Language of document : ECLI:EU:T:2010:226

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 9ης Ιουνίου 2010 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως λεκτικού κοινοτικού σήματος RIOJAVINA – Προγενέστερο συλλογικό εικονιστικό κοινοτικό σήμα RIOJA – Σχετικός λόγος απαραδέκτου – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009]»

Στην υπόθεση T‑138/09,

Félix Muñoz Arraiza, κάτοικος Logroño (Ισπανία), εκπροσωπούμενος από τις J. Grimau Muñoz και J. Villamor Muguerza, δικηγόρους,

προσφεύγων,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον J. F. Crespo Carrillo,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνον ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Consejo Regulador de la Denominación de Origen Calificada Rioja, με έδρα το Logroño, εκπροσωπούμενο από την J. I. Martínez De Torre, δικηγόρο,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 29ης Ιανουαρίου 2009 (υπόθεση R 721/2008-2), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ του Consejo Regulador de la Denominación de Origen Calificada Rioja και του Félix Muñoz Arraiza,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Βηλαρά (εισηγητή), πρόεδρο, M. Prek και V. M. Ciucă, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 7 Απριλίου 2009,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 28 Ιουλίου 2009,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του παρεμβαίνοντος που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 17 Ιουλίου 2009,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα περί καθορισμού ημερομηνίας για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της προθεσμίας ενός μηνός από της κοινοποιήσεως της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και κρίνοντας επομένως, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 135α του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ότι πρέπει να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία, 

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 12 Νοεμβρίου 2004, ο προσφεύγων, Félix Muñoz Arraiza, υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε [και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σημείο RIOJAVINA.

3        Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση αυτή υπάγονται στις κλάσεις 29, 30 και 35 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας σχετικά με τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για κάθε μία από τις κλάσεις αυτές, μετά τον περιορισμό κατά την ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασία, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 29: «Κονσέρβες, έλαια και λίπη βρώσιμα με προέλευση τη Rioja»·

–        κλάση 30: «Ξίδι, καφές, τσάι, κακάο, ζάχαρη, ρύζι, ταπιόκα, σάγο (αλεύρι κολαρίσματος), υποκατάστατα καφέ, άλευρα και παρασκευάσματα από δημητριακά, άρτος, γλυκά και είδη ζαχαροπλαστικής, παγωτά, μέλι, σιρόπι μελάσας, μαγιά, μπέικιν πάουντερ, αλάτι, μουστάρδα, σάλτσες (όπου περιλαμβάνονται σάλτσες για σαλάτα), μπαχαρικά, πάγος»·

–        κλάση 35: «Αποκλειστική εμπορική διάθεση, αντιπροσωπείες, υπηρεσίες χονδρικής και λιανικής πώλησης, εξαγωγές, εισαγωγές· το σύνολο των προαναφερομένων σε σχέση με κονσέρβες, έλαια, βρώσιμα λίπη, ξίδι, καφές, τσάι, κακάο, ζάχαρη, ρύζι, ταπιόκα, σάγο, υποκατάστατα καφέ, άλευρα και παρασκευάσματα από δημητριακά, άρτο, γλυκά και προϊόντα ζαχαροπλαστικής, παγωτά, μέλι, σιρόπι μελάσας, μαγιά, μπέικιν πάουντερ, αλάτι, μουστάρδα, σάλτσες (όπου περιλαμβάνονται σάλτσες για σαλάτες), μπαχαρικά και πάγο».

4        Η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων υπ’ αριθ. 44/2005, της 31ης Οκτωβρίου 2005.

5        Στις 9 Νοεμβρίου 2005, το παρεμβαίνον, Consejo Regulador de la Denominación de Origen Calificada Rioja (στο εξής: CRD), άσκησε ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του αιτηθέντος σήματος δυνάμει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009) για το σύνολο των προϊόντων και υπηρεσιών που παρατίθενται στην σκέψη 3 ανωτέρω.

6        Η ανακοπή στηριζόταν σε δικαίωμα επί των ακόλουθων προγενέστερων σημάτων:

–        του συλλογικού κοινοτικού σήματος υπ’ αριθ. 226118, το οποίο αναπαρίσταται αμέσως πιο κάτω:

Image not found

–        του διεθνούς σήματος υπ’ αριθ. 655291, το οποίο αναπαρίσταται αμέσως πιο κάτω:

Image not found

–        των λοιπών σημάτων υπ’ αριθ. 1310420, 1697823, 1697824, 1762252, 1762253, 1805183, 1927658, 2114068, 2114069, 2196310, 2261844, 188572, 6/1983, 92335, 470948, 177233, 655291 και 1511318.

7        Η ανακοπή, στηριζόμενη στο σύνολο των προσδιοριζομένων στις προηγούμενες καταχωρίσεις προϊόντων και υπηρεσιών, και ειδικότερα όσον αφορά την εξεταζόμενη προσφυγή, στους οίνους της κλάσεως 33, στρεφόταν κατά όλων των προσδιοριζομένων στην αίτηση καταχωρίσεως του σήματος προϊόντων και υπηρεσιών.

