Language of document : ECLI:EU:T:2011:27

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 3ης Φεβρουαρίου 2011 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Προσωρινός αμυντικός μηχανισμός υπέρ της ναυπηγικής βιομηχανίας – Προβλεπόμενη από τις ιταλικές αρχές τροποποίηση συστήματος ενισχύσεων το οποίο είχε προηγουμένως εγκρίνει η Επιτροπή – Απόφαση με την οποία το σύστημα ενισχύσεων κηρύσσεται ασύμβατο με την κοινή αγορά»

Στην υπόθεση T‑3/09,

Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την E. Righini, τον C. Urraca Caviedes και τον V. Di Bucci,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2010/38/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2008, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 20/08 (πρώην N 62/08), την οποία προτίθεται να θέσει σε εφαρμογή η Ιταλία μέσω τροποποιήσεως του συστήματος ενισχύσεων N 59/04 σχετικά με προσωρινό αμυντικό μηχανισμό της ναυπηγικής βιομηχανίας (ΕΕ 2010, L 17, σ. 50),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. E. Martins Ribeiro, πρόεδρο, Σ. Παπασάββα και N. Wahl (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Ιουνίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1), ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

[…]

β)      “υφιστάμενη ενίσχυση”:

i)       […] όλες οι ενισχύσεις οι οποίες υφίσταντο πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης στο οικείο κράτος μέλος, δηλαδή συστήματα ενισχύσεων και καθεστώτα ατομικών ενισχύσεων που είχαν τεθεί σε εφαρμογή πριν, και εφαρμόζονται ακόμη έπειτα, από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης· […]

ii)       κάθε εγκεκριμένη ενίσχυση, δηλαδή τα συστήματα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή ή από το Συμβούλιο·

[…]

v)       κάθε ενίσχυση που θεωρείται ως υφιστάμενη ενίσχυση, εφόσον μπορεί να αποδειχθεί ότι όταν τέθηκε σε ισχύ δεν αποτελούσε ενίσχυση, αλλά στη συνέχεια έγινε ενίσχυση λόγω της εξέλιξης της κοινής αγοράς και χωρίς να μεταβληθεί από το κράτος μέλος. Όταν ορισμένα μέτρα μετατρέπονται σε ενισχύσεις λόγω της ελευθερώσεως μιας δραστηριότητας από την κοινοτική νομοθεσία, τα μέτρα αυτά δεν θεωρούνται ως υφιστάμενη ενίσχυση μετά την ταχθείσα ημερομηνία ελευθερώσεως.

γ)       “νέα ενίσχυση”: κάθε ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις, οι οποίες δεν αποτελούν υφιστάμενη ενίσχυση, καθώς και οι μεταβολές υφιστάμενων ενισχύσεων·

[…]».

2        Ο κανονισμός (ΕΚ) 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού 659/1999 (ΕΕ L 140, σ. 1), ορίζει, στο άρθρο 4, παράγραφος 1, τα εξής:

«Για τους σκοπούς του άρθρου 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού […] 659/1999, νοείται ως μεταβολή υφιστάμενης ενίσχυσης κάθε αλλαγή, πλην των τροποποιήσεων καθαρά τυπικού ή διοικητικού χαρακτήρα, που δεν είναι ικανή να επηρεάσει την εκτίμηση του συμβιβάσιμου του εκάστοτε μέτρου ενίσχυσης με την κοινή αγορά, ωστόσο, η αύξηση του αρχικού προϋπολογισμού ενός υφιστάμενου καθεστώτος ενισχύσεων κατά ποσοστό έως 20 % δεν λογίζεται ως μεταβολή υφιστάμενης ενίσχυσης.»

