Language of document : ECLI:EU:T:2005:83

Arrêt du Tribunal

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)
της 8ης Μαρτίου 2005 (1)

«Πρώην επικουρικοί υπάλληλοι – Ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών μετά τη λήξη της συμβάσεως – Τόκοι υπερημερίας – Προσφυγή ακυρώσεως – Αιτιολογία – Ανωτέρα βία»

Στην υπόθεση T-277/03,

Διονυσία Βλαχάκη, σύζυγος Πέτρου Ελευθεριάδη, κάτοικος Πολυδρόσου Αμαρουσίου (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Τ. Σιγάλα, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από την Η. Δημητρίου και τον G. Wilms, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή με αίτημα τη μερική ακύρωση ή μεταρρύθμιση της αποφάσεως της Επιτροπής C(2003) 738 τελικό, της 25ης Μαρτίου 2003, για την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών στην προσφεύγουσα, πρώην επικουρική υπάλληλο,



ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πέμπτο τμήμα),



συγκείμενο από τον Μ. Βηλαρά, πρόεδρο, F. Dehousse και D. Šváby, δικαστές,

γραμματέας: Ι. Νάτσινας, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ' ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Ιανουαρίου 2005,

εκδίδει την ακόλουθη



Απόφαση




Νομικό πλαίσιο

1
Ο κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΚ) 3418/93 της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 1993, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του δημοσιονομικού κανονισμού της 21ης Δεκεμβρίου 1977 που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (EE L 315, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 3418/93), όπως τροποποιήθηκε για τελευταία φορά με τον κανονισμό (ΕΚ) 1687/2001 της Επιτροπής, της 21ης Αυγούστου 2001 (EE L 228, σ. 8), όριζε στο άρθρο 45 τα ακόλουθα:

«1. […] για κάθε επιβεβαιωθείσα απαίτηση καταρτίζεται από τον αρμόδιο διατάκτη εντολή πληρωμής, το συντομότερο δυνατό.

Το ένταλμα αυτό υποβάλλεται για θεώρηση στο δημοσιονομικό ελεγκτή και μεταβιβάζεται στον υπόλογο για καταχώρηση, προβλέπει δε ημερομηνία λήξης.

2. Ο υπόλογος προβαίνει στην είσπραξη […].

[…]

4. Εφόσον μία απαίτηση δεν έχει εισπραχθεί μέσα στην προθεσμία που προβλέπεται για την πληρωμή, ο υπόλογος μεριμνά ώστε να αρχίσει η διαδικασία είσπραξης, κατά περίπτωση, με κάθε έννομο μέσο.

[…]»

2
Τα άρθρα 92 έως 96 του τίτλου XIV του κανονισμού 3418/93, που τιτλοφορείται «[π]ροϋποθέσεις καταβολής τόκων σε περίπτωση επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων», είχαν ως εξής:

«Άρθρο 92

Οι διατάξεις του παρόντος τίτλου εφαρμόζονται σε περίπτωση επιστροφής προς την Κοινότητα των αχρεωστήτως καταβληθέντων, με την επιφύλαξη των διατάξεων που προβλέπονται ενδεχομένως στις βασικές πράξεις κατά τομέα που συνδέονται με τις κοινοτικές πολιτικές.

Άρθρο 93

1. Η εντολή είσπραξης […] περιλαμβάνει, για κάθε βεβαίωση απαίτησης σχετικά με την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, τον καθορισμό προθεσμίας.

2. Είναι δυνατόν να χορηγηθεί συμπληρωματική προθεσμία για την πληρωμή από τον υπόλογο, σε συνεργασία με τον εκάστοτε διατάκτη, μόνο βάσει γραπτής αίτησης δεόντως αιτιολογημένης από τον οφειλέτη, εφόσον ο οφειλέτης αναλαμβάνει την υποχρέωση καταβολής τόκων με το επιτόκιο που προβλέπεται στο άρθρο 94, για όλη τη χρονική περίοδο συμπληρωματικής προθεσμίας.

3. Σε περίπτωση χορήγησης συμπληρωματικής προθεσμίας ο υπόλογος μπορεί, προκειμένου να προασπίσει αποτελεσματικότερα τα δικαιώματα της Κοινότητας, να ζητήσει από τον οφειλέτη να καταθέσει εγγύηση η οποία καλύπτει την οφειλή τόσο του κεφαλαίου όσο και των τόκων.

Άρθρο 94

1. Κάθε απαίτηση που δεν έχει επιστραφεί εμπρόθεσμα συνεπάγεται καταβολή τόκων:

για τις απαιτήσεις σε ECU, με το επιτόκιο που εφαρμόζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις κυριότερες συναλλαγές της αναχρηματοδότησης σε ευρώ, προσαυξημένο κατά μιάμιση μονάδα,

για τις απαιτήσεις σε εθνικό νόμισμα, με το τριμηνιαίο διατραπεζικό επιτόκιο χορήγησης στη συγκεκριμένη αγορά προσαυξημένο κατά μιάμιση μονάδα.

2. Το επιτόκιο είναι αυτό που ισχύει κατά το μήνα της ημερομηνίας λήξης της προθεσμίας επιστροφής της απαίτησης.

3. Το ποσό των [τόκων] υπολογίζεται από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας που καθορίζεται στην εντολή είσπραξης έως την ημέρα επιστροφής του συνόλου της οφειλής.

Άρθρο 95

Ο υπόλογος, με τη σύμφωνη γνώμη του δημοσιονομικού ελεγκτή, μπορεί να παραιτηθεί από την είσπραξη τόκων εφόσον η δημοσιονομική επίπτωση, είτε λόγω του ποσού είτε λόγω της διάρκειας της καθυστέρησης, είναι ελάχιστη σε σχέση με το διοικητικό κόστος της πράξης.

Άρθρο 96

Κάθε μερική πληρωμή καταλογίζεται καταρχήν επί των τόκων καθυστέρησης, που προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 94, και κατόπιν επί του κεφαλαίου.»

3
Στις 25 Ιουνίου 2002, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1605/2002), με τον οποίο καταργήθηκε ο δημοσιονομικός κανονισμός της 21ης Δεκεμβρίου 1977 (άρθρο 186) και ο οποίος τέθηκε σε ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 187, από 1ης Ιανουαρίου 2003.

4
Ο τίτλος IV του κανονισμού 1605/2002, που αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού, περιλαμβάνει το κεφάλαιο 5, το οποίο τιτλοφορείται «[π]ράξεις εσόδων» και προβλέπει, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 71 και 72, τα ακόλουθα:

«Τμήμα 3

Βεβαίωση των απαιτήσεων

Άρθρο 71

1. Βεβαίωση μιας απαίτησης είναι η πράξη με την οποία ο κύριος ή δευτερεύων διατάκτης:

α)
επαληθεύει την ύπαρξη των οφειλών του οφειλέτη·

β)
προσδιορίζει ή επαληθεύει την ύπαρξη και το ποσό της οφειλής·

γ)
επαληθεύει τους όρους υπό τους οποίους η οφειλή καθίσταται απαιτητή.

2. Οι ίδιοι πόροι που αποδίδονται στην Επιτροπή καθώς και κάθε απαίτηση που προσδιορίζεται ως βεβαία, εκκαθαρισμένη και απαιτητή πρέπει να βεβαιώνονται με ένταλμα είσπραξης εγχειριζόμενο στον υπόλογο, ακολουθούμενο από χρεωστικό σημείωμα προς τον οφειλέτη, τα οποία εκδίδονται και τα δύο από τον αρμόδιο διατάκτη.

3. Τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά ανακτώνται.

4. Οι όροι υπό τους οποίους οφείλονται τόκοι υπερημερίας στις Κοινότητες προσδιορίζονται στους κανόνες εφαρμογής.

Τμήμα 4

Εντολή είσπραξης

Άρθρο 72

1. Εντολή είσπραξης είναι η πράξη με την οποία ο αρμόδιος κύριος ή δευτερεύων διατάκτης παραγγέλλει στον υπόλογο, με την έκδοση εντάλματος είσπραξης, να εισπράξει απαίτηση την οποία έχει βεβαιώσει.

2. Το οικείο όργανο μπορεί να διατυπώσει επίσημα τη βεβαίωση απαίτησης εις βάρος προσώπων, εκτός των κρατών, σε απόφαση που αποτελεί τίτλο εκτελεστό κατά την έννοια του άρθρου 256 της Συνθήκης ΕΚ.»

5
Σύμφωνα με το άρθρο 183 του κανονισμού 1605/2002, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1605/2002 (ΕΕ L 357, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 2342/2002). Ο κανονισμός 2342/2002 κατάργησε τον κανονισμό 3418/93 (άρθρο 272) και τέθηκε σε ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2003 (άρθρο 273).

6
Τα άρθρα 78 και 86 του κανονισμού 2342/2002 προβλέπουν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

«Άρθρο 78

1. Η βεβαίωση απαίτησης από τον διατάκτη είναι η αναγνώριση του δικαιώματος των Κοινοτήτων έναντι ενός οφειλέτη και η κατάρτιση του τίτλου με τον οποίο μπορεί να απαιτηθεί από αυτό τον οφειλέτη η πληρωμή της οφειλής του.