8        Προς στήριξη της ανακοπής, το CRD επικαλέστηκε, ειδικότερα, τον σχετικό λόγο απαραδέκτου του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 [νυν άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009].

9        Στις 19 Μαρτίου 2008, το τμήμα ανακοπών, επί τη βάσει της διατάξεως αυτής, δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή κατά το μέρος που στρεφόταν κατά των ακόλουθων προσδιοριζομένων στην αίτηση περί σήματος προϊόντων και υπηρεσιών:

–        ξίδι, της κλάσεως 30·

–        αποκλειστική εμπορική διάθεση, αντιπροσωπείες, υπηρεσίες χονδρικής και λιανικής πωλήσεως, εισαγωγές, εξαγωγές· το σύνολο των προαναφερομένων σε σχέση με το ξίδι, της κλάσεως 35.

10      Το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή ως προς τα λοιπά προσδιοριζόμενα από την αίτηση περί σήματος προϊόντα και υπηρεσίες, ελλείψει ομοιότητας μεταξύ αυτών των προϊόντων και υπηρεσιών και των προσδιοριζομένων από τα προγενέστερα σήματα προϊόντων και υπηρεσιών.

11      Στις 5 Μαΐου 2008, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ, βάσει των άρθρων 57 έως 62 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρων 58 έως 64, του κανονισμού 207/2009), κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών, κατά το μέρος που η απόφαση αυτή δεχόταν μερικώς την ανακοπή όσον αφορά ορισμένα προϊόντα και υπηρεσίες.

12      Με απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2009 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ, δεχόμενο την κρίση του τμήματος ανακοπών, απέρριψε την προσφυγή αυτή.

13      Όσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ των προϊόντων και των υπηρεσιών, το τμήμα προσφυγών έκρινε, συμφωνώντας με το τμήμα ανακοπών, ότι υφίσταται μικρή ομοιότητα μεταξύ του ξιδιού και του οίνου. Έκρινε περαιτέρω ότι η αποκλειστική εμπορική διάθεση, οι αντιπροσωπείες, οι υπηρεσίες χονδρικής και λιανικής πωλήσεως, οι εξαγωγές, οι εισαγωγές, το σύνολο των προαναφερομένων σε σχέση με ξίδι, ομοίως εμφανίζουν μικρή ομοιότητα με τον οίνο για τους αναφερόμενους στην απόφαση του τμήματος ανακοπών λόγους, οι οποίοι δεν αμφισβητήθηκαν από τον προσφεύγοντα ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

14      Όσον αφορά τη σύγκριση των σημείων, το τμήμα προσφυγών, λαμβάνοντας υπόψη μόνον το προγενέστερο συλλογικό κοινοτικό σήμα υπ’ αριθ. 226118, με το αιτιολογικό ότι το σήμα αυτό προσδιορίζει τα ίδια προϊόντα και έχει το ίδιο κυρίαρχο στοιχείο «rioja» με το προγενέστερο διεθνές σήμα υπ’ αριθ. 655291, δέχθηκε την κρίση του τμήματος ανακοπών κατά την οποία τα αντιπαρατιθέμενα σήματα εμφανίζουν μεγάλο βαθμό ομοιότητας από οπτικής, ακουστικής και εννοιολογικής απόψεως.

15      Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι ο μικρός βαθμός ομοιότητας μεταξύ των προσδιοριζομένων προϊόντων και υπηρεσιών αντισταθμιζόταν από τον μεγάλο βαθμό ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων, κατά τρόπο ώστε να μπορεί εύκολα να δημιουργηθεί η εντύπωση στον Ευρωπαίο καταναλωτή ότι το ξίδι και οι σχετικές υπηρεσίες, που διατίθενται στο εμπόριο υπό το σήμα RIOJAVINA, προέρχονται από τις ίδιες ιδιοκτήτριες οινοποιείων επιχειρήσεις οι οποίες παράγουν οίνο διατιθέμενο στο εμπόριο υπό το προγενέστερο σήμα υπ’ αριθ. 226118, κίνδυνος που αυξάνεται περισσότερο καθόσον οι οίνοι που προέρχονται από τη Rioja χαίρουν ιδιαίτερης φήμης.

16      Κατά το τμήμα προσφυγών, το γεγονός ότι εν προκειμένω ο προσφεύγων ήταν δικαιούχος του προγενέστερου ισπανικού σήματος RIOJAVINA για τον προσδιορισμό ξιδιού, όμοιου με το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση ως κοινοτικό, δεν αποκλείει τον νομικό χαρακτηρισμό και τη νομική ισχύ του προγενέστερου σήματος υπ’ αριθ. 226118 του CRD ως προγενέστερου σήματος του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση ως κοινοτικού, ούτε εμποδίζει το CRD να επικαλεσθεί αυτό το προγενέστερο σήμα προς θεμελίωση της ανακοπής.