3        Το Συμβούλιο εξέδωσε, βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, ΕΚ, τον κανονισμό (EK) 1177/2002, της 27ης Ιουνίου 2002, σχετικά με προσωρινό αμυντικό μηχανισμό της ναυπηγικής βιομηχανίας (ΕΕ L 172, σ. 1). Με τον εν λόγω κανονισμό εγκρίθηκε ο ως άνω μηχανισμός με σκοπό την ενίσχυση των εντός της Κοινότητας ναυπηγείων τα οποία είχαν πληγεί σοβαρά από τον αθέμιτο ανταγωνισμό που τους ασκούσαν τα εδρεύοντα στην Κορέα ναυπηγεία (αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού). Το άρθρο 2, παράγραφοι 2 και 3, του ιδίου κανονισμού όριζε ότι οι άμεσες ενισχύσεις υπέρ ορισμένων συμβάσεων ναυπηγήσεως μπορούσαν να λογίζονται ως συμβατές με την κοινή αγορά εφόσον οι ενισχύσεις αυτές δεν υπερέβαιναν ποσοστό 6 % της συμβατικής αξίας και εφόσον αυτός ο τομέας της αγοράς έχει υποστεί σοβαρή βλάβη λόγω αθέμιτων κορεατικών πρακτικών.

4        Κατά το άρθρο 3 του κανονισμού 1177/2002, η χορήγηση της ενισχύσεως υπόκειται στην κατά το άρθρο 88 ΕΚ προηγούμενη κοινοποίηση στην Επιτροπή, η οποία οφείλει να την εξετάσει και να εκδώσει απόφαση σύμφωνα με όσα ορίζει ο κανονισμός 659/1999.

5        Το άρθρο 2, παράγραφος 4, καθώς και τα άρθρα 4 και 5 του κανονισμού 1177/2002 έχουν ως εξής:

«Άρθρο 2

[…]

4.      Ο παρών κανονισμός δεν ισχύει για πλοία που παραδίδονται ύστερα από περισσότερα από τρία έτη από την ημερομηνία υπογραφής της οριστικής σύμβασης. Ωστόσο, η Επιτροπή είναι δυνατόν να δίδει παράταση της τριετούς αυτής διορίας για την παράδοση, εφόσον τούτο θεωρείται αιτιολογημένο από την τεχνική περιπλοκότητα του μεμονωμένου σχετικού ναυπηγικού σχεδίου ή από καθυστερήσεις λόγω απροσδόκητων διακοπών, ουσιαστικού και εύλογου χαρακτήρα, στο πρόγραμμα εργασίας ενός ναυπηγείου, οφειλόμενων σε εξαιρετικές περιστάσεις, απρόβλεπτες και μη σχετιζόμενες με τη ναυπηγική επιχείρηση.

[…]

Άρθρο 4

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται για τις οριστικές συμβάσεις που υπογράφονται από την έναρξη της ισχύος του έως την εκπνοή της, εξαιρουμένων των οριστικών συμβάσεων που θα έχουν υπογραφεί προτού η Κοινότητα γνωστοποιήσει μέσω της Επίσημης Εφημερίδας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ότι έχει κινήσει διαδικασία επίλυσης διαφορών κατά της Κορέας, ζητώντας διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της συμφωνίας του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για τους κανόνες και τις διαδικασίες επίλυσης διαφορών, καθώς και των οριστικών συμβάσεων που θα υπογραφούν εντός ενός τουλάχιστον μηνός αφότου η Επιτροπή γνωστοποιήσει μέσω της Επίσημης Εφημερίδας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ότι η κινηθείσα διαδικασία επίλυσης της διαφοράς έχει τελεσφορήσει ή έχει ανασταλεί, διότι η Κοινότητα θεωρεί ότι τα συμφωνηθέντα πρακτικά έχουν πράγματι τεθεί σε εφαρμογή.

Άρθρο 5

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και λήγει στις 31 Μαρτίου 2004.

[…]»

6        Με τον κανονισμό (ΕΚ) 502/2004 του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2004, ο οποίος τροποποίησε τον κανονισμό 1177/2002 (ΕΕ L 81, σ. 6), η οριζόμενη στο άρθρο 5 ημερομηνία λήξεως της ισχύος του κανονισμού 1177/2002 μετατέθηκε στις 31 Μαρτίου 2005.

