Language of document : ECLI:EU:C:2003:402

Conclusions

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
JEAN MISCHO
της 10ης Ιουλίου 2003 (1)



Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-199/01 P και C-200/01 P



IPK-München GmbH

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων


«Αίτηση αναιρέσεως – Απόφαση με την οποία η Επιτροπή αρνήθηκε την καταβολή του υπολοίπου χρηματοδοτικής συνδρομής – Παρανόηση του αντικειμένου της διαφοράς – Παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως – Παραβίαση του δεδικασμένου της αποφάσεως του Δικαστηρίου – Διαδικαστικές πλημμέλειες»






1.       Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 14 Μαΐου 2001, η IPK-München GmbH (στο εξής: IPK), στην υπόθεση C‑199/01 P, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στην υπόθεση C‑200/01 P, άσκησαν εκάστη, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τρίτο τμήμα) της 6ης Μαρτίου 2001, Τ‑331/94 RV, IPK-Μünchen κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. ΙΙ‑779, στο εξής: αναιρεσιβαλλομένη απόφαση). Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής της 3ης Αυγούστου 1994, με την οποία το εν λόγω κοινοτικό όργανο είχε αρνηθεί να καταβάλει στην IPK το υπόλοιπο της χρηματοδοτικής συνδρομής που της είχε χορηγηθεί στο πλαίσιο σχεδίου αφορώντος τη δημιουργία τράπεζας δεδομένων για τον οικολογικό τουρισμό στην Ευρώπη (στο εξής: απόφαση της Επιτροπής).

2.       Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 2001, οι δύο υποθέσεις ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

I – Το ιστορικό των αιτήσεων αναιρέσεως

3.       Το νομικό πλαίσιο και το ιστορικό των αιτήσεων αναιρέσεως εκτίθενται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ως εξής:

«Ιστορικό της διαφοράς

1
Στις 26 Φεβρουαρίου 1992, η Επιτροπή δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πρόσκληση προς υποβολή προτάσεων, ενόψει της εκ μέρους της υποστηρίξεως σχεδίων στον τομέα του τουρισμού και του περιβάλλοντος (ΕΕ C 51, σ. 15). Η Επιτροπή ανέφερε στην πρόσκληση αυτή ότι είχε την πρόθεση να χορηγήσει συνολικά 2 εκατομμύρια ECU και να επιλέξει περίπου 25 σχέδια. Η πρόσκληση απαιτούσε επίσης τα επιλεγόμενα σχέδια να περατωθούν εντός προθεσμίας ενός έτους μετά την υπογραφή της συμβάσεως.

2
Στις 22 Απριλίου 1992, η προσφεύγουσα, η οποία είναι επιχείρηση εδρεύουσα στη Γερμανία και ασκούσα τη δραστηριότητά της στον τομέα του τουρισμού, υπέβαλε στην Επιτροπή πρόταση περί δημιουργίας τράπεζας δεδομένων για τον οικολογικό τουρισμό στην Ευρώπη. Αυτή η τράπεζα δεδομένων θα ονομαζόταν “Ecodata”. Στην πρόταση διευκρινιζόταν ότι η προσφεύγουσα θα ανελάμβανε τον συντονισμό του σχεδίου και ότι, για την πραγματοποίηση των εργασιών, θα συνεργαζόταν με τρεις επιχειρήσεις, ήτοι τη γαλλική Innovence, την ιταλική Tourconsult και την ελληνική 01-Πληροφορική. Η πρόταση δεν περιείχε καμιά διευκρίνιση ως προς την κατανομή των καθηκόντων μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών, αλλ’ απλώς ανέφερε ότι όλες ήσαν “σύμβουλοι ειδικευμένοι στον τουρισμό καθώς και σε σχέδια σχετικά με την πληροφόρηση και τον τουρισμό”.

3
Η πρόταση της προσφεύγουσας προέβλεπε επτά στάδια για την εκτέλεση του έργου, η συνολική διάρκεια των οποίων ήταν δεκαπέντε μηνών.

4
Με έγγραφο της 4ης Αυγούστου 1992, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα για την απόφασή της να χορηγήσει υπέρ του σχεδίου Ecodata χρηματοδοτική συνδρομή 530 000 ΕCU, που αντιπροσώπευε το 53 % των προβλεπομένων για το σχέδιο δαπανών, και την κάλεσε να υπογράψει και να επιστρέψει τη “δήλωση του δικαιούχου της συνδρομής” (στο εξής: δήλωση), η οποία ήταν συνημμένη στο έγγραφο και περιείχε τους όρους λήψεως της συνδρομής.

5
Η δήλωση προέβλεπε ότι το 60 % του ποσού της συνδρομής θα καταβαλλόταν ήδη από της παραλαβής, από την Επιτροπή, της δεόντως υπογεγραμμένης από την προσφεύγουσα δηλώσεως και ότι το υπόλοιπο του ποσού θα καταβαλλόταν μετά τη λήψη και αποδοχή από την Επιτροπή των σχετικών με την εκτέλεση του σχεδίου εκθέσεων, ήτοι μιας ενδιάμεσης εκθέσεως που έπρεπε να υποβληθεί εντός τριών μηνών από της ενάρξεως εκτελέσεως του σχεδίου και μιας τελικής εκθέσεως, συνοδευόμενης από λογιστικά έγγραφα, η οποία έπρεπε να υποβληθεί εντός τριών μηνών από της ολοκληρώσεως του σχεδίου και το αργότερο μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 1993.

6
Η δήλωση υπογράφηκε από την προσφεύγουσα στις 23 Σεπτεμβρίου 1992 και παρελήφθη από τη Γενική Διεύθυνση “Πολιτική των Επιχειρήσεων, Εμπόριο, Τουρισμός και Κοινωνική Οικονομία” (ΓΔ XXIII) της Επιτροπής στις 29 Σεπτεμβρίου 1992.

7
Με έγγραφο της 23ης Οκτωβρίου 1992, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα ότι ανέμενε την πρώτη έκθεσή της μέχρι τις 15 Ιανουαρίου 1993. Με το ίδιο έγγραφο, η Επιτροπή κάλεσε επίσης την προσφεύγουσα να υποβάλει ακόμη δύο ενδιάμεσες εκθέσεις, τη μία μέχρι τις 15 Απριλίου 1993 και την άλλη μέχρι τις 15 Ιουλίου 1993. Τέλος, η Επιτροπή υπέμνησε ότι η τελική έκθεση έπρεπε να υποβληθεί το αργότερο μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 1993.

8
Η Επιτροπή πρότεινε επίσης στην προσφεύγουσα να συμμετάσχει στο σχέδιο μια γερμανική επιχείρηση, η Studienkreis für Tourismus (στο εξής: Studienkreis). Η Επιτροπή είχε ήδη χορηγήσει συνδρομή το 1991 στη Studienkreis, υπό τη μορφή επιδοτήσεως ύψους 60 000 ECU, για την εφαρμογή σχεδίου οικολογικού τουρισμού αποκαλούμενου “Ecotrans”.

9
Στις 18 Νοεμβρίου 1992, ο κ. von Moltke, γενικός διευθυντής της ΓΔ ΧΧΙΙΙ, ο οποίος πίστευε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε ακόμη αποστείλει τη δήλωση, της απέστειλε νέο αντίτυπο και την κάλεσε να το υπογράψει και να του το επιστρέψει.

10
Στις 24 Νοεμβρίου 1992, ο κ. Tζοάνος, προϊστάμενος τμήματος τότε στη ΓΔ XXIII, κάλεσε την προσφεύγουσα και τη 01-Πληροφορική σε συνάντηση, η οποία πραγματοποιήθηκε εν τη απουσία των εταιριών Innovence και Tourconsult. Κατά τη συνάντηση αυτή, ο κ. Τζοάνος προέβαλε, σύμφωνα με πληροφορίες, την απαίτηση να ανατεθεί ο κύριος όγκος του έργου και να χορηγηθεί το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων στην 01-Πληροφορική. Λέγεται ότι η προσφεύγουσα προέβαλε την αντίθεσή της στην απαίτηση αυτή.

11
Η πρώτη δόση της συνδρομής, ήτοι ποσό 318 000 ECU (60 % της συνολικής επιδοτήσεως των 530 000 ECU), καταβλήθηκε τον Ιανουάριο του 1993.

12
Η συμμετοχή της Studienkreis στο σχέδιο συζητήθηκε κατά τη διάρκεια συνεδριάσεως που πραγματοποιήθηκε στην Επιτροπή στις 19 Φεβρουαρίου 1993. Στα πρακτικά της συνεδριάσεως αυτής αναφέρονται τα εξής:

“Εκπρόσωποι [της προσφεύγουσας], οι τρεις συνεργάτες και η Ecotrans [Studienkreis] θα συναντηθούν στη Ρώμη το Σάββατο 13 Μαρτίου, για να συμφωνήσουν [...] επί σχεδίου εκτελέσεως στο οποίο θα συμμετάσχουν οι πέντε οργανώσεις. [Η προσφεύγουσα] θα αναφέρει το αποτέλεσμα της συνεδριάσεως αυτής στην Επιτροπή, τη Δευτέρα 15 Μαρτίου.”

13
Μερικές ημέρες μετά τη συνεδρίαση της 19ης Φεβρουαρίου 1993, ο φάκελος του σχεδίου Ecodata αφαιρέθηκε από τον κ. Τζοάνο. Στη συνέχεια, κινήθηκε πειθαρχική διαδικασία κατά του κ. Τζοάνου η οποία κατέληξε στην οριστική παύση του.

14
Η Studienkreis δεν συμμετέσχε τελικά στην εκτέλεση του σχεδίου Ecodata. Στις 29 Μαρτίου 1993, η προσφεύγουσα, η Innovence, η Tourconsult και η 01-Πληροφορική συνήψαν ρητή συμφωνία περί της κατανομής των καθηκόντων και των κεφαλαίων στο πλαίσιο του σχεδίου Ecodata. Ρητή αναφορά της κατανομής αυτής περιλαμβάνεται στην αρχική έκθεση της προσφεύγουσας η οποία υποβλήθηκε τον Απρίλιο του 1993 (στο εξής: αρχική έκθεση).

