Language of document : ECLI:EU:T:2014:121

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 14ης Μαρτίου 2014 (*)

«Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών — Απαραίτητος χαρακτήρας των ζητούμενων πληροφοριών — Αρκούντως σοβαρές ενδείξεις — Δικαστικός έλεγχος — Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση T‑296/11,

Cementos Portland Valderrivas, SA, με έδρα την Pampelune (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους L. Ortiz Blanco, A. Lamadrid de Pablo και N. Ruiz García, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την F. Castilla Contreras, τον C. Urraca Caviedes και τον C. Hödlmayr, επικουρούμενους από τον A. Rivas, δικηγόρο,

καθής,

με αίτημα να ακυρωθεί η απόφαση C(2011) 2368 τελικό της Επιτροπής, της 30ής
Μαρτίου 2011, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου (υπόθεση 39520 — Τσιμέντο και συναφή προϊόντα),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Dittrich, πρόεδρο, I. Wiszniewska-Białecka και M. Prek (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Φεβρουαρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το ιστορικό της διαφοράς και η διαδικασία

1        Κατά τη διάρκεια του Νοεμβρίου 2008 και του Σεπτεμβρίου 2009, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διενήργησε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 ΣΛΕΕ] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), πολλούς επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις εταιριών που δραστηριοποιούνται στον τομέα του τσιμέντου. Τους επιτόπιους ελέγχους αυτούς ακολούθησε η αποστολή αιτήσεων παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Δεν διενεργήθηκε επιτόπιος έλεγχος και δεν απεστάλη αίτηση παροχής πληροφοριών στην προσφεύγουσα εταιρία Cementos Portland Valderrivas, SA.

2        Με έγγραφο της 17ης Νοεμβρίου 2010, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα για την πρόθεσή της να εκδώσει απόφαση περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών με αποδέκτη την προσφεύγουσα δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 και της κοινοποίησε το σχέδιο ερωτηματολογίου το οποίο επρόκειτο να επισυνάψει στην απόφαση αυτή.

3        Με έγγραφο της 3ης Δεκεμβρίου 2010, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του ως άνω σχεδίου ερωτηματολογίου.

4        Στις 6 Δεκεμβρίου 2010 η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι αποφάσισε να κινήσει έναντί της καθώς και έναντι άλλων επτά εταιριών που δραστηριοποιούνται στον τομέα του τσιμέντου διαδικασία δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003, για εικαζόμενες παραβάσεις του άρθρου 101 ΣΛΕΕ που είχαν ως αντικείμενο «περιορισμούς των εμπορικών ανταλλαγών εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), συμπεριλαμβανομένου του περιορισμού των εισαγωγών προς τον ΕΟΧ από χώρες εκτός του ΕΟΧ, κατανομή αγορών, συντονισμό των τιμών και συναφείς πρακτικές αντίθετες στον ανταγωνισμό εντός της αγοράς τσιμέντου και εντός των αγορών συναφών προϊόντων».

5        Στις 30 Μαρτίου 2011 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2011) 2368 τελικό, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 (υπόθεση 39520 — Τσιμέντο και συναφή προϊόντα) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

6        Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, κατά το άρθρο 18, του κανονισμού 1/2003, δύναται, προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της έχει αναθέσει ο εν λόγω κανονισμός, να ζητήσει, με απλή αίτηση ή βάσει αποφάσεως, από επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων να παράσχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες (αιτιολογική σκέψη 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή, αφού υπενθύμισε ότι ενημέρωσε την προσφεύγουσα για την πρόθεσή της να εκδώσει απόφαση δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 και ότι η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του σχεδίου ερωτηματολογίου (αιτιολογικές σκέψεις 4 και 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ζήτησε, βάσει αποφάσεως, από την προσφεύγουσα, καθώς και από όσες θυγατρικές της βρίσκονταν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπάγονταν στον άμεσο ή έμμεσο έλεγχό της, να απαντήσουν στο ερωτηματολόγιο που περιλαμβανόταν στο παράρτημα I της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο αριθμούσε 94 σελίδες, και που αποτελούνταν από ένδεκα ομάδες ερωτήσεων (αιτιολογική σκέψη 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Οι οδηγίες για τη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου περιλαμβάνονται στο παράρτημα II της εν λόγω αποφάσεως, ενώ τα πρότυπα έγγραφα απαντήσεως στο παράρτημα III της ίδιας αποφάσεως.

7        Η Επιτροπή υπενθύμισε επίσης την περιγραφή των εικαζόμενων παραβάσεων, περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 4 ανωτέρω (αιτιολογική σκέψη 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

8        Η Επιτροπή, αναφερόμενη στη φύση και στον όγκο των πληροφοριών που ζήτησε καθώς και στη σοβαρότητα των εικαζόμενων παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού, έκρινε ότι προσήκε να παρασχεθεί στην προσφεύγουσα προθεσμία απαντήσεως διάρκειας δώδεκα εβδομάδων για τις δέκα πρώτες ομάδες ερωτήσεων και διάρκειας δύο εβδομάδων για την ενδέκατη ομάδα ερωτήσεων που αφορούσε τις «Επαφές και συσκέψεις» (αιτιολογική σκέψη 8 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

9        Οι ουσιαστικές διατάξεις της προσβαλλομένης αποφάσεως έχουν ως εξής:

«Άρθρο 1

[Η προσφεύγουσα] και όσες θυγατρικές της βρίσκονται εντός της ΕΕ και υπάγονται στον άμεσο ή έμμεσο έλεγχό της θα παράσχουν τις πληροφορίες που μνημονεύονται στο παράρτημα I της παρούσας αποφάσεως, υπό τη μορφή που ζητείται στο παράρτημα II και στο παράρτημα III αυτής, εντός προθεσμίας δώδεκα εβδομάδων για τις ερωτήσεις 1-10 και δύο εβδομάδων για την ερώτηση 11, από της ημερομηνίας κοινοποιήσεως της παρούσας αποφάσεως. Όλα τα παραρτήματα αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της παρούσας αποφάσεως.

Άρθρο 2

[Η προσφεύγουσα] και όσες θυγατρικές της βρίσκονται εντός της ΕΕ και υπάγονται στον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο της είναι αποδέκτες της παρούσας αποφάσεως.»

10      Στις 15 Απριλίου 2011 η προσφεύγουσα υπέβαλε την απάντησή της στην ενδέκατη ομάδα ερωτήσεων. Στις 3 Μαΐου 2011 η Επιτροπή ζήτησε διευκρινίσεις επί της απαντήσεως αυτής. Στις 4 και 31 Μαΐου 2011 η προσφεύγουσα απάντησε στην Επιτροπή.

11      Στις 9 Μαΐου 2011 η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή αίτημα απαλλαγής από την υποχρέωση απαντήσεως στην προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής ζημίας που θα της προκαλούσε ο σημαντικός φόρτος εργασίας τον οποίο θα συνεπαγόταν, σε μια ιδιαιτέρως δυσμενή οικονομική συγκυρία, η απάντηση αυτή και ζήτησε, εν πάση περιπτώσει, την παράταση της προθεσμίας απαντήσεως.

12      Στις 19 Μαΐου 2011 πραγματοποιήθηκε σύσκεψη μεταξύ των εκπροσώπων της Επιτροπής και της προσφεύγουσας.

