Language of document : ECLI:EU:T:2023:847

Υπόθεση T-113/17

(Δημοσίευση αποσπασμάτων)

Crédit agricole SA και Crédit agricole Corporate and Investment Bank

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

 Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δέκατο πενταμελές τμήμα) της 20ής Δεκεμβρίου 2023

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Τομέας παραγώγων επιτοκίου σε ευρώ – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ – Χειραγώγηση των διατραπεζικών επιτοκίων αναφοράς του Euribor – Ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών – Ως εκ του αντικειμένου περιορισμός του ανταγωνισμού – Διαρκής και ενιαία παράβαση – “Υβριδική” διαδικασία η οποία διεξάγεται σε στάδια – Τεκμήριο αθωότητας – Αμεροληψία – Πρόστιμα – Βασικό ποσό – Αξία των πωλήσεων – Άρθρο 23, παράγραφοι 2 και 3, του Κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Τροποποιητική απόφαση η οποία συμπληρώνει την αιτιολογία – Ίση μεταχείριση – Πλήρης δικαιοδοσία»

1.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Μη εφαρμογή του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ – Εφαρμογή των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης – Αρχή της χρηστής διοίκησης – Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως – Αρχή του τεκμηρίου αθωότητας – Παραβίαση – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 41 και 48)

(βλ. σκέψεις 42-51, 65-71)

2.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Ακρόαση των επιχειρήσεων – Άρνηση της Επιτροπής να απαντήσει σε ερωτήσεις που έθεσαν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις κατά την ακρόαση – Επιτρέπεται

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27· κανονισμός 773/2004 της Επιτροπής, άρθρο 14)

(βλ. σκέψεις 54-60)

3.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Διαδικασία διευθέτησης διαφορών – Διαδικασία στην οποία δεν μετέχουν όλοι οι εμπλεκόμενοι σε σύμπραξη – Έκδοση, σε διαφορετικό χρόνο, μιας απόφασης κατόπιν διαδικασίας διευθέτησης διαφορών και μιας απόφασης κατόπιν τακτικής διαδικασίας – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις – Τήρηση του καθήκοντος αμεροληψίας και του τεκμηρίου αθωότητας – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Περιεχόμενο

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 41 και 48· κανονισμός 773/2004 της Επιτροπής, άρθρο 10α)

(βλ. σκέψεις 75-107, 137-139)

4.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση – Υποχρέωση της Επιτροπής να εξετάσει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης υπόθεσης – Δημόσιες δηλώσεις από τον Επίτροπο Ανταγωνισμούς κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας – Δηλώσεις οι οποίες θα μπορούσαν να μαρτυρούν έλλειψη υποκειμενικής αμεροληψίας – Άνευ επιρροής για την αμερόληπτη εκτίμηση της υπόθεσης από την Επιτροπή

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 111-121)

5.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Αντικείμενο – Γνωστοποίηση των απαντήσεων σε ανακοίνωση των αιτιάσεων – Προϋποθέσεις – Ανάγκη διάκρισης μεταξύ των επιβαρυντικών και των απαλλακτικών εγγράφων

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 2)

(βλ. σκέψεις 146-170)

6.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Υποχρέωση παροχής πρόσβασης στο σύνολο του φακέλου – Όρια – Φάκελος στον οποίο περιέχονται εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες προέρχονται από άλλα συμμετέχοντα μέρη στη διαδικασία – Συγκερασμός των δικαιωμάτων άμυνας με την προστασία της εμπιστευτικότητας – Πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες μέσω διαδικασίας εικονικής αίθουσας δεδομένων – Επιτρέπεται

(Άρθρα 101 και 339 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 2· κανονισμός 773/2004 της Επιτροπής, άρθρο 15)

(βλ. σκέψεις 171-183)

7.      Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων και εναρμονισμένες πρακτικές – Έννοια – Συμμετοχή σε συναντήσεις με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού – Εμπίπτει – Προϋπόθεση – Μη αποστασιοποίηση σε σχέση με τις ληφθείσες αποφάσεις – Πληρούται η προϋπόθεση

