Language of document : ECLI:EU:T:2015:238

Υπόθεση T‑217/11

Claire Staelen

κατά

Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή

«Εξωσυμβατική ευθύνη — Προσέγγιση που ακολούθησε ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής κατά την εξέταση καταγγελίας σχετικά με κακή διαχείριση του πίνακα των πλέον ικανών υποψηφίων που προέκυψε από γενικό διαγωνισμό — Εξουσίες διεξαγωγής ερευνών — Καθήκον επιμελείας — Απώλεια ευκαιρίας — Ηθική βλάβη»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)
της 29ης Απριλίου 2015

1.      Αγωγή αποζημιώσεως — Αντικείμενο — Αίτημα αποκαταστάσεως ζημίας που προκλήθηκε από φερόμενη πλημμελή αντιμετώπιση καταγγελίας από τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή — Παραδεκτό

(Άρθρα 268 ΣΛΕΕ και 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

2.      Αγωγή αποζημιώσεως — Αυτοτέλεια σε σχέση με τις προσφυγές ακυρώσεως και κατά παραλείψεως — Παραδεκτό αγωγής με αντικείμενο συμπεριφορά «καταλογιστέα» σε όργανο ή οργανισμό της Ένωσης — Απουσία οριστικής απόφασης για ορισμένα σημεία των πραγματικών περιστατικών που αποτέλεσαν το αντικείμενο έρευνας που κινήθηκε με πρωτοβουλία του καθού — Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρα 268 ΣΛΕΕ και 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

3.      Εξωσυμβατική ευθύνη — Προϋποθέσεις — Έλλειψη νομιμότητας — Ζημία — Αιτιώδης συνάφεια — Σωρευτικές προϋποθέσεις — Μη συνδρομή μιας εκ των προϋποθέσεων — Απόρριψη της αγωγής αποζημιώσεως στο σύνολό της

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

4.      Εξωσυμβατική ευθύνη — Προϋποθέσεις — Έλλειψη νομιμότητας — Κατάφωρη παράβαση του δικαίου της Ένωσης — Παραβίαση εκ μέρους του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή της υποχρεώσεως επιμέλειας στο πλαίσιο έρευνας σχετικά με περιπτώσεις κακοδιοικήσεως — Εμπίπτει

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ· απόφαση 94/262 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου)

5.      Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής — Έρευνες — Εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την άσκηση των εξουσιών διεξαγωγής ερευνών — Όρια — Τήρηση της αρχής της επιμελείας — Παραβίαση — Πταίσμα ικανό να στοιχειοθετήσει την ευθύνη της Ένωσης

(Άρθρα 228 § 1 ΣΛΕΕ και 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ· απόφαση 94/262 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, άρθρο 3 § 1)

6.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Αρχή της χρηστής διοικήσεως — Υποχρέωση επιμέλειας — Περιεχόμενο

7.      Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής — Έρευνες — Έρευνες ιδία πρωτοβουλία — Κίνηση — Προϋποθέσεις

(Απόφαση 94/262 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου)

8.      Προσφυγή ακυρώσεως — Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης — Αίτημα περί διαπιστώσεως ποινικού αδικήματος — Απαράδεκτο

(Άρθρα 256 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ)

9.      Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής — Έρευνες — Δικαιώματα των ατόμων που αφορά η έρευνα — Αίτηση περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως των συγκεντρωθέντων εγγράφων και πληροφοριών — Αμφισβήτηση εκ μέρους του Διαμεσολαβητή — Δεν εμπίπτει

(Απόφαση 94/262 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου)

10.    Υπάλληλοι — Διαγωνισμός — Εξεταστική επιτροπή — Κατάρτιση πίνακα των πλέον ικανών υποψηφίων — Καθορισμός της διάρκειας ισχύος — Εξουσία εκτιμήσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής — Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 29 και 30)

11.    Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Ίση μεταχείριση — Έννοια

