκ τούτου, οι εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ενέχουν επίσης πλάνη περί το δίκαιο.

53      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, με τις σκέψεις 55 και 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως την υποχρέωση αντικειμενικής αμεροληψίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη.

54      Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο με την κύρια αιτιολογία απορρίψεως του προβληθέντος ενώπιόν του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορούσε σύγκρουση συμφερόντων. Επομένως, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτό.

 Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρηματολογία των διαδίκων

55      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 57 έως 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επιτροπή προσφυγών, η οποία, μετά την απόρριψη της αιτήσεως αποζημιώσεως, είχε επιληφθεί της διοικητικής ενστάσεως κατά της απορρίψεως αυτής, προέβη σε πλήρη επανεξέταση της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2019 και ότι, λόγω της πλήρους επανεξέτασης, θεραπεύθηκε τυχόν πλημμέλεια λόγω ελλείψεως αμεροληψίας.

56      Κατά την αναιρεσείουσα, αφενός, η πλημμέλεια αυτή δεν ήταν δυνατόν να θεραπευθεί απλώς και μόνον με την πλήρη επανεξέταση της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2019. Συναφώς, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι ούτε η απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019 ούτε η απόφαση της επιτροπής προσφυγών περιέχουν εκτιμήσεις σχετικές με την αιτίασή της περί της ελλείψεως αμεροληψίας την οποία η αναιρεσείουσα εντόπισε όσον αφορά την πρώτη απόφαση. Επιπλέον, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι, μολονότι είναι αληθές ότι η έλλειψη αιτιολογίας ή η ανεπάρκεια της αιτιολογίας μιας αποφάσεως μπορεί να θεραπευθεί κατόπιν διοικητικής ενστάσεως, τούτο δεν ισχύει όσον αφορά πλημμέλεια σχετική με την έλλειψη αντικειμενικής αμεροληψίας.

57      Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 57 έως 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει.

58      Κατά το Cedefop, κατά το μέρος που το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως αφορά επάλληλη αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές. Εν πάση περιπτώσει, το σκέλος αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Συγκεκριμένα, η αιτίαση περί πλημμέλειας της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2019, αιτίαση η οποία στηριζόταν σε προβαλλόμενη έλλειψη αμεροληψίας, απορρίφθηκε με την απόφαση της επιτροπής προσφυγών. Επιπλέον, η απόφαση της επιτροπής προσφυγών αντικατέστησε την απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι το πρόσωπο που εξέδωσε την τελευταία αυτή απόφαση δεν ήταν αμερόληπτο, η επιτροπή προσφυγών ήταν αμερόληπτη, όπερ δεν αμφισβητεί η αναιρεσείουσα.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

59      Κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει το Cedefop υποστηρίζοντας ότι το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι απορριπτέο ως αλυσιτελές, λόγω του ότι το σκέλος αυτό αφορά αιτιολογία την οποία παρέθεσε επαλλήλως το Γενικό Δικαστήριο, δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν. Πράγματι, δεδομένου ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτό, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως δεν μπορεί να απορριφθεί ως αλυσιτελές και, ως εκ τούτου, πρέπει να εξετασθεί.

60      Κατά δεύτερον, όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογίας των σκέψεων 57 έως 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε, στη σκέψη 57 της αποφάσεως αυτής, ότι είχε υποβληθεί διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2019, υπενθύμισε, στις σκέψεις 58 και 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τον σκοπό της διοικητικής διαδικασίας επί της διοικητικής ενστάσεως και, στο πλαίσιο αυτό, υπενθύμισε, μεταξύ άλλων, ότι αυτή η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία προβλέπεται όχι μόνον προς το συμφέρον της Διοικήσεως, αλλά και προς το συμφέρον του υπαλλήλου, ο οποίος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει την προσήκουσα επανεξέταση της αποφάσεως της Διοικήσεως. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, στην ως άνω σκέψη 58, ότι η εν λόγω διαδικασία παρέχει στον ενιστάμενο τη δυνατότητα να διευκρινίσει τα αιτήματά του και στη Διοίκηση να διορθώσει τυχόν σφάλματα, να επανεξετάσει τη θέση της και να συμπληρώσει την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

61      Τέλος, στη σκέψη 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι η επιτροπή προσφυγών, με την από 16 Ιανουαρίου 2020 απόφασή της, προέβη σε πλήρη επανεξέταση της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2019 και, αφετέρου, ότι δεν αμφισβητείται ότι η εκτελούσα χρέη εκτελεστικού διευθυντή που έλαβε την τελευταία αυτή απόφαση δεν μετείχε στην επιτροπή προσφυγών.

