Language of document : ECLI:EU:T:2005:109

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 17ης Μαρτίου 2005 (*)

«Γεωργία – Κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά – Ενίσχυση στην παραγωγή των μεταποιημένων προϊόντων με βάση την τομάτα – Μέθοδος υπολογισμού του ποσού – Περίοδος εμπορίας 2000/2001»

Στην υπόθεση T‑285/03,

Agraz, SA, με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία),

Agrícola Conservera de Malpica, SA, με έδρα το Τολέδο (Ισπανία),

Agridoro Soc. coop. rl, με έδρα το Pontenure (Ιταλία),

Alfonso Sellitto SpA, με έδρα το Mercato S. Severino (Ιταλία),

Alimentos Españoles, Alsat, SL, με έδρα το Don Benito, Badajoz (Ισπανία),

AR Industrie Alimentari SpA, με έδρα το Angri (Ιταλία),

Argo Food – Packaging & Innovation Co. SA, με έδρα τις Σέρρες (Ελλάδα),

Asteris Industrial Commercial SA, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα),

Attianese Srl, με έδρα το Nocera Superiore (Ιταλία),

Audecoop distillerie Arzens – Techniques séparatives (AUDIA), με έδρα το Montréal (Γαλλία),

Benincasa Srl, με έδρα το Angri,

Boschi Luigi & Figli SpA, με έδρα το Fontanellato (Ιταλία),

CAS SpA, με έδρα το Castagnaro (Ιταλία),

Calispa SpA, με έδρα το Castel San Giorgio (Ιταλία),

Campil – Agro Industrial do Campo do Tejo, Lda, με έδρα το Cartaxo (Πορτογαλία),

Campoverde Srl, με έδρα την Carinola (Ιταλία),

Carlo Manzella & C. Sas, με έδρα το Castel San Giovanni (Ιταλία),

Carmine Tagliamonte & C. Srl, με έδρα το Sant’Egidio del Monte Albino (Ιταλία),

Carnes y Conservas Españolas, SA, με έδρα τη Mérida (Ισπανία),

Cbcotti Srl, με έδρα το Nocera Inferiore (Ιταλία),

Cirio del Monte Italia SpA, με έδρα τη Ρώμη (Ιταλία),

Consorzio Ortofrutticoli Trasformati Polesano (Cotrapo) Soc. coop. rl, με έδρα το Fiesso Umbertiano (Ιταλία),

Columbus Srl, με έδρα την Πάρμα (Ιταλία),

Compal – Companhia produtora de Conservas Alimentares, SA, με έδρα το Almeirim (Πορτογαλία),

Conditalia Srl, με έδρα το Nocera Superiore,

Conservas El Cidacos, SA, με έδρα το Autol (Ισπανία),

Conservas Elagón, SA, με έδρα την Coria (Ισπανία),

Conservas Martinete, SA, με έδρα την Puebla de la Calzada (Ισπανία),

Conservas Vegetales de Extremadura, SA, με έδρα το Bajadoz,

Conserve Italia Soc. coop. rl, με έδρα το San Lazzaro di Savena (Ιταλία),

Conserves France SA, με έδρα τη Nîmes (Γαλλία),

Conserves Guintrand SA, με έδρα το Carpentras (Γαλλία),

Conservificio Cooperativo Valbiferno Soc. coop. rl, με έδρα το Guglionesi (Ιταλία),

Consorzio Casalasco del Pomodoro Soc. coop. rl, με έδρα το Rivarolo del Re ed Uniti (Ιταλία),

Consorzio Padano Ortofrutticolo (Copador) Soc. coop. rl, με έδρα το Collecchio (Ιταλία),

Copais Food and Beverage Company SA, με έδρα τη Νέα Ιωνία (Ελλάδα),

Tin Industry D. Nomikos SA, με έδρα το Μαρούσι (Ελλάδα),

Davia Srl, με έδρα το Gragnano (Ιταλία),

De Clemente Conserve Srl, με έδρα το Fisciano (Ιταλία),

DE. CON Srl, με έδρα το Scafati (Ιταλία),

Desco SpA, με έδρα την Terracina (Ιταλία),

«Di Lallo» – Di Teodoro di Lallo & C. Snc, με έδρα το Scafati,

Di Leo Nobile – SpA Industria Conserve Alimentari, με έδρα το Castel San Giorgio,

Marotta Emilio, με έδρα το Sant’Antonio Abate (Ιταλία),

E. & O. von Felten SpA, με έδρα το Fontanini (Ιταλία),

Egacoop, S. Coop., Lda, με έδρα την Andosilla (Ισπανία),

Elais SA, με έδρα την Αθήνα,

Emiliana Conserve Srl, με έδρα το Busseto (Ιταλία),

Perano Enrico & Figli Spa, με έδρα το San Valentino Torio (Ιταλία),

FIT – Fomento da Indústria do Tomate, SA, με έδρα το Águas de Moura (Πορτογαλία),

Faiella & C. Srl, με έδρα το Scafati,

«Feger» di Gerardo Ferraioli SpA, με έδρα το Angri,

Fratelli D’Acunzi Srl, με έδρα το Nocera Superiore,

Fratelli Longobardi Srl, με έδρα το Scafati,

Fruttagel Soc. coop. rl, με έδρα το Alfonsine (Ιταλία),

G3 Srl, με έδρα το Nocera Superiore,

Giaguaro SpA, με έδρα το Sarno (Ιταλία),

Giulio Franzese Srl, με έδρα την Carbonara di Nola (Ιταλία),

Greci Geremia & Figli SpA, με έδρα την Πάρμα,

Greci – Industria Alimentare SpA, με έδρα την Πάρμα,

Greek Canning Co. SA Kyknos, με έδρα το Ναύπλιο (Ελλάδα),

Grilli Paolo & Figli – Sas di Grilli Enzo e Togni Selvino, με έδρα την Gambettola (Ιταλία),

Heinz Iberica, SA, με έδρα το Alfaro (Ισπανία),

IAN – Industrias Alimentarias de Navarra, SA, με έδρα τη Vilafranca (Ισπανία),

Industria Conserve Alimentari Aniello Longobardi – Di Gaetano, Enrico & Carlo Longobardi Srl, με έδρα το Scafati,

Industrias de Alimentação Idal, Lda, με έδρα το Benavente (Πορτογαλία),

Industrias y Promociones Alimentícias, SA, με έδρα το Miajadas (Ισπανία),

Industrie Rolli Alimentari SpA, με έδρα το Roseto degli Abruzzi (Ιταλία),

Italagro – Indústria de Transformação de Produtos Alimentares, SA, με έδρα την Castanheira do Ribatejo (Πορτογαλία),

La Cesenate Conserve Alimentari SpA, με έδρα την Cesena (Ιταλία),

La Dispensa di Campagna Srl, με έδρα το Castagneto Carducei (Ιταλία),

La Doria SpA, με έδρα το Angri,

La Dorotea di Giuseppe Alfano & C. Srl, με έδρα το Sant’Antonio Abate,

La Regina del Pomodoro Srl, με έδρα το Sant’Egidio del Monte Albino,

«La Regina di San Marzano» di Antonio, Felice e Luigi Romano Snc, με έδρα το Scafati,

La Rosina Srl, με έδρα το Angri,

Le Quattro Stelle Srl, με έδρα το Angri,

Lodato Gennaro & C. SpA, με έδρα το Castel San Giorgio,

Louis Martin production SAS, με έδρα το Monteux (Γαλλία),

Menú Srl, με έδρα τη Medolla (Ιταλία),

Mutti SpA, με έδρα το Montechiarugolo (Ιταλία),

National Conserve Srl, με έδρα το Sant’Egidio del Monte Albino,

Nestlé España, SA, με έδρα το Miajadas,

Nuova Agricast Srl, με έδρα τη Verignola (Ιταλία),

Pancrazio SpA, με έδρα την Cava De’Tirreni (Ιταλία),

Pecos SpA, με έδρα το Castel San Giorgio,

Pelati Sud di De Stefano Catello Sas, με έδρα το Sant’Antonio Abate,

Pomagro Srl, με έδρα το Fisciano,

Pomilia Srl, με έδρα το Nocera Superiore,

Prodakta SA, με έδρα την Αθήνα,

Raffaele Viscardi Srl, με έδρα το Scafati,

Rispoli Luigi & C. Srl, με έδρα την Altavilla Silentina (Ιταλία),

Rodolfi Mansueto SpA, με έδρα το Collecchio,

Riberal de Navarra S. en C., με έδρα το Castejon (Ισπανία),

Salvati Mario & C. SpA, με έδρα το Mercato San Severino,

Saviano Pasquale Srl, με έδρα το San Valentino Torio,

Sefa Srl, με έδρα το Nocera Superiore,

Serraiki Konservopoiia Oporokipeftikon Serko SA, με έδρα τις Σέρρες,

Sevath SA, με έδρα την Ξάνθη (Ελλάδα),

Silaro Conserve Srl, με έδρα το Nocera Superiore,

ARP – Agricoltori Riuniti Piacentini Soc. coop. rl, με έδρα την Gariga di Podenzano (Ιταλία),

Société coopérative agricole de transformations et de ventes (SCATV), με έδρα το Camaret-sur-Aigues (Γαλλία),