12.    Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής — Έρευνες — Υποχρέωση επιμέλειας — Διαπίστωση ελλείψεως κακοδιοικήσεως αποκλειστικώς βάσει των διευκρινίσεων του θεσμικού οργάνου το οποίο αφορά η έρευνα — Παραβίαση — Πταίσμα ικανό να στοιχειοθετήσει την ευθύνη της Ένωσης

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ· απόφαση 94/262 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου)

13.    Ένδικη διαδικασία — Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας — Προϋποθέσεις — Ανάπτυξη προβληθέντος ισχυρισμού — Παραδεκτό

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 44 § 1, στοιχείο γ΄, και 48 § 2)

14.    Προσφυγή ακυρώσεως — Λόγοι — Κατάχρηση εξουσίας — Έννοια

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

15.    Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Τήρηση εύλογης προθεσμίας — Διοικητική διαδικασία — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41)

16.    Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής — Κώδικας ορθής διοικητικής συμπεριφοράς — Υποχρεωτικά αποτελέσματα — Δεν υφίστανται

(Άρθρο 228 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41)

17.    Εξωσυμβατική ευθύνη — Προϋποθέσεις — Πραγματική και βεβαία ζημία — Βάρος αποδείξεως

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

18.    Εξωσυμβατική ευθύνη — Προϋποθέσεις — Αιτιώδης συνάφεια — Έννοια — Ζημία υποψηφίου σε διαγωνισμό απορρέουσα από την απώλεια της ευκαιρίας προσλήψεως, κατόπιν σφαλμάτων του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή — Η καθοριστική αιτία της ζημίας δεν έγκειται στις ενέργειες του Διαμεσολαβητή — Έλλειψη αιτιώδους συνάφειας

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

19.    Αγωγή αποζημιώσεως — Αντικείμενο — Αποκατάσταση της ζημίας που ο ενάγων προβάλλει ότι υπέστη συνεπεία της απώλειας της ευκαιρίας προσλήψεως σε θεσμικό όργανο της Ένωσης — Παραδεκτό

(Άρθρα 268 ΣΛΕΕ και 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 30)

20.    Εξωσυμβατική ευθύνη — Ζημία — Ζημία δεκτική αποζημιώσεως — Ηθική βλάβη προκληθείσα από την απώλεια εμπιστοσύνης στον θεσμό του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή — Περιλαμβάνεται

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 55)

2.      Η αγωγή αποζημιώσεως θεσπίστηκε από τη Συνθήκη ΛΕΕ ως αυτοτελές ένδικο βοήθημα με ιδιαίτερη λειτουργία στο πλαίσιο του συστήματος παροχής έννομης προστασίας και υποκείμενο σε προϋποθέσεις ασκήσεως οι οποίες τέθηκαν ενόψει του ειδικού σκοπού της. Ενώ σκοπός της προσφυγής ακυρώσεως και της προσφυγής κατά παραλείψεως είναι να επιβληθεί κύρωση λόγω του παράνομου χαρακτήρα μιας νομικώς δεσμευτικής πράξεως ή λόγω της ελλείψεως τέτοιας πράξεως, η αγωγή αποζημιώσεως έχει ως αντικείμενο αίτηση αποκαταστάσεως ζημίας απορρέουσας από παράνομη πράξη ή συμπεριφορά καταλογιστέα σε κοινοτικό όργανο ή οργανισμό.

Ως εκ τούτου, όσον αφορά αγωγή αποζημιώσεως με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που η ενάγουσα υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω του τρόπου με τον οποίο ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής προέβη στην εξέταση της καταγγελίας της, το παραδεκτό της εν λόγω αγωγής αποζημιώσεως δεν μπορεί να επηρεαστεί από το γεγονός ότι ο Διαμεσολαβητής δεν έχει ακόμη λάβει οριστική απόφαση όσον αφορά ορισμένα σημεία που αποτελέσαν αντικείμενο έρευνας που διεξήγαγε με δική του πρωτοβουλία προκειμένου να διαπιστώσει εάν υπήρχε περίπτωση κακοδιοικήσεως εκ μέρους του κατά την εκτίμηση της καταστάσεως της ενάγουσας.