15
Η προσφεύγουσα υπέβαλε δεύτερη έκθεση τον Ιούλιο του 1993 και τελική έκθεση τον Οκτώβριο του 1993. Κάλεσε επίσης την Επιτροπή προκειμένου να της παρουσιάσει τις εκτελεσθείσες εργασίες. Η παρουσίαση αυτή πραγματοποιήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1993.

16
Με έγγραφο της 30ής Νοεμβρίου 1993, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα τα ακόλουθα:

“[...] η Επιτροπή θεωρεί ότι η υποβληθείσα για το σχέδιο [Ecodata] έκθεση δείχνει ότι το ολοκληρωθέν μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 1993 έργο δεν ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στα προβλεπόμενα στην από 22 Απριλίου 1992 πρότασή σας. Επομένως, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν πρέπει να καταβάλει το υπόλοιπο 40 % της προταθείσας για το σχέδιο αυτό συνδρομής ύψους 530 000 ΕCU.

Οι λόγοι που οδήγησαν την Επιτροπή στη λήψη της αποφάσεως αυτής είναι ιδίως οι ακόλουθοι:

1. Το σχέδιο δεν έχει ολοκληρωθεί ούτε κατά προσέγγιση. Πράγματι, η αρχική πρόταση προέβλεπε ότι το πέμπτο στάδιο του σχεδίου θα αποτελούσε πιλοτική φάση. Το έκτο και το έβδομο στάδιο έπρεπε να έχουν αντιστοίχως ως αντικείμενο την αξιολόγηση του συστήματος και την επέκτασή του (στα δώδεκα κράτη μέλη), από δε το περιλαμβανόμενο στη σελίδα 17 της προτάσεως χρονοδιάγραμμα καθίσταται σαφές ότι τα στάδια αυτά έπρεπε να ολοκληρωθούν ως τμήμα του σχεδίου που η Επιτροπή έπρεπε να συγχρηματοδοτήσει.

2. Το πιλοτικό ερωτηματολόγιο ήταν προδήλως υπερβολικά λεπομερές για το εν λόγω σχέδιο, ενόψει ιδίως των διαθεσίμων πόρων και της φύσεως του σχεδίου. Θα έπρεπε να στηρίζεται σε ρεαλιστικότερη αποτίμηση των βασικών πληροφοριακών στοιχείων που χρειάζονται όσοι ασχολούνται με θέματα τουρισμού και περιβάλλοντος [...].

3.
Η διασύνδεση ορισμένων βάσεων δεδομένων προκειμένου να δημιουργηθεί σύστημα κατανεμημένων βάσεων δεδομένων δεν επιτεύχθηκε μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 1993.

4.
Το είδος και η ποιότητα των δεδομένων που ελήφθησαν από τα τεστ των περιοχών είναι πολύ απογοητευτικά, ιδίως καθόσον η έρευνα κάλυπτε μόνον τέσσερα κράτη μέλη και τρεις περιφέρειες σε κάθε κράτος. Πολυάριθμα δεδομένα που περιλαμβάνονται στο σύστημα είναι είτε περιορισμένου ενδιαφέροντος είτε χωρίς σημασία για τα ζητήματα που συνδέονται με τις περιβαλλοντικές πτυχές του τουρισμού, ιδίως σε περιφερειακό επίπεδο.

5.
Αυτοί και άλλοι, επίσης πρόδηλοι, λόγοι αποδεικνύουν επαρκώς ότι [η προσφεύγουσα] προέβη σε ατελή διαχείριση και συντονισμό του σχεδίου και ότι δεν το εξετέλεσε κατά τρόπο ανταποκρινόμενο στις υποχρεώσεις της.

Επιπλέον, η Επιτροπή οφείλει να βεβαιωθεί ότι το 60 % της επιδοτήσεως που καταβλήθηκε ήδη (ήτοι 318 000 ECU) χρησιμοποιήθηκε, σύμφωνα με τη δήλωση η οποία υποβλήθηκε κατά την έγκριση της προτάσεώς σας της 22ας Απριλίου 1992, μόνο για την πραγματοποίηση του σχεδίου που περιγράφεται στην πρόταση αυτή. Η Επιτροπή επιθυμεί να προβεί στις ακόλουθες παρατηρήσεις επί της εκθέσεώς σας σχετικά με τη χρήση των κεφαλαίων:

[παράγραφοι 6 έως 12 του εγγράφου]

Αν [η προσφεύγουσα] έχει να διατυπώσει παρατηρήσεις επί της εκτιμήσεώς μας σχετικά με την κατάσταση των εξόδων, ζητούμε να το πράξει το συντομότερο δυνατό. Μόνο στο στάδιο αυτό η Επιτροπή θα είναι σε θέση να σχηματίσει οριστική άποψη επί του αν το ήδη καταβληθέν 60 % της συνδρομής χρησιμοποιήθηκε σύμφωνα με τη δήλωση και να αποφασίσει αν [η προσφεύγουσα] δικαιούται να διατηρήσει το ποσό αυτό.

[...]”

17
Η προσφεύγουσα εξέφρασε τη διαφωνία της προς το περιεχόμενο του προμνησθέντος εγγράφου, ιδίως με έγγραφο που απηύθυνε στην Επιτροπή στις 28 Δεκεμβρίου 1993. Εν τω μεταξύ, συνέχισε να αναπτύσσει το σχέδιο και προέβη δημόσια σε αρκετές παρουσιάσεις του. Στις 29 Απριλίου 1994, πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ της προσφεύγουσας και των εκπροσώπων της Επιτροπής προκειμένου να συζητηθεί η μεταξύ τους διαφορά.

18
Με έγγραφο της 3ης Αυγούστου 1994, ο κ. Jordan, διευθυντής στη ΓΔ ΧΧΙΙΙ, κοινοποίησε στην προσφεύγουσα τα ακόλουθα:

“Δεν κατόρθωσα να σας απαντήσω αμέσως μετά τη μεταξύ μας ανταλλαγή εγγράφων και τη συνάντηση [της 29ης Απριλίου 1994].

[...] Δεν υπάρχει τίποτε στην απάντησή σας της 28ης Δεκεμβρίου το οποίο θα μπορούσε να μας κάνει να αλλάξουμε γνώμη. Ωστόσο, έχετε θέσει έναν ορισμένο αριθμό πρόσθετων σημείων για τα οποία θα ήθελα να υποβάλω τις παρατηρήσεις μου [...].

Επί του παρόντος πρέπει να σας ενημερώσω ότι, αφού μελέτησα εμπεριστατωμένα το ζήτημα [...], φρονώ ότι δεν θα ήταν πολύ χρήσιμη μια νέα συνάντησή μας. Για τον λόγο αυτό, σας επιβεβαιώνω ότι, για τους λόγους που εκτίθενται στο έγγραφο της 30ής Νοεμβρίου και ανωτέρω, δεν θα προβούμε σε καμιά περαιτέρω πληρωμή όσον αφορά το σχέδιο αυτό. Θα συνεχίζουμε να εξετάζουμε με τις άλλες υπηρεσίες το ζήτημα αν θα σας ζητήσουμε να επιστρέψετε μέρος του ήδη καταβληθέντος 60 % της συνδρομής. Αν αποφασίσουμε να ζητήσουμε τέτοια επιστροφή θα σας το ανακοινώσω.”»

II – Η διαδικασία

4.       Υπό τις συνθήκες αυτές, με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 13 Οκτωβρίου 1994, η IPK άσκησε προσφυγή περί ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής.

5.       Με απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1997, T‑331/94, IPK κατά Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. II‑1665), το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή.

6.       Με τη σκέψη 47 της αποφάσεως αυτής, το Πρωτοδικείο έκρινε τα εξής:

«[...] η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προσάπτει στην Επιτροπή ότι προκάλεσε τις καθυστερήσεις στην εκτέλεση του σχεδίου. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα ανέμενε μέχρι τον Μάρτιο του 1993 προτού αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους εταίρους της ως προς την κατανομή των εργασιών για την εκτέλεση του σχεδίου, μολονότι ήταν η συντονίστρια επιχείρηση. Επομένως, η προσφεύγουσα άφησε να παρέλθει το ήμισυ του προβλεπομένου για την εκτέλεση του σχεδίου χρόνου, χωρίς να μπορέσει εύλογα να αρχίσει αποδοτικό έργο. Μολονότι η προσφεύγουσα προσκόμισε ενδείξεις ότι πολλοί υπάλληλοι της Επιτροπής αναμίχθηκαν κατά τρόπο προκαλούντα αναστάτωση στο σχέδιο κατά το χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο του 1992 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1993, ουδόλως απέδειξε ότι οι παρεμβάσεις αυτές της στέρησαν κάθε δυνατότητα να αρχίσει αποτελεσματική συνεργασία με τους εταίρους της πριν από τον Μάρτιο του 1993.»

7.       Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 22 Δεκεμβρίου 1997, η IPK άσκησε, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, αναίρεση κατά της προπαρατεθείσας αποφάσεως του Πρωτοδικείου IPK κατά Επιτροπής.

8.       Με απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1999, C‑433/97 P, IPK κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. Ι‑6795), το Δικαστήριο έκρινε ως εξής:

«15
[...] διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα προσκόμισε στοιχεία σχετικά με αναμίξεις υπαλλήλων της Επιτροπής στην εκτέλεση του σχεδίου, αναμίξεις οι οποίες διασαφηνίστηκαν στις σκέψεις [8 και 10 ανωτέρω] και μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις στην ομαλή εκτέλεση του σχεδίου.

16
Υπό τέτοιες περιστάσεις, στην Επιτροπή εναπέκειτο να αποδείξει ότι η προσφεύγουσα εξακολουθούσε να είναι σε θέση, παρά τις επίμαχες ενέργειες, να εκτελέσει ικανοποιητικώς το σχέδιο.