Sociedade de Industrialização de Produtos Agrícolas – Sopragol, SA, με έδρα τη Mora (Πορτογαλία),

Spineta SpA, με έδρα το Pontecagnano Faiano (Ιταλία),

Star Stabilimento Alimentare SpA, με έδρα το Agrate Brianza (Ιταλία),

Steriltom Aseptic – System Srl, με έδρα την Piacenza (Ιταλία),

Sugal Alimentos, SA, με έδρα την Azambuja (Πορτογαλία),

Sutol – Indústrias Alimentares, Lda, με έδρα το Alcácer do Sal (Πορτογαλία),

Tomsil – Sociedade Industrial de Concentrado de Tomate, SA, με έδρα το Ferreira do Alentejo (Πορτογαλία),

Transformaciones Agrícolas de Badajoz, SA, με έδρα τη Villanueva de la Serena (Ισπανία),

Zanae – Nicoglou levures de boulangerie industrie commerce alimentaire SA, με έδρα τη Θεσσαλονίκη (Ελλάδα),

ενάγουσες,

εκπροσωπούμενες από τους J. da Cruz Vilaça, R. Oliveira, M. Melícias και D. Choussy, δικηγόρους,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τον M. Nolin, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

εναγομένης,

με αντικείμενο αγωγή αποζημιώσεως με την οποία ζητείται η αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν οι ενάγουσες λόγω της θεσπισθείσας μεθόδου για τον υπολογισμό του ποσού της ενισχύσεως στην παραγωγή που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) 1519/2000 της Επιτροπής, της 12ης Ιουλίου 2000, σχετικά με τον καθορισμό για την περίοδο εμπορίας 2000/2001 της ελάχιστης τιμής και του ποσού της ενίσχυσης για τα μεταποιημένα προϊόντα με βάση την τομάτα (EE L 174, σ. 29),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τον J. Azizi, πρόεδρο, και τους F. Dehousse και E. Cremona, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Σεπτεμβρίου 2004,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

1        Το άρθρο 33, παράγραφος 1, ΕΚ προβλέπει τα εξής:

«Στόχοι της κοινής γεωργικής πολιτικής είναι:

α)      να αυξάνει την παραγωγικότητα της γεωργίας με την ανάπτυξη της τεχνικής προόδου, με την εξασφάλιση της ορθολογικής αναπτύξεως της γεωργικής παραγωγής, καθώς και της αρίστης χρησιμοποιήσεως των συντελεστών παραγωγής, ιδίως του εργατικού δυναμικού,

β)      να εξασφαλίζει κατ’ αυτό τον τρόπο ένα δίκαιο βιοτικό επίπεδο στον γεωργικό πληθυσμό, ιδίως με την αύξηση του ατομικού εισοδήματος των εργαζομένων στη γεωργία,

γ)      να σταθεροποιεί τις αγορές,

δ)      να εξασφαλίζει τον εφοδιασμό,

ε)      να διασφαλίζει λογικές τιμές κατά την προσφορά αγαθών στους καταναλωτές.»

2        Το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) 2201/96 του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 1996, για την κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά (ΕΕ L 297, σ. 29, στο εξής: βασικός κανονισμός), όπως ισχύει στην υπό κρίση υπόθεση, προβλέπει τα εξής:

«1.      Εφαρμόζεται καθεστώς ενίσχυσης στην παραγωγή των προϊόντων που εμφαίνονται στο παράρτημα I και λαμβάνονται από οπωροκηπευτικά συγκομισθέντα στην Κοινότητα.

2.      Η ενίσχυση στην παραγωγή χορηγείται στον μεταποιητή που κατέβαλε στον παραγωγό, για την πρώτη ύλη, τιμή τουλάχιστον ίση με την ελάχιστη τιμή δυνάμει των συμβάσεων που συνάπτονται αφενός μεν από τις οργανώσεις των παραγωγών που έχουν αναγνωρισθεί ή έχουν προαναγνωρισθεί δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 2200/96 και, αφετέρου, από τους μεταποιητές […].»

3        Το άρθρο 4 του βασικού κανονισμού, όπως ισχύει στην υπό κρίση υπόθεση, διευκρινίζει:

«1.      Η ενίσχυση στην παραγωγή δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη της διαφοράς μεταξύ της ελάχιστης τιμής που καταβάλλεται στον κοινοτικό παραγωγό και της τιμής της πρώτης ύλης των κυριότερων τρίτων χωρών παραγωγής και εξαγωγής.

2.      Το ύψος της ενίσχυσης καθορίζεται κατά τρόπο που επιτρέπει τη διάθεση του κοινοτικού προϊόντος, εντός του ορίου που θέτει η παράγραφος 1. Για να καθορισθεί το ύψος της ενίσχυσης, με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 5, λαμβάνεται υπόψη κυρίως:

α)      η διαφορά μεταξύ του κόστους της πρώτης ύλης που σημειώνεται εντός της Κοινότητας και του κόστους της πρώτης ύλης των κυριοτέρων ανταγωνιστικών τρίτων χωρών·

β)      το ύψος ενίσχυσης που είχε καθορισθεί ή υπολογισθεί πριν τη μείωση της παραγράφου 10, εφόσον ισχύει, για την προηγούμενη περίοδο εμπορίας

και

γ)      για τα προϊόντα για τα οποία η κοινοτική παραγωγή αποτελεί ουσιαστικό τμήμα της αγοράς, η εξέλιξη του όγκου των εξωτερικών συναλλαγών και των τιμών τους, όταν το τελευταίο αυτό κριτήριο οδηγεί σε μείωση του ύψους της ενίσχυσης.

3.      Η ενίσχυση καθορίζεται σε συνάρτηση με το καθαρό βάρος του μεταποιημένου προϊόντος. Οι συντελεστές που εκφράζουν τη σχέση μεταξύ του βάρους της χρησιμοποιηθείσας πρώτης ύλης και του καθαρού βάρους του μεταποιημένου προϊόντος καθορίζονται κατ’ αποκοπή και ενημερώνονται τακτικά βάσει της κτηθείσας πείρας.

[…]

5.      Η τιμή της πρώτης ύλης των κυριότερων ανταγωνιστικών τρίτων χωρών καθορίζεται κυρίως βάσει των τιμών που εφαρμόζονται στο στάδιο της εξόδου από τη γεωργική εκμετάλλευση για τα νωπά προϊόντα συγκρίσιμης ποιότητας που χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταποίηση, σταθμισμένων σε συνάρτηση με τις ποσότητες των τελικών προϊόντων που εξάγονται από τις εν λόγω τρίτες χώρες.

6.      Για τα προϊόντα για τα οποία η κοινοτική παραγωγή αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 50 % της αγοράς της κοινοτικής κατανάλωσης, η εξέλιξη των τιμών και του όγκου εισαγωγών και εξαγωγών εκτιμάται βάσει των δεδομένων του ημερολογιακού έτους που προηγείται της έναρξης της περιόδου εμπορίας, σε σχέση με τα δεδομένα του προηγουμένου ημερολογιακού έτους.

7.      Όσον αφορά τα μεταποιημένα προϊόντα με βάση την τομάτα, η ενίσχυση στην παραγωγή υπολογίζεται για:

α)      τον τοματοπολτό που υπάγεται στον κωδικό ΣΟ 2002 90·

[…]

9.       Η Επιτροπή καθορίζει […], πριν από την έναρξη κάθε περιόδου εμπορίας, το ύψος της ενίσχυσης. Σύμφωνα με την ίδια διαδικασία, η Επιτροπή θεσπίζει και τους συντελεστές που αναφέρονται στην παράγραφο 3, τις ελάχιστες ποιοτικές απαιτήσεις καθώς επίσης και τις λοιπές λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου.

10.      Για τα μεταποιημένα προϊόντα με βάση την τομάτα, οι συνολικές δαπάνες δεν πρέπει να υπερβαίνουν, για κάθε περίοδο εμπορίας, το ποσό που θα προέκυπτε αν οι γαλλικές και οι πορτογαλικές ποσοστώσεις τοματοπολτού για την περίοδο 1997/1998 είχαν καθορισθεί ως εξής:

–        Γαλλία: 24 323 τόνοι,

–        Πορτογαλία: 670 451 τόνοι.

Προς τούτο, η ενίσχυση που καθορίζεται για τον τοματοπολτό και τα παράγωγά του βάσει της παραγράφου 9 μειούται κατά 5,37 %. Μετά τη λήξη της περιόδου καταβάλλεται ενδεχομένως συμπλήρωμα αν η αύξηση των γαλλικών και πορτογαλικών ποσοστώσεων δεν αξιοποιηθεί πλήρως.»

4        Τέλος, ο κανονισμός (ΕΚ) 1519/2000 της Επιτροπής, της 12ης Ιουλίου 2000, σχετικά με τον καθορισμό για την περίοδο εμπορίας 2000/2001 της ελάχιστης τιμής και του ποσού της ενίσχυσης για τα μεταποιημένα προϊόντα με βάση την τομάτα (EE L 174, σ. 29), προβλέπει, στο άρθρο 2, παράγραφος 1, ότι, «[γ]ια την περίοδο εμπορίας 2000/2001, η ενίσχυση στην παραγωγή που αναφέρεται στο άρθρο 4 [του βασικού κανονισμού] καθορίζεται στο παράρτημα II». Το ποσό της ενίσχυσης στην παραγωγή καθορίστηκε σε 17 178 ευρώ για 100 kg τοματοπολτού με περιεκτικότητα σε ξηρά ύλη ίση ή ανώτερη από 28 % αλλά κατώτερη από 30 %.

 Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

5        Με έγγραφο της 4ης Φεβρουαρίου 2000, η Επιτροπή ζήτησε από τις κινεζικές αρχές να της χορηγήσουν, όσο το δυνατόν ταχύτερα, τα αναγκαία πληροφοριακά στοιχεία για τον καθορισμό των ενισχύσεων για την περίοδο εμπορίας 2000/2001 στον τομέα των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών, συμπληρώνοντας το επισυναφθέν ερωτηματολόγιο. Στο ως άνω έγγραφο δεν δόθηκε απάντηση.

6        Κατόπιν της εκδόσεως του κανονισμού 1519/2000, αντιπροσωπευτικές ενώσεις παραγωγών μεταποιημένων προϊόντων με βάση την τομάτα στην Ισπανία, τη Γαλλία, την Ελλάδα, την Ιταλία και την Πορτογαλία γνωστοποίησαν τις αντιρρήσεις τους στην Επιτροπή και αμφισβήτησαν την έλλειψη συνυπολογισμού της τιμής της κινεζικής τομάτας κατά τον καθορισμό του ποσού της χορηγούμενης ενισχύσεως.

7        Ο ευρωπαϊκός οργανισμός των βιομηχανιών κονσερβοποιίας τομάτας (στο εξής: OEICT) και η Associação Portuguesa dos Industriais de Tomate υπέβαλαν στην Επιτροπή πολλές αιτήσεις για τη μεταβολή του ποσού της χορηγούμενης ενισχύσεως. Μια από τις αιτήσεις αυτές συνοδευόταν από αντίγραφο συμβάσεως που περιείχε την καταβληθείσα σε Κινέζο παραγωγό τιμή του προϊόντος.

8        Με έγγραφο της 5ης Μαρτίου 2001, το οποίο απευθυνόταν στον Πορτογάλο Υπουργό Γεωργίας, σε απάντηση του αιτήματός του περί αναθεωρήσεως του υπολογισμού του ποσού της ενισχύσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι ο καθορισμός του ποσού των ενισχύσεων για τη μεταποίηση τομάτας για την περίοδο εμπορίας 2000/01 πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο αυστηρής τηρήσεως των άρθρων 3 και 4 του βασικού κανονισμού. Επί πλέον, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τη λήψη, στις 13 Δεκεμβρίου 2000, ενός εγγράφου του OEICT με το οποίο της διαβιβάσθηκε η τιμή που συμφωνήθηκε στο πλαίσιο μιας συμβάσεως η οποία συνήφθη στην Κίνα, αλλά πρόσθεσε ότι της ήταν αδύνατο να τροποποιήσει την απόφασή της λαμβάνοντας υπόψη την τιμή που καθορίσθηκε μόνον από μία σύμβαση και δεν επιβεβαιώθηκε από τις οικείες εθνικές αρχές.

9        Τον Σεπτέμβριο του 2001, οι ισπανικές διπλωματικές υπηρεσίες στο Πεκίνο έλαβαν ένα πιστοποιητικό το οποίο προερχόταν από τις κινεζικές αρχές και το οποίο ανέφερε, για τις περιόδους εμπορίας 1999 και 2000, τη μέση τιμή της τομάτας που καταβλήθηκε στους παραγωγούς της επαρχίας Xinjiang, η οποία αντιπροσωπεύει περίπου το 88 % της συνολικής κινεζικής παραγωγής μεταποιημένης τομάτας. Το έγγραφο αυτό διαβιβάσθηκε στο αρμόδιο μέλος της Επιτροπής, τον F. Fischler, στις 9 Νοεμβρίου 2001 από τον Πορτογάλο Υπουργό Γεωργίας και στις 7 Δεκεμβρίου 2001 από τον OEICT.

10      Στις 31 Ιανουαρίου 2002, η Επιτροπή απάντησε στον τελευταίο οργανισμό υπογραμμίζοντας εκ νέου ότι ο καθορισμός του ποσού της ενισχύσεως ήταν σύμφωνος με τα άρθρα 3 και 4 του βασικού κανονισμού. Επί πλέον, η Επιτροπή, στηριζόμενη στην έλλειψη δυσμενούς μεταχειρίσεως της κοινοτικής βιομηχανίας τομάτας, η οποία, κατά την Επιτροπή, είχε φθάσει σε επίπεδο ρεκόρ μεταποιήσεως, θεωρούσε, ως εκ τούτου, ότι δεν ήταν αναγκαίο να τροποποιήσει τον κανονισμό 1519/2000.

11      Έπειτα από μια συνεδρίαση, η οποία διεξήχθη στις 6 Νοεμβρίου 2002, και από διάφορες επιστολές τις οποίες απέστειλαν οι ενάγουσες στην Επιτροπή, η τελευταία τόνισε, με έγγραφο της 7ης Ιανουαρίου 2003, ότι δεν είχε κανένα λόγο να επανεξετάσει τον κανονισμό 1519/2000.

12      Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι ενάγουσες άσκησαν, στις 18 Αυγούστου 2003, την παρούσα αγωγή.

 Αιτήματα των διαδίκων

13      Οι ενάγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει σε κάθε ενάγουσα εταιρία το υπόλοιπο της ενισχύσεως στην παραγωγή (όπως αναφέρεται λεπτομερώς στο παράρτημα A.27 του δικογράφου της αγωγής), πλέον τόκων, με επιτόκιο που θα προσδιορίσει το Πρωτοδικείο, από τις 12 Ιουλίου 2000 –ή, επικουρικώς, από τις 13 Ιουλίου 2000, ή, επικουρικότερα, από τις 16 Ιουλίου 2000– και μέχρι την ημερομηνία πραγματικής καταβολής·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

14      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την αγωγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις ενάγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της ουσίας

15      Οι διάδικοι επικαλούνται την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου, σύμφωνα με την οποία η θεμελίωση εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων που αναφέρονται στον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στο κοινοτικό όργανο, στην ύπαρξη πραγματικής ζημίας και στην ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προβαλλομένης ζημίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1981, 197/80 έως 200/80, 243/80, 245/80 και 247/80, Ludwigshafener Walzmuehle κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 3211, σκέψη 18· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, Τ-168/94, Blackspur κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-2627, σκέψη 38, και της 13ης Δεκεμβρίου 1995, T-481/93 και T-484/93, Exporteurs in Levende Varkens κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-2941, σκέψη 80).

16      Πρέπει να εξακριβωθεί αν οι τρεις αυτές προϋποθέσεις πληρούνται εν προκειμένω.

 Ως προς τη νομιμότητα της συμπεριφοράς της Επιτροπής

17      Προκειμένου να αποδειχθεί ο παράνομος χαρακτήρας της συμπεριφοράς της Επιτροπής, οι ενάγουσες επικαλούνται, κυρίως, την παράβαση του βασικού κανονισμού και του άρθρου 33 ΕΚ καθώς και την παραβίαση των αρχών της αρωγής και της χρηστής διοικήσεως. Επικουρικώς, οι ενάγουσες επικαλούνται την παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

–       Παράβαση του βασικού κανονισμού και του άρθρου 33 ΕΚ

18      Οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας τον κανονισμό 1519/2000 κατά παράβαση των διατάξεων του βασικού κανονισμού, διέπραξε παρανομία δυναμένη να στοιχειοθετήσει την ευθύνη της Κοινότητας.

19      Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη, για τον υπολογισμό του ποσού της επίμαχης ενισχύσεως, τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ισραήλ και την Τουρκία. Πάντως, κατά τις ενάγουσες, οι διατάξεις του βασικού κανονισμού αναφέρονται στις «κυριότερες τρίτες χώρες παραγωγής και εξαγωγής» (άρθρο 4, παράγραφος 1) και στις «κυριότερες ανταγωνιστικές τρίτες χώρες» (άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 5). Επομένως, οι ως άνω διατάξεις στερούν, κατά τη γνώμη των εναγουσών, από την Επιτροπή κάθε περιθώριο εκτιμήσεως, υποχρεώνοντας την Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη τις χώρες με τη σημαντικότερη παραγωγή και τις σημαντικότερες εξαγωγές τομάτας. Έστω και αν είναι δυνατό να λάβει υπόψη η Επιτροπή άλλους παράγοντες, το εν λόγω κοινοτικό όργανο οφείλει, εν πάση περιπτώσει, να λάβει υπόψη, κατ’ ανάγκην, τους παράγοντες που μνημονεύονται ρητώς στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, ο πρώτος από τους οποίους είναι η τιμή που εφαρμόζεται στις κυριότερες τρίτες χώρες. Διαφορετική ερμηνεία θα σήμαινε ότι η Επιτροπή θα διέθετε αυθαίρετη εξουσία κατά την επιλογή των χωρών αναφοράς που πραγματοποιούν εξαγωγές, πράγμα το οποίο θα μπορούσε να την οδηγήσει, σε τελική ανάλυση, στο να μην προβλέψει καμία ενίσχυση σε συνάρτηση με την επιλογή των χωρών αναφοράς.