(βλ. σκέψεις 59, 60)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 68, 69)

4.      Ως προς τη στοιχειοθέτηση εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, όσον αφορά την προϋπόθεση του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς ενός θεσμικού οργάνου, απαιτείται να αποδεικνύεται κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Η προϋπόθεση αυτή σχετικά με τον προστατευτικό χαρακτήρα πληρούται όταν ο παραβιασθείς κανόνας δικαίου, μολονότι αφορά ουσιαστικά συμφέροντα γενικού χαρακτήρα, διασφαλίζει επίσης την προστασία των ατομικών συμφερόντων των εμπλεκομένων ιδιωτών. Ωστόσο, ως προς την αρχή της επιμελείας ή ως προς το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως, αυτή η αρχή και αυτό το δικαίωμα λειτουργούν σαφώς προστατευτικά υπέρ των ιδιωτών. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τους κανόνες που διέπουν τις έρευνες του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή δεδομένου ότι οι κανόνες αυτοί παρέχουν τη δυνατότητα στον ιδιώτη να απευθύνει τις καταγγελίες για τις περιπτώσεις κακοδιοικήσεως και να ενημερωθεί για το αποτέλεσμα των διεξαχθεισών ερευνών συναφώς από τον Διαμεσολαβητή.

(βλ. σκέψεις 70, 88)

5.      Όσον αφορά το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής ως προς τη διεξαγωγή και το εύρος των ερευνών που πρέπει να πραγματοποιηθούν, καθώς και ως προς τα μέσα έρευνας που μπορούν να χρησιμοποιηθούν, μόνον η πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων της εξουσίας του να προβαίνει στη διεξαγωγή ερευνών, την οποία του αναγνωρίζει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 94/262, σχετικά με το καθεστώς του ευρωπαϊκού διαμεσολαβητή και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του, και τα άρθρα 4.1, 5 και 9.2 εκτελεστικών διατάξεων που εξέδωσε ο Διαμεσολαβητής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14 της εν λόγω αποφάσεως μπορεί να συνιστά σαφώς κατάφωρη παράβαση δυνάμενη να στοιχειοθετεί ευθύνη της Ένωσης.

Εντούτοις, εφόσον η άσκηση από τον Διαμεσολαβητή της εξουσίας του εκτιμήσεως ως προς τη διεξαγωγή έρευνας πρέπει να συνάδει προς τους υπέρτερης ισχύος κανόνες του δικαίου της Ένωσης, το περιθώριο εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στον Διαμεσολαβητή από την απόφαση 94/262 και από τις εκτελεστικές διατάξεις σε σχέση με τα μέτρα έρευνας που μπορούν να ληφθούν στο πλαίσιο της ασκήσεως της αποστολής του δεν τον απαλλάσσουν από την τήρηση της αρχής της επιμελείας. Επομένως, μολονότι ο Διαμεσολαβητής μπορεί να αποφασίζει ελευθέρως την κίνηση έρευνας και, εάν αποφασίσει να το πράξει, μπορεί να λάβει όλα τα μέτρα έρευνας που φρονεί ότι είναι δικαιολογημένα, εντούτοις πρέπει να βεβαιώνεται ότι, εν συνεχεία αυτών των μέτρων έρευνας, είναι σε θέση να εξετάσει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία προκειμένου να αποφανθεί ως προς το εάν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός σχετικά με την ύπαρξη περιπτώσεως κακοδιοικήσεως και της συνέχειας που πρέπει ενδεχομένως να δοθεί σε αυτόν τον ισχυρισμό. Η τήρηση της αρχή της επιμελείας από τον Διαμεσολαβητή κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του είναι κατά μείζονα λόγο σημαντική εκ του λόγου ότι σε αυτόν ακριβώς ανατέθηκε, δυνάμει του άρθρου 228, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και του άρθρου 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 94/262, η αποστολή να αποκαλύπτει και να επιδιώκει την εξάλειψη των περιπτώσεων κακοδιοικήσεως προς το γενικό συμφέρον και προς το συμφέρον του θιγόμενου πολίτη.

