Language of document : ECLI:EU:C:2024:14

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 11ης Ιανουαρίου 2024 (1)

Υπόθεση C48/22 P

Google LLC,

Alphabet, Inc.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης – Υπηρεσίες γενικής αναζήτησης στο διαδίκτυο – Υπηρεσίες εξειδικευμένης αναζήτησης προϊόντων στο διαδίκτυο – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και του άρθρου 54 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ – Κατάχρηση μέσω μόχλευσης – Υγιής ανταγωνισμός – Άνιση μεταχείριση μέσω αυτοπροτίμησης – Προνομιακή εμφάνιση των αποτελεσμάτων της ιδίας υπηρεσίας εξειδικευμένης αναζήτησης – Δυνητικά αποτελέσματα εκτοπισμού – Ανάλυση αντιπαραδείγματος – Υποθετικός εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής»






I.      Εισαγωγή

1.        Η αναίρεση που έχει ασκηθεί από τις εταιρίες Google LLC και Alphabet Inc (στο εξής: αναιρεσείουσες) βάλλει κατά της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Νοεμβρίου 2021, Google und Alphabet κατά Επιτροπής (Google Shopping) (2)(στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση). Με την απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε κατ’ ουσίαν την προσφυγή των αναιρεσειουσών κατά της απόφασης Google Search (Shopping), την οποία εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 27 Ιουνίου 2017 (3) (στο εξής: επίδικη απόφαση). Με την εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι η Google εκμεταλλεύτηκε καταχρηστικά τη δεσπόζουσα θέση της σε διάφορες εθνικές αγορές υπηρεσιών γενικής αναζήτησης στο διαδίκτυο και εξειδικευμένης αναζήτησης προϊόντων, κατά παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Η καταχρηστική πρακτική συνίστατο ιδίως στην εκ μέρους της Google δυσμενή μεταχείριση των ανταγωνιστικών υπηρεσιών σύγκρισης των τιμών προϊόντων, σε σχέση με τη δική της υπηρεσία σύγκρισης τιμών, κατά την εμφάνιση των αποτελεσμάτων αναζήτησης στη σελίδα γενικών αποτελεσμάτων της. Με την προσφυγή τους, οι αναιρεσείουσες ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την επίδικη απόφαση και, επικουρικώς, να μειώσει το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε με την απόφαση αυτή.

2.        Τα εν προκειμένω ανακύπτοντα νομικά ζητήματα σχετικά με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ έχουν μεγάλη νομική και πρακτική σημασία.

3.        Αφενός, πρέπει να αποσαφηνιστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η άνιση μεταχείριση ανταγωνιστών που εκπορεύεται από κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση και συνίσταται ειδικότερα στην αυτοπροτίμηση της επιχείρησης αυτής στις ψηφιακές αγορές αποκλίνει από τα (κανονικά) μέσα του υγιούς ανταγωνισμού και μπορεί, ως εκ τούτου, να χαρακτηριστεί καταχρηστική. Αμφιλεγόμενο είναι ιδίως το ζήτημα αν, στο πλαίσιο αυτό, έχουν εφαρμογή τα αυστηρά κριτήρια, που έχουν καθιερωθεί, μεταξύ άλλων, με την απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1998, Bronner (4)(στο εξής: απόφαση Bronner), για τη διαπίστωση καταχρηστικής πρακτικής η οποία συνίσταται στην άρνηση παροχής πρόσβασης σε «ουσιώδη εγκατάσταση».

4.        Αφετέρου, πρέπει να καθοριστούν ακριβέστερα κριτήρια που να καθιστούν δυνατή τη διαπίστωση πρακτικής αντίθετης προς το άρθρο 102 ΣΛΕΕ. Μεταξύ άλλων, τίθεται συναφώς το ζήτημα αν και με ποιον τρόπο η Επιτροπή οφείλει να αποδεικνύει μέσω ανάλυσης αντιπαραδείγματος ότι η πρακτική αυτή παράγει τουλάχιστον δυνητικά αποτελέσματα εκτοπισμού. Επιπλέον, πρέπει να διευκρινιστεί εάν, προκειμένου να αποδειχθεί η επέλευση τέτοιου αποτελέσματος εκτοπισμού, σε περιπτώσεις όπως αυτή της υπό κρίση υπόθεσης, η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ή αποδοτικού ανταγωνιστή (5).

II.    Τα πραγματικά περιστατικά

Α.      Το ιστορικό της διαφοράς

5.        Το ιστορικό της διαφοράς περιγράφεται στις σκέψεις 1 έως 20 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:

6.        Η Google είναι εταιρία με έδρα το Mountain View της Καλιφόρνιας (Ηνωμένες Πολιτείες), η οποία παρέχει, μεταξύ άλλων, διάφορες υπηρεσίες αναζήτησης στο διαδίκτυο σε παγκόσμια κλίμακα. Η πιο γνωστή από τις υπηρεσίες αυτές είναι η μηχανή γενικής αναζήτησης η οποία διατίθεται στη διαδικτυακή διεύθυνση www.google.com και/ή σε αντίστοιχες περιφερειακές διαδικτυακές διευθύνσεις. Η Alphabet, επίσης με έδρα το Mountain View, είναι από τις 2 Οκτωβρίου 2015 η μοναδική μέτοχος της Google και αποτελεί τη μητρική εταιρία του ομίλου στον οποίο ανήκει, μεταξύ άλλων, και η Google.

7.        Οι χρήστες του διαδικτύου μπορούν να ξεκινήσουν μια διαδικασία αναζήτησης εισάγοντας όρους αναζήτησης στον ιστότοπο της Google. Τα αποτελέσματα της αναζήτησης ταξινομούνται και, στη συνέχεια, εμφανίζονται, με βάση τη συνάφεια, με τη χρήση διαφόρων κριτηρίων και αλγορίθμων.

8.        Στην υπό κρίση υπόθεση, κρίσιμη είναι, ειδικότερα, η διάκριση μεταξύ της γενικής αναζήτησης και της εξειδικευμένης αναζήτησης πληροφοριών στο διαδίκτυο. Η γενική αναζήτηση μπορεί να έχει ως αντικείμενο πολλούς σκοπούς και όρους αναζήτησης. Η εξειδικευμένη αναζήτηση, αντιθέτως, επιδιώκει συγκεκριμένο σκοπό αναζήτησης όσον αφορά συγκεκριμένα αγαθά, υπηρεσίες, περιεχόμενο ή πληροφορίες. Με βάση τους όρους αναζήτησης που εισάγουν οι χρήστες, η Google πραγματοποιεί γενική αναζήτηση, εξειδικευμένη αναζήτηση ή συνδυασμό των δύο αναζητήσεων και εμφανίζει τα αποτελέσματα με τη χρήση αλγορίθμων.

9.        Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, η Google ανταγωνιζόταν άλλους φορείς εκμετάλλευσης μηχανών γενικής αναζήτησης, όπως την Altavista, τη Yahoo, την Bing ή την Qwant, οι οποίες παρείχαν εν μέρει υπηρεσίες αναζήτησης (στο εξής: μηχανές αναζήτησης στο διαδίκτυο). Επιπλέον, υπήρχαν φορείς εκμετάλλευσης μηχανών εξειδικευμένης αναζήτησης για συγκρίσεις τιμών, όπως η Bestlist, η Nextag, η IdealPrice, η Twenga, η Kelkoo ή η Prix.net (στο εξής: υπηρεσίες σύγκρισης τιμών).

10.      Η επίδικη απόφαση και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έχουν ως αντικείμενο αναζητήσεις προϊόντων και την εμφάνιση των αποτελεσμάτων τέτοιων αναζητήσεων στον ιστότοπο της Google στον οποίο εμφανίζονται τα αποτελέσματα γενικής αναζήτησης. Μετά την κίνηση διαδικασίας αναζήτησης προϊόντος, η μηχανή αναζήτησης στο διαδίκτυο ή η υπηρεσία σύγκρισης τιμών εμφανίζει ως αποτελέσματα διάφορους ιστοτόπους στους οποίους μπορεί να αγοραστεί το αναζητηθέν προϊόν. Οι ιστότοποι αυτοί μπορεί να ανήκουν σε εμπόρους ή μπορεί να πρόκειται για πλατφόρμες πωλήσεων, όπως το eBay ή η Amazon.

11.      Η Google προσέφερε το πρώτον το 2002 (στις ΗΠΑ) και το 2004 (στην Ευρώπη) μια διακριτή αναζήτηση προϊόντων επιπλέον της γενικής αναζήτησης. Χρησιμοποιώντας μια βάση δεδομένων που τροφοδοτούνταν με πληροφορίες των εμπόρων, το «ευρετήριο προϊόντων», τα αποτελέσματα της αναζήτησης ταξινομούνταν και εμφανίζονταν με τη χρήση ειδικών αλγορίθμων με βάση τη συνάφειά τους. Επρόκειτο για αλγόριθμους αναζήτησης διαφορετικούς από εκείνους που χρησιμοποιούνταν στις γενικές αναζητήσεις στο διαδίκτυο με τη λεγόμενη μέθοδο «crawling», με σκοπό την άντληση πληροφοριών από ιστοτόπους, την ευρετηρίασή τους, τη συμπερίληψή τους στο «ευρετήριο ιστού» (web index) της Google, την ταξινόμησή τους με βάση τη συνάφεια και την προβολή τους. Αρχικά, η Google παρείχε τη δυνατότητα εξειδικευμένης αναζήτησης προϊόντων σε ξεχωριστό ιστότοπο με την ονομασία «Froogle».

12.      Από το 2003 (στις ΗΠΑ) και από το 2005 (στην Ευρώπη), η Google ενσωμάτωσε τα αποτελέσματα της εξειδικευμένης αναζήτησης προϊόντων σε εκείνα της γενικής αναζήτησης. Μέχρι το 2007, τα αποτελέσματα της αναζήτησης προϊόντων ομαδοποιούνταν και εμφανίζονταν σε περίοπτη θέση, μέσα σε ένα διακριτό «Product OneBox», στα αποτελέσματα της γενικής αναζήτησης. Το «κουτάκι» (box) αυτό περιείχε, επίσης, συνδέσμους προς τους ιστοτόπους των εμπόρων καθώς και προς τον ιστότοπο της Froogle με μεγαλύτερη δυνατότητα επιλογής μεταξύ εμπόρων και πλατφορμών πωλήσεων. Επιπλέον, έξω από το Product OneBox παρατίθεντο, ως αποτελέσματα της γενικής αναζήτησης, οι ιστότοποι άλλων υπηρεσιών σύγκρισης τιμών.

13.      Το 2007 η Google, κατά δήλωσή της, τροποποίησε τον τρόπο εμφάνισης των αποτελεσμάτων αναζήτησης προϊόντων στα αποτελέσματα γενικής αναζήτησης. Μετονόμασε τη σελίδα Froogle σε «Product Search» και το Product OneBox σε «Product Universal» και αργότερα σε «Shopping Units». Επιπλέον, συμπλήρωσε τα αποτελέσματα της αναζήτησης προϊόντων με φωτογραφίες και λεπτομερέστερες πληροφορίες, ιδίως σχετικά με την τιμή των προϊόντων και την αξιολόγησή τους από τους πελάτες. Αντιθέτως, τα αποτελέσματα της γενικής αναζήτησης τα οποία εμφάνιζαν επίσης τις σελίδες άλλων υπηρεσιών σύγκρισης τιμών εξακολουθούσαν να περιέχουν απλώς και μόνον έναν μπλε σύνδεσμο, χωρίς φωτογραφίες ή κείμενο. Ένας μηχανισμός με την ονομασία «Universal Search» καθιστούσε δυνατή την ιεραρχική κατάταξη των προϊόντων που προέρχονταν από το Product OneBox και/ή το Product Universal με τα αποτελέσματα γενικής αναζήτησης στη σελίδα γενικών αποτελεσμάτων. Από τον Σεπτέμβριο 2010, η Google παρείχε στους διαφημιζόμενους πελάτες και στους χρήστες του διαδικτύου στην Ευρώπη τη δυνατότητα να εμφανίζουν, με ένα κλικ στο κείμενο, φωτογραφίες των αναζητούμενων προϊόντων, καθώς και τις προσφερόμενες τιμές, σε μεγέθυνση σε σχέση με την αρχική διαφήμιση κειμένου.

14.      Εκτός από τον διαφορετικό τρόπο οπτικής παρουσίασης, αφενός, των αποτελεσμάτων της αναζήτησης προϊόντων στο Product Universal ή στις Shopping Units και, αφετέρου, των αποτελεσμάτων της γενικής αναζήτησης, η Google –όπως διαπιστώθηκε στην επίδικη απόφαση (6)– εισήγαγε από το 2011 ειδικούς αλγορίθμους προσαρμογής, συγκεκριμένα δε τον αλγόριθμο «Panda». Ο αλγόριθμος αυτός εφαρμοζόταν μόνο στα αποτελέσματα της γενικής αναζήτησης, για την ταξινόμησή τους με βάση τη συνάφεια, αλλά όχι στα αποτελέσματα της αναζήτησης προϊόντων της υπηρεσίας σύγκρισης τιμών της Google, τα οποία εμφανίζονταν σε περίοπτη θέση στο Product Universal ή στις Shopping Units.

15.      Από το 2013 η μηχανή διαδικτυακής αναζήτησης της Google εμφάνιζε τα αποτελέσματα των αναζητήσεων προϊόντων ως εξής: οι Shopping Units περιείχαν, κάτω από τον τίτλο με τον όρο αναζήτησης, σύνδεσμο προς την υπηρεσία σύγκρισης τιμών της Google καθώς και, κάτω από τις εικόνες των προϊόντων, συνδέσμους προς τις σελίδες των εμπόρων και των πλατφορμών πώλησης. Η εμφάνιση αυτή υποστηριζόταν από την προβολή φωτογραφιών, τιμών και αξιολογήσεων πελατών. Αντιθέτως, οι σύνδεσμοι προς άλλες υπηρεσίες σύγκρισης τιμών δεν εμφανίζονταν στις Shopping Units, αλλά εξακολουθούσαν να εμφανίζονται μόνον ως αποτελέσματα της γενικής αναζήτησης με τη χρήση ενός απλού μπλε συνδέσμου.

16.      Όπως προκύπτει από τις διαπιστώσεις της Επιτροπής, οι οποίες εκτίθενται συνοπτικά στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και δεν αμφισβητούνται πλέον στην αναιρετική διαδικασία (7), η εφαρμογή, μεταξύ άλλων, του αλγορίθμου Panda είχε ως αποτέλεσμα οι ιστότοποι των άλλων υπηρεσιών σύγκρισης τιμών να εμφανίζονταν συχνά σε υποβαθμισμένο σημείο στα αποτελέσματα γενικής αναζήτησης, καθώς παρέπεμπαν μόνο στους ιστοτόπους άλλων εμπόρων και πλατφορμών πωλήσεων χωρίς να εμφανίζουν δικό τους περιεχόμενο. Ωστόσο, οι αλγόριθμοι αυτοί δεν εφαρμόζονταν στην υπηρεσία σύγκρισης τιμών της Google, μολονότι αυτή είχε πολλά κοινά χαρακτηριστικά με εκείνα των ανταγωνιστικών υπηρεσιών σύγκρισης τιμών και τα χαρακτηριστικά αυτά την καθιστούσαν εξίσου επιρρεπή σε υποβάθμιση στα γενικά αποτελέσματα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μετά την εισαγωγή του Product Universal, τα αποτελέσματα της υπηρεσίας σύγκρισης τιμών της Google εμφανίζονταν, στις περισσότερες περιπτώσεις, είτε πάνω από όλα τα αποτελέσματα γενικής αναζήτησης είτε μεταξύ των πρώτων γενικών αποτελεσμάτων, ήτοι σε περίοπτη θέση, και τούτο είχε ως σκοπό, όπως προκύπτει από εσωτερικό μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Google, «τη σημαντική αύξηση της κίνησης». Η ορατότητα των συνδέσμων προς τις άλλες υπηρεσίες σύγκρισης τιμών ανήλθε στο υψηλότερο σημείο στα τέλη του 2010 και μειώθηκε ξαφνικά και απότομα, μετά την εισαγωγή του αλγορίθμου Panda, στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία. Η εμφάνισή τους εξακολουθούσε να περιορίζεται στην αναπαραγωγή ενός απλού μπλε συνδέσμου, δηλαδή χωρίς πρόσθετες φωτογραφίες και πληροφορίες σχετικά με τα προϊόντα, τις τιμές και τους πωλητές. Το γεγονός ότι οι Shopping Units με τα αποτελέσματα αναζήτησης προϊόντων της υπηρεσίας σύγκρισης τιμών της Google δεν υπόκειντο στους ίδιους μηχανισμούς ιεραρχικής κατάταξης –ιδίως στον αλγόριθμο Panda– και ότι ξεχώριζαν, εμφανιζόμενες μέσα σε «κουτάκι», σε περίοπτη θέση, στην κορυφή των αποτελεσμάτων γενικής αναζήτησης, σε συνδυασμό με την εμφάνιση πλουσιότερων γραφικών χαρακτηριστικών, συμπεριλαμβανομένων φωτογραφιών και δυναμικών πληροφοριών, συνεπαγόταν, όπως ακριβώς αποσκοπούσε η Google, μεγαλύτερο ποσοστό κλικ από τους χρήστες του διαδικτύου και, ως εκ τούτου, αύξηση των εσόδων της.

17.      Ο συνδυασμός των εφαρμοζόμενων από το 2008 πρακτικών, οι οποίες φέρονται να είχαν ως αποτέλεσμα την προνομιακή μεταχείριση των αποτελεσμάτων αναζήτησης της υπηρεσίας σύγκρισης τιμών της ίδιας της Google, στη σελίδα αποτελεσμάτων γενικής αναζήτησης, έναντι εκείνων των ανταγωνιστικών υπηρεσιών σύγκρισης τιμών (στο εξής: προσαπτόμενη πρακτική), αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.

Β.      Η διοικητική διαδικασία και η επίδικη απόφαση

18.      Από το 2009 η Επιτροπή έχει λάβει αρκετές καταγγελίες σχετικά με την προεκτεθείσα πρακτική της Google. Στις 30 Νοεμβρίου 2010 η Επιτροπή κίνησε επίσημη διαδικασία έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 (8). Η διαδικασία αυτή κατέληξε στην έκδοση προκαταρκτικής εκτίμησης από την Επιτροπή στις 13 Μαρτίου 2013, σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (9). Μετά την ακρόαση των καταγγελλόντων, η Επιτροπή απέρριψε τις προτάσεις ανάληψης δεσμεύσεων που υποβλήθηκαν, στη συνέχεια, από την Google κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Απριλίου 2013 και Ιανουαρίου 2014. Στις 15 Απριλίου 2015 η Επιτροπή επανέλαβε τη διαδικασία διαπίστωσης παράβασης, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, και εξέδωσε κοινοποίηση αιτιάσεων με αποδέκτη την Google. Στη συνέχεια, στις 14 Ιουλίου 2016, εκδόθηκε συμπληρωματική κοινοποίηση αιτιάσεων.

19.      Οι λεπτομέρειες σχετικά με την πορεία της διοικητικής διαδικασίας εκτίθενται στις σκέψεις 21 έως 39 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

20.      Στις 27 Ιουνίου 2017 η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση.

21.      Η εν λόγω απόφαση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Google καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση της στις αγορές υπηρεσιών γενικής αναζήτησης στο διαδίκτυο και υπηρεσιών εξειδικευμένης αναζήτησης προϊόντων, κατά παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και του άρθρου 54 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Η καταχρηστική πρακτική έγκειται στο γεγονός ότι η Google εμφάνιζε τα αποτελέσματα της δικής της υπηρεσίας σύγκρισης τιμών στα αποτελέσματα αναζήτησης της δικής της μηχανής γενικής αναζήτησης με οπτικά πιο περίτεχνο τρόπο από ό,τι τα αποτελέσματα των ανταγωνιστικών υπηρεσιών σύγκρισης τιμών και εφάρμοζε τον αλγόριθμο Panda μόνο στα τελευταία αυτά αποτελέσματα. Η πρακτική αυτή είχε ως συνέπεια την αύξηση της κίνησης δεδομένων από τον ιστότοπο αποτελεσμάτων γενικής αναζήτησης της Google προς τον δικό της ιστότοπο αποτελεσμάτων αναζήτησης προϊόντων και, αντίστοιχα, τη μείωση της κίνησης δεδομένων προς τους ιστοτόπους των ανταγωνιστικών υπηρεσιών σύγκρισης τιμών. Τούτο είχε δυνητικώς περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα τόσο στις διάφορες εθνικές αγορές υπηρεσιών γενικής αναζήτησης στο διαδίκτυο όσο και στις αγορές υπηρεσιών εξειδικευμένης αναζήτησης προϊόντων. Από γεωγραφική και χρονική άποψη, η Επιτροπή διαπίστωσε τέτοιες καταχρηστικές πρακτικές σε συνολικά 13 χώρες του ΕΟΧ, σε διαφορετικές σε κάθε περίπτωση χρονικές περιόδους από τον Ιανουάριο του 2008, και συγκεκριμένα στο Βέλγιο, την Τσεχική Δημοκρατία, τη Δανία, τη Γερμανία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, τις Κάτω Χώρες, την Αυστρία, την Πολωνία, τη Σουηδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Νορβηγία.

22.      Η Επιτροπή αιτιολογεί τα ανωτέρω συμπεράσματα στην επίδικη απόφαση κατ’ ουσίαν ως εξής (10).

23.      Η Επιτροπή διακρίνει μεταξύ δύο ψηφιακών αγορών, συγκεκριμένα δε μεταξύ της αγοράς υπηρεσιών γενικής αναζήτησης στο διαδίκτυο (στο εξής: αγορά υπηρεσιών γενικής αναζήτησης) και της αγοράς υπηρεσιών εξειδικευμένης αναζήτησης προϊόντων ή σύγκρισης τιμών στο διαδίκτυο (στο εξής: αγορά υπηρεσιών εξειδικευμένης αναζήτησης προϊόντων), οι οποίες είναι αμφότερες σε εθνικό επίπεδο (11). Όσον αφορά την πρώτη αγορά, η Επιτροπή αναφέρει ότι οι προσφερόμενες στους ιστοτόπους –ως «διττές» πλατφόρμες– υπηρεσίες γενικής αναζήτησης βρίσκονται σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, προκειμένου να παρακινήσουν όσο το δυνατόν περισσότερους χρήστες του διαδικτύου να τις χρησιμοποιούν (δωρεάν) και να αυξάνουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τη ζήτηση από διαφημιζόμενους πελάτες για (επί πληρωμή) εμπορική χρήση (12).