20      Πάντως, οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι, από το 1998, η Κίνα είναι ο δεύτερος σημαντικότερος παραγωγός τομάτας παγκοσμίως. Το 1999, η Κίνα εξήγαγε περισσότερους από 108 246 τόνους τομάτας, ήτοι λιγότερους από την Τουρκία (168 691 τόνοι), αλλά περισσότερους από τις Ηνωμένες Πολιτείες (92 913 τόνοι) και από το Ισραήλ (9 557 τόνοι). Εξάλλου, οι κινεζικές εξαγωγές προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ανήλθαν σε περίπου 24 171 τόνους, αντιπροσωπεύοντας το 22,30 % των συνολικών παγκοσμίων εξαγωγών της Κίνας. Κατά συνέπεια, η τελευταία πρέπει να θεωρηθεί ως ανταγωνιστική χώρα.

21      Επομένως, η Επιτροπή, παραλείποντας να συμπεριλάβει τις κινεζικές τιμές στον υπολογισμό της ενισχύσεως στην παραγωγή, παρέβη τον βασικό κανονισμό, του οποίου οι διατάξεις είναι σαφείς και μη διφορούμενες. Οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι, κατά την έννοια της νομολογίας Bergaderm (απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2000, C-352/98 P, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-5291), πρόκειται για κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες και του οποίου η παράβαση είναι κατάφωρη. Επειδή οι εξουσίες της Επιτροπής, κατά την έκδοση του κανονισμού 1519/2000, είχαν περιοριστεί με πολύ ακριβή τρόπο, μια απλή παρανομία εκ μέρους του θεσμικού οργάνου αρκεί, κατά τη γνώμη των εναγουσών, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας.

22      Εξάλλου, η ίδια η Επιτροπή ζήτησε να της γνωστοποιηθούν τα σχετικά με τις κινεζικές τιμές στοιχεία, αλλά αρνήθηκε να λάβει υπόψη τα εν λόγω στοιχεία όταν τα τελευταία προσκομίστηκαν σε αυτή.

23      Κατά τις ενάγουσες, η συμπεριφορά της Επιτροπής παρέβλεψε, επίσης, τους πολιτικούς στόχους του προβλεπόμενου από τον βασικό κανονισμό συστήματος επιδοτήσεων. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω στόχοι συνίστανται στην υποστήριξη των Ευρωπαίων γεωργών και βιομηχάνων μέσω της διασφαλίσεως ενός ελαχίστου επιπέδου του εισοδήματος του γεωργού και μέσω της παροχής της δυνατότητας στον μεταποιητή προϊόντων που είναι παράγωγα της τομάτας να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό των τρίτων χωρών, των οποίων η πρώτη ύλη αγοράζεται σε χαμηλότερη τιμή από εκείνη της ευρωπαϊκής αγοράς. Ο κανονισμός 1519/2000, μη τηρώντας τους ως άνω στόχους, παραβαίνει επίσης το άρθρο 33 ΕΚ.

24      Η Επιτροπή εκτιμά ότι διέθετε ευρεία εξουσία εκτιμήσεως για τον καθορισμό του ποσού της επίμαχης ενισχύσεως. Επομένως, η ευθύνη της θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί μόνον αν είχε παραβεί, προδήλως και σοβαρώς, τα όρια που επιβάλλονται στην άσκηση των εξουσιών της κατά την έννοια της νομολογίας που καθιερώθηκε από της εκδόσεως της αποφάσεως Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσας στη σκέψη 21.

25      Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το άρθρο 4 του βασικού κανονισμού επιτρέπει τον καθορισμό μέγιστης ενισχύσεως στην παραγωγή και ότι η ενίσχυση αυτή «δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη της διαφοράς μεταξύ του κόστους της πρώτης ύλης που σημειώνεται εντός της Κοινότητας και του κόστους της πρώτης ύλης των κυριοτέρων τρίτων χωρών παραγωγής και εξαγωγής». Συνεπώς, δεν υφίσταται, κατά την Επιτροπή, καμία εγγύηση ότι το ποσό της ενισχύσεως είναι ίσο με την ως άνω διαφορά.

26      Επί πλέον, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι τα κριτήρια θεσπίσεως της ενισχύσεως δεν προσδιορίζονται κατά τρόπο εξαντλητικό. Συγκεκριμένα, το άρθρο 4, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ορίζει: «Για να καθορισθεί το ύψος της ενίσχυσης […], λαμβάνεται υπόψη κυρίως […]». Η ως άνω διάταξη προβλέπει, υπό στοιχείο γ΄, τη δυνατότητα μειώσεως της ενισχύσεως προκειμένου να ληφθεί υπόψη η εξέλιξη του όγκου των εξωτερικών συναλλαγών και των τιμών τους. Πάντως, επειδή η κοινοτική παραγωγή αποτελεί ουσιαστικό τμήμα της κοινοτικής αγοράς, ήτοι κατά το μάλλον ή ήττον το 90 %, η Επιτροπή είχε δικαίωμα να λάβει υπόψη τα ως άνω στοιχεία.

27      Επίσης, η Επιτροπή προσάπτει στις ενάγουσες ότι ουδέποτε μνημόνευσαν τον σκοπό της ενισχύσεως, ήτοι το να «επιτραπεί η διάθεση του κοινοτικού προϊόντος». Η Επιτροπή θεωρεί ότι, κατά απολύτως θεμιτό τρόπο και υπό το πρίσμα του ως άνω σκοπού και των οικονομικών στοιχείων που διέθετε, μπορούσε να μη λάβει υπόψη την τιμή της κινεζικής τομάτας.

28      Οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ισραήλ και η Τουρκία είχαν παράσχει στοιχεία σχετικά με την παραγωγή τομάτας, ενώ οι κινεζικές αρχές δεν είχαν απαντήσει στο αίτημα της Επιτροπής. Η τελευταία συνήγαγε από τα εν λόγω στοιχεία ότι έπρεπε να μειωθεί η ενίσχυση στον μεταποιητή για την παραγωγή τοματοπολτού κατά 20,54 % λόγω της υποτιμήσεως του ευρώ σε σχέση με το αμερικανικό δολάριο (- 12,2 %) και της αυξήσεως του κόστους της πρώτης ύλης στις ανταγωνιστικές τρίτες χώρες, και ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες (+ 8,4 %) και στην Τουρκία (+ 4,4 %).

29      Κατά την Επιτροπή, τα διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με την κοινοτική αγορά για τον τοματοπολτό έδειχναν ύφεση των συνολικών εισαγωγών και σταθερότητα των εισαγωγών από την Κίνα μεταξύ 1997 και 1999, τις τιμές για προϊόντα προελεύσεως «Κίνας» σε σημαντική άνοδο και μια ομαλή αύξηση των κοινοτικών εξαγωγών. Τα ως άνω στοιχεία επιβεβαίωναν μια σαφή βελτίωση της διεθνούς συγκυρίας για την κοινοτική παραγωγή και την ύπαρξη ενός, περιορισμένου ακόμη, ανταγωνισμού με την Κίνα. Επομένως, η τροποποίηση των κανόνων υπολογισμού της ενισχύσεως δεν ήταν επιβεβλημένη.

30      Η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι, έστω και αν ο συνυπολογισμός της τιμής της κινεζικής πρώτης ύλης μπορούσε όντως να οδηγήσει στη μείωση της εκτιμώμενης τιμής της πρώτης ύλης των κυριοτέρων τρίτων χωρών παραγωγής και εξαγωγής, μια τέτοια μείωση δεν θα οδηγούσε κατ’ ανάγκην στην αύξηση της ενισχύσεως στην παραγωγή.

31      Εν πάση περιπτώσει, παρά την έλλειψη απαντήσεως εκ μέρους των κινεζικών αρχών, η Επιτροπή όφειλε να καθορίσει το ποσό της ενισχύσεως στην παραγωγή πριν από την έναρξη της περιόδου εμπορίας 2000/2001. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, μέχρι στιγμής, δεν είχε ποτέ λάβει υπόψη την τιμή της κινεζικής τομάτας και ότι τίποτε δεν δικαιολογούσε το να ενσωματωθεί αιφνιδίως η τιμή αυτή για πρώτη φορά στον υπολογισμό της ενισχύσεως.

32      Όσον αφορά την παράβαση του άρθρου 33 ΕΚ, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η ενίσχυση στην παραγωγή έχει ως σκοπό να επιτραπεί η διάθεση του κοινοτικού προϊόντος. Κατά την Επιτροπή, οι ενάγουσες ουδόλως απέδειξαν ότι αυτή παρέβη τον ως άνω σκοπό.

–       Παραβίαση των αρχών της αρωγής και της χρηστής διοικήσεως

33      Όσον αφορά την παράβαση του καθήκοντος αρωγής και χρηστής διοικήσεως, οι ενάγουσες προβάλλουν ότι η Επιτροπή δεν κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να πληροφορηθεί τις κινεζικές τιμές, όπως θα έπραττε μια επιμελής και συνετή διοίκηση. Εν συνεχεία, η Επιτροπή δεν διόρθωσε το σφάλμα της, κατά παράβαση της δεσμεύσεως που είχε αναλάβει, ενώ η διόρθωση αυτή δεν θα προκαλούσε καμία ιδιαίτερη δυσχέρεια.