2. Το ένταλμα είσπραξης είναι η πράξη με την οποία ο αρμόδιος διατάκτης δίνει εντολή στον υπόλογο να εισπράξει τη βεβαιωθείσα απαίτηση.

3. Το χρεωστικό σημείωμα είναι η πληροφορία που παρέχεται στον οφειλέτη ότι:

α)
οι Κοινότητες βεβαίωσαν την απαίτηση αυτή·

β)
η πληρωμή της οφειλής του προς τις Κοινότητες απαιτείται σε συγκεκριμένη ημερομηνία (εφεξής “καταληκτική ημερομηνία”)·

γ)
ελλείψει πληρωμής την καταληκτική ημερομηνία, η οφειλή του παράγει τόκους με το επιτόκιο που αναφέρεται στο άρθρο 86, με την επιφύλαξη των εφαρμοστέων ειδικών κανονιστικών διατάξεων·

[…].

Άρθρο 86

1. Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που απορρέουν από την εφαρμογή της τομεακής ρύθμισης, κάθε απαίτηση που δεν έχει πληρωθεί κατά την καταληκτική ημερομηνία παράγει τόκους σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3.

2. Το επιτόκιο για τις μη αποπληρωθείσες απαιτήσεις κατά την καταληκτική ημερομηνία είναι το επιτόκιο που εφαρμόζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις κύριες πράξεις αναχρηματοδότησης, όπως αυτό δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σειρά C, που ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του μηνός της λήξης της προθεσμίας, προσαυξημένο κατά:

α)
επτά εκατοστιαίες μονάδες όταν το γενεσιουργό αίτιο της απαίτησης είναι δημόσια σύμβαση προμηθειών και υπηρεσιών που αναφέρονται στον τίτλο V·

β)
τρεισήμισι εκατοστιαίες μονάδες σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.

3. Το ποσό των τόκων υπολογίζεται από την ημερολογιακή ημέρα που έπεται της καταληκτικής ημερομηνίας η οποία εμφαίνεται στο χρεωστικό σημείωμα, μέχρι την ημερολογιακή ημέρα της πλήρους αποπληρωμής της οφειλής.

4. Κάθε επιμέρους πληρωμή καταλογίζεται πρώτα στους τόκους υπερημερίας που καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3.

[…]»


Ιστορικό της διαφοράς

7
Η προσφεύγουσα, πρώην επικουρική υπάλληλος της Επιτροπής, προσελήφθη στις 16 Νοεμβρίου 1996 και η σύμβασή της, ανανεωθείσα επανειλημμένως, έληξε στις 31 Μαρτίου 1998.

8
Από τον Απρίλιο έως τον Σεπτέμβριο του 1998, η προσφεύγουσα εξακολούθησε να λαμβάνει αποδοχές, καίτοι δεν εργαζόταν πλέον στην Επιτροπή λόγω του ότι η σύμβασή της είχε λήξει.

9
Με χρεωστικό σημείωμα της 4ης Νοεμβρίου 1998 (εντολή πληρωμής αριθ. 98007128M), η προσφεύγουσα κλήθηκε να επιστρέψει έως τις 4 Ιανουαρίου 1999 το ποσό των 531 768 βελγικών φράγκων (BEF) (13 128,18 ευρώ), που αντιστοιχούσε στις αποδοχές οι οποίες της είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως για την περίοδο από 1ης Απριλίου έως 30 Σεπτεμβρίου 1998.

10
Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν ανταποκρίθηκε, της εστάλη υπενθύμιση στις 6 Απριλίου 1999 με αναφορά στην προμνησθείσα εντολή πληρωμής αριθ. 98007128M. Η επιστολή αυτή εφιστούσε ρητά την προσοχή της προσφεύγουσας στο ότι η μη τήρηση της προμνησθείσας προθεσμίας για την πληρωμή θα συνεπαγόταν προσαυξήσεις και τόκους υπερημερίας.

11
Ο υπόλογος της Επιτροπής, αφού διαπίστωσε ότι, έως τις 30 Σεπτεμβρίου 1999, η προσφεύγουσα δεν είχε καταβάλει το ζητηθέν ποσό, της ζήτησε, με συστημένη επιστολή της 1ης Οκτωβρίου 1999, να το καταβάλει το αργότερο εντός 15 ημερών από της παραλαβής της εν λόγω επιστολής.

12
Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν απάντησε ούτε σ’ αυτή την επιστολή, ο υπόλογος της Επιτροπής τής απέστειλε, στις 9 Μαρτίου 2000, νέα συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής, φέρουσα την ημερομηνία της 8ης Μαρτίου 2000 και επέχουσα θέση εγγράφου οχλήσεως, την οποία η προσφεύγουσα παρέλαβε στις 10 Μαρτίου 2000. Στην επιστολή αυτή αναφερόταν ότι, αν το οφειλόμενο ποσό δεν καταβαλλόταν εντός 15 ημερών από της παραλαβής της, η Επιτροπή θα κινούσε κάθε νόμιμη διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως κατά της προσφεύγουσας με σκοπό την είσπραξη τόσο της κύριας οφειλής όσο και των τόκων.

13
Ο Πέτρος Ελευθεριάδης, σύζυγος της προσφεύγουσας, αφού επικοινώνησε τηλεφωνικώς, στις 13 Μαρτίου 2000, με την υπηρεσία «είσπραξη απαιτήσεων» της Γενικής Διευθύνσεως Προϋπολογισμού και έκανε λόγο για οικονομικά και οικογενειακά προβλήματα που είχαν εμποδίσει την προσφεύγουσα να εξοφλήσει την οφειλή της, εξέφρασε, με επιστολή της 20ής Μαρτίου 2000 την οποία η Επιτροπή παρέλαβε στις 23 Μαρτίου 2000, την επιθυμία τόσο της προσφεύγουσας όσο και του ιδίου να εξοφλήσουν την οφειλή αυτή. Ωστόσο, λόγω των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν, ο Π. Ελευθεριάδης ζητούσε από την Επιτροπή να δεχθεί την τμηματική επιστροφή του οφειλομένου ποσού και συγκεκριμένα 200 000 BEF στο τέλος του Οκτωβρίου 2000, 200 000 BEF στο τέλος του Νοεμβρίου και το υπόλοιπο στο τέλος Δεκεμβρίου του ιδίου έτους.

14
Απαντώντας στην επιστολή αυτή, ο υπόλογος της Επιτροπής, με συστημένη επιστολή της 28ης Μαρτίου 2000 προς την προσφεύγουσα και τον σύζυγό της, δέχθηκε την πρόταση τμηματικής εξοφλήσεως υπό τον όρον ότι η προσφεύγουσα θα τηρούσε αυστηρά το χρονοδιάγραμμα τμηματικής πληρωμής.

15
Με τηλεομοιοτυπία της 23ης Νοεμβρίου 2000, η Επιτροπή επέστησε την προσοχή της προσφεύγουσας στο γεγονός ότι δεν είχε τηρήσει το προαναφερθέν χρονοδιάγραμμα τμηματικής πληρωμής του οφειλομένου ποσού μέχρι την ημερομηνία εκείνη και την κάλεσε να καταβάλει αμέσως, με τραπεζικό έμβασμα, τις δύο πρώτες δόσεις της οφειλής.

16
Δεδομένου ότι δεν υπήρξε ανταπόκριση, η Επιτροπή απέστειλε στην προσφεύγουσα και στον σύζυγό της συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής, φέρουσα την ημερομηνία της 14ης Μαρτίου 2001, στις διευθύνσεις τους στις Βρυξέλες και στην Κρήτη, και τους κάλεσε να καταβάλουν το οφειλόμενο ποσό των 531 768 BEF το αργότερο έως τις 10 Απριλίου 2001. Η επιστολή αυτή ανέφερε σαφώς ότι, αν το ποσό δεν καταβαλλόταν εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή θα κινούσε κατ’ αυτών διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως. Κατά την Επιτροπή, οι εν λόγω επιστολές επιστράφηκαν από το ταχυδρομείο με την ένδειξη «απουσιάζει».

17
Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 25 Μαρτίου 2003, την απόφαση C(2003) 738 τελικό, για την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθεισών στην προσφεύγουσα αποδοχών (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η οποία της κοινοποιήθηκε στις 23 Ιουνίου 2003.

18
Το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζει τα ακόλουθα:

«[Η προσφεύγουσα] οφείλει το ποσό των 13 182,18 ευρώ.

Το κύριο ποσό της οφειλής προσαυξάνεται:

κατά 1 344,04 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε τόκους υπερημερίας για το διάστημα μέχρι 10 Απριλίου 2001, δηλαδή ανέρχεται συνολικά σε 14 526,22 ευρώ κατά την προαναφερθείσα ημερομηνία·

κατά 1 023,88 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε τόκους υπερημερίας για την περίοδο από 11 Απριλίου 2001 έως 31 Δεκεμβρίου 2002·

κατά 2,35 ευρώ ανά ημέρα καθυστερήσεως από 1ης Ιανουαρίου 2003 μέχρι πλήρους εξοφλήσεως της οφειλής.»