 Ιστορικό της διαφοράς

7        Στις 15 Ιανουαρίου 2004, η Ιταλική Δημοκρατία κοινοποίησε στην Επιτροπή σύστημα ενισχύσεων με σκοπό την εφαρμογή του κανονισμού 1177/2002 μέσω του άρθρου 4, παράγραφος 153, του legge 350 su disposizioni per la formazione del bilancio annuale e pluriennale dello Stato (legge finanziaria 2004) [νόμος 350 περί διατάξεων σχετικών με την κατάρτιση του ετήσιου και πολυετούς κρατικού προϋπολογισμού (νόμος περί δημοσίων οικονομικών για το έτος 2004)], της 24ης Δεκεμβρίου 2003 (τακτικό συμπλήρωμα στη GURI αριθ. 299, της 27ης Δεκεμβρίου 2003, στο εξής: νόμος 350/2003), διάταξη στην οποία ορίζονταν τα εξής:

«Προς τον σκοπό εφαρμογής του [κανονισμού 1177/2002], διατίθεται ποσό 10 εκατομμυρίων ευρώ για το έτος 2004. Με απόφαση του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών ορίζονται οι λεπτομέρειες χορηγήσεως της ενισχύσεως. Οι διατάξεις του παρόντος σημείου αρχίζουν να παράγουν αποτελέσματα κατόπιν εγκρίσεώς τους από την [Επιτροπή] κατά το άρθρο 88, παράγραφος 3, [ΕΚ].»

8        Οι λεπτομέρειες χορηγήσεως της ενισχύσεως ορίστηκαν με το decreto ministeriale (ministro delle infrastrutture e dei trasporti), Attuazione del regolamento (CE) n. 1177/2002 del 27 giugno 2002 del Consiglio, relativo ad un meccanismo difensivo temporaneo per la costruzione navale (υπουργική απόφαση του Υπουργού υποδομών και μεταφορών περί διατάξεων σχετικών με την εφαρμογή του κανονισμού 1177/2002, GURI αριθ. 93, της 21ης Απριλίου 2004, στο εξής: υπουργική απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2004).

9        Η Επιτροπή, με απόφαση της 19ης Μαΐου 2004, σχετικά με το σύστημα ενισχύσεων N 59/2004, περί προσωρινού αμυντικού μηχανισμού υπέρ της ναυπηγικής βιομηχανίας, η οποία κοινοποιήθηκε με την ένδειξη C(2004) 1807 (στο εξής: εγκριτική απόφαση του 2004), ενέκρινε το κοινοποιηθέν σύστημα κρίνοντάς το σύμφωνο με τις διατάξεις του κανονισμού 1177/2002 και συμβατό με την κοινή αγορά (στο εξής: σύστημα του 2004).

10      Η Ιταλική Δημοκρατία, εκτιμώντας ότι το αρχικώς διατεθέν ποσό ύψους 10 εκατομμυρίων ευρώ δεν επαρκούσε για να ικανοποιηθεί το σύνολο των αιτήσεων ενισχύσεως οι οποίες υποβλήθηκαν πριν από τη λήξη της ισχύος του κανονισμού 1177/2002, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 502/2004, γνωστοποίησε, την 1η Φεβρουαρίου 2008, στην Επιτροπή την πρόθεσή της να διαθέσει επιπλέον 10 εκατομμύρια ευρώ για τον προϋπολογισμό του συστήματος του 2004, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 206, του legge n° 244 su disposizioni per la formazione del bilancio annuale e pluriennale dello Stato (legge finanziaria 2008) [νόμος 244 περί διατάξεων σχετικών με την κατάρτιση του ετήσιου και πολυετούς κρατικού προϋπολογισμού (νόμος περί δημοσίων οικονομικών για το έτος 2008)], της 24ης Δεκεμβρίου 2007 (τακτικό συμπλήρωμα στη GURI αριθ. 300, της 28ης Δεκεμβρίου 2007) (στο εξής: κοινοποιηθέν μέτρο).

11      Η Επιτροπή, με έγγραφο της 30ής Απριλίου 2008, ανακοίνωσε στην Ιταλική Δημοκρατία την απόφασή της να κινήσει έναντί της τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ όσον αφορά το κοινοποιηθέν μέτρο. Η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΕΕ 2008, C 140, σ. 20). Η Επιτροπή κάλεσε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός μηνός από της ημερομηνίας δημοσιεύσεως.