62      Ως εκ τούτου, κατά συμμόρφωση προς τις απορρέουσες από τη νομολογία του Δικαστηρίου επιταγές οι οποίες μνημονεύονται στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε, στις σκέψεις 57 έως 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία, τους λόγους για τους οποίους κατέληξε, επικουρικώς, στην απόρριψη του λόγου ακυρώσεως περί συγκρούσεως συμφερόντων της εκτελούσας χρέη εκτελεστικού διευθυντή κατά την έκδοση της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2019. Επομένως, η αναιρεσείουσα αβασίμως υποστηρίζει ότι οι σκέψεις αυτές της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πάσχουν έλλειψη αιτιολογίας.

63      Κατά τρίτον, στο μέτρο που η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι κακώς έκρινε, στη σκέψη 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, με την απόφασή της, η επιτροπή προσφυγών προέβη σε πλήρη επανεξέταση της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2019, υπενθυμίζεται ότι από το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και από το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του έχουν υποβληθεί, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Συνεπώς, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν συνιστά νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (απόφαση της 27ης Απριλίου 2023, HC κατά Επιτροπής, C‑102/22 P, EU:C:2023:351, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

64      Οσάκις ο αναιρεσείων προβάλλει παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, οφείλει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 256 ΣΛΕΕ, του άρθρου 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, να προσδιορίζει επακριβώς τα στοιχεία τα οποία, κατ’ αυτόν, παραμόρφωσε το Γενικό Δικαστήριο και να καταδεικνύει τα σφάλματα αναλύσεως στα οποία υπέπεσε, κατά την εκτίμησή του, το Γενικό Δικαστήριο και τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα την εκ μέρους του παραμόρφωση αυτή. Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να απαιτείται εκ νέου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (απόφαση της 27ης Απριλίου 2023, HC κατά Επιτροπής, C‑102/22 P, EU:C:2023:351, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

65      Εν προκειμένω, από τις σκέψεις 57 και 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες μνημονεύονται στις σκέψεις 60 και 61 της παρούσας αποφάσεως, συνάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε, επικουρικώς και χωρίς να το επισημάνει ρητώς, ότι η απόφαση της επιτροπής προσφυγών είχε θεραπεύσει ενδεχόμενη παράβαση, με την απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019, της υποχρεώσεως αμεροληψίας.

66      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι, όταν η υποχρέωση αμεροληψίας δεν έχει τηρηθεί κατά την έκδοση αποφάσεως, η πλημμέλεια αυτή μπορεί να θεραπευθεί με την έκδοση νέας αποφάσεως η οποία αντικαθιστά την πρώτη και δεν πάσχει τέτοια πλημμέλεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν αποδείχθηκε ότι η απόφαση της επιτροπής προσφυγών αντικατέστησε την απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019. Πράγματι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως, η απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019 ακυρώθηκε με την απόφαση της επιτροπής προσφυγών μόνον όσον αφορά την υλική ζημία που συνδέεται με τα έξοδα δικηγόρου, επιβεβαιώθηκε δε όσον αφορά τις λοιπές ζημίες τις οποίες προέβαλε η αναιρεσείουσα.

67      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της αποφάσεως της επιτροπής προσφυγών, κρίνοντας ότι η απόφαση αυτή μπορούσε να θεραπεύσει την οφειλόμενη σε παράβαση της υποχρεώσεως αμεροληψίας πλημμέλεια την οποία, κατά την αναιρεσείουσα, ενείχε η απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019.

68      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα στοιχεία της δικογραφίας που είχε στη διάθεσή του, με την επικουρική αιτιολογία απορρίψεως του προβληθέντος ενώπιόν του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορούσε σύγκρουση συμφερόντων. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και, ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρηματολογία των διαδίκων

69      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, κατά πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 68 έως 71 και 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι με την απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019 δεν παραβιάσθηκε η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας το οποίο δικαιούνταν να επικαλεστεί η αναιρεσείουσα.

