Language of document : ECLI:EU:T:2012:596

Υπόθεση T‑135/09

Nexans France SAS και
Nexans SA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξεις που εκδίδονται κατά τον επιτόπιο έλεγχο — Ενδιάμεσα μέτρα — Απαράδεκτο — Απόφαση διατάσσουσα επιτόπιο έλεγχο — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Προστασία της ιδιωτικής ζωής — Αρκούντως σοβαρές ενδείξεις — Δικαστικός έλεγχος»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα)
της 14ης Νοεμβρίου 2012

1.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Εξουσία διενέργειας ελέγχων της Επιτροπής — Απόφαση διατάσσουσα τη διενέργεια ελέγχου — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Σαφής παράθεση των σοβαρών ενδείξεων που δικαιολογούν την υποψία διαπράξεως παραβάσεως — Δικαστικός έλεγχος

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 20 § 4)

2.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Εξουσία διενέργειας ελέγχων της Επιτροπής — Απόφαση διατάσσουσα τη διενέργεια ελέγχου — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Υποχρέωση αναφοράς τους κλάδων που σχετίζονται με την εικαζόμενη παράβαση — Δεν υφίσταται υποχρέωση επακριβούς οριοθετήσεως της αγοράς την οποία αφορά η έρευνα

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 20 § 4)

3.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Εξουσία διενέργειας ελέγχων της Επιτροπής — Όρια — Χρήση εγγράφων ή πληροφοριακών στοιχείων για τους σκοπούς της έρευνας — Χρήση σχετιζόμενη μόνο με τους κλάδους δραστηριότητας που αναφέρονται στην απόφαση με την οποία διατάσσεται ο έλεγχος

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 20 § 4)

4.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Εξουσία διενέργειας ελέγχων της Επιτροπής — Όρια — Εξέταση εγγράφων σχετικών με συμπεριφορές που παράγουν αποτελέσματα εκτός της κοινής αγοράς — Επιτρέπεται — Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 20 § 4)

5.      Ένδικη διαδικασία — Εξέταση των υποθέσεων από το Γενικό Δικαστήριο — Προστασία χορηγούμενη στους διαδίκους κατά της μη προσήκουσας χρήσεως των εγγράφων της διαδικασίας — Περιεχόμενο — Εξέταση των εγγράφων αυτών από άλλα πρόσωπα, εκτός των δικηγόρων — Επιτρέπεται — Προϋποθέσεις

(Οδηγίες προς τον Γραμματέα του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 5 §§ 3 και 7)

6.      Ένδικη διαδικασία — Υπόμνημα απαντήσεως — Τυπικά στοιχεία — Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών — Υπόμνημα απαντήσεως που παραπέμπει σε έγγραφα συνημμένα στα υπομνήματα — Παραδεκτό — Προϋποθέσεις

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

7.      Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξεις δεκτικές προσφυγής — Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα — Διοικητική διαδικασία με αντικείμενο την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού — Μέτρα λαμβανόμενα στο πλαίσιο διαδικασίας ελέγχου — Πράξεις μη δυνάμενες να αποσπαστούν από την απόφαση με την οποία διατάσσεται ο έλεγχος — Απαράδεκτο

(Άρθρο 230 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 18 §§ 1 και 3, και 20 §§ 2 και 4)

8.      Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξεις δεκτικές προσφυγής — Έννοια — Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα — Πράξεις μεταβάλλουσες τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος — Απόφαση με την οποία δεν γίνεται δεκτό αίτημα προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών — Εμπίπτει — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 230 ΕΚ))

9.      Προσφυγή ακυρώσεως — Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης — Αίτημα με το οποίο ζητείται να απευθυνθεί εντολή προς θεσμικό όργανο — Απαράδεκτο

(Άρθρο 230 ΕΚ)

1.      Η ανάγκη προστασίας έναντι παρεμβάσεων της δημόσιας αρχής στη σφαίρα της ιδιωτικής δραστηριότητας ενός προσώπου, είτε φυσικού είτε νομικού, που είναι αυθαίρετες ή δυσανάλογα επαχθείς συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης.

Επομένως, η Επιτροπή δεν υποχρεούται μεν να γνωστοποιεί στον αποδέκτη αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 όλα τα στοιχεία που διαθέτει σχετικά με τις πιθανολογούμενες παραβάσεις ούτε να προβαίνει σε ακριβή νομικό χαρακτηρισμό των παραβάσεων αυτών, οφείλει, όμως, να προσδιορίζει σαφώς τις ενδείξεις που σκοπεύει να εξετάσει.