13      Στις 25 Μαΐου 2011 η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή να παρατείνει κατά οκτώ εβδομάδες την προθεσμία απαντήσεως στις δέκα πρώτες ομάδες ερωτήσεων ή, τουλάχιστον, να αποδεχθεί μια μερική απάντηση.

14      Την 1η Ιουνίου 2011 η Επιτροπή αρνήθηκε να χορηγήσει τη ζητηθείσα παράταση και ζήτησε από την προσφεύγουσα να προσδιορίσει για ποιες ακριβώς ερωτήσεις θεωρούσε ότι ήταν αναγκαία μια συμπληρωματική προθεσμία.

15      Στις 7 Ιουνίου 2011 η προσφεύγουσα ζήτησε συμπληρωματική προθεσμία απαντήσεως δύο εβδομάδων, ήτοι έως τις 11 Ιουλίου 2011, για τις ερωτήσεις 1B, 3, 5, 9A και 9B.

16      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Ιουνίου 2011, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή ζητώντας την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

17      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Ιουνίου 2011, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με την οποία ζήτησε από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

18      Με έγγραφο της 23ης Ιουνίου 2011, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι της παρείχε πέντε επιπλέον εβδομάδες για να απαντήσει στις δέκα πρώτες ομάδες ερωτήσεων, ήτοι έως τις 2 Αυγούστου 2011.

19      Με διάταξη της 29ης Ιουλίου 2011, T‑296/11 R, Cementos Portland Valderrivas κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε την εν λόγω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

20      Στις 2 Αυγούστου 2011 η προσφεύγουσα υπέβαλε την απάντησή της στις δέκα πρώτες ομάδες ερωτήσεων.

21      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφάσισε τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας.

22      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 6ης Φεβρουαρίου 2013. Στο τέλος της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να μην περατώσει την προφορική διαδικασία.

23      Στις 25 Μαρτίου 2013, στο πλαίσιο λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας κατά το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε την Επιτροπή να του υποβάλει κατάλογο καθώς και συνοπτική παρουσίαση των ενδείξεων βάσει των οποίων κίνησε διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 έναντι της προσφεύγουσας.

24      Στις 11 Απριλίου 2013 η Επιτροπή αρνήθηκε να ικανοποιήσει το ως άνω αίτημα. Με διάταξη της 14ης Μαΐου 2013, το Γενικό Δικαστήριο επέβαλε στην Επιτροπή την υποχρέωση να του υποβάλει τον κατάλογο και συνοπτική παρουσίαση των εν λόγω ενδείξεων. Κατά το άρθρο 67, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας και προκειμένου να συμβιβαστούν, αφενός, η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και, αφετέρου, οι ιδιαιτερότητες της προκαταρκτικής εξετάσεως, η οποία αποτελεί στάδιο της σχετικής διαδικασίας κατά το οποίο η εμπλεκόμενη επιχείρηση δεν έχει δικαίωμα να λάβει γνώση των ουσιωδών στοιχείων στα οποία έχει στηριχθεί η Επιτροπή ούτε δικαίωμα προσβάσεως στον οικείο φάκελο, αποφασίστηκε, με τη διάταξη της 14 Μαΐου 2013, ότι δυνατότητα μελέτης των πληροφοριών που παρέσχε η Επιτροπή θα είχαν μόνον οι δικηγόροι της προσφεύγουσας υπό την προϋπόθεση να υπογράψουν δήλωση εμπιστευτικότητας.

25      Η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας, παρέχοντας στο Γενικό Δικαστήριο τον κατάλογο καθώς και συνοπτική παρουσίαση των ενδείξεων βάσει των οποίων κίνησε διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 έναντι της προσφεύγουσας.

26      Στις 19 Ιουνίου 2013 οι δικηγόροι της προσφεύγουσας μελέτησαν τα διαλαμβανόμενα στη σκέψη 23 ανωτέρω έγγραφα στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου και, στις 15 Ιουλίου 2013, υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί των εγγράφων που είχε προσκομίσει η Επιτροπή. Τέλος, στις 18 Σεπτεμβρίου 2013, η Επιτροπή απάντησε στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι δικηγόροι της προσφεύγουσας.

27      Η προφορική διαδικασία περατώθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2013.

 Αιτήματα των διαδίκων

28      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

29      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

30      Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει μόνον έναν λόγο ακυρώσεως ο οποίος αφορά την παράβαση του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003 και την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Ο λόγος αυτός περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τέσσερα σκέλη τα οποία αφορούν αντιστοίχως, πρώτον, τον φερόμενο ως αυθαίρετο χαρακτήρα της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεύτερον, τον φερόμενο ως μη απαραίτητο χαρακτήρα των ζητούμενων πληροφοριών, τρίτον, τη φύση των ζητούμενων πληροφοριών και, τέταρτον, τον δυσανάλογο χαρακτήρα της αιτήσεως παροχής πληροφοριών.

 Επί του πρώτου σκέλους του μοναδικού λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τον αυθαίρετο χαρακτήρα της προσβαλλομένης αποφάσεως

31      Η προσφεύγουσα φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι η γενική απαρίθμηση και μόνο των εικαζόμενων παραβάσεων που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρέχει επαρκή προστασία από τυχόν καταχρηστική άσκηση εκ μέρους της Επιτροπής των εξουσιών που της παρέχει το άρθρο 18 του κανονισμού 1/2003. Η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει στην κατοχή της ενδείξεις για την ύπαρξη παραβάσεως. Πάντως ούτε από την προσβαλλόμενη απόφαση ούτε από την αλληλουχία εντός της οποίας εντάσσεται προκύπτει ότι η Επιτροπή έχει στην κατοχή της τέτοιες ενδείξεις. Το στοιχείο αυτό τείνει να καταδείξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει διερευνητικό χαρακτήρα (fishing expedition), καθόσον αποσκοπεί στον εντοπισμό τυχόν ενδείξεων για την παραβίαση του δικαίου ανταγωνισμού. Η προσφεύγουσα προτείνει επίσης στο Γενικό Δικαστήριο να ζητήσει τη γνωστοποίηση των ενδείξεων στις οποίες στηρίζεται η Επιτροπή.

32      Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, δυνάμει της υποχρεώσεώς της να αιτιολογεί τις αποφάσεις περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών, υποχρεούται να αναφέρει σαφώς τις εικαζόμενες παραβάσεις τις οποίες ερευνά, όχι όμως και να επισημαίνει ποιες ενδείξεις έχει στην κατοχή της. Εξάλλου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, είχε στην κατοχή της τέτοιες ενδείξεις.

33      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο εξεταζόμενο σκέλος του λόγου ακυρώσεως, δεν πρέπει να λησμονείται ότι η ενώπιον της Επιτροπής διοικητική διαδικασία δυνάμει του κανονισμού 1/2003 διαιρείται σε δύο διαφορετικά και διαδοχικά στάδια εκ των οποίων το καθένα έχει τη δική του εσωτερική λογική, και ειδικότερα, αφενός, στο στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως και, αφετέρου, στο κατ’ αντιπαράθεση στάδιο. Το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως, κατά το οποίο η Επιτροπή κάνει χρήση της προβλεπόμενης από τον κανονισμό 1/2003 εξουσίας έρευνας και το οποίο εκτείνεται έως την ανακοίνωση των αιτιάσεων, σκοπό έχει να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να συλλέξει όλα τα κρίσιμα στοιχεία για την εξακρίβωση ή μη της παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού και να λάβει μια πρώτη θέση για την κατεύθυνση και τη συνέχεια της διαδικασίας. Αντιθέτως, το κατ’ αντιπαράθεση στάδιο, το οποίο εκτείνεται από την ανακοίνωση των αιτιάσεων μέχρι την έκδοση της τελικής αποφάσεως, παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να λάβει οριστική θέση επί της προβαλλόμενης παραβάσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2008, T‑99/04, AC-Treuhand κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1501, σκέψη 47).

