Language of document : ECLI:EU:T:2010:478

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 24ης Νοεμβρίου 2010(*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως λεκτικού κοινοτικού σήματος R10 – Μη καταχωρισμένο εθνικό λεκτικό σήμα R10 – Εκχώρηση εθνικού σήματος – Διαδικαστική πλημμέλεια»

Στην υπόθεση T‑137/09,

Nike International Ltd, με έδρα το Beaverton, Oregon (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τον M. de Justo Bailey, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον J. Crespo Carrillo,

καθού,

έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ:

Aurelio Muñoz Molina, κάτοικος Petrer (Ισπανία),

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 21ης Ιανουαρίου 2009 (υπόθεση R 551/2008-1), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της DL Sports & Marketing Ltda και του Aurelio Muñoz Molina,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο, κατά τη διάσκεψη, από τους O. Czúcz (εισηγητή), πρόεδρο, I. Labucka και K. O’Higgins, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 6 Απριλίου 2009,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 23 Ιουλίου 2009,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα περί καθορισμού ημερομηνίας για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της προθεσμίας ενός μηνός από της κοινοποιήσεως της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και κρίνοντας επομένως, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 135Α του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου [νυν Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου], ότι πρέπει να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 2 Ιανουαρίου 2006, ο Aurelio Muñoz Molina υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σημείο R10.

3        Η αίτηση κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων υπ’ αριθ. 30/2006, της 24ης Ιουλίου 2006.

4        Στις 24 Οκτωβρίου 2006, η DL Sports & Marketing Ltda άσκησε ανακοπή, βάσει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 41 του κανονισμού 207/2009), κατά της καταχωρίσεως του εν λόγω σήματος. Η ανακοπή αυτή στηρίχθηκε στο μη καταχωρισμένο σήμα ή στο χρησιμοποιούμενο στις συναλλαγές σημείο R10 και στρεφόταν εναντίον όλων των προϊόντων που αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Προς στήριξη της ανακοπής προβλήθηκαν οι λόγοι που διαλαμβάνονται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, και στο άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρα 8, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, και 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009).

5        Στις 28 Νοεμβρίου 2006, το τμήμα ανακοπών χορήγησε στην DL Sports & Marketing προθεσμία τεσσάρων μηνών, που έληγε στις 29 Μαρτίου 2007, προκειμένου, ιδίως, να αποδείξει την ύπαρξη και την ισχύ του προγενέστερου προβαλλόμενου δικαιώματος. Στις 29 Μαρτίου 2007, η DL Sports & Marketing ζήτησε παράταση της προθεσμίας, η οποία της χορηγήθηκε στις 8 Ιουνίου 2007 με λήξη στις 9 Αυγούστου 2007. Στις 24 Οκτωβρίου 2007, το τμήμα ανακοπών διαπίστωσε ότι δεν είχε προσκομισθεί κανένα στοιχείο προς στήριξη της ανακοπής.

6        Με έγγραφο της 31ης Οκτωβρίου 2007, ο νομικός σύμβουλος της προσφεύγουσας, Nike International Ltd, ενημέρωσε το τμήμα ανακοπών ότι, με σύμβαση της 20ής Ιουνίου 2007, η DL Sports & Marketing εκχώρησε στην προσφεύγουσα –μέσω της Nike, Inc.– την κυριότητα διαφόρων σημάτων και δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (στο εξής: σύμβαση εκχώρησης). Ο νομικός σύμβουλος της προσφεύγουσας δήλωσε ότι έλαβε εντολή από τον νέο δικαιούχο του προγενέστερου σήματος να παραστεί ως εκπρόσωπός του στη διαδικασία ανακοπής και ζήτησε, ως εκ τούτου, να επιτραπεί η συμμετοχή του στη διαδικασία αυτή με την ιδιότητα του εκπροσώπου.

7        Στις 19 Φεβρουαρίου 2008, το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή με το σκεπτικό ότι η DL Sports & Marketing δεν απέδειξε εντός της ταχθείσας προθεσμίας την ύπαρξη του προγενέστερου δικαιώματος που επικαλέσθηκε προς στήριξη της εν λόγω ανακοπής (στο εξής: απόφαση του τμήματος ανακοπών).