12      Στις 21 Οκτωβρίου 2008, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2010/38/ΕΚ σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 20/08 (πρώην N 62/08), την οποία προτίθεται να εφαρμόσει η Ιταλία διά τροποποιήσεως του συστήματος N 59/04 περί προσωρινού αμυντικού μηχανισμού της ναυπηγικής βιομηχανίας (ΕΕ 2010, L 17, σ. 50) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το άρθρο 1 της οποίας ορίζει:

«Η κρατική ενίσχυση που η Ιταλία προτίθεται να χορηγήσει μέσω τροποποίησης του καθεστώτος ενισχύσεων N 59/04 όσον αφορά προσωρινό μηχανισμό άμυνας υπέρ της ναυπηγικής βιομηχανίας που συνεπάγεται αύξηση 10 εκατομμυρίων EUR του προϋπολογισμού του [συστήματος του 2004], είναι ασύμβατη με την κοινή αγορά.

Κατά συνέπεια, αυτή η ενίσχυση δεν μπορεί να χορηγηθεί.»

13      Η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, έκρινε ότι το κοινοποιηθέν μέτρο αποτελούσε νέα ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 659/1999 και του άρθρου 4 του κανονισμού 794/2004, και ότι η ενίσχυση αυτή δεν μπορούσε να κριθεί συμβατή με την κοινή αγορά, εφόσον ο κανονισμός 1177/2002 είχε πάψει να ισχύει, οπότε δεν μπορούσε πλέον να αποτελεί νομική βάση για τον έλεγχο του κοινοποιηθέντος μέτρου. Η Επιτροπή διευκρίνισε επιπροσθέτως ότι το εν λόγω μέτρο δεν μπορούσε να κριθεί συμβατό με την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογή του πλαισίου για τις κρατικές ενισχύσεις στη ναυπηγική βιομηχανία (ΕΕ 2003, C 317, σ. 11) και ότι επίσης δεν εμφανιζόταν συμβατό με την κοινή αγορά βάσει οποιασδήποτε άλλης διατάξεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

14      Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε ότι, μετά την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 1177/2002, η Δημοκρατία της Κορέας υπέβαλε στην κρίση του οργάνου επιλύσεως διαφορών (ΟΕΔ) του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) το ζήτημα της συμφωνίας του εν λόγω κανονισμού με τους κανόνες του ΠΟΕ. Στις 22 Απριλίου 2005, ομάδα πραγματογνωμόνων συσταθείσα από το ΟΕΔ δημοσίευσε έκθεση κατά την οποία ο κανονισμός 1177/2002 και διάφορα εθνικά συστήματα κατ’ εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού, τα οποία ίσχυαν κατά τον χρόνο που ο ΠΟΕ επελήφθη της διαφοράς κατόπιν ενεργειών της Δημοκρατίας της Κορέας, παραβίαζαν ορισμένους κανόνες του ΠΟΕ. Στις 20 Ιουνίου 2005, το ΟΕΔ ενέκρινε την έκθεση της ομάδας πραγματογνωμόνων, η οποία συνιστούσε στην Κοινότητα να προσαρμόσει τον κανονισμό 1177/2002 και τα κατ’ εφαρμογή αυτού εθνικά συστήματα στις υποχρεώσεις τις οποίες αυτή υπέχει από τις συμφωνίες στο πλαίσιο του ΠΟΕ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

15      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του νυν Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Ιανουαρίου 2009, η Ιταλική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

16      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

17      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

18      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας κατά το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να εκθέσουν τις απόψεις τους επί της σκοπιμότητας συνενώσεως της εκδικαζόμενης υποθέσεως με την υπόθεση T‑584/08, στο πλαίσιο της οποίας η εταιρία Cantiere navale De Poli SpA άσκησε προσφυγή με το ίδιο αντικείμενο. Κατόπιν υποβολής των παρατηρήσεων των διαδίκων, οι οποίοι δεν προέβαλαν αντίρρηση επ’ αυτού, αποφασίστηκε με την από 2 Ιουνίου 2010 διάταξη του προέδρου του ογδόου τμήματος η κατά το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας συνένωση των ως άνω υποθέσεων προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας.