24.      Η Επιτροπή διαπίστωσε πολύ υψηλούς φραγμούς εισόδου στις εθνικές αγορές υπηρεσιών γενικής αναζήτησης. Για την είσοδο στις αγορές αυτές απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις. Μια μηχανή αναζήτησης στο διαδίκτυο μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά μόνον εάν επαρκής αριθμός χρηστών πραγματοποιεί μεγάλο αριθμό αναζητήσεων. Επιπλέον, για την επαρκή χρηματοδότηση απαιτείται η δημοσίευση επαρκούς αριθμού διαφημίσεων επί πληρωμή στον ιστότοπο της εν λόγω μηχανής αναζήτησης. Αμφότερες οι πτυχές αυτές ευνοούν τον ηγέτη της αγοράς και δυσχεραίνουν την είσοδο νέων ανταγωνιστών στην εν λόγω αγορά (13). Η Google κατέχει δεσπόζουσα θέση σε όλες τις εθνικές αγορές υπηρεσιών γενικής αναζήτησης στον ΕΟΧ από το 2008, με εξαίρεση την Τσεχική Δημοκρατία (όπου κατέχει δεσπόζουσα θέση από το 2011) (14).

25.      Όσον αφορά τις εθνικές αγορές υπηρεσιών εξειδικευμένης αναζήτησης προϊόντων, η Επιτροπή αναφέρει ότι η επιτυχία μιας υπηρεσίας σύγκρισης τιμών εξαρτάται πρωτίστως από τον όγκο της παραγόμενης κίνησης δεδομένων, ήτοι από τον αριθμό των κλικ από τους χρήστες του διαδικτύου στον οικείο ιστότοπο. Ο μεγάλος όγκος παρέχει στις υπηρεσίες σύγκρισης τιμών τη δυνατότητα να παρακινούν τους εμπόρους να τους παρέχουν περισσότερα δεδομένα σχετικά με τα προϊόντα τους και, στη βάση αυτή, να διευρύνουν την προσφορά τους και, ταυτόχρονα, να την καθιστούν ελκυστικότερη προς τους εμπόρους, τους διαφημιζόμενους πελάτες, τους χρήστες του διαδικτύου και τους δυνητικούς αγοραστές, αυξάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα έσοδά τους (15).

26.      Κατά την Επιτροπή, η προσαπτόμενη πρακτική είχε ως συνέπεια τη μείωση της κίνησης δεδομένων από τις σελίδες γενικών αποτελεσμάτων της Google προς τις ανταγωνιστικές υπηρεσίες σύγκρισης τιμών και αντίστοιχη αύξηση της κίνησης από τις σελίδες αυτές προς την υπηρεσία σύγκρισης τιμών της Google. Περίπου το 95 % των κλικ από χρήστες του διαδικτύου στον ιστότοπο της Google πραγματοποιούνταν στα δέκα πρώτα αποτελέσματα γενικής αναζήτησης, τα περισσότερα δε από αυτά στα τρία έως πέντε πρώτα, και ως εκ τούτου παρήγαγαν τη μεγαλύτερη κίνηση δεδομένων. Η υποβαθμισμένη τοποθέτηση των αποτελεσμάτων των ανταγωνιστικών υπηρεσιών σύγκρισης τιμών συνιστά μεγάλο μειονέκτημα για τις υπηρεσίες αυτές (16), το οποίο δεν μπορεί να αντισταθμιστεί αποτελεσματικά από άλλες πηγές κίνησης (17).

27.      Κατά τη γνώμη της Επιτροπής, η προσαπτόμενη πρακτική είχε δυνητικά περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα στις εθνικές αγορές υπηρεσιών γενικής αναζήτησης και εξειδικευμένης αναζήτησης προϊόντων. Στις τελευταίες αυτές αγορές, η εν λόγω πρακτική μπορεί να επιφέρει παύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας των ανταγωνιστών, παρεμπόδιση της καινοτομίας και περιορισμό της δυνατότητας πρόσβασης των καταναλωτών στις πλέον αποτελεσματικές υπηρεσίες. Τούτο θίγει τη διάρθρωση του ανταγωνισμού στις εν λόγω αγορές. Στις αγορές υπηρεσιών γενικής αναζήτησης, η Google χρησιμοποιούσε τα πρόσθετα έσοδα που προέκυπταν από τον τομέα εξειδικευμένης αναζήτησης προϊόντων για να ενισχύει τις δικές της υπηρεσίες γενικής αναζήτησης και να διατηρεί κατ’ αυτόν τον τρόπο τη δεσπόζουσα θέση της στις αγορές αυτές (18).

28.      Για τις πρακτικές αυτές, η Επιτροπή επέβαλε στην Google πρόστιμο ύψους 2 424 495 000 ευρώ, για το οποίο η Alphabet, ως μοναδική μέτοχος, ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον κατά το ποσό των 523 518 000 ευρώ (19).

Γ.      Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

29.      Με προσφυγή που ασκήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Σεπτεμβρίου 2017, οι αναιρεσείουσες ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την επίδικη απόφαση. Επικουρικώς, ζήτησαν από το εν λόγω δικαστήριο να ακυρώσει ή να μειώσει το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε.

30.      Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου περιγράφεται αναλυτικά στις σκέψεις 79 έως 118 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

31.      Στην εν λόγω δίκη παρενέβησαν υπέρ της Επιτροπής το Bureau européen des unions de consommateurs (BEUC), η Infederation Ltd (στο εξής: Foundem), η Verband Deutscher Zeitschriftenverleger e. V. (στο εξής: VDZ), η BDZV – Bundesverband Digitalpublisher und Zeitungsverleger e. V. (στο εξής: BDZV), η Visual Meta GmbH, η Twenga, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, η Kelkoo και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Η Computer & Communication Industry Association (στο εξής: CCIA) παρενέβη υπέρ των αναιρεσειουσών.

32.      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση κατά το μέρος που η Επιτροπή διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και του άρθρου 54 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ την οποία διέπραξε η Google καταχρώμενη τη δεσπόζουσα θέση της στις 13 εθνικές αγορές υπηρεσιών γενικής αναζήτησης. Κατά τα λοιπά, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή και επιβεβαίωσε την περιλαμβανόμενη στην απόφαση της Επιτροπής διαπίστωση της καταχρηστικής εκμετάλλευσης της δεσπόζουσας θέσης της Google στις 13 εθνικές αγορές υπηρεσιών εξειδικευμένης αναζήτησης προϊόντων. Το Γενικό Δικαστήριο, ασκώντας έλεγχο δυνάμει της πλήρους δικαιοδοσίας του, διατήρησε το πρόστιμο που επιβλήθηκε στις αναιρεσείουσες από την Επιτροπή στο σύνολό του.

III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των μετεχόντων στη διαδικασία

33.      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 20 Ιανουαρίου 2022, οι αναιρεσείουσες άσκησαν αναίρεση κατά της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

34.      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 2 Φεβρουαρίου 2022, οι αναιρεσείουσες ζήτησαν την εμπιστευτική μεταχείριση, έναντι των παρεμβαινουσών, του παραρτήματος 2 του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεώς τους, το οποίο περιέχει την επίδικη απόφαση υπό τη μορφή που αντιστοιχεί στο παράρτημα 1 της προσφυγής τους. Πρωτοδίκως, το Γενικό Δικαστήριο είχε ήδη δεχθεί την αντίστοιχη αίτηση εμπιστευτικής μεταχείρισης. Με διάταξη της 22ας Μαρτίου 2022, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου έκανε δεκτή την αίτηση (20).

35.      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 9 Ιουνίου 2022, η PriceRunner International AB (στο εξής: PriceRunner) ζήτησε, σύμφωνα με το άρθρο 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, να της επιτραπεί να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής. Με διάταξη της 1ης Σεπτεμβρίου 2022, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου έκανε δεκτή την αίτηση αυτή. Με τη διάταξη αυτή, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επιφυλάχθηκε όσον αφορά την εμπιστευτική μεταχείριση του παραρτήματος 2 του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως έναντι της PriceRunner και της επέτρεψε να καταθέσει υπόμνημα παρεμβάσεως.

36.      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 17 Ιουνίου 2022, η FairSearch AISBL ζήτησε, σύμφωνα με το άρθρο 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, να της επιτραπεί να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής. Με διάταξη της 1ης Σεπτεμβρίου 2022, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση.

37.      Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

–        να ακυρώσει την επίδικη απόφαση ή, επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας και της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και

–        να καταδικάσει την PriceRunner στα δικαστικά έξοδα της παρέμβασής της.

38.      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

–        να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

39.      Η CCIA ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να ακυρώσει την επίδικη απόφαση ή, επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας, και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα που σχετίζονται με την παρέμβασή της.

40.      Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

41.      Το BEUC ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα που σχετίζονται με την παρέμβασή του στην αναιρετική διαδικασία.

42.      Η Foundem ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως προδήλως απαράδεκτη ή ως αβάσιμη στο σύνολό της και να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα που σχετίζονται με την παρέμβασή της.

43.      Η Kelkoo ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη, στο μέτρο που βάλλει κατά διαπιστώσεων πραγματικών περιστατικών στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο, και ως αβάσιμη κατά τα λοιπά και να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα που σχετίζονται με την παρέμβασή της.

44.      Η Ladenzeile (πρώην: Visual Meta GmbH), η BDZV και η VDZ ζητούν από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων που σχετίζονται με την παρέμβασή τους.

45.      Η Twenga ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει τους λόγους αναιρέσεως των αναιρεσειουσών, να επικυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθώς και την επίδικη απόφαση και να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

46.      Η PriceRunner ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα που σχετίζονται με την παρέμβασή της.

47.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 19ης Σεπτεμβρίου 2023, οι μετέχοντες στη διαδικασία ανέπτυξαν προφορικώς τα επιχειρήματά τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου.

48.      Κατόπιν ερώτησης του Δικαστηρίου, οι αναιρεσείουσες, όπως καταγράφηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζήτησης, παραιτήθηκαν από την αίτηση αναιρέσεως κατά το μέρος που αυτή βάλλει κατά του σκέλους της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης με το οποίο το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα της προσφυγής τους (σημείο 1 του διατακτικού).

IV.    Εκτίμηση

Α.      Επί του παραδεκτού

49.      Οι αιτήσεις της Foundem και της Kelkoo να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως ως (προδήλως) απαράδεκτη δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν. Ούτε από τις γραπτές παρατηρήσεις τους ούτε από τα επιχειρήματα που ανέπτυξαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει βάσιμη αιτιολόγηση των αιτήσεων αυτών.

50.      Ειδικότερα, ο ισχυρισμός της Foundem ότι η αίτηση αναιρέσεως στηρίζεται σε παραπλανητική ή ελλιπή παράθεση κρίσιμων πραγματικών περιστατικών ή σε απαράδεκτη επανεκτίμησή τους δεν πληροί τις απαιτήσεις που έχουν καθιερωθεί στη νομολογία για την απόδειξη του απαραδέκτου των αιτήσεων αναιρέσεως. Τέτοια περίπτωση συντρέχει μόνον εάν η αίτηση αναιρέσεως αποσκοπεί στην επανεξέταση πραγματικών περιστατικών ή αποδεικτικών στοιχείων, για τα οποία το Δικαστήριο, κατά κανόνα, δεν είναι αρμόδιο στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας (21). Με κανέναν όμως από τους λόγους αναιρέσεως που προβάλλονται στην υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως δεν ζητείται τέτοια επανεξέταση. Εξάλλου, από τους ισχυρισμούς της Foundem ή της Kelkoo δεν προκύπτει σαφώς αν και σε ποιον βαθμό η φερόμενη αμφισβήτηση, με την αίτηση αναιρέσεως, διαπιστώσεων πραγματικών περιστατικών στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο διαφέρει από τη φερόμενη ως ενέχουσα πλάνη περί το δίκαιο εκτίμησή τους.

51.      Συνεπώς, η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή.

Β.      Οι λόγοι αναιρέσεως

52.      Οι αναιρεσείουσες προβάλλουν τέσσερις λόγους αναιρέσεως.

53.      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο, κατ’ ουσίαν, ότι δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η Google δεν ήταν υποχρεωμένη να παρέχει στις ανταγωνιστικές υπηρεσίες σύγκρισης τιμών πρόσβαση χωρίς διακρίσεις στη δική της υπηρεσία αναζήτησης στο διαδίκτυο και ιδίως στα «κουτάκια» που προορίζονταν για την υπηρεσία αναζήτησης προϊόντων.

54.      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο δεχόμενο ότι με την επίδικη απόφαση αποδείχθηκε απόκλιση της πρακτικής της Google από τα μέσα του κανονικού υγιούς ανταγωνισμού.

55.      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης πρακτικής και των πιθανών αποτελεσμάτων της, ιδίως καθόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν επέκρινε τη μη διενέργεια ανάλυσης αντιπαραδείγματος στην επίδικη απόφαση.

56.      Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει αν η προσαπτόμενη πρακτική ήταν ικανή να εκτοπίσει από την αγορά τους εξίσου αποτελεσματικούς ανταγωνιστές.

Γ.      Καταχρηστική πρακτική ή μέσα του υγιούς ανταγωνισμού; (πρώτος και δεύτερος λόγος αναιρέσεως)

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

57.      Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αφορούν το ζήτημα αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επειδή επιβεβαίωσε την κρίση ότι η προσαπτόμενη πρακτική αποκλίνει από τα μέσα του κανονικού υγιούς ανταγωνισμού και, ως εκ τούτου, είναι καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Ενώ ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως έχει ως αντικείμενο γενικότερα διάφορες αιτιάσεις σχετικά με τη διάκριση μεταξύ υγιούς ανταγωνισμού και καταχρηστικής πρακτικής, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αφορά το ειδικότερο ζήτημα της δυνατότητας εφαρμογής των κριτηρίων που έχουν καθοριστεί, μεταξύ άλλων, στην απόφαση Bronner (22) (στο εξής: κριτήρια Bronner).

58.      Το Δικαστήριο έχει αναπτύξει τα κριτήρια Bronner για τους σκοπούς της εκτίμησης του καταχρηστικού χαρακτήρα της άρνησης μιας κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης να παράσχει στους ανταγωνιστές της πρόσβαση (χωρίς διακρίσεις) σε ουσιώδη ενδιάμεση παροχή, όπως σε άδεια χρήσης δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, ή σε υποδομή ιδιοκτησίας της. Η νομολογία αυτή αποτελεί ήδη επί μακρόν αντικείμενο συζήτησης όσον αφορά ειδικότερα το ζήτημα της «ουσιώδους υποδομής» («essential facility») (23). Όπως καταδεικνύει και η υπό κρίση υπόθεση, το πεδίο εφαρμογής των κριτηρίων αυτών είναι ιδιαιτέρως αμφιλεγόμενο. Κατά τη γνώμη μου, τα κριτήρια αυτά πρέπει να εφαρμόζονται μόνο στις περιπτώσεις άρνησης παροχής ή πρόσβασης για τις οποίες έγινε αρχικά δεκτή η εφαρμογή των κριτηρίων αυτών. Επομένως, όταν δεν υφίσταται τέτοια άρνηση, όπως εν προκειμένω, και πρόκειται απλώς για αθέμιτους ή εισάγοντες διακρίσεις όρους παροχής ή πρόσβασης, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής των κριτηρίων αυτών.

59.      Αντιθέτως προς τη σειρά με την οποία το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως (24), θα εξετάσω κατ’ αρχάς τον πρώτο (υπό 2) και στη συνέχεια τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως (υπό 3), προκειμένου να εξακριβώσω αν το Γενικό Δικαστήριο, επιβεβαιώνοντας τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της προσαπτόμενης πρακτικής, δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

2.      Εφαρμογή των κριτηρίων Bronner (πρώτος λόγος αναιρέσεως)

α)      Συνοπτική έκθεση των αιτιάσεων του πρώτου λόγου αναιρέσεως

60.      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον, υποκαθιστώντας ανεπίτρεπτα την περιεχόμενη στην επίδικη απόφαση αιτιολογία, ερμήνευσε εσφαλμένα τα κριτήρια Bronner (πρώτο σκέλος) και τα έκρινε μη εφαρμοστέα (δεύτερο σκέλος). Κατά τις αναιρεσείουσες, τα κριτήρια αυτά έχουν, ωστόσο, εφαρμογή επί κάθε υποχρέωσης μιας κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης να παρέχει στους ανταγωνιστές πρόσβαση σε ουσιώδη εγκατάσταση και, κατ’ αρχήν, επί κάθε μορφής άνιση μεταχείριση. Οι Shopping Units που εμφανίζονται στη σελίδα γενικών αποτελεσμάτων της Google αποτελούν μια διακριτή υποδομή, την οποία ανέπτυξε η Google. Συνεπώς, η προνομιακή τοποθέτηση των αποτελεσμάτων της δικής της υπηρεσίας σύγκρισης τιμών άπτεται του ζητήματος της άνισης, αλλά σύμφωνης με τον υγιή ανταγωνισμό, πρόσβασης στην υποδομή αυτή κατά την έννοια της απόφασης Bronner. Μετά την έκδοση όμως της επίδικης απόφασης, η Google οφείλει να παρέχει στις ανταγωνιστικές υπηρεσίες σύγκρισης τιμών ισότιμη πρόσβαση στις Shopping Units. Κακώς το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την επιχειρηματολογία αυτή.

61.      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τους παρεμβαίνοντες υπέρ αυτής, αμφισβητεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υποκατέστησε την αιτιολογία της επίδικης απόφασης. Επιπλέον, αντιτείνει, κατ’ ουσίαν, ότι τα «κουτάκια» των Shopping Units δεν αποτελούν διακριτή υποδομή. Αντιθέτως, ανήκουν στη σελίδα γενικών αποτελεσμάτων της Google, στην οποία η Google έχει ήδη παραχωρήσει πρόσβαση στις ανταγωνιστικές υπηρεσίες σύγκρισης τιμών. Η αιτίαση που διατυπώνεται στην επίδικη απόφαση δεν αφορά, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα της πρόσβασης σε διακριτή υποδομή, αλλά την πρακτική της Google να προκρίνει, στη σελίδα γενικών αποτελεσμάτων της, τα αποτελέσματα της δικής της υπηρεσίας σύγκρισης τιμών έναντι εκείνων των ανταγωνιστικών υπηρεσιών σύγκρισης τιμών, η οποία πρακτική θα μπορούσε να εκτοπίσει τις ανταγωνιστικές αυτές υπηρεσίες από την αγορά. Τα κριτήρια Bronner δεν έχουν εφαρμογή ούτε γενικώς ούτε σε μια τέτοια περίπτωση αυτοπροτίμησης.

β)      Οι αμφισβητούμενες διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου

62.      Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως βάλλει κατά των επισημάνσεων που παρατίθενται στις σκέψεις 212 έως 249 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στις οποίες διατυπώνονται κατ’ ουσίαν οι ακόλουθες κρίσεις προς απάντηση του δεύτερου σκέλους του πέμπτου λόγου ακυρώσεως.

63.      Το Γενικό Δικαστήριο μνημονεύει, κατ’ αρχάς, τις αιτιολογικές σκέψεις 649 έως 651 της επίδικης απόφασης, κατά τις οποίες τα κριτήρια Bronner δεν έχουν εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης για τρεις λόγους. Πρώτον, οι καταχρήσεις μέσω μόχλευσης αποτελούν παγιωμένες και αυτοτελείς μορφές κατάχρησης, οι οποίες αποκλίνουν από τον υγιή ανταγωνισμό. Δεύτερον, η προσαπτόμενη πρακτική δεν αφορά παθητική άρνηση παροχής πρόσβασης στις σελίδες γενικών αποτελεσμάτων της Google, αλλά ενεργή πρακτική ευνοϊκής μεταχείρισης συνιστάμενη στην προτίμηση της δικής της υπηρεσίας σύγκρισης τιμών έναντι των ανταγωνιστικών. Τρίτον, σε αντίθεση με την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Bronner, εν προκειμένω, δεν είναι αναγκαίο, για να παύσει η κατάχρηση, να μεταβιβάσει η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση στοιχείο του ενεργητικού ή να συνάψει συμφωνίες με πρόσωπα τα οποία δεν έχει επιλέξει (25).

64.      Μετά την παράθεση των κριτηρίων Bronner, συμπεριλαμβανομένου του κριτηρίου του απαραίτητου χαρακτήρα της πρόσβασης στις ουσιώδεις εγκαταστάσεις για τη διατήρηση ή τη διευκόλυνση του ανταγωνισμού (26), το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει το ζήτημα αν οι όροι υπό τους οποίους η Google παρέχει στις ανταγωνιστικές υπηρεσίες σύγκρισης τιμών πρόσβαση στις σελίδες αποτελεσμάτων της δικής της υπηρεσίας γενικής αναζήτησης πρέπει να πληρούν τα κριτήρια αυτά (27).

65.      Πρώτον, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το τμήμα 7.2.4.2 και τις αιτιολογικές σκέψεις 662, 699 και 700, στοιχείο γʹ, της επίδικης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι σκοπός της απόφασης αυτής είναι, κατ’ ουσίαν, να παρασχεθεί στις υπηρεσίες σύγκρισης τιμών που είναι ανταγωνιστικές προς τις σελίδες αποτελεσμάτων της υπηρεσίας γενικής αναζήτησης της Google, ανεξαρτήτως του είδους των αποτελεσμάτων, η ίδια πρόσβαση με εκείνη που παρεχόταν μέχρι τότε αποκλειστικά και μόνο στην υπηρεσία σύγκρισης τιμών της Google (28).