Ως εκ τούτου, ο Διαμεσολαβητής δεν διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως ως προς την τήρηση, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, της αρχή της επιμελείας. Επομένως, η απλή παραβίαση της αρχής της επιμελείας αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης παραβάσεως δυνάμενης να στοιχειοθετήσει ευθύνη της Ένωσης. Εντούτοις, κάθε παρατυπία που διαπράττει ο Διαμεσολαβητής δεν συνιστά παραβίαση της εν λόγω αρχής. Μόνον η παρατυπία που έχει ως συνέπεια να μην μπόρεσε να εξετάσει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία προκειμένου να αποφανθεί επί της βασιμότητας ισχυρισμού σχετικά με περίπτωση κακοδιοικήσεως εκ μέρους οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης και της συνέχειας που πρέπει ενδεχομένως να δοθεί στον ισχυρισμό αυτόν μπορεί να στοιχειοθετήσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης λόγω παραβάσεως της αρχής της επιμελείας.

(βλ. σκέψεις 78-80, 85-87)

6.      Στην περίπτωση που ένα όργανο της Ένωσης διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ο έλεγχος της τηρήσεως ορισμένων εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στις διοικητικές διαδικασίες ενέχει θεμελιώδη σημασία. Στις ως άνω εγγυήσεις συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, η τήρηση της αρχής της επιμελείας, ήτοι η υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα συναφή στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως.

Η τήρηση από το αρμόδιο όργανο του καθήκοντος να συγκεντρώνει επιμελώς τα επί των πραγματικών περιστατικών στοιχεία που είναι απαραίτητα για την άσκηση της ευρείας εξουσίας του εκτιμήσεως, καθώς και ο έλεγχός της από τον δικαστή της Ένωσης είναι κατά μείζονα λόγο σημαντικά, δεδομένου ότι η άσκηση της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως υπόκειται σε περιορισμένο μόνο δικαιοδοτικό έλεγχο επί της ουσίας, ο οποίος εξαντλείται στη διερεύνηση πρόδηλης πλάνης. Έτσι, η υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα συναφή στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου ο δικαστής της Ένωσης να μπορέσει να ελέγξει εάν συνέτρεχαν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η άσκηση αυτής της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως.

(βλ. σκέψεις 83, 84)

7.      Ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής δεν είναι υποχρεωμένος, στο πλαίσιο αυτεπάγγελτης έρευνας, να παύσει την αυτεπάγγελτη έρευνα οσάκις το πρόσωπο το οποίο αφορά η έρευνα αυτή αντιτίθεται σε αυτήν. Εξάλλου, καμία διάταξη της αποφάσεως 94/262, σχετικά με το καθεστώς του ευρωπαϊκού διαμεσολαβητή και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του, ή των εκτελεστικών διατάξεων που εξέδωσε ο Διαμεσολαβητής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14 της εν λόγω αποφάσεως δεν επιβάλλει στον Διαμεσολαβητή να λαμβάνει τη σύμφωνη γνώμη του καταγγέλλοντος προκειμένου να προβεί σε έρευνα σε όργανο ή σε οργανισμό της Ένωσης. Ομοίως, καμία διάταξη δεν επιβάλλει στον Διαμεσολαβητή να προβαίνει σε αυτεπάγγελτη έρευνα μόνον οσάκις τούτο δικαιολογείται από υπέρτερο δημόσιο συμφέρον.

Εντούτοις, το καθήκον του να διεξαγάγει την έρευνα με επιμέλεια του επιβάλλει να λαμβάνει υπόψη του το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων οσάκις προβαίνει σε πράξεις ελέγχου. Μεταξύ των στοιχείων αυτών περιλαμβάνεται η συμπεριφορά των εμπλεκόμενων προσώπων και το δημόσιο συμφέρον για την έρευνα. Ο Διαμεσολαβητής διαθέτει διακριτική εξουσία κατά τη στάθμιση των στοιχείων αυτών προκειμένου να αποφασίσει εάν πρέπει να εξακολουθήσει ή όχι την έρευνα.