19      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 16ης Ιουνίου 2010.

 Σκεπτικό

20      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει επτά λόγους ακυρώσεως αντλούμενους, αντιστοίχως, από εσφαλμένο χαρακτηρισμό του κοινοποιηθέντος μέτρου ως νέας ενισχύσεως, παράβαση του κανονισμού 1177/2002, παράβαση των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ, παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ίσης μεταχειρίσεως, παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, συνεκτίμηση των κανόνων του ΠΟΕ κατά τον έλεγχο του συμβατού του κοινοποιηθέντος μέτρου με την κοινή αγορά και από το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βασίστηκε στην από 20 Ιουλίου 2005 ανακοίνωση της Επιτροπής προς τον ΠΟΕ (στο εξής: ανακοίνωση προς τον ΠΟΕ).

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από εσφαλμένο χαρακτηρισμό του κοινοποιηθέντος μέτρου ως νέας ενισχύσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

21      Η Ιταλική Δημοκρατία υπενθυμίζει ότι ο κανονισμός 1177/2002 δεν καθόριζε ανώτατο ονομαστικό όριο όσον αφορά το συνολικό ύψος των ενισχύσεων τις οποίες μπορούσε να χορηγεί κάθε κράτος μέλος κατ’ εφαρμογή του κανονισμού 1177/2002. Ομοίως, το σύστημα του 2004, όπως αυτό κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή και εγκρίθηκε από αυτή, δεν προσδιόριζε ούτε περιόριζε το συνολικό ποσό το οποίο επρόκειτο να διατεθεί στις ναυπηγικές επιχειρήσεις Ο μόνος επιβαλλόμενος χρηματοοικονομικός περιορισμός στο σύστημα του 2004 ήταν ο προβλεπόμενος στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1177/2002, δηλαδή το ύψος των χορηγούμενων ενισχύσεων να μην υπερβαίνει ποσοστό «6 % της εκτάσεως της συμβατικής αξίας» προ της χορηγήσεως της ενισχύσεως.

22      Κατ’ άλλη διατύπωση, η αναληφθείσα από την Ιταλική Δημοκρατία δέσμευση, όπως αυτή περιλήφθηκε στο άρθρο 4, σημείο 153, του νόμου 350/2003 και την υπουργική απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2004, δεν υπέκειτο σε περιορισμούς αναφορικά με το συγκεντρωτικό ποσό των ενδεχόμενων ενισχύσεων. Ειδικότερα, από την ίδια τη δομή του συστήματος του 2004 προκύπτει ότι το συνολικό ύψος των ενισχύσεων δεν ήταν δυνατόν να καθοριστεί εκ των προτέρων, εφόσον αποτελούσε συνάρτηση του αριθμού και της αξίας όσων συμβάσεων εθίγησαν από τον αθέμιτο ανταγωνισμό που ασκούσαν οι κορεατικές επιχειρήσεις κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορά ο κανονισμός 1177/2002, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 502/2004.

23      Το προβλεφθέν από το άρθρο 4, παράγραφος 153, του νόμου 350/2003 αρχικό ποσό των 10 εκατομμυρίων ευρώ αποτελεί απλώς κονδύλι του προϋπολογισμού για το έτος 2004 με καθαρά ενδεικτικό χαρακτήρα, επομένως δεν έχει επιπτώσεις στην έκταση της δεσμεύσεως και της νόμιμης υποχρεώσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας έναντι όσων ιταλικών ναυπηγικών επιχειρήσεων εθίγησαν από τον αθέμιτο ανταγωνισμό των αντίστοιχων κορεατικών. Επιπλέον, ο έλεγχος του συμβατού του συστήματος του 2004 με την κοινή αγορά έπρεπε να βασιστεί αποκλειστικώς στις διατάξεις της υπουργικής αποφάσεως της 2ας Φεβρουαρίου 2004, η οποία, όπως και ο κανονισμός 1177/2002, δεν καθόριζε κανένα χρηματικό όριο. Επομένως, η Επιτροπή, εκδίδοντας την εγκριτική απόφαση του 2004, δεν απέδωσε καμία ιδιαίτερη σημασία στη διάθεση κονδυλίων ύψους 10 εκατομμυρίων ευρώ.