66.      Δεύτερον, υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 341, 342, 344 και 649 έως 652 της επίδικης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε στα κριτήρια Bronner, προκειμένου να αποδείξει την κατάχρηση, αλλά στη νομολογία σχετικά με τις καταχρήσεις μέσω μόχλευσης. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Google χρησιμοποιούσε ως μοχλό τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά υπηρεσιών γενικής αναζήτησης για να ευνοήσει τη δική της υπηρεσία σύγκρισης τιμών στην αγορά των υπηρεσιών εξειδικευμένης αναζήτησης προϊόντων και ότι η ευνοϊκή μεταχείριση αυτή συνεπαγόταν δυνητική ή πραγματική εξάλειψη του ανταγωνισμού στην εν λόγω αγορά επόμενου σταδίου (29). Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε ότι «η σελίδα γενικών αποτελεσμάτων της Google παρουσιάζει χαρακτηριστικά τα οποία την καθιστούν παρόμοια προς ουσιώδη [εγκατάσταση] [...] υπό την έννοια ότι, επί του παρόντος, δεν υπάρχει διαθέσιμο κανένα πραγματικό ή δυνητικό υποκατάστατο που να μπορεί να την αντικαταστήσει στην αγορά με τρόπο οικονομικώς βιώσιμο». Το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει, συναφώς, στις σκέψεις 170 έως 173 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και στο τμήμα 7.2.4 της επίδικης απόφασης. Εκεί επισημαίνεται ότι η κίνηση δεδομένων αναζήτησης από τη σελίδα γενικών αποτελεσμάτων της Google αντιπροσώπευε μεγάλο ποσοστό της κίνησης δεδομένων προς τις ανταγωνιστικές υπηρεσίες σύγκρισης τιμών και ότι δεν μπορούσε να αντικατασταθεί αποτελεσματικά ή κατά τρόπο «οικονομικώς βιώσιμο» από άλλες διαθέσιμες στις υπηρεσίες αυτές πηγές κίνησης δεδομένων. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι η εν λόγω κίνηση δεδομένων ήταν «απαραίτητη» για τις ανταγωνιστικές υπηρεσίες σύγκρισης τιμών (30). Τέλος, στο τμήμα 7.3 της επίδικης απόφασης, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσαπτόμενη πρακτική μπορούσε να οδηγήσει «σε δυνητική εξάλειψη κάθε μορφής ανταγωνισμού» (31).

67.      Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο εκθέτει, με μια μάλλον περίπλοκη διατύπωση, ότι, μολονότι η προσαπτόμενη πρακτική «είναι συναφ[ή]ς με το ζήτημα της πρόσβασης», εντούτοις διακρίνεται, ως προς τα συστατικά στοιχεία της, από την άρνηση πρόσβασης ή την άρνηση παροχής κατά την έννοια των κριτηρίων Bronner. Συνεπώς, τα κριτήρια αυτά δεν πρέπει να εφαρμοστούν σε μια τέτοια αυτοτελή πρακτική, ακόμη και αν αυτή έχει ενδεχομένως τα ίδια αποτελέσματα εκτοπισμού (32). Συγκεκριμένα, για να συντρέχει «άρνηση» πρόσβασης πρέπει, αφενός, να υπάρχει ρητή διατύπωση, ήτοι έκφραση «αιτήματος» ή, εν πάση περιπτώσει, επιθυμίας για πρόσβαση και επακόλουθη «άρνηση». Αφετέρου, το αποτέλεσμα του εκτοπισμού πρέπει να απορρέει κυρίως από την άρνηση αυτή καθεαυτήν και όχι από οποιαδήποτε άλλη πρακτική, π.χ. με τη μορφή κατάχρησης μέσω μόχλευσης. Επομένως, ελλείψει ρητής άρνησης παροχής πρόσβασης, οι πρακτικές που έχουν παρεμφερή αποτελέσματα αλλά, λόγω των συστατικών τους στοιχείων, που είναι ως εκ της φύσης τους ξένα προς τον υγιή ανταγωνισμό, συνιστούν αυτοτελή παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ δεν πρέπει να εκτιμώνται υπό το πρίσμα των αυστηρών κριτηρίων που έχουν καθιερωθεί για την εν λόγω άρνηση (33).

68.      Εξάλλου, κατά το Γενικό Δικαστήριο, όλες ή τουλάχιστον οι περισσότερες πρακτικές εκτοπισμού ενδέχεται να συνιστούν σιωπηρές αρνήσεις παροχής, δεδομένου ότι κατά κανόνα αποβλέπουν στο να καταστήσουν δυσχερέστερη την πρόσβαση σε μια αγορά. Εντούτοις, δεν είναι δυνατόν να εφαρμόζονται σε σχέση με όλες τις πρακτικές αυτές τα κριτήρια Bronner. Τούτο θα αντέβαινε στο γράμμα και στο πνεύμα του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, του οποίου το πεδίο δεν περικλείει μόνον τις καταχρηστικές πρακτικές που αφορούν «απαραίτητα» αγαθά και «απαραίτητες» υπηρεσίες κατά την έννοια της απόφασης εκείνης (34). Εξάλλου, στη νομολογία σχετικά με τα ζητήματα πρόσβασης σε μια υπηρεσία, όπως σε υποθέσεις που αφορούσαν πρακτικές συμπίεσης των περιθωρίων κέρδους και πρακτικές συνδυασμένων πωλήσεων, δεν απαιτήθηκε η απόδειξη της προϋπόθεσης του απαραίτητου χαρακτήρα (35).

69.      Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι τα κριτήρια Bronner δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω (36). Η προσαπτόμενη στην Google άνιση μεταχείριση μέσω μόχλευσης συνιστά αυτοτελή μορφή κατάχρησης (37).

70.      Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει, μεταξύ άλλων, τον ισχυρισμό της Google ότι η υποχρέωση της επιχείρησης που εκμεταλλεύεται καταχρηστικώς δεσπόζουσα θέση να μεταβιβάσει περιουσιακά στοιχεία, να συνάψει συμβάσεις ή να παράσχει πρόσβαση στις υπηρεσίες της υπό συνθήκες οι οποίες να μην εισάγουν διακρίσεις συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την εφαρμογή των κριτηρίων Bronner. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να υφίσταται αυτόματη σχέση μεταξύ των κριτηρίων για τον νομικό χαρακτηρισμό της κατάχρησης και των διορθωτικών μέτρων για την αντιμετώπισή της. Επομένως, το κριτήριο που στηρίζεται στην ανάγκη μεταβίβασης στοιχείων του ενεργητικού ή σύναψης συμβάσεων για τον τερματισμό της παράβασης δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο πλαίσιο ενεργών παραβάσεων οι οποίες, όπως εν προκειμένω, διαφέρουν από την απλή άρνηση παροχής (38).

γ)      Εκτίμηση

1)      Η άνιση μεταχείριση μέσω της αυτοπροτίμησης ως αυτοτελής μορφή κατάχρησης;

71.      Οι –μάλλον περίπλοκες και πλεοναστικές– επισημάνσεις του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 212 επ. της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι καινοφανείς καθόσον χαρακτηρίζουν, για πρώτη φορά στη νομολογία, ρητώς ως καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, μια περίπτωση άνισης μεταχείρισης η οποία συνίσταται στην αυτοπροτίμηση μιας κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης μέσω μόχλευσης. Ωστόσο, όπως θα καταδείξω ακολούθως, η ερμηνεία αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκει έρεισμα στα κριτήρια εφαρμογής της έννοιας της κατάχρησης τα οποία έχουν αναπτυχθεί στη μέχρι τούδε νομολογία και, ως εκ τούτου, δεν φαίνεται να ενέχει πλάνη περί το δίκαιο.

72.      Η προσαπτόμενη πρακτική συνίσταται, κατ’ ουσίαν, στο γεγονός ότι η Google εκμεταλλεύτηκε, μέσω μόχλευσης, την –αδιαμφισβήτητη– δεσπόζουσα θέση της στην αγορά προηγούμενου σταδίου των υπηρεσιών γενικής αναζήτησης προκειμένου να παράσχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στη δική της υπηρεσία σύγκρισης τιμών σε σχέση με τις ανταγωνιστικές υπηρεσίες σύγκρισης τιμών στην αγορά επόμενου σταδίου των υπηρεσιών εξειδικευμένης αναζήτησης προϊόντων, στην οποία δεν κατείχε τέτοια θέση. Το πλεονέκτημα αυτό απέρρεε από την προνομιακή μεταχείριση της δικής της υπηρεσίας σύγκρισης τιμών, στη σελίδα γενικών αποτελεσμάτων, όταν πραγματοποιούνταν εξειδικευμένες αναζητήσεις προϊόντων από χρήστες του διαδικτύου. Χρησιμοποιώντας ειδικούς αλγορίθμους, ιδίως τον αλγόριθμο Panda, η Google εμφάνιζε τα αποτελέσματα αναζήτησης της δικής της υπηρεσίας σύγκρισης τιμών στις πρώτες θέσεις της δικής της σελίδας γενικών αποτελεσμάτων και τα προέβαλε με εμφανέστερο τρόπο –με ελκυστικές πληροφορίες εικόνας και κειμένου– στις Shopping Units. Αντιθέτως, τα αποτελέσματα αναζήτησης των ανταγωνιστικών υπηρεσιών σύγκρισης τιμών εμφανίζονταν στην εν λόγω σελίδα μόνο σε υποδεέστερη θέση ως μπλε σύνδεσμοι. Εξίσου αδιαμφισβήτητο είναι ότι η Επιτροπή απέδειξε –και το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε– ότι η πρακτική αυτή είχε διαρκή επιρροή στη συμπεριφορά των χρηστών και στην κίνηση δεδομένων προς όφελος της Google και εις βάρος των ανταγωνιστικών υπηρεσιών σύγκρισης τιμών. Στα τμήματα 7.1 και 7.2 της επίδικης απόφασης, η άνιση μεταχείριση μέσω της αυτοπροτίμησης χαρακτηρίζεται ως αυτοτελής μορφή κατάχρησης (39). Η απόφαση αυτή βασίζεται, μεταξύ άλλων, στη νομολογία σχετικά με την κατάχρηση μέσω μόχλευσης (40).

73.      Όπως θα καταδείξω κατωτέρω, η εν λόγω προσαπτόμενη πρακτική συνιστά απόκλιση από τα μέσα του υγιούς ανταγωνισμού, η οποία δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από τα κριτήρια Bronner.

74.      Προς τούτο, θα εξετάσω, κατ’ αρχάς, τα νομικά κριτήρια που έχουν αναπτυχθεί στη νομολογία σε σχέση με την έννοια της κατάχρησης κατά το άρθρο 102 ΣΛΕΕ και ειδικότερα σε σχέση με την άνιση μεταχείριση των ανταγωνιστών από επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση (υπό 2). Στη συνέχεια, θα εξετάσω τον ισχυρισμό της Google ότι η εν λόγω άνιση μεταχείριση μπορεί να συνιστά κατάχρηση μόνον εφόσον πληρούνται τα κριτήρια Bronner (υπό 3). Ακολούθως, θα αναλύσω τις επιμέρους αιτιάσεις που έχουν προβληθεί κατά των κρίσεων που διατυπώνονται στις σκέψεις 212 επ. της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (υπό 4).

2)      Γενικά κριτήρια για την εκτίμηση της διάπραξης κατάχρησης μέσω της άνισης μεταχείρισης ανταγωνιστών

75.      Αφετηρία για τον προσδιορισμό των κρίσιμων κριτηρίων για τη διαπίστωση απόκλισης από τα μέσα του υγιούς ανταγωνισμού και κατάχρησης αποτελεί το άρθρο 102, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ρητά μια ειδική περίπτωση άνισης μεταχείρισης από επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση. Κατά τη διάταξη αυτή, η κατάχρηση δύναται να συνίσταται ιδίως «στην εφαρμογή άνισων όρων επί ισοδυνάμων παροχών έναντι των εμπορικώς συναλλασσομένων, με αποτέλεσμα να περιέρχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό».

76.      Το τυπικό αυτό παράδειγμα αφορά κυρίως τις διακρίσεις μεταξύ διαφόρων εμπορικών εταίρων ή ανταγωνιστών της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης (41). Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, οι περιπτώσεις που ρυθμίζονται από τα στοιχεία αʹ έως δʹ της ανωτέρω διάταξης δεν αποτελούν εξαντλητική απαρίθμηση καταχρηστικών πρακτικών (42). Επομένως, είναι κατ’ αρχήν δυνατόν να χαρακτηριστούν ως καταχρηστικές και μορφές άνισης μεταχείρισης παρεμφερείς με το συγκεκριμένο τυπικό παράδειγμα, οι οποίες είναι εξίσου επιζήμιες για τον ανταγωνισμό.

77.      Η παραδοχή αυτή συνάδει, αφενός, με την παραδεδεγμένη αρχή ότι η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση υπέχει ειδική υποχρέωση να μη θίγει με τη συμπεριφορά της τον αποτελεσματικό και ανόθευτο ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά (43). Αφετέρου, η έννοια της καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης κατά το άρθρο 102 ΣΛΕΕ είναι μια αντικειμενική –αν και αόριστη– έννοια, της οποίας οι προϋποθέσεις πρέπει να αποδεικνύονται σε κάθε επιμέρους περίπτωση. Κατά πάγια νομολογία, πρόκειται για πρακτικές οι οποίες, σε μια αγορά όπου, ακριβώς λόγω της παρουσίας της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης, ο ανταγωνισμός είναι ήδη εξασθενημένος, έχουν ως αποτέλεσμα να κωλύουν τη διατήρηση του υφιστάμενου ανταγωνισμού ή την ανάπτυξή του, λόγω της χρησιμοποίησης διαφορετικών μέσων από εκείνα που διέπουν τον κανονικό υγιή ανταγωνισμό μεταξύ επιχειρηματιών (44). Όταν εξετάζεται αν η πρακτική μιας τέτοιας επιχείρησης είναι καταχρηστική ή σύμφωνη με τα μέσα του υγιούς ανταγωνισμού, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι περιστάσεις της υπόθεσης (45).

78.      Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, τίθεται το ερώτημα αν η προσαπτόμενη στην Google άνιση μεταχείριση μέσω της αυτοπροτίμησης συνιστά πρακτική παρεμφερή με το τυπικό παράδειγμα του άρθρου 102, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, η οποία εισάγει διακρίσεις σε βάρος των ανταγωνιστικών υπηρεσιών σύγκρισης τιμών κατά τρόπο που αποκλίνει από τα μέσα του υγιούς ανταγωνισμού. Η Google, αντιθέτως, εκτιμά, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ότι στο ερώτημα αυτό μπορεί να δοθεί καταφατική απάντηση μόνον εφόσον συντρέχουν σωρευτικά τα κριτήρια Bronner για την άρνηση πρόσβασης ή παροχής, τα οποία πρέπει να ερμηνεύονται στενά, αλλά δεν πληρούνται εν προκειμένω.

79.      Φρονώ ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι βάσιμος.

80.      Τα κριτήρια Bronner αφορούν κατά κανόνα μια περίπτωση κατά την οποία μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση αρνείται στους ανταγωνιστές της την πρόσβαση σε υποδομή την οποία η επιχείρηση έχει αναπτύξει για τις ανάγκες των δικών της δραστηριοτήτων και η οποία της ανήκει. Από τη νομολογία προκύπτει ότι μια τέτοια άρνηση δύναται να συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης εφόσον, πρώτον, η άρνηση αυτή είναι ικανή να εξαλείψει κάθε ανταγωνισμό στην επίμαχη αγορά εκ μέρους του αιτούντος την πρόσβαση, δεύτερον, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικώς και, τρίτον, η υποδομή αυτή καθεαυτήν είναι απαραίτητη για την άσκηση της δραστηριότητας του αιτούντος την πρόσβαση, υπό την έννοια ότι δεν υφίσταται κανένα πραγματικό ή δυνητικό υποκατάστατο της κρίσιμης υποδομής (46). Το Δικαστήριο, επισημαίνοντας τη συνδρομή τέτοιων εξαιρετικών περιστάσεων, είχε ήδη στο παρελθόν, στην απόφαση Magill, δεχθεί ανάλογα κριτήρια, σε περίπτωση άρνησης παροχής και/ή άρνησης χορήγησης άδειας από τον δικαιούχο δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας (47).

81.      Συντασσόμενη με τη μέχρι τούδε νομολογία του Δικαστηρίου, φρονώ ότι τα κριτήρια Bronner πρέπει να εφαρμόζονται εντός αυστηρών ορίων και μόνον επί παρεμφερών περιπτώσεων άρνησης πρόσβασης ή παροχής. Ωστόσο, τούτο δεν ισχύει για πρακτικές όπως η επίμαχη, οι οποίες, όπως θα καταδείξω στα σημεία 88 επ. των παρουσών προτάσεων, μολονότι δεν είναι παρεμφερείς με τέτοια άρνηση, ωστόσο αποκλίνουν από τα μέσα του υγιούς ανταγωνισμού, ιδίως λόγω του αδικαιολόγητου και εισάγοντος δυσμενείς διακρίσεις χαρακτήρα τους.

82.      Ακολούθως, θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, εν τέλει, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, ότι τα κριτήρια αυτά δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω.

3)      Μη συνδρομή ειδικής περίπτωσης κατάχρησης λόγω άρνησης πρόσβασης ή παροχής (κριτήρια Bronner)

83.      Όπως γίνεται δεκτό στη νομολογία, τα κριτήρια Bronner οφείλουν τον αυστηρό χαρακτήρα τους στις ειδικές περιστάσεις της άρνησης πρόσβασης ή παροχής και έχουν, υπό το πρίσμα των σκοπών που επιδιώκουν, πολύ περιορισμένο πεδίο εφαρμογής (48).

84.      Συγκεκριμένα, τα κριτήρια Bronner έχουν εξαιρετικό χαρακτήρα και δεν είναι γενικώς κατάλληλα για τη διαπίστωση της ύπαρξης κατάχρησης (49). Τα εν λόγω κριτήρια χρησιμοποιούνται προκειμένου, στην ειδική περίπτωση τέτοιας άρνησης, να επιτυγχάνεται η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ, αφενός, της κατ’ αρχήν αποκλειστικής χρήσης ενός δικαιώματος (πνευματικής) ιδιοκτησίας και της συμβατικής ελευθερίας της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης και, αφετέρου, της διευκόλυνσης ή της διατήρησης του ανταγωνισμού.

85.      Όπως επισήμανε επίσης το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 217 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τα αυστηρά κριτήρια Bronner, ιδίως εκείνο του απαραίτητου χαρακτήρα και εκείνο του κινδύνου εξάλειψης κάθε μορφής ανταγωνισμού, αποτελούν συγκεκριμένη έκφραση δύο αντικρουόμενων σκοπών (50).

86.      Αφενός, τα κριτήρια αυτά λαμβάνουν υπόψη την απαίτηση προστασίας του συνταγματικού δικαιώματος και της ελευθερίας της (κατέχουσας δεσπόζουσα θέση) επιχείρησης να επιλέγει τους εμπορικούς εταίρους της και να διαθέτει ελεύθερα τα περιουσιακά στοιχεία της. Τούτο δε διότι κάθε υποχρέωση πρόσβασης ή παροχής την οποία υπέχει η εν λόγω επιχείρηση έναντι των ανταγωνιστών της από το άρθρο 102 ΣΛΕΕ θίγει το ως άνω δικαίωμα και την ελευθερία αυτή και, ως εκ τούτου, πρέπει να σταθμίζεται και να δικαιολογείται επισταμένως (51).

87.      Αφετέρου, λιγότερο αυστηρά κριτήρια από τα κριτήρια Bronner για τη διαπίστωση της ύπαρξης κατάχρησης απορρέουσας από την άρνηση πρόσβασης ή παροχής θα ήταν ικανά να βλάψουν αδικαιολόγητα τον ανταγωνισμό, ακόμη και σε βάρος των καταναλωτών. Μόνο εφόσον επιτρέπεται σε μια επιχείρηση να εκμεταλλεύεται η ίδια κατ’ αποκλειστικότητα τις εγκαταστάσεις ή τα δικαιώματα (πνευματικής) ιδιοκτησίας που έχει η ίδια αναπτύξει, ενισχύεται ή διατηρείται το αρχικό κίνητρο της να επενδύσει (52). Με άλλα λόγια, το κίνητρο αυτό αποτελεί βασική κινητήρια δύναμη για επενδύσεις και καινοτομία, που σκοπό έχουν ακριβώς να προάγουν την ανταγωνιστική διαδικασία. Ωστόσο, η επιβολή υποχρέωσης πρόσβασης ή παροχής δυνάμει του άρθρου 102 ΣΛΕΕ θα μπορούσε να μειώσει ή ακόμη και να εξαλείψει το κίνητρο αυτό τόσο για την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση όσο και για τους ανταγωνιστές της. Συγκεκριμένα, η εν λόγω υποχρέωση θα παρείχε στους ανταγωνιστές τη δυνατότητα να καρπώνονται μέρος από τα οφέλη των εν λόγω επενδύσεων ή καινοτομιών της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης χωρίς να χρειάζεται να επενδύσουν οι ίδιοι στη δημιουργία ανταγωνιστικής υποδομής. Συνεπώς, η πρακτική αυτή, η οποία χαρακτηρίζεται επίσης ως παρασιτισμός (free riding), μπορεί να βλάψει μακροπρόθεσμα τον ανταγωνισμό, συμπεριλαμβανομένου του συμφέροντος των καταναλωτών. Η βραχυπρόθεσμη προαγωγή του ανταγωνισμού που επιτυγχάνεται με την επιβολή υποχρέωσης πρόσβασης ή παροχής δεν μπορεί να αντισταθμίσει τη βλάβη αυτή (53). Συναφώς, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι ο κύριος σκοπός του άρθρου 102 ΣΛΕΕ συνίσταται στην προστασία του ανταγωνισμού στο σύνολό του, συμπεριλαμβανομένων των συμφερόντων των καταναλωτών, και όχι των συμφερόντων των επιμέρους ανταγωνιστών (54).