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 213-228)

8.      Συμπράξεις – Εναρμονισμένη πρακτική – Έννοια – Συντονισμός και συνεργασία που δεν συνάδουν με την υποχρέωση κάθε επιχείρησης να καθορίζει αυτόνομα τη συμπεριφορά της στην αγορά – Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών – Ανταλλαγές εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ διαπραγματευτών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων – Επικοινωνίες σχετικές με απόπειρες χειραγώγησης των διατραπεζικών επιτοκίων αναφοράς του Euribor – Επικοινωνίες οι οποίες αφορά τις θέσεις διαπραγμάτευσης και τις τιμολογιακές στρατηγικές στον τομέα των προϊόντων που αναπροσαρμόζονται βάσει του Euribor ή του EONIA – Έλλειψη θετικών για τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων που να είναι αποδεδειγμένα, συναφή, χαρακτηριστικά της οικείας συμφωνίας και αρκούντως σημαντικά – Επικοινωνίες αρκούντως επιβλαβείς ώστε να μπορούν να χαρακτηριστούν ως περιορισμός «ως εκ του αντικειμένου»

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 238-254, 260-335)

9.      Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Δυνατότητα να καταλογιστούν σε επιχείρηση οι ενέργειες των υπαλλήλων της – Προϋποθέσεις – Υπάλληλοι που ασκούν τα καθήκοντά τους για λογαριασμό και υπό τη διεύθυνση της επιχείρησης

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 338-350)

10.    Συμπράξεις – Απαγόρευση – Παραβάσεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση – Καταλογισμός ευθύνης σε επιχείρηση για το σύνολο της παράβασης – Προϋποθέσεις – Παραβατικές πρακτικές και ενέργειες εντασσόμενες σε συνολικό σχέδιο – Εκτίμηση – Κριτήρια – Συμβολή στην επίτευξη του ενιαίου σκοπού της παράβασης – Γνώση ή δυνατότητα πρόβλεψης του συνολικού σχεδίου και των κύριων στοιχείων του

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 353-364, 375-432)

11.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος απόδειξης της παράβασης και της διάρκειάς της – Περιεχόμενο της έννοιας του βάρους απόδειξης – Διαρκής παράβαση

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 438-449)

12.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Δικαστικός έλεγχος – Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης – Έκταση – Καθορισμός του ποσού του επιβληθέντος προστίμου – Κριτήρια εκτίμησης

(Άρθρα 101 § 1 και 261 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 23 § 3 και 31)

(βλ. σκέψεις 459, 460, 656-683)

13.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Προσδιορισμός του βασικού ποσού – Καθορισμός της αξίας των πωλήσεων – Εφαρμογή της μεθοδολογίας που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές – Αξία αντικατάστασης υπολογιζόμενη βάσει των επικαιροποιημένων εσόδων σε μετρητά με την εφαρμογή συντελεστή μείωσης – Ανεπάρκεια αιτιολογίας σχετικά με τον καθορισμό του συντελεστή μείωσης

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 13 και 37)

(βλ. σκέψεις 474-488, 496-512)

14.    Πράξεις των θεσμικών οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Απόφαση εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού – Θεραπεία της έλλειψης αιτιολογίας κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας με έκδοση τροποποιητικής απόφασης – Δεν επιτρέπεται

(Άρθρα 101 § 1 και 296, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 519-526)

15.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Προσδιορισμός του βασικού ποσού – Καθορισμός της αξίας των πωλήσεων – Εφαρμογή της μεθοδολογίας που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές – Αξία αντικατάστασης υπολογιζόμενη βάσει των επικαιροποιημένων εσόδων σε μετρητά με την εφαρμογή συντελεστή μείωσης – Χρήση διαφορετικών μεθόδων για τον υπολογισμό των εσόδων σε μετρητά επιχειρήσεων εμπλεκομένων στην ίδια παράβαση – Αμελητέα επίπτωση επί των αξιών που ελήφθησαν υπόψη – Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 532-556, 571-587)