19
Κατά το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, «στην περίπτωση που η οφειλέτιδα δεν καταβάλει την οφειλή της εντός έντεκα ημερών από την παραλαβή της παρούσας αποφάσεως […], θα κινηθεί εναντίον της διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης βάσει του άρθρου 256, εδάφιο 2, ΕΚ».

20
Στις 11 Ιουλίου 2003, η προσφεύγουσα κατέβαλε στην Επιτροπή ποσό 2 000,00 ευρώ.


Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

21
Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 23 Ιουλίου 2003, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

22
Με διαδοχικές πληρωμές, στις οποίες προέβη στις 30 Ιουλίου 2003 (3 000,00 ευρώ), την 1η Σεπτεμβρίου 2003 (3 000,00 ευρώ), την 1η Οκτωβρίου 2003 (1 000,00 ευρώ), στις 3 Νοεμβρίου 2003 (2 182,18 ευρώ), στις 2 Δεκεμβρίου 2003 (1 000,00 ευρώ) και στις 22 Δεκεμβρίου 2003 (1 000,00 ευρώ), η προσφεύγουσα επέστρεψε τελικά στην Επιτροπή, όπως βεβαίωσε η τελευταία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το σύνολο του ποσού που αντιστοιχούσε στην κύρια οφειλή, ήτοι 13 182,18 ευρώ (531 768 BEF).

23
Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 47, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε ότι δεν απαιτείται εν προκειμένω δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων.

24
Κατόπιν της εκλογής των προέδρων τμήματος, την οποία προβλέπει το άρθρο 15 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου και η οποία πραγματοποιήθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 2004, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε, με απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Σεπτεμβρίου 2004, ως πρόεδρος τμήματος στο πέμπτο τμήμα του Πρωτοδικείου, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

25
Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν εγγράφως σε διάφορες ερωτήσεις και να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα. Η Επιτροπή το έπραξε εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Αντιθέτως, η προσφεύγουσα ούτε απάντησε ούτε προσκόμισε τα ζητηθέντα έγγραφα εντός της ταχθείσας προθεσμίας, αλλά υπέβαλε, μετά την εκπνοή της εν λόγω προθεσμίας, υπόμνημα με τις παρατηρήσεις της επί της ουσίας της διαφοράς, το οποίο, ως εκπρόθεσμο, δεν περιελήφθη στη δικογραφία.

26
Η Επιτροπή αγόρευσε και απάντησε στις προφορικές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 20ής Ιανουαρίου 2005. Η προσφεύγουσα δεν εμφανίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, γεγονός που σημειώθηκε στα πρακτικά της συνεδριάσεως.

27
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

κυρίως, να ακυρώσει ή να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση εξαλείφοντας το άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως αυτής, ώστε να μην υποχρεωθεί η προσφεύγουσα να καταβάλει στην καθής καμία από τις αναφερόμενες εκεί προσαυξήσεις του κεφαλαίου της απαιτήσεως της καθής, και συγκεκριμένα να μην υποχρεωθεί να καταβάλει ως τόκους υπερημερίας και προσαυξήσεις συνολικώς μέχρι και τις 23 Ιουλίου 2003 το ποσό των 2 847,32 ευρώ, το οποίο αναλύεται, σύμφωνα με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε 1 344,04 ευρώ για την περίοδο έως τις 10 Απριλίου 2001, σε 1 023,88 ευρώ για την περίοδο από 11ης Απριλίου 2001 έως 31 Δεκεμβρίου 2002 και σε 479,40 ευρώ για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2003 έως και 23 Ιουλίου 2003 (204 ημέρες Χ 2,35 ευρώ = 479,40 ευρώ)·

επικουρικώς, να ακυρώσει ή να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση εξαλείφοντας το άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως αυτής, ώστε η προσφεύγουσα να μην υποχρεωθεί να καταβάλει στην καθής το ποσό των 1 344,04 ευρώ·

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

28
Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να απορρίψει την προσφυγή·

«να αποφασίσει για τις δικαστικές δαπάνες σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις».


Σκεπτικό

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις όσον αφορά το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς

29
Προκαταρκτικώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι με το κύριο και το επικουρικό αίτημα της υπό κρίση προσφυγής η προσφεύγουσα βάλλει κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως μόνο στο μέτρο που η απόφαση αυτή επιτάσσει την καταβολή τόκων υπερημερίας. Αντιθέτως, η κύρια οφειλή, η οποία αντιστοιχεί στις αχρεωστήτως καταβληθείσες από τον Απρίλιο έως τον Σεπτέμβριο του 1998 αποδοχές, των οποίων την επιστροφή επίσης επιτάσσει η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 1, πρώτο εδάφιο), ουδόλως αμφισβητείται στο πλαίσιο της προσφυγής. Εξάλλου, όπως παρατηρήθηκε ανωτέρω στις σκέψεις 20 και 22, η προσφεύγουσα επέστρεψε στην Επιτροπή το σύνολο του ποσού που αντιστοιχεί στην κύρια οφειλή (13 182,18 ευρώ).

30
Περαιτέρω, λαμβανομένης υπόψη της διατυπώσεως του κύριου και του επικουρικού αιτήματος της προσφυγής, η οποία σκοπεί στη μερική ακύρωση ή μεταρρύθμιση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να καθοριστεί η φύση της παρούσας διαφοράς και, ακολούθως, η έκταση του ελέγχου τον οποίο καλείται να ασκήσει το Πρωτοδικείο στο πλαίσιο της διαφοράς αυτής.

31
Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 91, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του Καθεστώτος Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), στις χρηματικές διαφορές ο κοινοτικός δικαστής έχει αρμοδιότητας πλήρους δικαιοδοσίας.

32
Eμπίπτουν στην κατηγορία αυτή, μεταξύ άλλων, οι διαφορές περί αναζητήσεως των αχρεωστήτως (ή καθ’ υπέρβαση) καταβληθέντων κατά την έννοια του άρθρου 85 του ΚΥΚ (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 8ης Νοεμβρίου 2000, T‑158/98, Bareyt κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ.  I‑A‑235 και II‑1085, και T‑210/98, Ε κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ.  I‑A‑241 και II‑1113).

33
Περαιτέρω, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι επικουρικοί υπάλληλοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής ratione personae του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΛΠ), σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΚΛΠ. Δυνάμει του άρθρου 45 του ΚΛΠ, «[γ]ια την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων εφαρμόζονται οι διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 85 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως».

34
Το Πρωτοδικείο θεωρεί, ωστόσο, ότι οι διατάξεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή στην υπό κρίση περίπτωση.

35
Πράγματι, η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στις σχετικές διατάξεις των δημοσιονομικών κανονισμών και των κανονισμών περί των κανόνων εφαρμογής τους, οι οποίοι προαναφέρθηκαν στις σκέψεις 1 έως 6, και ουδόλως μνημονεύει, στις αιτιολογικές αναφορές της, τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 85 και 91, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ και 45 του ΚΛΠ.

36
Εξάλλου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, κατά τον χρόνο της κινήσεως της διαδικασίας ανακτήσεως, της εκδόσεως και της κοινοποιήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα δεν τελούσε σε υπηρεσιακή ή συμβατική σχέση έναντι της Επιτροπής, αλλά είχε την ιδιότητα τρίτου σε σχέση προς την τελευταία.

37
Τέλος, και κυρίως, οι τόκοι υπερημερίας των οποίων η απόδοση αμφισβητείται με την υπό κρίση προσφυγή, δεν απορρέουν από απαίτηση σχετική με την περίοδο κατά την οποία η προσφεύγουσα εργαζόταν υπό την ιδιότητα του επικουρικού υπαλλήλου στην Επιτροπή, αλλά από εκ παραδρομής καταβληθέντα ποσά αντιστοιχούντα σε αποδοχές της μετά τη λήξη της συμβάσεώς της.

38
Βάσει των σκέψεων αυτών, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να θεωρηθεί ως προσφυγή ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, στο πλαίσιο της οποίας το Πρωτοδικείο ασκεί έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, ελλείψει διατάξεως που να του απονέμει συναφώς αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας.

39
Επομένως, το κύριο και το επικουρικό αίτημα της προσφεύγουσας, στο μέτρο που σκοπούν στη μεταρρύθμιση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

Επί του κύριου αιτήματος

40
Προς στήριξη του κύριου αιτήματος, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αντλείται από την ύπαρξη λόγων ανωτέρας βίας. Ο δεύτερος αντλείται από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και, ειδικότερα, του δικαιώματος ακροάσεως. Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από την υπέρβαση των ορίων της εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτει η Επιτροπή προς επιβολή προσαυξήσεων και τόκων υπερημερίας και από την παραβίαση της αρχής του estoppel.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την ύπαρξη λόγων ανωτέρας βίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

41
Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αδυναμία επιστροφής του επιδίκου ποσού οφείλεται σε λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς της και σε ανυπέρβλητα εμπόδια για κάθε μέσο συναλλασσόμενο, τα οποία δεν ήταν σε θέση να αποτρέψει έστω και λαμβάνοντας μέτρα άκρας συνέσεως και επιμελείας και τα οποία, συνεπώς, συνιστούν περίπτωση ανωτέρας βίας.