70      Κατ’ αρχάς, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019, επισημαίνοντας ότι η αναιρεσείουσα είχε ευθύνες, σχετικές με τις επίδικες συμβάσεις, οι οποίες δεν διαπιστώθηκαν από το ελληνικό ποινικό δικαστήριο, ενέσπειρε αμφιβολίες ως προς την ενοχή της, ενώ το εν λόγω εθνικό δικαστήριο είχε εκδώσει αθωωτική απόφαση όσον αφορά την αναιρεσείουσα. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε, στηριζόμενο στο περιεχόμενο της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2019, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι με την απόφαση αυτή παραβιάστηκε η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας.

71      Περαιτέρω, κατά την αναιρεσείουσα, στη σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019 παραπέμπει σε έγγραφα που περιγράφουν τα γενικά καθήκοντα της αναιρεσείουσας στο Cedefop, συμπεριλαμβανομένων των υποτιθέμενων καθηκόντων της ως δημοσιονομικού επαληθευτή. Από την αθωωτική απόφαση του ελληνικού ποινικού δικαστηρίου προκύπτει όμως ότι η αναιρεσείουσα ουδέποτε άσκησε καθήκοντα οικονομικού ή δημοσιονομικού επαληθευτή στο Cedefop και ότι, ως εκ τούτου, δεν άσκησε τα καθήκοντα αυτά ούτε όσον αφορά τις επίδικες συμβάσεις.

72      Τέλος, η αόριστη και ουδόλως στοιχειοθετημένη διατύπωση των εκτιμήσεων που εκτίθενται στη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι ότι «από την [απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019] ουδόλως προκύπτει [...] ότι παρέμεινε κάποια αμφιβολία ως προς την ενοχή ή την εμπλοκή της [αναιρεσείουσας] στο ποινικό αδίκημα για το οποίο διώχθηκε [...]», δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω. Όπως απέδειξε η αναιρεσείουσα, με την απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019 παραβιάστηκε η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας.

73      Κατά δεύτερον, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 72 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η γενική και αόριστη μνεία, στην απόφαση της επιτροπής προσφυγών, του γεγονότος ότι η αναιρεσείουσα «είχε απαλλαγεί από τις κατηγορίες και απήλαυε κατ’ ανάγκην του τεκμηρίου αθωότητας όσον αφορά την τήρηση των εκ του ΚΥΚ υποχρεώσεών της» δεν μπορεί να δικαιολογήσει το ότι της αποδόθηκαν, με την απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019, συγκεκριμένες ευθύνες περιγραφόμενες σε δύο σελίδες, σε πλήρη αντιδιαστολή με τις αμετάκλητες διαπιστώσεις του ελληνικού ποινικού δικαστηρίου. Δεχόμενο την εκτίμηση αυτή της επιτροπής προσφυγών, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, κατά την αναιρεσείουσα, σε πλάνη περί το δίκαιο, δεδομένου ότι η επιτροπή προσφυγών δεν απάντησε ρητώς στην αιτίαση της αναιρεσείουσας περί παραβιάσεως της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας με την απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019. Εξ αυτού προκύπτει επίσης ότι η παραβίαση αυτή, αντιθέτως προς όσα προκύπτουν από τις σκέψεις 65 και 72 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορεί να θεραπευθεί με την απόφαση της επιτροπής προσφυγών.

74      Κατά τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε το ίδιο την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Αφενός, στη σκέψη 69 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο, μεταξύ άλλων προσθέτοντας τη φράση «οι οποίες δεν διαπιστώθηκαν» στην περιγραφή του περιεχομένου του επίμαχου αποσπάσματος της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2019, αποδυνάμωσε την αθωωτική απόφαση του ελληνικού ποινικού δικαστηρίου, πράγμα που προκάλεσε, κατά συνέπεια, αμφιβολίες ως προς την αθωότητα της αναιρεσείουσας. Αφετέρου, στηριζόμενο, με τη σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε έγγραφα του Cedefop σύμφωνα με τα οποία η αναιρεσείουσα δήθεν ασκούσε καθήκοντα δημοσιονομικού επαληθευτή εντός του Cedefop, το Γενικό Δικαστήριο αμφισβήτησε ευθέως το τεκμήριο αθωότητας της αναιρεσείουσας.

75      Κατά τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας, με τη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Cedefop δεν παραβίασε την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, δεδομένου ότι το Cedefop αγνόησε, κατά παραβίαση της αρχής αυτής, το περιεχόμενο και τις κρίσεις της αθωωτικής αποφάσεως του ελληνικού ποινικού δικαστηρίου. Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της λακωνικότητας της αιτιολογίας της εν λόγω σκέψεως 74, το Γενικό Δικαστήριο δεν παρέσχε συνεκτική και επαρκή αιτιολογία όσον αφορά την εκ μέρους του ερμηνεία της υποχρεώσεως του Cedefop να τηρήσει τη διάταξη αυτή.