17      Ως προς το προβαλλόμενο γεγονός ότι το ισπανικό σήμα RIOJAVINA του προσφεύγοντος συνυπήρχε με το προγενέστερο σήμα υπ’ αριθ. 226118 του CRD, δεν προκύπτει ότι δεν είχε δημιουργηθεί σύγχυση στην Ισπανία και, κυρίως, δεν επιβεβαιώνει ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει κίνδυνος συγχύσεως στα λοιπά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 Αιτήματα των διαδίκων

18      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση δεχόμενο την καταχώριση του αιτούμενου σήματος στο πλαίσιο των κλάσεων 29, 30 και 35·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

19      Το ΓΕΕΑ και το CRD ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

20      Η προσφεύγουσα προβάλλει έναν μόνον λόγο ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94.

21      Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι λόγω της εν μέρει μόνον αποδοχής της ανακοπής από το ΓΕΕΑ και του περιορισμού των εκτιμήσεων του τμήματος προσφυγών, για λόγους οικονομίας της διαδικασίας, στη σύγκριση του αιτηθέντος σήματος μόνον με το προγενέστερο σήμα υπ’ αριθ. 226118, η υπό εξέταση προσφυγή αφορά αποκλειστικώς την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως μεταξύ, αφενός, του λεκτικού σήματος RIOJAVINA, η καταχώριση του οποίου ζητήθηκε για το «ξίδι» της κλάσεως 30, και της «αποκλειστικής εμπορικής διαθέσεως, των αντιπροσωπειών, των υπηρεσιών χονδρικής και λιανικής πώλησης, των εξαγωγών, εισαγωγών, το σύνολο των προαναφερομένων σε σχέση με ξίδι», στην κλάση 35, και, αφετέρου, του προγενέστερου σήματος υπ’ αριθ. 226118 του CRD, καταχωρισμένου για τον οίνο της κλάσεως 33.

22      Το προγενέστερο σήμα υπ’ αριθ. 226118 είναι συλλογικό κοινοτικό σήμα κατά την έννοια του άρθρου 64 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 66 του κανονισμού 207/2009). Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 σε συνδυασμό με το άρθρο 64, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού (νυν άρθρο 66, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009), το σήμα αυτό απολαύει, όπως κάθε κοινοτικό σήμα, προστασίας έναντι κάθε προσβολής προερχόμενης από καταχώριση κοινοτικού σήματος που ενέχει κίνδυνο συγχύσεως.

23      Ο προσφεύγων, πάντως, ισχυρίζεται ότι εν προκειμένω δεν τίθεται ζήτημα κινδύνου συγχύσεως. Ειδικότερα, εν πρώτοις, δεδομένου ότι το CRD είναι διοικητικός φορέας και πιο συγκεκριμένα αποκεντρωμένο όργανο του ισπανικού υπουργείου φυσικού, γεωργικού και θαλάσσιου περιβάλλοντος, επιφορτισμένο με τον έλεγχο της ποιότητας των οίνων της Rioja, δεν είναι οινοπαραγωγός τον οποίο ο προσφεύγων θα μπορούσε να ανταγωνισθεί. Δεύτερον, δύσκολα μπορεί να νοηθεί ότι δημιουργείται η εντύπωση στον καταναλωτή ότι τα προϊόντα του προσφεύγοντος προέρχονται από μία τέτοια διοικητική οντότητα.

24      Ως προς το πρώτο σημείο, επιβάλλεται η επισήμανση ότι εφόσον ο προσφεύγων θεωρούσε ότι δεν είχε γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος από τον δικαιούχο του ή, λαμβανομένης υπόψη της φύσεώς του ως συλλογικό σήμα, από κάθε πρόσωπο που δικαιούται να το χρησιμοποιεί [βλ. άρθρο 65, παράγραφος 2, και άρθρο 68 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρα 67, παράγραφος 2, και 70 του κανονισμού 207/2009, αντιστοίχως)], όφειλε να υποβάλει, σύμφωνα με το άρθρο 43, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009), αίτημα αποδείξεως της ουσιαστικής χρήσεως του σήματος αυτού. Δεδομένου ότι δεν υπέβαλε τέτοιου είδους αίτημα, ο προσφεύγων δεν μπορεί να αμφισβητεί ότι το προγενέστερο σήμα υπ’ αριθ. 226118 μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό των προϊόντων για τα οποία καταχωρίσθηκε, ήτοι για τον οίνο.

25      Ως προς το δεύτερο σημείο, υπενθυμίζεται ότι κίνδυνος συγχύσεως είναι ο κίνδυνος να πιστεύσει το κοινό ότι τα εν λόγω προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικά συνδεόμενες επιχειρήσεις (βλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2003, T‑162/01, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ – Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), Συλλογή 2003, σ. II‑2821, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

26      Συνάγεται ότι η ακριβής εμπορική προέλευση την οποία το ενδιαφερόμενο κοινό θα αποδώσει στα προϊόντα ή στις υπηρεσίες που καλύπτονται από κάθε ένα από τα δύο αντιπαρατιθέμενα σήματα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά το ζήτημα αν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ τους. Κρίσιμο είναι αν το ενδιαφερόμενο κοινό θα μπορούσε να θεωρήσει ότι η εμπορική αυτή προέλευση είναι η ίδια και στις δύο περιπτώσεις.