42
Συναφώς, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, πρώτον, ότι μέλη της άμεσης οικογένειάς της, δηλαδή ο πατέρας και η αδελφή της, αντιμετώπισαν επί μακρά χρονική περίοδο εξαιρετικά σοβαρά προβλήματα υγείας. Τα προβλήμᄆτα αυτά ανάγκασαν την προσφεύγουσα να διαθέσει οικονομικούς πόρους και να παράσχει φροντίδα και ηθική και υλική στήριξη στους οικείους της. Τα προβλήματα υγείας του πατέρα της εμφανίστηκαν το 1989 και η κατάστασή του επιδεινώθηκε το 1997, όπως αποδεικνύεται από τις επανειλημμένες νοσηλείες του έως τον Ιούλιο του 2003. Τα προβλήματα αυτά διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην απόφαση της προσφεύγουσας να μετακομίσει στην Ελλάδα και να αρχίσει, μαζί με τον σύζυγό της, εμπορικές δραστηριότητες. Αποτελούσε επιτακτική ανάγκη για την προσφεύγουσα το να βρίσκεται πολύ κοντά στην οικογένειά της και να συμβάλλει, επίσης, στην κάλυψη των συνεχώς διογκουμένων ιατρικών δαπανών των οικείων της. Εξάλλου, η προσφεύγουσα αναφέρει ότι η αδελφή της δεν μπόρεσε να υπερνικήσει τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε από το 1992 και αποβίωσε στις 20 Ιανουαρίου 1995.

43
Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, μέσω χρηματοδοτικής μισθώσεως που συνήψε στις 18 Ιανουαρίου 2000 με την εταιρία A.T.E LEASING ΑΕ, επένδυσε 48 000 000 δραχμές σε επιχείρηση την οποία συνέστησε με τον σύζυγό της στην Ελλάδα, στη νήσο Κρήτη, ήτοι την ομόρρυθμη εταιρία «Π. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗΣ και ΣΙΑ Ο.Ε.». Ως ημερομηνία λήξεως της συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως είχε οριστεί η 29η Φεβρουαρίου 2005 και το μίσθωμα ήταν καταβλητέο ανά τρίμηνο. Ωστόσο, δεδομένου ότι η δραστηριότητα της επιχειρήσεώς της δεν απέφερε κέρδη αλλά μόνο ζημίες για τα έτη 1999, 2000, 2001 και 2002, υποχρεώθηκε να ζητήσει τη συνδρομή φιλικών ή συγγενικών της προσώπων. Έτσι, για να μειωθεί το ύψος των δόσεων προς την εταιρία A.T.E. LEASING ΑΕ, η μητέρα της προσφεύγουσας πώλησε ένα διαμέρισμα στην Αθήνα και προκαταβλήθηκε στην εταιρία αυτή το ποσό των 17 700 000 δραχμών. Η εν λόγω πώληση πραγματοποιήθηκε με τη συναίνεση της A.T.E. LEASING ΑΕ, καθόσον το επίμαχο διαμέρισμα ήταν ήδη υποθηκευμένο υπέρ της εταιρίας αυτής, προς εξασφάλιση της εκ της συμβάσεως χρηματοδοτικής μισθώσεως απαιτήσεώς της έναντι της προσφεύγουσας.

44
Τέλος, κατά την προσφεύγουσα, λόγω της δανειοδοτήσεώς της από την A.T.E. LEASING AE και της υποθηκεύσεως του συνόλου των οικογενειακών περιουσιακών της στοιχείων προς εξασφάλιση του χρέους αυτού, ήταν αδύνατος ο περαιτέρω δανεισμός της προς εξόφληση της επίδικης οφειλής.

45
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατά τη νομολογία, η έννοια της «ανωτέρας βίας» καλύπτει ασυνήθεις περιστάσεις οι οποίες καθιστούν αδύνατη την εκτέλεση της σχετικής πράξεως. Έστω και αν δεν προϋποθέτει απόλυτη αδυναμία, απαιτεί, ωστόσο, να οφείλεται η μη επέλευση του οικείου γεγονότος σε περιστάσεις άσχετες προς εκείνον που επικαλείται το γεγονός, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμα και αν επιδεικνυόταν κάθε δυνατή επιμέλεια (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 5ης Φεβρουαρίου 1987, 145/85, Denkavit κατά Βελγικού Δημοσίου, Συλλογή 1987, σ. 565, της 17ης Σεπτεμβρίου 1987, 70/86, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 1987, σ. 3545, και της 27ης Οκτωβρίου 1987, 109/86, Θεοδωράκης κατά Ελλάδας, Συλλογή 1987, σ. 4319). Τα περιστατικά, όμως, που επικαλείται η προσφεύγουσα δεν είναι ούτε ασυνήθη ούτε απρόβλεπτα ούτε αναπόφευκτα, οπότε δεν μπορούν να θεωρηθούν ως λόγοι ανωτέρας βίας.

46
Όσον αφορά, αφενός, τα προβλήματα υγείας των μελών της οικογένειας της προσφεύγουσας, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα προβλήματα υγείας του πατέρα της υπήρχαν από το 1989 και, συνεπώς, η επιδείνωση της καταστάσεώς του από το 1997 και εντεύθεν ουδόλως συνιστά απρόβλεπτη εξέλιξη. Όσον αφορά την ασθένεια και τον θάνατο της αδελφής της προσφεύγουσας, η Επιτροπή φρονεί ότι δεν ασκούν επιρροή εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα άρχισε να εργάζεται στην Επιτροπή πολύ καιρό μετά τον θάνατο της αδελφής της, δηλαδή στις 16 Νοεμβρίου 1996, η δε υποχρέωση επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων μισθών γεννήθηκε πολύ αργότερα, τον Νοέμβριο του 1998.

47
Αφετέρου, όσον αφορά το γεγονός ότι η επιχείρηση της προσφεύγουσας και του συζύγου της δεν υπήρξε αποδοτική, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το γεγονός αυτό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανωτέρα βία, καθόσον η άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας συνεπάγεται όχι μόνον τον κίνδυνο να μην επιτευχθεί η αναμενόμενη κερδοφορία, αλλά και τον κίνδυνο επελεύσεως ζημίας. Πρόκειται, κατά συνέπεια, για συνήθη στο πλαίσιο των εμπορικών συναλλαγών εμπορικό κίνδυνο, τον οποίο ο μέσος επιχειρηματίας οφείλει να λάβει υπόψη προτού αναλάβει επιχειρηματική πρωτοβουλία. Ούτε μπορεί, εξάλλου, η έλλειψη αποδοτικότητας να χαρακτηριστεί ως απρόβλεπτο και αναπόφευκτο γεγονός, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα άρχισε τη δραστηριότητα αυτή το 1999, δηλαδή μετά τη γένεση της οφειλής της έναντι της Επιτροπής.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

48
Πρέπει να παρατηρηθεί ότι καμία διάταξη του δημοσιονομικού κανονισμού της 21ης Δεκεμβρίου 1977 και του κανονισμού 3418/93, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 1687/2001, καθώς και των κανονισμών 1605/2002 και 2342/2002, δεν προβλέπει τη δυνατότητα του οφειλέτη απαιτήσεως μη εξοφληθείσας κατά την ημερομηνία λήξεως της προς τούτο ταχθείσας προθεσμίας να επικαλεστεί λόγους ανωτέρας βίας προς δικαιολόγηση της μη εμπρόθεσμης πληρωμής.

49
Ωστόσο, καίτοι η νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου δεν έχει έως σήμερα αναγνωρίσει ρητώς την ύπαρξη γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου επιτρέπουσας την επίκληση λόγων ανωτέρας βίας χωρίς να προβλέπεται ρητώς τέτοια δυνατότητα στην εφαρμοστέα νομοθεσία, η δυνατότητα επικλήσεως λόγων ανωτέρας βίας, ακόμα και όταν η εφαρμοστέα νομοθεσία δεν το προβλέπει, έχει ήδη γίνει δεκτή σε ορισμένες περιπτώσεις από τη νομολογία (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, την απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2003, T‑61/00 και T‑62/00, APOL και AIPO κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑635, σκέψη 72, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

50
Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί αν, βάσει των κριτηρίων που έχουν διαμορφωθεί από τη νομολογία σε υποθέσεις όπου η εφαρμοστέα νομοθεσία προέβλεπε τη δυνατότητα επικλήσεως λόγου ανωτέρας βίας, πληρούνταν στην υπό κρίση περίπτωση οι προϋποθέσεις της υπάρξεως περιπτώσεως ανωτέρας βίας.