Ο δικαστής της Ένωσης μπορεί έτσι να προβεί σε έλεγχο μιας τέτοιας αποφάσεως, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η απόφαση αυτή δεν είναι αυθαίρετη, δηλαδή ότι δεν εκδόθηκε χωρίς να υπάρχει κανένα στοιχείο ικανό να δικαιολογήσει τον διαταχθέντα έλεγχο. Δεδομένου ότι οι διενεργούμενοι από την Επιτροπή έλεγχοι αποσκοπούν στη συλλογή των στοιχείων που είναι απαραίτητα για την εξακρίβωση του υποστατού και της εκτάσεως ορισμένης πραγματικής και νομικής καταστάσεως, για την οποία η Επιτροπή διαθέτει ήδη πληροφορίες, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει, στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, να βεβαιωθεί ότι υφίστανται αρκούντως σοβαρές ενδείξεις βάσει των οποίων δημιουργούνται υπόνοιες ότι η οικεία επιχείρηση παρέβη τους κανόνες του ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 40, 42, 43, 72)

2.      Μολονότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη, κατά το στάδιο του επιτόπιου ελέγχου, να οριοθετήσει επακριβώς, με την απόφαση περί διενέργειας ελέγχου δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, την αγορά την οποία αφορά η έρευνά της, εντούτοις οφείλει να διευκρινίσει επαρκώς τους κλάδους που καλύπτει η εικαζόμενη παράβαση, ως προς την οποία διεξάγεται η έρευνα, προκειμένου, αφενός, η εμπλεκόμενη επιχείρηση να μπορεί να περιορίσει τη συνεργασία της μόνο στους κλάδους ως προς τους οποίους η Επιτροπή διαθέτει αρκούντως σοβαρές ενδείξεις, ικανές να στοιχειοθετήσουν υπόνοιες για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού και δυνάμενες να δικαιολογήσουν παρέμβαση στη σφαίρα της ιδιωτικής δραστηριότητας της επιχειρήσεως αυτής, αφετέρου, ο δικαστής της Ένωσης να μπορεί να ελέγξει ενδεχομένως αν οι ενδείξεις αυτές είναι επαρκείς για τη διενέργεια ελέγχου.

(βλ. σκέψη 45)

3.      Η Επιτροπή, όταν διενεργεί επιτόπιο έλεγχο στις εγκαταστάσεις επιχειρήσεως δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, υποχρεούται να περιορίζει τις έρευνες στις δραστηριότητες της επιχειρήσεως που σχετίζονται με τους κλάδους που αναφέρονται στην απόφαση περί διενέργειας ελέγχου και, συνεπώς, να μη χρησιμοποιεί στο πλαίσιο της έρευνάς της έγγραφα ή πληροφοριακά στοιχεία τα οποία δεν σχετίζονται με τις δραστηριότητες αυτές.

Συγκεκριμένα, χωρίς τον περιορισμό αυτό, η Επιτροπή θα μπορούσε στην πράξη, κάθε φορά που έχει την υπόνοια, βάσει ενδείξεων, ότι μια επιχείρηση έχει παραβεί τους κανόνες του ανταγωνισμού σε συγκεκριμένο κλάδο των δραστηριοτήτων της, να διενεργεί έλεγχο στο σύνολο των δραστηριοτήτων της, με απώτερο σκοπό να εντοπίσει την ύπαρξη οποιασδήποτε παραβάσεως έχει τυχόν διαπράξει η συγκεκριμένη επιχείρηση, πλην όμως αυτό δεν θα ήταν συμβατό με την προστασία της σφαίρας της ιδιωτικής δραστηριότητας των νομικών προσώπων, η οποία σε μια δημοκρατική κοινωνία αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα.

(βλ. σκέψεις 64, 65)

4.      Όπως προκύπτει από τον τίτλο του κανονισμού 1/2003, σκοπός των εξουσιών που παρέχονται στην Επιτροπή με τον κανονισμό αυτόν είναι η εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ. Οι δύο αυτές διατάξεις απαγορεύουν ορισμένες συμπεριφορές εκ μέρους των επιχειρήσεων, εφόσον αυτές ενδέχεται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση των όρων του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς. Επομένως, η Επιτροπή μπορεί να χρησιμοποιήσει τις εξουσίες έρευνας που διαθέτει αποκλειστικά και μόνον προς εντοπισμό τέτοιων συμπεριφορών. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορεί να διενεργήσει έλεγχο στις εγκαταστάσεις μιας επιχειρήσεως, αν υποπτεύεται ότι υπάρχει συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική, της οποίας οι συνέπειες εκδηλώνονται σε μία ή περισσότερες αγορές, εκτός της κοινής αγοράς. Αντιθέτως, δεν απαγορεύεται να εξετάσει η Επιτροπή έγγραφα σχετικά με τις αγορές αυτές, προκειμένου να εντοπίσει συμπεριφορές δυνάμενες να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση των όρων του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς.