17
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη απαιτώντας από την προσφεύγουσα να αποδείξει ότι οι ενέργειες των υπαλλήλων της Επιτροπής τη στέρησαν από κάθε δυνατότητα να αρχίσει μια πραγματική συνεργασία με τους εταίρους της στο σχέδιο.»

9.       Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο αναίρεσε την προπαρατεθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου IPK κατά Επιτροπής και, σύμφωνα με το άρθρο 54, πρώτο εδάφιο, του οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, ανέπεμψε την υπόθεση στο Πρωτοδικείο. Το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

10.     Κατόπιν της αναπομπής αυτής, το Πρωτοδικείο ακύρωσε, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, την απόφαση της Επιτροπής και υποχρέωσε την Επιτροπή να φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα έξοδα της IPK κατά τη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου, με το σκεπτικό ότι η Επιτροπή, αρνούμενη να καταβάλει τη δεύτερη δόση της επιδοτήσεως με την αιτιολογία ότι το σχέδιο δεν είχε ολοκληρωθεί στις 31 Οκτωβρίου 1993, παραβίασε την αρχή της καλής πίστεως.

III – Αιτήματα των διαδίκων

11.     Η IPK ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κατά το μέτρο που λαμβάνει ως αφετηρία, στις σκέψεις 34 επ., ότι τα σημεία 6 έως 12 του εγγράφου της Επιτροπής της 30ής Νοεμβρίου 1993 δεν περιλαμβάνονται στο αιτιολογικό της αποφάσεως της Επιτροπής,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

12.     Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και να απορρίψει την προσφυγή της IPK κατά της αποφάσεως της Επιτροπής,

επικουρικώς, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη απフφαση και να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο,

να καταδικάσει την IPK στα δικαστικά έξοδα.

IV – Οι λόγοι αναιρέσεως και τα επιχειρήματα των διαδίκων

13.     Η IPK προβάλλει τρεις λόγους προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, οι οποίοι αντλούνται:

ο πρώτος από παρανόηση του αντικειμένου της διαφοράς,

ο δεύτερος από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως,

ο τρίτος από παραβίαση του δεδικασμένου της προπαρατεθείσας αποφάσεως του Δικαστηρίου IPK κατά Επιτροπής.

14.     Η Επιτροπή, με την αίτησή της αναιρέσεως, προβάλλει πέντε διαδικαστικές πλημμέλειες θίγουσες τα συμφέροντά της, συγκεκριμένα:

πρώτον, ελλιπή εκτίμηση της αιτιολογίας της αποφάσεως της Επιτροπής και παράβαση της απαγορεύσεως του αδικαιολογήτου πλουτισμού,

δεύτερον, εσφαλμένη εκτίμηση της αθέμιτης συμπαιγνίας μεταξύ του κ. Τζοάνου, της ελληνικής επιχειρήσεως 01-Πληροφορική και της IPK,

τρίτον, εσφαλμένη εκτίμηση της προτάσεως της Επιτροπής να μετάσχει η Studienkreis στο σχέδιο,

τέταρτον, παράλειψη εξετάσεως των συνεπειών της παραβιάσεως της αρχής της καλής πίστεως,

πέμπτον, παράλειψη εξετάσεως των αρχών dolo agit, qui petit, quod statim redditurus est και fraus omnia corrumpit.

V – Επί του παραδεκτού των αιτήσεων αναιρέσεως

15.     Η Επιτροπή χαρακτηρίζει τους λόγους αναιρέσεώς της ως αντλούμενους από «διαδικαστικές πλημμέλειες». Από την ανάγνωση των λόγων που απαριθμούνται ανωτέρω προκύπτει ότι στην πραγματικότητα πρόκειται, όπως ορθώς ισχυρίζεται η IPK, περί λόγων αφορώντων την ουσία. Συγκεκριμένα, οι λόγοι αυτοί δεν αφορούν καμία διαδικαστική πλημμέλεια, αλλά, αντιθέτως, καλούν το Δικαστήριο να εξετάσει επί της ουσίας πλείονες πτυχές της συλλογιστικής του Πρωτοδικείου.

16.     Πάντως, αυτός ο εσφαλμένος χαρακτηρισμός δεν επιφέρει συνέπειες. Συγκεκριμένα, δεν καθιστά ασαφές το περιεχόμενο των ως άνω λόγων και, συνεπώς, δεν απαλλάσσει το Δικαστήριο από την υποχρέωση να τους εξετάσει.

17.     Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η άποψη της IPK ότι ο εσφαλμένος χαρακτηρισμός των λόγων αυτών αναιρέσεως εκ μέρους της Επιτροπής πρέπει να συνεπάγεται το απαράδεκτο της αιτήσεώς της αναιρέσεως.

18.     Μολονότι, επομένως, το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως της Επιτροπής, της οποίας την απόφαση ακύρωσε το Πρωτοδικείο και η οποία άσκησε αναίρεση εμπροθέσμως, είναι αναμφισβήτητο, επιβάλλεται εκ προοιμίου η διαπίστωση ότι η κατάσταση διαφέρει όσον αφορά την IPK.

19.     Συναφώς, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η IPK δεν υφίσταται πλέον υπό την ονομασία αυτή και ότι, αν η πληροφορία αυτή είναι ακριβής, πρέπει να τεθεί το ζήτημα της ενεργητικής νομιμοποιήσεως. Πάντως, η IPK ισχυρίζεται ότι πρόκειται περί απλής αλλαγής επωνυμίας και ότι είναι πάντοτε εγγεγραμμένη στο εμπορικό μητρώο του δήμου Μονάχου υπό τον ίδιο αριθμό. Τούτο θα πρέπει να αρκεί για να διαλύσει τις αμφιβολίες της Επιτροπής.

20.     Το αληθινό πρόβλημα, ωστόσο, δεν έγκειται στο ζήτημα αυτό και προκύπτει από την ανάγνωση των προπαρατεθέντων αιτημάτων της IPK. Θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι η IPK ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου «κατά το μέτρο που λαμβάνει ως αφετηρία, στις σκέψεις 34 επ., ότι τα σημεία 6 έως 12 του εγγράφου της Επιτροπής της 30ής Νοεμβρίου 1993 δεν περιλαμβάνονται στο αιτιολογικό της αποφάσεως της Επιτροπής».

21.     Είναι προφανές εκ προοιμίου ότι το αίτημα αυτό δεν σκοπεί στην τροποποίηση του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οποία ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής. Αφορά, αντιθέτως, μέρος της αιτιολογίας της συλλογιστικής του Πρωτοδικείου, την τροποποίηση της οποίας θα ήθελε να επιτύχει η IPK.

22.     Επομένως, η αίτηση αυτή αναιρέσεως δεν πληροί τις προϋποθέσεις που επιβάλλει ο Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, του οποίου το άρθρο 113, παράγραφος 1, διευκρινίζει ότι τα αιτήματα της αναιρέσεως έχουν ως αντικείμενο την ολική ή μερική αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, πράγμα που συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι ο διάδικος πρέπει να ζητεί την τροποποίηση του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

23.     Επιπλέον, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως είναι αντίθετη στο γράμμα του άρθρου 56, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο επιφυλάσσει το δικαίωμα ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως μόνο στους διαδίκους που ηττήθηκαν εν όλω ή εν μέρει στον πρώτο βαθμό. Τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση της IPK η οποία ζήτησε, πρωτοβαθμίως, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής και πέτυχε την ακύρωση αυτή.

24.     Το απαράδεκτο μιας τέτοιας αιτήσεως αναιρέσεως προκύπτει επίσης από τη νομολογία. Έτσι, το Δικαστήριο κήρυξε απαράδεκτη μια αίτηση αναιρέσεως με την οποία ο αναιρεσείων, ο οποίος είχε επιτύχει πρωτοβαθμίως τη λήψη του αιτηθέντος μέτρου, ζητούσε να βασιστεί το μέτρο αυτό σε διαφορετική νομική βάση από αυτή που είχε γίνει δεκτή στον πρώτο βαθμό  (2) .

25.     Βεβαίως, η IPK φαίνεται να προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι ακύρωσε μόνον εν μέρει την απόφαση της Επιτροπής, καθόσον ακύρωσε ορισμένες μόνο αιτιολογικές σκέψεις. Κατόπιν εξετάσεως προκύπτει ότι η άποψη αυτή είναι απορριπτέα. Πράγματι, από απλή ανάγνωση του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η απόφαση της Επιτροπής ακυρώνεται χωρίς κανέναν περιορισμό. Έπεται κατ’ ανάγκην ότι η ακύρωση αυτή είναι πλήρης.

26.     Θα ήθελα να προσθέσω συναφώς ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν απέκειτο στο Πρωτοδικείο να ακυρώσει τις αιτιολογικές σκέψεις μιας αποφάσεως της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, εξ ορισμού μια αιτιολογική σκέψη δεν μπορεί να αποτελέσει βλαπτική πράξη, δυνάμενη να ακυρωθεί για τον λόγο αυτόν. Μόνον το διατακτικό της αποφάσεως της Επιτροπής μπορεί να είναι βλαπτικό και, ως εκ τούτου, να ακυρωθεί. Το διατακτικό της αποφάσεως της Επιτροπής, δηλαδή η άρνηση καταβολής του υπολοίπου της κοινοτικής συνδρομής, ακυρώθηκε αναμφισβήτητα στο σύνολό του, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

27.     Στο πλαίσιο αυτό, η αναιρεσείουσα συγχέει μάλλον την ακύρωση μιας αιτιολογικής σκέψεως μιας αποφάσεως της Επιτροπής, πράγμα το οποίο αποκλείεται δεδομένου ότι μια αιτιολογική σκέψη δεν αποτελεί βλαπτική πράξη, με το καθήκον του κοινοτικού οργάνου που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη να συμμορφωθεί προς την ακυρωτική απόφαση. Πράγματι, η συμπεριφορά την οποία οφείλει να επιδείξει το εν λόγω κοινοτικό όργανο εξαρτάται από το περιεχόμενο της ακυρωτικής αποφάσεως. Θα μπορούσε να προκύπτει από αυτήν ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης πράξεως είναι πλημμελής και ότι το κοινοτικό όργανο θα πρέπει, κατά συνέπεια, να θεραπεύσει το ελάττωμα αυτό. Γεγονός παραμένει όμως ότι, εν πάση περιπτώσει, αυτό που ακυρώνεται είναι η απόφαση, ως βλαπτική πράξη, και όχι το σκεπτικό το οποίο υποτίθεται ότι τη δικαιολογεί.