88.      Λαμβανομένου υπόψη του ανωτέρω σκοπού των κριτηρίων Bronner, φρονώ ότι η εκτίμηση, από απόψεως δικαίου του ανταγωνισμού, της προσαπτόμενης πρακτικής, ήτοι της άνισης μεταχείρισης μέσω της αυτοπροτίμησης, δεν πρέπει να υπόκειται σε τόσο αυστηρά κριτήρια προκειμένου να μπορεί να διαπιστωθεί η ύπαρξη κατάχρησης. Εξάλλου, τούτο θα περιόριζε αδικαιολόγητα την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 102 ΣΛΕΕ (55).

89.      Αντιθέτως, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι τα κριτήρια αυτά δεν έχουν εφαρμογή όταν μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση, αντιθέτως προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Bronner, παρέχει ήδη πρόσβαση στην υποδομή της ή, όπως στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, οφείλει μάλιστα, βάσει των ισχυουσών ρυθμίσεων, να παρέχει τέτοια πρόσβαση, αλλά εξαρτά την πρόσβαση από αθέμιτους όρους. Συνεπώς, τέτοιες πρακτικές ενδέχεται να συνιστούν αυτοτελή μορφή κατάχρησης όταν μπορούν να προκαλέσουν, δυνητικώς έστω, αποτελέσματα αντίθετα προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ή ακόμη και αποτελέσματα εκτοπισμού των ανταγωνιστών στις οικείες αγορές. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν η πρόσβαση σε μια τέτοια υποδομή, υπηρεσία ή ενδιάμεσο αγαθό είναι απαραίτητη για να μπορούν οι ανταγωνιστές της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης να δραστηριοποιηθούν επικερδώς σε αγορά επόμενου σταδίου (56).

90.      Κατά τη γνώμη μου, η προσαπτόμενη στην Google αυτοπροτίμηση αποτελεί αυτοτελή μορφή κατάχρησης λόγω της επιβολής αθέμιτων όρων πρόσβασης στις ανταγωνιστικές υπηρεσίες σύγκρισης τιμών, υπό την προϋπόθεση ότι έχει τουλάχιστον δυνητικά αποτελέσματα που είναι αντίθετα προς τους κανόνες του ανταγωνισμού (βλ. σημεία 159 επ. των παρουσών προτάσεων). Τα κριτήρια Bronner δεν έχουν εφαρμογή σε μια τέτοια μορφή κατάχρησης.

91.      Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση άρνησης πρόσβασης ή παροχής κατά την έννοια των κριτηρίων Bronner. Ούτε περιορίζεται αδικαιολόγητα, σε περίπτωση μη εφαρμογής των κριτηρίων αυτών, το δικαίωμα ιδιοκτησίας της Google επί της υποδομής της δικής της υπηρεσίας γενικής αναζήτησης ή η συμβατική ελευθερία της, πόσο μάλλον η προθυμία της για επενδύσεις ή καινοτομίες. Αντιθέτως, οι παρεμβαίνοντες υπέρ της Επιτροπής υποστήριξαν πειστικά, ιδίως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ουδέποτε ζήτησαν από την Google να αποκτήσουν πρόσβαση στα «κουτάκια» των Shopping Units ως φερόμενη διακριτή υποδομή ή να συνάψουν σχετική σύμβαση. Αντιθέτως, απαίτησαν την κατάργησή τους και την επαναφορά της αρχικής πρακτικής της εμφάνισης και κατάταξης των αποτελεσμάτων αναζήτησης αποκλειστικά με βάση τη συνάφεια των κριτηρίων αναζήτησης που εισάγουν οι χρήστες του διαδικτύου.

92.      Αντιθέτως, όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 177 και 178 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, το επιχειρηματικό μοντέλο της Google βασίζεται στην προσφορά μιας κατ’ αρχήν ανοικτής υποδομής, η οποία έχει σχεδιαστεί για την προσέλκυση του μέγιστου δυνατού αριθμού χρηστών του διαδικτύου και για τη δημιουργία της μέγιστης δυνατής κίνησης δεδομένων, προκειμένου να επιτευχθούν τα θετικά αποτελέσματα δικτύου που είναι αναγκαία για την οικονομική επιτυχία της. Ως εκ τούτου, η Google συμφώνως προς τη λογική του επιχειρηματικού της μοντέλου, ανέκαθεν παρείχε στις ανταγωνιστικές υπηρεσίες σύγκρισης τιμών πρόσβαση στη σελίδα γενικών αποτελεσμάτων της. Ωστόσο, με την προσαπτόμενη πρακτική, εμφάνιζε τα αποτελέσματα των υπηρεσιών, μεταξύ άλλων με την εφαρμογή ειδικών αλγορίθμων οι οποίοι δεν εφαρμόζονταν στη δική της υπηρεσία σύγκρισης τιμών, κατά τέτοιον τρόπο και σε τόσο υποβαθμισμένη θέση, ώστε κατά κανόνα να στερούνταν ενδιαφέροντος για τους χρήστες του διαδικτύου. Με άλλα λόγια, η άνιση αυτή μεταχείριση μέσω αυτοπροτίμησης στηριζόταν σε αθέμιτους όρους πρόσβασης, κατά την έννοια της προμνησθείσας στο σημείο 89 των παρουσών προτάσεων νομολογίας, οι οποίοι, ασκώντας παραπλανητική επιρροή στη συμπεριφορά των χρηστών, είχαν αρνητικό αντίκτυπο στην αποδοτικότητα της δραστηριότητας των ανταγωνιστικών υπηρεσιών σύγκρισης τιμών στην αγορά επόμενου σταδίου των υπηρεσιών εξειδικευμένης αναζήτησης προϊόντων. Όπως ορθώς επισημαίνουν τόσο η Επιτροπή όσο και το Γενικό Δικαστήριο (57), η πρακτική αυτή εφαρμοζόταν με μόχλευση, ήτοι με την εκμετάλλευση από την Google της δεσπόζουσας θέσης της στην αγορά των υπηρεσιών γενικής αναζήτησης στο διαδίκτυο, προκειμένου να αποκτήσει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στην αγορά επόμενου σταδίου των υπηρεσιών εξειδικευμένης αναζήτησης, στην οποία δεν κατείχε (ακόμη) τέτοια θέση.

93.      Συνεπώς, οι εκτιμήσεις στις σκέψεις 212 επ. της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν επιδέχονται εν τέλει αμφισβήτηση.

94.      Όπως προκύπτει, επίσης, από τις σκέψεις 234 επ. της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το συμπέρασμα αυτό επιρρωννύεται ιδίως από τη μέχρι τούδε νομολογία σχετικά με τους αθέμιτους όρους πρόσβασης ή παροχής, οι οποίοι συνεπάγονται ταυτόχρονα διαφορετική μεταχείριση μεταξύ της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης και των ανταγωνιστών της.

95.      Η υπό κρίση υπόθεση αυτοπροτίμησης παρουσιάζει, ειδικότερα, ορισμένη ομοιότητα με τις υποθέσεις που αφορούν συμπίεση των περιθωρίων κέρδους ανταγωνιστών ή συμπίεση των τιμών (58). Στις υποθέσεις αυτές, μια καθετοποιημένη επιχείρηση τηλεπικοινωνιών, η οποία κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά προηγούμενου σταδίου, εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι οι ανταγωνιστές της που δραστηριοποιούνται στην αγορά επόμενου σταδίου εξαρτώνται από τις υπηρεσίες πρόσβασης τις οποίες παρέχει, εν προκειμένω από την πρόσβαση σε τοπικούς βρόχους, και ότι πρέπει να καταβάλλουν σχετικό τέλος. Η επιχείρηση αυτή, μέσω της τιμολογιακής της πολιτικής και της προνομιακής, και ιδίως φθηνότερης, πρόσβασής της, μπορεί να προσφέρει στους τελικούς πελάτες χαμηλότερες τιμές για τις υπηρεσίες της στην αγορά επόμενου σταδίου, τις οποίες οι ανταγωνιστές δεν μπορούν να συναγωνιστούν χωρίς να υποστούν ζημία, ακόμη και αν είναι εξίσου αποτελεσματικοί, δεδομένου του υψηλότερου κόστους πρόσβασης στην εν λόγω αγορά (59). Τα περιθώρια κέρδους τους συμπιέζονται σε τέτοιο βαθμό που να μην μπορούν πλέον να λειτουργήσουν αποτελεσματικά και τελικά να εκτοπίζονται από την αγορά. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για καταχρηστικές τιμολογιακές πολιτικές της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης, οι οποίες βασίζονται εν τέλει στη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ της εν λόγω επιχείρησης και των ανταγωνιστών της όσον αφορά τους όρους πρόσβασης στην ενδιάμεση παροχή, η οποία είναι απαραίτητη για την άσκηση δραστηριότητας στην αγορά επόμενου σταδίου.

96.      Η προσαπτόμενη πρακτική, έστω και αν δεν περιλαμβάνει καταχρηστική τιμολόγηση, είναι, όπως υποστηρίζει και η Επιτροπή, αναμφίβολα παρεμφερής με την ανωτέρω περιγραφείσα πρακτική. Συγκεκριμένα, όπως εκτέθηκε στο σημείο 72 των παρουσών προτάσεων, η Google χρησιμοποιούσε τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά προηγούμενου σταδίου των υπηρεσιών γενικής αναζήτησης στο διαδίκτυο, προκειμένου να παρέχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στη δική της υπηρεσία σύγκρισης τιμών στην αγορά επόμενου σταδίου των υπηρεσιών εξειδικευμένης αναζήτησης προϊόντων και να θέτει σε μειονεκτική θέση τις ανταγωνιστικές υπηρεσίες σύγκρισης τιμών. Ωστόσο, οι εν λόγω υπηρεσίες, όπως προκύπτει από τις –πλέον μη αμφισβητούμενες– διαπιστώσεις της Επιτροπής και του Γενικού Δικαστηρίου, εξαρτιόνταν από την κίνηση δεδομένων που προερχόταν από τη σελίδα γενικών αποτελεσμάτων της Google, προκειμένου να είναι οικονομικά βιώσιμες και να μπορούν να παραμείνουν στην εν λόγω αγορά.

97.      Επιπλέον, όπως υποστήριξαν η Επιτροπή και οι παρεμβαίνοντες υπέρ αυτής, η συνακόλουθη εκτροπή της κίνησης δεδομένων δεν οφειλόταν στην ενδεχομένως καλύτερη ποιότητα της υπηρεσίας σύγκρισης τιμών της Google. Αντιθέτως, απέρρεε αποκλειστικά και μόνον από την αυτοπροτίμηση και τη μόχλευση μέσω της σελίδας γενικών αποτελεσμάτων της Google, ήτοι από την εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης της στην αγορά υπηρεσιών γενικής αναζήτησης στο διαδίκτυο (60). Το συμπέρασμα αυτό επιρρωννύεται από το μνημονευόμενο στην αιτιολογική σκέψη 343 της επίδικης απόφασης γεγονός ότι η υπηρεσία σύγκρισης τιμών Froogle, την οποία η Google παρείχε αρχικά από διακριτό ιστότοπο, δεν ήταν επιτυχής και ότι μόνον η προσαπτόμενη πρακτική μετέβαλε αποδεδειγμένα την κατάσταση αυτή. Αντίστοιχα, στις αιτιολογικές σκέψεις 380 επ. της επίδικης απόφασης αναφέρεται ότι η υπηρεσία σύγκρισης τιμών της Google είχε πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τις ανταγωνιστικές υπηρεσίες σύγκρισης τιμών, λόγω των οποίων ήταν εξίσου πιθανόν να υποβιβαζόταν στα αποτελέσματα γενικής αναζήτησης, σε περίπτωση εφαρμογής των αλγορίθμων προσαρμογής και στην ίδια (61).

98.      Η εν λόγω μορφή άνισης μεταχείρισης μέσω αυτοπροτίμησης συνιστά επομένως πρακτική που αποκλίνει από τα μέσα του υγιούς ανταγωνισμού και είναι καταχρηστική, καθόσον είναι ικανή να θίξει τον ανταγωνισμό (σημεία 159 επ. των παρουσών προτάσεων).

99.      Ακολούθως, θα εκθέσω λεπτομερώς τους λόγους για τους οποίους οι αιτιάσεις που διατυπώνονται στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως κατά των οικείων εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου (και της Επιτροπής) δεν είναι βάσιμες.

4)      Οι αιτιάσεις του πρώτου λόγου αναιρέσεως αναλυτικά

i)      Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

100. Στο πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 224 έως 228 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, υποκατέστησε ανεπίτρεπτα την Επιτροπή. Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι, στις σκέψεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε, παρά τη μη παράθεση αποδεικτικών στοιχείων στην επίδικη απόφαση, ότι η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε, μεταξύ άλλων, η απόφαση Bronner. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο δεχόμενο ότι η Google οφείλει να παρέχει στις ανταγωνιστικές υπηρεσίες σύγκρισης τιμών πρόσβαση χωρίς διακρίσεις στη δική της υπηρεσία αναζήτησης στο διαδίκτυο, ιδίως στα «κουτάκια» που προορίζονται για την υπηρεσία αναζήτησης προϊόντων. Επιπλέον, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι, με τις προσαπτόμενες κρίσεις, το Γενικό Δικαστήριο υποκατέστησε ανεπίτρεπτα την αιτιολογία της απόφασης αυτής.

101. Φρονώ ότι το πρώτο αυτό σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι, στο σύνολό του, αβάσιμο.

102. Με τις επικρινόμενες εκτιμήσεις του, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, ειδικότερα, πρώτον, ότι η σελίδα γενικών αποτελεσμάτων της Google παρουσιάζει χαρακτηριστικά τα οποία την καθιστούν παρόμοια προς ουσιώδη εγκατάσταση (62), δεύτερον, ότι η Επιτροπή έκρινε ότι η κίνηση δεδομένων από τη σελίδα γενικών αποτελεσμάτων της Google ήταν απαραίτητη για τις ανταγωνιστικές υπηρεσίες σύγκρισης τιμών (63) και, τρίτον, ότι η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσαπτόμενη πρακτική μπορούσε να οδηγήσει σε δυνητική εξάλειψη κάθε μορφής ανταγωνισμού (64).

103. Είναι μεν αληθές ότι η διαπίστωση ότι η σελίδα γενικών αποτελεσμάτων της Google παρουσιάζει χαρακτηριστικά τα οποία «την καθιστούν παρόμοια προς ουσιώδη [εγκατάσταση]» δεν διατυπώνεται αυτολεξεί στην επίδικη απόφαση. Ωστόσο, πρόκειται απλώς για μια εισαγωγικώς διατυπωθείσα, αυτοτελή εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου σε σχέση με την κύρια αιτιολογία την οποία παρέθεσε η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 341 έως 343, 444 επ. και ιδίως 539 επ. της εν λόγω απόφασης, για να δικαιολογήσει την ύπαρξη καταχρηστικής πρακτικής. Το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε την εκτίμηση αυτή αναλυτικότερα στις σκέψεις 225 έως 227 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Εντός του πλαισίου αυτού πρέπει να συνεκτιμηθούν και οι επισημάνσεις που παρατίθενται στη σκέψη 224 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Συγκεκριμένα, στη σκέψη αυτή επισημαίνεται ότι δεν υπάρχει οικονομικά βιώσιμη εναλλακτική λύση για τις ανταγωνιστικές υπηρεσίες σύγκρισης τιμών έναντι της κίνησης δεδομένων που προέρχεται από τη σελίδα γενικών αποτελεσμάτων της Google (65). Επομένως, η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η κίνηση δεδομένων από την εν λόγω σελίδα αποτελεσμάτων έχει χαρακτήρα παρόμοιο προς τον χαρακτήρα μιας ουσιώδους εγκατάστασης ή ενδιάμεσης παροχής δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ανεπίτρεπτη υποκατάσταση της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης.

104. Το ίδιο ισχύει και για την εκτίμηση που παρατίθεται στη σκέψη 227 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι η κίνηση δεδομένων που προέρχεται από τη σελίδα γενικών αποτελεσμάτων της Google είναι «απαραίτητη» για τις ανταγωνιστικές υπηρεσίες σύγκρισης τιμών. Αντιθέτως προς την εντύπωση που δίδεται από όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, δεν πρόκειται για (ενέχουσα πλάνη περί το δίκαιο) εφαρμογή του κριτηρίου του αναγκαίου ή απαραίτητου χαρακτήρα κατά την έννοια της απόφασης Bronner (66). Χρησιμοποιώντας τον όρο «απαραίτητη», στις σκέψεις 227 και 234 (in fine) της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο αναφέρεται, αντιθέτως, στα κριτήρια στα οποία στηρίζεται η μνημονευθείσα στο σημείο 89 των παρουσών προτάσεων νομολογία σχετικά με τη διαπίστωση κατάχρησης συνιστάμενης σε αθέμιτους όρους παροχής. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία αυτή, οι όροι αυτοί μπορεί να είναι καταχρηστικοί ιδίως όταν η πρόσβαση σε υποδομή, υπηρεσία ή ενδιάμεσο αγαθό είναι απαραίτητη για να μπορούν οι ανταγωνιστές της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης να δραστηριοποιηθούν επικερδώς σε αγορά επόμενου σταδίου.

105. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υποκατέστησε ανεπίτρεπτα την αιτιολογία της επίδικης απόφασης. Αφενός, ακόμη και η απόφαση αυτή παραπέμπει στην εν λόγω νομολογία, αν και όχι τόσο ρητά όσο το Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου να χαρακτηρίσει την προσαπτόμενη πρακτική ως καταχρηστική (67). Αφετέρου, στις αιτιολογικές της σκέψεις 542 επ. εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι η κίνηση δεδομένων από τη σελίδα γενικών αποτελεσμάτων της Google ήταν για τις ανταγωνιστικές υπηρεσίες σύγκρισης τιμών αναντικατάστατη και, ως εκ τούτου, «απαραίτητη». Τις αιτιολογικές σκέψεις αυτές μνημονεύει εξάλλου και το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 219 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

106. Τέλος, αβάσιμη είναι και η τρίτη –ελάχιστα στοιχειοθετημένη– αιτίαση του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

107. Με την αιτίαση αυτή προσάπτεται στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε εσφαλμένα, στη σκέψη 228 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, στο τμήμα 7.3 της επίδικης απόφασης, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσαπτόμενη πρακτική μπορούσε «να οδηγήσ[ει] σε δυνητική εξάλειψη κάθε μορφής ανταγωνισμού». Είναι μεν αληθές ότι το συμπέρασμα αυτό δεν απηχεί επακριβώς το περιεχόμενο των αιτιολογικών σκέψεων 589 επ. της απόφασης αυτής, στις οποίες εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι για τους οποίους οι πρακτικές αυτές έχουν δυνητικά αποτελέσματα που είναι αντίθετα προς τους κανόνες του ανταγωνισμού στις αγορές των υπηρεσιών εξειδικευμένης αναζήτησης προϊόντων (68). Ωστόσο, στην αιτιολογική σκέψη 594 της επίδικης απόφασης, την οποία ρητώς μνημονεύει το Γενικό Δικαστήριο, εκτίθεται ότι η προσαπτόμενη πρακτική δύναται να ωθήσει τις ανταγωνιστικές υπηρεσίες σύγκρισης τιμών να καταργήσουν την υπηρεσία αναζήτησης προϊόντων που παρέχουν (69). Μολονότι το Γενικό Δικαστήριο αναδιατύπωσε κάπως εξεζητημένα τη διαπίστωση αυτή, μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει την έννοια της δυνητικής εξάλειψης του ανταγωνισμού. Επομένως, δεν τίθεται ζήτημα ανεπίτρεπτης υποκατάστασης της αιτιολογίας της εν λόγω απόφασης.

108. Στο μέτρο που οι αναιρεσείουσες, με την αιτίαση αυτή, προσάπτουν στην Επιτροπή και στο Γενικό Δικαστήριο ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, υπέπεσαν σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή των κριτηρίων Bronner, αρκεί για την απόρριψη της εν λόγω αιτίασης ως αβάσιμης, η επισήμανση ότι τα κριτήρια αυτά δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω (σημεία 75 επ. των παρουσών προτάσεων).

109. Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

ii)    Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

110. Στο δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο στις σκέψεις 229 έως 248 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι, στις σκέψεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι τα κριτήρια Bronner δεν είχαν εφαρμογή, μολονότι η επίδικη απόφαση επέβαλε στην Google υποχρέωση παροχής πρόσβασης.

111. Με την πρώτη αιτίαση, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 237 έως 240 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η διαπιστωθείσα άνιση μεταχείριση διαφέρει από τις περιπτώσεις άρνησης πρόσβασης. Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι, αντιθέτως προς όσα διαλαμβάνονται στη σκέψη 239 της απόφασης αυτής, η προσαπτόμενη άρνηση πρόσβασης αποτελεί ειδική περίπτωση τέτοιας άνισης μεταχείρισης. Τα «κουτάκια» των Shopping Units αποτελούν διακριτό εργαλείο, το οποίο αναπτύχθηκε από την Google και καθιστούσε δυνατή την προνομιακή εμφάνιση των αποτελεσμάτων αναζήτησης της δικής της υπηρεσίας σύγκρισης τιμών, χωρίς όμως οι ανταγωνιστικές υπηρεσίες σύγκρισης τιμών να έχουν πρόσβαση στο εργαλείο αυτό. Οι τελευταίες αυτές υπηρεσίες είχαν μόνο μια λιγότερο προνομιακή πρόσβαση στη σελίδα γενικών αποτελεσμάτων της Google. Επομένως, αντιθέτως προς ό,τι διαπιστώθηκε στη σκέψη 232 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η άνιση μεταχείριση δεν συνιστά πρακτική εκτός του πλαισίου της άρνησης παροχής πρόσβασης. Επί της πρακτικής αυτής θα έπρεπε, ωστόσο, να είχαν εφαρμοστεί τα κριτήρια Bronner.