27      Εν προκειμένω, το προγενέστερο σήμα υπ’ αριθ. 226118 συνιστά, για το ενδιαφερόμενο κοινό, το οποίο αποτελείται τόσο από το ευρύ εν γένει κοινό όσο και από το εξειδικευμένο κοινό της Ένωσης, ένδειξη της εμπορικής προελεύσεως των οίνων επί των οποίων τίθεται. Ανεξαρτήτως της ακριβούς εμπορικής προελεύσεως των προϊόντων αυτών, ήτοι χωρίς να είναι απαραίτητο να εξακριβωθεί αν το κοινό αυτό θα θεωρήσει ότι οι προσδιοριζόμενοι από το προγενέστερο σήμα οίνοι προέρχονται από το CRD ή από επιχείρηση, δεν μπορεί να αποκλεισθεί a priori ότι, σε περίπτωση ταυτότητας ή ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων και μεταξύ των προϊόντων και των υπηρεσιών που αυτά προσδιορίζουν, η εν λόγω εμπορική προέλευση θα αποδοθεί, από το ίδιο κοινό, σε προϊόντα και υπηρεσίες που καλύπτονται από το αιτηθέν σήμα, γεγονός που εξομοιώνεται με την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως.

28      Επομένως, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, καθεαυτό το γεγονός ότι το CRD δεν ασκεί δραστηριότητα οινοπαραγωγού της Rioja ουδόλως σημαίνει ότι δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα κινδύνου συγχύσεως.

29      Επιβάλλεται, επομένως, να εξετασθεί αν, όπως ισχυρίζεται ο προσφεύγων, εσφαλμένα το τμήμα προσφυγών επιβεβαίωσε την εκτίμηση του τμήματος ανακοπών ως προς την ύπαρξη, εν προκειμένω, κινδύνου συγχύσεως.

30      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το αιτηθέν σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση εάν, λόγω του ταυτοσήμου ή της ομοιότητάς του με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος συγχύσεως περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχετίσεως με το προγενέστερο σήμα.

31      Κατά πάγια νομολογία, συνιστά κίνδυνο συγχύσεως το ενδεχόμενο να δημιουργηθεί η πεποίθηση στο κοινό ότι τα σχετικά προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Από την ίδια νομολογία προκύπτει ότι ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς, σύμφωνα με την αντίληψη που έχει το ενδιαφερόμενο κοινό για τα σχετικά σημεία και προϊόντα ή υπηρεσίες και λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως δε της αμφίδρομης σχέσεως μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των προσδιοριζομένων προϊόντων ή υπηρεσιών (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 25 απόφαση GIORGIO BEVERLY HILLS, σκέψεις 30 έως 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32      Κατά τη νομολογία, στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο μέσος καταναλωτής της οικείας κατηγορίας προϊόντων ή υπηρεσιών, ο οποίος θεωρείται ότι έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως συνετός και ενημερωμένος. Πρέπει, επίσης, να λαμβάνεται υπόψη ότι το επίπεδο προσοχής του μέσου καταναλωτή ποικίλλει αναλόγως της κατηγορίας των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Φεβρουαρίου 2007, T‑256/04, Mundipharma κατά ΓΕΕΑ – Altana Pharma (RESPICUR), Συλλογή 2007, σ. II‑449, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

33      Λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών, ως ενδιαφερόμενο κοινό νοείται, όπως επισημάνθηκε ήδη στη σκέψη 27 ανωτέρω, τόσο το κοινό εν γένει όσο και το εξειδικευμένο κοινό της Ένωσης.

34      Πρώτον, όσον αφορά τη σύγκριση των προϊόντων, επισημαίνεται ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι υπάρχει μικρή ομοιότητα μεταξύ του ξιδιού και του οίνου.

35      Συγκεκριμένα, καίτοι το ξίδι δεν είναι, σε αντίθεση με τον οίνο, ποτό, εντούτοις και τα δύο αυτά προϊόντα μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά την παρασκευή τροφίμων. Επίσης, το ξίδι παράγεται συνήθως από την οξική ζύμωση οίνου.

36      Συναφώς, ως προς το επιχείρημα του προσφεύγοντος κατά το οποίο είναι δυνατή η παρασκευή ξιδιού και από άλλα μείγματα νερού-αλκοόλης, πλην του οίνου, και ως εκ τούτου η παρασκευή διαφόρων ειδών ξιδιού (ξίδι από μηλίτη, φρούτα, αλκοόλ, δημητριακά, βύνη, μέλι, ορό γάλακτος), επισημαίνεται ότι το επιχείρημα αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι, όπως διαπίστωσε και το τμήμα προσφυγών, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το ξίδι που συνήθως παρασκευάζεται και καταναλώνεται είναι το ξίδι οίνου. Εξάλλου, ο προσφεύγων ρητώς εξέφρασε την πρόθεσή του να διαθέσει στην αγορά, υπό το αιτηθέν σήμα, ξίδι οίνου.