16.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Αίτηση παροχής πληροφοριών – Υποχρέωση της Επιτροπής να ελέγξει όλες τις πληροφορίες που διαβιβάζονται – Δεν υφίσταται – Επαρκείς ενδείξεις προς αμφισβήτηση της ακρίβειας των παρεχόμενων πληροφοριών – Υποχρέωση της Επιτροπής να λάβει συμπληρωματικά μέτρα έρευνας

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 18)

(βλ. σκέψεις 559-569)

17.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Προσδιορισμός του βασικού ποσού – Σοβαρότητα της παράβασης – Τέλος εισόδου – Παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § § 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 25)

(βλ. σκέψεις 617-624)

18.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Προσαρμογή του βασικού ποσού – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Περιορισμένη συμμετοχή στην παράβαση, σε σχέση με τους βασικούς εμπλεκομένους – Μείωση του βασικού ποσού κατά 10 τοις εκατό – Παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας, της ίσης μεταχείρισης και της εξατομίκευσης των κυρώσεων – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 29)

(βλ. σκέψεις 628-652)

Σύνοψη

Το 2011 ο τραπεζικός όμιλος Barclays υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή αίτηση επιεικούς μεταχείρισης, ενημερώνοντάς την για την ύπαρξη σύμπραξης (καρτέλ) στον τομέα των παραγώγων επιτοκίου σε ευρώ (Euro Interest Rate Derivatives, στο εξής: EIRD).

Τα EIRD αναπροσαρμόζονται βάσει του Euribor (Euro Interbank Offered Rate), ενός συνόλου επιτοκίων αναφοράς που έχουν ως σκοπό να αντικατοπτρίζουν το κόστος των διατραπεζικών δανείων σε ευρώ, ή βάσει του EONIA (Euro OverNight Index Average), το οποίο επιτελεί λειτουργία αντίστοιχη με το Euribor αλλά όσον αφορά τα καθημερινά επιτόκια. Το επιτόκιο Euribor στηρίζεται στην ατομική τιμολόγηση την οποία κοινοποιούν οι τράπεζες που ανήκουν σε ομάδα αποτελούμενη από 47 χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (στο εξής: ομάδα Euribor).

Κατόπιν της κίνησης διαδικασίας επί παραβάσει από την Επιτροπή, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα Barclays, Deutsche Bank, Royal Bank of Scotland και Société Générale αποφάσισαν να συμμετάσχουν σε διαδικασία διευθέτησης διαφορών σύμφωνα με το άρθρο 10α του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 (1). Κατά το πέρας της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, απόφαση (2) με την οποία διαπίστωσε ότι τα χρηματοπιστωτικά αυτά ιδρύματα είχαν μετάσχει σε ενιαία και διαρκή παράβαση που είχε ως αντικείμενο την αλλοίωση της κανονικής πορείας καθορισμού των τιμών στην αγορά των EIRD.

Δεδομένου ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα Crédit agricole SA, Crédit agricole Corporate and Investment Bank (καλούμενα στο εξής από κοινού: Crédit agricole), JP Morgan και HSBC δεν υπέβαλαν πρόταση διευθέτησης της διαφοράς, η Επιτροπή συνέχισε την έρευνά της εις βάρος τους.

Με απόφαση της 7ης  Δεκεμβρίου 2016 (3), η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Crédit agricole παρέβη το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, μετέχοντας από τις 16 Οκτωβρίου 2006 έως τις 19 Μαρτίου 2007 σε ενιαία και διαρκή παράβαση με αντικείμενο την αλλοίωση της κανονικής πορείας καθορισμού των τιμών στην αγορά των EIRD, και της επέβαλε πρόστιμο ύψους 114 654 000 ευρώ.