76      Κατά το Cedefop, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα, υπό το πρόσχημα προβαλλόμενης πλάνης περί το δίκαιο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, βάλλει κατά απλών πραγματικών διαπιστώσεων του εν λόγω δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, ούτε το Cedefop ούτε το Γενικό Δικαστήριο παραβίασαν την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας ούτε την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

77      Όσον αφορά, κατά πρώτον, την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε το Cedefop, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως, είναι αληθές ότι η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως των εν λόγω πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου. Ωστόσο, όταν το Γενικό Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ελέγξει, δυνάμει του άρθρου 256 ΣΛΕΕ, τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών και τις εντεύθεν συναχθείσες έννομες συνέπειες (απόφαση της 4ης Απριλίου 2017, Διαμεσολαβητής κατά Staelen, C‑337/15 P, EU:C:2017:256, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

78      Εν προκειμένω, πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αναιρεσείουσα δεν βάλλει κατά των εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τα πραγματικά στοιχεία που προκύπτουν από την απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019, αλλά υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στηριζόμενο στα στοιχεία αυτά, εσφαλμένως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι με την απόφαση αυτή δεν παραβιάστηκε ούτε η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, ούτε η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ. Η επιχειρηματολογία λοιπόν αυτή βάλλει κατά των εννόμων συνεπειών τις οποίες άντλησε το Γενικό Δικαστήριο από τις πραγματικές εκτιμήσεις στις οποίες αυτό προέβη. Δεύτερον, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραβίασε το ίδιο τις αρχές αυτές, όπερ αποτελεί νομικό ζήτημα, υποκείμενο στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου.

79      Κατά συνέπεια, η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε το Cedefop πρέπει να απορριφθεί.

80      Όσον αφορά, κατά δεύτερον, το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας ότι με την απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019 δεν παραβιάστηκε η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας την τήρηση της οποίας αυτή δικαιούνταν να αξιώσει, υπενθυμίζεται ότι η αρχή αυτή θεωρείται ότι έχει παραβιαστεί, μεταξύ άλλων, αν μια δικαστική απόφαση δημιουργεί, διά των αιτιολογιών της, την αίσθηση ότι κάποιος είναι ένοχος εγκλήματος μολονότι οι ποινικές διαδικασίες περατώθηκαν με την αθώωσή του (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Νικολάου κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, C‑220/13 P, EU:C:2014:2057, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

81      Το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι σκοπός του τεκμηρίου αθωότητας είναι, μεταξύ άλλων, να μην αντιμετωπίζονται από τις δημόσιες αρχές τα πρόσωπα κατά των οποίων έπαυσε η ποινική δίωξη ως ένοχα για το έγκλημα που τους είχε προσαφθεί (απόφαση της 22ας Ιουνίου 2023, DI κατά ΕΚΤ, C‑513/21 P, EU:C:2023:500, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

82      Εξάλλου, προκειμένου το Γενικό Δικαστήριο να είναι σε θέση να διαπιστώσει τυχόν συνδρομή παραβιάσεως της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας, πρέπει, δυνάμει του άρθρου 48, παράγραφος 1, του Χάρτη και λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, να εξακριβώσει αν, «διά του τρόπου δράσεώς τους, του αιτιολογικού ή σκεπτικού των αποφάσεών τους ή του τρόπου που διατύπωσαν τη συλλογιστική τους», οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια που κλήθηκαν να αποφανθούν μετά την έκδοση ποινικής αποφάσεως ήγειραν αμφιβολίες για την αθωότητα του προσφεύγοντος, παραβιάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ως άνω αρχή (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 14ης Ιουνίου 2006, Teodor κατά Ρουμανίας, CE:ECHR:2013:0604JUD004687806, § 40).

83      Υπό το πρίσμα των όσων προκύπτουν από τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 80 έως 82 της παρούσας αποφάσεως πρέπει να εξεταστεί αν το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε, στις σκέψεις 68 έως 71 και 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας.