37      Όσον αφορά τις παραπομπές του προσφεύγοντος στους κανόνες παρασκευής (επιλογή των χρησιμοποιούμενων ποικιλιών σταφυλιού) και ωριμάνσεως (αποθήκευση σε δρύινα βαρέλια και ελάχιστη διάρκεια αποθηκεύσεως) που ισχύουν ειδικώς για τους οίνους της Rioja, επισημαίνεται ότι οι παραπομπές αυτές, καίτοι ενδεχομένως χρήσιμες για τη διάκριση των οίνων της Rioja από άλλους οίνους, εντούτοις δεν σχετίζονται κατά κανένα τρόπο με το μόνο εν προκειμένω ζήτημα εάν, δηλαδή, το ξίδι και ο οίνος αποτελούν ομοειδή προϊόντα.

38      Ως προς την παραπομπή στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Φεβρουαρίου 2007, T‑501/04, Bodegas Franco-Españolas κατά ΓΕΕΑ – Companhia Geral da Agricultura das Vinhas do Alto Douro (ROYAL) (μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή), η απόφαση αυτή αφορά υπόθεση όλως διαφορετική από την εν προκειμένω εξεταζόμενη και δεν αναιρεί την ορθότητα της εκτιμήσεως του τμήματος προσφυγών.

39      Συγκεκριμένα, εκ του ότι, στην υπόθεση εκείνη, που αφορούσε φερόμενο κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ του σήματος ROYAL, που ζητήθηκε για οίνο της Rioja, και του προγενέστερου σήματος ROYAL FEITORIA, που είχε καταχωρισθεί για οίνους του Porto, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι οι οίνοι της Rioja και του Porto εμφάνιζαν, παρά την κοινή τους φύση ως αλκοολούχα ποτά, μόνον μικρή ομοιότητα λόγω των σημαντικών διαφορών μεταξύ τους που είναι ευρέως γνωστές στον μέσο καταναλωτή (οι πρώτοι καταναλώνονται κατά τη διάρκεια του γεύματος, ενώ οι δεύτεροι ως ορεκτικό ή ως χωνευτικό), ουδόλως συνάγεται ότι εσφαλμένως το ΓΕΕΑ επισήμανε, εν προκειμένω, όσον αφορά το ξίδι και τον οίνο, στοιχεία που στηρίζουν το συμπέρασμα ότι τα δύο αυτά προϊόντα εμφανίζουν ομοιότητα, έστω και μικρή.

40      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος δεν αναιρούν την ορθότητα της εκτιμήσεως του τμήματος προσφυγών όσον αφορά την ύπαρξη μικρής ομοιότητας μεταξύ του ξιδιού και του οίνου.

41      Ως προς τις υπηρεσίες για τις οποίες ζητείται η καταχώριση του σήματος και για τις οποίες έγινε δεκτή η ανακοπή, ήτοι για «αποκλειστική εμπορική διάθεση, αντιπροσωπείες, υπηρεσίες χονδρικής και λιανικής πώλησης, εξαγωγές, εισαγωγές, το σύνολο των προαναφερομένων σε σχέση με ξίδι» της κλάσεως 35, το τμήμα προσφυγών επιβεβαίωσε τις διαπιστώσεις του τμήματος ανακοπών, κατά τις οποίες και οι εν λόγω υπηρεσίες εμφάνιζαν μικρή ομοιότητα με τον οίνο, εξαιτίας, κατ’ ουσίαν, του συμπληρωματικού και παρεπόμενου χαρακτήρα των δραστηριοτήτων εμπορίας των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στους τομείς ξιδιού και οίνου.

42      Επιβάλλεται, όμως, η επισήμανση, στην οποία προέβη και το ΓΕΕΑ, ότι ο προσφεύγων δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα για την αμφισβήτηση αυτής της εκτιμήσεως του τμήματος προσφυγών σχετικά με τις υπηρεσίες, περιοριζόμενος αποκλειστικώς στην αμφισβήτηση των εκτιμήσεων του τμήματος προσφυγών όσον αφορά τα προϊόντα (ξίδι και οίνος).

43      Πάντως, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, λαμβανομένης υπόψη της άμεσης σχέσεως που υφίσταται μεταξύ κάθε προϊόντος και της εμπορίας του, ορθώς το τμήμα προσφυγών, κατόπιν της ορθής διαπιστώσεως ότι υφίσταται μικρή ομοιότητα μεταξύ του ξιδιού και του οίνου, κατέληξε επίσης στη διαπίστωση περί ομοιότητας του ίδιου βαθμού μεταξύ, αφενός, των υπηρεσιών εμπορίας που ρητώς εξειδικεύονται ως «σχετιζόμενων με το ξίδι» – ήτοι «αποκλειστική εμπορική διάθεση, αντιπροσωπείες, υπηρεσίες χονδρικής και λιανικής πώλησης, εξαγωγές, εισαγωγές, το σύνολο των προαναφερομένων σε σχέση με ξίδι» της κλάσεως 35 και, αφετέρου, του οίνου.

