Language of document : ECLI:EU:T:2014:121

Υπόθεση T‑296/11

Cementos Portland Valderrivas, SA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών — Απαραίτητος χαρακτήρας των ζητούμενων πληροφοριών — Αρκούντως σοβαρές ενδείξεις — Δικαστικός έλεγχος — Αναλογικότητα»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα)
της 14ης Μαρτίου 2014

1.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας — Στάδιο προκαταρκτικής εξετάσεως που προηγείται της ανακοινώσεως των αιτιάσεων — Τήρηση της γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης περί προστασίας από αυθαίρετες ή δυσανάλογα επαχθείς παρεμβάσεις της δημόσιας αρχής — Υποχρέωση της Επιτροπής να διαθέτει αρκούντως σοβαρές ενδείξεις που να προκαλούν υπόνοιες περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού — Εκτίμηση του αρκούντως σοβαρού χαρακτήρα των ενδείξεων

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 18 § 3)

2.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Αίτηση παροχής πληροφοριών — Παράθεση της νομικής βάσεως και του σκοπού της αιτήσεως — Απαίτηση για την ύπαρξη σχέσεως αναγκαιότητας μεταξύ των ζητούμενων πληροφοριών και της διερευνώμενης παραβάσεως — Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Περιεχόμενο

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 18 § 3)

3.      Ένδικη διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Τυπικά στοιχεία — Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών ή λόγων — Απαράδεκτο

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

4.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Αίτηση παροχής πληροφοριών — Εξουσίες της Επιτροπής — Όρια — Απαίτηση για την ύπαρξη σχέσεως αναγκαιότητας μεταξύ των ζητούμενων πληροφοριών και της διερευνώμενης παραβάσεως — Ελεύθερα προσβάσιμες πληροφορίες

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 18 § 1)

5.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Αίτηση παροχής πληροφοριών — Εξουσίες της Επιτροπής — Δυνατότητα αποστολής αιτήσεως η οποία απαιτεί τη συστηματοποίηση των ζητούμενων στοιχείων — Όρια

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 18)

6.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Αίτηση παροχής πληροφοριών — Εξουσίες της Επιτροπής — Όρια — Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας — Προθεσμία απαντήσεως που έχει ταχθεί στην επιχείρηση — Εκτίμηση του δυσανάλογου ή μη χαρακτήρα

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 18 § 3)

1.      Τα μέτρα διεξαγωγής έρευνας που λαμβάνει η Επιτροπή κατά το στάδιο προκαταρκτικής εξετάσεως της διοικητικής διαδικασίας δυνάμει του κανονισμού 1/2003, ιδίως τα μέτρα προς εξακρίβωση στοιχείων και οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών, ισοδυναμούν, ως εκ της φύσεώς τους, με τη διατύπωση αιτιάσεως περί παραβάσεως και ενδέχεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην κατάσταση των επιχειρήσεων κατά των οποίων στρέφονται οι υπόνοιες. Επομένως, πρέπει να αποφεύγεται η ανεπανόρθωτη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κατά το στάδιο αυτό της διοικητικής διαδικασίας, δεδομένου ότι τα λαμβανόμενα μέτρα διεξαγωγής έρευνας ενδέχεται να έχουν καθοριστική σημασία για την απόδειξη του παράνομου χαρακτήρα ενεργειών συγκεκριμένης επιχειρήσεως οι οποίες είναι ικανές να στοιχειοθετήσουν την ευθύνη της επιχειρήσεως αυτής.

Συναφώς, δεν μπορεί να απαιτείται από την Επιτροπή, στο στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως, να επισημαίνει, πέραν των εικαζόμενων παραβάσεων τις οποίες ερευνά, τις ενδείξεις, δηλαδή τα στοιχεία που την έχουν οδηγήσει στην εξέταση του ενδεχομένου παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Πράγματι, η υποχρέωση αυτή θα μπορούσε να κλονίσει την ισορροπία που έχει καθιερώσει η νομολογία μεταξύ, αφενός, της διαφυλάξεως της αποτελεσματικότητας της έρευνας και, αφετέρου, της προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως.