Κατά την Επιτροπή, οι παράνομες ενέργειες της Crédit agricole συνίσταντο σε επικοινωνίες των διαπραγματευτών της με έναν διαπραγματευτή άλλου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος της ομάδας Euribor, οι οποίες αφορούσαν, κατ’ ουσίαν, τη χειραγώγηση των προσφορών που υπέβαλλαν οι τράπεζές τους στην εν λόγω ομάδα για τον υπολογισμό του Euribor, τις θέσεις διαπραγμάτευσης όσον αφορά τα EIRD καθώς και τις προθέσεις και τις στρατηγικές τους αναφορικά με τον καθορισμό των τιμών των EIRD.

Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Crédit agricole ζητεί, αφενός, τη μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και, αφετέρου, επικουρικώς, την ακύρωση ή τη μείωση του επιβληθέντος προστίμου.

Μετά από την άσκηση της προσφυγής, η Επιτροπή εξέδωσε τροποποιητική απόφαση (4) προς συμπλήρωση της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, ώστε να ληφθεί υπόψη η απόφαση HSBC Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής, την οποία εξέδωσε εν τω μεταξύ το Γενικό Δικαστήριο σε συναφή υπόθεση (5).

Με την απόφασή του, το δέκατο πενταμελές τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου διευκρινίζει τα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να διαπιστωθεί η συμμετοχή επιχείρησης σε πρακτικές αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, ιδίως μέσω ανταλλαγής πληροφοριών, στον τομέα των χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο ακυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της με το οποίο επιβλήθηκε πρόστιμο στην Crédit agricole. Στη συνέχεια, ασκώντας την πλήρη δικαιοδοσία του, επιβάλλει στην Crédit Agricole πρόστιμο ύψους 110 000 000 ευρώ.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Δεδομένου ότι η Crédit agricole προέβαλε, μεταξύ άλλων, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως διότι, κατά την ακρόαση ενώπιον του συμβούλου ακροάσεων, δεν δόθηκε απάντηση σε ορισμένες από τις ερωτήσεις της σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του ύψους της σχεδιαζόμενης χρηματικής κύρωσης, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, ενώ ο σύμβουλος ακροάσεων μπορεί, προαιρετικώς, να επιτρέψει στα μέρη να υποβάλουν ερωτήσεις κατά την ακρόαση, ο κύριος σκοπός της ακρόασης αυτής είναι να παράσχει τη δυνατότητα, μεταξύ άλλων, στους αποδέκτες της ανακοίνωσης των αιτιάσεων να αναπτύξουν την άποψή τους επί των προκαταρκτικών διαπιστώσεων της Επιτροπής. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να παρέχει, κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, διευκρινίσεις ως προς τον τρόπο με τον οποίο προτίθεται να εφαρμόσει τα σχετικά με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης κριτήρια για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων.

Ομοίως, η Επιτροπή δεν προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της Crédit agricole οργανώνοντας, μέσω διαδικασίας εικονικής αίθουσας δεδομένων, την πρόσβασή της σε ορισμένα έγγραφα του φακέλου προερχόμενα από άλλα συμμετέχοντα μέρη. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι τα επίμαχα δεδομένα δεν είχαν απολέσει τον εμπιστευτικό τους χαρακτήρα παρά την παλαιότητά τους, η διαδικασία της εικονικής αίθουσας δεδομένων αποτελούσε κατάλληλο εργαλείο για τον συγκερασμό των δικαιωμάτων άμυνας της Crédit agricole και των συμφερόντων εμπιστευτικότητας που μπορούσαν να επικαλεστούν οι άλλες τράπεζες οι οποίες είχαν προσκομίσει τα δεδομένα αυτά. Κατά τα λοιπά, η Crédit agricole δεν απέδειξε ότι θα μπορούσε να διασφαλίσει αποτελεσματικότερα την άμυνά της αποκτώντας πλήρη πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα απευθείας, και όχι μέσω των εξωτερικών συμβούλων της.

Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαιώνει την ύπαρξη παραβατικής συμπεριφοράς καταλογιστέας στην Crédit agricole.

Όσον αφορά τη συμμετοχή της Crédit agricole στις πρακτικές χειραγώγησης του επιτοκίου Euribor, το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι από τις επικοινωνίες μεταξύ των διαπραγματευτών, οι οποίες ελήφθησαν υπόψη εις βάρος της Crédit agricole στο πλαίσιο της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει σαφώς ότι γνωστοποιήθηκαν οι προτιμήσεις επιτοκίου, οι σχετικές θέσεις διαπραγμάτευσης και η ανάληψη πρωτοβουλίας ή η πρόθεση των διαπραγματευτών της Crédit agricole να επηρεάσουν τις προσφορές της τράπεζάς τους στην ομάδα Euribor.

Εξάλλου, τα επιχειρήματα που προέβαλε η Crédit agricole προκειμένου να αποδείξει ότι διαδραμάτισε ήσσονος σημασίας ρόλο στις επίδικες πράξεις χειραγώγησης είναι αλυσιτελή, δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά, σχετικά με το πλήθος και την εντατικότητα των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό ενεργειών, δεν είναι κρίσιμα για την απόδειξη της ύπαρξης παράβασης εκ μέρους μιας επιχείρησης, αλλά μόνο για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης ή των ελαφρυντικών περιστάσεων και, ενδεχομένως, για τον καθορισμό του προστίμου.

Ως προς τον χαρακτηρισμό της παράβασης ως ενιαίας από την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι τρία στοιχεία είναι καθοριστικής σημασίας για τη διαπίστωση της συμμετοχής μιας επιχείρησης σε μια τέτοια παράβαση:

i) οι διάφορες ενέργειες πρέπει να εντάσσονται σε ένα «συνολικό σχέδιο» με ενιαίο σκοπό·

ii) η επιχείρηση πρέπει να γνώριζε τις παράνομες ενέργειες τις οποίες σχεδίαζαν ή πραγματοποιούσαν άλλες επιχειρήσεις επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή να μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και να αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο· και

iii) η επιχείρηση πρέπει να είχε την πρόθεση να συμβάλει, με τη συμπεριφορά της, στους κοινούς σκοπούς τους οποίους επιδίωκε το σύνολο των μετεχόντων.

Όσον αφορά το πρώτο στοιχείο, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι όλες οι επίμαχες επικοινωνίες εντάσσονται στο πλαίσιο του ενιαίου σκοπού ο οποίος, κατά την κρίση της Επιτροπής, ήταν να επηρεαστούν οι οφειλόμενες βάσει των EIRD ταμειακές ροές, σε βάρος των φορέων της αγοράς που δεν συμμετείχαν στις επικοινωνίες αυτές.

Όσον αφορά το δεύτερο στοιχείο, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η Επιτροπή διέθετε άμεσες αποδείξεις από τις οποίες προέκυπτε ότι η Crédit agricole γνώριζε ότι συμμετείχε μαζί με άλλες τράπεζες σε συντονισμένες ενέργειες με σκοπό τη χειραγώγηση του επιτοκίου Euribor ώστε να αλλοιωθούν οι ταμειακές ροές που οφείλονταν βάσει των EIRD. Συγκεκριμένα, από τα στοιχεία που περιέχει η προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι διαπραγματευτές της γνώριζαν ή μπορούσαν ευλόγως να προβλέψουν ότι οι επικοινωνίες τους με στόχο τη χειραγώγηση του επιτοκίου Euribor εντάσσονταν σε «συνολικό σχέδιο» το οποίο έβαινε πέραν του πλαισίου των διμερών επικοινωνιών.