24      Ως εκ τούτου, το οριστικό και συνολικό ποσό της δημόσιας δαπάνης δεν αποτέλεσε δομικό στοιχείο του συστήματος ενισχύσεων που κοινοποιήθηκε το 2004 στην Επιτροπή από την Ιταλική Δημοκρατία. Αντιθέτως, η Ιταλική Δημοκρατία επιφυλάχθηκε να αυξήσει τα κονδύλια κατά τα επόμενα έτη.

25      Προς στήριξη της απόψεώς της ότι η έκταση του συστήματος του 2004 ήταν ανεξάρτητη από τη χρηματοοικονομική του κάλυψη, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι τα διατεθέντα για το εν λόγω σύστημα κονδύλια του προϋπολογισμού είχαν ήδη αυξηθεί το 2005 κατά 1 εκατομμύριο ευρώ χωρίς η Επιτροπή να προβάλει οιαδήποτε αντίρρηση.

26      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι το αρχικό ποσό των 10 εκατομμυρίων ευρώ αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του συστήματος του 2004, προέβη σε πεπλανημένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως.

27      Επιπλέον, η πλάνη αυτή είχε ως αποτέλεσμα η Επιτροπή να εφαρμόσει με εσφαλμένο τρόπο πολλές διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, το άρθρο 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 659/1999 και το άρθρο 4 του κανονισμού 794/2004.

28      Το κοινοποιηθέν μέτρο δεν μπορεί να εκληφθεί ως τροποποίηση του συστήματος του 2004, εφόσον η διάθεση νέων κονδυλίων συνιστά απλώς λογιστική πράξη και ουδόλως επηρεάζει την έκταση της δεσμεύσεως και της υποχρεώσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας έναντι όσων ιταλικών ναυπηγικών επιχειρήσεων εθίγησαν από τον αθέμιτο ανταγωνισμό των αντίστοιχων κορεατικών. Ως εκ τούτου, κακώς η Επιτροπή συνήγαγε ότι το κοινοποιηθέν μέτρο αποτελεί νέα ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 659/1999.

29      Στην πραγματικότητα, τα εν λόγω κονδύλια συνιστούν τροποποίηση με αμιγώς διοικητικό χαρακτήρα υπό την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού 794/2004. Στο πλαίσιο αυτό, η Ιταλική Δημοκρατία επισημαίνει ότι, προβαίνοντας σε αύξηση των διατεθέντων για το σύστημα του 2004 κονδυλίων, δεν τροποποίησε τους όρους εφαρμογής αυτού του συστήματος ούτε επεξέτεινε τη διαχρονική εφαρμογή του.

30      Το γεγονός ότι ο Ιταλός νομοθέτης έκρινε σκόπιμο να κοινοποιήσει στην Επιτροπή το νέο διατεθέν ποσό δεν είναι κρίσιμο προκειμένου να καθοριστεί εάν πρόκειται περί νέας ενισχύσεως, δεδομένου ότι μια εθνική διάταξη δεν μπορεί να κατισχύει των κανόνων του δικαίου της Ένωσης.

31      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη αυτού του λόγου ακυρώσεως υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι το διατεθέν για το σύστημα του 2004 αρχικό ποσό των 10 εκατομμυρίων ευρώ αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του εν λόγω συστήματος.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

32      Πρέπει να επισημανθεί ότι το σύνολο των αιτιάσεων τις οποίες προβάλλει η Ιταλική Δημοκρατία στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως βασίζονται στην εξής προκείμενη, ότι δηλαδή η Επιτροπή, στην εγκριτική απόφαση του 2004 δεν έκρινε, και εξάλλου δεν μπορούσε να κρίνει, ότι στο σύστημα του 2004, όπως αυτό κοινοποιήθηκε από την Ιταλική Δημοκρατία, είχε προβλεφθεί ανώτατο χρηματικό όριο 10 εκατομμυρίων ευρώ. Ως εκ τούτου, το κοινοποιηθέν μέτρο, ήτοι η διάθεση επιπλέον 10 εκατομμυρίων ευρώ κατά το έτος 2008, δεν συνιστούσε τροποποίηση υφιστάμενης ενισχύσεως.