51
Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, καίτοι η έννοια της ανωτέρας βίας δεν προϋποθέτει απόλυτη αδυναμία, απαιτείται, τουλάχιστον, να οφείλεται η μη πραγματοποίηση του γεγονότος για το οποίο πρόκειται σε περιστάσεις ξένες προς τη βούληση του επικαλουμένου την ανωτέρα βία, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν όση επιμέλεια και αν είχε επιδειχθεί (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 1994, C‑136/93, Transafrica, Συλλογή 1994, σ. Ι-5757, σκέψη 14, και της 17ης Οκτωβρίου 2002, C‑208/01, Parras Medina, Συλλογή 2002, σ. Ι-8955, σκέψη 19· βλ., επίσης, την προμνησθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου APOL και AIPO κατά Επιτροπής, σκέψη 74, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

52
Στην υπό κρίση περίπτωση, καμία από τις περιστάσεις που επικαλείται η προσφεύγουσα δεν είναι ξένη προς αυτή, ασυνήθης και απρόβλεπτη κατά την έννοια της προμνησθείσας νομολογίας.

53
Καταρχάς, τα προβλήματα υγείας του πατέρα της προσφεύγουσας που υποτίθεται ότι την εμπόδισαν να εξοφλήσει την οφειλή της εμφανίστηκαν το 1989 και συνίστανται σε τρία καρδιακά επεισόδια (1989, 1990, 1992) και διάφορες νοσηλείες του σε νοσοκομείο, στην Ελλάδα και στη Μεγάλη Βρετανία, κατόπιν τριών επεμβάσεων, καθώς και σε προβλήματα κινητικότητας και ισορροπίας. Τα προβλήματα αυτά επιδεινώθηκαν από τον Σεπτέμβριο του 1997, λόγω οσφυαλγίας η οποία τον καθήλωσε στο κρεβάτι έως τον Ιούλιο του 1998. Από τον Ιούλιο του 1998 και εντεύθεν, ο πατέρας της προσφεύγουσας υποβλήθηκε σε συνεχή φυσιοθεραπεία και εισήχθη εκ νέου σε νοσοκομείο στην Ελλάδα, τον Αύγουστο του 2002, λόγω οιδήματος των ποδών, και, τον Ιούλιο του 2003, για δύο εβδομάδες, προκειμένου να υποβληθεί στις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εξετάσεις για επέμβαση αφαιρέσεως δερματικού καρκινώματος.

54
Επιβάλλεται, ωστόσο, η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα δικαιολογητικό προς πιστοποίηση των περιστατικών που επικαλείται, αλλά περιορίστηκε να δηλώσει, με το δικόγραφο της προσφυγής, ότι τα περιστατικά αυτά «ευχερώς πρόκειται να αποδειχθούν από τα προσκομισθησόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου σας κατά τη συζήτηση έγγραφα», συζήτηση στην οποία η προσφεύγουσα ούτε καν παρέστη.

55
Εν πάση περιπτώσει, τα προβλήμᄆτα υγείας του πατέρα της προσφεύγουσας, ακόμα και αν θεωρηθούν αποδεδειγμένα, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως συνιστώντα περίπτωση ανωτέρας βίας. Πράγματι, όπως η ίδια η προσφεύγουσα αναφέρει, τα εν λόγω προβλήματα άρχισαν το 1989, ήτοι επτά έτη πριν από την είσοδο της προσφεύγουσας στην υπηρεσία της Επιτροπής. Όμως, λαμβανομένων υπόψη της σοβαρότητας των προβλημάτων αυτών και, γενικά, της ήδη κρίσιμης καταστάσεως της υγείας του πατέρα της προσφεύγουσας, η προβαλλόμενη μεταγενέστερη επιδείνωσή τους, όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ως απρόβλεπτο γεγονός υπό την έννοια της παρατεθείσας ανωτέρω στη σκέψη 51 νομολογίας.

56
Τα ίδια ισχύουν κατά μείζονα λόγο και όσον αφορά τα προβλήματα υγείας και τον θάνατο της αδελφής της προσφεύγουσας, η οποία αποβίωσε τον Ιανουάριο του 1995, ήτοι πολύ πριν από την πρόσληψη της προσφεύγουσας στην Κοινότητα, τον Νοέμβριο του 1996, και τη γένεση της επίδικης οφειλής τον Νοέμβριο του 1998. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα πραγματικά περιστατικά των οποίων γίνεται επίκληση στερούνται οποιασδήποτε σημασίας στην υπό κρίση περίπτωση.

57
Όσον αφορά την έλλειψη κερδοφορίας της επιχειρήσεως της προσφεύγουσας, εξ αιτίας της οποίας η τελευταία ισχυρίζεται ότι δεν μπόρεσε να εξοφλήσει την οφειλή της έναντι της Επιτροπής, η κατάσταση αυτή δεν είναι ούτε ασυνήθης ούτε απρόβλεπτη. Πράγματι, στο πλαίσιο της ασκήσεως εμπορικής δραστηριότητας, οι ζημίες τις οποίες υφίσταται μια επιχείρηση εντάσσονται στον συνήθη επιχειρηματικό κίνδυνο τον οποίο ένας μέσος και κανονικά ενημερωμένος επιχειρηματίας οφείλει να λάβει υπόψη του και να μην τον αποκλείσει προτού ξεκινήσει την επιχειρηματική του δραστηριότητα.

58
Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι –ασφαλώς θλιβερές– περιστάσεις τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα δεν μπορούν να θεωρηθούν ως συνιστώσες περίπτωση ανωτέρας βίας.

59
Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και, ειδικότερα, του δικαιώματος ακροάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

60
Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, έστω και αν διαθέτει περιορισμένη εξουσία εκτιμήσεως για την επιβολή, σύμφωνα με την εφαρμοστέα εν προκειμένω νομοθεσία, τόκων υπερημερίας και προσαυξήσεων, όφειλε, προτού λάβει την προσβαλλόμενη απόφαση, να επιτρέψει στην προσφεύγουσα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της ώστε να παράσχει εξηγήσεις και να επικαλεστεί τους λόγους που την οδήγησαν σε απόλυτη αδυναμία επιστροφής του ζητηθέντος ποσού.

61
Η Επιτροπή απαντά, αφενός, ότι η επιβολή τόκων υπερημερίας ή ο υπολογισμός τους δεν εναπόκεται στη διακριτική της ευχέρεια, αλλά είναι υποχρεωτική σύμφωνα με την εφαρμοστέα κοινοτική νομοθεσία, δηλαδή το άρθρο 94 του κανονισμού 3418/93 και το άρθρο 86 του κανονισμού 2342/2002. Η απαίτηση τόκων δεν απορρέει από την άσκηση της εικαζομένης διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής, αλλά από αυτή και μόνον την υπερημερία της προσφεύγουσας.

62
Αφετέρου, υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα ουδέποτε αμφισβήτησε την υποχρέωσή της να επιστρέψει στην Επιτροπή τους μισθούς που της είχαν αχρεωστήτως καταβληθεί. Η προσφεύγουσα γνώριζε επίσης, από την παραλαβή του χρεωστικού σημειώματος της 4ης Νοεμβρίου 1998 έως την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, εάν καθυστερούσε να εξοφλήσει την οφειλή της, θα της επιβάλλονταν τόκοι υπερημερίας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου αυτής, η προσφεύγουσα είχε επανειλημμένες ευκαιρίες να εκθέσει την άποψή της. Εξάλλου, με την από 20 Μαρτίου 2000 επιστολή της, αναγνώρισε την οφειλή της και πρότεινε την τμηματική εξόφλησή της.

63
Τέλος, η προσβαλλόμενη απόφαση ουδόλως μετέβαλε την υπάρχουσα κατάσταση, υπό την έννοια ότι δεν επέβαλε στην προσφεύγουσα νέες υποχρεώσεις ώστε να είναι αναγκαία η προ της εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως ακρόασή της. Με την προσβαλλόμενη απόφαση επιδιώκεται ακριβώς η είσπραξη απαιτήσεως ήδη βεβαίας, εκκαθαρισμένης και ληξιπρόθεσμης, την οποία η ενδιαφερομένη γνώριζε και ουδέποτε αμφισβήτησε.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

64
Κατά τη νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία κινουμένη κατά προσώπου και ικανή να καταλήξει σε βλαπτική για το εν λόγω πρόσωπο πράξη αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου και πρέπει να διασφαλίζεται ακόμα και ελλείψει σχετικής ειδικής ρυθμίσεως. Η αρχή αυτή, η οποία ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της χρηστής διοικήσεως, επιβάλλει να παρέχεται σε οποιονδήποτε μπορεί να γίνει αποδέκτης βλαπτικής πράξεως η δυνατότητα να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή του σχετικά με τα εις βάρος του στοιχεία που θεμελιώνουν την εν λόγω απόφαση (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2000, C-462/98 P, Mediocurso κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑7183, σκέψη 36· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 23ης Ιανουαρίου 2002, T‑237/00, Reynolds κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑5 και II‑15 και Συλλογή 2002, σ. II‑163, σκέψεις 86, 90 και 100, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία· της 23ης Απριλίου 2002, T‑372/00, Campolargo κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑49 και II‑223, σκέψεις 30 και 31, και της 6ης Μαρτίου 2003, T-228/99 και T-233/99, Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑435, σκέψη 121).