Αντιθέτως, τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση των επικοινωνιών με αντικείμενο τις προθέσεις και τις στρατηγικές καθορισμού των τιμών, για τις οποίες από τα στοιχεία που περιέχει η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι η Crédit agricole γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το γεγονός ότι έβαιναν πέρα του διμερούς πλαισίου και εντάσσονταν σε συνολικό σχέδιο στο οποίο εμπλέκονταν και άλλες τράπεζες. Όσον αφορά τις επικοινωνίες αυτές, δεν μπορούσε να καταλογιστεί στην Crédit agricole συμμετοχή στην ενιαία παράβαση.

Όσον αφορά το τρίτο στοιχείο, από τις επικοινωνίες τις οποίες έλαβε υπόψη η Επιτροπή εις βάρος της Crédit agricole προκύπτει ότι οι εμπλεκόμενοι διαπραγματευτές είχαν την πρόθεση να εφαρμόσουν πρακτικές αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

Κατόπιν των ανωτέρω, έχοντας επιβεβαιώσει εν μέρει τη διαπίστωση της συμμετοχής της Crédit agricole στην επίμαχη ενιαία και διαρκή παράβαση, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει το αίτημα ακύρωσης καθόσον αφορούσε τη διαπίστωση παράβασης, δεδομένου ότι αυτή δικαιολογείται επαρκώς κατά νόμον από τις διαπιστώσεις που δεν ενέχουν σφάλμα. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο δέχεται το αίτημα ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το μέρος της με το οποίο επιβλήθηκε πρόστιμο 114 654 000 ευρώ στην Crédit agricole.

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει, αφενός, ότι η κύρωση αυτή δεν αντικατοπτρίζει τη συμμετοχή της Crédit agricole στην ενιαία και διαρκή παράβαση, δεδομένου ότι κακώς η Επιτροπή τής καταλόγισε τις ενέργειες των άλλων τραπεζών ως προς τις επικοινωνίες οι οποίες είχαν ως αντικείμενο τις προθέσεις και τις στρατηγικές καθορισμό των τιμών και δεν πραγματοποιούνταν με προοπτική χειραγώγησης των επιτοκίων.

Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ήταν ανεπαρκής η αιτιολογία αναφορικά με τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε στην Crédit agricole.

Συγκεκριμένα, μολονότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως στηριζόμενη, για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε στην JP Morgan, στα επικαιροποιημένα έσοδα σε μετρητά ως αξία αντικατάστασης για την αξία των πωλήσεων, δεν εξήγησε επαρκώς τους λόγους για τους οποίους ο συντελεστής μείωσης που εφαρμόστηκε στα έσοδα αυτά καθορίστηκε στο 98,849 %. Εξάλλου, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι αδυνατούσε στην πράξη να αιτιολογήσει επαρκώς κατά νόμον την προσβαλλόμενη απόφαση επί του σημείου αυτού, δεν μπορεί να γίνει δεκτή ούτε η συμπληρωματική αιτιολογία, η οποία παρατίθεται συναφώς στην τροποποιητική απόφαση, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή δεν τροποποιεί το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης.

Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η Επιτροπή παρέβη, επιπλέον, την υποχρέωση επιμελούς εξέτασης την οποία υπέχει, δεδομένου ότι δεν έλαβε πρόσθετα μέτρα έρευνας, παρότι υπήρχαν ενδείξεις επαρκείς να εγείρουν αμφιβολίες ως προς την ομοιομορφία των μεθοδολογιών που εφάρμοσαν οι οικείες τράπεζες για τον υπολογισμό των εσόδων τους σε μετρητά. Εντούτοις, μια τέτοια παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης θα μπορούσε να επισύρει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης μόνον εάν η Crédit Agricole αποδείκνυε ότι οι επίμαχες μεθοδολογικές αποκλίσεις είχαν ως συνέπεια να υπολογιστούν τα βασικά ποσά των επιβληθέντων προστίμων κατά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Λαμβανομένης, όμως, υπόψη της αμελητέας επίπτωσης των εν λόγω αποκλίσεων στο ύψος των εσόδων σε μετρητά, οι αποκλίσεις αυτές δεν συνεπάγονται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης εν προκειμένω.