(βλ. σκέψη 99)

5.      Οι συντάκτες νομικής γνωμοδοτήσεως συνημμένης σε υπόμνημα των διαδίκων, οι οποίοι δεν είναι δικηγόροι των διαδίκων ή πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από αυτούς να συμβουλευθούν τον φάκελο, δεν θεωρούνται τρίτοι μη έχοντες δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφοι 3 και 7, των οδηγιών προς τον Γραμματέα του Γενικού Δικαστηρίου.

Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή επιτάσσει οι διάδικοι να έχουν πρόσβαση στα δικόγραφα των άλλων διαδίκων αποκλειστικά και μόνον προς υπεράσπιση της υποθέσεώς τους, αποκλειομένων άλλων σκοπών.

Επομένως, η δημοσιοποίηση εγγράφων της δικογραφίας από διάδικο σε τρίτα πρόσωπα όχι με σκοπό την υπεράσπισή του συνιστά καταστρατήγηση της διαδικασίας. Αντιθέτως, δεν αντιβαίνει προς το άρθρο 5, παράγραφοι 3 και 7, των οδηγιών προς τον Γραμματέα του Γενικού Δικαστηρίου να επιτρέπει ένας διάδικος σε πραγματογνώμονα να συμβουλευθεί δικόγραφο, εφόσον τούτο διευκολύνει την κατάρτιση, από τον πραγματογνώμονα αυτόν, εγγράφου προς υπεράσπιση των συμφερόντων του, το οποίο πρόκειται να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 107-109)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 112, 113)

7.      Ο έλεγχος που διενεργείται δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 συνεπάγεται την εξέταση εγγράφων και, ενδεχομένως, τη λήψη αντιγράφων, καθώς και, ενδεχομένως, την υποβολή ερωτήσεων σε εργαζομένους ή εκπροσώπους των οικείων επιχειρήσεων σχετικά με το αντικείμενο και τον σκοπό του επιτόπιου ελέγχου Πάντως, η υποχρέωση των επιχειρήσεων αυτών να επιτρέψουν στη μεν Επιτροπή τη λήψη αντιγράφων από τα εν λόγω έγγραφα στους δε εργαζομένους τους και εκπροσώπους τους να παράσχουν τις ζητούμενες διευκρινίσεις απορρέει από την απόφαση με την οποία διατάσσεται η διενέργεια ελέγχου και όχι από άλλη, χωριστή πράξη που λαμβάνεται κατά τον επιτόπιο έλεγχο.

Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η λήψη αντιγράφου και η υποβολή ερωτήσεως κατά τον επιτόπιο έλεγχο δεν αποτελούν αποσπαστές πράξεις σε σχέση με την απόφαση με την οποία διατάχθηκε ο επιτόπιος έλεγχος, αλλά εκτελεστικές της αποφάσεως αυτής πράξεις.

Επομένως, η απόφαση να ληφθούν ακριβή αντίγραφα διαφόρων ψηφιακών αρχείων και του σκληρού δίσκου, προκειμένου αυτά να εξεταστούν σε μεταγενέστερο χρόνο στα γραφεία της Επιτροπής, καθώς και η απόφαση εξετάσεως υπαλλήλου δεν θεωρούνται πράξεις δυνάμενες να προσβληθούν με προσφυγή ακυρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 121, 125, 132)

8.      Η απόφαση με την οποία η Επιτροπή απορρίπτει αίτημα προστασίας, στο πλαίσιο του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών, εγγράφων τα οποία ζήτησε να προσκομιστούν στο πλαίσιο ελέγχου δυνάμει του κανονισμού 1/2003 αναπτύσσει έννομα αποτελέσματα έναντι αυτής της επιχειρήσεως, μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική της θέση, καθώς στερεί το ευεργέτημα της προστασίας που προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο και έχει οριστικό χαρακτήρα και είναι ανεξάρτητη από την τελική απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού.

Ωστόσο, εάν η επιχείρηση δεν προβάλει ότι τα έγγραφα από τα οποία η Επιτροπή έλαβε αντίγραφα ή οι πληροφορίες που περιήλθαν σε αυτήν δυνάμει των πράξεων αυτών προστατεύονται από το δίκαιο της Ένωσης όπως προστατεύεται το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών, η απόφαση της Επιτροπής να λάβει αντίγραφα των εγγράφων αυτών και να ζητήσει από τις προσφεύγουσες πληροφοριακά στοιχεία δεν στερεί από τις προσφεύγουσες το ευεργέτημα της προστασίας αυτής.

Σε μια τέτοια περίπτωση, η απόφαση της Επιτροπής να λάβει αντίγραφα των εγγράφων αυτών ή να ζητήσει από εργαζομένους της επιχειρήσεως πληροφοριακά στοιχεία δεν αποτελεί πράξη δυνάμενη να προσβληθούν με προσφυγή ακυρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 128, 129, 132)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 136)