28.     Εξάλλου, η επιχειρηματολογία της IPK αποκαλύπτει, κατά τη γνώμη μου, τη σύγχυση αυτή. Συγκεκριμένα, η IPK εκθέτει ότι το Πρωτοδικείο όφειλε να ακυρώσει τα σημεία 6 έως 12 του εγγράφου της 30ής Νοεμβρίου 1993, στο οποίο αναφερόταν η απόφαση της Επιτροπής, με το σκεπτικό ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να στηριχθεί στο περιεχόμενό τους για να στηρίξει μια ενδεχόμενη μεταγενέστερη απόφαση με την οποία αξιώνεται η επιστροφή της ήδη καταβληθείσας συνδρομής.

29.     Το γεγονός ότι τα εν λόγω σημεία θα μπορούσαν ενδεχομένως να χρησιμοποιηθούν μεταγενεστέρως από την Επιτροπή ουδόλως μπορεί να τους προσδώσει την ιδιότητα της βλαπτικής πράξεως, η οποία συνεπώς μπορεί να ακυρωθεί. Μόνον η μεταγενέστερη απόφαση μπορεί να έχει την ιδιότητα αυτή.

30.     Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως της IPK πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Συνεπώς, δεν είναι αναγκαίο να εξετασθούν επί της ουσίας τα επιχειρήματα της IPK.

VI – Επί της ουσίας της ένδικης διαφοράς: οι λόγοι αναιρέσεως της Επιτροπής

Α – Α – Πρώτος λόγος αναιρέσεως: ελλιπής εκτίμηση της αιτιολογίας της αποφάσεως της Επιτροπής και παράβαση της απαγορεύσεως του αδικαιολογήτου πλουτισμού

1.     Επί της προβαλλομένης ελλιπούς εκτιμήσεως της αιτιολογίας της αποφάσεως της Επιτροπής

31.     Η επίκριση της Επιτροπής αφορά τη διαπίστωση στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οποία έχει ως εξής:

32.     «Επομένως, λαμβανομένου υπόψη ότι, αφενός, ήδη από το θέρος του 1992 έως τις 15 Μαρτίου 1993 τουλάχιστον, η Επιτροπή πίεζε την προσφεύγουσα για να συμμετάσχει η Studienkreis στο σχέδιο Ecodata –έστω και αν η πρόταση της προσφεύγουσας και η απόφαση περί χορηγήσεως της επιδοτήσεως δεν προβλέπουν τη συμμετοχή της επιχειρήσεως αυτής στο σχέδιο–, πράγμα που κατ’ ανάγκη καθυστέρησε την εκτέλεση του σχεδίου, και ότι, αφετέρου, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι παρά την ανάμιξη αυτή η προσφεύγουσα εξακολουθούσε να είναι σε θέση να εκτελέσει ικανοποιητικώς το σχέδιο, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της καλής πίστεως, αρνούμενη την καταβολή της δεύτερης δόσεως της επιδοτήσεως για τον λόγο ότι το σχέδιο δεν είχε εκτελεστεί στις 31 Οκτωβρίου 1993.»

33.     Κατά την Επιτροπή, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δεν έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι η απόφασή της βασίζεται σε δύο εντελώς διαφορετικούς λόγους, δηλαδή, αφενός, ότι το σχέδιο δεν είχε ολοκληρωθεί στις 31 Οκτωβρίου 1993, λαμβανομένου υπόψη του ότι έλειπαν το έκτο και το έβδομο στάδιο (βλ. τα σημεία 1 και 3 της αποφάσεως) και, αφετέρου, ότι το ήδη εκτελεσθέν από την IPK έργο, από το πρώτο έως το πέμπτο στάδιο, το οποίο είχε τιμολογηθεί ακριβά, δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί (βλ. σημεία 2 και 4 της αποφάσεως).

34.     Το Πρωτοδικείο ουδόλως ανέφερε τον δεύτερο αυτό λόγο, ενώ αυτός αποτέλεσε αντικείμενο λεπτομερούς αιτιολογίας, εκτιθεμένης στα σημεία 2 και 4 του εγγράφου της 30ής Νοεμβρίου 1993. Συγκεκριμένα, τα σημεία αυτά δεν αφορούν το έκτο και το έβδομο στάδιο, αλλά τις προκαταρκτικές φάσεις του σχεδίου, κατά τη διάρκεια των οποίων η IPK είχε πραγματοποιήσει πολλές άλλά άσκοπες εργασίες, για τις οποίες προφανώς διέθετε επίσης αρκετό χρόνο. Η Επιτροπή, με το υπόμνημα αντικρούσεως της 12ης Ιανουαρίου 1995 (βλ. σημεία 147 έως 150) και με το υπόμνημα ανταπαντήσεως της 29ης Ιουνίου 1995 (βλ. σημεία 122 έως 124) ανέπτυξε εκτενώς τις απόψεις της συναφώς, πράγμα το οποίο ουδόλως λαμβάνει υπόψη του το Πρωτοδικείο.

35.     Παραθέτοντας μόνον το σημείο 1 του εγγράφου της 30ής Νοεμβρίου 1993, το Πρωτοδικείο αναφέρθηκε αποκλειστικώς στη μη εκτέλεση του έκτου και του εβδόμου σταδίου του σχεδίου και, συνεπώς, δεν εξέτασε τον δεύτερο λόγο που δικαιολογεί την απόφαση περί αρνήσεως της καταβολής, την οποία ακύρωσε στο σύνολό της.

36.     Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη και πάσχει νομικό σφάλμα.

37.     Απαντώντας, η IPK υποστηρίζει κατ’ αρχάς ότι ο λόγος αυτός, ο οποίος αντλείται από μια δήθεν μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής εκ μέρους της IPK, αποτελεί ισχυρισμό αφορώντα αμιγώς τα πραγματικά περιστατικά, ο οποίος εκφεύγει επομένως του αναιρετικού ελέγχου του Δικαστηρίου. Η αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής σκοπεί στην πραγματικότητα στην εκ νέου εξέταση ήδη προβληθέντων ενώπιον του Πρωτοδικείου ισχυρισμών η οποία, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν εμπίπτει στον σκοπό μιας αιτήσεως αναιρέσεως (βλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 16ης Ιουλίου 1998, C‑252/97 P, N κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ.  I‑4871, σκέψη 15).

38.     Η IPK ισχυρίζεται εξάλλου ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, από τη σκέψη 35 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο όντως εξέτασε τα σημεία 2 έως 4 του εγγράφου της 30ής Νοεμβρίου 1993.

39.     Η IPK προσθέτει ότι το Πρωτοδικείο δεσμευόταν από την αναπεμπτική απόφαση. Άπαξ διαπίστωσε ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε, όπως απαιτούσε το Δικαστήριο, ότι η συμπεριφορά της δεν εμπόδισε την IPK να εκτελέσει το σχέδιο προσηκόντως, το Πρωτοδικείο ήταν υποχρεωμένο να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής στο σύνολό της. Δεν υπήρχε καμία δυνατότητα περιορισμού της εκτάσεως της ακυρότητας σε ένα τμήμα της αποφάσεως.

40.     Πώς πρέπει να αξιολογηθούν τα επιχειρήματα αυτά;

41.     Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της IPK, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της Επιτροπής δεν αφορά τα πραγματικά περιστατικά. Πράγματι, η Επιτροπή δεν επιδιώκει να θέσει το ζήτημα αν πράγματι και κατά πόσον ήταν πλημμελής η εκπλήρωση της παροχής εκ μέρους της IPK, πράγμα το οποίο θα αποτελούσε όντως ζήτημα σχετικό με τα πραγματικά περιστατικά.

42.     Αυτό που προσάπτει στο Πρωτοδικείο η Επιτροπή είναι ότι θεώρησε την απόφασή της ανεπαρκώς αιτιολογημένη, απλώς και μόνο βάσει του σημείου 1 του εγγράφου της 30ής Νοεμβρίου 1993, χωρίς να λάβει υπόψη του τις αιτιολογίες που απορρέουν από τα σημεία 2 και 4 του εν λόγω εγγράφου.

43.     Συνεπώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η απόφασή της ήταν δεόντως αιτιολογημένη απλώς και μόνο με την αναφορά στις πλημμέλειες κατά την εκπλήρωση της παροχής οι οποίες εκτίθενται στα σημεία 2 και 4 του εγγράφου της 30ής Νοεμβρίου 1993.

44.     Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι, στα υπομνήματα που κατέθεσε η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου, ουδόλως εκτίθεται η άποψη αυτή. Είναι βεβαίως αληθές ότι η Επιτροπή, με το υπόμνημα αντικρούσεως, αναφέρθηκε στις πλημμέλειες κατά την εκπλήρωση της παροχής εκ μέρους της IPK. Έτσι, επί παραδείγματι, τα χωρία των υπομνημάτων της στα οποία αναφέρεται στο πλαίσιο του υπό εξέταση λόγου αναιρέσεως περιέχουν όντως σκέψεις σχετικές με τα ερωτηματολόγια που κατάρτισε η IPK.

45.     Ωστόσο, ουδόλως αναγράφεται ότι η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι σκέψεις και μόνον που εκτίθενται στα σημεία 2 και 4 του εγγράφου της 30ής Νοεμβρίου 1993 αρκούν για την αιτιολόγηση της αποφάσεως της Επιτροπής και για την αποφυγή της ακυρότητας της αποφάσεως αυτής η οποία, κατά το Πρωτοδικείο, απορρέει από την παραβίαση της αρχής της καλής πίστεως.