34      Αφενός, το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως αρχίζει την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή, κατ’ ενάσκηση των εξουσιών που της παρέχουν τα άρθρα 18 και 20 του κανονισμού 1/2003, λαμβάνει μέτρα με τα οποία διατυπώνεται ουσιαστικά η αιτίαση ότι έχει διαπραχθεί παράβαση και τα οποία έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην κατάσταση των επιχειρήσεων κατά των οποίων στρέφονται οι υπόνοιες. Αφετέρου, μόλις κατά το στάδιο της κατ’ αντιπαράθεση διοικητικής διαδικασίας λαμβάνει η ενδιαφερόμενη επιχείρηση γνώση, μέσω της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, των ουσιωδών στοιχείων στα οποία έχει στηριχθεί η Επιτροπή στο στάδιο αυτό της διαδικασίας και αποκτά δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο προς εξασφάλιση της αποτελεσματικής ασκήσεως των δικαιωμάτων της άμυνας. Επομένως, μόνον κατόπιν της αποστολής της ανακοινώσεως των αιτιάσεων μπορεί η ενδιαφερόμενη επιχείρηση να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματά της άμυνας. Πράγματι, αν η ισχύς των δικαιωμάτων αυτών εκτεινόταν στον χρόνο προ της αποστολής της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, θα θιγόταν η αποτελεσματικότητα της έρευνας της Επιτροπής, καθόσον η ενδιαφερόμενη επιχείρηση θα ήταν, ήδη κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως, σε θέση να προσδιορίσει ποιες πληροφορίες είναι γνωστές στην Επιτροπή και, συνεπώς, ποιες πληροφορίες μπορεί ακόμη να αποκρύψει από αυτήν (βλ., επ’ αυτού, απόφαση AC-Treuhand κατά Επιτροπής, σκέψη 33 ανωτέρω, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

35      Εντούτοις, τα μέτρα διεξαγωγής έρευνας που λαμβάνει η Επιτροπή κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως, ιδίως τα μέτρα προς εξακρίβωση στοιχείων και οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών, ισοδυναμούν, ως εκ της φύσεώς τους, με τη διατύπωση αιτιάσεως περί παραβάσεως και ενδέχεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην κατάσταση των επιχειρήσεων κατά των οποίων στρέφονται οι υπόνοιες. Επομένως, πρέπει να αποφεύγεται η ανεπανόρθωτη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κατά το στάδιο αυτό της διοικητικής διαδικασίας, δεδομένου ότι τα λαμβανόμενα μέτρα διεξαγωγής έρευνας ενδέχεται να έχουν καθοριστική σημασία για την απόδειξη του παράνομου χαρακτήρα ενεργειών συγκεκριμένης επιχειρήσεως οι οποίες είναι ικανές να στοιχειοθετήσουν την ευθύνη της επιχειρήσεως αυτής (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, 46/87 και 227/88, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 2859, σκέψη 15, και απόφαση AC-Treuhand κατά Επιτροπής, σκέψη 33 ανωτέρω, σκέψεις 50 και 51).

36      Στην αλληλουχία αυτή υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση που επιβάλλει το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 στην Επιτροπή να μνημονεύει τη νομική βάση και τον σκοπό της αιτήσεως παροχής πληροφοριών αποτελεί θεμελιώδη απαίτηση προκειμένου να μπορεί να καταδεικνύεται ότι δικαιολογημένα ζητούνται ορισμένες πληροφορίες από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, αλλά επίσης για να παρέχεται σε αυτές η δυνατότητα να αντιληφθούν την έκταση του καθήκοντος συνεργασίας που υπέχουν, διατηρώντας συγχρόνως τα δικαιώματά τους άμυνας. Εξ αυτού προκύπτει ότι το μόνο που μπορεί να απαιτεί η Επιτροπή είναι η υποβολή πληροφοριών που παρέχουν σε αυτήν τη δυνατότητα να εξακριβώσει τις εικαζόμενες παραβάσεις οι οποίες δικαιολογούν τη διεξαγωγή της έρευνας και μνημονεύονται στην αίτηση παροχής πληροφοριών (βλ., επ’ αυτού και κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 1991, T‑39/90, SEP κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑1497, σκέψη 25, και της 8ης Μαρτίου 1995, T‑34/93, Société Générale κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑545, σκέψη 40).

37      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, δεν μπορεί να απαιτείται από την Επιτροπή, στο στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως, να επισημαίνει, πέραν των εικαζόμενων παραβάσεων τις οποίες ερευνά, τις ενδείξεις, δηλαδή τα στοιχεία που την έχουν οδηγήσει στην εξέταση του ενδεχομένου παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Πράγματι, η υποχρέωση αυτή θα μπορούσε να κλονίσει την ισορροπία που έχει καθιερώσει η νομολογία μεταξύ, αφενός, της διαφυλάξεως της αποτελεσματικότητας της έρευνας και, αφετέρου, της προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως.

38      Εντούτοις, από τα προεκτεθέντα δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή, πριν την έκδοση αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, δεν πρέπει να έχει στην κατοχή της στοιχεία που την έχουν οδηγήσει στην εξέταση του ενδεχομένου παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

39      Ειδικότερα, υπενθυμίζεται ότι η ανάγκη προστασίας από παρεμβάσεις της δημόσιας αρχής στη σφαίρα της ιδιωτικής δραστηριότητας ενός προσώπου, φυσικού ή νομικού, που είναι αυθαίρετες ή δυσανάλογα επαχθείς συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 2012, T‑458/09 και T‑171/10, Slovak Telekom κατά Επιτροπής, σκέψη 81).

40      Πάντως, για την τήρηση της προμνησθείσας γενικής αρχής, η απόφαση περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών πρέπει να αποσκοπεί στη συλλογή των στοιχείων τεκμηριώσεως που είναι απαραίτητα για την εξακρίβωση του υποστατού και της εκτάσεως ορισμένης πραγματικής και νομικής καταστάσεως, για την οποία η Επιτροπή διαθέτει ήδη πληροφορίες που αποτελούν αρκούντως σοβαρές ενδείξεις που να προκαλούν υπόνοιες ότι η οικεία επιχείρηση παρέβη τους κανόνες ανταγωνισμού (βλ., επ’ αυτού και κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Οκτωβρίου 2002, C—94/00, Roquette Frères, Συλλογή 2002, σ. I—9011, σκέψεις 54 και 55).