Εντούτοις, από τα ανωτέρω δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή, πριν την έκδοση αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, δεν πρέπει να έχει στην κατοχή της στοιχεία που την έχουν οδηγήσει στην εξέταση του ενδεχομένου παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

Ειδικότερα, η ανάγκη προστασίας από παρεμβάσεις της δημόσιας αρχής στη σφαίρα της ιδιωτικής δραστηριότητας ενός προσώπου, φυσικού ή νομικού, που είναι αυθαίρετες ή δυσανάλογα επαχθείς συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης. Για την τήρηση της προμνησθείσας γενικής αρχής, η απόφαση περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών πρέπει να αποσκοπεί στη συλλογή των στοιχείων τεκμηριώσεως που είναι απαραίτητα για την εξακρίβωση του υποστατού και της εκτάσεως ορισμένης πραγματικής και νομικής καταστάσεως, για την οποία η Επιτροπή διαθέτει ήδη πληροφορίες οι οποίες αποτελούν αρκούντως σοβαρές ενδείξεις που να προκαλούν υπόνοιες ότι η οικεία επιχείρηση παρέβη τους κανόνες ανταγωνισμού.

Συναφώς, η εκτίμηση του αρκούντως σοβαρού χαρακτήρα των ενδείξεων αυτών πρέπει να πραγματοποιείται λαμβάνοντας υπόψη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εντάσσεται στο στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως, σκοπός του οποίου είναι να παρέχεται στην Επιτροπή η δυνατότητα να συλλέξει όλα τα ουσιώδη στοιχεία για την εξακρίβωση ή μη της παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού και να λάβει μια πρώτη θέση για την κατεύθυνση και τη συνέχεια της διαδικασίας. Προς τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να απευθύνει αιτήσεις παροχής πληροφοριών κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003 ή να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους δυνάμει του άρθρου 20 του ίδιου κανονισμού. Ως εκ τούτου, κατά το στάδιο αυτό δεν μπορεί να απαιτείται από την Επιτροπή, πριν την έκδοση αποφάσεως περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών, να έχει στην κατοχή της στοιχεία από τα οποία να προκύπτει η ύπαρξη παραβάσεως. Επομένως, αρκεί να μπορούν οι εν λόγω ενδείξεις να δημιουργήσουν εύλογη υπόνοια σχετικά με την τέλεση των εικαζόμενων παραβάσεων, ώστε να έχει τη δυνατότητα η Επιτροπή να ζητεί την παροχή συμπληρωματικών πληροφοριών με απόφαση εκδιδόμενη βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003.

(βλ. σκέψεις 35, 37-40, 43)

2.      Η υποχρέωση που επιβάλλει το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 στην Επιτροπή να μνημονεύει τη νομική βάση και τον σκοπό της αιτήσεως παροχής πληροφοριών αποτελεί θεμελιώδη απαίτηση προκειμένου να μπορεί να καταδεικνύεται ότι δικαιολογημένα ζητούνται ορισμένες πληροφορίες από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, αλλά επίσης για να παρέχεται σε αυτές η δυνατότητα να αντιληφθούν την έκταση του καθήκοντος συνεργασίας που υπέχουν, διατηρώντας συγχρόνως τα δικαιώματά τους άμυνας. Εξ αυτού προκύπτει ότι το μόνο που μπορεί να απαιτεί η Επιτροπή είναι η υποβολή πληροφοριών που παρέχουν σε αυτήν τη δυνατότητα να εξακριβώσει τις εικαζόμενες παραβάσεις οι οποίες δικαιολογούν τη διεξαγωγή της έρευνας και μνημονεύονται στην αίτηση παροχής πληροφοριών.

Λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας της Επιτροπής προς διεξαγωγή ερευνών και ελέγχων, σε αυτήν απόκειται να εκτιμήσει αν οι πληροφορίες που ζητεί από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είναι απαραίτητες. Όσον αφορά τον έλεγχο που ασκεί το Γενικό Δικαστήριο επί της εν λόγω εκτιμήσεως της Επιτροπής, η έννοια «απαραίτητες πληροφορίες» πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με τους σκοπούς για τους οποίους έχει παρασχεθεί στην Επιτροπή η συγκεκριμένη εξουσία έρευνας. Ειδικότερα, η απαίτηση να υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ της αιτήσεως παροχής πληροφοριών και της εικαζόμενης παραβάσεως ικανοποιείται εφόσον, στο στάδιο αυτό της διαδικασίας, η αίτηση αυτή μπορεί θεμιτώς να θεωρηθεί ότι έχει σχέση με την εικαζόμενη παράβαση, ώστε να μπορεί ευλόγως η Επιτροπή να υποθέσει ότι το σχετικό έγγραφο θα τη βοηθήσει να κρίνει αν υφίσταται η προβαλλόμενη παράβαση.