84      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με τις σκέψεις 69 έως 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αιτιολόγησε το συμπέρασμα της συλλογιστικής του το οποίο παρέθεσε στη σκέψη 68 της αποφάσεως αυτής, συνιστάμενο στο ότι, «[ε]ν προκειμένω [...], από την απόφαση [...] της 3ης Ιουλίου 2019 δεν προκύπτει κρίση περί του ότι η [αναιρεσείουσα] έπρεπε να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις παρατυπίες που διαπιστώθηκαν στις επίδικες δημόσιες συμβάσεις ή για τις πράξεις που της προσήφθησαν στο πλαίσιο ασκήσεως των καθηκόντων της».

85      Προς τούτο, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε, με τη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε ένα χωρίο της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2019. Το χωρίο αυτό, όπως προκύπτει από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, έχει ως σκοπό να απαντήσει στην αιτίαση που προέβαλε η αναιρεσείουσα με την αίτηση αποζημιώσεως, αιτίαση με την οποία προβάλλεται ότι το Cedefop υπέπεσε σε παρανομία διότι, στο πλαίσιο της ελληνικής ποινικής διαδικασίας, περιέγραψε εσφαλμένως τα καθήκοντά της.

86      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι στην απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019 «εκτίθεται απλώς ότι αυτό και μόνον το γεγονός ότι το ΣΔΟΕ και τα εθνικά δικαστήρια διαπίστωσαν ότι η [αναιρεσείουσα] δεν ήταν υπεύθυνη για την οικονομική επαλήθευση των επίδικων δημοσίων συμβάσεων και δεν είχε αναμειχθεί κατά τρόπο παράτυπο στη σύναψη των επίδικων δημοσίων συμβάσεων δεν προδίκαζε το ζήτημα αν η [αναιρεσείουσα] ασκούσε, λόγω της θέσεως που κατείχε, τα καθήκοντα δημοσιονομικού επαληθευτή στο Cedefop και είχε ευθύνες οι οποίες δεν διαπιστώθηκαν, σχετικές ιδίως με τις επίδικες δημόσιες συμβάσεις που αποτέλεσαν αντικείμενο της ποινικής έρευνας».

87      Πλην όμως, η επισήμανση ότι η αθώωση της αναιρεσείουσας δεν προδίκαζε το ζήτημα αν αυτή είχε «ευθύνες οι οποίες δεν διαπιστώθηκαν [από το ελληνικό ποινικό δικαστήριο], σχετικές ιδίως με τις επίδικες δημόσιες συμβάσεις που αποτέλεσαν αντικείμενο της ποινικής έρευνας», καταλείπει αμφιβολία ως προς την ενοχή της. Πράγματι, το περιεχόμενο της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2019, όπως αποδίδεται κατ’ ουσίαν στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφήνει να εννοηθεί ότι η αναιρεσείουσα, παρά την αθώωσή της, δεν αποκλείεται να είχε ευθύνες, ιδίως ευθύνες «δημοσιονομικού επαληθευτή» σχετικά με τις επίδικες συμβάσεις.

88      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019, σε μέρος του περιεχομένου της οποίας αναφέρεται η σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παραβιάζει προδήλως την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας.

89      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι και το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή αυτή κρίνοντας, στη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «από την απόφαση [...] της 3ης Ιουλίου 2019 ουδόλως προκύπτει […] ότι παρέμεινε κάποια αμφιβολία ως προς την ενοχή ή την εμπλοκή της [αναιρεσείουσας] στο ποινικό αδίκημα για το οποίο διώχθηκε [...]».

90      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων και χωρίς να είναι αναγκαίο να δοθεί απάντηση στην επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 71 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 68, 69 και 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παραβίασε την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας κρίνοντας ότι από την απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019 δεν προέκυπτε ότι κατελείπετο αμφιβολία ως προς την ενοχή ή την εμπλοκή της αναιρεσείουσας στο ποινικό αδίκημα για το οποίο διώχθηκε.

91      Επισημαίνεται όμως ότι, στη σκέψη 72 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, εν πάση περιπτώσει, η επιτροπή προσφυγών είχε υπογραμμίσει, με την από 16 Ιανουαρίου 2020 απόφασή της, ότι η αναιρεσείουσα είχε απαλλαγεί και απήλαυε κατ’ ανάγκην του τεκμηρίου αθωότητας όσον αφορά την τήρηση των εκ του ΚΥΚ υποχρεώσεών της. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εν συνόψει ότι από τις εκτιμήσεις αυτές της επιτροπής προσφυγών προκύπτει ότι το Cedefop δεν αγνόησε την αθώωση της αναιρεσείουσας με την απόφαση του ελληνικού ποινικού δικαστηρίου.