41      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ζήτησε ρητώς από το Γενικό Δικαστήριο να επιβάλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να προσκομίσει τις ενδείξεις που έχει στην κατοχή της προκειμένου το Γενικό Δικαστήριο να μπορέσει να βεβαιωθεί ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν έχει αυθαίρετο χαρακτήρα. Προς αιτιολόγηση του αιτήματός της αυτού, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι η Επιτροπή είχε στην κατοχή της τέτοια πληροφοριακά στοιχεία πριν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Αντιθέτως, φρονεί ότι η Επιτροπή, αντί να εξακριβώσει το υποστατό και την έκταση μιας συγκεκριμένης πραγματικής και νομικής καταστάσεως, για την οποία διαθέτει ήδη πληροφορίες, αναζητεί στην πραγματικότητα στοιχεία από τα οποία να μπορεί να προκύπτει η τέλεση παραβάσεως. Προς ενίσχυση της επιχειρηματολογίας της, η προσφεύγουσα στηρίζεται στο ιδιαιτέρως ευρύ περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως της οποίας είναι αποδέκτης καθώς και στο γεγονός ότι η Επιτροπή δεν διενήργησε κανέναν επιτόπιο έλεγχο στις εγκαταστάσεις της δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, ούτε της απηύθυνε αίτηση παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού.

42      Το Γενικό Δικαστήριο, δεδομένης της υποβολής σχετικού αιτήματος προς αυτό και λαμβάνοντας υπόψη ότι η προσφεύγουσα έχει προβάλει ορισμένα στοιχεία που ενδέχεται να δημιουργούν αμφιβολίες για τον αρκούντως σοβαρό χαρακτήρα των ενδείξεων που διέθετε η Επιτροπή προκειμένου να εκδώσει απόφαση δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, εκτιμά ότι οφείλει να εξετάσει τις ενδείξεις αυτές και να ελέγξει κατά πόσον είναι αρκούντως σοβαρές.

43      Η εκτίμηση του αρκούντως σοβαρού χαρακτήρα των ενδείξεων αυτών πρέπει να πραγματοποιείται λαμβάνοντας υπόψη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εντάσσεται στο στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως, σκοπός του οποίου είναι να παρέχεται στην Επιτροπή η δυνατότητα να συλλέξει όλα τα ουσιώδη στοιχεία για την εξακρίβωση ή μη της παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού και να λάβει μια πρώτη θέση για την κατεύθυνση και τη συνέχεια της διαδικασίας. Προς τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να απευθύνει αιτήσεις παροχής πληροφοριών κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003 ή να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους δυνάμει του άρθρου 20 του ίδιου κανονισμού. Ως εκ τούτου, κατά το στάδιο αυτό δεν μπορεί να απαιτείται από την Επιτροπή, πριν την έκδοση αποφάσεως περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών, να έχει στην κατοχή της στοιχεία από τα οποία να προκύπτει η ύπαρξη παραβάσεως. Επομένως, αρκεί να μπορούν οι εν λόγω ενδείξεις να δημιουργήσουν εύλογη υπόνοια σχετικά με την τέλεση των εικαζόμενων παραβάσεων, ώστε να έχει τη δυνατότητα η Επιτροπή να ζητεί την παροχή συμπληρωματικών πληροφοριών με απόφαση εκδιδόμενη βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003.

44      Η Επιτροπή, συμμορφούμενη προς τη διάταξη της 14ης Μαΐου 2013, έκανε γνωστές στο Γενικό Δικαστήριο τις ενδείξεις τις οποίες διέθετε και οι οποίες δικαιολογούσαν, κατ’ αυτήν, την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

45      Με βάση το περιεχόμενο της συνοπτικής παρουσιάσεως που υπέβαλε η Επιτροπή καθώς και την αποσπασματική παράθεση ενδείξεων που περιλαμβάνει η παρουσίαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η Επιτροπή νομοτύπως απηύθυνε στην προσφεύγουσα απόφαση περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών για το σύνολο των εικαζόμενων παραβάσεων τις οποίες αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση. Οι εικαζόμενες παραβάσεις απαριθμούνται στην αιτιολογική σκέψη 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως και αφορούν «περιορισμούς των εμπορικών ανταλλαγών εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), συμπεριλαμβανομένου του περιορισμού των εισαγωγών προς τον ΕΟΧ από χώρες εκτός του ΕΟΧ, κατανομή αγορών, συντονισμό των τιμών και συναφείς πρακτικές αντίθετες στον ανταγωνισμό εντός της αγοράς τσιμέντου και εντός των αγορών συναφών προϊόντων».

46      Όσον αφορά, κατά πρώτο λόγο, τους περιορισμούς των εμπορικών ανταλλαγών εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), συμπεριλαμβανομένου του περιορισμού των εισαγωγών προς τον ΕΟΧ από χώρες εκτός του ΕΟΧ, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η μνεία που έχει γίνει εντός της συνοπτικής παρουσιάσεως και των αποσπασμάτων του εγγράφου [εμπιστευτικό] μπορούσε θεμιτώς να ωθήσει την Επιτροπή να αναζητήσει πληροφορίες σχετικά με τις ενέργειες της προσφεύγουσας. Ομοίως, οι αναφορές εντός της συνοπτικής παρουσιάσεως και των αποσπασμάτων του εγγράφου [εμπιστευτικό].

47      Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη συνοπτική παρουσίαση και από τα αποσπάσματα του εγγράφου [εμπιστευτικό]. Διαπιστώνεται ότι το έγγραφο αυτό μπορούσε ευλόγως να δημιουργήσει υπόνοιες στην Επιτροπή περί συμμετοχής [εμπιστευτικό] της προσφεύγουσας σε πρακτικές περιοριστικές των εμπορικών ανταλλαγών.

48      Όσον αφορά, κατά δεύτερο λόγο, τις εικαζόμενες παραβάσεις που συνίστανται σε κατανομή αγορών, διάφορες κατηγορίες στοιχείων που έχει προσκομίσει η Επιτροπή συνιστούν αρκούντως σοβαρές ενδείξεις βάσει των οποίων αυτή μπορούσε να απευθύνει στην προσφεύγουσα αίτηση παροχής πληροφοριών σχετικά με το ζήτημα αυτό. Πρώτον, η παραδοχή στην οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή ότι υφίσταται καταρχήν επιμερισμός των αγορών [εμπιστευτικό].

49      Δεύτερον, παρατηρείται ότι [εμπιστευτικό]. Τούτο ισχύει για το έγγραφο [εμπιστευτικό]. Το ίδιο ισχύει και για το έγγραφο [εμπιστευτικό].

50      Τρίτον, η Επιτροπή αναφέρεται, κατ’ ουσίαν, σε [εμπιστευτικό].

51      Τέλος, τέταρτον, εφόσον η Επιτροπή διέθετε [εμπιστευτικό].

52      Όσον αφορά, κατά τρίτο λόγο, τις πρακτικές συντονισμού των τιμών και τις λοιπές συναφείς πρακτικές που είναι αντίθετες στον ανταγωνισμό, όπως αυτές διαλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, [εμπιστευτικό]. Πρώτον, [εμπιστευτικό].

53      Δεύτερον, το έγγραφο [εμπιστευτικό].

54      Τρίτον, η Επιτροπή μπορούσε βασίμως να συναγάγει από τη μνεία που έχει γίνει εντός της συνοπτικής παρουσιάσεως και των αποσπασμάτων του εγγράφου [εμπιστευτικό].

55      Τέλος, τέταρτον, ευλόγως μπορεί να συναχθεί από τη συνοπτική παρουσίαση και από τα αποσπάσματα του εγγράφου [εμπιστευτικό].

56      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή είχε στην κατοχή της αρκούντως σοβαρές ενδείξεις βάσει των οποίων μπορούσε να αναζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες από την προσφεύγουσα σε σχέση με το σύνολο των εικαζόμενων παραβάσεων που απαριθμούνται στην αιτιολογική σκέψη 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

57      Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από την επιχειρηματολογία που περιλαμβάνεται στις παρατηρήσεις επί της απαντήσεως της Επιτροπής στα μέτρα διεξαγωγής έρευνας.