112. Λαμβανομένων υπόψη των επισημάνσεών μου στα σημεία 75 επ. των παρουσών προτάσεων, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

113. Στα εν λόγω σημεία εξέθεσα τους λόγους για τους οποίους τα κριτήρια Bronner δεν μπορούν να εφαρμοστούν στην υπό κρίση περίπτωση άνισης μεταχείρισης μέσω αυτοπροτίμησης. Ο λόγος είναι ακριβώς ότι δεν πρόκειται για περίπτωση άρνησης παροχής πρόσβασης σε υποδομή, υπηρεσία ή ενδιάμεσο αγαθό κατά την έννοια της απόφασης Bronner, αλλά για περίπτωση καθορισμού αθέμιτων όρων πρόσβασης ή παροχής μετά από ήδη παρασχεθείσα πρόσβαση.

114. Η προβαλλόμενη από τις αναιρεσείουσες διάκριση μεταξύ της πρόσβασης, αφενός, στη σελίδα γενικών αποτελεσμάτων της Google και, αφετέρου, στα ευρισκόμενα στη σελίδα αυτή διακριτά «κουτάκια» των Shopping Units, τα οποία εμφανίζουν αποκλειστικά και μόνον τα αποτελέσματα αναζήτησης της υπηρεσίας σύγκρισης τιμών της ίδιας της Google, είναι, αντιθέτως, τεχνητή, αν όχι αυθαίρετη. Ιδίως η VDZ, η BDZV και η Ladenzeile εξέθεσαν το ζήτημα αυτό κατά τρόπο πειστικό κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

115. Μολονότι τα «κουτάκια» αυτά παρουσιάζονται με εμφανέστερο τρόπο στη σελίδα γενικών αποτελεσμάτων της Google, ωστόσο δεν συνιστούν διακριτή υποδομή, υπό την έννοια μιας εντελώς αυτοτελούς από τεχνικής απόψεως σελίδας αποτελεσμάτων, αλλά, αντιθέτως προς την προγενέστερη αυτοτελή υπηρεσία αναζήτησης προϊόντων Froogle, ενσωματώθηκαν σκοπίμως από την Google, κατά τις μη αμφισβητούμενες πλέον κρίσεις της Επιτροπής και του Γενικού Δικαστηρίου (70), στη μηχανή γενικής αναζήτησης της Google και στον τρόπο λειτουργίας της μηχανής αυτής, προκειμένου η Google να μπορεί να χρησιμοποιεί προς όφελός της τα εκεί προκύπτοντα αποτελέσματα δικτύου στην αγορά των υπηρεσιών εξειδικευμένης αναζήτησης προϊόντων. Αντίστοιχα, οι ειδικοί αλγόριθμοι, με τη χρήση των οποίων τα «κουτάκια» των Shopping Units εμφάνιζαν μόνον τα αποτελέσματα της υπηρεσίας σύγκρισης τιμών της Google, ενεργοποιούνταν με τις αιτήσεις αναζήτησης των χρηστών στη μηχανή γενικής αναζήτησης της Google. Επομένως, η συνεπακόλουθη διάκριση εις βάρος των αποτελεσμάτων αναζήτησης των ανταγωνιστικών υπηρεσιών σύγκρισης τιμών αφορά τον τρόπο πρόσβασης στη σελίδα γενικών αποτελεσμάτων της Google και όχι το ζήτημα της πρόσβασης σε φερόμενη διακριτή υποδομή συνιστάμενη στα «κουτάκια» των Shopping Units. Όπως επισημάνθηκε στο σημείο 90 των παρουσών προτάσεων, οι παρεμβαίνοντες υπέρ της Επιτροπής ισχυρίστηκαν, ιδίως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, με πειστικό τρόπο, ότι ουδέποτε ζήτησαν πρόσβαση στα «κουτάκια» αυτά, αλλά, αντιθέτως, απαίτησαν την κατάργησή τους.

116. Ειδικότερα, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, δεν μπορεί να θεωρηθεί εσφαλμένο το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 240 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Συγκεκριμένα, στην εν λόγω σκέψη, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει ότι πληρούνταν τα κριτήρια Bronner, προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη παράβασης στην υπό κρίση υπόθεση. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στη σκέψη 240, κρίνοντας ότι η προσαπτόμενη πρακτική συνιστούσε αυτοτελή μορφή κατάχρησης μέσω μόχλευσης, η οποία εκδηλώθηκε με «ενεργό» συμπεριφορά, συνιστάμενη σε θετική πράξη διάκρισης υπέρ των αποτελεσμάτων αναζήτησης της υπηρεσίας σύγκρισης τιμών της Google.

117. Η δεύτερη αιτίαση αποτελεί απλώς παραλλαγή της πρώτης αιτίασης και πρέπει ομοίως να απορριφθεί ως αβάσιμη.

118. Με την αιτίαση αυτή, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 219 και 243 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ανεπίτρεπτα ότι η επίδικη απόφαση αφορά τους όρους πρόσβασης ή παροχής και όχι το ζήτημα της πρόσβασης σε διακριτή υποδομή αυτής καθεαυτήν. Ωστόσο, για τους λόγους που εκτίθενται στα σημεία 113 έως 116 των παρουσών προτάσεων, η αιτίαση δεν είναι βάσιμη.

119. Με την τρίτη αιτίασή τους, οι αναιρεσείουσες βάλλουν κατά των εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου που παρατίθενται στις σκέψεις 232 και 233 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η εφαρμογή των κριτηρίων Bronner δεν είναι δυνατή επίσης για τον λόγο ότι δεν υφίστατο εν προκειμένω ούτε ρητή αίτηση ούτε ρητή άρνηση παροχής πρόσβασης.

120. Με τις εκτιμήσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο αναφέρεται, τουλάχιστον εμμέσως, στην αιτιολογική σκέψη 651 της επίδικης απόφασης, κατά την οποία τα κριτήρια Bronner δεν έχουν εφαρμογή επί της προσαπτόμενης πρακτικής. Η μνημονευόμενη ανυπαρξία αίτησης και άρνησης παροχής πρόσβασης, μολονότι δεν διατυπώνεται ρητά στην αιτιολογία της απόφασης αυτής και αποτελεί απόρροια μιας ιδιαίτερα τυπολατρικής προσέγγισης, ουδόλως είναι καθοριστικής σημασίας για το –αυτό καθεαυτό απαλλαγμένο πλάνης περί το δίκαιο– συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου, ότι η Επιτροπή δικαίως δεν εφάρμοσε τα κριτήρια Bronner στην υπό κρίση υπόθεση.

121. Συνεπώς, η τρίτη αιτίαση είναι αλυσιτελής και πρέπει ομοίως να απορριφθεί.

122. Η τέταρτη αιτίαση βάλλει κατά της σκέψης 240 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι, στη εν λόγω σκέψη, το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι δεν υφίστατο άρνηση παροχής, με την αιτιολογία ότι δεν επρόκειτο για πρακτική με «παθητικό χαρακτήρα», αλλά για άνιση μεταχείριση με «ενεργό χαρακτήρα».

123. Δεδομένου ότι, για τους λόγους που εξέθεσα στα σημεία 75 επ. των παρουσών προτάσεων, η προσαπτόμενη πρακτική δεν αφορά περίπτωση άρνησης παροχής πρόσβασης κατά την έννοια των κριτηρίων Bronner, αλλά άνιση μεταχείριση μέσω αυτοπροτίμησης, η οποία απορρέει, εν τέλει, μεταξύ άλλων, από την εφαρμογή ειδικών αλγορίθμων, ο –στηριζόμενος στην αιτιολογική σκέψη 650 της επίδικης απόφασης– χαρακτηρισμός της πρακτικής αυτής από το Γενικό Δικαστήριο ως έχουσας «ενεργό χαρακτήρα» δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση.

124. Συνεπώς, η εν λόγω αιτίαση είναι αλυσιτελής και πρέπει ομοίως να απορριφθεί.

125. Με την πέμπτη αιτίαση, οι αναιρεσείουσες βάλλουν κατά των εκτιμήσεων που παρατίθενται στη σκέψη 246 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι, στη σκέψη αυτή, το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν προκειμένου να τεθεί τέρμα στην παράβαση δεν ασκούν επιρροή στην εκτίμηση της νομικής φύσης της προσαπτόμενης κατάχρησης. Συγκεκριμένα, τέτοιος συσχετισμός πραγματοποιήθηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 699 και 700 της επίδικης απόφασης σχετικά με προσαπτόμενη από την Επιτροπή άρνηση πρόσβασης σε υποδομή.

126. Όπως εκτέθηκε ήδη, η εν λόγω αιτίαση βασίζεται ομοίως στην εσφαλμένη παραδοχή ότι η προσαπτόμενη πρακτική αποτελεί άρνηση πρόσβασης ή παροχής κατά την έννοια των κριτηρίων Bronner.

127. Συνεπώς, η πέμπτη αιτίαση πρέπει ομοίως να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

128. Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και ο λόγος αυτός στο σύνολό του πρέπει ομοίως να απορριφθούν.

3.      Γενική εκτίμηση της ύπαρξης απόκλισης από τα μέσα του κανονικού υγιούς ανταγωνισμού (δεύτερος λόγος αναιρέσεως)

α)      Αντικείμενο του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

129. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες, υποστηριζόμενες από τη CCIA, υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο. Πρώτον, ισχυρίζονται ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα στοιχεία της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης τα οποία αφορούσαν μόνον τα φερόμενα ως πιθανά αποτελέσματα της προσαπτόμενης πρακτικής, αλλά όχι την πρακτική αυτή καθεαυτήν, αρκούσαν για να συναχθεί η ύπαρξη απόκλισης από τα μέσα του υγιούς ανταγωνισμού. Δεύτερον, για τον σκοπό αυτό, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε συμπληρωματικά στοιχεία αιτιολογίας, τα οποία δεν περιέχονται στην εν λόγω απόφαση. Τρίτον, εν πάση περιπτώσει, τα συμπληρωματικά στοιχεία αιτιολογίας δεν στηρίζουν την εκτίμησή του. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον δεν περιέλαβε στην εκτίμηση αυτή τις ευνοϊκές για τον ανταγωνισμό πτυχές τις οποίες προέβαλε η Google, αλλά τις εξέτασε απλώς και μόνον ως πιθανή δικαιολόγηση.

130. Κατά την Επιτροπή, οι ισχυρισμοί αυτοί είναι απαράδεκτοι στο μέτρο που βάλλουν κατά των διαπιστώσεων της επίδικης απόφασης σχετικά με την προσαπτόμενη πρακτική (πρώτο σκέλος), τις οποίες οι αναιρεσείουσες δεν αμφισβήτησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Επιπλέον, η απόφαση αυτή περιέχει επαρκή αιτιολογία όσον αφορά τη διαπίστωση της απόκλισης της εν λόγω πρακτικής από τον υγιή ανταγωνισμό, καθόσον εκτιμά την πρακτική εντός του οικονομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται. Οι ισχυρισμοί με τους οποίους οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν τις συμπληρωματικές εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο σκέλος) είναι αλυσιτελείς. Οι εκτιμήσεις αυτές δεν υποκατέστησαν την αιτιολογία που παρατίθεται στην επίδικη απόφαση, αλλά απλώς επεξήγησαν συμπληρωματικά τους λόγους για τους οποίους η προσαπτόμενη πρακτική απέκλινε από τα μέσα του υγιούς ανταγωνισμού. Οι εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτηση ούτε επί της ουσίας (τρίτο σκέλος).

131. Θα εξετάσω κατ’ αρχάς το παραδεκτό του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως.

β)      Επί του παραδεκτού του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

132. Το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως αφορά, ειδικότερα, τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος εξετάστηκε πρώτος από το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 136 επ. της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης υπό τον τίτλο «Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως και του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα, υποστηρίζοντας ότι οι επίδικες πρακτικές συνάδουν με τον υγιή ανταγωνισμό».

133. Από τη σύνοψη που παρατίθεται στη σκέψη 122 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, οι αναιρεσείουσες υποστήριξαν, κατ’ ουσίαν, ότι η προσαπτόμενη πρακτική συνίστατο, στην πραγματικότητα, σε ποιοτικές βελτιώσεις της παρεχόμενης από την Google υπηρεσίας αναζήτησης στο διαδίκτυο. Επειδή η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι οι βελτιώσεις αυτές παρουσίαζαν χαρακτηριστικά αποκλίνοντα από τον υγιή ανταγωνισμό, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει κατάχρηση. Αντιθέτως, η Επιτροπή επέβαλε στην Google την υποχρέωση να παρέχει στους ανταγωνιστές της πρόσβαση σε απαραίτητη σε αυτούς «ουσιώδη εγκατάσταση», χωρίς να λάβει υπόψη τα αυστηρά κριτήρια Bronner. Επιπλέον, στην εν λόγω σκέψη 122, το Γενικό Δικαστήριο γνωστοποίησε την πρόθεσή του να εξετάσει, στο πλαίσιο αυτό, τον ισχυρισμό ότι η Google, θέτοντας σε λειτουργία τα αποτελέσματα εξειδικευμένης αναζήτησης, δεν επιδίωξε σκοπό αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, αφού τα αποτελέσματα αυτά απλώς βελτίωναν την ποιότητα της υπηρεσίας αναζήτησης την οποία παρείχε (71).

134. Το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως βάλλει, ειδικότερα, κατά των κρίσεων που διατυπώνονται στις σκέψεις 162 επ. της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης σε απάντηση του πέμπτου λόγου ακυρώσεως. Στις εν λόγω σκέψεις, το Γενικό Δικαστήριο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσαπτόμενη πρακτική απέκλινε από τα μέσα του υγιούς ανταγωνισμού. Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως αμφισβητήθηκαν οι κρίσεις που περιλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 341 επ. της επίδικης απόφασης, κατά τις οποίες η πρακτική αυτή δεν εμπίπτει στο πεδίο του υγιούς ανταγωνισμού. Το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως επανέρχεται στο ζήτημα αυτό.

135. Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, σε περίπτωση που ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από το Γενικό Δικαστήριο, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζήτησης κατά την εξέταση αιτήσεως αναιρέσεως. Σε αντίθετη περίπτωση, η αναιρετική διαδικασία θα καθίστατο εν μέρει άνευ αντικειμένου (72).

136. Επομένως, η ένσταση απαραδέκτου την οποία προέβαλε η Επιτροπή πρέπει να απορριφθεί και, ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτό.

γ)      Το βάσιμο του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

137. Εντούτοις, φρονώ ότι το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο.

138. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, δεν ευσταθεί ότι οι κρίσεις που παρατίθενται στις σκέψεις 162 επ. της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης αναφέρονται μόνο στα πιθανά αποτελέσματα της προσαπτόμενης πρακτικής, αλλά όχι στην ίδια την πρακτική αυτή. Αντιθέτως, στις σκέψεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο προβαίνει, υπό το πρίσμα του περιεχομένου της επίδικης απόφασης, σε νομικό χαρακτηρισμό της εν λόγω πρακτικής αυτής καθεαυτήν, προκειμένου να αιτιολογήσει την κρίση ότι η πρακτική αποκλίνει από τα μέσα του υγιούς ανταγωνισμού και ότι, ως εκ τούτου, πληροί την έννοια της κατάχρησης.

139. Συγκεκριμένα, στις επισημάνσεις του, το Γενικό Δικαστήριο στηρίζεται, ειδικότερα, στην αιτιολογική σκέψη 344 της επίδικης απόφασης, στην οποία η Επιτροπή διαπίστωσε άνιση μεταχείριση των ανταγωνιστικών υπηρεσιών σύγκρισης τιμών συνιστάμενη στην ευνοϊκή μεταχείριση της υπηρεσίας σύγκρισης τιμών της ίδιας της Google (73). Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο μνημονεύει τις περιλαμβανόμενες στην επίδικη απόφαση κρίσεις ότι η άνιση μεταχείριση μπορούσε να αποδυναμώσει τον ανταγωνισμό στην αγορά, πρώτον, λόγω της σημασίας της κίνησης δεδομένων που προερχόταν από τη σελίδα γενικών αποτελεσμάτων της Google, δεύτερον, λόγω της συμπεριφοράς των χρηστών όταν πραγματοποιούσαν αναζητήσεις στο διαδίκτυο και, τρίτον, λόγω του γεγονότος ότι η εκτρεπόμενη κίνηση δεδομένων αντιπροσώπευε μεγάλο ποσοστό της κίνησης δεδομένων προς τις ανταγωνιστικές υπηρεσίες σύγκρισης τιμών και ήταν ουσιαστικά αδύνατον να αντικατασταθεί από άλλες πηγές (74).

140. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο αιτιολογεί τις κρίσεις αυτές ως εξής.

141. Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζει πόσο σημαντική είναι η κίνηση δεδομένων και τα θετικά αποτελέσματα δικτύου που έχει αυτή για την οικονομική επιτυχία μιας υπηρεσίας σύγκρισης τιμών, όπως εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 444 έως 450 της επίδικης απόφασης· αντιθέτως, η μείωση της κίνησης μπορεί να οδηγήσει σε έναν φαύλο κύκλο και μακροπρόθεσμα σε έξοδο από την αγορά (75). Στη συνέχεια, το Δικαστήριο εξετάζει την ανάλυση της συμπεριφοράς των χρηστών, η οποία παρατίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 454 έως 461 και 535 της εν λόγω απόφασης. Κατά την ανάλυση αυτή, οι χρήστες επικεντρώνονται κατά κανόνα στα τρία έως πέντε πρώτα αποτελέσματα αναζήτησης και δεν προσέχουν καθόλου ή προσέχουν ελάχιστα τα αποτελέσματα που ακολουθούν, ιδίως δε τα αποτελέσματα κάτω από το τμήμα της οθόνης το οποίο εμφανίζεται κατευθείαν (fold) (76). Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο στηρίζεται στις διαπιστώσεις που παρατίθενται στα τμήματα 7.2.4.1 και 7.2.4.2 της επίδικης απόφασης (77) όσον αφορά τον αντίκτυπο της κίνησης δεδομένων η οποία εκτρέπεται από τις σελίδες γενικών αποτελεσμάτων της Google. Η εκτρεπόμενη κίνηση αντιπροσωπεύει μεγάλο ποσοστό της κίνησης προς τις ανταγωνιστικές υπηρεσίες σύγκρισης τιμών και δεν μπορεί ουσιαστικά να αντικατασταθεί από άλλες πηγές, συμπεριλαμβανομένων των διαφημίσεων με κείμενο, των εφαρμογών κινητής τηλεφωνίας, της απευθείας κίνησης, των παραπομπών σε συνεργαζόμενους ιστοτόπους, των κοινωνικών δικτύων ή άλλων μηχανών αναζήτησης (78).

142. Το Γενικό Δικαστήριο συνάγει από τα προεκτεθέντα το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο χαρακτηρίζοντας τη σημασία την οποία έχει η κίνηση δεδομένων από τις σελίδες γενικών αποτελεσμάτων της Google και τον ουσιαστικά αναντικατάστατο χαρακτήρα της κίνησης αυτής ως κρίσιμες περιστάσεις ικανές να στοιχειοθετήσουν την ύπαρξη πρακτικών οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο του υγιούς ανταγωνισμού. Η Επιτροπή δεν περιορίστηκε στο να διαπιστώσει την ύπαρξη μόχλευσης, αλλά χαρακτήρισε νομικώς, στηριζόμενη σε πρόσφορα κριτήρια, τις πρακτικές τις οποίες εφάρμοσε η Google στο πλαίσιο της μόχλευσης. Επομένως, εφόσον γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή απέδειξε την ευνοϊκή μεταχείριση και τα αποτελέσματά της, τότε ορθώς έκρινε ότι η ευνοϊκή αυτή μεταχείριση απέκλινε από τον υγιή ανταγωνισμό (79).

143. Οι ανωτέρω επισημάνσεις αποδεικνύουν ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε ενδελεχώς το ζήτημα αν η Επιτροπή νομίμως συνήγαγε, στην επίδικη απόφαση, το συμπέρασμα ότι η προσαπτόμενη πρακτική ήταν, αυτή καθεαυτήν, και όχι μόνον τα αποτελέσματά της, ασυμβίβαστη με τα μέσα του υγιούς ανταγωνισμού. Λαμβανομένης υπόψη της επιδιωκόμενης στο πλαίσιο αυτό –αλλά και πραγματοποιηθείσας– ευνοϊκής μεταχείρισης της υπηρεσίας σύγκρισης τιμών της Google έναντι των ανταγωνιστικών υπηρεσιών σύγκρισης τιμών, συνέτρεχε πράγματι τέτοια περίπτωση, κατά την –επιβεβαιωθείσα από το Γενικό Δικαστήριο– εκτίμηση της Επιτροπής. Κατά την άποψη της Επιτροπής και του Γενικού Δικαστηρίου, πρόκειται για νομικό χαρακτηρισμό ο οποίος βασίστηκε στις εκ μέρους της Επιτροπής εκτενείς διαπιστώσεις πραγματικών περιστατικών και τη διεξαγωγή αποδείξεων και αφορούσε το ζήτημα κατά πόσον η Google, λαμβανομένου υπόψη του τρόπου λειτουργίας των σχετικών ψηφιακών αγορών, τήρησε ή εκμεταλλεύτηκε καταχρηστικά τα μέσα του υγιούς ανταγωνισμού.

144. Η προσέγγιση αυτή συνάδει με τις απαιτήσεις που έχουν καθιερωθεί στη νομολογία. Κατά τη νομολογία αυτή, ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας συμπεριφοράς πρέπει να εκτιμάται και να αποδεικνύεται λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών (80). Επιπλέον, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, μνημονεύοντας μεταξύ άλλων τη σκέψη 152 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το ζήτημα αν μια πρακτική αποκλίνει από τα μέσα του υγιούς ανταγωνισμού πρέπει να διακρίνεται εννοιολογικά από το ζήτημα αν είναι επίσης ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό, έστω και αν τα δύο αυτά κριτήρια συνιστούν συστατικά στοιχεία της έννοιας της κατάχρησης.