33      Τα όσα συναφώς υποστηρίζει η Ιταλική Δημοκρατία βασίζονται, κατ’ ουσίαν, σε δυο επιχειρήματα, εκ των οποίων το πρώτο αντλείται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κανονισμού 1177/2002 και το δεύτερο από τον τρόπο κατά τον οποίο οι ιταλικές αρχές καθόρισαν τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού 1177/2002 στην εσωτερική έννομη τάξη.

34      Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι ο κανονισμός 1177/2002 δεν προσδιορίζει ανώτατο ονομαστικό όριο σε σχέση με το συνολικό ποσό των ενισχύσεων τις οποίες κάθε κράτος μέλος μπορούσε να χορηγεί κατ’ εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η συλλογιστική της Ιταλικής Δημοκρατίας βαρύνεται με δύο βασικά ελαττώματα.

35      Συναφώς, είναι σκόπιμο να τονισθεί ότι ο κανονισμός 1177/2002 έχει εκδοθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, ΕΚ. Κατά συνέπεια, οι εμπίπτουσες σε αυτόν ενισχύσεις αποτελούν μία μόνο κατηγορία ενισχύσεων οι οποίες «δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά». Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1177/2002 αναπαράγει πιστά αυτή τη διατύπωση.

36      Συνεπώς, οι ενισχύσεις αυτές μπορούν μεν να λογισθούν συμβατές με την κοινή αγορά, πλην όμως αυτό δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι είναι πράγματι συμβατές (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 1996, C‑311/94, IJssel-Vliet, Συλλογή 1996, σ. I‑5023, σκέψεις 26 έως 28).

37      Ειδικότερα, η Επιτροπή είναι αρμόδια να εξετάσει, βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, εάν οι συγκεκριμένες ενισχύσεις πληρούν όλες τις προϋποθέσεις προκειμένου να κριθούν συμβατές με την κοινή αγορά. Υπόμνηση αυτού του κανόνα γίνεται στο άρθρο 3 του κανονισμού 1177/2002, το οποίο ορίζει ρητώς ότι το άρθρο 88 ΕΚ και ο κανονισμός 659/1999 έχουν εφαρμογή στις επίμαχες ενισχύσεις.

38      Επιπλέον, πρέπει να τονισθεί ότι ο κανονισμός 1177/2002 εντάσσεται σε μακρά σειρά μέτρων ληφθέντων από το Συμβούλιο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο ε΄, ΕΚ, προκειμένου να αντιμετωπιστούν προβλήματα ανταγωνιστικότητας και πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας των εντός της Ένωσης ναυπηγείων. Τα μέτρα αυτά είχαν ανέκαθεν διττό σκοπό, δηλαδή, αφενός, να περιορίσουν το ανταγωνιστικό μειονέκτημα των εντός της Ένωσης ναυπηγείων έναντι των διεθνών ανταγωνιστών τους και, αφετέρου, να διασφαλίσουν δίκαιους και ενιαίους όρους ενδοκοινοτικού ανταγωνισμού [βλ., επί παραδείγματι, τις αιτιολογικές σκέψεις 2 και 6 της οδηγίας 87/167/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 1987, σχετικά με τις ενισχύσεις στις ναυπηγικές εργασίες, (ΕΕ L 69, σ. 55), τις αιτιολογικές σκέψεις 5 και 9 καθώς και το άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας 90/684/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1990, σχετικά με τις ενισχύσεις στις ναυπηγικές εργασίες (ΕΕ L 380, σ. 27), και τις αιτιολογικές σκέψεις 3 και 6 καθώς και το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1540/98 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998, περί των νέων κανόνων ενισχύσεως της ναυπηγικής βιομηχανίας (ΕΕ L 202, σ. 1)].