8        Στις 28 Μαρτίου 2008, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ, βάσει των άρθρων 57 έως 62 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρα 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009), κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

9        Με απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2009 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το πρώτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή αυτή ως απαράδεκτη με το σκεπτικό ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι ήταν διάδικος στη διαδικασία ανακοπής και, επομένως, δεν μπορούσε να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών. Συγκεκριμένα, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, ενώπιον του ανωτέρω δικαστηρίου, ο νομικός σύμβουλος της προσφεύγουσας δεν προέβαλε –ούτε άλλωστε απέδειξε– ότι το προγενέστερο δικαίωμα που επικαλέσθηκε προς στήριξη της ανακοπής περιλαμβανόταν στα δικαιώματα που εκχωρήθηκαν στην προσφεύγουσα. Το τμήμα προσφυγών διευκρίνισε ότι ούτε κατά τη διαδικασία της προσφυγής μπόρεσε η προσφεύγουσα να αποδείξει ότι ήταν δικαιούχος του προγενέστερου δικαιώματος. Έκρινε επομένως ότι η σύμβαση εκχώρησης αποδείκνυε μόνον ότι η προσφεύγουσα είχε αποκτήσει ορισμένα κοινοτικά σήματα, αλλά όχι συγκεκριμένα το προγενέστερο δικαίωμα που επικαλέσθηκε.

 Αιτήματα των διαδίκων

10      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη απόφαση κηρύσσοντας παραδεκτή την προσφυγή που ασκήθηκε ενώπιον του τμήματος προσφυγών και να αναπέμψει την υπόθεση σ’ αυτό προκειμένου να αποφανθεί επί της ουσίας της προσφυγής·

–        επικουρικώς, να αναγνωρίσει ότι το τμήμα προσφυγών και το τμήμα ανακοπών παρέβησαν το άρθρο 73 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 75 του κανονισμού 207/2009) και των λοιπών ισχυουσών διατάξεων και να δώσει αναδρομικώς τη δυνατότητα στην προσφεύγουσα, ως εκδοχέα του προγενεστέρου δικαιώματος, να θεραπεύσει τις παρατυπίες και/ή, τουλάχιστον, να διατάξει την προσήκουσα επίδοση της αποφάσεως στον εκπρόσωπο του δικαιούχου του προγενέστερου δικαιώματος.

11      Το ΓΕΕΑ ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

12      Η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τέσσερις λόγους, αντλούμενους, πρώτον, από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εκ μέρους του τμήματος ανακοπών, δεύτερον, από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας που κατοχυρώνει το άρθρο 73 του κανονισμού 40/94, καθώς και άλλων εφαρμοστέων διατάξεων, τόσο εκ μέρους του τμήματος ανακοπών όσο και εκ μέρους του τμήματος προσφυγών, τρίτον, από παράβαση, εκ μέρους του τμήματος προσφυγών, των οδηγιών για τις διαδικασίες ενώπιον του ΓΕΕΑ (στο εξής: οδηγίες περί ΓΕΕΑ) και, τέταρτον, από εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά την εκχώρηση του προγενέστερου δικαιώματος.

13      Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθούν ευθύς αμέσως στον βαθμό που αφορούν την απόφαση του τμήματος ανακοπών. Συγκεκριμένα, δυνάμει του άρθρου 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 65, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009), μόνον οι αποφάσεις που εκδίδουν τα τμήματα προσφυγών υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, οπότε, στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής, παραδεκτοί είναι μόνον οι λόγοι που στρέφονται κατά της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών [απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουνίου 2005, T‑303/03, Lidl Stiftung κατά ΓΕΕΑ – REWE-Zentral (Salvita), Συλλογή 2005, σ. II‑1917, σκέψη 59].

14      Πρέπει στη συνέχεια να εξεταστεί ο τρίτος λόγος εφόσον η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι, σύμφωνα με τις οδηγίες του ΓΕΕΑ, το τμήμα προσφυγών δεν μπορούσε νομίμως να εξετάσει αν η προσφεύγουσα είχε πράγματι αποκτήσει το προγενέστερο δικαίωμα που επικαλέσθηκε προς στήριξη της ανακοπής.