34      Η Επιτροπή εκτιμά ότι μπορούσε, τηρώντας τους σκοπούς και τις διατάξεις του βασικού κανονισμού, να καθορίσει το ποσό της ενισχύσεως στην παραγωγή ελλείψει των σχετικών με τις τιμές της κινεζικής τομάτας στοιχείων. Επομένως, θα ήταν αλυσιτελές το να συνεχίσει η Επιτροπή τα διαβήματά της προς τις κινεζικές αρχές, διαβήματα τα οποία εξακολουθούσαν να μένουν αναπάντητα όσον αφορά την παραγωγή άλλων προϊόντων.

35      Όσον αφορά την αιτίαση ότι η Επιτροπή δεν τροποποίησε τον υπολογισμό της ενισχύσεως παρά το γεγονός ότι γνώριζε την τιμή της τομάτας που καταβάλλεται στους Κινέζους παραγωγούς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι τα πρώτα πληροφοριακά στοιχεία της κοινοποιήθηκαν με έγγραφο της 13ης Νοεμβρίου 2000, ήτοι τέσσερις μήνες μετά την έκδοση του κανονισμού 1519/2000. Δεδομένου ότι επρόκειτο μόνο για την τιμή που συμφωνήθηκε στο πλαίσιο μιας συμβάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η τιμή αυτή δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ως αντιπροσωπευτική της τιμής της κινεζικής παραγωγής.

36      Εν συνεχεία, η Επιτροπή προβάλλει ότι μόλις στις 9 Νοεμβρίου 2001, ήτοι δέκα έξι μήνες μετά την έκδοση του κανονισμού 1519/2000, της κοινοποιήθηκαν αριθμητικά στοιχεία τα οποία ήσαν ίσως πιο πειστικά. Κατά την Επιτροπή, ήταν αδιανόητο να τροποποιηθεί ο ως άνω κανονισμός μετά από μια τόσο μακρά περίοδο και, εξάλλου, καμία νομοθετική διάταξη δεν της επέτρεπε να προβεί αναδρομικά σε μια τέτοια τροποποίηση. Η Επιτροπή θα μπορούσε να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο μόνο αν επρόκειτο περί τεχνικού σφάλματος. Προσθέτει δε ότι η περίοδος εμπορίας 2000/2001 είχε λήξει πριν από πολλούς μήνες και ότι είχε θεσπισθεί ένας νέος μηχανισμός.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

37      Οι διάδικοι διαφωνούν ως προς την ερμηνεία των διατάξεων του βασικού κανονισμού και ως προς την έκταση της εξουσίας εκτιμήσεως που χορηγεί ο εν λόγω κανονισμός στην Επιτροπή όσον αφορά τον καθορισμό του ποσού της ενισχύσεως στην παραγωγή.

38      Πρέπει να υπομνησθεί ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η θεμελίωση εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας κατά την έννοια του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, ήτοι: της ελλείψεως νομιμότητας της προσαπτομένης στα θεσμικά όργανα συμπεριφοράς, του υποστατού της ζημίας και της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της προβαλλομένης συμπεριφοράς και της προβαλλομένης ζημίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1982, 26/81, Oleifici Mediterranei κατά ΕΟΚ, Συλλογή 1982, σ. 3057, σκέψη 16· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 1996, T-175/94, International Procurement Services κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II-729, σκέψη 44· της 16ης Οκτωβρίου 1996, T-336/94, Efisol κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑1343, σκέψη 30, και της 11ης Ιουλίου 1997, T-267/94, Oleifici Italiani κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II-1239, σκέψη 20).

39      Όσον αφορά την πρώτη από τις ως άνω προϋποθέσεις, η νομολογία απαιτεί να έχει αποδειχθεί η ύπαρξη κατάφωρης παραβάσεως ενός κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες (απόφαση Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 21, σκέψη 42). Όσον αφορά την απαίτηση σύμφωνα με την οποία η παράβαση πρέπει να είναι κατάφωρη, αποφασιστικό κριτήριο για να θεωρηθεί ότι η εν λόγω προϋπόθεση πληρούται είναι το αν υπήρξε, εκ μέρους του οικείου κοινοτικού οργάνου, πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται στην εξουσία εκτιμήσεως. Οσάκις το ως άνω όργανο δεν διαθέτει παρά μόνο πολύ περιορισμένο αν όχι ανύπαρκτο περιθώριο εκτιμήσεως, η απλή παράβαση του κοινοτικού δικαίου μπορεί να αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης παραβάσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2002, C-312/00 P, Επιτροπή κατά Camar και Tico, Συλλογή 2002, σ. I‑11355, σκέψη 54· απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 2001, T-198/95, T-171/96, T-230/97, T-174/98 και T-225/99, Comafrica και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-1975, σκέψη 134).

40      Ειδικότερα, η διαπίστωση μιας πλημμέλειας την οποία δεν θα είχε διαπράξει, σε ανάλογες συνθήκες, μια διοίκηση που δείχνει τη συνήθη σύνεση και επιμέλεια παρέχει τη δυνατότητα συναγωγής του συμπεράσματος ότι η συμπεριφορά του κοινοτικού οργάνου αποτέλεσε παρανομία ικανή να στοιχειοθετήσει την ευθύνη της Κοινότητας βάσει του άρθρου 288 ΕΚ (απόφαση Comafrica και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 39, σκέψη 134).

41      Επομένως, πρέπει, κατ’ αρχάς, να εξεταστούν οι διατάξεις του βασικού κανονισμού προκειμένου να καθοριστεί η έκταση της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής και, εν συνεχεία, να εξακριβωθεί αν, στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή διέπραξε ή όχι παράβαση του εν λόγω κανονισμού ικανή να στοιχειοθετήσει την ευθύνη της.

–       Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής δυνάμει του βασικού κανονισμού

42      Πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι αποτελεί πάγια νομολογία ότι ο κοινοτικός νομοθέτης απολαύει ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως όταν καλείται να προβεί στην εκτίμηση μιας περίπλοκης οικονομικής καταστάσεως, όπως αυτό συμβαίνει στην περίπτωση της κοινής γεωργικής πολιτικής και της κοινής πολιτικής για την αλιεία. Η εξουσία αυτή δεν αφορά μόνο τη φύση και την έκταση των διατάξεων που πρέπει να εκδοθούν, αλλά επίσης, ως ένα βαθμό, τη διαπίστωση των βασικών στοιχείων. Κατά συνέπεια, ο δικαστής, όταν έχει επιληφθεί του ζητήματος αν η προβαλλόμενη παράβαση ενός κανόνα δικαίου είναι κατάφωρη, πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση του αν το κοινοτικό όργανο στο οποίο προσάπτεται η εν λόγω παράβαση υπέπεσε, κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διέθετε, σε πρόδηλη πλάνη ή ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας ή του αν η οικεία αρχή υπερέβη προδήλως τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που διέθετε (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 27ης Ιουνίου 1989, 113/88, Leukhardt, Συλλογή 1989, σ. 1991, σκέψη 20· της 19ης Φεβρουαρίου 1998, C-4/96, NIFPO και Northern Ireland Fishermen’s Federation, Συλλογή 1998, σ. Ι-681, σκέψεις 41 και 42· της 5ης Οκτωβρίου 1999, C-179/95, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. Ι-6475, σκέψη 29· της 25ης Οκτωβρίου 2001, C-120/99, Ιταλία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I-7997, σκέψη 44· απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, T-13/99, Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II-3305, σκέψεις 166 και 168).

43      Δεύτερον, η Επιτροπή διαθέτει, επίσης κατ’ εφαρμογήν του βασικού κανονισμού, ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τον καθορισμό της ενισχύσεως στην παραγωγή.

44      Βεβαίως, η δεύτερη αιτιολογική σκέψη του βασικού κανονισμού αναφέρει ότι «ορισμένα μεταποιημένα προϊόντα έχουν ιδιαίτερη σημασία για τις μεσογειακές περιφέρειες της Κοινότητας όπου οι τιμές στην παραγωγή είναι αισθητά υψηλότερες των τιμών των τρίτων χωρών» και η τέταρτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι «το ύψος της ενίσχυσης πρέπει να αντισταθμίζει τη διαφορά μεταξύ των τιμών που καταβάλλονται στους παραγωγούς στην Κοινότητα και των τιμών που καταβάλλονται στις τρίτες χώρες». Ωστόσο, η τελευταία αιτιολογική σκέψη προσθέτει «ότι πρέπει, συνεπώς, να προβλεφθεί υπολογισμός που θα λαμβάνει υπόψη ακριβώς αυτή τη διαφορά και την επίπτωση της εξέλιξης της ελάχιστης τιμής, με την επιφύλαξη της εφαρμογής ορισμένων τεχνικών στοιχείων». Η προσθήκη του επιρρήματος «ακριβώς» καταδεικνύει ότι, για τον καθορισμό του ποσού της ενισχύσεως στην παραγωγή, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, εν πάση περιπτώσει, η διαφορά μεταξύ των τιμών που καταβάλλονται στους παραγωγούς εντός της Κοινότητας και των τιμών που καταβάλλονται στις τρίτες χώρες και η επίπτωση της εξέλιξης της ελάχιστης τιμής και ότι, εκτός από τους παράγοντες αυτούς, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη και άλλα στοιχεία, τα οποία επαφίενται στην ελεύθερη εκτίμηση της Επιτροπής.