65
Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί πράξη βλαπτική για την προσφεύγουσα. Πράγματι, με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή απαιτεί από την προσφεύγουσα, αφενός, την επιστροφή των ποσών που αντιστοιχούν στις αχρεωστήτως καταβληθείσες από την Επιτροπή αποδοχές και, αφετέρου, την καταβολή τόκων υπερημερίας, που αποτελούν το αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς, λόγω μη εμπρόθεσμης εξοφλήσεως της κύριας οφειλής.

66
Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί αν, και σε ποιο βαθμό, η υποχρέωση την οποία επιβάλλει η προπαρατεθείσα νομολογία τηρήθηκε εν προκειμένω, έστω και αν η νομοθεσία που διέπει την εν λόγω διαδικασία δεν περιέχει ρητή σχετική διάταξη.

67
Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η υποχρέωση αυτή δεν τηρήθηκε στην υπό κρίση περίπτωση. Πράγματι, όχι μόνον ενημερώθηκε επανειλημμένως από την Επιτροπή (βλ., ιδίως, την αλληλογραφία που παρατίθεται ανωτέρω στις σκέψεις 10 και 12) για την υποχρέωσή της να επιστρέψει το αχρεωστήτως εισπραχθέν ποσό, βάσει της εντολής πληρωμής αριθ. 98007128M, και για τον κίνδυνο που διέτρεχε να αυξηθεί η οφειλή της με τόκους υπερημερίας σε περίπτωση μη πληρωμής εντός της ταχθείσας προθεσμίας, αλλά, επιπλέον, η προσφεύγουσα, με την από 20 Μαρτίου 2000 επιστολή της (που μνημονεύθηκε ανωτέρω στη σκέψη 13), πρότεινε να επιστρέψει το οφειλόμενο ποσό σε τρεις μηνιαίες δόσεις. Συνεπώς, δόθηκε στην προσφεύγουσα η δυνατότητα να λάβει θέση επί των αιτιάσεων της Επιτροπής χωρίς, εξάλλου, να τις αμφισβητήσει. Ωστόσο, καίτοι η πρότασή της έγινε δεκτή από την Επιτροπή, η προσφεύγουσα δεν προέβη στις συμφωνηθείσες καταβολές παρά τις υπομνήσεις της Επιτροπής, και τούτο χωρίς να επικαλεστεί κανένα συγκεκριμένο λόγο προς δικαιολόγηση της μη πληρωμής.

68
Υπό τις συνθήκες αυτές, η αιτίαση της προσφεύγουσας που αντλείται από τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή, προτού λάβει την προσβαλλόμενη απόφαση, όφειλε να επιτρέψει εκ νέου στην προσφεύγουσα να διατυπώσει παρατηρήσεις και να παράσχει εξηγήσεις πρέπει να απορριφθεί, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση ουδόλως επέβαλε νέες υποχρεώσεις ούτε μετέβαλε την υπάρχουσα κατάσταση, η οποία ήταν ήδη γνωστή στην προσφεύγουσα, ώστε να επιβάλλεται να ακουστεί εκ νέου πριν από την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως.

69
Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την υπέρβαση των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής και την παραβίαση της αρχής του estoppel

Επιχειρήματα των διαδίκων

70
Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, επιβάλλοντας προσαυξήσεις και τόκους υπερημερίας επί της κύριας οφειλής της, η Επιτροπή υπᄉρέβη τα όρια της διακριτικής ευχέρειάς της, καθόσον η αδυναμία της προσφεύγουσας να εξοφλήσει εγκαίρως την εν λόγω οφειλή οφειλόταν σε αντικειμενικούς λόγους και όχι σε δόλια πρόθεση υπεξαιρέσεως του ποσού. Αντιθέτως, το σφάλμα διαπιστώθηκε χάρη στην εκ μέρους της προσφεύγουσας ενημέρωση των αρμοδίων υπηρεσιών της Επιτροπής σχετικά με την καταβολή μη οφειλομένων αποδοχών. Εξάλλου, δεδομένου ότι η γενεσιουργός αιτία της οφειλής της προσφεύγουσας συνίστατο σε σφάλμα της ίδιας της Επιτροπής και, ειδικότερα, στη βαρύτατη αμέλεια των ελεγκτικών οργάνων της, η Επιτροπή, σύμφωνα με την αρχή του estoppel, δεν μπορούσε να επικαλεστεί δικές της πράξεις ή παραλείψεις για να επιβάλει στην προσφεύγουσα τόκους υπερημερίας. Αυτό θα ήταν δυνατόν μόνον αν η Επιτροπή αποδείκνυε ότι η μη επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων μισθών οφειλόταν σε δόλο, πράγμα το οποίο δεν ισχύει εν προκειμένω.

71
Η Επιτροπή, αφού υπενθυμίζει ότι η επιβολή τόκων δεν απορρέει από την άσκηση διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής, αλλά προκύπτει από την εφαρμογή δεσμευτικών πράξεων, ήτοι των κανονισμών 3418/93 και 2342/2002, υποστηρίζει ότι η επιβολή τόκων ουδεμία σχέση έχει με την πταισματική ή μη συμπεριφορά του οφειλέτη. Αντιθέτως, τόκοι οφείλονται σε όλες τις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται υπερημερία στην εκπλήρωση υποχρεώσεως εξοφλήσεως μιας χρηματικής απαιτήσεως, προκειμένου να αποφευχθεί ο αδικαιολόγητος πλουτισμός του οφειλέτη σε βάρος του δανειστή.

72
Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι η οφειλή της προσφεύγουσας προήλθε από σφάλμα υπηρεσιών της Επιτροπής δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της επιβολής τόκων υπερημερίας. Συγκεκριμένα, η γενεσιουργός αιτία της επιβολής τόκων υπερημερίας συνίστατο στη μη έγκαιρη επιστροφή, εκ μέρους της προσφεύγουσας, του ποσού που της είχε αχρεωστήτως καταβληθεί και όχι στις πράξεις ή στις παραλείψεις της Επιτροπής. Εξάλλου, η Επιτροπή ουδέποτε παρέσχε στην προσφεύγουσα σαφείς διαβεβαιώσεις ως προς τη μη επιβολή τόκων υπερημερίας. Κατά συνέπεια, η αιτίαση την οποία η προσφεύγουσα αντλεί από υποτιθέμενη παραβίαση της αρχής του estoppel ή της συναφούς αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στερείται ερείσματος.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

73
Στο πλαίσιο αυτού του λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει, πρώτον, στην Επιτροπή ότι υπερέβη τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας επιβαρύνοντάς τη με προσαυξήσεις και τόκους υπερημερίας.

74
Πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 3418/93, το περιεχόμενο του οποίου είναι ανάλογο του περιεχομένου του άρθρου 86, παράγραφος 1, του κανονισμού 2342/2002, «[κ]άθε απαίτηση που δεν έχει επιστραφεί εμπρόθεσμα συνεπάγεται καταβολή τόκων […]».

75
Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, κατά την καταληκτική ημερομηνία που αναφέρεται στο χρεωστικό σημείωμα της 4ης Νοεμβρίου 1998 στο οποίο μνημονεύεται η εντολή πληρωμής αριθ. 98007128Μ, ήτοι στις 4 Ιανουαρίου 1999, η προσφεύγουσα δεν είχε προβεί σε καμία πληρωμή σχετική με την οφειλή της προς την Επιτροπή. Συνεπώς, επιβάλλοντας, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τόκους υπερημερίας λόγω μη καταβολής του οφειλομένου ποσού κατά την καταληκτική ημερομηνία, η Επιτροπή τήρησε πλήρως την υποχρέωση που της επιβάλλουν το άρθρο 94, παράγραφος 1, του κανονισμού 3418/93 και το άρθρο 86, παράγραφος 1, του κανονισμού 2342/2002. Ως εκ τούτου, η παρούσα αιτίαση, που θεμελιώνεται επί εσφαλμένης βάσεως, πρέπει να απορριφθεί.

76
Δεύτερον, η αιτίαση που αντλείται από παραβίαση της αρχής του estoppel, είναι επίσης απορριπτέα. Πράγματι, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, η επιβολή τόκων υπερημερίας οφείλεται στην εκ μέρους της προσφεύγουσας μη εξόφληση της απαιτήσεως της Επιτροπής εντός της ταχθείσας προθεσμίας και όχι σε πράξεις και παραλείψεις των υπηρεσιών της Επιτροπής σχετικά με την καταβολή μη οφειλομένων μισθών στην προσφεύγουσα. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν ζητεί, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που της επιβάλλει να επιστρέψει τους αχρεωστήτως, εκ λάθους ή εξ αμελείας, καταβληθέντες μισθούς, αλλά μόνον καθόσον με την απόφαση αυτή τής επιβάλλονται τόκοι υπερημερίας ή προσαυξήσεις.