 Επί του τρίτου λόγου, αντλούμενου από παράβαση των οδηγιών περί ΓΕΕΑ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

15      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το τμήμα προσφυγών δεν μπορούσε να απορρίψει την προσφυγή της ως απαράδεκτη με το σκεπτικό ότι δεν ήταν δικαιούχος του σήματος επί του οποίου στηριζόταν η ανακοπή. Συγκεκριμένα, επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τις οδηγίες του ΓΕΕΑ, ειδικότερα το σημείο A.V.2.5.3 του «Μέρους 1: Διαδικαστικά ζητήματα» του «Μέρους Γ: Ανακοπή», όταν το πιστοποιητικό καταχωρίσεως του σήματος επί του οποίου στηρίζεται η ανακοπή αναφέρει ως δικαιούχο εταιρία διαφορετική από εκείνη που άσκησε την ανακοπή, η εν λόγω ανακοπή είναι παραδεκτή υποτιθεμένου ότι το προγενέστερο σήμα μεταβιβάσθηκε στον ανακόπτοντα πριν την κατάθεση της ανακοπής. Η προσφεύγουσα φρονεί ότι το ίδιο τεκμήριο πρέπει να εφαρμόζεται στο πλαίσιο προσφυγής κατά αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

16      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

17      Επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, αντιθέτως προς την περίπτωση που η εκχώρηση έγινε πριν την κατάθεση της ανακοπής, όταν η εκχώρηση του επικαλούμενου σήματος έγινε μετά την κατάθεσή της και πριν την έκδοση της οριστικής αποφάσεως του ΓΕΕΑ, το ΓΕΕΑ πρέπει να μεριμνά για την προστασία των δικαιωμάτων του διαδίκου ο οποίος κατέθεσε αρχικώς την ανακοπή ή την αίτηση καταχώρισης του σήματος, δεδομένου ότι το γεγονός ότι γίνεται δεκτός ως διάδικος ο εκδοχέας του σήματος αποσκοπεί στο να περατωθεί έναντι του εν λόγω διαδίκου η κινηθείσα από αυτόν διαδικασία. Εξάλλου, το τμήμα προσφυγών υποχρεούται να βεβαιωθεί ότι το πρόσωπο που άσκησε την προσφυγή νομιμοποιείται ενεργητικώς να προσβάλει την απόφαση του τμήματος ανακοπών [βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Ιουνίου 2005, T‑301/03, Canali Ireland κατά ΓΕΕΑ – Canal Jean (CANAL JEAN CO. NEW YORK), Συλλογή 2005, σ. II‑2479, σκέψεις 19 και 20]. Επομένως, αντιθέτως προς όσα προβάλλει η προσφεύγουσα, πρέπει να θεωρηθεί, αφενός, ότι η επικαλούμενη οδηγία του ΓΕΕΑ δεν μπορεί να έχει κατ’ αναλογία εφαρμογή όσον αφορά το παραδεκτό προσφυγής που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών και, αφετέρου, ότι το τμήμα προσφυγών νομίμως εξέτασε την ενεργητική νομιμοποίηση της προσφεύγουσας.

18      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο παρών λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, που κατοχυρώνει το άρθρο 73 του κανονισμού 40/94, καθώς και άλλων εφαρμοστέων διατάξεων, όσον αφορά την προσβαλλόμενη απόφαση

 Επιχειρήματα των διαδίκων

19      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε, αφενός, κατά παράβαση των δικαιωμάτων άμυνας, εφόσον στηρίχθηκε σε ερμηνεία της σύμβασης εκχώρησης επί της οποίας δεν είχε τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις, και, αφετέρου, κατά παράβαση άλλων εφαρμοστέων διατάξεων, μεταξύ των οποίων ο κανόνας 31, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 (ΕΕ L 303, σ. 1), εφόσον δεν είχε τη δυνατότητα να θεραπεύσει πλημμέλειες όσον αφορά την απόδειξη της μεταβίβασης του προγενέστερου δικαιώματος.