145. Οι αναιρεσείουσες δεν μπορούν να αντιτείνουν επιτυχώς ότι το Γενικό Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την αιτίαση που προέβαλε η CCIA περί παραβίασης της αρχής της ασφάλειας δικαίου, επέκρινε την αιτιολογική σκέψη 341 της επίδικης απόφασης (81). Συγκεκριμένα, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η αιτιολογική αυτή σκέψη, εξεταζόμενη μεμονωμένα, θα μπορούσε να ερμηνευθεί εσφαλμένα υπό την έννοια ότι η Επιτροπή συνήγαγε το συμπέρασμα περί απόκλισης της προσαπτόμενης πρακτικής από τον υγιή ανταγωνισμό στηριζόμενη αποκλειστικά και μόνο στα (δυνητικά) αποτελέσματα εκτοπισμού τα οποία διαπίστωσε. Όπως επισήμανα στο σημείο 143 των παρουσών προτάσεων, δεν μπορώ βεβαίως να συμμεριστώ την εκτίμηση αυτή. Ωστόσο, όπως αναφέρει το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο, η αιτιολογική σκέψη 341 πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 342 της επίδικης απόφασης (82). Στην αιτιολογική σκέψη αυτή, η Επιτροπή αιτιολόγησε συγκεκριμένα την απόκλιση από τα μέσα του υγιούς ανταγωνισμού, επικαλούμενη τις περιστάσεις που εκτέθηκαν στα σημεία 139 έως 141 των παρουσών προτάσεων, και ως εκ τούτου το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε εν τέλει την αιτίαση της CCIA (83). Επομένως, η επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών είναι αλυσιτελής.

146. Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως δεν μπορεί να ευδοκιμήσει και πρέπει να απορριφθεί.

δ)      Συμπληρωματικά στοιχεία αιτιολογίας στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως)

147. Στο δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι χρησιμοποίησε, για τη διαπίστωση της απόκλισης από τα μέσα του υγιούς ανταγωνισμού, συμπληρωματικά στοιχεία αιτιολογίας, τα οποία δεν περιλαμβάνονται στην επίδικη απόφαση. Ως εκ τούτου, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, υποκαθιστώντας τις εκτιμήσεις της Επιτροπής με τις δικές του εκτιμήσεις.

148. Τα συμπληρωματικά αυτά στοιχεία αιτιολογίας αφορούν, πρώτον, ένα αυστηρότερο νομικό κριτήριο εκτίμησης για τις «κατέχουσες υπερδεσπόζουσα θέση» επιχειρήσεις (84), δεύτερον, την εκτίμηση ότι, λαμβανομένης υπόψη της κατ’ αρχήν ανοικτής υποδομής της μηχανής αναζήτησης της Google, πρόκειται για κάτι «αφύσικο» όταν ορισμένα αποτελέσματα εξειδικευμένης αναζήτησης ευνοούνται σε σχέση με ανταγωνιστικά αποτελέσματα αναζήτησης (85) και, τρίτον, την εκτίμηση ότι η πρακτική αυτή εισάγει δυσμενείς διακρίσεις (86).

149. Οι ισχυρισμοί των αναιρεσειουσών ευσταθούν στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο διατυπώνει, στις σκέψεις 176 έως 185 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, συμπληρωματικές εκτιμήσεις οι οποίες δεν διατυπώνονται, τουλάχιστον εν μέρει, στην αιτιολογία της επίδικης απόφασης.

150. Λαμβανομένης υπόψη της κατ’ αρχήν ανοικτής υποδομής την οποία παρέχει η Google, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι είναι αφύσικο το να ευνοούνται τα αποτελέσματα αναζήτησης της δικής της υπηρεσίας σύγκρισης τιμών έναντι των αποτελεσμάτων των ανταγωνιστικών υπηρεσιών σύγκρισης τιμών. Όποιος έχει δημιουργήσει την κατάσταση αυτή οφείλει να δικαιολογήσει την άνιση μεταχείριση υπό το πρίσμα του δικαίου του ανταγωνισμού (87). Τούτο προκύπτει και από τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2120 (88), ο οποίος επιβάλλει γενική υποχρέωση ίσης μεταχείρισης στους παρόχους καθολικών υπηρεσιών στο διαδίκτυο, ήτοι χωρίς διακρίσεις, περιορισμούς και παρεμβάσεις στην κίνηση δεδομένων (89). Η απόκλιση από τα μέσα του υγιούς ανταγωνισμού καθίσταται ακόμη πιο προφανής καθόσον, κατόπιν της αποτυχίας της Froogle στην αγορά των υπηρεσιών εξειδικευμένης αναζήτησης προϊόντων, η προσαπτόμενη πρακτική αποτελεί απόρροια μεταβολής της συμπεριφοράς της Google στην αγορά υπηρεσιών γενικής αναζήτησης, στην οποία κατέχει «υπερδεσπόζουσα» θέση. Λαμβανομένης υπόψη της θέσης αυτής, του ρόλου της ως σημείου εισόδου στο διαδίκτυο και των ιδιαιτέρως ισχυρών φραγμών εισόδου στην αγορά υπηρεσιών εξειδικευμένης αναζήτησης, η Google υπείχε επιτακτικότερη υποχρέωση να μη θίγει με τη συμπεριφορά της τον ανταγωνισμό στη συναφή αγορά των υπηρεσιών εξειδικευμένης αναζήτησης προϊόντων (90).

151. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως είναι αλυσιτελές. Τούτο δε διότι, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο συμπλήρωσε ή κατά μείζονα λόγο υποκατέστησε, εν μέρει, ανεπίτρεπτα την αιτιολογία της επίδικης απόφασης κατ’ αυτόν τον τρόπο (91), αρκούσαν οι παρατιθέμενες στις σκέψεις 162 επ. της εν λόγω απόφασης –και εκτιθέμενες στα σημεία 138 επ. των παρουσών προτάσεων– κρίσεις αφ’ εαυτών για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η παρατιθέμενη στην επίδικη απόφαση κρίση περί απόκλισης της προσαπτόμενης πρακτικής από τα μέσα του υγιούς ανταγωνισμού δεν πάσχει (92).

152. Επομένως, η συμπληρωματική αιτιολογία την οποία παρέθεσε το Γενικό Δικαστήριο δεν ήταν αναγκαία, τουλάχιστον όχι στο πλαίσιο αυτό, και τούτο ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού της. Εξάλλου, με εξαίρεση την εκτίμηση ότι η προσαπτόμενη αυτοπροτίμηση είναι, λαμβανομένης υπόψη της κατ’ αρχήν ανοικτής υποδομής την οποία παρέχει η Google, αφύσικη και ενέχει διακρίσεις, δεν ευσταθεί ότι η συμπληρωματική αυτή αιτιολογία δεν βρίσκει ρητό έρεισμα στην αιτιολογία της επίδικης απόφασης.

153. Τούτο προκύπτει από τα εξής.

154. Πρώτον, όπως επιβεβαιώνεται από την εισαγωγική διατύπωση στη σκέψη 180 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (93), η συνεκτίμηση του –μη μνημονευόμενου στην επίδικη απόφαση– κανονισμού 2015/2120 συνιστά, ειδικότερα, απλώς και μόνον επικουρική εκτίμηση, στην οποία δεν έχει βασιστεί το συμπέρασμα της σκέψης 179 της απόφασης αυτής. Δεύτερον, η περιλαμβανόμενη στις σκέψεις 182 και 183 της εν λόγω απόφασης μνεία της «υπερδεσπόζουσας» θέσης της Google στις διάφορες (εθνικές) αγορές υπηρεσιών γενικής αναζήτησης βασίζεται, τουλάχιστον εμμέσως, στις αιτιολογικές σκέψεις 271 έως 283 της επίδικης απόφασης, στις οποίες η Επιτροπή διαπίστωσε σχετικά μερίδια αγοράς πολύ άνω του 90 % στις περισσότερες περιπτώσεις. Τρίτον, η παρατιθέμενη στις σκέψεις 181 και 184 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης διαπίστωση ότι η Google μετέβαλε την πρακτική της στις αγορές αυτές μετά την κατάργηση της υπηρεσίας της για την εξειδικευμένη αναζήτηση προϊόντων, ήτοι της Froogle, αντιστοιχεί στις διαπιστώσεις που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 343, 490 και 491 της επίδικης απόφασης. Τέταρτον, οι περιλαμβανόμενες στη σκέψη 184 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης επισημάνσεις απλώς επαναλαμβάνουν τις παρατιθέμενες στην αιτιολογική σκέψη 344 της επίδικης απόφασης διαπιστώσεις σχετικά με την αυτοπροτίμηση της Google (94). Πέμπτον και τελευταίο, στο συμπέρασμα που διατυπώνεται στη σκέψη 185 in fine της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ήτοι ότι η προσαπτόμενη πρακτική εκφεύγει του πλαισίου του υγιούς ανταγωνισμού, μνημονεύονται μόνον οι κεντρικής σημασίας εκτιμήσεις των αιτιολογικών σκέψεων 170 έως 173, αλλά όχι οι επικριθείσες από τις αναιρεσείουσες συμπληρωματικές εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου που παρατίθενται στις σκέψεις 176 επ. της εν λόγω απόφασης.

155. Επομένως, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει ομοίως να απορριφθεί.

156. Δεδομένου ότι οι αιτιάσεις των αναιρεσειουσών σχετικά με το δεύτερο σκέλος είναι αλυσιτελείς, παρέλκει η εκτίμηση του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, ήτοι του ζητήματος αν οι συμπληρωματικές εκτιμήσεις που παρατίθενται στις σκέψεις 176 επ. της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης πάσχουν, αυτές καθεαυτές, πλάνη περί το δίκαιο. Το ίδιο ισχύει και για την αιτίαση ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον δεν συμπεριέλαβε στην εκτίμησή του τις προβαλλόμενες ευνοϊκές για τον ανταγωνισμό πτυχές, αλλά τις εξέτασε μόνον ως πιθανή δικαιολόγηση.

157. Τέλος, στο μέτρο που οι εν λόγω αιτιάσεις ή εκτιμήσεις αφορούν τη δυνατότητα εφαρμογής των κριτηρίων Bronner, αρκεί για την απόρριψή τους η παραπομπή στις εκτιμήσεις που εκτίθενται στα σημεία 83 επ. των παρουσών προτάσεων.

158. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμος.

Δ.      Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της προσαπτόμενης πρακτικής και των δυνητικών περιοριστικών του ανταγωνισμού αποτελεσμάτων – Ανάγκη για ανάλυση αντιπαραδείγματος; (τρίτος λόγος αναιρέσεως)

1.      Αντικείμενο και παραδεκτό του τρίτου λόγου αναιρέσεως

159. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο καθόσον δεν αμφισβήτησε την έλλειψη ανάλυσης αντιπαραδείγματος στην επίδικη απόφαση. Μόνο με μια τέτοια ανάλυση μπορεί να αποδειχθεί ότι τα προβαλλόμενα δυνητικά αποτελέσματα που είναι αντίθετα προς τους κανόνες του ανταγωνισμού απορρέουν κατ’ ουσίαν από την προσαπτόμενη πρακτική και όχι από άλλες περιστάσεις.

160. Ο λόγος αναιρέσεως αυτός βάλλει κατά των κρίσεων που παρατίθενται στις σκέψεις 368 επ. της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς απάντηση του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως. Στις σκέψεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τις αιτιάσεις ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η προσαπτόμενη πρακτική είχε ως συνέπεια τη μείωση της κίνησης δεδομένων εις βάρος των ανταγωνιστικών υπηρεσιών σύγκρισης τιμών. Συγκεκριμένα, κατά τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν στο δικόγραφο της προσφυγής, η μείωση αυτή αποτελούσε αποκλειστικά και μόνον –αδιαμφισβήτητη, αλλά μη επικριθείσα από την Επιτροπή– απόρροια της εφαρμογής των ειδικών αλγορίθμων προσαρμογής. Ωστόσο, οι αλγόριθμοι προσαρμογής αποσκοπούσαν μόνο στη βελτίωση της ποιότητας των αποτελεσμάτων αναζήτησης. Συνεπώς, δεν αποδείχθηκε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ, αφενός, της επίμαχης προώθησης της υπηρεσίας σύγκρισης τιμών της Google και, αφετέρου, του φερόμενου εκτοπισμού των ανταγωνιστικών υπηρεσιών σύγκρισης τιμών. Αντιθέτως, η Επιτροπή έπρεπε να είχε προσδιορίσει τον τρόπο με τον οποίο θα είχε εξελιχθεί η κίνηση δεδομένων εάν δεν υπήρχε η προνομιακή τοποθέτηση και εμφάνιση των αποτελεσμάτων αναζήτησης της υπηρεσίας σύγκρισης τιμών της Google στις Shopping Units.

161. Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως υποδιαιρείται σε τρία σκέλη. Πρώτον, υποστηρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 377 έως 379 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η εν λόγω ανάλυση αντιπαραδείγματος έπρεπε να πραγματοποιηθεί από την Google και όχι από την Επιτροπή. Δεύτερον, οι σκέψεις 374 και 376 της απόφασης αυτής πάσχουν πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στις σκέψεις αυτές ότι, στο πλαίσιο μιας τέτοιας ανάλυσης, θα έπρεπε να απουσιάζουν αμφότερες οι συνιστώσες της προσαπτόμενης πρακτικής. Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στη σκέψη 572 της εν λόγω απόφασης, κατά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων και της αντικειμενικής δικαιολόγησης της πρακτικής αυτής.

162. Αντιθέτως προς την άποψη ορισμένων παρεμβαινόντων υπέρ της Επιτροπής, το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι παραδεκτά. Τα σκέλη αυτά δεν αποσκοπούν στην επανεκτίμηση πραγματικών περιστατικών ή αποδεικτικών στοιχείων από το Δικαστήριο. Αντιθέτως, αμφισβητούν τη νομιμότητα των κριτηρίων τα οποία εφάρμοσε το Γενικό Δικαστήριο για να εξακριβώσει αν και με ποιον τρόπο η Επιτροπή όφειλε να είχε διενεργήσει ανάλυση αντιπαραδείγματος, προκειμένου να αποδείξει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ μιας πρακτικής που αποτελούνταν από διάφορες συνιστώσες και των ενδεχόμενων βλαπτικών αποτελεσμάτων της επί του ανταγωνισμού.

2.      Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

163. Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν, κατ’ αρχάς, στην Επιτροπή ότι, στην αιτιολογική σκέψη 462 της επίδικης απόφασης, στην πραγματικότητα διαπίστωσε ότι η προσαπτόμενη πρακτική είχε πραγματικά, και όχι απλώς δυνητικά, αποτελέσματα επί του ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι η πρακτική αυτή είχε ως συνέπεια τη μείωση της κίνησης δεδομένων από τη γενική σελίδα αποτελεσμάτων της Google προς τις ανταγωνιστικές υπηρεσίες σύγκρισης τιμών. Στη διαπίστωση αυτή στηρίχθηκε και το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 519 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Συνεπώς, η Επιτροπή όφειλε να είχε διενεργήσει ανάλυση αντιπαραδείγματος σε σχέση με τα πραγματικά αυτά αποτελέσματα. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένα στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι η Επιτροπή δέχθηκε μόνο δυνητικά αποτελέσματα της πρακτικής αυτής.

164. Φρονώ ότι το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι προδήλως αβάσιμο.

165. Συγκεκριμένα, αφενός, στις σκέψεις 67, 228, 450, 454, 519 και 667 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο στηρίζεται στο τμήμα 7.3 της επίδικης απόφασης (95), στο οποίο η Επιτροπή εξέθεσε ότι η προσαπτόμενη πρακτική είχε δυνητικά αποτελέσματα που ήταν αντίθετα προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σε πολλές εθνικές αγορές. Αφετέρου, στις σκέψεις 438 επ. και 518 επ. της εν λόγω απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο στηρίζεται επίσης στην αρχή ότι, προκειμένου η Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης, όφειλε απλώς να αποδείξει ότι η επίμαχη πρακτική είχε δυνητικά αποτελέσματα, οπότε δεν ήταν αναγκαία η απόδειξη πραγματικών περιοριστικών του ανταγωνισμού αποτελεσμάτων. Εξάλλου, οι αναιρεσείουσες δεν βάλλουν κατά των εν λόγω κρίσεων τις οποίες διατύπωσε το Γενικό Δικαστήριο απαντώντας στο πρώτο και στο τέταρτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως.

166. Αντιθέτως, η προβαλλόμενη από τις αναιρεσείουσες κρίση, η οποία παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 462 της επίδικης απόφασης, αφορά μόνον την –αδιαμφισβήτητη πλέον– πραγματική μείωση της κίνησης δεδομένων από τη σελίδα γενικών αποτελεσμάτων της Google προς τις ανταγωνιστικές υπηρεσίες σύγκρισης τιμών. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, η αίτηση αναιρέσεως δεν βάλλει ούτε κατά των αντίστοιχων κρίσεων που παρατίθενται στις σκέψεις 401 έως 422 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Συνεπώς, η περιλαμβανόμενη στη σκέψη 519 της απόφασης αυτής σχετική μνεία δεν μπορεί να παρερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε ότι η Επιτροπή σκόπευε ή όφειλε να αποδείξει ότι η προσαπτόμενη πρακτική είχε πραγματικά αποτελέσματα επί του ανταγωνισμού. Επομένως, το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι ήταν απαραίτητη η απόδειξη της αιτιώδους συνάφειας όσον αφορά τα πραγματικά αποτελέσματα είναι αλυσιτελές και πρέπει να απορριφθεί.

167. Επιπλέον, οι αναιρεσείουσες, υποστηριζόμενες από τη CCIA, προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 377 έως 379 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεν έλαβε υπόψη ότι η Επιτροπή όφειλε να διενεργήσει ανάλυση αντιπαραδείγματος όσον αφορά τα φερόμενα, πραγματικά ή δυνητικά, περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα της εν λόγω πρακτικής και ότι όφειλε να αιτιολογήσει την ανάλυση αυτή στην επίδικη απόφαση, καθώς και ότι αντέστρεψε, συναφώς, αδικαιολόγητα το βάρος αποδείξεως.

168. Η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου επί του ζητήματος αυτού είναι ομολογουμένως δυσνόητη. Στη σκέψη 377 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι ο προσδιορισμός αξιόπιστου αντιπαραδείγματος ενδέχεται, σε μια περίπτωση όπως η προκειμένη, να αποτελεί αυθαίρετη ή και αδύνατη άσκηση, αν το αντιπαράδειγμα «δεν υφίσταται στην πραγματικότητα για αγορά η οποία να διαθέτει στην αρχή χαρακτηριστικά παραπλήσια της αγοράς [...] όπου εφαρμόστηκαν οι πρακτικές». Συγκεκριμένα, ένα αξιόπιστο αντιπαράδειγμα αντιστοιχεί, κατ’ αρχήν, σε πραγματική «και αρχικώς παρόμοια κατάσταση, της οποίας όμως η εξέλιξη δεν επηρεάστηκε από το σύνολο των επίδικων πρακτικών». Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο εκθέτει, κατ’ ουσίαν, ότι, σε αντίθεση με την περίπτωση κατά την οποία συγκρίνονται δύο πραγματικές εξελίξεις, η αξιολόγηση των δυνητικών αποτελεσμάτων, παρότι πρέπει να είναι ρεαλιστική, πρέπει να περιγράφει μια πιθανή κατάσταση. Στις σκέψεις 378 και 379 της εν λόγω απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να προβαίνει συστηματικά σε απόδειξη αντιπαραδείγματος, με δική της πρωτοβουλία ή σε απάντηση ανάλυσης αντιπαραδείγματος την οποία έχει προβάλει η ενδιαφερόμενη επιχείρηση. Τούτο θα ισοδυναμούσε με παραδοχή περί –ανύπαρκτης– υποχρέωσής της να αποδείξει ότι η προσαπτόμενη πρακτική είχε πραγματικά αποτελέσματα. Εξάλλου, τυχόν προβαλλόμενη από την επιχείρηση αυτή ανάλυση αντιπαραδείγματος, η οποία έχει σκοπό να αμφισβητήσει την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση των δυνητικών αποτελεσμάτων της πρακτικής αυτής, θα πρέπει να καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό του συνόλου των αποτελεσμάτων της και όχι μόνο μέρους αυτών.

169. Οι κρίσεις αυτές δεν μπορούν, κατά τη γνώμη μου, να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε κατ’ αρχήν την ύπαρξη υποχρέωσης της Επιτροπής να διενεργεί ανάλυση αντιπαραδείγματος σχετικά με τα πραγματικά ή δυνητικά αποτελέσματα μιας πρακτικής ούτε υποδηλώνουν συναφώς αδικαιολόγητη αντιστροφή του βάρους αποδείξεως εις βάρος της ενδιαφερόμενης επιχείρησης. Αντιθέτως, οι εν λόγω κρίσεις πρέπει να ενταχθούν στο συνολικό πλαίσιο της απάντησης του Γενικού Δικαστηρίου επί των ισχυρισμών που διατυπώθηκαν στο πρώτο μέρος του τρίτου λόγου ακυρώσεως και να ερμηνευθούν μόνον εντός του πλαισίου αυτού.

170. Όπως προκύπτει ιδίως από τις σκέψεις 372 και 374 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει, στις σκέψεις αυτές, την αιτίαση περί απουσίας ανάλυσης αντιπαραδείγματος, κατ’ ουσίαν, με το σκεπτικό ότι ο ισχυρισμός αυτός και τα αντιπαραδείγματα που προβλήθηκαν προς στήριξή του διασπούν αυθαίρετα την προσαπτόμενη πρακτική, η οποία αποτελείται από δύο άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους συνιστώσες. Συγκεκριμένα, τα σωρευτικά αποτελέσματα των άρρηκτα συνδεδεμένων αυτών συνιστωσών, ήτοι, αφενός, η εύνοια υπέρ της υπηρεσίας σύγκρισης τιμών της Google με την εμφάνιση των αποτελεσμάτων αναζήτησής της σε περίοπτη θέση μέσα στα «κουτάκια» των Shopping Units και, αφετέρου, η εφαρμογή ειδικών αλγορίθμων με σκοπό την υποβάθμιση των αποτελεσμάτων των ανταγωνιστικών υπηρεσιών σύγκρισης τιμών, δεν μπορούν να εκτιμηθούν χωριστά. Εξ αυτού συνάγει, ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 376 της εν λόγω απόφασης, ότι το μόνο βάσιμο αντιπαράδειγμα θα ήταν αν δεν θα είχε εφαρμοστεί καμία από τις συνιστώσες αυτές, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, τα συνδυαστικά τους αποτελέσματα θα γίνονταν μόνον εν μέρει αντιληπτά.