92      Όπως μνημονεύθηκε στη σκέψη 73 της παρούσας αποφάσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 65 και 72 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι, με την απόφαση της επιτροπής προσφυγών, μπορούσε να θεραπευθεί η παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας με την απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019, δεδομένου ότι η επιτροπή προσφυγών δεν απάντησε ρητώς στην αιτίαση περί της παραβιάσεως αυτής.

93      Επισημαίνεται όμως ότι, με το επιχείρημα που μνημονεύεται στην προηγούμενη σκέψη, η αναιρεσείουσα, μολονότι προβάλλει πλάνη περί το δίκαιο, προσάπτει, στην πραγματικότητα, στο Γενικό Δικαστήριο ότι ερμήνευσε εσφαλμένως την απόφαση της επιτροπής προσφυγών.

94      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, στη σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι με την απόφασή της η επιτροπή προσφυγών επανεξέτασε την απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019 και υπογράμμισε ότι το ελληνικό ποινικό δικαστήριο ουδέποτε είχε κατονομάσει προσωπικώς την αναιρεσείουσα ως αυτουργό παραβάσεως των ποινικών ή οικονομικών κανόνων και ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε απλώς απαλλαγεί των κατηγοριών, αλλά απήλαυε κατ’ ανάγκην του τεκμηρίου αθωότητας όσον αφορά την τήρηση των εκ του ΚΥΚ υποχρεώσεών της. Στη σκέψη 72 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επανέλαβε τη διαπίστωση αυτή. Από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι η απόφαση της επιτροπής προσφυγών περιέχει πράγματι αυτές τις πραγματικές εκτιμήσεις.

95      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της εξουσίας του εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι η επιτροπή προσφυγών, με την από 16 Ιανουαρίου 2020 απόφασή της, θεώρησε ως δεδομένη τη μη ενοχή της αναιρεσείουσας. Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Cedefop δεν αγνόησε, μεταξύ άλλων, την αθώωση της αναιρεσείουσας από το ελληνικό ποινικό δικαστήριο.

96      Όσον αφορά, κατά τρίτον, την αιτίαση της αναιρεσείουσας ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 69 και 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παραβίασε το ίδιο την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, πρέπει να γίνει δεκτό, πρώτον, ότι στην εν λόγω σκέψη 69 το Γενικό Δικαστήριο, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 85 της παρούσας αποφάσεως, μνημονεύει ένα χωρίο της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2019 χωρίς να αποφανθεί το ίδιο επί της ενοχής της αναιρεσείουσας. Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο, κατά την αναφορά του χωρίου αυτού, φαίνεται να τροποποίησε ελαφρώς το κείμενο της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2019, με μια προσθήκη σύμφωνα με την οποία οι ενδεχόμενες ευθύνες της αναιρεσείουσας στις οποίες αναφέρεται το χωρίο δεν διαπιστώθηκαν από το ελληνικό ποινικό δικαστήριο, δεν είναι ικανό να μεταβάλει το συμπέρασμα αυτό, δεδομένου ότι, όπως επισήμανε η ίδια η αναιρεσείουσα στην αίτηση αναιρέσεως, η προσθήκη αυτή απλώς αποτυπώνει το περιεχόμενο της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2019 και, ως εκ τούτου, δεν δηλώνει οποιαδήποτε θέση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την ενοχή της αναιρεσείουσας.

97      Δεύτερον, όσον αφορά τη σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η αναιρεσείουσα φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο, παραπέμποντας, με τη σκέψη αυτή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε έγγραφα του Cedefop τα οποία φέρονται να πιστοποιούν ότι ασκούσε καθήκοντα δημοσιονομικού επαληθευτή εντός του Cedefop, δεν έλαβε υπόψη την αθωωτική απόφαση του ελληνικού ποινικού δικαστηρίου, από την οποία προκύπτει ότι ουδέποτε άσκησε τέτοια καθήκοντα. Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι από τα στοιχεία που παρασχέθηκαν με την αίτηση αναιρέσεως προκύπτει ότι το εν λόγω δικαστήριο περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι η αναιρεσείουσα ουδέποτε ήταν υπεύθυνη για τη δημοσιονομική επαλήθευση δημοσίων συμβάσεων όπως οι επίδικες. Επομένως, το επιχείρημα της αναιρεσείουσας στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αθωωτικής αποφάσεως.