20      Το ΓΕΕΑ προβάλλει ότι το τμήμα προσφυγών δεν προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας εφόσον αυτή δεν ήταν διάδικος στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος ανακοπών. Συναφώς, το ΓΕΕΑ υπογραμμίζει ότι η προσφεύγουσα ζήτησε να θεωρηθεί διάδικος μόνο μετά τις 10 Αυγούστου 2007, ημερομηνία κατά την οποία είχε περατωθεί η εν λόγω διαδικασία, κατόπιν της λήξεως της τελευταίας παρατάσεως της προθεσμίας για προσκόμιση αποδείξεων όσον αφορά την ύπαρξη, την ισχύ και την έκταση του προβαλλόμενου προγενέστερου δικαιώματος, μολονότι η απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή εκδόθηκε αρκετούς μήνες αργότερα. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει την εκχώρηση προς αυτήν του προγενέστερου δικαιώματος που επικαλέσθηκε προς στήριξη της ανακοπής. Κατά το ΓΕΕΑ, το τμήμα προσφυγών δεν παρέβη ούτε τον κανόνα 31, παράγραφος 6, του κανονισμού 2868/95 ούτε άλλες εφαρμοστέες διατάξεις, εφόσον μπορούσε να καλέσει τους διαδίκους να θεραπεύσουν τις διαπιστωθείσες πλημμέλειες μόνον εάν η διαδικασία της ανακοπής δεν είχε περατωθεί.

21      Εν πάση περιπτώσει, το ΓΕΕΑ εκτιμά ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι προσεβλήθησαν τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας, η προσβολή αυτή των δικαιωμάτων της δεν μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως εφόσον, ακόμη και αν η προσφεύγουσα είχε κληθεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί της λήξεως της προθεσμίας και επί της περατώσεως της διαδικασίας ανακοπής, τούτο δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε άλλο αποτέλεσμα εκτός από την απόρριψη της ανακοπής και το απαράδεκτο της προσφυγής.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

22      Η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι το τμήμα προσφυγών δεν μπορούσε να απορρίψει την προσφυγή της ως απαράδεκτη χωρίς προηγουμένως να της παράσχει τη δυνατότητα να απαντήσει στις αμφιβολίες ως προς τον επαρκή χαρακτήρα των στοιχείων που προσκόμισε προς απόδειξη του ότι είχε αποκτήσει το δικαίωμα επί του οποίου στηριζόταν η ανακοπή.

23      Ο κανόνας 31, παράγραφος 6, του κανονισμού 2868/95 προβλέπει, όσον αφορά τη μεταβίβαση σημάτων ή αιτήσεων καταχωρίσεως κοινοτικών σημάτων, ότι, όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την καταχώριση της μεταβίβασης, που περιλαμβάνουν την υποχρέωση προσκομίσεως των στοιχείων που αποδεικνύουν την εν λόγω μεταβίβαση, το ΓΕΕΑ «ενημερώνει τον αιτούντα για τις ελλείψεις που διαπιστώθηκαν» και ότι, «[ε]άν οι παραλείψεις αυτές δεν έχουν διορθωθεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής, το [ΓΕΕΑ], απορρίπτει την ανακοπή ως απαράδεκτη».

24      Ελλείψει νομικών διατάξεων σχετικά με την απόδειξη της μεταβίβασης προγενέστερου εθνικού δικαιώματος του οποίου γίνεται επίκληση προς στήριξη ανακοπής, οι οδηγίες περί ΓΕΕΑ –τις οποίες αυτό οφείλει, κατ’ αρχήν, να τηρεί [βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Μαΐου 2009, T‑410/07, Jurado Hermanos κατά ΓΕΕΑ (JURADO), Συλλογή 2009, σ. II‑1345, σκέψη 20]– διαπνέονται συναφώς από τις διατάξεις του κανόνα 31, παράγραφος 6, του κανονισμού 2868/95. Έτσι, οι οδηγίες αυτές, στο «Μέρος 1: Προδικαστικά ζητήματα» του «Μέρους Γ: Ανακοπή», που έχει εφαρμογή εν προκειμένω όπως υπενθυμίζει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, προβλέπουν ότι, εάν ο νέος δικαιούχος του προγενέστερου εθνικού δικαιώματος «ενημερώσει το [ΓΕΕΑ] για τη μεταβίβαση, αλλά δεν προσκομίζει (επαρκείς) αποδείξεις για τη μεταβίβαση αυτή, η διαδικασία ανακοπής πρέπει να ανασταλεί και ο νέος δικαιούχος έχει στη διάθεσή του προθεσμία δύο μηνών για να αποδείξει τη μεταβίβαση» (σημείο E.VIII.1.3.1). Η μεταφορά αυτή του κανόνα 31, παράγραφος 6, του κανονισμού 2868/95, στην εκχώρηση των εθνικών σημάτων δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εφόσον, στην περίπτωση που το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει διαδικασία για την καταχώριση της μεταβίβασης της κυριότητας των καταχωρισμένων σημάτων, η εξέταση που πραγματοποιεί το τμήμα ανακοπών ή το τμήμα προσφυγών για να εξακριβώσει ότι πράγματι έλαβε χώρα η μεταβίβαση του σήματος του οποίου έγινε επίκληση προς στήριξη της ανακοπής είναι, κατ’ ουσίαν, η ίδια με αυτήν που πραγματοποιεί η αρμόδια αρχή του ΓΕΕΑ για να εξετάσει τις αιτήσεις μεταβίβασης που αφορούν κοινοτικά σήματα. Εξάλλου, ακόμη και αν η διαδικασία αυτή αφορά ρητώς τα καταχωρισμένα εθνικά σήματα, επιβάλλεται η εφαρμογή της, κατ’ αναλογία, στη μεταβίβαση των μη καταχωρισμένων εθνικών σημάτων, δεδομένου ότι το είδος εξέτασης που πρέπει να πραγματοποιήσει το ΓΕΕΑ είναι πανομοιότυπο.

