Language of document : ECLI:EU:T:2010:300

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 8ης Ιουλίου 2010

Υπόθεση T-368/09 P

Roberto Sevenier

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Παραίτηση — Άρνηση της Επιτροπής να δεχθεί ανάκληση της παραιτήσεως και σύγκληση της επιτροπής αναπηρίας — Προθεσμία υποβολής ενστάσεως — Εκπρόθεσμη υποβολή — Ανυπαρξία συγγνωστής πλάνης»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τρίτο τμήμα), της 8ης Ιουλίου 2009, F-62/08, Sevenier κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑A‑1‑249 και II‑A‑1‑1351).

Απόφαση: Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο Roberto Sevenier φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Σιωπηρή απόφαση περί απορρίψεως αιτήσεως που δεν αμφισβητήθηκε εμπροθέσμως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Προηγούμενη διοικητική ένσταση — Προθεσμίες — Εκπρόθεσμη άσκηση — Συγγνωστή πλάνη — Έννοια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Αναίρεση — Λόγοι — Λόγος αντλούμενος από παραμόρφωση αποδεικτικών στοιχείων

1.      Απόφαση περί ρητής απορρίψεως αιτήσεως, λαμβανόμενη μετά τη σιωπηρή απόρριψη της ιδίας αιτήσεως, έχει καθαρά επιβεβαιωτικό χαρακτήρα και, επομένως, δεν δημιουργεί υπέρ του ενδιαφερομένου νέα προθεσμία προς υποβολή ενστάσεως, δεδομένου ότι το άρθρο 91, παράγραφος 3, δεύτερη περίπτωση, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ), κατά το οποίο, «σε περίπτωση που κατόπιν σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως, αλλά εντός της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, ληφθεί ρητή απόφαση για την απόρριψη [ενστάσεως] η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής αρχίζει εκ νέου», δεν μπορεί να εφαρμοσθεί κατ’ αναλογία στο στάδιο της αιτήσεως και πριν την υποβολή ενστάσεως.

(βλ. σκέψη 29)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ, 17 Νοεμβρίου 2000, T‑200/99, Martinelli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑253 και II‑1161, σκέψη 11 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Δυνάμει του άρθρου 91, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης είναι παραδεκτή μόνον αν έχει υποβληθεί προηγουμένως στην αρμόδια για διορισμούς αρχή ένσταση, υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, κατά της βλαπτικής πράξεως και εντός της προβλεπομένης από αυτό προθεσμίας. Οι προβλεπόμενες στα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ προθεσμίες σχετικά με την προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασία είναι δημοσίας τάξεως και δεν αποτελούν μέσο που τελεί στη διάκριση των διαδίκων ή του δικαστή, διότι αποσκοπούν στη διασφάλιση της σαφήνειας και της ασφάλειας των νομικών καταστάσεων. Εκπρόθεσμη προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, εκτός αν ο προσφεύγων επικαλείται, μεταξύ άλλων, συγγνωστή πλάνη. Πράγματι, μια τέτοια πλάνη είναι ικανή να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη υποβολή ενστάσεως.

Η έννοια της συγγνωστής πλάνης αφορά εξαιρετικές περιστάσεις στις οποίες, μεταξύ άλλων, ενέργεια εκ μέρους του εμπλεκόμενου θεσμικού οργάνου ήταν ικανή, μόνη της ή σε καθοριστικό βαθμό, να προκαλέσει εύλογη σύγχυση στον καλόπιστο διοικούμενο που επιδεικνύει την απαιτούμενη από τον έμφρονα άνθρωπο επιμέλεια. Σε μια τέτοια περίπτωση η διοίκηση δεν μπορεί να επικαλείται την εκ μέρους της παραβίαση των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που ήταν η αιτία της πλάνης του διοικουμένου.

(βλ. σκέψεις 42, 43, 46 και 57)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ, Martinelli κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 10 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 2 Μαΐου 2001, T‑208/00, Barleycorn Mongolue και Boixader Rivas κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑103 και II‑479, σκέψη 29· 16 Σεπτεμβρίου 2009, T‑271/08 P, Boudova κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑Β‑1‑71 και II‑Β‑1‑441, σκέψεις 71 και 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Όταν ο προσφεύγων επικαλείται παραμόρφωση αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του πρωτόδικου δικαστηρίου, πρέπει να παραθέσει επακριβώς τα στοιχεία τα οποία αυτό αλλοίωσε και να αποδείξει τα σφάλματα αναλύσεως τα οποία, κατά την εκτίμηση του προσφεύγοντος, οδήγησαν το δικαστήριο αυτό στη σχετική παραμόρφωση.

(βλ. σκέψη 53)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ, 7 Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 50· 25 Οκτωβρίου 2007, C‑167/06 P, Κομνηνού κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 41