171. Τούτο καταδεικνύεται από το ότι η απάντηση του Γενικού Δικαστηρίου επί του ισχυρισμού της προσφυγής περιλαμβάνεται, κατά κύριο λόγο, στις σκέψεις 372 έως 376, ενώ οι επισημάνσεις που παρατίθενται στις σκέψεις 377 έως 379 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, οι οποίες αρχίζουν με τις λέξεις «[κ]ατά τα λοιπά», έχουν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, απλώς και μόνο συμπληρωματική ή επικουρική λειτουργία.

172. Ωστόσο πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες και η CCIA, η πραγματοποιούμενη στη σκέψη 377 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης διάκριση μεταξύ των αναλύσεων αντιπαραδείγματος αναλόγως του αν αφορούν πραγματικά ή δυνητικά αποτελέσματα δεν είναι λυσιτελής. Τούτο δε διότι, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, μια πραγματική εξέλιξη στο παρελθόν πρέπει να συγκριθεί εκ των υστέρων, λαμβανομένης υπόψη της παράβασης, με μια υποθετική εξέλιξη αν δεν είχε διαπραχθεί η παράβαση αυτή (96). Επιπλέον, δεν είναι σαφής ο λόγος για τον οποίο, όπως ενδεχομένως εννοούσε το Γενικό Δικαστήριο, η συστηματική υποχρέωση της Επιτροπής για εξέταση αντιπαραδείγματος σε περίπτωση απλώς δυνητικών αποτελεσμάτων θα ισοδυναμούσε με το να απαιτείται από αυτήν να αποδεικνύει πραγματικά αποτελέσματα.

173. Μολαταύτα, από τις ανωτέρω επισημάνσεις δεν προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη και, ενδεχομένως, να απορρίψει μια πειστική ανάλυση αντιπαραδείγματος της ενδιαφερόμενης επιχείρησης, η οποία θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση τις διαπιστώσεις της. Αντιθέτως, στις σκέψεις 380 επ. της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε λεπτομερώς το ζήτημα αν η Επιτροπή δικαίως απέρριψε τις αναλύσεις που προσκόμισε η Google στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας (97) και διαπίστωσε την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης σε αυτήν πρακτικής και της μείωσης της κίνησης δεδομένων από τη σελίδα γενικών αποτελεσμάτων της προς τις ανταγωνιστικές υπηρεσίες σύγκρισης τιμών (98).

174. Επομένως, οι ισχυρισμοί των αναιρεσειουσών, στο μέτρο που βάλλουν ειδικά κατά των επισημάνσεων που διατυπώνονται στις σκέψεις 377 έως 379 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, είναι αλυσιτελείς και πρέπει να απορριφθούν.

175. Το ζήτημα αν οι σκέψεις 372 έως 376 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης πάσχουν πλάνη περί το δίκαιο και αν ήταν παρά ταύτα αναγκαίο να πραγματοποιηθεί ανάλυση αντιπαραδείγματος υπό την προβαλλόμενη από τις αναιρεσείουσες έννοια θα το εξετάσω στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως.

176. Επομένως, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

3.      Επί του δεύτερου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

177. Στο δεύτερο σκέλος, οι αναιρεσείουσες, υποστηριζόμενες από τη CCIA, προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο δεχόμενο ότι η ανάλυση αντιπαραδείγματος μπορεί να αφορά μόνον τον συνδυασμό των δύο συνιστωσών της προσαπτόμενης στη Google πρακτικής, οι οποίες μνημονεύονται στο σημείο 170 των παρουσών προτάσεων. Κατά τις αναιρεσείουσες, οι σκέψεις 374, 376 και 525 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ενέχουν πλάνη περί το δίκαιο, επειδή ερμηνεύουν εσφαλμένα την έννοια της ανάλυσης αντιπαραδείγματος, για δύο λόγους. Αφενός, για να θεωρηθεί ότι δεν υπάρχει κατάχρηση αρκεί η μη εφαρμογή έστω και μίας μόνο από τις συνιστώσες αυτές, ήτοι της τοποθέτησης και εμφάνισης στα «κουτάκια» των Shopping Units. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε ένα κριτήριο το οποίο δεν συνάδει με τις καθιερωθείσες στη νομολογία απαιτήσεις για την ύπαρξη ενός ρεαλιστικού, εύλογου ή πιθανού αντιπαραδείγματος. Η απαιτούμενη στη σκέψη 376 της εν λόγω απόφασης μη εφαρμογή αμφότερων των συνιστωσών, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών αλγορίθμων προσαρμογής, βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου, είναι μη ρεαλιστική και συγχέει ανεπίτρεπτα τα αποτελέσματα, αφενός, της επιτρεπόμενης και, αφετέρου, της μη επιτρεπόμενης συνιστώσας της εν λόγω συνδυασμένης πρακτικής.

178. Φρονώ ότι και το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο.

179. Όπως προκύπτει από τις κρίσεις του Γενικού Δικαστηρίου που παρατίθενται στις σκέψεις 372, 417, 419 και 525 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, οι οποίες δεν αμφισβητούνται ως προς το ζήτημα αυτό από τις αναιρεσείουσες, η προσαπτόμενη πρακτική βασίζεται σε δύο άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους συνιστώσες, ήτοι, αφενός, στην εφαρμογή των ειδικών αλγορίθμων προσαρμογής, μέσω των οποίων υποβαθμίζονται μόνον τα αποτελέσματα αναζήτησης των ανταγωνιστικών υπηρεσιών σύγκρισης τιμών και, αφετέρου, στην εμφάνιση σε περίοπτη θέση, μέσα στα «κουτάκια» των Shopping Units, αποκλειστικά και μόνον των αποτελεσμάτων αναζήτησης της υπηρεσίας σύγκρισης τιμών της Google. Η αυτοπροτίμηση της Google αποτελεί απόρροια της αλληλεπίδρασης των δύο αυτών συνιστωσών. Τούτο δε διότι οι συνιστώσες αυτές μόνο συνδυαστικά επηρεάζουν τη συμπεριφορά των χρηστών με τέτοιον τρόπο ώστε η κίνηση δεδομένων να ανακατευθύνεται σε τέτοια έκταση υπέρ της δικής της υπηρεσίας σύγκρισης τιμών.

180. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, ο άρρηκτος αυτός δεσμός δεν μπορεί να διαρραγεί για τους σκοπούς της ανάλυσης με αντιπαράδειγμα της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης πρακτικής και των (πραγματικών ή δυνητικών) αποτελεσμάτων της. Η προσέγγιση αυτή δεν λαμβάνει υπόψη τα συνδυασμένα τεχνικά και οικονομικά αποτελέσματα των δύο συνιστωσών. Ειδικότερα, δεν λαμβάνει υπόψη την κοινή επιρροή τους στη συμπεριφορά των χρηστών. Συγκεκριμένα, ο αυξημένος αριθμός των κλικ από χρήστες προς όφελος της υπηρεσίας σύγκρισης τιμών της Google δεν οφείλεται μόνο στην προνομιακή τοποθέτηση και εμφάνιση των δικών της αποτελεσμάτων αναζήτησης μέσα στα «κουτάκια» των Shopping Units, αλλά και στην παράλληλη, κατευθυνόμενη από αλγόριθμο, υποβάθμιση και λιγότερο ελκυστική εμφάνιση των αποτελεσμάτων αναζήτησης των ανταγωνιστικών υπηρεσιών σύγκρισης τιμών, με αποτέλεσμα αυτές να διαφεύγουν της προσοχής των χρηστών. Συνεπώς, η διαχωρισμένη ανάλυση αντιπαραδείγματος, υπέρ της οποίας τάσσονται οι αναιρεσείουσες, δεν θα ήταν ούτε εύλογη ούτε ρεαλιστική, αλλά θα ήταν, αντιθέτως, αυθαίρετη (99).

181. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 372 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι «τα αποτελέσματα των συνδυασμένων πρακτικών δεν μπορούν να αναλυθούν αν απομονωθούν τα αποτελέσματα της μίας [συνιστώσας] από εκείνα της άλλης [...]». Ομοίως, δεν ενέχει πλάνη περί το δίκαιο η παρατιθέμενη στη σκέψη 376 της εν λόγω απόφασης κρίση ότι το μόνο αντιπαράδειγμα το οποίο θα μπορούσε βασίμως να προβληθεί θα ήταν το σενάριο στο πλαίσιο του οποίου δεν θα είχε εφαρμοστεί καμία από τις δύο συνιστώσες, «διότι, σε αντίθετη περίπτωση, τα συνδυαστικά αποτελέσματα των συνδυασμένων [συνιστωσών] θα γίνονταν μόνον εν μέρει αντιληπτά».

182. Οι αναιρεσείουσες δεν μπορούν να αντιτείνουν ότι η εφαρμογή των ειδικών αλγορίθμων προσαρμογής αυτή καθεαυτήν δεν επικρίθηκε από την Επιτροπή. Όπως ορθώς κρίθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, τούτο δεν είναι κρίσιμο. Τούτο δε διότι τα διαπιστωθέντα στην επίδικη απόφαση δυνητικά επιζήμια για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα (100) κατέστησαν δυνατά το πρώτον από τον συγκεκριμένο συνδυασμό των ανωτέρω αλγορίθμων με την προνομιακή εμφάνιση των αποτελεσμάτων αναζήτησης προϊόντων της υπηρεσίας σύγκρισης τιμών της Google.

183. Επομένως, οι κρίσεις που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 372 έως 376 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν επιδέχονται αμφισβήτηση.

184. Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει ομοίως να απορριφθεί.

4.      Επί του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

185. Από την εκτίμηση του πρώτου και του δεύτερου σκέλους προκύπτει ότι ούτε το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως μπορεί να ευδοκιμήσει. Με τον λόγο αυτόν προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 572 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων και της αντικειμενικής δικαιολόγησης της προσαπτόμενης πρακτικής.

186. Αντιθέτως, στην εν λόγω σκέψη 572, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο συνάγοντας από τις διαπιστώσεις του σχετικά με την αδυναμία διαχωρισμού των δύο συνιστωσών της προσαπτόμενης πρακτικής ότι τα δυνητικά, επιζήμια για τον ανταγωνισμό και για το συμφέρον των καταναλωτών, αποτελέσματα της εν λόγω πρακτικής δεν μπορούν να αντισταθμιστούν απλώς και μόνον από ενδεχόμενα οφέλη από πλευράς αποτελεσματικότητας τα οποία ανάγονται αποκλειστικά σε μία από τις συνιστώσες αυτές, ήτοι στους ειδικούς αλγορίθμους προσαρμογής. Τούτο ισχύει ανεξαρτήτως του αν συγκεκριμένα οφέλη από πλευράς αποτελεσματικότητας που απορρέουν από την εφαρμογή των ειδικών αλγορίθμων προσαρμογής έχουν αυτά καθεαυτά αποδειχθεί ή όχι (101).

187. Κατά συνέπεια, το τρίτο σκέλος καθώς και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως στο σύνολό του πρέπει ομοίως να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Ε.      Δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή; (τέταρτος λόγος αναιρέσεως)

188. Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν διαπίστωσε την παράλειψη της Επιτροπής να εκτιμήσει τα αποτελέσματα της προσαπτόμενης πρακτικής στους εξίσου αποτελεσματικούς ανταγωνιστές. Όπως απορρέει από τον κατά τη νομολογία επιδιωκόμενο από το άρθρο 102 ΣΛΕΕ σκοπό, για την απόδειξη των περιοριστικών του ανταγωνισμού αποτελεσμάτων απαιτείται κατά κανόνα η πρακτική αυτή να έχει δυσμενείς συνέπειες για υφιστάμενους ή υποθετικούς εξίσου αποτελεσματικούς ανταγωνιστές. Ωστόσο, στην επίδικη απόφαση, η Επιτροπή δεν ανέλυσε την αποτελεσματικότητα των ανταγωνιστικών υπηρεσιών σύγκρισης τιμών ούτε έλαβε υπόψη της έναν τέτοιο υποθετικό ανταγωνιστή. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 538 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, ελλείψει ανταγωνισμού ως προς τις τιμές, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή.

189. Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τους παρεμβαίνοντες υπέρ αυτής, αντιτείνει ότι, ελλείψει ανταγωνισμού ως προς τις τιμές, δεν ήταν αναγκαία η σύγκριση με έναν υφιστάμενο ή υποθετικό εξίσου αποτελεσματικό ανταγωνιστή. Δεδομένου ότι δεν προσάπτεται στην Google καταχρηστική τιμολογιακή πρακτική, η Επιτροπή δεν όφειλε να εφαρμόσει το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή. Αντιθέτως, η Επιτροπή μπορεί να επικαλεστεί οποιασδήποτε μορφής αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με δυνητικά αποτελέσματα στον ανταγωνισμό, όπως και πράγματι έπραξε στην επίδικη απόφαση.

190. Το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει το ζήτημα των περιοριστικών του ανταγωνισμού αποτελεσμάτων της προσαπτόμενης πρακτικής στις σκέψεις 518 επ. και το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή στις σκέψεις 538 έως 543 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Στη σκέψη 527 της απόφασης αυτής, το Γενικό Δικαστήριο επαναλαμβάνει, κατ’ αρχάς (102), ότι ορθώς η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η πρακτική αυτή επέφερε μείωση της κίνησης δεδομένων προς τις ανταγωνιστικές υπηρεσίες σύγκρισης τιμών και αύξηση της κίνησης αυτής προς την υπηρεσία σύγκρισης τιμών της Google, επηρεάζοντας επαρκώς την κατάσταση μιας μεγάλης κατηγορίας ανταγωνιστών ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί η ύπαρξη αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αποτελεσμάτων. Στη συνέχεια, στις σκέψεις 538 έως 541 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν όφειλε να εφαρμόσει, για τον σκοπό αυτό, το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή. Τούτο θα είχε νόημα μόνο στην περίπτωση ύπαρξης ανταγωνισμού ως προς τις τιμές, περίπτωση όμως που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Επομένως, η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει απλώς και μόνο δυνητικά περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα της προσαπτόμενης πρακτικής (103). Συναφώς, δεν ασκεί επιρροή το αν η μηχανή αναζήτησης προϊόντων της Google ήταν αποτελεσματικότερη από εκείνη των ανταγωνιστικών υπηρεσιών σύγκρισης τιμών.

191. Κατά τη γνώμη μου, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αρνούμενο την ύπαρξη υποχρέωσης της Επιτροπής να εφαρμόσει το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή.

192. Η εφαρμογή του κριτηρίου αυτού συνίσταται, κατά κανόνα, στην εξέταση του ζητήματος κατά πόσον οι τιμολογιακές πρακτικές επιχείρησης με δεσπόζουσα θέση δύνανται να εκτοπίσουν από την αγορά έναν ανταγωνιστή εξίσου αποτελεσματικό με αυτήν (104). Για τον σκοπό αυτό, απαιτείται ανάλυση τιμών-κόστους, η οποία διενεργείται κατά κανόνα με βάση τη διάρθρωση του κόστους της ίδιας της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης (105).

193. Βεβαίως, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 102 ΣΛΕΕ δεν αποσκοπεί στο να εξασφαλίσει ότι θα παραμείνουν στην αγορά οι λιγότερο αποτελεσματικοί ανταγωνιστές της επιχείρησης που κατέχει δεσπόζουσα θέση. Ο προστατευόμενος από τη διάταξη αυτή υγιής ανταγωνισμός μπορεί, εξ ορισμού, να έχει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση από την αγορά ή την περιθωριοποίηση ανταγωνιστών λιγότερο αποτελεσματικών και ως εκ τούτου λιγότερο ελκυστικών για τους καταναλωτές από άποψη τιμών, επιλογών, ποιότητας ή καινοτομίας (106).

194. Ωστόσο, η νομολογία αυτή δεν πρέπει να παρερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι δραστηριότητες των λιγότερο αποτελεσματικών, δηλαδή μικρότερων ανταγωνιστών, που δεν έχουν ή δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τις οικονομίες κλίμακας ή τα πλεονεκτήματα κόστους μιας επιχείρησης με δεσπόζουσα θέση δεν είναι άξιες προστασίας ή δεν διαδραματίζουν κανέναν ρόλο στη διατήρηση του λειτουργικού ανταγωνισμού (107).

195. Αντιθέτως, ανάλογα με τη διάρθρωση της αγοράς, ιδίως σε περίπτωση ύπαρξης σημαντικών προσκομμάτων, η παρουσία ενός λιγότερο αποτελεσματικού ανταγωνιστή μπορεί να εντείνει την ανταγωνιστική πίεση στην αγορά και, ως εκ τούτου, να επηρεάσει τη συμπεριφορά της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης (108). Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν, λαμβανομένης υπόψη της εν λόγω διάρθρωσης της αγοράς, είναι απίθανο μια άλλη επιχείρηση να είναι εξίσου αποτελεσματική με την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση. Επιπλέον, αν σε μια αγορά η παρουσία τέτοιας επιχείρησης έχει αποδυναμώσει τον ανταγωνισμό σε τέτοιον βαθμό που καθίσταται αδύνατη η εδραίωση ακόμη και ανταγωνιστών ίσης αποτελεσματικότητας, δεν μπορεί κατά μείζονα λόγο να υποτιμηθεί η ανταγωνιστική πίεση που ασκείται από λιγότερο αποτελεσματικές επιχειρήσεις. Τούτο δε διότι ακόμη και οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να αποτρέψουν το ενδεχόμενο να πληγούν ακόμη περισσότερο η διάρθρωση της αγοράς και οι δυνατότητες επιλογής των πελατών λόγω των επιχειρηματικών πρακτικών της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης, προάγοντας ως εκ τούτου την εκπλήρωση του θεμελιώδους σκοπού της διατήρησης του ανταγωνισμού, τον οποίο επιδιώκει το άρθρο 102 ΣΛΕΕ (109). Σε τέτοιες περιπτώσεις, το Δικαστήριο έχει ευλόγως αποκλείσει τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή (110).

196. Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή δεν είναι γενικής εφαρμογής και, κατά μείζονα λόγο, δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να κριθεί αν η συμπεριφορά επιχείρησης κατέχουσας δεσπόζουσα θέση συνάδει με τα μέσα του υγιούς ανταγωνισμού (111). Η ερμηνεία αυτή έχει επίσης επιβεβαιωθεί κατ’ επανάληψη από το Δικαστήριο, το οποίο έχει τονίσει ότι οι αρχές ανταγωνισμού δεν είναι κατ’ αρχήν νομικά υποχρεωμένες να εφαρμόζουν το κριτήριο αυτό. Τούτο δε διότι πρόκειται απλώς για μία μέθοδο μεταξύ πολλών βάσει της οποίας μπορεί να κριθεί το κατά πόσον μια τιμολογιακή πρακτική δύναται να παραγάγει αποτελέσματα εκτοπισμού από την αγορά (112). Επιπλέον, εφόσον δεν είναι δυνατή η εφαρμογή του κριτηρίου αυτού, δεν μπορεί να είναι υποχρεωτική ούτε η εξέταση των σχετικών επιχειρημάτων της ενδιαφερόμενης επιχείρησης από την Επιτροπή και το Γενικό Δικαστήριο (113).

197. Ειδικότερα, το πεδίο εφαρμογής του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή δεν πρέπει να επεκταθεί σε πρακτικές που δεν έχουν σχέση με τον ανταγωνισμό ως προς τις τιμές, για τις οποίες και είχε αρχικά σχεδιαστεί, όπως προκύπτει από την ανακοίνωση προτεραιοτήτων της Επιτροπής (114). Συναφώς, φρονώ ότι οι τουλάχιστον διφορούμενες κρίσεις που διατυπώνονται στη νομολογία πρέπει να αποσαφηνιστούν, αν όχι να διορθωθούν (115).

198. Η προσαπτόμενη πρακτική δεν έχει καμία σχέση με τον ανταγωνισμό ως προς τις τιμές. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή στις ανταγωνιστικές υπηρεσίες σύγκρισης τιμών ή σε αντίστοιχους υποθετικούς ανταγωνιστές, προκειμένου να διαπιστώσει ότι η πρακτική αυτή παρήγε δυνητικά αποτελέσματα εκτοπισμού εις βάρος τους.

199. Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει ομοίως να απορριφθεί.

ΣΤ.    Ενδιάμεσο συμπέρασμα

200. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι τέσσερις λόγοι αναιρέσεως και, ως εκ τούτου, η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν.

V.      Επί των δικαστικών εξόδων

201. Κατόπιν τούτου, το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί με βάση το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας σχετικά με τα δικαστικά έξοδα.

202. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή και οι παρεμβαίνοντες υπέρ αυτής υπέβαλαν σχετικό αίτημα, οι αναιρεσείουσες πρέπει να καταδικαστούν τόσο στα δικαστικά τους έξοδα όσο και στα έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας και των παρεμβαινόντων υπέρ της Επιτροπής.

203. Βάσει του άρθρου 140, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο επίσης εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία, τα κράτη μέλη και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ που παρενέβησαν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Επιπλέον, κατά το άρθρο 184, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση κατά την οποία η αναίρεση δεν ασκήθηκε από παρεμβαίνοντα πρωτοδίκως, το Δικαστήριο δύναται να αποφασίσει ότι ο εν λόγω παρεμβαίνων φέρει τα δικαστικά έξοδά του μόνον εφόσον αυτός έλαβε μέρος στην ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη ή προφορική διαδικασία.

204. Κατά συνέπεια, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ πρέπει να φέρει τα δικαστικά της έξοδα. Λαμβανομένου υπόψη του σημείου 5 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, παρέλκει η έκδοση απόφασης επί των δικαστικών εξόδων όσον αφορά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η οποία δεν μετέσχε στην αναιρετική διαδικασία.

205. Κατά το άρθρο 140, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο έχει επίσης εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμη και όταν είναι άλλος από τους αναφερόμενους στις παραγράφους 1 και 2, θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Δεδομένου ότι η CCIA παρενέβη υπέρ των ηττηθεισών αναιρεσειουσών, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά της έξοδα.