(βλ. σκέψεις 155, 156)

8.      Μολονότι ο δικαστής της Ένωσης είναι αρμόδιος να εκτιμήσει εάν ορισμένες ενέργειες των οργάνων μπορούν να στοιχειοθετούν ευθύνη της Ένωσης, εντούτοις δεν είναι αρμόδιος να διαπιστώνει, επί τη βάσει των ενεργειών αυτών, την ύπαρξη ποινικού αδικήματος. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός που προϋποθέτει τη διαπίστωση από τον δικαστή της Ένωσης ότι ο Διαμεσολαβητής διέπραξε το ποινικό αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως είναι απαράδεκτος.

(βλ. σκέψη 165)

9.      Δυνάμει του άρθρου 13.3 των εκτελεστικών διατάξεων που εξέδωσε ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14 της αποφάσεως 94/262, σχετικά με το καθεστώς του ευρωπαϊκού διαμεσολαβητή και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του, ο καταγγέλλων δεν έχει πρόσβαση στα έγγραφα ή τα στοιχεία που λαμβάνει ο Διαμεσολαβητής από τα όργανα στο πλαίσιο της έρευνάς του οσάκις παρουσιάζονται στον Διαμεσολαβητή ως εμπιστευτικά. Το άρθρο 10.1 των εκτελεστικών διατάξεων προβλέπει ότι η καταγγελία χαρακτηρίζεται ως εμπιστευτική από τον Διαμεσολαβητή, εάν αυτό αποτελεί επιθυμία του καταγγέλλοντος. Οι εν λόγω διατάξεις δεν προβλέπουν κάποια εξαίρεση ή την εφαρμογή ειδικής διαδικασίας προκειμένου να διαπιστωθεί η βασιμότητα των αιτήσεων περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως.

Επομένως, δεν εναπόκειται στον Διαμεσολαβητή να αμφισβητεί τις αιτήσεις εκ μέρους των οργάνων περί διαφυλάξεως του εμπιστευτικού χαρακτήρα ορισμένων εγγράφων ή ορισμένων στοιχείων έναντι των καταγγελλόντων, όπως ακριβώς δεν εναπόκειται στον Διαμεσολαβητή να αμφισβητεί τη βασιμότητα αιτήσεως περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως της καταγγελίας ενός καταγγέλλοντος.

Εντούτοις, οσάκις σε απόφαση ο Διαμεσολαβητής στηρίζει την εκτίμησή του σε εμπιστευτικά στοιχεία, καθώς και οσάκις ο καταγγέλλων αμφισβητεί την νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, ο Διαμεσολαβητής δεν μπορεί νομίμως να αντιτάξει στις αιτιάσεις του καταγγέλλοντος αιτιολογίες στηριζόμενες σε εμπιστευτικά στοιχεία στα οποία ούτε ο καταγγέλλων ούτε ο δικαστής έχουν πρόσβαση. Πράγματι, εάν ο Διαμεσολαβητής αντιταχθεί στην κοινοποίηση, εν όλω ή εν μέρει, των στοιχείων αυτών για τον λόγο ότι είναι εμπιστευτικά, ο δικαστής της Ένωσης θα προβεί στην περίπτωση αυτή στην εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως αποκλειστικώς βάσει των στοιχείων που κοινοποιήθηκαν.