45      Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της ενισχύσεως στην παραγωγή προβλέπονται από το άρθρο 4 του βασικού κανονισμού. Το εν λόγω άρθρο ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι η ενίσχυση στην παραγωγή «δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη της διαφοράς μεταξύ της ελάχιστης τιμής που καταβάλλεται στον κοινοτικό παραγωγό και της τιμής της πρώτης ύλης των κυριότερων τρίτων χωρών παραγωγής και εξαγωγής». Η ως άνω διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η ενίσχυση στην παραγωγή πρέπει να είναι ίση με την εν λόγω διαφορά, πράγμα που δεν θα άφηνε κανένα περιθώριο εκτιμήσεως στην Επιτροπή.

46      Εν συνεχεία, το άρθρο 4, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού υποχρεώνει την Επιτροπή να καθορίσει το ποσό της ενισχύσεως στην παραγωγή «κατά τρόπο που επιτρέπει τη διάθεση του κοινοτικού προϊόντος, εντός του ορίου που θέτει η παράγραφος 1». Η ως άνω διάταξη, αφού διευκρίνισε τον ανωτέρω σκοπό, απαριθμεί ορισμένα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό του ποσού αυτού. Η ύπαρξη, στο πλαίσιο αυτό, του επιρρήματος «κυρίως» και του συνδέσμου «και» μεταξύ των στοιχείων β΄ και γ΄ συνεπάγεται ότι η εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση των τριών αυτών κριτηρίων προϋποθέτει τη συνδρομή, κατά σωρευτικό τρόπο, ορισμένων απαραίτητων πραγματικών στοιχείων και αριθμητικών στοιχείων, όπως είναι ιδίως το κόστος της πρώτης ύλης που σημειώνεται εντός της Κοινότητας και το κόστος της πρώτης ύλης των κυριοτέρων ανταγωνιστικών τρίτων χωρών καθώς και το ύψος της ενίσχυσης που είχε καθορισθεί για την προηγούμενη περίοδο εμπορίας. Εξ αυτού προκύπτει επίσης ότι αυτός ο κατάλογος επιτακτικών κριτηρίων δεν μπορεί να είναι εξαντλητικός, πράγμα που αποτελεί ένδειξη ως προς την ύπαρξη περιθωρίου εκτιμήσεως που παρέχεται στην Επιτροπή εντός των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, και υπό την προϋπόθεση της τηρήσεως των διαδικαστικών απαιτήσεων που διέπουν την εφαρμογή του.

47      Επομένως, η Επιτροπή διαθέτει, κατ’ αρχήν, ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό της ενισχύσεως. Εντούτοις, το ως άνω περιθώριο εκτιμήσεως δεν επεκτείνεται στη συνδρομή των πραγματικών και αριθμητικών στοιχείων τα οποία αντιστοιχούν στα κριτήρια που οφείλει επιτακτικώς η Επιτροπή να λάβει υπόψη, όπως είναι οι τιμές της πρώτης ύλης των κυριοτέρων τρίτων χωρών κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού.

48      Ακριβώς υπό το πρίσμα των προαναφερθεισών αρχών πρέπει να εξακριβωθεί αν είναι βάσιμα τα επιχειρήματα των εναγουσών ως προς τις παρανομίες που διέπραξε η Επιτροπή. Στο πλαίσιο αυτό, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι είναι αναγκαίο να εκτιμήσει, πρώτον, το βάσιμο του ισχυρισμού που αντλείται από την παραβίαση των αρχών της αρωγής και της χρηστής διοικήσεως.

–       Παραβίαση των αρχών της αρωγής και της χρηστής διοικήσεως

49      Η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως, ενώ συγχρόνως έχει την υποχρέωση, σύμφωνα με τις αρχές της αρωγής και της χρηστής διοικήσεως, να συγκεντρώσει τα πραγματικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, στην περίπτωση που ένα κοινοτικό όργανο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, η τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη είναι θεμελιώδους σημασίας. Μεταξύ των εγγυήσεων αυτών περιλαμβάνεται, ιδίως, η υποχρέωση του αρμοδίου θεσμικού οργάνου να ερευνά με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί ο κοινοτικός δικαστής να εξακριβώσει αν συντρέχουν τα πραγματικά και τα νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια και κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I‑5469, σκέψη 14· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, T-167/94, Nölle κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2589, σκέψεις 73 επ.· της 19ης Φεβρουαρίου 1998, T-42/96, Eyckeler & Malt κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑401, σκέψη 165· της 9ης Ιουλίου 1999, T-231/97, New Europe Consulting και Brown κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑2403, σκέψεις 37 επ., και απόφαση Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 42, σκέψη 171).

50      Στο πλαίσιο της εφαρμογής του βασικού κανονισμού, η υποχρέωση επιμέλειας εμπεριείχε, μεταξύ άλλων, το καθήκον συγκεντρώσεως όλων των απαραιτήτων πραγματικών στοιχείων που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού και είναι ικανά να έχουν σημαντική επίπτωση επί του αποτελέσματος της διαδικασίας λήψεως αποφάσεως, προκειμένου να παρασχεθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να ασκήσει πλήρως και ορθώς την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει. Υπό το πρίσμα της ως άνω διατάξεως, δεν αμφισβητείται ότι, εν προκειμένω, το κόστος της πρώτης ύλης προελεύσεως Κίνας ήταν ένα από τα απαραίτητα στοιχεία που όφειλε η Επιτροπή να λάβει υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού της ενισχύσεως στην παραγωγή, λαμβανομένου υπόψη ότι η Κίνα θεωρείτο, κατά το χρονικό σημείο του καθορισμού της ενισχύσεως, ως μία από τις κυριότερες τρίτες χώρες που ήσαν ανταγωνιστικές σε σχέση με την κοινοτική παραγωγή.

51      Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή αρκέστηκε να αποστείλει προς την κινεζική αντιπροσωπεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση μόνον ένα έγγραφο, στις 4 Φεβρουαρίου 2000, προκειμένου να ζητήσει τις απαιτούμενες πληροφορίες, το οποίο έμεινε αναπάντητο, χωρίς ωστόσο να αναλάβει η Επιτροπή συμπληρωματικές πρωτοβουλίες προς τον σκοπό αυτό κατά τη διάρκεια της περιόδου μέχρι τον Ιούλιο του 2000.

52      Αντιθέτως, η τήρηση των αρχών της αρωγής και της χρηστής διοικήσεως θα απαιτούσε, λαμβανομένου υπόψη του ότι οι πληροφορίες σχετικά με το κόστος της πρώτης ύλης προελεύσεως Κίνας ήσαν απαραίτητες για την εκτίμηση της Επιτροπής, να αναλάβει η τελευταία συμπληρωματικές πρωτοβουλίες προκειμένου να λάβει τις αναγκαίες πληροφορίες από τις κινεζικές αρχές, παραδείγματος χάρη μέσω αποστολής επιστολών υπομνήσεως ή μέσω τηλεφωνικών επαφών με τον μόνιμο αντιπρόσωπο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Συναφώς, η σιωπή των κινεζικών αρχών, η οποία, κατά την Επιτροπή, «εντάσσεται σε μια μακρά παράδοση αρνήσεως ή αδυναμίας να δοθεί απάντηση σε οποιαδήποτε αίτηση παροχής πληροφοριών σχετικά με παρεμφερή ζητήματα», δεν μπορεί να δικαιολογήσει την αδράνεια της Επιτροπής για τον λόγο ότι υφίστατο αμάχητο τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο οι απαιτούμενες πληροφορίες δεν θα ήσαν διαθέσιμες ή ότι κάθε άλλη αίτηση θα προσέκρουε στην ίδια σιωπή εκ μέρους των κινεζικών αρχών. Αντιθέτως, δεδομένου ότι τα επίμαχα πληροφοριακά στοιχεία ήσαν απαραίτητα για τη νομιμότητα της ασκήσεως της διακριτικής ευχέρειας ως προς τον καθορισμό του ποσού της ενισχύσεως, η ως άνω σιωπή έπρεπε μάλλον να παρακινήσει τις υπηρεσίες της Επιτροπής να καταβάλουν, εγκαίρως, συμπληρωματικές προσπάθειες προκειμένου να αποκτήσουν τα εν λόγω πληροφοριακά στοιχεία παρά να παραμείνουν απολύτως αδρανείς.