VI.    Πρόταση

206. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθεισών εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

1.      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2.      Η Google LLC και η Alphabet Inc. φέρουν, πέραν των δικαστικών εξόδων τους, τα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής, του Bureau européen des unions de consommateurs (BEUC), της Infederation Ltd, της Verband Deutscher Zeitschriftenverleger e. V., της BDZV – Bundesverband Digitalpublisher und Zeitungsverleger e. V., της Visual Meta GmbH, της Twenga και της Kelkoo.

3.      Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ και η Computer & Communication Industry Association φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2      Απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2021, Google και Alphabet κατά Επιτροπής (Google Shopping) (T‑612/17, EU:T:2021:763).


3      Απόφαση C(2017) 4444 τελικό σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και του άρθρου 54 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) [υπόθεση AT.39740 – Google Search (Shopping)].


4      Απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1998, Bronner (C‑7/97, EU:C:1998:569, σκέψεις 37 επ.).


5      Στην αγγλική γλώσσα ονομάζεται «as-efficient-competitor-test» ή «AEC-test».


6      Βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 356 επ. της επίδικης απόφασης καθώς και σκέψεις 59 επ., 282 επ. και 369 επ. της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


7      Σκέψεις 59 έως 62 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης· βλ., επίσης, αιτιολογικές σκέψεις 371 επ. της επίδικης απόφασης.


8      Κανονισμός της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2004, L 123, σ. 18).


9      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).


10      Βλ., επίσης, σκέψεις 40 έως 78 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


11      Αιτιολογικές σκέψεις 154 επ. της επίδικης απόφασης.


12      Βλ., επίσης, σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


13      Αιτιολογικές σκέψεις 254, 269, 270 και 285 επ. της επίδικης απόφασης· βλ., επίσης, σκέψεις 46 και 47 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


14      Αιτιολογικές σκέψεις 264 επ. της επίδικης απόφασης· σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


15      Αιτιολογική σκέψη 444 της επίδικης απόφασης· σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


16      Αιτιολογικές σκέψεις 452 επ. της επίδικης απόφασης· σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


17      Αιτιολογικές σκέψεις 539 επ. της επίδικης απόφασης· σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


18      Αιτιολογικές σκέψεις 89 επ. της επίδικης απόφασης· σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


19      Αιτιολογικές σκέψεις 710 επ. και άρθρο 2 της επίδικης απόφασης· σκέψη 72 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


20      Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 2022, Google και Alphabet κατά Επιτροπής (C‑48/22 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2022:207).


21      Πρβλ. αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Vereniging tot Behoud van Natuurmonumenten in Nederland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑817/18 P, EU:C:2020:637, σκέψη 46), και της 22ας Ιουνίου 2023, DI κατά ΕΚΤ (C‑513/21 P, EU:C:2023:500, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


22      Απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1998 (C‑7/97, EU:C:1998:569, σκέψεις 37 επ.).


23      Βλ., πιο πρόσφατα, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα H. Saugmandsgaard Øe στις υποθέσεις Deutsche Telekom κατά Επιτροπής και Slovak Telekom κατά Επιτροπής (C‑152/19 P και C‑165/19 P, EU:C:2020:678, σημεία 56 επ.) καθώς και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Ράντου στην υπόθεση Lietuvos geležinkeliai κατά Επιτροπής (C‑42/21 P, EU:C:2022:537, σημεία 55 επ.).


24      Βλ. σκέψεις 136 επ. της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


25      Σκέψη 212 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


26      Σκέψεις 213 έως 217 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


27      Σκέψεις 218 επ. της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


28      Σκέψεις 219 έως 222 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


29      Σκέψη 223 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


30      Σκέψεις 224 έως 227 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με παραπομπή στις αιτιολογικές σκέψεις 285 έως 305, 544, 568, 580 και 588 της επίδικης απόφασης.


31      Σκέψη 228 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με παραπομπή στην αιτιολογική σκέψη 594 της επίδικης απόφασης.


32      Σκέψεις 229 έως 231 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με παραπομπή στην αιτιολογική σκέψη 649 της επίδικης απόφασης.


33      Πρβλ. τις αναδιατυπωθείσες από εμένα, για λόγους σαφήνειας, σκέψεις 232 και 233 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


34      Σκέψη 234 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με παραπομπή στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα H. Saugmandsgaard Øe στις υποθέσεις Deutsche Telekom κατά Επιτροπής και Slovak Telekom κατά Επιτροπής (C‑152/19 P και C‑165/19 P, EU:C:2020:678, σημεία 85 έως 89).


35      Σκέψη 235 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με παραπομπή στις αποφάσεις της 17ης Φεβρουαρίου 2011, TeliaSonera Sverige (C‑52/09, EU:C:2011:83, σκέψεις 55 έως 58), της 10ης Ιουλίου 2014, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής (C‑295/12 P, EU:C:2014:2062, σκέψη 75), και της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, Microsoft κατά Επιτροπής (T‑201/04, EU:C:2007:289, σκέψη 961).


36      Σκέψη 235 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με παραπομπή στην απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1998, Bronner (C‑7/97, EU:C:1998:569, σκέψεις 48 και 49).


37      Σκέψεις 237 έως 240 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με παραπομπή, μεταξύ άλλων, στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Mazák στην υπόθεση TeliaSonera Sverige (C‑52/09, EU:C:2010:483, σημείο 32) καθώς και στην απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (C‑152/19 P, EU:C:2021:238, σκέψη 45).


38      Σκέψεις 241 έως 247 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


39      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 331 επ., ιδίως αιτιολογική σκέψη 334, καθώς και αιτιολογικές σκέψεις 341 επ. της επίδικης απόφασης.


40      Απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 1996, Tetra Pak κατά Επιτροπής (C‑333/94 P, EU:C:1996:436, σκέψη 25).


41      Πρβλ. απόφαση της 19ης Απριλίου 2018, MEO – Serviços de Comunicações e Multimédia (C‑525/16, EU:C:2018:270, σκέψεις 24 και 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Mazák στην υπόθεση TeliaSonera Sverige (C‑52/09, EU:C:2010:483, σκέψη 32).


42      Αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 2010, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (C‑280/08 P, EU:C:2010:603, σκέψη 172), της 17ης Φεβρουαρίου 2011, TeliaSonera Sverige (C‑52/09, EU:C:2011:83, σκέψη 26), και της 16ης Μαρτίου 2023, Towercast (C‑449/21, EU:C:2023:207, σκέψη 46).


43      Πάγια νομολογία, βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 153), και της 12ης Ιανουαρίου 2023, Lietuvos geležinkeliai κατά Επιτροπής (C‑42/21 P, EU:C:2023:12, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


44      Πρβλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, Lietuvos geležinkeliai κατά Επιτροπής (C‑42/21 P, EU:C:2023:12, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


45      Πρβλ. αποφάσεις της 12ης Ιανουαρίου 2023, Lietuvos geležinkeliai κατά Επιτροπής (C‑42/21 P, EU:C:2023:12, σκέψη 78), και της 19ης Ιανουαρίου 2023, Unilever Italia Mkt. Operations (C‑680/20, EU:C:2023:33, σκέψεις 40 έως 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


46      Πρβλ. αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 1998, Bronner (C‑7/97, EU:C:1998:569, σκέψη 41), της 25ης Μαρτίου 2021, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (C‑152/19 P, EU:C:2021:238, σκέψη 44), και της 12ης Ιανουαρίου 2023, Lietuvos geležinkeliai κατά Επιτροπής (C‑42/21 P, EU:C:2023:12, σκέψη 79). Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Ράντου στην υπόθεση Lietuvos geležinkeliai κατά Επιτροπής (C‑42/21 P, EU:C:2022:537, σημείο 61).


47      Απόφαση της 6ης Απριλίου 1995, RTE και ITP κατά Επιτροπής (C‑241/91 P και C‑242/91 P, EU:C:1995:98, σκέψεις 50 επ.). Βλ., επίσης, απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, IMS Health (C‑418/01, EU:C:2004:257, σκέψεις 35 επ.).


48      Πρβλ. αποφάσεις της 25ης Μαρτίου 2021, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (C‑152/19 P, EU:C:2021:238, σκέψεις 45 επ.), και της 12ης Ιανουαρίου 2023, Lietuvos geležinkeliai κατά Επιτροπής (C‑42/21 P, EU:C:2023:12, σκέψεις 78 επ.).


49      Τούτο διατυπώνεται με γλαφυρό τρόπο στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα H. Saugmandsgaard Øe στις υποθέσεις Deutsche Telekom κατά Επιτροπής και Slovak Telekom κατά Επιτροπής (C‑152/19 P και C‑165/19 P, EU:C:2020:678, σημείο 63) ως εξής: «Οι προϋποθέσεις Bronner εξαρτούν τη διαπίστωση καταχρηστικής πρακτικής από ένα ιδιαιτέρως υψηλό νομικό κριτήριο. Αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο, την “κορυφή” στο κανονιστικό πλαίσιο του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.»


50      Βλ., για μια συνοπτική παράθεση, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Ράντου στην υπόθεση Lietuvos geležinkeliai κατά Επιτροπής (C‑42/21 P, EU:C:2022:537, σημεία 63 έως 65).


51      Πρβλ. αποφάσεις της 25ης Μαρτίου 2021, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (C‑152/19 P, EU:C:2021:238, σκέψη 46)· επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Ράντου στην υπόθεση Lietuvos geležinkeliai κατά Επιτροπής (C‑42/21 P, EU:C:2022:537, σημείο 64).


52      Το εν λόγω πρόβλημα, που καλείται επίσης «πρόβλημα της ομηρίας (hold-up)», περιγράφεται αναλυτικότερα από την Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 16, στοιχεία εʹ και στʹ, των κατευθυντήριων γραμμών της για τους κάθετους περιορισμούς (ΕΕ 2022, C 248, σ. 1).


53      Πρβλ. απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (C‑152/19 P, EU:C:2021:238, σκέψη 47)· επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Ράντου στην υπόθεση Lietuvos geležinkeliai κατά Επιτροπής (C‑42/21 P, EU:C:2022:537, σημείο 65).


54      Πρβλ. απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, Servizio Elettrico Nazionale κ.λπ. (C‑377/20, EU:C:2022:379, σκέψη 73). Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Ράντου στην υπόθεση Lietuvos geležinkeliai κατά Επιτροπής (C‑42/21 P, EU:C:2022:537, σημείο 65).


55      Βλ. απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2011, TeliaSonera Sverige (C‑52/09, EU:C:2011:83, σκέψη 58 in fine).


56      Πρβλ. αποφάσεις της 25ης Μαρτίου 2021, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (C‑152/19 P, EU:C:2021:238, σκέψεις 50 επ.) και Slovak Telekom κατά Επιτροπής (C‑165/19 P, EU:C:2021:239, σκέψεις 50 επ.). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 17ης Φεβρουαρίου 2011, TeliaSonera Sverige (C‑52/09, EU:C:2011:83, σκέψεις 54 έως 58 και 70 έως 72), και της 10ης Ιουλίου 2014, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής, (C‑295/12 P, EU:C:2014:2062, σκέψεις 75 και 96).


57      Αιτιολογικές σκέψεις 331 επ. και 652 της επίδικης απόφασης· σκέψεις 223 και 237 έως 240 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


58      Αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 2010, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (C‑280/08 P, EU:C:2010:603), της 17ης Φεβρουαρίου 2011, TeliaSonera Sverige (C‑52/09, EU:C:2011:83), της 10ης Ιουλίου 2014, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής (C‑295/12 P, EU:C:2014:2062), και της 25ης Μαρτίου 2021, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (C‑152/19 P, EU:C:2021:238) και Slovak Telekom κατά Επιτροπής (C‑165/19 P, EU:C:2021:239).


59      Βλ. τις περιπτώσεις που περιγράφονται στις αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 2010, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (C‑280/08 P, EU:C:2010:603, σκέψη 4), και της 25ης Μαρτίου 2021, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (C‑152/19 P, EU:C:2021:238, σκέψη 16), και Slovak Telekom κατά Επιτροπής (C‑165/19 P, EU:C:2021:239, σκέψη 16).


60      Βλ., επίσης, σκέψεις 287 και 288 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά τις οποίες η άνιση μεταχείριση δεν εδράζεται σε αντικειμενική διαφορά μεταξύ δύο ειδών αποτελεσμάτων αναζήτησης, αλλά σε επιλογή της Google να μεταχειρίζεται λιγότερο ευνοϊκά τα αποτελέσματα αναζήτησης των ανταγωνιστικών υπηρεσιών σύγκρισης τιμών σε σχέση με τα αποτελέσματα της δικής της υπηρεσίας σύγκρισης τιμών, παρουσιάζοντάς τα και τοποθετώντας τα με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι λιγότερο ορατά.


61      Βλ., επίσης, σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


62      Σκέψη 224 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


63      Σκέψη 227 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


64      Σκέψη 228 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


65      Σκέψη 226 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με παραπομπή στις αιτιολογικές σκέψεις 285 έως 305, 544, 568, 580 και 588 της επίδικης απόφασης.


66      Πρβλ., για παράδειγμα, σκέψη 239 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


67      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 335 επ. της επίδικης απόφασης με μνεία της νομολογίας σχετικά με τις υποθέσεις συμπίεσης περιθωρίου κέρδους.


68      Ο τίτλος του τμήματος αυτού, στην πρωτότυπή του απόδοση στην αγγλική γλώσσα, έχει ως εξής: «The Conduct has potential anti-competitive effects on several markets».


69      Η πρωτότυπη απόδοση στην αγγλική γλώσσα έχει ως εξής: «[...] the Conduct is capable of leading competing comparison shopping services to cease providing their services» (η υπογράμμιση δική μου).


70      Βλ. σκέψεις 333 έως 335 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (με παραπομπή στις αιτιολογικές σκέψεις 414 επ. της επίδικης απόφασης), με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.


71      Βλ., επίσης, σκέψεις 136, 139, 142 έως 145 και 158 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


72      Πρβλ. απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2015, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑280/14, EU:C:2015:792, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


73      Σκέψη 168 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


74      Σκέψη 169 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με παραπομπές στα τμήματα 7.2.2 έως 7.2.4 της επίδικης απόφασης.


75      Σκέψεις 170 και 171 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


76      Σκέψη 172 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


77      Αιτιολογικές σκέψεις 539 επ. της επίδικης απόφασης.


78      Σκέψη 173 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


79      Σκέψεις 174 και 175 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (η υπογράμμιση δική μου).


80      Πρβλ. αποφάσεις της 12ης Ιανουαρίου 2023, Lietuvos geležinkeliai κατά Επιτροπής (C‑42/21 P, EU:C:2023:12, σκέψη 78), και της 19ης Ιανουαρίου 2023, Unilever Italia Mkt. Operations (C‑680/20, EU:C:2023:33, σκέψεις 40 έως 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Ράντου στην υπόθεση Lietuvos geležinkeliai κατά Επιτροπής (C‑42/21 P, EU:C:2022:537, σημείο 92).


81      Σκέψη 195 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


82      Σκέψη 196 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


83      Σκέψη 197 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


84      Σκέψεις 180, 182 και 183 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


85      Σκέψεις 176 έως 184 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


86      Σκέψη 180 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης· βλ., επίσης, σκέψεις 240 και 279 επ. της απόφασης αυτής.


87      Σκέψεις 176 έως 179 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


88      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, για τη θέσπιση μέτρων σχετικά με την πρόσβαση στο ανοικτό διαδίκτυο και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/22/ΕΚ για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 531/2012 για την περιαγωγή σε δημόσια δίκτυα κινητών επικοινωνιών εντός της Ένωσης (ΕΕ 2015, L 310, σ. 1).


89      Σκέψη 180 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


90      Σκέψεις 181 έως 184 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


91      Σχετικά με την εν λόγω απαγόρευση υποκατάστασης, βλ. αποφάσεις της 10ης Απριλίου 2014, Areva κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑247/11 P και C‑253/11 P, EU:C:2014:257, σκέψη 56), της 21ης Ιανουαρίου 2016, Galp Energía España κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑603/13 P, EU:C:2016:38, σκέψη 73), και της 28ης Σεπτεμβρίου 2023, Ryanair κατά Επιτροπής (C‑321/21 P, EU:C:2023:713, σκέψη 105).


92      Βλ., επίσης, σημεία 83 επ. των παρουσών προτάσεων.


93      «Im Übrigen ist der Vollständigkeit halber darauf hinzuweisen [...]», στην απόδοση στη γερμανική γλώσσα [«Εξάλλου, μπορεί να επισημανθεί, ως εκ περισσού [...]», στην απόδοση στην ελληνική γλώσσα]. «It may be observed, for the sake of completeness [...]«, στην απόδοση στην αγγλική γλώσσα· ακόμη σαφέστερο στην απόδοση στη γαλλική γλώσσα: «Il peut d’ailleurs être observé, à titre surabondant [...]».


94      Βλ., επίσης, αιτιολογικές σκέψεις 378 επ. της επίδικης απόφασης καθώς και σκέψη 168 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


95      Αιτιολογικές σκέψεις 589 επ. της επίδικης απόφασης.


96      Σχετικά με παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, βλ. αποφάσεις της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ. (C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψεις 118 έως 121), της 2ας Απριλίου 2020, Budapest Bank κ.λπ. (C‑228/18, EU:C:2020:265, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 18ης Νοεμβρίου 2021, Visma Enterprise (C‑306/20, EU:C:2021:935, σκέψη 74). Βλ., επίσης, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Επιτροπή κατά Servier και Servier Laboratories (C‑176/19 P, EU:C:2022:576, σημεία 288 επ.).


97      Τμήμα 7.2.3.2 και αιτιολογικές σκέψεις 464 επ. και 523 επ. της επίδικης απόφασης.


98      Βλ., ιδίως, σκέψη 392 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


99      Υπό την έννοια αυτή, ούτε η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου που διατυπώνεται στη σκέψη 377 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης επιδέχεται αμφισβήτηση.


100      Αιτιολογικές σκέψεις 344 επ. και 589 επ. της εν λόγω απόφασης.


101      Βλ., συναφώς, σκέψεις 568, 577, 588 και 590 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


102      Με παραπομπή στις κρίσεις που παρατίθενται στις σκέψεις 420, 506 και 520 έως 526 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


103      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει στην κρίση που παρατίθεται στη σκέψη 441 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


104      Πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Post Danmark (C‑23/14, EU:C:2015:651, σκέψη 53).


105      Βλ. αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2015, Post Danmark (C‑23/14, EU:C:2015:651, σκέψη 54), και της 19ης Ιανουαρίου 2023, Unilever Italia Mkt. Operations (C‑680/20, EU:C:2023:33, σκέψη 56 in fine).


106      Πρβλ. αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 2012, Post Danmark (C‑209/10, EU:C:2012:172, σκέψεις 21 και 22), της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής C‑413/14 P, EU:C:2017:632, σκέψη 134), και της 12ης Μαΐου 2022, Servizio Elettrico Nazionale κ.λπ. (C‑377/20, EU:C:2022:379, σκέψη 45).


107      Βλ., ωστόσο, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Ράντου στην υπόθεση Servizio Elettrico Nazionale κ.λπ. (C‑377/20, EU:C:2021:998, σημείο 45), ο οποίος ερμηνεύει τη νομολογία αυτή υπό την έννοια ότι προστατεύει μόνον τις πλέον άξιες επιχειρήσεις, οι οποίες είναι σε θέση να τονώσουν την ανταγωνιστικότητα της αγοράς, και όχι τις λιγότερο ικανές και αποτελεσματικές επιχειρήσεις.


108      Πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Post Danmark (C‑23/14, EU:C:2015:651, σκέψη 60).


109      Πρβλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Post Danmark (C‑23/14, EU:C:2015:343, σημεία 71 και 73).


110      Αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2015, Post Danmark (C‑23/14, EU:C:2015:651, σκέψη 59), και της 12ης Μαΐου 2022, Servizio Elettrico Nazionale κ.λπ. (C‑377/20, EU:C:2022:379, σκέψη 101). Βλ., επίσης, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Post Danmark (C‑23/14, EU:C:2015:343, σημεία 71 έως 73).


111      Από την απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, Servizio Elettrico Nazionale κ.λπ. (C‑377/20, EU:C:2022:379, σκέψη 82) δεν συνάγεται διαφορετικό συμπέρασμα. Όσον αφορά τις πρακτικές εκτοπισμού, το Δικαστήριο χαρακτήρισε, στην απόφαση αυτή, το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή ως ένα από τα κριτήρια που καθιστούν δυνατό να προσδιοριστεί κατά πόσον η συμπεριφορά μιας κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης στηρίζεται ή μη στη χρησιμοποίηση μέσων που εντάσσονται στο πλαίσιο του κανονικού ανταγωνισμού, μόνον οσάκις η εφαρμογή του είναι εφικτή (η υπογράμμιση δική μου).


112      Αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2015, Post Danmark (C‑23/14, EU:C:2015:651, σκέψεις 57 έως 61), της 12ης Μαΐου 2022, Servizio Elettrico Nazionale κ.λπ. (C‑377/20, EU:C:2022:379, σκέψεις 81 και 82), και της 19ης Ιανουαρίου 2023, Unilever Italia Mkt. Operations (C‑680/20, EU:C:2023:33, σκέψεις 56 έως 58)· βλ., επίσης, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Post Danmark (C‑23/14, EU:C:2015:343, σημεία 61, 63 και 71 έως 74).


113      Βλ., a contrario, απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής (C‑413/14 P, EU:C:2017:632, σκέψη 141).


114      Βλ. σημεία 23 επ. της ανακοίνωσης της Επιτροπής – Κατευθύνσεις σχετικά με τις προτεραιότητες της Επιτροπής κατά τον έλεγχο της εφαρμογής του άρθρου [102 ΣΛΕΕ] σε καταχρηστικές συμπεριφορές αποκλεισμού που υιοθετούν δεσπόζουσες επιχειρήσεις (ΕΕ 2009, C 45, σ. 7). Βλ., επίσης, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Post Danmark (C‑23/14, EU:C:2015:343, σημεία 59 και 60).


115      Απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2023, Unilever Italia Mkt. Operations (C‑680/20, EU:C:2023:33, σκέψη 59).