58      Η επιχειρηματολογία αυτή πηγάζει ουσιαστικά από διαφορετική ερμηνεία των ενδείξεων στις οποίες στηρίχθηκε η Επιτροπή. Ειδικότερα, υποστηρίζεται, για παράδειγμα, ότι [εμπιστευτικό].

59      Διαπιστώνεται ότι με την επιχειρηματολογία αυτή δεν λαμβάνεται υπόψη το ειδικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η προσβαλλόμενη απόφαση και στην πραγματικότητα υποστηρίζεται ότι από τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή δεν προκύπτει τεκμηριωμένα η συμμετοχή της προσφεύγουσας στις εικαζόμενες παραβάσεις τις οποίες αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση. Πάντως, για τους λόγους που εκτέθηκαν στη σκέψη 43 ανωτέρω, δεν μπορεί να επιβάλλεται στην Επιτροπή η υποχρέωση να προβαίνει σε τεκμηριωμένη παρουσίαση, ειδάλλως θα καθίσταντο περιττές οι εξουσίες τις οποίες παρέχουν στην Επιτροπή τα άρθρα 18 και 20 του κανονισμού 1/2003. Ως εκ τούτου, η δυνατότητα διαφορετικής ερμηνείας των στοιχείων στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή δεν αποκλείει τον χαρακτηρισμό τους ως αρκούντως σοβαρών ενδείξεων κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 40 ανωτέρω, εφόσον η ερμηνεία που προκρίνει η Επιτροπή είναι προφανώς βάσιμη.

60      Εξάλλου, δίνεται επίσης έμφαση στο γεγονός [εμπιστευτικό].

61      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το πρώτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου σκέλους του μοναδικού λόγου ακυρώσεως, με το οποίο υποστηρίζεται ότι οι ζητηθείσες πληροφορίες δεν είναι απαραίτητες

62      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, ότι οι πληροφορίες που ζητήθηκαν δυνάμει της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι απαραίτητες κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003. Η επιχειρηματολογία της μπορεί να διαιρεθεί σε δύο αιτιάσεις. Στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει πολλές πληροφορίες οι οποίες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως απαραίτητες, καθόσον δεν έχουν σχέση με τις εικαζόμενες παραβάσεις τις οποίες αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση. Στο πλαίσιο της δεύτερης αιτιάσεως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τον απαραίτητο χαρακτήρα όσων ζητούμενων πληροφοριών έχει ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή ή πληροφοριών που είναι ελεύθερα διαθέσιμες. Τέλος, με τις παρατηρήσεις επί της απαντήσεως της Επιτροπής στα μέτρα περί αποδεικτικών μέσων που έλαβε το Γενικό Δικαστήριο, έχει προβληθεί μια τρίτη αιτίαση όσον αφορά τον απαραίτητο χαρακτήρα της αιτήσεως παροχής πληροφοριών, με την οποία υποστηρίζεται ότι δεν υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ των ενδείξεων που έχει στην κατοχή της η Επιτροπή και του ερωτηματολογίου που απέστειλε στην προσφεύγουσα.

63      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του εξεταζόμενου σκέλους του λόγου ακυρώσεως.

64      Όσον αφορά την αιτίαση που έχει προβληθεί με τις παρατηρήσεις επί της απαντήσεως της Επιτροπής, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ευθύς εξαρχής. Πράγματι, διαπιστώνεται ότι η αιτίαση αυτή, μολονότι είναι παραδεκτή δυνάμει του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, δεδομένου ότι στηρίζεται σε πραγματικά στοιχεία στα οποία δεν είχε πρόσβαση η προσφεύγουσα κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, εντούτοις, δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του ίδιου κανονισμού, καθόσον περιορίζεται σε γενικές επικρίσεις και δεν εξηγεί για ποιους συγκεκριμένους λόγους δεν υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ των ενδείξεων που έχει στην κατοχή της η Επιτροπή και του ερωτηματολογίου που απέστειλε στην προσφεύγουσα. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι αρκούντως σαφής και ακριβής ώστε να παρέχει στη μεν καθής τη δυνατότητα να προετοιμάσει την άμυνά της, στο δε Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφανθεί επί της προσφυγής, ενδεχομένως χωρίς να χρειαστεί πρόσθετα στοιχεία, και, επομένως, πρέπει να κριθεί απαράδεκτη (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Μαΐου 1998, T‑352/94, Mo och Domsjö κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1989, σκέψεις 333 και 334). Τέλος, η ως άνω αιτίαση, στον βαθμό που στηρίζεται στην επιχειρηματολογία που προβλήθηκε προς αμφισβήτηση της αποδεικτικής ισχύος των ενδείξεων στις οποίες στηρίχθηκε η Επιτροπή, πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 43 έως 59 ανωτέρω.

 Επί της αμφισβητήσεως του απαραίτητου χαρακτήρα ορισμένων από τις ζητηθείσες πληροφορίες υπό το πρίσμα των εικαζόμενων παραβάσεων τις οποίες ερευνά η Επιτροπή

65      Όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 36 ανωτέρω, η Επιτροπή μπορεί να απαιτεί μόνο την υποβολή πληροφοριών που της παρέχουν τη δυνατότητα να εξακριβώσει τις εικαζόμενες παραβάσεις οι οποίες δικαιολογούν τη διεξαγωγή της έρευνας και μνημονεύονται στην αίτηση παροχής πληροφοριών (βλ., επ’ αυτού και κατ’ αναλογία, αποφάσεις SEP κατά Επιτροπής, σκέψη 36 ανωτέρω, σκέψη 25, και Société Générale κατά Επιτροπής, σκέψη 36 ανωτέρω, σκέψη 40).

66      Λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας της Επιτροπής προς διεξαγωγή ερευνών και ελέγχων, σε αυτήν απόκειται να εκτιμήσει αν οι πληροφορίες που ζητεί από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είναι απαραίτητες (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Μαΐου 1982, 155/79, AM & S Europe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 1575, σκέψη 17, και της 18ης Οκτωβρίου 1989, 347/87, Orkem κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 3283, σκέψη 15). Όσον αφορά τον έλεγχο που ασκεί το Γενικό Δικαστήριο επί της εκτιμήσεως αυτής της Επιτροπής, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η έννοια «απαραίτητες πληροφορίες» πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με τους σκοπούς για τους οποίους έχει παρασχεθεί στην Επιτροπή η συγκεκριμένη εξουσία έρευνας. Ειδικότερα, η απαίτηση να υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ της αιτήσεως παροχής πληροφοριών και της εικαζόμενης παραβάσεως ικανοποιείται εφόσον, στο στάδιο αυτό της διαδικασίας, η αίτηση αυτή μπορεί θεμιτώς να θεωρηθεί ότι έχει σχέση με την εικαζόμενη παράβαση, ώστε να μπορεί ευλόγως η Επιτροπή να υποθέσει ότι το σχετικό έγγραφο θα τη βοηθήσει να κρίνει αν υφίσταται η προβαλλόμενη παράβαση (αποφάσεις SEP κατά Επιτροπής, σκέψη 36 ανωτέρω, σκέψη 29, και Slovak Telekom κατά Επιτροπής, σκέψη 39 ανωτέρω, σκέψη 42).