53      Όσον αφορά την κινεζική σύμβαση που κοινοποιήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2000 στον F. Fischler, είναι αληθές ότι η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να λάβει υπόψη τα στοιχεία που περιέχονται στην ως άνω σύμβαση, η οποία άρχισε να ισχύει στις 15 Μαρτίου 2000, δεδομένου ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή έπρεπε να στηριχθεί στις τιμές που εφαρμόζονταν το 1999. Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των αρχών της αρωγής και της χρηστής διοικήσεως και λαμβανομένης υπόψη της σιωπής των κινεζικών αρχών κατόπιν της αποστολής του εγγράφου της Επιτροπής της 4ης Φεβρουαρίου 2000, η ελάχιστη προσπάθεια που αναμενόταν ευλόγως από ένα επιμελές θεσμικό όργανο εν προκειμένω θα συνίστατο, τουλάχιστον, στο να ερωτηθούν οι εν λόγω αρχές αν οι τιμές αυτές ήσαν αντιπροσωπευτικές των τιμών που εφαρμόζονταν το 1999, τούτο δε λαμβανομένου υπόψη, ιδίως, του γεγονότος ότι η σύμβαση αφορούσε την περιφέρεια του Xinjiang η οποία αντιπροσωπεύει, κατά τις ενάγουσες, ένα σημαντικό τμήμα της κινεζικής παραγωγής μεταποιημένης τομάτας. Μια τέτοια υποχρέωση της Επιτροπής ήταν επιβεβλημένη πολλώ μάλλον εφόσον ο F. Fischler είχε επισημάνει ότι «η Επιτροπή δεν μπορούσε να θεωρήσει ότι η τιμή που μνημονεύεται σε μια ιδιωτική σύμβαση ήταν αντιπροσωπευτική της μέσης εθνικής τιμής της παραγωγής τομάτας για την περίοδο εμπορίας 2000/2001, αν η εν λόγω τιμή δεν είχε επιβεβαιωθεί επισήμως από την Κινεζική Κυβέρνηση».

54      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η αδράνεια της Επιτροπής κατόπιν της αποστολής του εγγράφου της 4ης Φεβρουαρίου 2000 συνιστά κατάφωρη παραβίαση, κατά την έννοια της νομολογίας, των αρχών της αρωγής και της χρηστής διοικήσεως.

–       Παράβαση του βασικού κανονισμού

55      Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, η ενίσχυση στην παραγωγή δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη της διαφοράς μεταξύ της ελάχιστης τιμής που καταβάλλεται στον κοινοτικό παραγωγό και της τιμής της πρώτης ύλης των κυριότερων τρίτων χωρών παραγωγής και εξαγωγής. Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, του ιδίου κανονισμού, για να καθορισθεί το ύψος της ενίσχυσης, λαμβάνεται υπόψη κυρίως η διαφορά μεταξύ του κόστους της πρώτης ύλης που σημειώνεται εντός της Κοινότητας και του κόστους της πρώτης ύλης των κυριοτέρων ανταγωνιστικών τρίτων χωρών.

56      Οι ενάγουσες προβάλλουν ότι οι ως άνω διατάξεις επέβαλλαν στην Επιτροπή να λάβει υπόψη την τιμή της κινεζικής πρώτης ύλης, δεδομένου ότι η Κίνα είναι ο δεύτερος εξαγωγέας τομάτας παγκοσμίως.

57      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο βασικός κανονισμός επιβάλλει τον συνυπολογισμό της τιμής της πρώτης ύλης των κυριοτέρων τρίτων χωρών παραγωγής και εξαγωγής ή των κυριοτέρων ανταγωνιστικών τρίτων χωρών. Πάντως, η Κίνα αποτελούσε μέρος των ως άνω χωρών. Επομένως, η Επιτροπή όφειλε να λαμβάνει υπόψη την κινεζική τιμή αφότου η Κίνα κατέστη μία από τις ως άνω χώρες.

58      Εξάλλου, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι η Κίνα αποτελούσε μία από τις κυριότερες χώρες παραγωγής τομάτας. Κατά τα λοιπά, οι υπηρεσίες της Επιτροπής είχαν απευθύνει, για πρώτη φορά, σχετικό ερώτημα προς τις κινεζικές αρχές στην αρχή του έτους 2000, αλλά οι τελευταίες δεν απάντησαν στο ως άνω ερώτημα.

59      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι βρέθηκε αντιμέτωπη με το ζήτημα αν, ελλείψει των ως άνω πληροφοριών, μπορούσε παρά ταύτα να καθορίσει το ποσό της ενισχύσεως στην παραγωγή δυνάμει της διακριτικής ευχέρειας που διέθετε, τηρώντας συγχρόνως τους σκοπούς της εν λόγω ενισχύσεως, ήτοι το να «επιτραπεί η διάθεση των κοινοτικών προϊόντων». Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, μέχρι στιγμής, δεν είχε ποτέ λάβει υπόψη την τιμή της κινεζικής τομάτας και ότι η τροποποίηση των κανόνων υπολογισμού της ενισχύσεως δεν ήταν επιβεβλημένη, πολλώ μάλλον εφόσον επρόκειτο για τον τελευταίο καθορισμό της ενισχύσεως πριν από τη μεταρρύθμιση του καθεστώτος των ενισχύσεων στην παραγωγή.

60      Τα ως άνω επιχειρήματα δεν είναι πειστικά. Το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν είχε, κατά το παρελθόν, ποτέ λάβει υπόψη την τιμή της κινεζικής τομάτας δεν μπορεί να δικαιολογήσει το ότι εξακολουθούσε να μη λαμβάνει υπόψη την εν λόγω τιμή εάν, όπως δεν αμφισβητείται ότι συνέβαινε εν προκειμένω, οι συνθήκες της αγοράς την υποχρέωναν να το πράξει. Ομοίως, το γεγονός ότι επρόκειτο για τον τελευταίο καθορισμό ενισχύσεως πριν από τη μεταρρύθμιση του καθεστώτος των ενισχύσεων στην παραγωγή δεν μπορεί να δικαιολογήσει το να πραγματοποιηθεί ο εν λόγω καθορισμός υπό συνθήκες που δεν είναι σύμφωνες προς τον βασικό κανονισμό. Εξάλλου, ο ως άνω κανονισμός επέτρεπε, βεβαίως, στην Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη άλλα κριτήρια και να διαμορφώνει το ποσό της ενισχύσεως σε συνάρτηση με τα εν λόγω συμπληρωματικά κριτήρια. Αντιθέτως, όπως εκτέθηκε ανωτέρω στις σκέψεις 50 επ., ο εν λόγω κανονισμός δεν επέτρεπε στην Επιτροπή να παρακάμψει την τιμή της πρώτης ύλης μίας από τις κυριότερες ανταγωνιστικές τρίτες χώρες, καθόσον αυτός προβλέπει ρητώς την προσφυγή στο ως άνω στοιχείο.

61      Κατά συνέπεια, στο μέτρο που το περιεχόμενο του κανονισμού 1519/2000 ουδόλως λαμβάνει υπόψη την τιμή της πρώτης ύλης μίας από τις κυριότερες χώρες παραγωγής και εξαγωγής, ήτοι της Κίνας, ο εν λόγω κανονισμός παραβαίνει τις επιτακτικές προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, του βασικού κανονισμού. Μια τέτοια παρανομία, η οποία συνιστά κατάφωρη παράβαση ενός κανόνα που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, είναι ικανή να στοιχειοθετήσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας λόγω των επιζήμιων συνεπειών της.

62      Δεδομένου ότι ο ισχυρισμός των εναγουσών που αντλείται από την παράβαση του βασικού κανονισμού πρέπει να γίνει δεκτός, δεν είναι αναγκαίο να εξετασθεί ο ισχυρισμός που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, τον οποίο προβάλλουν επικουρικώς οι ενάγουσες.

 Ως προς τη ζημία

 Επιχειρήματα των διαδίκων

63      Οι ενάγουσες προβάλλουν ότι η ζημία τους αντιστοιχεί στην ακριβή διαφορά μεταξύ του ποσού της ενισχύσεως που καθορίστηκε στον κανονισμό 1519/2000 και εκείνου που θα είχε επιλεγεί αν η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη τις κινεζικές τιμές.

64      Με βάση τα σχετικά με την κινεζική τιμή στοιχεία, τα οποία περιέχονται στο πιστοποιητικό που χορηγήθηκε από τις κινεζικές αρχές τον Σεπτέμβριο του 2001, οι ενάγουσες υπολόγισαν το ποσό της ενισχύσεως που έπρεπε να καταβληθεί για την περίοδο εμπορίας 2000/2001. Η συνεκτίμηση της Κίνας κατά τον υπολογισμό της μέσης τιμής των κυριοτέρων τρίτων χωρών παραγωγής τομάτας καθιστά, κατά τη γνώμη των εναγουσών, σαφώς χαμηλότερη την εν λόγω τιμή και, ως εκ τούτου, καθιστά τη διαφορά μεταξύ της τιμής που καταβάλλεται στον γεωργό και της τιμής των κυριοτέρων τρίτων χωρών εξαγωγής σαφώς μεγαλύτερη από εκείνη που υπολογίσθηκε από την Επιτροπή. Κατά τις ενάγουσες, για κάθε εκατόκιλο τοματοπολτού 28/30, η βιομηχανία έλαβε 4,031 ευρώ λιγότερα απ’ ό,τι θα έπρεπε να λάβει αν είχε ληφθεί υπόψη η κινεζική τιμή. Τούτο σημαίνει ότι η εν λόγω βιομηχανία έλαβε ενίσχυση χαμηλότερη κατά 23 % από εκείνη που έπρεπε να λάβει. Επομένως, το ως άνω ποσοστό είναι το ποσοστό της ενισχύσεως που έχουν δικαίωμα οι ενάγουσες εταιρίες να αξιώσουν από την Επιτροπή.