44      Συμπερασματικώς, ο προσφεύγων δεν απέδειξε ότι εσφαλμένως το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα προσδιοριζόμενα στην αίτηση καταχωρίσεως σήματος προϊόντα και υπηρεσίες και για τα οποία η ανακοπή κρίθηκε βάσιμη εμφανίζουν ομοιότητα, έστω και μικρή, με το προϊόν που αφορούσε το προγενέστερο σήμα.

45      Δεύτερον, ως προς τη σύγκριση των σημείων, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει, όσον αφορά την οπτική, φωνητική ή εννοιολογική ομοιότητά τους, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που αυτά προκαλούν, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των διακριτικών και προεχόντων στοιχείων τους. Ο τρόπος με τον οποίο ο μέσος καταναλωτής των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών αντιλαμβάνεται τα σήματα έχει καθοριστική σημασία για τη σφαιρική εκτίμηση του εν λόγω κινδύνου. Συναφώς, ο μέσος καταναλωτής αντιλαμβάνεται συνήθως το σήμα ως σύνολο και δεν επιδίδεται στην εξέταση των διαφόρων λεπτομερειών του (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουνίου 2007, C‑334/05 P, ΓΕΕΑ κατά Shaker, Συλλογή 2007, σ. I‑4529, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

46      Η εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ δύο σημάτων δεν πρέπει να περιορίζεται στην εκτίμηση ενός μόνο από τα στοιχεία που συναποτελούν το σύνθετο σήμα και στη σύγκρισή του με το άλλο σήμα. Αντίθετα, κατά τη σύγκριση αυτή, τα επίμαχα σήματα πρέπει να εξετάζονται το καθένα ως ενιαίο σύνολο, έτσι ώστε να μην αποκλείεται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, το ενδεχόμενο να προέχουν στη συνολική εντύπωση που προκαλεί ένα σύνθετο σήμα στο οικείο κοινό ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που το συναποτελούν (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 45 απόφαση ΓΕΕΑ κατά Shaker, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Το προέχον στοιχείο μπορεί να αποτελέσει το μοναδικό κριτήριο για την εκτίμηση της ομοιότητας μόνο στην περίπτωση που όλα τα άλλα συστατικά στοιχεία του σήματος είναι αμελητέα (αποφάσεις του Δικαστηρίου ΓΕΕΑ κατά Shaker, προπαρατεθείσα, σκέψη 42, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, C‑193/06 P, Nestlé κατά ΓΕΕΑ, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 42). Τούτο θα ίσχυε συγκεκριμένα σε περίπτωση που το συστατικό αυτό στοιχείο ενδεχομένως προέχει στην εικόνα του σήματος αυτού που το σχετικό κοινό απομνημονεύει, κατά τρόπο ώστε όλα τα υπόλοιπα συστατικά στοιχεία του σήματος να είναι αμελητέα στη συνολική εντύπωση που αυτό προκαλεί (απόφαση Nestlé κατά ΓΕΕΑ, προπαρατεθείσα, σκέψη 43).

47      Το τμήμα προσφυγών στην προσβαλλόμενη απόφαση περιορίσθηκε, για λόγους οικονομίας της διαδικασίας, στη σύγκριση του αιτηθέντος σήματος με το προγενέστερο σήμα υπ’ αριθ. 226118. Στο πλαίσιο αυτής της συγκρίσεως, υιοθέτησε την εκτίμηση του τμήματος ανακοπών κατά την οποία τα σήματα αυτά εμφανίζουν αυξημένο βαθμό ομοιότητας από οπτικής, ακουστικής και εννοιολογικής απόψεως.

48      Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, συναφώς, ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών εκτίμησε ότι το λεκτικό στοιχείο «rioja», κοινό και στα δύο αντιπαρατιθέμενα σήματα, αποτελούσε το προέχον στοιχείο εκάστου των σημάτων αυτών. Συγκεκριμένα, το στοιχείο αυτό ελκύει την προσοχή του ενδιαφερόμενου κοινού τόσο λόγω της θέσεώς του στα σήματα αυτά (στην αρχή του αιτηθέντος σήματος και στο κέντρο του προγενέστερου σήματος) όσο και λόγω της φήμης που χαίρει, όπως δέχονται και οι διάδικοι, στο μεγαλύτερο μέρος της Ένωσης αναφορικά με τα κρασιά της Rioja.

49      Ως προς την οπτική ομοιότητα, επισημαίνεται, σύμφωνα κατ’ ουσία και με το τμήμα προσφυγών, ότι η παρουσία, στα αντιπαρατιθέμενα σήματα, του λεκτικού στοιχείου «rioja» –το οποίο εμφανίζεται στην αρχή του αιτηθέντος σήματος και στο δε προγενέστερο σήμα υπ’ αριθ. 226118 είναι τυπωμένο με πλάγιους και έντονους χαρακτήρες στο κέντρο του σήματος αυτού– εμφανίζει αν όχι αυξημένη, έστω σημαντική, οπτική ομοιότητα, ανεξαρτήτως της παρουσίας άλλων στοιχείων, λιγότερο σημαντικών, που διαφοροποιούν τα αντιπαρατιθέμενα σήματα μεταξύ τους, ήτοι του λεκτικού στοιχείου «vina» στο τέλος του αιτηθέντος σήματος και των διαφόρων λεκτικών και περιγραφικών στοιχείων που περιβάλλουν, στο προγενέστερο σήμα υπ’ αριθ. 226118, το κεντρικό στοιχείο «rioja».