77
Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η Επιτροπή ουδέποτε δήλωσε ρητώς ότι η προσφεύγουσα θα απαλλασσόταν από την καταβολή τόκων υπερημερίας. Κατά συνέπεια, ελλείψει σαφών διαβεβαιώσεων εκ μέρους της Επιτροπής, η προσφεύγουσα δεν μπορεί, εν προκειμένω, να επικαλεστεί λυσιτελώς παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

78
Επομένως, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και, κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος στο σύνολό του.

Επί του επικουρικού αιτήματος

79
Προς στήριξη του επικουρικού της αιτήματος, η προσφεύγουσα επικαλείται δύο λόγους, αντλούμενους, πρώτον, από έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τον υπολογισμό και τη νομική βάση των τόκων που επιβλήθηκαν για τον προ της 10ης Απριλίου 2001 χρόνο και, δεύτερον, από τη σιωπηρή παραίτηση της Επιτροπής από την απαίτηση τόκων υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από της καταληκτικής ημερομηνίας (4 Ιανουαρίου 1999) έως τις 10 Απριλίου 2001.

Επί του πρώτου επικουρικού λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τον υπολογισμό και τη νομική βάση των τόκων που επιβλήθηκαν για τον προ της 10ης Απριλίου 2001 χρόνο

Επιχειρήματα των διαδίκων

80
Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά τους τόκους που επιβλήθηκαν για το χρονικό διάστημα από 4 Ιανουαρίου 1999 έως 10 Απριλίου 2001. Συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει μνεία του τρόπου υπολογισμού ή της διατάξεως βάσει της οποίας υπολογίστηκαν οι τόκοι της περιόδου αυτής. Η έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς το σημείο αυτό επιβεβαιώνεται και από την αιτιολογική σκέψη 11 της αποφάσεως, η οποία αναφέρεται αποκλειστικά στον υπολογισμό των τόκων υπερημερίας μόνο για τον μετά την 11η Απριλίου 2001 χρόνο.

81
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εφόσον το αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι η αναζήτηση ληξιπρόθεσμης οφειλής και η συνακόλουθη είσπραξη τόκων υπερημερίας, δεν υφίσταται υποχρέωση λεπτομερούς αιτιολογήσεως της αποφάσεως αυτής. Συγκεκριμένα, η μη εμπρόθεσμη καταβολή των οφειλομένων ποσών συνιστά επαρκή λόγο αναζητήσεως, δεδομένου ότι όλα τα στοιχεία επί των οποίων στηριζόταν η εν λόγω αναζήτηση ήταν ήδη γνωστά στην προσφεύγουσα. Η επιβολή τόκων δεν έχρηζε ειδικής αιτιολογίας, καθόσον η αιτιολογία προέκυπτε από τη διαπίστωση της υπερημερίας, ο δε υπολογισμός τους απέρρεε από τις εφαρμοστέες διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού και του εκτελεστικού του κανονισμού.

82
Όσον αφορά την αιτιολογική σκέψη 11 της προσβαλλομένης αποφάσεως, την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι σκοπός της δεν ήταν να αιτιολογήσει την προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά να υπενθυμίσει τις διατάξεις σχετικά με το επιτόκιο βάσει του οποίου υπολογίζονται οι τόκοι, δεδομένου ότι το επιτόκιο αυτό μεταβλήθηκε με την αντικατάσταση, από 1ης Ιανουαρίου 2003, του κανονισμού 3418/93 από τον κανονισμό 2342/2002. Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως μνημονεύεται ρητώς η καταληκτική ημερομηνία της 4ης Ιανουαρίου 1999, στις δε ουσιαστικές διατάξεις της αναφέρεται ρητώς ότι οι τόκοι έχουν υπολογιστεί από την ημερομηνία αυτή.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

83
Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται απ’ αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του κοινοτικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολοᄈήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις επιταγές του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 1985, 296/82 και 318/82, Κάτω Χώρες και Leeuwarder Papierwarenfabriek κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 809, σκέψη 19, της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 63, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C-301/96, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑9927, σκέψη 87).

84
Εξάλλου, όταν το πλαίσιο εντός του οποίου ελήφθη μια απόφαση είναι απολύτως γνωστό στον ενδιαφερόμενο, η απόφαση μπορεί να αιτιολογηθεί συνοπτικώς (απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 1975, 73/74, Groupement des fabricants de papiers peints de Belgique κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 457, σκέψη 31, και προμνησθείσα απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψεις 89 και 92).

85
Εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση και, ιδίως, από τις αιτιολογικές σκέψεις 3, 6 και 11, καθώς και από το άρθρο 1 της αποφάσεως, προκύπτει σαφώς ότι οι τόκοι υπερημερίας υπολογίστηκαν κατά τρόπον ώστε να καλύπτουν όλο το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία κατά την οποία η κύρια οφειλή κατέστη ληξιπρόθεσμη (4 Ιανουαρίου 1999) έως την πλήρη εξόφλησή της. Το επιτόκιο και η μέθοδος υπολογισμού που εφαρμόστηκαν είναι το επιτόκιο και η μέθοδος υπολογισμού που προβλέπονται, αντίστοιχα, στο άρθρο 94 του κανονισμού 3418/93, για το χρονικό διάστημα από 4 Ιανουαρίου 1999 έως 31 Δεκεμβρίου 2002, και στο άρθρο 86 του κανονισμού 2342/2002 για το μετά την έναρξη της ισχύος του εν λόγω κανονισμού χρονικό διάστημα, ήτοι από την 1η Ιανουαρίου 2003 και εντεύθεν. Το γεγονός ότι η αιτιολογική σκέψη 11 της προσβαλλομένης αποφάσεως περιέχει μνεία ενέχουσα πραγματική πλάνη, λαμβάνοντας ως χρονικό σημείο ενάρξεως της πρώτης περιόδου την ημερομηνία της 11ης Απριλίου 2001 και όχι την καταληκτική ημερομηνία (4 Ιανουαρίου 1999), δεν συνιστά τυπικό ελάττωμα δυνάμενο να οδηγήσει στην ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως, εφόσον οι λοιπές αιτιολογικές της σκέψεις παρέχουν αιτιολογία η οποία είναι, αυτή καθαυτή, επαρκής (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2003, T‑228/99 και T-233/99, Westdeutsche Landesbank Girozentrale κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑435, σκέψη 162).

86
Είναι, ασφαλώς, ακριβές ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, πρώτη και δεύτερη περίπτωση), η Επιτροπή προέβη στον υπολογισμό των τόκων υπερημερίας υποδιαιρώντας την πρώτη περίοδο (4/01/1999 − 31/12/2002) σε δύο μέρη, εκ των οποίων το πρώτο αφορούσε το χρονικό διάστημα από 4 Ιανουαρίου 1999 έως 10 Απριλίου 2001 και το δεύτερο το χρονικό διάστημα από 11 Απριλίου 2001 έως 31 Δεκεμβρίου 2002, χωρίς να παράσχει σαφείς διευκρινίσεις. Ωστόσο, η Επιτροπή, με την απάντησή της σε γραπτή ερώτηση του Πρωτοδικείου, με την οποία κλήθηκε να εξηγήσει τη βάση και τον τρόπο υπολογισμού των τόκων υπερημερίας για την πρώτη περίοδο και να αναφέρει λεπτομερώς ποια θα ήταν τα αποτελέσματα των υπολογισμών της αν δεν είχε χωρίσει την περίοδο αυτή στον προ της 10ης Απριλίου 2001και στον μετά την ημερομηνία αυτή χρόνο, δήλωσε ότι ο εν λόγω χωρισμός ουδόλως μεταβάλλει τον τρόπο υπολογισμού των τόκων υπερημερίας για το σύνολο της πρώτης περιόδου. Από την απάντηση αυτή προκύπτει επίσης ότι, λαμβανομένου υπόψη του επιτοκίου και του τρόπου υπολογισμού που εφαρμόστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 94 του κανονισμού 3418/93, το συνολικό ποσό των τόκων υπερημερίας για την πρώτη περίοδο, υπολογιζομένων χωρίς να ληφθεί υπόψη ο χωρισμός της περιόδου στον προ της 10ης Απριλίου 2001 και στον μετά την ημερομηνία αυτή χρόνο, παραμένει ίδιο με εκείνο που καθορίζει το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι 2 367,92 ευρώ (1 344,04 + 1 023,88 = 2 367,92).

87
Βάσει των σκέψεων αυτών και λαμβανομένων υπόψη των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα και του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, το οποίο ήταν γνωστό στην προσφεύγουσα, πρέπει να συναχθεί ότι η απόφαση αυτή είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Κατά συνέπεια, ο πρώτος επικουρικός λόγος ακυρώσεως, που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τους τόκους που επιβλήθηκαν για το πρώτο μέρος της πρώτης περιόδου, ήτοι για το χρονικό διάστημα από 4 Ιανουαρίου 1999 έως 10 Απριλίου 2001, πρέπει να απορριφθεί.των καν

Επί του δευτέρου επικουρικού λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από τη σιωπηρή παραίτηση της Επιτροπής από την απαίτηση τόκων υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 4 Ιανουαρίου 1999 έως 10 Απριλίου 2001

Επιχειρήματα των διαδίκων

88
Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, με την από 14 Μαρτίου 2001 επιστολή της, η Επιτροπή παραιτήθηκε σιωπηρώς από τους τόκους που οφείλονταν για τον προ της 11ης Απριλίου 2001 χρόνο, μη απαιτώντας την καταβολή τόκων και επιφυλασσόμενη προς τούτο μόνο σε περίπτωση μη καταβολής του ποσού εντός της ταχθείσας προθεσμίας, ήτοι για τον μετά την 11η Απριλίου 2001 χρόνο και όχι για την προηγούμενη περίοδο.