67      Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι οι μόνες ερωτήσεις για τις οποίες η προσφεύγουσα έχει εκφράσει αμφιβολία είναι οι ερωτήσεις 5, στοιχείο AG, και 5, στοιχείο AH, με τις οποίες της έχει ζητηθεί να παράσχει, για κάθε σημείο παραγωγής καθεμίας από τις εταιρίες της, αφενός, τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) σε τόνους ανά σημείο παραγωγής και, αφετέρου, τη μέση τιμή των δικαιωμάτων εκπομπής CO2 που έχουν πράγματι χρησιμοποιηθεί για την επίμαχη εγκατάσταση.

68      Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η προσφεύγουσα δεν έχει αμφισβητήσει την εκτίμηση που περιλαμβάνεται στο υπόμνημα αντικρούσεως της Επιτροπής ότι οι εκπομπές CO2 αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία του κόστους παραγωγής τσιμέντου, το οποίο με τη σειρά του αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της τιμής που καθορίζεται για τους πελάτες και για τους καταναλωτές.

69      Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι μία από τις εικαζόμενες παραβάσεις τις οποίες ερευνά η Επιτροπή συνίσταται στον ενδεχόμενο συντονισμό των τιμών μεταξύ ανταγωνιστριών επιχειρήσεων. Πάντως, διαπιστώνεται ότι πληροφορίες που αφορούν ένα από τα κύρια συστατικά των επίμαχων προϊόντων μπορούν βασίμως να θεωρηθούν ως σχετιζόμενες με την εικαζόμενη παράβαση αυτή.

70      Ως εκ τούτου, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της αμφισβητήσεως του απαραίτητου χαρακτήρα ορισμένων πληροφοριών που ζητήθηκαν με το επιχείρημα ότι αυτές βρίσκονται ήδη στην κατοχή της Επιτροπής ή είναι ελεύθερα προσβάσιμες

71      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η υποβολή πληροφοριών που έχει ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή ή που είναι ελεύθερα προσβάσιμες δεν μπορεί να θεωρείται ως απαραίτητη κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003.

72      Ασφαλώς αληθεύει ότι το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T‑191/98, T‑212/98 έως T‑214/98, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II‑3275, σκέψη 425), υπογράμμισε ότι αιτήσεις οι οποίες αποσκοπούν στην παροχή πληροφοριών όσον αφορά ορισμένο έγγραφο που βρίσκεται ήδη στην κατοχή της Επιτροπής δεν μπορούν να θεωρηθούν ως δικαιολογούμενες από τις ανάγκες της έρευνας.

73      Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν υπήρξε αποδέκτης προηγούμενων αιτήσεων παροχής πληροφοριών κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Ως εκ τούτου, το ερωτηματολόγιο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I της προσβαλλομένης αποφάσεως εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υποχρεώνει την προσφεύγουσα να υποβάλει πληροφορίες που έχει ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή.

74      Όσον αφορά την επίκριση ότι ορισμένες από τις ζητηθείσες πληροφορίες αποτελούν κοινό κτήμα και, επομένως, είναι ελεύθερα προσβάσιμες στην Επιτροπή, με συνέπεια αυτή να μην χρειάζεται να ζητήσει την υποχρεωτική υποβολή τους, παρατηρείται ότι το μόνο παράδειγμα που επικαλείται η προσφεύγουσα είναι οι «ταχυδρομικοί κώδικες που αφορούν μια συγκεκριμένη διεύθυνση».

75      Εντούτοις, υπογραμμίζεται ότι πληροφορίες τέτοιου είδους συνιστούν το αναγκαίο συμπλήρωμα των πληροφοριών που έχει αποκλειστικώς στην κατοχή της η προσφεύγουσα. Ως εκ τούτου, η δυνατότητα ελεύθερης προσβάσεως σε αυτές δεν αποτελεί λόγο για να μην μπορούν να χαρακτηριστούν ως απαραίτητες κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003.

76      Επομένως, η δεύτερη αιτίαση και, ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος του λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του τρίτου σκέλους του μοναδικού λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τη φύση των ζητούμενων πληροφοριών

77      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 επιτρέπει στην Επιτροπή απλώς και μόνο να απαιτεί από τους επιχειρηματίες να παράσχουν τις πληροφορίες ή τα δεδομένα που έχουν στην κατοχή τους, αλλά δεν της παρέχει την εξουσία να υποχρεώνει μια επιχείρηση να επεξεργαστεί τις εν λόγω πληροφορίες προκειμένου να τις υποβάλει σε μορφή που να διευκολύνει το έργο της Επιτροπής και, κατά τον τρόπο αυτό, να προετοιμάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που πρόκειται να χρησιμοποιήσει η Επιτροπή εναντίον της επιχειρήσεως.

78      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του εξεταζόμενου σκέλους του λόγου ακυρώσεως.

79      Υπενθυμίζεται ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 23 του κανονισμού 1/2003, η «Επιτροπή θα πρέπει να έχει σε ολόκληρη την [Ένωση] την εξουσία να απαιτεί τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τον εντοπισμό συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών που απαγορεύονται βάσει του άρθρου [101 ΣΛΕΕ], καθώς και περιπτώσεων καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης, η οποία απαγορεύεται βάσει του άρθρου [102 ΣΛΕΕ]». Στην ίδια αιτιολογική σκέψη τονίζεται επίσης ότι «[ο]ι επιχειρήσεις, όταν συμμορφώνονται με απόφαση της Επιτροπής, δεν μπορούν να υποχρεωθούν να ομολογήσουν ότι διέπραξαν παράβαση, αλλά υποχρεούνται εν πάση περιπτώσει να απαντήσουν στις περί των γεγονότων ερωτήσεις και να παράσχουν έγγραφα, ακόμη και αν οι πληροφορίες αυτές μπορεί να χρησιμοποιηθούν εναντίον τους ή εναντίον άλλων επιχειρήσεων για τη θεμελίωση ύπαρξης παράβασης».

80      Ακολούθως, δεδομένου ότι ως παροχή «πληροφοριών» κατά την έννοια του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003 πρέπει να νοείται όχι μόνον η προσκόμιση εγγράφων αλλά και η υποχρέωση απαντήσεως σε ερωτήσεις που αφορούν τα εν λόγω έγγραφα, η αίτηση της Επιτροπής δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στην προσκόμιση στοιχείων που είναι διαθέσιμα ανεξαρτήτως οποιασδήποτε παρεμβάσεως της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως. Επομένως, η Επιτροπή θεμιτώς μπορεί να απευθύνει προς την επιχείρηση ερωτήσεις που απαιτούν τη συστηματοποίηση των ζητούμενων στοιχείων (βλ., επ’ αυτού και κατ’ αναλογία, σημείο 55 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Μ. Darmon στην απόφαση Orkem κατά Επιτροπής, σκέψη 66, ανωτέρω, σημείο 55).

81      Εντούτοις, υπογραμμίζεται ότι τουλάχιστον δύο αρχές οριοθετούν την άσκηση της εξουσίας αυτής. Αφενός, όπως υπενθυμίζεται με την αιτιολογική σκέψη 23 του κανονισμού 1/2003, οι ερωτήσεις προς ορισμένη επιχείρηση δεν μπορούν να εξαναγκάζουν την επιχείρηση αυτή να παραδεχθεί ότι διέπραξε ορισμένη παράβαση. Αφετέρου, οι απαντήσεις στις εν λόγω ερωτήσεις δεν πρέπει να αποτελούν δυσανάλογο βάρος σε σχέση με τις ανάγκες της έρευνας (αποφάσεις SEP κατά Επιτροπής, σκέψη 36 ανωτέρω, σκέψη 51· Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 72 ανωτέρω, σκέψη 418, και Slovak Telekom κατά Επιτροπής, σκέψη 39 ανωτέρω, σκέψη 81).