25      Τέλος, κατά τον κανόνα 50, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95, οι διατάξεις σχετικά με τις διαδικασίες ενώπιον της αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση έχουν εφαρμογή mutatis mutandis στη διαδικασία προσφυγής.

26      Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να αποδείξει ότι ήταν δικαιούχος του προγενέστερου σήματος και ότι, κατά συνέπεια, δεν απέδειξε την ιδιότητά της ως διαδίκου στη διαδικασία ανακοπής και δεν είχε τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών. Ωστόσο, το τμήμα προσφυγών, κατά παράβαση των ανωτέρω κανόνων, δεν παρέσχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να προσκομίσει συμπληρωματικές αποδείξεις προς στήριξη της μεταβίβασης του προγενέστερου δικαιώματος που επικαλέσθηκε για να υποστηρίξει την ενεργητική της νομιμοποίηση.

27      Το επιχείρημα του ΓΕΕΑ προς δικαιολόγηση της άποψης του τμήματος προσφυγών κατά την οποία η προσφεύγουσα ζήτησε να υποκατασταθεί στη θέση της αρχικής ανακόπτουσας μετά το πέρας της διαδικασίας ανακοπής δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η αίτηση υποκατάστασης που υπέβαλε ο εκδοχέας του προγενέστερου εθνικού σήματος μεταξύ της διαδικασίας εξέτασης της ανακοπής και της εκδόσεως της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών μπορεί να μη γίνει δεκτή ή και να μη ληφθεί καθόλου υπόψη χωρίς μάλιστα να απορριφθεί ρητώς ως απαράδεκτη, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να στερήσει από τον εν λόγω εκδοχέα το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών. Συγκεκριμένα, ο εκδοχέας, ως δικαιούχος του σήματος που προβάλλεται προς στήριξη της ανακοπής, οπωσδήποτε νομιμοποιείται ενεργητικά κατά της αποφάσεως που περατώνει τη διαδικασία ανακοπής (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση CANAL JEAN CO. NEW YORK, σκέψη 17 ανωτέρω, σκέψεις 18 και 19), ανεξαρτήτως του αν υπέβαλε αίτηση υποκατάστασης ενώπιον του τμήματος ανακοπών και αν η αίτηση αυτή ήταν παραδεκτή. Μολονότι το τμήμα προσφυγών είναι ασφαλώς υποχρεωμένο να βεβαιωθεί ότι ο εκδοχέας είναι πράγματι ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος, πρέπει όμως να προβεί στην εξέταση αυτή τηρώντας τους εφαρμοστέους διαδικαστικούς κανόνες, μεταξύ των οποίων και τις οδηγίες περί ΓΕΕΑ.

28      Ούτε το επιχείρημα του ΓΕΕΑ που αντλείται από το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει την εκχώρηση προς αυτήν του επικαλούμενου προς στήριξη της ανακοπής προγενέστερου δικαιώματος μπορεί να γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αιτίαση που προβάλλει η προσφεύγουσα έχει, ακριβώς, ως σκοπό να στηρίξει την άποψη ότι το τμήμα προσφυγών έπρεπε να της επιτρέψει να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί της ερμηνείας των προσκομισθεισών αποδείξεων ή να συμπληρώσει τις ελλείπουσες αποδείξεις.