46.     Επομένως, η Επιτροπή προβάλλει, στο στάδιο της αναιρέσεως, ένα νέο ισχυρισμό. Κατά παγία νομολογία, ένας τέτοιος ισχυρισμός είναι απαράδεκτος  (3) . Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί για τον λόγο αυτόν.

2.     Επί της παραβάσεως της απαγορεύσεως του αδικαιολογήτου πλουτισμού

47.     Η Επιτροπή προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι προκάλεσε τον αδικαιολόγητο πλουτισμό της IPK, κατά το μέτρο που υποχρεώνει την Κοινότητα να καταβάλει αντιπαροχή για περιττές εργασίες που αντιβαίνουν στο σχέδιο, χωρίς να προβεί στην προσήκουσα νομική εξέταση.

48.     Απαντώντας, η IPK υπογραμμίζει, πρώτον, ότι ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως αφορά αμιγώς τα πραγματικά περιστατικά. Δεύτερον, η προβαλλόμενη απαγόρευση του αδικαιολογήτου πλουτισμού δεν αποτελεί, κατά την IPK, αρχή του κοινοτικού δικαίου ούτε του βελγικού ή του γερμανικού δικαίου. Τρίτον, η IPK εκθέτει ότι η καταβολή της δεύτερης δόσεως της κοινοτικής συνδρομής έχει νομική βάση, δηλαδή τη συμφωνία που συνήφθη μεταξύ της Επιτροπής και της IPK. Ο αδικαιολόγητος πλουτισμός όμως προϋποθέτει παροχή χωρίς νομική βάση.

49.     Επιβάλλεται η παρατήρηση ότι ο πλουτισμός της IPK, ο οποίος απορρέει από την καταβολή του υπολοίπου της κοινοτικής συνδρομής, στερείται νόμιμης αιτίας μόνον αν η IPK δεν εδικαιούτο την καταβολή, πράγμα το οποίο ακριβώς απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει.

50.     Εντεύθεν συνάγεται ότι ο λόγος αναιρέσεως ο οποίος αντλείται από την παράβαση της απαγορεύσεως του αδικαιολογήτου πλουτισμού προβάλλεται αλυσιτελώς από την Επιτροπή και πρέπει να απορριφθεί.

51.     Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

Β – Β – Δεύτερος λόγος αναιρέσεως: εσφαλμένη εκτίμηση της αθέμιτης συμπαιγνίας μεταξύ του κ. Τζοάνου, της ελληνικής επιχειρήσεως 01-Πληροφορική, και της IPK

52.     Στις σκέψεις 88 και 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο εξέθεσε τον ισχυρισμό της Επιτροπής περί αθέμιτης συμπαιγνίας μεταξύ του κ. Τζοάνου, της ελληνικής επιχειρήσεως 01-Πληροφορική, και της IPK. Στη συνέχεια, τον απέρριψε για τους εξής λόγους:

«90
Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι ούτε στην προσβαλλομένη απόφαση ούτε στο έγγραφο της 30ής Νοεμβρίου 1993, στο οποίο παραπέμπει η προσβαλλομένη απόφαση, γίνεται μνεία της υπάρξεως συμπεριφοράς συνιστώσας συμπαιγνία μεταξύ του κ. Τζοάνου, της 01-Πληροφορικής και της προσφεύγουσας, η οποία θα εμπόδιζε την καταβολή της δεύτερης δόσεως της επιδοτήσεως στην προσφεύγουσα. Η προσβαλλομένη απόφαση και το έγγραφο της 30ής Νοεμβρίου 1993 ουδεμία ένδειξη περιλαμβάνουν επιπλέον περί του ότι η Επιτροπή θεωρούσε ότι η επιδότηση είχε χορηγηθεί κατά τρόπο αντικανονικό στην προσφεύγουσα. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προβαλλόμενη από την Επιτροπή εξήγηση σχετικά με την υποτιθέμενη ύπαρξη αθέμιτης συμπαιγνίας μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών δεν μπορεί να θεωρηθεί ως διευκρίνιση δοθείσα κατά τη διάρκεια της δίκης σχετικά με αιτιολογία περιλαμβανόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 1981, 195/80, Michel κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1981, σ. 2861, σκέψη 22· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 1996, T-16/91 RV, Rendo κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-1827, σκέψη 45, και της 25ης Μαΐου 2000, T-77/95 RV, Ufex κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. ΙΙ‑2167, σκέψη 54).

91
Λαμβανομένου υπόψη ότι, κατά το άρθρο 173 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 230 ΕΚ), το Πρωτοδικείο πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως βάσει της περιλαμβανομένης στην πράξη αυτή αιτιολογίας, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής σχετικά με την αρχή fraus omnia corrumpit δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

92
Πρέπει να προστεθεί ότι, αν η Επιτροπή θεωρούσε, μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι μνημονευόμενες ανωτέρω στη σκέψη 89 ενδείξεις ήταν επαρκείς για να συναχθεί το συμπέρασμα της υπάρξεως αθέμιτης συμπαιγνίας μεταξύ του κ. Τζοάνου, της 01-Πληροφορικής και της προσφεύγουσας, η οποία καθιστούσε αντικανονική τη διαδικασία χορηγήσεως της επιδοτήσεως υπέρ του σχεδίου Ecodata, θα μπορούσε, αντί να προβάλει κατά τη διάρκεια της παρούσας διαδικασίας μια αιτιολογία μη μνημονευόμενη στην εν λόγω απόφαση, να ανακαλέσει την απόφαση αυτή και να εκδώσει νέα περιλαμβάνουσα όχι μόνον άρνηση καταβολής της δεύτερης δόσεως της επιδοτήσεως, αλλά επίσης εντολή επιστροφής της ήδη καταβληθείσας δόσεως.

93
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξετασθεί ο άλλος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα.»

53.     Η Επιτροπή προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν έλαβε υπόψη του τα εκτιθέμενα στις σκέψεις 15 και 16 της προπαρατεθείσας αποφάσεως του Δικαστηρίου IPK κατά Επιτροπής. Συγκεκριμένα, εφόσον εναπέκειτο στην Επιτροπή «να αποδείξει ότι η προσφεύγουσα εξακολουθούσε να είναι σε θέση, παρά τις επίμαχες ενέργειες, να εκτελέσει ικανοποιητικώς το σχέδιο», το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να μην εξετάσει, ως μη ασκούντα επιρροή, τον ισχυρισμό της Επιτροπής περί αθέμιτης συμπαιγνίας. Η Επιτροπή εξέθεσε ότι η συμπαιγνία αυτή καθυστέρησε την εκτέλεση του σχεδίου μέχρι τον Φεβρουάριο του 1993, δεδομένου ότι, αφενός, οι μετέχοντες στην εκτέλεση του σχεδίου δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν ως προς τη χορήγηση κονδυλίων την οποία αξίωσε ο κ. Τζοάνος υπέρ της ελληνικής συνεργαζόμενης εταιρίας, πράγμα που είχε ως συνέπεια την αναστολή της εκτελέσεως του σχεδίου, και ότι, αφετέρου, η IPK κάλυπτε ρητώς τις ενέργειες του κ. Τζοάνου ενώπιον του κ. von Moltke.

54.     Κατά την Επιτροπή, το Πρωτοδικείο, μη λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο της περιγραφής των πραγματικών περιστατικών που εξέθεσε όσον αφορά τη συμπαιγνία, της στέρησε εξαρχής τη δυνατότητα να αποδείξει ότι στην πραγματικότητα η καθυστέρηση στην εκτέλεση του σχεδίου δεν οφειλόταν στην πρόταση που υπέβαλε στις 27 Ιουλίου 1992 να συμμετάσχει η Studienkreis στο σχέδιο, αλλά στην αθέμιτη συμπαιγνία. Συνεπώς, όταν το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κρίνει ότι, «ελλείψει άλλων επιχειρημάτων», η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η IPK, παρά την ανάμιξή της, «εξακολουθούσε να είναι σε θέση [...] να εκτελέσει ικανοποιητικώς το σχέδιο», συνάγει εσφαλμένο συμπέρασμα, δεδομένου ότι δεν εξέτασε όλα τα επιχειρήματα περί της καθυστερήσεως των εργασιών λόγω της συμπαιγνίας, ούτε έλαβε υπόψη του την προβληθείσα συναφώς προσφορά αποδείξεων.

55.     Αντιθέτως, η IPK υπογραμμίζει ότι δεν υπήρξε καμία αθέμιτη συμπαιγνία μεταξύ του κ. Τζοάνου, της 01-Πληροφορικής και της ίδιας. Η νομιμότητα της αποφάσεως της Επιτροπής πρέπει να εκτιμηθεί αποκλειστικώς από πλευράς της αιτιολογίας με την οποία εκδόθηκε. Όπως διαπίστωσε το Πρωτοδικείο, η απόφαση της Επιτροπής δεν περιέχει καμία δήλωση σχετική με δήθεν αθέμιτη συμπαιγνία μεταξύ της IPK και της 01-Πληροφορικής.

56.     Επιπλέον, κατά την IPK, το Δικαστήριο, με τη σκέψη 16 της προπαρατεθείσας αποφάσεώς του IPK κατά Επιτροπής, επέβαλε στην Επιτροπή υποχρέωση θετικής αποδείξεως. Η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση του σχεδίου δεν οφειλόταν στις επεμβάσεις των υπαλλήλων της Επιτροπής και ότι η IPK, παρά ταύτα, ήταν σε θέση να ολοκληρώσει εγκαίρως το σχέδιο. Η Επιτροπή δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση αυτή, αλλά αντίθετα επιδιώκει να την παρακάμψει με μια αρνητική απόδειξη. Η Επιτροπή επιχειρεί να αποδείξει ότι η IPK δεν ολοκλήρωσε εμπροθέσμως το σχέδιο λόγω της ως άνω δήθεν συμπαιγνίας. Εξάλλου, η IPK προσθέτει ότι η Επιτροπή πρέπει να ομολογήσει ότι οι λόγοι στους οποίους βασίζεται συνιστούν απλές υπόνοιες που επινόησε εκ του προχείρου προκειμένου να αποφύγει την εκτέλεση των συμβατικών της υποχρεώσεων.