98      Όσον αφορά, κατά τέταρτον, το επιχείρημα με το οποίο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αιτίαση της αναιρεσείουσας περί εσφαλμένης ερμηνείας της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, στο μέτρο που η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο έλλειψη αιτιολογίας ως προς το ζήτημα αυτό, ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, από την αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη η απόφαση, στο δε Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαιοδοτικό έλεγχό του (απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Kerstens κατά Επιτροπής, C‑447/21 P, EU:C:2022:612, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

99      Μολονότι είναι αληθές ότι στην ίδια τη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν διευκρινίζονται οι λόγοι για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας που στηριζόταν στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και αντλούνταν από το ότι το Cedefop αγνόησε το περιεχόμενο και τις κρίσεις της αθωωτικής αποφάσεως του ελληνικού ποινικού δικαστηρίου, από τη λέξη «συνεπώς» που περιλαμβάνεται στη σκέψη αυτή προκύπτει σαφώς ότι η εν λόγω απόρριψη στηρίχθηκε στη συλλογιστική που εκτίθεται στη σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Με τη δε σκέψη 73, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το Cedefop δεν αγνόησε την αθωωτική απόφαση του ελληνικού ποινικού δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, η αναιρεσείουσα αβασίμως προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν αιτιολόγησε το συμπέρασμά του το οποίο περιλαμβάνεται στη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

100    Όσον αφορά, δεύτερον, το ζήτημα αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι δεν ήταν δυνατόν να διαπιστωθεί παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει της αρχής αυτής, κατά πάγια νομολογία, τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών αρχών τους, οφείλουν, στους τομείς που εμπίπτουν στο δίκαιο της Ένωσης, να εκπληρώνουν τα εκ των Συνθηκών καθήκοντα βάσει αμοιβαίου σεβασμού και αμοιβαίας συνδρομής, να λαμβάνουν κάθε μέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν, μεταξύ άλλων, από τις πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, καθώς και να απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου ικανού να θέσει σε κίνδυνο την υλοποίηση των σκοπών της Ένωσης [απόφαση της 4ης Ιουλίου 2023, Meta Platforms κ.λπ. (Γενικοί όροι χρήσης κοινωνικού δικτύου), C‑252/21, EU:C:2023:537, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Πλην όμως, με την αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα δεν κατέδειξε με ποιον τρόπο το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας κρίνοντας ότι το Cedefop δεν παραβίασε την αρχή αυτήν.

101    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

102    Κατά συνέπεια, όπως προκύπτει από τη σκέψη 68 της παρούσας αποφάσεως, δεδομένου ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως έγινε δεκτός, πρέπει να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που απέρριψε το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2019, καθόσον η απόρριψη αυτή στηρίζεται στην απόρριψη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ο οποίος αφορά φερόμενη παράβαση της υποχρεώσεως αμεροληψίας.

103    Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει επίσης να αναιρεθεί κατά το μέρος που απέρριψε το αίτημα αποζημιώσεως, καθόσον η απόρριψη αυτή στηρίζεται, όπως προκύπτει από τη σκέψη 83 της αποφάσεως αυτής, στην απόρριψη του δευτέρου λόγου αναιρέσεως.

 Επί της προσφυγής-αγωγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

104    Σύμφωνα με το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση.

105    Εν προκειμένω, επειδή η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

106    Δεδομένου ότι η υπόθεση αναπέμπεται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα σχετικά με την παρούσα αναιρετική διαδικασία δικαστικά έξοδα.


Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Hamers κατά Cedefop (T159/20, EU:T:2021:913), κατά το μέρος που απέρριψε τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ο οποίος αφορά προβαλλόμενη παράβαση της υποχρεώσεως αμεροληψίας, και κατά το μέρος που απέρριψε το αίτημα αποζημιώσεως, στο μέτρο που η απόρριψη αυτή στηρίζεται στην απόρριψη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

2)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά.

3)      Αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί του ακυρωτικού αιτήματος και επί του αποζημιωτικού αιτήματος, κατά το μέρος που τα αιτήματα αυτά στηρίζονται στον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

4)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.


Arabadjiev

von Danwitz

Xuereb

Kumin

 

Ziemele

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Ιανουαρίου 2024.

Ο Γραμματέας

 

Ο πρόεδρος του τμήματος

A. Calot Escobar

 

A. Arabadjiev


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.