(βλ. σκέψεις 178, 179, 181)

10.    Από τον συνδυασμό των άρθρων 29 και 30 του ΚΥΚ συνάγεται ότι στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή εναπόκειται να καθορίσει τη διάρκεια της ισχύος του πίνακα των πλέον ικανών υποψηφίων ενός διαγωνισμού. Η εν λόγω αρχή διαθέτει συναφώς ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που πρέπει να ασκείται τηρουμένων των γενικών αρχών, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

(βλ. σκέψη 193)

11.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 198)

12.    Το γεγονός ότι, στο πλαίσιο έρευνας, η δοθείσα στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή από ένα όργανο διευκρίνιση ενδέχεται να είναι πειστική δεν απαλλάσσει τον Διαμεσολαβητή από την ευθύνη του να βεβαιωθεί ότι τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η διευκρίνιση αυτή είναι αληθή, οσάκις η εν λόγω διευκρίνιση συνιστά το μόνο έρεισμα της διαπιστώσεώς του σχετικά με τη μη συνδρομή περιπτώσεως κακοδιοικήσεως εκ μέρους του εν λόγω οργάνου. Έτσι, ο Διαμεσολαβητής δεν ενήργησε με όλη την απαιτούμενη επιμέλεια όταν διαπίστωσε τη μη συνδρομή περιπτώσεως κακοδιοικήσεως εκ μέρους θεσμικού οργάνου ερειδόμενος στις διευκρινίσεις αυτού του τελευταίου ως προς την πρόσληψη επιτυχόντων διαγωνισμού χωρίς να έχει λάβει στοιχεία τα οποία να βεβαιώνουν τον χρόνο προσλήψεως εκάστου εκ των επιτυχόντων αυτών και όταν οι διευκρινίσεις αυτές απεδείχθησαν αβάσιμες. Αυτή η έλλειψη επιμελείας μπορεί να στοιχειοθετήσει ευθύνη της Ένωσης για τη συμπεριφορά του Διαμεσολαβητή.

Αντιθέτως, το γεγονός ότι ο Διαμεσολαβητής εσφαλμένως στηρίχθηκε στις δηλώσεις του οικείου οργάνου δεν αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμον την κακή πίστη του Διαμεσολαβητή ή την πρόθεσή του να συγκαλύψει τη δική του πλημμέλεια.

(βλ. σκέψεις 204, 205, 236)

13.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 214, 329)

14.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 247)

15.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 252)

16.    Ο ευρωπαϊκός κώδικας ορθής διοικητικής συμπεριφοράς δεν είναι κανονιστικό κείμενο, αλλά ψήφισμα του Κοινοβουλίου το οποίο επιφέρει τροποποιήσεις σε σχέδιο που του είχε υποβληθεί από τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή και το οποίο καλεί την Επιτροπή να υποβάλει σχετική νομοθετική πρόταση. Συναφώς, εκδίδοντας τον κώδικα αυτόν, ο Διαμεσολαβητής δεν είχε ως σκοπό να θεσπίσει κανόνες δικαίου οι οποίοι να απονέμουν δικαιώματα στους ιδιώτες. Ως εκ τούτου, η μη τήρησή τους δεν αρκεί προκειμένου να διαπιστωθεί κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος σκοπό έχει την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες δυνάμενη να στοιχειοθετεί ευθύνη της Ένωσης. Μόνο στον βαθμό που οι διατάξεις του εν λόγω κώδικα συνιστούν την έκφραση του θεμελιώδους δικαιώματος σε χρηστή διοίκηση, όπως αυτό καθιερώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύνανται να στοιχειοθετούν ευθύνη της Ένωσης.

Εξάλλου, όσον αφορά τον κανόνα κατά τον οποίον για κάθε επιστολή που απευθύνεται σε όργανο παρέχεται απόδειξη παραλαβής εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων τον οποίον καθιερώνει το άρθρο 14 του κώδικα ορθής διοικητικής συμπεριφοράς, πρόκειται για απλό τυπικό κανόνα που δεν προβλέπεται ρητώς από το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η μη τήρηση του κανόνα αυτού δεν μπορεί επομένως να στοιχειοθετεί ευθύνη της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 263-265)

17.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 273, 274)

18.    Στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, αιτιώδης συνάφεια υφίσταται εφόσον υπάρχει άμεση συνάφεια αιτίου και αποτελέσματος μεταξύ της συμπεριφοράς που προσάπτεται στο όργανο και της προβαλλόμενης ζημίας, συνάφεια την οποία οφείλει να αποδείξει ο ενάγων. Η προσαπτόμενη συμπεριφορά πρέπει έτσι να είναι η καθοριστική αιτία της ζημίας.