57.     Πώς πρέπει να αξιολογηθούν τα επιχειρήματα αυτά;

58.     Η Επιτροπή επικρίνει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, καθόσον αυτή απορρίπτει τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή προς υποστήριξη της νομιμότητας της αποφάσεώς της και προς απόδειξη του ότι η συμπαιγνία μεταξύ της 01-Πληροφορικής και του κ. Τζοάνου συνετέλεσε στην καθυστέρηση της εκτελέσεως του σχεδίου.

59.     Ο λόγος αυτός αναιρέσεως βασίζεται σε εσφαλμένη εκτίμηση της αποφάσεως του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, η απόφαση αυτή αναίρεσε την απόφαση του Πρωτοδικείου με το σκεπτικό ότι το Πρωτοδικείο επέβαλε στην IPK να αποδείξει ότι οι αναμίξεις της Επιτροπής κατέστησαν αδύνατη την εκ μέρους της IPK προσήκουσα εκτέλεση των υποχρεώσεών της, ενώ η τελευταία είχε παρουσιάσει διάφορα στοιχεία συνιστώντα αρχή αποδείξεως, πράγμα το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την αναστροφή του βάρους αποδείξεως και, συνεπώς, την υποχρέωση της Επιτροπής να αποδείξει ότι η προσήκουσα εκτέλεση του σχεδίου παρέμενε δυνατή παρά τις ενέργειες των υπαλλήλων της.

60.     Ωστόσο, η συλλογιστική του Δικαστηρίου δεν έχει ως συνέπεια, όπως φαίνεται να πιστεύει η Επιτροπή, ότι αρκεί πλέον να αποδείξει αυτή, με κάθε τρόπο, ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση του σχεδίου οφειλόταν σε διαφορετική αιτία και όχι στις αναμίξεις των υπαλλήλων της.

61.     Πράγματι, μια τέτοια προσέγγιση ισοδυναμεί με το να παρέχεται στην Επιτροπή η δυνατότητα να προβάλει, εκ των υστέρων, αιτιολογία που δεν περιεχόταν στην προσβαλλομένη πράξη της. Από παγία νομολογία προκύπτει ότι η αιτιολογία πρέπει, κατ’ αρχήν, να ανακοινώνεται στον ενδιαφερόμενο ταυτοχρόνως με την απόφαση που τον βλάπτει και ότι η έλλειψη αιτιολογίας δεν δύναται να καλυφθεί επειδή ο ενδιαφερόμενος πληροφορείται την αιτιολογία της αποφάσεως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου  (4) . Συγκεκριμένα, η λειτουργία της αιτιολογίας συνίσταται, ιδίως, στο να παράσχει στον αποδέκτη της αποφάσεως τη δυνατότητα να εκτιμήσει το κύρος της, ιδίως προκειμένου να εκτιμήσει τις πιθανότητες ευδοκιμήσεως μιας ενδεχόμενης προσφυγής. Η λειτουργία αυτή όμως δεν μπορεί να εκπληρωθεί αν γίνει δεκτό ότι το αιτιολογικό μιας αποφάσεως δεν περιλαμβάνεται στην απόφαση αλλά εκτίθεται στον δικαστή εκ μέρους του κοινοτικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη.

62.     Δεν υπάρχει κανένας λόγος να γίνει δεκτό ότι το Δικαστήριο θέλησε να αποστεί της παγίας αυτής νομολογίας, την οποία υπαγορεύουν οι απαρέγκλιτες επιταγές της ασφαλείας δικαίου, προκειμένου να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να δικαιολογήσει εκ των υστέρων την απόφασή της, ισχυριζόμενη ότι αυτή δικαιολογείται από την ύπαρξη μιας συμπαιγνίας, της οποίας ουδόλως γίνεται μνεία στο κείμενο της αποφάσεως καθαυτό.

63.     Επομένως, ορθώς το Πρωτοδικείο θεώρησε καθοριστικό το αναμφισβήτητο γεγονός ότι η προβαλλόμενη από την Επιτροπή συμπαιγνία δεν περιλαμβανόταν μεταξύ των αιτιολογιών της αποφάσεως και απέρριψε, επ’ αυτής της βάσεως, το επιχείρημά της. Στο πλαίσιο αυτό, το Πρωτοδικείο δεν είχε καμία υποχρέωση να αποφανθεί επί του αν είναι ουσία βάσιμος ο ισχυρισμός της Επιτροπής κατά τον οποίο η καθυστέρηση εκτελέσεως του σχεδίου οφειλόταν μάλλον στην αθέμιτη συμπαιγνία και όχι στις επεμβάσεις των υπαλλήλων της.

64.     Πράγματι, από την προπαρατεθείσα παγία νομολογία προκύπτει ότι, ακόμη και αν αλήθευαν οι ισχυρισμοί της Επιτροπής, τούτο δεν θα την απάλλασσε από την υποχρέωση να τους περιλάβει στο κείμενο της αποφάσεώς της.

65.     Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αναιρέσεως της Επιτροπής ο οποίος αντλείται από την εσφαλμένη εκτίμηση της αθέμιτης συμπαιγνίας μεταξύ της IPK, της 01-Πληροφορικής και του κ. Τζοάνου.

Γ – Γ – Τρίτος λόγος αναιρέσεως: εσφαλμένη εκτίμηση της προτάσεως της Επιτροπής να μετάσχει η Studienkreis στο σχέδιο

66.     Από την ανάγνωση των υπομνημάτων της Επιτροπής προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως έχει πλείονα σκέλη.

67.     Πρώτον, κατά την Επιτροπή, η ανάλυση του Πρωτοδικείου είναι αντιφατική και εσφαλμένη. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η πρόταση της Επιτροπής να μετάσχει η Studienkreis στο σχέδιο ήταν πρόταση που διατυπώθηκε χάριν της εκτελέσεως του σχεδίου και δεν συνεπαγόταν κανέναν καταναγκασμό εις βάρος της IPK. Υπογραμμίζει, συναφώς, ότι το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 8 της αποφάσεώς του, επισημαίνει ότι η Επιτροπή πρότεινε στην IPK τη συμμετοχή της Studienkreis και ότι το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 69 της αποφάσεώς του, επισημαίνει ότι ζητήθηκε μόνον από την IPK «να εξετάσει τις δυνατότητες» συνεργασίας.

68.     Η Επιτροπή προσθέτει ότι το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι αυτή δεν εξάρτησε τη χορήγηση της επιδοτήσεως από την αποδοχή της συμμετοχής της Studienkreis. Εξάλλου, το Πρωτοδικείο δεν προέβη σε καμία διαπίστωση σχετική με τα ενδεχόμενα μειονεκτήματα που μπορούσε να συνεπάγεται για την προσφεύγουσα η απόρριψη ή η μη εξέταση της προτάσεως αυτής.

69.     Επιπλέον, με τη σκέψη 78, το Πρωτοδικείο συντάχθηκε, κατ’ αρχήν, με την επιχειρηματολογία της Επιτροπής, διαπιστώνοντας ότι, «αν αποδεικνυόταν ότι οι παρεμβάσεις της Επιτροπής για να συμπεριληφθεί η Studienkreis στην εκτέλεση του σχεδίου Ecodata είχαν διενεργηθεί για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 1993 με σκοπό τη διάσωση του σχεδίου η εκτέλεση του οποίου, κατά το χρονικό εκείνο σημείο, δεν είχε ακόμη αρχίσει, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω ανάμιξη δεν εμπόδισε την προσφεύγουσα να εκτελέσει το εν λόγω σχέδιο κατά τρόπο ικανοποιητικό, αλλά σκοπούσε αντιθέτως στο να της επιτρέψει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας και υπό τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις».

70.     Συνεπώς, το Πρωτοδικείο δεν εντόπισε τίποτε το παράνομο στη συνάντηση της 19ης Φεβρουαρίου 1993 ούτε διαπίστωσε την ύπαρξη κάποιας άλλης δηλώσεως της Επιτροπής σκοπούσας στη συμμετοχή της Studienkreis στο σχέδιο.

71.     Κατά συνέπεια, είναι απολύτως αντιφατικό, κατά την Επιτροπή, το ότι το Πρωτοδικείο, αφού προέβη σε όλες αυτές τις διαπιστώσεις, κατέληξε παρά ταύτα, με τη σκέψη 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η πρόταση της Επιτροπής αποτελούσε παραβίαση της αρχής της καλής πίστεως. Η Επιτροπή παραθέτει συναφώς και τη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

72.     Θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι με τη σκέψη αυτή  (5) , το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστατικών που διαπίστωσε, «πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της καλής πίστεως, αρνούμενη την καταβολή της δεύτερης δόσεως της επιδοτήσεως για τον λόγο ότι το σχέδιο δεν είχε εκτελεστεί στις 31 Οκτωβρίου 1993».

73.     Συνεπώς, από την ανάγνωση της σκέψεως αυτής προκύπτει αναμφισβήτητα ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, το Πρωτοδικείο δεν έκρινε ότι η πρόταση να μετάσχει η Studienkreis συνιστούσε παραβίαση της αρχής της καλής πίστεως. Αυτό που συνιστούσε παραβίαση της εν λόγω αρχής ήταν η άρνηση καταβολής του υπολοίπου της συνδρομής λόγω του ότι δεν είχε ολοκληρωθεί το σχέδιο, ενώ η Επιτροπή δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι ήταν συνυπεύθυνη για την καθυστέρηση αυτή.