82      Εν προκειμένω, μολονότι δεν έχει υποστηριχθεί ότι ορισμένες από τις ερωτήσεις που απευθύνθηκαν στην προσφεύγουσα την υποχρέωναν να παράσχει απαντήσεις με τις οποίες θα αποδεχόταν κατ’ αποτέλεσμα ότι διέπραξε την παράβαση της οποίας την τέλεση οφείλει να αποδείξει η Επιτροπή, εντούτοις διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα επικρίνει τον δυσανάλογο κατ’ αυτήν χαρακτήρα του βάρους που συνεπάγεται η απάντηση στο ερωτηματολόγιο. Η επίκριση αυτή, στον βαθμό που ταυτίζεται με το τέταρτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, θα εξεταστεί κατωτέρω στο οικείο πλαίσιο.

83      Υπό την επιφύλαξη αυτή, το τρίτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τέταρτου σκέλους του μοναδικού λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

84      Στο πλαίσιο του εξεταζόμενου σκέλους, η προσφεύγουσα αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, τον δυσανάλογο χαρακτήρα του φόρτου εργασίας που συνεπαγόταν η προσβαλλόμενη απόφαση λαμβανομένων υπόψη, πρώτον, της εκτάσεως και του βαθμού λεπτομέρειας των ζητούμενων πληροφοριών καθώς και της υποχρεώσεως να υποβληθούν με συγκεκριμένη μορφή, δεύτερον, της προθεσμίας απαντήσεως και, τρίτον, των επιπτώσεων του φόρου αυτού στην οικονομική κατάσταση της προσφεύγουσας. Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις συνολικές επιπτώσεις των διαφόρων αυτών στοιχείων, πρέπει εν πάση περιπτώσει να κρίνει ότι παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας.

85      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του εξεταζόμενου σκέλους του λόγου ακυρώσεως.

86      Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών που απευθύνει η Επιτροπή προς συγκεκριμένη επιχείρηση πρέπει να συνάδουν προς την αρχή της αναλογικότητας και η υποχρέωση παροχής πληροφοριών που επιβάλλεται σε ορισμένη επιχείρηση δεν πρέπει να αποτελεί για αυτή δυσανάλογο βάρος σε σχέση με τις ανάγκες της έρευνας (αποφάσεις SEP κατά Επιτροπής, σκέψη 36 ανωτέρω, σκέψη 51· Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 72 ανωτέρω, σκέψη 418, και Slovak Telekom κατά Επιτροπής, σκέψη 39 ανωτέρω, σκέψη 81).

87      Στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως, η προσφεύγουσα επικρίνει την έκταση και τον υπερβολικό βαθμό λεπτομέρειας των ζητούμενων πληροφοριών καθώς και τη μορφή την οποία πρέπει να έχει η απάντηση κατ’ απαίτηση της Επιτροπής. Ως παράδειγμα αναφέρει την ερώτηση 1B, με την οποία ζητείται η παροχή πληροφοριών σχετικά με το σύνολο των εγχώριων αγορών στις οποίες προέβησαν οι ελεγχόμενες από την προσφεύγουσα επιχειρήσεις όσον αφορά πέντε προϊόντα (τσιμέντο, ασυσκεύαστο CEM I, κλίνκερ, αδρανή τσιμέντου και τσιμέντο με σκωρία υψικαμίνου σε κονίαμα η σε συσσωματωμένη μορφή καθώς και τσιμέντο με σκωρία υψικαμίνου σε κονίαμα) εντός περιόδου δέκα ετών καθώς και η εξειδίκευση της απαντήσεως με βάση 37 παραμέτρους.

88      Ασφαλώς, δεν χωρεί αμφισβήτηση της σημασίας των πληροφοριών που ζητήθηκαν στο πλαίσιο του ερωτηματολογίου, ιδίως δε της ερωτήσεως 1B, καθώς και του ιδιαιτέρως υψηλού βαθμού ακριβείας του εν λόγω ερωτηματολογίου. Εξ αυτού προκύπτει κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο ότι η απάντηση στο ερωτηματολόγιο αυτό συνεπαγόταν για την προσφεύγουσα ένα ιδιαιτέρως μεγάλο βάρος.

89      Εντούτοις, δεν μπορεί να συναχθεί ότι το βάρος αυτό έχει δυσανάλογο χαρακτήρα, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, των αναγκών της έρευνας οι οποίες συνδέονται ιδίως με τις εικαζόμενες παραβάσεις τις οποίες ερευνά η Επιτροπή και των περιστάσεων της παρούσας διαδικασίας.

90      Συναφώς, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εντάσσεται στο πλαίσιο διαδικασίας που αφορά «περιορισμούς των εμπορικών ανταλλαγών εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), συμπεριλαμβανομένου του περιορισμού των εισαγωγών προς τον ΕΟΧ από χώρες εκτός του ΕΟΧ, κατανομή των αγορών, συντονισμό των τιμών και συναφείς πρακτικές αντίθετες στον ανταγωνισμό εντός της αγοράς τσιμέντου και εντός των αγορών συναφών προϊόντων». Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το ιδιαιτέρως ευρύ πεδίο εξετάσεως καθώς και η σοβαρότητα των εικαζόμενων παραβάσεων επί των οποίων διεξάγει έρευνα η Επιτροπή δικαιολογούν κατεξοχήν την παροχή αυξημένου αριθμού πληροφοριών.

91      Δεύτερον, υπενθυμίζεται επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εντάσσεται στο πλαίσιο έρευνας η οποία αφορά πρακτικές περιοριστικές του ανταγωνισμού και στην οποία εμπλέκονται, πέραν της προσφεύγουσας, άλλες επτά εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον τομέα του τσιμέντου. Επομένως, δεδομένου του όγκου των προς διασταύρωση πληροφοριών, δεν είναι δυσανάλογη η απαίτηση της Επιτροπής να παρασχεθούν οι απαντήσεις υπό μορφή που να καθιστά δυνατή τη σύγκρισή τους.

92      Ως εκ τούτου, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

93      Στο πλαίσιο της δεύτερης αιτιάσεως, η προσφεύγουσα τονίζει τον δυσανάλογο χαρακτήρα της προθεσμίας απαντήσεως δώδεκα και δύο εβδομάδων αντιστοίχως για τις δέκα πρώτες και για την ενδέκατη ομάδα ερωτήσεων, λαμβανομένου υπόψη του όγκου των προς παροχή πληροφοριών.

94      Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας. Υπενθυμίζει ότι η προσφεύγουσα είχε στη διάθεσή της 17 εβδομάδες για να απαντήσει στις δέκα πρώτες ομάδες ερωτήσεων, και όχι δώδεκα όπως είχε αρχικά προβλεφθεί.