Τούτο δεν ισχύει όσον αφορά αιτιώδη συνάφεια μεταξύ ζημίας που συνίσταται στην απώλεια ευκαιρίας για έναν υποψήφιο διαγωνισμού να προσληφθεί και των παρανομιών που διέπραξε ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής, εφόσον η καθοριστική αιτία της ζημίας συνίσταται στις ενέργειες του οργάνου της Ένωσης που διοργανώνει τον διαγωνισμό και όχι σε αυτές του Διαμεσολαβητή. Συγκεκριμένα, μολονότι ο Διαμεσολαβητής θα πρέπει να συνεργαστεί με το εν λόγω όργανο προκειμένου να εξεύρει συμβιβαστική λύση και εφόσον αυτή δεν είναι εφικτή, να διατυπώσει επικριτικά σχόλια ή να συντάξει έκθεση, κανένα από τα μέτρα αυτά δεν είναι νομικώς δεσμευτικό. Το ενδεχόμενο να καταλήξει η συνεργασία σε συμβιβαστική λύση εξαρτάται τόσο από τον Διαμεσολαβητή όσο και από το οικείο όργανο. Ωστόσο, ελλείψει δεσμευτικού χαρακτήρα των μέτρων που μπορεί να λάβει ο Διαμεσολαβητής έναντι του εν λόγω οργάνου, τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν ως καθοριστική αιτία της ζημίας που συνίσταται στην απώλεια για την ενάγουσα της ευκαιρίας να προσληφθεί.

Αυτή η εκτίμηση δεν αναιρείται από το επιχείρημα ότι το οικείο θεσμικό όργανο ακολουθούσε πάντοτε τις συστάσεις του Διαμεσολαβητή και ότι τυχόν άρνηση θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για αγωγή αποζημιώσεως κατά του εν λόγω θεσμικού οργάνου. Συγκεκριμένα, έστω και αν τούτο αποδεικνυόταν, δεν θα δημιουργούσε επαρκώς άμεση αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των παρανομιών που διέπραξε ο Διαμεσολαβητής και της απώλειας για την ενάγουσα της ευκαιρίας να προσληφθεί.

(βλ. σκέψεις 275, 281, 284-286)

19.    Η εγγραφή του ονόματος επιτυχόντος στον πίνακα των πλέον ικανών υποψηφίων διαγωνισμού δεν του δίδει το δικαίωμα να προσληφθεί. Η διακριτική εξουσία που απολαύουν τα όργανα κατά την πρόσληψη των επιτυχόντων ενός διαγωνισμού κωλύει την αναγνώριση ενός τέτοιου δικαιώματος. Ως εκ τούτου, όσον αφορά την αγωγή αποζημιώσεως με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε λόγω πλημμέλειας σχετικά με την εγγραφή του ονόματος ενός προσώπου στον πίνακα των πλέον ικανών υποψηφίων ενός διαγωνισμού δεν μπορεί να αντιστοιχεί στο διαφυγόν κέρδος συνεπεία της απώλειας του δικαιώματος αυτού.

Εξάλλου, καίτοι αληθεύει ότι είναι πολύ δυσχερές, εάν όχι ανέφικτο, να καθοριστεί μια μέθοδος για τον ακριβή ποσοτικό υπολογισμό της ευκαιρίας προσλήψεως σε θέση εργασίας εντός ενός οργάνου και, ως εκ τούτου, να υπολογιστεί η ζημία συνεπεία της απώλειας αυτής της ευκαιρίας, εντούτοις δεν συνάγεται εντεύθεν ότι το αίτημα περί καταβολής αποζημιώσεως λόγω της απώλειας ευκαιρίας πρέπει να απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτο ή ως αβάσιμο.

(βλ. σκέψεις 277, 280)

20.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 290-293)