Τέλος, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει τα αιτήματα της Crédit agricole περί μείωσης του ποσού του προστίμου που της είχε επιβληθεί.

Υπογραμμίζοντας ότι ο καθορισμός του ύψους του προστίμου στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του δεν αποτελεί ακριβή αριθμητική άσκηση, το Γενικό Δικαστήριο χρησιμοποιεί, όπως και η Επιτροπή στην προσέγγιση που ακολούθησε, την αξία των μειωμένων εσόδων σε μετρητά ως αρχικό στοιχείο για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, στο μέτρο που η αξία αυτή αντικατοπτρίζει την οικονομική σημασία της παράβασης και τη βαρύτητα συμμετοχής της επιχείρησης στην παράβαση.

Σε σχέση με τον καθορισμό του συντελεστή μείωσης, η εφαρμογή του οποίου είναι αναγκαία προκειμένου να αποφευχθεί η επιβολή προστίμου με υπερβολικά αποτρεπτικό χαρακτήρα, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι ο συντελεστής αυτός ανέρχεται τουλάχιστον σε 98,849 %.

Σε σχέση με τη σοβαρότητα της παράβασης, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι επίμαχες ενέργειες, στο μέτρο που αφορούσαν τους κρίσιμους παράγοντες για τον καθορισμό των τιμών των EIRD, συγκαταλέγονται, λόγω της φύσεώς τους, μεταξύ των σοβαρότερων περιορισμών του ανταγωνισμού. Επιπλέον, οι επίμαχες πρακτικές είναι ιδιαιτέρως σοβαρές και επιζήμιες στον βαθμό που μπορούν όχι μόνο να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό στην αγορά των προϊόντων EIRD, αλλά και, γενικότερα, να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα και τις χρηματοπιστωτικές αγορές στο σύνολό τους, καθώς και την αξιοπιστία τους.

Όσον αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Crédit agricole διαδραμάτισε βεβαίως λιγότερο σημαντικό ρόλο στην παράβαση απ’ ό,τι οι βασικοί εμπλεκόμενοι. Εντούτοις, η συμμετοχή της στις παράνομες ενέργειες ήταν ηθελημένη. Εξάλλου, οι επίμαχες ενέργειες μπορούν να χαρακτηριστούν αυξημένης σοβαρότητας. Κατά συνέπεια, ο αντίκτυπος των ελαφρυντικών περιστάσεων που ελήφθησαν υπόψη δεν μπορεί παρά να είναι οριακός.

Εν κατακλείδι, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, κατά δίκαιη κρίση των περιστάσεων της υπόθεσης, το ποσό του προστίμου πρέπει να οριστεί σε 110 000 000 ευρώ.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο ακυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της που αφορά το πρόστιμο της Crédit agricole, ορίζει το ποσό του προστίμου σε 110 000 000 ευρώ και απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.


1      Κανονισμός (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [101 ΣΛΕΕ] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2004, L 123, σ. 18), όπως έχει τροποποιηθεί.


2      Απόφαση C(2013) 8512 final της Επιτροπής, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ [Υπόθεση AT.39914, Euro Interest Rate Derivative (EIRD) (Settlement)] (στο εξής: απόφαση κατόπιν διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς).


3      Απόφαση C(2016) 8530 final, της 7ης Δεκεμβρίου 2016, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας [ΕΟΧ] [Υπόθεση AT.39914 – Παράγωγα επιτοκίου σε ευρώ (EIRD) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).


4      Απόφαση C(2021) 4610 final της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 2021, για την τροποποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης.


5      Απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, HSBC Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-105/17, EU:T:2019:675). Η απόφαση αυτή αναιρέθηκε εν μέρει με την απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιανουαρίου 2023, HSBC Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-883/19 P, EU:C:2023:11).