74.     Εξάλλου, υπάρχει ένας δεύτερος λόγος ο οποίος οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν συντρέχει η προβαλλομένη από την Επιτροπή αντίφαση. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς όσα υπονοεί η Επιτροπή, το Πρωτοδικείο ουδόλως θεώρησε την πρωτοβουλία της Επιτροπής ως μια απλή πρόταση και μάλιστα ως φιλική συμβουλή.

75.     Συγκεκριμένα, από τη λεπτομερή εξέταση των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 69 έως 85 της αποφάσεώς του, προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή προσπάθησε να επιβάλει τη συμμετοχή της Studienkreis (σκέψη 70 της αποφάσεως). Υπογράμμισε ότι η επιθυμία αυτή είχε δεσμευτικό χαρακτήρα για την IPK (σκέψη 73 της αποφάσεως). Το Πρωτοδικείο συνήγαγε εντεύθεν ότι η Επιτροπή, μεταξύ του θέρους του 1992 και της 15ης Μαρτίου 1993 τουλάχιστον, ασκούσε συνεχή πίεση στην IPK για να συμπεριληφθεί η Studienkreis στην εκτέλεση του σχεδίου Ecodata.

76.     Δεύτερον, η Επιτροπή προβάλλει επίσης, στο πλαίσιο του λόγου αυτού αναιρέσεως, την ύπαρξη μιας άλλης αντιφάσεως στη συλλογιστική του Πρωτοδικείου. Ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε, αφενός, να θεωρήσει την πρόταση να συμμετάσχει η Studienkreis στο σχέδιο ως παραβίαση της αρχής της καλής πίστεως και, αφετέρου, να διαπιστώσει, με τη σκέψη 69 της αποφάσεώς του, ότι η Επιτροπή μπορούσε να επιβάλει τη συμμετοχή της Studienkreis προβλέποντας σχετική προϋπόθεση με την απόφασή της για τη χορήγηση της επιδοτήσεως.

77.     Συγκεκριμένα, ενώ μια απλή πρόταση άφηνε την IPK απολύτως ελεύθερη να αποφασίσει επί των πλεονεκτημάτων μιας ενδεχόμενης συμμετοχής της Studienkreis, η επιβολή σχετικής προϋποθέσεως θα ήταν νομικώς δεσμευτική και, επομένως, θα αποτελούσε, κατά μείζονα λόγο, περιορισμό στην ελευθερία της IPK να διαχειριστεί το σχέδιο όπως εκείνη νομίζει.

78.     Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος για δυο λόγους. Συγκεκριμένα, όπως προεξέθεσα, το Πρωτοδικείο δεν θεώρησε ότι η Επιτροπή περιορίστηκε στη διατύπωση μιας απλής προτάσεως. Εξάλλου και προπάντων, ο συλλογισμός a fortiori τον οποίο αναπτύσσει η Επιτροπή δεν λαμβάνει, κακώς, υπόψη τον καθοριστικό χαρακτήρα της χρονικής στιγμής της παρεμβάσεώς της.

79.     Συγκεκριμένα, αν η Επιτροπή είχε επιλέξει, ήδη κατά το στάδιο της αποφάσεως περί χορηγήσεως της συνδρομής, να επιβάλει τη συμμετοχή της Studienkreis, οι ενδεχόμενοι υποψήφιοι θα γνώριζαν τι να αναμένουν και θα ήσαν σε θέση να λάβουν τα μέτρα τους αναλόγως. Με άλλα λόγια, η ασφάλεια δικαίου θα είχε διαφυλαχθεί. Τούτο δεν συμβαίνει αντιθέτως αν, όπως εν προκειμένω, η Επιτροπή ασκεί εκ των υστέρων πιέσεις για να επιτύχει τη συμμετοχή της Studienkreis, ενώ, ελλείψει ρητών σχετικών προϋποθέσεων, οι ενδιαφερόμενοι εδικαιούντο να υποθέσουν ότι ήσαν ελεύθεροι να οργανώσουν την εκτέλεση του σχεδίου όπως αυτοί έκριναν πρέπον.

80.     Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

Δ – Δ – Τέταρτος λόγος αναιρέσεως: παράλειψη εξετάσεως των συνεπειών της παραβιάσεως της αρχής της καλής πίστεως

81.     Με τον λόγο αυτόν αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι συνήγαγε από την παραβίαση της αρχής της καλής πίστεως την ακυρότητα της αποφάσεως στο σύνολό της. Συνεπώς, υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, δεδομένου ότι υποθέτει την ύπαρξη αντιστοιχίας μεταξύ της χρηματοοικονομικής αξίας του έκτου και του εβδόμου σταδίου του σχεδίου, τα οποία δεν εκτελέσθηκαν, και του ποσού της δεύτερης δόσεως της επιδοτήσεως, η οποία δεν καταβλήθηκε, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι η αξία του έκτου και του εβδόμου σταδίου του σχεδίου ανέρχεται ακριβώς στο 40 % του συνολικού κόστους του. Δεν υπάρχει όμως αντιστοιχία συναφώς, δεδομένου ότι η απόφαση δεν αφορά μόνον την ανυπαρξία του έκτου και του εβδόμου σταδίου του σχεδίου, αλλά και την πλημμελή εκτέλεση του πέμπτου σταδίου ως προς το οποίο η Επιτροπή αρνήθηκε ομοίως την καταβολή του ζητηθέντος ποσού.

82.     Δεδομένου ότι εν προκειμένω πρόκειται, σε τελική ανάλυση, περί ποσών που μπορούν να υπολογισθούν με ακρίβεια και εκφράζονται σε αριθμούς, το Πρωτοδικείο δεν έπρεπε, με τη σκέψη 94 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να κηρύξει άκυρη την απόφαση της Επιτροπής στο σύνολό της ως έννομη συνέπεια της εκτιμήσεώς του, αλλά να την ακυρώσει κατά το μέτρο που η Επιτροπή αρνείται, με την εν λόγω απόφαση, να μετάσχει οικονομικά στις δαπάνες στις οποίες η IPK νομίμως προέβη για το έκτο και το έβδομο στάδιο του σχεδίου, τα οποία, στη συνέχεια, δεν εκτελέσθηκαν λόγω ελλείψεως χρόνου.

83.     Η IPK αντιτείνει ότι ούτε ο λόγος αυτός αναιρέσεως μπορεί να γίνει δεκτός και ότι, όπως ορθώς επισήμανε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως της Επιτροπής, δεν ετίθετο θέμα εν μέρει ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής λόγω του δεσμευτικού χαρακτήρα της αποφάσεως του Δικαστηρίου και της ομοιογενείας της αποφάσεως της Επιτροπής περί χορηγήσεως της συνδρομής.

84.     Φρονώ ότι ο ισχυρισμός της Επιτροπής παραγνωρίζει την έκταση της πλημμέλειας που διαπίστωσε το Πρωτοδικείο. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή, επιδιώκοντας, υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, να δικαιολογήσει την άρνηση καταβολής του υπολοίπου με την καθυστέρηση κατά την εκτέλεση του σχεδίου, αμελώντας συγχρόνως να λάβει υπόψη της τις επιπτώσεις της δικής της αναμίξεως στην πρόκληση της καθυστερήσεως αυτής, παραβίασε την αρχή της καλής πίστεως. Διαπίστωσε επίσης, παραπέμπω δε συναφώς σε όσα ανέπτυξα στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου αναιρέσεως της Επιτροπής, ότι η απόφαση δεν περιείχε τα λοιπά στοιχεία της αιτιολογίας τα οποία προέβαλε η Επιτροπή κατά την ένδικη διαδικασία.

85.     Συνεπώς, το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να προβεί σε μερική μόνον ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι, κατά το Πρωτοδικείο, η απόφαση δεν περιελάμβανε την αναγκαία αιτιολογία, η πλημμέλεια αυτή θίγει κατ’ ανάγκη το σύνολο της αποφάσεως. Συνεπώς, το Πρωτοδικείο δεν υπέθεσε την ύπαρξη αντιστοιχίας μεταξύ της αξίας των μη εκτελεσθέντων σταδίων και του ποσού του υπολοίπου της συνδρομής. Τα πράγματα θα είχαν άλλως μόνον αν το Πρωτοδικείο είχε διαπιστώσει ότι οι πλημμέλειες της αποφάσεως της Επιτροπής αφορούσαν μόνον τμήματα αυτής.

86.     Από το κείμενο της αποφάσεως της Επιτροπής προκύπτει ότι η καθυστέρηση την οποία αυτή υπογραμμίζει έπρεπε να δικαιολογήσει μόνον την άρνηση καταβολής ενός μέρους του υπολοίπου.

87.     Επομένως, ορθώς κατέληξε το Πρωτοδικείο ότι οι εκ μέρους του διαπιστωθείσες πλημμέλειες έθιγαν το σύνολο της αποφάσεως της Επιτροπής.

88.     Εξάλλου, δεν έχω πεισθεί ότι η μερική ακύρωση, την οποία προφανώς θα προτιμούσε η Επιτροπή, θα ήταν οπωσδήποτε προς το συμφέρον της. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή η Επιτροπή θα ήταν υποχρεωμένη να προβεί στην καταβολή ενός ποσού, βεβαίως χαμηλότερου από το υπόλοιπο της συνδρομής, αλλά το οποίο η Επιτροπή δεν θα έκρινε οπωσδήποτε ως προσήκον. Αντιθέτως, η πλήρης ακύρωση την οποία κήρυξε το Πρωτοδικείο δημιουργεί ένα διαφορετικό πλαίσιο. Η Επιτροπή, όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε το Πρωτοδικείο, πρέπει να λάβει τα μέτρα τα οποία συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεώς του. Συνεπώς, πρέπει να θεραπεύσει τις πλημμέλειες τις οποίες πάσχει η απόφασή της, αλλά το περιεχόμενό της δεν προεξοφλείται κατά τα λοιπά.