89
Η Επιτροπή υπενθυμίζει καταρχάς ότι, σύμφωνα με τον δημοσιονομικό κανονισμό και τις εκτελεστικές του διατάξεις, κάθε απαίτηση βεβαιώνεται με το ένταλμα πληρωμής βάσει του οποίου αποστέλλεται στον οφειλέτη χρεωστικό σημείωμα, το οποίο αναφέρει, μεταξύ άλλων, το ποσό της απαιτήσεως (κύρια οφειλή) και την καταληκτική ημερομηνία. Έτσι, στην υπό κρίση περίπτωση, η απαίτηση της επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων στην προσφεύγουσα μισθών στηριζόταν στο προμνησθέν χρεωστικό σημείωμα, με καταληκτική ημερομηνία την 4η Ιανουαρίου 1999, καθώς και στην υπενθύμιση της 6ης Απριλίου 1999, η οποία ανέφερε ρητώς ότι η μη έγκαιρη εξόφληση της οφειλής θα συνεπαγόταν προσαυξήσεις και τόκους υπερημερίας. Η ημερομηνία της 10ης Απριλίου 2001, που μνημονεύεται στην προμνησθείσα επιστολή της 14ης Μαρτίου 2001, δεν αποτελεί καταληκτική ημερομηνία υπό την έννοια της σχετικής κανονιστικής ρυθμίσεως, αλλά ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας εντός της οποίας ο ήδη υπερήμερος οφειλέτης κλήθηκε να εξοφλήσει την οφειλή του και μετά την πάροδο της οποίας θα εκινείτο διαδικασία αναγκαστικής εισπράξεως της απαιτήσεως.

90
Περαιτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι ούτε η επιστολή της 14ης Μαρτίου 2001 ούτε οι προγενέστερες επιστολές της αποτελούν νέα βεβαίωση ή εκκαθάριση της απαιτήσεως. Μοναδικός σκοπός των επιστολών αυτών ήταν να υπενθυμίσουν στην προσφεύγουσα την οφειλή της και να την προτρέψουν να την εξοφλήσει προτού η Επιτροπή καταφύγει σε διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως προς είσπραξη της απαιτήσεώς της. Από τις εν λόγω επιστολές ουδόλως προκύπτει ότι η Επιτροπή παραιτήθηκε σιωπηρώς από την αξίωσή της όσον αφορά τους τόκους για το χρονικό διάστημα από 5 Ιανουαρίου 1999 έως 10 Απριλίου 2001.

91
Τέλος, κατά την Επιτροπή, η εφαρμοστέα νομοθεσία δεν προβλέπει δυνατότητα σιωπηρής παραιτήσεως. Αλλά ακόμα και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή, προβαίνοντας σε μια ύστατη κίνηση καλής θελήσεως έναντι της προσφεύγουσας και εξαντλώντας κάθε όριο επιεικείας, αρκέστηκε στην καταβολή της κύριας οφειλής, χωρίς τόκους υπερημερίας έως τις 10 Απριλίου 2001, η δυνατότητα αυτή δόθηκε στην προσφεύγουσα μόνον υπό τον όρο της επιστροφής του οφειλομένου ποσού πριν από τις 10 Απριλίου 2001. Όμως, η προσφεύγουσα όχι μόνο δεν εξόφλησε την οφειλή της εντός της ταχθείσας προθεσμίας, αλλά και επέδειξε αδιαφορία και έλλειψη πνεύματος συνεργασίας μη γνωστοποιώντας τη νέα της διεύθυνση στην Επιτροπή, η οποία την αναζητούσε ματαίως, μέσω δικαστικών επιμελητών, τόσο στο Βέλγιο όσο και στην Ελλάδα.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

92
Πρέπει να παρατηρηθεί ότι το άρθρο 24 του δημοσιονομικού κανονισμού της 21ης Δεκεμβρίου 1977, που εφαρμόζεται επί του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/002, σ. 77), όπως τροποποιήθηκε για τελευταία φορά με τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) 610/90 του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 1990 (L 70, σ. 1), και το άρθρο 95 του κανονισμού 3418/93 προέβλεπαν τη δυνατότητα παραιτήσεως από την είσπραξη βεβαιωθείσας απαιτήσεως και καθόριζαν τις προϋποθέσεις και τους λεπτομερείς κανόνες της. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 95 του κανονισμού 3418/93, «[ο] υπόλογος, με τη σύμφωνη γνώμη του δημοσιονομικού ελεγκτή, μπορεί να παραιτηθεί από την είσπραξη τόκων εφόσον η δημοσιονομική επίπτωση, είτε λόγω του ποσού είτε λόγω της διάρκειας της καθυστέρησης, είναι ελάχιστη σε σχέση με το διοικητικό κόστος της πράξης». Τέτοια δυνατότητα προβλέπεται και στο άρθρο 73, παράγραφος 2, του κανονισμού 1605/2002, η οποία εφαρμόζεται με αιτιολογημένη απόφαση του αρμόδιου διατάκτη και τηρουμένων των λοιπών προϋποθέσεων και κανόνων του άρθρου 87 του κανονισμού 2342/2002.

93
Στην υπό κρίση υπόθεση, είναι αναμφισβήτητο ότι η Επιτροπή δεν παραιτήθηκε, κατ’ εφαρμογήν των προμνησθεισών διατάξεων, από την είσπραξη των τόκων υπερημερίας που οφείλονταν για το χρονικό διάστημα από την καταληκτική ημερομηνία (4 Ιανουαρίου 1999) έως τις 10 Απριλίου 2001. Δεν αμφισβητείται επίσης ότι η προσφεύγουσα όχι μόνο δεν ζήτησε την εφαρμογή των διατάξεων αυτών, αλλά ούτε καν επικαλέστηκε τη δυνατότητα εφαρμογής τους. Ωστόσο, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η Επιτροπή, με την προμνησθείσα επιστολή της 14ης Μαρτίου 2001, παραιτήθηκε από την είσπραξη τόκων υπερημερίας για τον προ της 10ης Απριλίου 2001 χρόνο, καθόσον, με την επιστολή αυτή, περιορίστηκε να ζητήσει, πριν από την ημερομηνία αυτή, την καταβολή του ποσού που αντιστοιχούσε στην κύρια απαίτηση.

94
Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Αφενός, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της, η προμνησθείσα επιστολή της Επιτροπής της 14ης Μαρτίου 2001 δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως ρητή παραίτηση από την είσπραξη των επιδίκων τόκων υπερημερίας, υπό την έννοια της εφαρμοστέας νομοθεσίας. Αφετέρου, η νομοθεσία αυτή δεν προβλέπει, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, δυνατότητα σιωπηρής παραιτήσεως από την είσπραξη βεβαιωθείσας απαιτήσεως. Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν η επιστολή αυτή μπορεί να ερμηνευθεί ως συνεπαγόμενη πιθανή σιωπηρή παραίτηση, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, μια τέτοια ερμηνεία θα μπορούσε να γίνει δεκτή μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η προσφεύγουσα θα είχε προβεί στη ζητηθείσα ολοσχερή εξόφληση της κύριας οφειλής πριν από την εκπνοή της ταχθείσας προθεσμίας, ήτοι πριν από τις 10 Απριλίου 2001, πράγμα το οποίο δεν συνέβη.

95
Κατά συνέπεια, ο δεύτερος επικουρικός λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

96
Κατόπιν των προεκτεθέντων, η υπό κρίση προσφυγή είναι απορριπτέα στο σύνολό της.


Επί των δικαστικών εξόδων

97
Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Όμως, στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή ζήτησε από το Πρωτοδικείο «να αποφασίσει για τις δικαστικές δαπάνες σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις». Το αίτημα αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αίτημα καταδίκης της προσφεύγουσας στα δικαστικά έξοδα (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 9ης Ιουνίου 1992, C-30/91 P, Lestella κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I‑3755, σκέψη 38, και της 29ης Απριλίου 2004, C-470/00 P, Κοινοβούλιο κατά Ripa di Meana κ.λπ., η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 86), υπενθυμιζομένου ότι το άρθρο 88 του Κανονισμού Διαδικασίας δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω (βλ. ανωτέρω σκέψεις 29 έως 39). Κατά συνέπεια, πρέπει να οριστεί ότι κάθε διάδικος θα φέρει τα δικαστικά έξοδά του.


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)
Απορρίπτει την προσφυγή.

2)
Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Βηλαράς

Dehousse

Šváby

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 8 Μαρτίου 2005.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

H. Jung

Μ. Βηλαράς


1
Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.