50      Ως προς τις λοιπές παραπομπές των διαδίκων σε συγκεκριμένους όρους θέσεως των αντιπαρατιθέμενων σημάτων στα επίμαχα προϊόντα, ο μεν προσφεύγων αναφερόμενος στη θέση του προγενέστερου σήματος σε ετικέτες μεγαλύτερων διαστάσεων ή στο πίσω μέρος των φιαλών, το δε CRD επικαλούμενο συγκεκριμένες απεικονίσεις χρησιμοποιούμενες από τον προσφεύγοντα για την αποτύπωση του αιτηθέντος λεκτικού σήματος, οι διάφορες αυτές παραπομπές δεν σχετίζονται με την εκτίμηση της οπτικής ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων σημάτων, η οποία στηρίζεται σε σημεία όπως καταχωρίσθηκαν ή ζητήθηκαν ενώπιον του ΓΕΕΑ.

51      Ως προς τη φωνητική ομοιότητα, επισημαίνεται, σύμφωνα κατ’ ουσία και με το τμήμα προσφυγών, ότι υπάρχει αυξημένος βαθμός φωνητικής ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων λόγω του κοινού λεκτικού στοιχείου «rioja». Το στοιχείο «vina» του αιτηθέντος σήματος, τοποθετημένο στο τέλος του σήματος, το οποίο για τον λόγο αυτό είναι λιγότερο σημαντικό από φωνητική άποψη, δεν μπορεί να μειώσει αισθητά αυτή τη φωνητική ομοιότητα. Τα δε τέσσερα στοιχεία «consejo», «regulador», «denominacion origen» και «calificada», τα οποία βρίσκονται στις τέσσερις πλευρές του προγενέστερου σήματος και εκ των οποίων τα δύο είναι τοποθετημένα κάθετα κι επομένως δυσανάγνωστα, είναι σαφώς δευτερεύοντα στο σήμα αυτό.

52      Ως προς την εννοιολογική ομοιότητα, επιβάλλεται κατ’ ουσίαν η επιβεβαίωση της εκτιμήσεως του τμήματος προσφυγών περί υπάρξεως αυξημένου βαθμού εννοιολογικής ομοιότητας. Συγκεκριμένα, ο όρος «riojavina» του αιτηθέντος σήματος, όπως και ο όρος «rioja» του προγενέστερου σήματος, ο οποίος ενισχύεται εννοιολογικά από την απεικόνιση ενός τσαμπιού σταφυλιού και ενός αμπελόφυλλου, παραπέμπει ευθέως το ενδιαφερόμενο κοινό στα προϊόντα αμπέλου και ειδικότερα στο κρασί της Rioja.

53      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι υπάρχει αυξημένος βαθμός ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων.

54      Τρίτον, όσον αφορά τη σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, υπενθυμίζεται ότι η εκτίμηση αυτή γίνεται με δεδομένο ότι υπάρχει αμφίδρομη σχέση μεταξύ των συνεκτιμώμενων παραγόντων και ιδίως της ομοιότητας των σημάτων και της ομοιότητας των προσδιοριζομένων προϊόντων ή υπηρεσιών. Ειδικότερα, τυχόν μικρή ομοιότητα μεταξύ των προσδιοριζομένων προϊόντων ή υπηρεσιών μπορεί να αντισταθμίζεται από την έντονη ομοιότητα μεταξύ των σημάτων και αντιστρόφως [απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C-39/97, Canon, Συλλογή 1998, σ. Ι-5507, σκέψη 17· απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑81/03, T‑82/03 και T‑103/03, Mast-Jägermeister κατά ΓΕΕΑ – Licorera Zacapaneca (VENADO με πλαίσιο κ.λπ.), Συλλογή 2006, σ. II‑5409, σκέψη 74].

55      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει, όπως και το τμήμα προσφυγών, ότι η μικρή ομοιότητα μεταξύ των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών αντισταθμίζεται από την έντονη ομοιότητα μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων, κατά τρόπο ώστε να προκαλείται κίνδυνος το σχετικό κοινό να σχηματίσει την πεποίθηση ότι το ξίδι και οι υπηρεσίες εμπορίας του ξιδιού που προτείνονται υπό το σήμα RIOJAVINA έχουν την ίδια εμπορική προέλευση με τους οίνους που διατίθενται στο εμπόριο υπό το προγενέστερο κοινοτικό σήμα υπ’ αριθ. 226118.