95      Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει καταρχάς ότι η προσφεύγουσα, κατά την πρόοδο της διοικητικής διαδικασίας, ζήτησε μεν από την Επιτροπή να παρατείνει την προθεσμία απαντήσεως δώδεκα εβδομάδων για τις δέκα πρώτες ομάδες ερωτήσεων, αλλά δεν υπέβαλε αντίστοιχο αίτημα για την ενδέκατη ομάδα ερωτήσεων, πράγμα το οποίο αρκεί για να διαπιστωθεί ότι η εν λόγω προθεσμία ήταν επαρκής για την προσφεύγουσα (βλ., επ’ αυτού και κατ’ αναλογία, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Μαΐου 1998, T‑338/94, Finnboard κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1617, σκέψη 54).

96      Για να εκτιμηθεί αν το βάρος που συνεπαγόταν η υποχρέωση απαντήσεως στις δέκα πρώτες ομάδες ερωτήσεων εντός προθεσμίας δώδεκα εβδομάδων είναι ενδεχομένως δυσανάλογο, πρέπει να ληφθεί υπόψη το ενδεχόμενο που αντιμετώπιζε η προσφεύγουσα, ως αποδέκτρια αποφάσεως περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, να της επιβληθεί όχι μόνο πρόστιμο ή χρηματική ποινή σε περίπτωση παροχής ελλιπών πληροφοριών ή εκπρόθεσμης παροχής πληροφοριών ή σε περίπτωση μη παροχής πληροφοριών, κατ’ εφαρμογή, αντιστοίχως, του άρθρου 23, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και του άρθρου 24, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1/2003, αλλά επίσης να της επιβληθεί πρόστιμο σε περίπτωση παροχής ανακριβών ή «παραπλανητικών» κατά την Επιτροπή πληροφοριών, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του εν λόγω κανονισμού.

97      Επομένως, η εξέταση του κατά πόσον η προθεσμία που έχει ταχθεί με απόφαση περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών είναι πρόσφορη έχει ιδιαίτερη σημασία. Πράγματι, η προθεσμία αυτή πρέπει να παρέχει στον αποδέκτη της αποφάσεως τη δυνατότητα όχι μόνο να παράσχει απλώς και μόνο μιαν απάντηση, αλλά επίσης να διασφαλίζει την πληρότητα, την ακρίβεια και τον μη παραπλανητικό χαρακτήρα των παρεχόμενων πληροφοριών.

98      Ασφαλώς, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 88 ανωτέρω, δεν μπορεί να μην γίνει δεκτό ότι ο αριθμός των ζητούμενων πληροφοριών καθώς και η ιδιαιτέρως δεσμευτική μορφή με την οποία έπρεπε να υποβληθούν οι απαντήσεις συνεπάγονταν ιδιαιτέρως σημαντικό φόρτο εργασίας.

99      Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η προσφεύγουσα, δεδομένων των μέσων που είχε στη διάθεσή της λόγω της οικονομοτεχνικής της ισχύος, ευλόγως μπορούσε να θεωρηθεί ως κατεξοχήν δυνάμενη να παράσχει απάντηση που να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που εκτέθηκαν στη σκέψη 97 ανωτέρω εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η οποία, εξάλλου, ορίστηκε τελικώς σε 17 εβδομάδες.

100    Ως εκ τούτου, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

101    Στο πλαίσιο της τρίτης αιτιάσεως, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι ο φόρτος εργασίας που συνεπαγόταν η απάντηση στο ερωτηματολόγιο της προκάλεσε ζημία και υπενθυμίζει ότι ζήτησε να απαλλαγεί από την υποχρέωση απαντήσεως σε αυτό. Πέραν του οικονομικού κόστους, η προετοιμασία της απαντήσεως είχε ως αρνητική συνέπεια την κινητοποίηση και την παράλυση του διοικητικού της δυναμικού σε μια ιδιαιτέρως δυσμενή οικονομική συγκυρία για τον τομέα του τσιμέντου γενικώς και για την προσφεύγουσα ειδικώς.

102    Κατά πρώτο λόγο, όσον αφορά την οικονομική ζημία που προκάλεσε στην προσφεύγουσα η απάντηση στο ερωτηματολόγιο, υπενθυμίζεται ότι, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 88 έως 91 ανωτέρω, έγινε δεκτό ότι το βάρος που συνεπαγόταν η απάντηση στο εν λόγω ερωτηματολόγιο δεν ήταν προδήλως υπερβολικό δεδομένων των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Πάντως, η ενδεχομένως ευρεία έκταση του οικονομικού κόστους που είχε η απάντηση αυτή είναι απλώς το επακόλουθο του προαναφερθέντος φόρτου εργασίας. Ως εκ τούτου, από το ως άνω οικονομικό κόστος και μόνο δεν προκύπτει, παρά την ενδεχομένως σημαντική έκτασή του, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

103    Κατά δεύτερο λόγο, όσον αφορά όσα εξέθεσε η προσφεύγουσα σχετικά με την παραλυσία του διοικητικού δυναμικού της, αρκεί να υπογραμμιστεί ότι πρόκειται περί απλού επιχειρήματος που δεν συνοδεύεται από κανένα βάσιμο αποδεικτικό στοιχείο. Πράγματι, το μόνο συνημμένο που έχει σχέση με το ζήτημα αυτό, και ειδικότερα το συνημμένο A 13, περιλαμβάνει απλώς και μόνον έναν πίνακα στον οποίο η προσφεύγουσα παρουσιάζει αναλυτικά τις επιμέρους δαπάνες τις οποίες διατείνεται ότι υπέστη λόγω της απαντήσεως στο ερωτηματολόγιο και τον αριθμό των ωρών που δαπάνησε για την απάντηση αυτή. Το εν λόγω συνημμένο δεν καθιστά αυτό καθαυτό δυνατή την επαλήθευση του επιχειρήματος της προσφεύγουσας περί παραλυσίας του διοικητικού δυναμικού της.

104    Ως εκ τούτου, η τρίτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

105    Τέλος, στο πλαίσιο της τέταρτης αιτιάσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις συνολικές επιπτώσεις που είχαν, η έκταση και ο βαθμός λεπτομέρειας των ζητούμενων πληροφοριών, η υποχρέωση υποβολής των πληροφοριών αυτών με συγκεκριμένη προκαθορισμένη μορφή, η φύση των ζητούμενων πληροφοριών, η συντομία των προθεσμιών απαντήσεως και, το απορρέον οικονομικό κόστος, θα πρέπει εν πάση περιπτώσει να διαπιστώσει την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

106    Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

107    Ειδικότερα, όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 102 ανωτέρω, το φερόμενο ως σημαντικό κόστος που είχε η προσφεύγουσα αποτελεί απλώς το επακόλουθο του φόρτου εργασίας που συνεπαγόταν η απάντηση στο ερωτηματολόγιο. Πάντως, στο μέτρο κατά το οποίο, αφενός, ο εν λόγω φόρτος κρίθηκε ως μη προδήλως υπερβολικός λαμβανομένων υπόψη των εικαζόμενων παραβάσεων τις οποίες ερευνούσε η Επιτροπή και, αφετέρου, η προθεσμία που τελικώς ορίστηκε παρείχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να αντεπεξέλθει στον φόρτο αυτό, πρέπει κατά λογική αναγκαιότητα να γίνει δεκτό ότι το επιχείρημα περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας είναι απορριπτέο.

108     Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το τέταρτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, η προσφυγή στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν.

 Επί των δικαστικών εξόδων

109    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, να καταδικαστεί και στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής, περιλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Cementos Portland Valderrivas, SA στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

Dittrich

Wiszniewska-Białecka

Prek

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Μαρτίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.