65      Εξάλλου, οι ενάγουσες εκτιμούν ότι υπέστησαν και εξακολουθούν να υφίστανται σημαντική περιουσιακή ζημία που συνδέεται όχι μόνον με την παράλειψη της Επιτροπής να καταβάλει σ’ αυτές τα οφειλόμενα ποσά, αλλά και με τη διάβρωση της αξίας του νομίσματος καθώς και με το γεγονός ότι τα ποσά που θα είχαν λάβει αν η Επιτροπή είχε υπολογίσει ορθώς το ποσό των καταβλητέων ενισχύσεων θα είχαν παράσχει σ’ αυτές τη δυνατότητα να λαμβάνουν, τουλάχιστον, την προερχόμενη από την τοποθέτηση των εν λόγω ποσών σε τραπεζικούς λογαριασμούς απόδοση.

66      Οι ενάγουσες προβάλλουν ότι, λόγω της εφαρμογής μιας εσφαλμένης και παράνομης μεθόδου υπολογισμού, η ενίσχυση που χορηγήθηκε σ’ αυτές ήταν χαμηλότερη από εκείνη που έπρεπε να χορηγηθεί. Το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε η Επιτροπή και η άρνηση διορθώσεως του εν λόγω σφάλματος προκάλεσαν στις ενάγουσες βεβαία ζημία. Δεδομένου ότι η ζημία που υπέστησαν προκλήθηκε από την παράνομη συμπεριφορά της Επιτροπής, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου έχει, κατά τις ενάγουσες, αποδειχθεί.

67      Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, η ζημία της οποίας ζητείται η αποκατάσταση πρέπει να είναι πραγματική και βεβαία. Πάντως, ναι μεν ο συνυπολογισμός της τιμής της κινεζικής πρώτης ύλης μπορούσε, αρχικά, να οδηγήσει σε μια αισθητή μείωση της εκτιμώμενης τιμής της πρώτης ύλης των κυριότερων χωρών παραγωγής και εξαγωγής, πλην όμως η ως άνω μείωση δεν θα οδηγούσε κατ’ ανάγκην, λαμβανομένης υπόψη της διακριτικής ευχέρειας που διέθετε η Επιτροπή, σε αύξηση της ενισχύσεως στην παραγωγή.

68      Κατά μείζονα λόγο, σύμφωνα με την Επιτροπή, η ως άνω αύξηση της ενισχύσεως δεν μπορούσε, με βεβαιότητα, να είναι ισοδύναμη με τη διαφορά που στηρίζεται στον υπολογισμό της τιμής της πρώτης ύλης των κυριοτέρων χωρών παραγωγής και εξαγωγής ο οποίος διενεργείται, αφενός, λαμβανομένης υπόψη της τιμής της κινεζικής τομάτας και, αφετέρου, χωρίς να ληφθεί υπόψη η εν λόγω τιμή.

69      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι το ποσό της προβαλλομένης από τις ενάγουσες ζημίας είναι υποθετικό και δεν μπορεί να γίνει δεκτό από το Πρωτοδικείο. Κατά την Επιτροπή, το ίδιο συμπέρασμα είναι επιβεβλημένο όσον αφορά την προβαλλομένη από τις ενάγουσες περιουσιακή ζημία.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

70      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 27ης Ιανουαρίου 1982, 51/81, De Franceschi κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 117, σκέψη 9, και 256/80, 257/80, 265/80, 267/80 και 5/81, Birra Wührer κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 85, σκέψη 9· απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Μαΐου 1995, T-478/93, Wafer Zoo κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑1479, σκέψη 49), η ζημία της οποίας ζητείται η αποκατάσταση πρέπει να είναι πραγματική και βεβαία.

71      Εναπόκειται στον ενάγοντα να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία στον κοινοτικό δικαστή για να αποδεικνύει την ύπαρξη και την έκταση μιας τέτοιας ζημίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Μαΐου 1976, 26/74, Roquette Frères κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1976, σ. 273, σκέψεις 22 έως 24· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 9ης Ιανουαρίου 1996, T-575/93, Koelman κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑1, σκέψη 97, και της 28ης Απριλίου 1998, T-184/95, Dorsch Consult κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑667, σκέψη 60).

72      Οι ενάγουσες υπολογίζουν τη ζημία τους στην ακριβή διαφορά μεταξύ του ποσού της ενισχύσεως που καθορίστηκε στον κανονισμό 1519/2000 και εκείνου που θα είχε επιλεγεί αν η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη τις κινεζικές τιμές.

73      Πρώτον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι κινεζικές τιμές επί των οποίων στηρίζονται οι ενάγουσες είναι οι τιμές τις οποίες αυτές πληροφορήθηκαν μέσω των ισπανικών διπλωματικών υπηρεσιών στο Πεκίνο. Πρόκειται για τη μέση τιμή της τομάτας που καταβάλλεται στους παραγωγούς της επαρχίας Xinjiang, η οποία αντιπροσωπεύει, κατά τις ενάγουσες, περίπου το 88 % της κινεζικής παραγωγής μεταποιημένης τομάτας. Τα εν λόγω αριθμητικά στοιχεία αμφισβητούνται από την Επιτροπή, καθόσον αντιπροσωπεύουν έναν χαμηλό μέσο όρο. Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει αν τα εν λόγω αριθμητικά στοιχεία ήσαν σύμφωνα προς τις διατάξεις του βασικού κανονισμού. Πάντως, κατά την εκτίμηση μιας περίπλοκης οικονομικής καταστάσεως, η διακριτική ευχέρεια που διαθέτει η Επιτροπή εφαρμόζεται και στη διαπίστωση των βασικών στοιχείων (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Οκτωβρίου 1980, 138/79, Roquette κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1980/III, σ. 313, σκέψη 25).

74      Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι ο βασικός κανονισμός παρέχει στην Επιτροπή ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό του ποσού της ενισχύσεως, είναι αδύνατο να προσδιοριστεί με βεβαιότητα η επίπτωση του συνυπολογισμού της τιμής που καταβάλλεται στους Κινέζους παραγωγούς τομάτας επί του ποσού της ενισχύσεως. Το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεν ορίζει ότι η ενίσχυση στην παραγωγή πρέπει να είναι ίση με τη διαφορά μεταξύ της ελάχιστης τιμής που καταβάλλεται στον κοινοτικό παραγωγό και της τιμής της πρώτης ύλης των κυριοτέρων τρίτων χωρών παραγωγής. Η εν λόγω διάταξη αρκείται στο να καθορίσει ένα ανώτατο όριο.

75      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή μπορούσε, κατά το παρελθόν, να καθορίζει το ποσό της ενισχύσεως σε επίπεδο που αντανακλούσε ακριβώς τη διαφορά μεταξύ της ελάχιστης τιμής που καταβάλλεται στον κοινοτικό παραγωγό και της τιμής της πρώτης ύλης των κυριοτέρων τρίτων χωρών παραγωγής και εξαγωγής ουδόλως υποχρέωνε την Επιτροπή να διατηρήσει την ενίσχυση στο επίπεδο αυτό. Θα ήταν αντίθετο προς το γράμμα και το πνεύμα του βασικού κανονισμού το να μη λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή την εξέλιξη της καταστάσεως των διεθνών αγορών και το να καθιστά κατά τούτο ενδεχομένως δυσχερέστερη τη διάθεση του κοινοτικού προϊόντος.

76      Επομένως, οι ενάγουσες δεν μπορούν να επικαλεσθούν δικαίωμα για τη λήψη μέγιστης ενισχύσεως που ισοδυναμεί με τη διαφορά μεταξύ της ελάχιστης τιμής που καταβάλλεται στον κοινοτικό παραγωγό και της τιμής της πρώτης ύλης των κυριοτέρων τρίτων χωρών μετά τον συνυπολογισμό των κινεζικών τιμών.

77      Κατά συνέπεια, η ζημία που υπολογίσθηκε από τις ενάγουσες και εκτέθηκε λεπτομερώς στον πίνακα του παραρτήματος A.27 του δικογράφου της αγωγής δεν μπορεί να θεωρηθεί ως βεβαία.

78      Δεδομένου ότι δεν πληρούται το σύνολο των προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

79      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το Πρωτοδικείο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι. Καίτοι οι ενάγουσες ηττήθηκαν, επιβάλλεται, ωστόσο, να ληφθεί υπόψη, για τον διακανονισμό των εξόδων, η συμπεριφορά της εναγομένης, η οποία δεν ήταν σύμφωνη προς την κοινοτική ρύθμιση.

80      Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο, προβαίνοντας σε δίκαιη εκτίμηση των περιστάσεων, αποφασίζει ότι οι ενάγουσες θα φέρουν τα πέντε έκτα των δικαστικών τους εξόδων και ότι η Επιτροπή θα φέρει, επιπλέον των δικών της εξόδων, το ένα έκτο των εξόδων των εναγουσών.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή.

2)      Οι ενάγουσες φέρουν τα πέντε έκτα των δικαστικών τους εξόδων και η Επιτροπή φέρει, επιπλέον των δικών της εξόδων, το ένα έκτο των εξόδων των εναγουσών.

Azizi

Dehousse

Cremona

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Μαρτίου 2005.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

H. Jung

 

      J. Azizi


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.