29      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα του ΓΕΕΑ κατά το οποίο η παράβαση του τμήματος προσφυγών δεν μπορεί, εν προκειμένω, να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως εφόσον δεν έχει επίπτωση στο περιεχόμενό της, δεδομένου ότι η ανακοπή είναι, εν πάση περιπτώσει, απορριπτέα για τον λόγο ότι η αρχική ανακόπτουσα δεν προσκόμισε στοιχεία που να αποδεικνύουν την ύπαρξη του προγενέστερου δικαιώματος που προβάλλεται προς στήριξη της ανακοπής.

30      Πρέπει να αναφερθεί ότι από τη νομολογία προκύπτει βεβαίως ότι διαδικαστική πλημμέλεια μπορεί να καταστήσει μία πράξη πλημμελή μόνον εάν αποδεικνύεται ότι, ελλείψει της πλημμέλειας αυτής, η εν λόγω πράξη θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Μαρτίου 2003, T‑24/01, Staelen κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑79 και II‑423, σκέψη 53). Ωστόσο, εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε την προσφυγή της προσφεύγουσας ως απαράδεκτη χωρίς να αποφανθεί επί της βασιμότητας των επιχειρημάτων της όσον αφορά την απορριπτική απόφαση του τμήματος ανακοπών. Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός που προβάλλει το ΓΕΕΑ, ότι η απόφαση που απορρίπτει την ανακοπή είναι, κατά την άποψή του, προδήλως ορθή, δεν ασκεί επιρροή. Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι απόφαση που απορρίπτει προσφυγή ως απαράδεκτη δεν έχει το ίδιο περιεχόμενο με απόφαση επί της ουσίας. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει ευθέως τη νομιμότητα της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών και να αποφανθεί επί επιχειρημάτων που δεν εξέτασε το τμήμα προσφυγών, προκειμένου να εξακριβώσει αν η παράβαση των διαδικαστικών κανόνων εκ μέρους του τμήματος προσφυγών είχε επιρροή στην απόρριψη τελικώς της ανακοπής [βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Μαρτίου 2009, T‑402/07, Kaul κατά ΓΕΕΑ – Bayer (ARCOL), Συλλογή 2009, σ. II‑737, σκέψεις 47 και 49].

31      Επομένως, ο παρών λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός όσον αφορά την προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξεταστεί αν υπήρξε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας, ανεξαρτήτως των προαναφερθεισών διατάξεων.

32      Πάντως, όσον αφορά τα συμπεράσματα που επιβάλλεται να συναχθούν, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προσφεύγουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο, να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση αποφαινόμενο ότι η προσφυγή της είναι παραδεκτή και, επικουρικώς, να ακυρώσει την εν λόγω απόφαση.

33      Ωστόσο, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η εξουσία μεταρρύθμισης συνεπάγεται τη δυνατότητα του Γενικού Δικαστηρίου να εκδώσει απόφαση αντίθετη από εκείνη του τμήματος προσφυγών, δεν μπορεί, εν προκειμένω, να αποκαταστήσει την παράβαση κανόνα δικαίου την οποία διέπραξε το τμήμα προσφυγών. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί νομίμως να καλέσει την προσφεύγουσα να προβάλει επιχειρήματα και να προσκομίσει συμπληρωματικές αποδείξεις όσον αφορά την εκχώρηση προς αυτήν του εθνικού δικαιώματος που προβάλλεται προς στήριξη της ανακοπής και να αποφανθεί επί του παραδεκτού της προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών υπό το φως των νέων στοιχείων [βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2007, C‑29/05 P, ΓΕΕΑ κατά Kaul, Συλλογή 2007, σ. I‑2213, σκέψη 54, και του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2003, T‑128/01, DaimlerChrysler κατά ΓΕΕΑ (Calandre), Συλλογή 2003, σ. II‑701, σκέψη 18]. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί το αίτημα μεταρρύθμισής της, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξεταστεί ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως της προσφεύγουσας,

 Επί των δικαστικών εξόδων

34      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι το ΓΕΕΑ ηττήθηκε κατά το κύριο μέρος των ισχυρισμών του αλλά η προσφεύγουσα δεν ζήτησε να καταδικαστεί αυτό στα δικαστικά έξοδα, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα. 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), της 21ης Ιανουαρίου 2009 (υπόθεση R 551/2008-1).

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Czúcz

Labucka

O’Higgins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Νοεμβρίου 2010.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.