56      Ως προς το ότι ο προσφεύγων είναι δικαιούχος του ισπανικού σήματος RIOJAVINA και έχει διαθέσει στην αγορά, στην Ισπανία, υπό το σήμα αυτό για διάστημα μεγαλύτερο των 50 ετών, ξίδι, τονίζεται ότι το γεγονός αυτό, ακόμη και αν ευσταθεί, ουδόλως αποδεικνύει απουσία κινδύνου συγχύσεως του Ισπανού καταναλωτή ως προς την εμπορική προέλευση του διατιθέμενου στην αγορά υπό το σήμα αυτό ξιδιού. Περαιτέρω, σε κάθε περίπτωση, το κοινό ως προς το οποίο εξετάζεται ο κίνδυνος συγχύσεως δεν είναι το ισπανικό κοινό, αλλά ευρύτερα το κοινό της Ένωσης.

57      Ως προς το επιχείρημα ότι το CRD δεν μπορεί να μονοπωλεί τη χρήση της λέξεως «rioja» για έναν τομέα, ήτοι αυτόν του ξιδιού, όπου δεν μπορεί να αναπτυχθεί καμία δραστηριότητα, υπενθυμίζεται ότι κατά το άρθρο 12, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 12, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009) «[τ]ο δικαίωμα που παρέχει το κοινοτικό σήμα δεν επιτρέπει στο δικαιούχο του να απαγορεύει στους τρίτους τη χρήση στις συναλλαγές [...] ενδείξεων περί [...] τη γεωγραφική προέλευση [...] του προϊόντος [...] εφόσον η χρήση αυτή γίνεται σύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη που ισχύουν στη βιομηχανία ή το εμπόριο».

58      Ομοίως, το άρθρο 64, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 66, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009), το οποίο ορίζει ότι «[κ]ατά παρέκκλιση από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, συλλογικά κοινοτικά σήματα κατά την έννοια της παραγράφου 1 μπορούν να αποτελέσουν σημεία ή ενδείξεις που δύνανται να χρησιμεύσουν στο εμπόριο για δήλωση της γεωγραφικής προέλευσης των προϊόντων ή των υπηρεσιών», προβλέπει ότι «[τ]ο συλλογικό σήμα δεν επιτρέπει στον δικαιούχο να απαγορεύει στους τρίτους τη χρήση στις συναλλαγές τέτοιων σημείων ή ενδείξεων, εφόσον αυτή η χρήση γίνεται σύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη που ισχύουν στη βιομηχανία ή το εμπόριο» και ότι «ειδικότερα, αυτό το σήμα δεν μπορεί να αντιταχθεί σε τρίτο που έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί γεωγραφική ονομασία».

59      Αντιθέτως, όμως, προς όσα διατείνεται ο προσφεύγων, η διαδικασία ανακοπής την οποία κίνησε το CRD ουδόλως αποβλέπει στη μονοπώληση, κατά παράβαση των προαναφερθεισών διατάξεων, της χρήσεως της λέξεως «rioja», είτε πρόκειται για το ξίδι είτε για οποιοδήποτε άλλο προϊόν.

60      Αυτή η κινηθείσα από το CRD διαδικασία αποβλέπει αποκλειστικώς στη διασφάλιση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, της προστασίας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που απορρέουν από την καταχώριση του προγενέστερου κοινοτικού σήματος υπ’ αριθ. 226118 έναντι κάθε προσβολής προερχόμενης από καταχώριση κοινοτικού σήματος που ενέχει κίνδυνο συγχύσεως.

61      Το δε προβαλλόμενο γεγονός ότι το CRD δεν μπορεί να αντιταχθεί στην καταχώριση άλλων κοινοτικών σημάτων που περιέχουν τη λέξη «rioja», εκ των οποίων ένα προσδιορίζει προϊόντα της κλάσεως 30 (ξίδι), δεν σχετίζεται με την εκτίμηση του μόνου εν προκειμένω ζητήματος, δηλαδή αν, όπως επισήμανε το ΓΕΕΑ στο πλαίσιο της κινηθείσας από το CRD διαδικασίας ανακοπής κατά του αιτηθέντος από τον προσφεύγοντα σήματος, υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ αυτού του αιτηθέντος σήματος και του προγενέστερου σήματος υπ’ αριθ. 226118.

62      Δεδομένου ότι το ΓΕΕΑ, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, δεν έσφαλε διαπιστώνοντας εν προκειμένω την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, ο μόνος προβαλλόμενος από τον προσφεύγοντα λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση της διατάξεως αυτής απορρίπτεται.

63      Συνεπώς, χωρίς να απαιτείται η εξέταση του αιτήματος του προσφεύγοντος σχετικά με την «[αποδοχή της καταχωρίσεως] του αιτούμενου σήματος στο πλαίσιο των κλάσεων 29, 30 και 35», επιβάλλεται η απόρριψη της υπό εξέταση προσφυγής στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

64      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το ΓΕΕΑ και το CRD.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Ο Félix Muñoz Arraiza καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Βηλαράς

Prek

Ciucă

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Ιουνίου 2010.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.