89.     Για τους ανωτέρω λόγους, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τον λόγο αναιρέσεως που βασίζεται στην παράλειψη εξετάσεως των συνεπειών της παραβιάσεως της αρχής της καλής πίστεως.

Ε – Ε – Πέμπτος λόγος αναιρέσεως, αντλούμενος από την παράλειψη εξετάσεως των αρχών dolo agit, qui petit, quod statim redditurus est και fraus omnia corrumpit

90.     Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο, με τον τρόπο που εξέτασε το ζήτημα της συμπαιγνίας, παραβίασε τις αρχές dolo agit, qui petit, quod statim redditurus est (όποιος αξιώνει αυτό που οφείλει να επιστρέψει αμέσως ενεργεί αντίθετα προς την καλή πίστη) και fraus omnia corrumpit (η απάτη συμπαρασύρει τα πάντα), τις οποίες επικαλέσθηκε ρητώς η Επιτροπή κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 16ης Νοεμβρίου 2000. Το Πρωτοδικείο δήλωσε τότε ότι δεν είναι ποινικό δικαστήριο και ότι δεν μπορεί να εξετάσει το ζήτημα τη υπάρξεως συμπαιγνίας.

91.     Η Επιτροπή παρατηρεί συναφώς ότι ούτε η ίδια είναι ποινικό δικαστήριο, αλλά ότι πρέπει παρά ταύτα να αναλάβει τις ευθύνες της όσον αφορά την προστασία των χρηματοοικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας. Αφενός, βρίσκεται συναφώς σε δίλημμα ως προς το κατά πόσον πρέπει, σε περίπτωση υπονοίας περί διαφθοράς, να λαμβάνει αποφάσεις πολύ πριν της παρασχεθεί η δυνατότητα να βασιστεί σε αποφάσεις ποινικού δικαστηρίου έχουσες ισχύ δεδικασμένου. Όπως προκύπτει από την υπό κρίση υπόθεση, δεν είναι ωσαύτως δυνατό να ανασταλεί η ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία, μέχρις ότου ενδεχομένως εκδοθεί απόφαση ποινικού δικαστηρίου, εφόσον ο εγκαλούμενος διάδικος δεν συναινεί στην αναστολή.

92.     Από την άλλη πλευρά, το Πρωτοδικείο είναι απαιτητικό ως προς τα αποδεικτικά στοιχεία του περιστατικού που στοιχειοθετεί το αδίκημα. Συνεπώς, ελλείψει αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου έχουσας ισχύ δεδικασμένου, η Επιτροπή μπορούσε να στηριχθεί μόνο σε ενδείξεις και σε αποτελέσματα ερευνών, από τον χρόνο της εμφανίσεώς τους και καθόσον υπάρχουν. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι υπέβαλε στην κρίση του Πρωτοδικείου τις ενδείξεις που θεωρεί ότι είναι ουσιώδεις για την απόφαση, διότι, αφενός, η συμπαιγνία καθυστέρησε την εκτέλεση του σχεδίου και διότι, αφετέρου, οι εν λόγω ενδείξεις συνιστούν αμυντικό ισχυρισμό κατά του αιτήματος της IPK να της καταβληθεί η δεύτερη δόση της επιδοτήσεως. Αποκλείοντας την εφαρμογή των ως άνω αρχών στην υπό κρίση υπόθεση ως αμυντικού ισχυρισμού και απαιτώντας αντιθέτως να εκδώσει η Επιτροπή μια νέα απόφαση με νέα αιτιολογία, το Πρωτοδικείο υποχρεώνει εν τέλει την Επιτροπή να καταβάλει την επιδότηση εφόσον η υποψία δεν έχει μετατραπεί σε αδιάβλητη βεβαιότητα.

93.     Επιπλέον, η Επιτροπή φρονεί ότι η μη τήρηση της αρχής dolo agit, qui petit, quod statim redditurus est και το συμπέρασμα του Πρωτοδικείου ότι δεν θα μπορούσε να εξετάσει την αρχή fraus omnia corrumpit παρά μόνον αν αυτή είχε προβληθεί ως καθαυτό αιτιολογία της αποφάσεως και όχι ως αμυντικός ισχυρισμός κατά ενός αιτήματος συνιστούν νομικό σφάλμα. Εξάλλου, όπως τα πολιτικά και τα ποινικά εθνικά δικαστήρια, το Πρωτοδικείο διαθέτει ευρείες εξουσίες στον τομέα της διεξαγωγής αποδείξεων για την εξέταση των πραγματικών περιστατικών.

94.     Μολονότι το δίλημμα της Επιτροπής είναι κατανοητό, ωστόσο επιβάλλεται να υπογραμμισθεί ότι η λύση που προτείνει γι’ αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

95.     Πράγματι, η άποψη της Επιτροπής ισοδυναμεί με χορήγηση προς αυτήν του δικαιώματος να αναδιατυπώνει την αιτιολογία, ακόμη δε και την ουσία, μιας προσβαλλομένης αποφάσεως, με το πρόσχημα ότι ανέκυψαν νέοι λόγοι και στο μέτρο που η Επιτροπή προβαίνει σε νέες ανακαλύψεις. Υπό αυτό το πρίσμα, η προσφυγή ακυρώσεως δεν θα είχε πλέον ως αντικείμενο μια συγκεκριμένη πράξη, με περιεχόμενο γνωστό στον προσφεύγοντα, του οποίου η προσφυγή διατυπώνεται βάσει του εν λόγω περιεχομένου, αλλά, αντιθέτως, έναν κινούμενο στόχο, μεταβλητό ανάλογα με τα γεγονότα, τον οποίο ο προσφεύγων θα πρέπει να αρχίσει να αναζητεί.

96.     Είναι αυτονόητο ότι η προσέγγιση αυτή δεν συμβιβάζεται με την καθαυτό έννοια του δικαστικού ελέγχου, την οποία καθιστά κενή περιεχομένου. Επιπλέον, η προσέγγιση αυτή προσκρούει στις επιταγές της στοιχειωδέστερης ασφαλείας δικαίου.

97.     Συνεπώς, ουδόλως είναι άξιον απορίας το ότι η άποψη αυτή αντιβαίνει στην παγία νομολογία του Δικαστηρίου, την οποία ήδη τόνισα στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως, κατά την οποία το κύρος μιας πράξεως πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα της αιτιολογίας που περιέχει και ένα κοινοτικό όργανο δεν δικαιούται να προβάλει μια νέα αιτιολογία ενώπιον του δικαστή.

98.     Εντεύθεν συνάγεται, επιπλέον, ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν χρησιμοποίησε την εξουσία του διεξαγωγής αποδείξεων. Πράγματι, ακόμη και αν μπορούσε έτσι να αποδειχθεί η προβαλλόμενη από την Επιτροπή συμπαιγνία, το Πρωτοδικείο δεν θα μπορούσε να αναφερθεί σ’ αυτήν, ελλείψει μνείας της εν λόγω συμπαιγνίας στο αιτιολογικό της αποφάσεως.

99.     Πρέπει παρά ταύτα να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή υποχρεώνεται να θυσιάσει τα χρηματοοικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων προβαίνοντας σε καταβολές προς επιχειρηματίες που διαπράττουν απάτη;

100.   Τούτο δεν συμβαίνει. Αντιθέτως, η Επιτροπή είναι απολύτως σε θέση να εφαρμόζει την αρχή fraus omnia corrumpit. Συγκεκριμένα, όπως παρατήρησε ευστόχως το Πρωτοδικείο στη σκέψη 92 της αποφάσεώς του, «αν η Επιτροπή θεωρούσε, μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι μνημονευόμενες ανωτέρω στη σκέψη 89 ενδείξεις ήταν επαρκείς για να συναχθεί το συμπέρασμα της υπάρξεως αθέμιτης συμπαιγνίας μεταξύ του κ. Τζοάνου, της 01-Πληροφορικής και της προσφεύγουσας, η οποία καθιστούσε αντικανονική τη διαδικασία χορηγήσεως της επιδοτήσεως υπέρ του σχεδίου Ecodata, θα μπορούσε, αντί να προβάλει κατά τη διάρκεια της παρούσας διαδικασίας μια αιτιολογία μη μνημονευόμενη στην εν λόγω απόφαση, να ανακαλέσει την απόφαση αυτή και να εκδώσει νέα περιλαμβάνουσα όχι μόνον άρνηση καταβολής της δεύτερης δόσεως της επιδοτήσεως, αλλά επίσης εντολή επιστροφής της ήδη καταβληθείσας δόσεως».

101.   Συνεπώς, η Επιτροπή δικαιούται να λάβει τα επιβαλλόμενα μέτρα άπαξ προκύπτει από συγκεκριμένες ενδείξεις η ανάγκη εκ μέρους της ενεργείας προκειμένου να προστατευθούν τα χρηματοοικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας. Σημειωτέον ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, το Πρωτοδικείο ουδόλως απαίτησε να αναμείνει η Επιτροπή την έκβαση μιας ενδεχόμενης ποινικής ή πολιτικής δίκη ή μέχρι να έχει επαρκείς αποδείξεις ώστε να επιτύχει μια ποινική καταδίκη.

102.   Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι και αυτός ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και, συνεπώς, η αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

VII – Πρόταση

103.   Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο τα εξής:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως της IPK ως απαράδεκτη,

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη,

να υποχρεώσει κάθε διάδικο να φέρει τα δικαστικά του έξοδα.


1
Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2
Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-363/98 P (R), Emesa Sugar κατά Συμβουλίου κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. I‑8787, σκέψεις 44 έως 46).


3
Βλ., ως παράδειγμα της παγίας νομολογίας, απόφαση της 28ης Μαΐου 1998, C‑7/95 P, Deere κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I‑3111, σκέψεις 62 έως 65).


4
Βλ. απόφαση Michel κατά Κοινοβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 22, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑352/94, Mo och Domsjö κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ.  II-1989, σκέψη 276, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


5
Παρατιθέμενη εκτενώς στο σημείο 32 ανωτέρω.