(βλ. σκέψεις 36, 66)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 64)

4.      Πληροφορίες, όπως ταχυδρομικοί κώδικες για ορισμένη διεύθυνση, μολονότι είναι ελεύθερα προσβάσιμες στην Επιτροπή, με συνέπεια αυτή να μην χρειάζεται να ζητήσει την υποχρεωτική υποβολή τους, εντούτοις συνιστούν το αναγκαίο συμπλήρωμα των πληροφοριών που έχει αποκλειστικώς στην κατοχή της η εμπλεκόμενη επιχείρηση. Ως εκ τούτου, η δυνατότητα ελεύθερης προσβάσεως στις πληροφορίες αυτές δεν αποτελεί λόγο για να μην μπορούν να χαρακτηριστούν ως απαραίτητες κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003.

(βλ. σκέψεις 74, 75)

5.      Δεδομένου ότι ως παροχή «πληροφοριών» κατά την έννοια του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003 πρέπει να νοείται όχι μόνον η προσκόμιση εγγράφων αλλά και η υποχρέωση απαντήσεως σε ερωτήσεις που αφορούν τα εν λόγω έγγραφα, η αίτηση της Επιτροπής δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στην προσκόμιση στοιχείων που είναι διαθέσιμα ανεξαρτήτως οποιασδήποτε παρεμβάσεως της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως. Επομένως, η Επιτροπή θεμιτώς μπορεί να απευθύνει προς την επιχείρηση ερωτήσεις που απαιτούν τη συστηματοποίηση των ζητούμενων στοιχείων.

Εντούτοις, τουλάχιστον δύο αρχές οριοθετούν την άσκηση της εξουσίας αυτής. Αφενός, οι ερωτήσεις προς ορισμένη επιχείρηση δεν μπορούν να εξαναγκάζουν την επιχείρηση αυτή να παραδεχθεί ότι διέπραξε ορισμένη παράβαση. Αφετέρου, οι απαντήσεις στις εν λόγω ερωτήσεις δεν πρέπει να αποτελούν δυσανάλογο βάρος σε σχέση με τις ανάγκες της έρευνας.

(βλ. σκέψεις 80, 81)

6.      Οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών που απευθύνει η Επιτροπή προς συγκεκριμένη επιχείρηση πρέπει να συνάδουν προς την αρχή της αναλογικότητας και η υποχρέωση παροχής πληροφοριών που επιβάλλεται σε ορισμένη επιχείρηση δεν πρέπει να αποτελεί για αυτή δυσανάλογο βάρος σε σχέση με τις ανάγκες της έρευνας.

Για να εκτιμηθεί αν είναι ενδεχομένως δυσανάλογο το βάρος που συνεπάγεται η υποχρέωση απαντήσεως σε ορισμένες ερωτήσεις εντός της ταχθείσας από την Επιτροπή προθεσμίας, πρέπει να ληφθεί υπόψη το ενδεχόμενο που αντιμετωπίζει η επιχείρηση, ως αποδέκτρια αποφάσεως περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, να της επιβληθεί όχι μόνο πρόστιμο ή χρηματική ποινή σε περίπτωση παροχής ελλιπών πληροφοριών ή εκπρόθεσμης παροχής πληροφοριών ή σε περίπτωση μη παροχής πληροφοριών, κατ’ εφαρμογή, αντιστοίχως, του άρθρου 23, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και του άρθρου 24, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 1/2003, αλλά επίσης να της επιβληθεί πρόστιμο σε περίπτωση παροχής ανακριβών ή «παραπλανητικών» κατά την Επιτροπή πληροφοριών, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του εν λόγω κανονισμού.

Επομένως, η εξέταση του κατά πόσον η προθεσμία που έχει ταχθεί με απόφαση περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών είναι πρόσφορη έχει ιδιαίτερη σημασία. Πράγματι, η προθεσμία αυτή πρέπει να παρέχει στον αποδέκτη της αποφάσεως τη δυνατότητα όχι μόνο να παράσχει απλώς και μόνο μιαν απάντηση, αλλά επίσης να διασφαλίζει την πληρότητα, την ακρίβεια και τον μη παραπλανητικό χαρακτήρα των παρεχόμενων πληροφοριών.

(βλ. σκέψεις 86, 96, 97)