39      Εκ των ανωτέρω έπεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ιταλική Δημοκρατία, η Επιτροπή, κατά την εκτίμηση του συμβατού χαρακτήρα του συστήματος του 2004 με την κοινή αγορά, μπορούσε νομίμως να συνυπολογίσει τα κονδύλια που διέθεσε η Ιταλική Δημοκρατία για το εν λόγω σύστημα, προκειμένου, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να καταστεί δυνατή η εποπτεία της Επιτροπής επί των συνθηκών του ενδοκοινοτικού ανταγωνισμού στον τομέα της ναυπηγικής βιομηχανίας.

40      Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι πράγματι το σύστημα του 2004 στηριζόταν αποκλειστικώς στην υπουργική απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2004, η οποία δεν καθόριζε ανώτατο όριο κονδυλίων, επιβάλλεται εκ προοιμίου η απόρριψή του. Ειδικότερα, το ανώτερης τυπικής ισχύος σύνολο κανόνων του νόμου 350/2003, ο οποίος προβλέπει την έκδοση κανόνων κατώτερης τυπικής ισχύος, εν προκειμένω της υπουργικής αποφάσεως της 2ας Φεβρουαρίου 2004, δεν επιτρέπεται να μη ληφθεί υπόψη κατά την εκτίμηση της νομικής βάσεως του συστήματος του 2004.

41      Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι ο νόμος 350/2003, με τον οποίο ο αρχικός προϋπολογισμός του συστήματος ενισχύσεων ορίστηκε σε 10 εκατομμύρια ευρώ, αποτελούσε τμήμα των στοιχείων που η Ιταλική Δημοκρατία υπέβαλε στον έλεγχο της Επιτροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας η οποία κατέληξε στην έκδοση της εγκριτικής αποφάσεως του 2004.

42      Σε αυτό το πλαίσιο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας κατά το οποίο η Επιτροπή, στην εγκριτική απόφαση του 2004, δεν απέδωσε καμία σημασία στη διάθεση ποσού 10 εκατομμυρίων ευρώ, δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η Επιτροπή ενέκρινε το σύστημα του 2004 όπως αυτό κοινοποιήθηκε από την Ιταλική Δημοκρατία. Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω και όπως εξάλλου προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 11 της εγκριτικής αποφάσεως του 2004, ο αρχικός προϋπολογισμός των 10 εκατομμυρίων ευρώ αποτελούσε τμήμα των στοιχείων που η Ιταλική Δημοκρατία είχε υποβάλει στην κρίση της Επιτροπής. Ειδικότερα, στο συνοδευτικό του κοινοποιηθέντος μέτρου έγγραφο, διευκρινίζεται ότι ο προϋπολογισμός περιορίζεται σε 10 εκατομμύρια ευρώ τόσο για το έτος 2004 όσο και ως προς το σύνολο του διατεθέντος ποσού.

43      Ως εκ τούτου, η Ιταλική Δημοκρατία δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι το διατεθέν για το σύστημα του 2004 αρχικό ποσό δεν συνιστούσε κρίσιμο στοιχείο προκειμένου να κριθεί εάν το κοινοποιηθέν μέτρο αποτελούσε ή όχι νέα ενίσχυση.

44      Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι η Ιταλική Δημοκρατία διέθεσε κατά το έτος 2005 επιπλέον ποσό ενός εκατομμυρίου ευρώ για το σύστημα του 2004 είναι άνευ σημασίας προκειμένου να διακριβωθεί εάν ορθώς η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, έκρινε ότι το κοινοποιηθέν μέτρο συνιστούσε νέα ενίσχυση. Ειδικότερα, η αύξηση των κονδυλίων στην οποία προέβη η Ιταλική Δημοκρατία κατά το έτος 2005 ουδέποτε κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή, μπορούσε δε, εν πάση περιπτώσει, να εκληφθεί ως εμπίπτουσα στην εισαγόμενη με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 794/2004 παρέκκλιση δυνάμει της οποίας αύξηση του αρχικού προϋπολογισμού σε ποσοστό έως 20 % δεν λογίζεται ως μεταβολή υφιστάμενης ενισχύσεως.

45      Τέλος, και ως εκ περισσού, επισημαίνεται ότι ο ενδεχομένως συμβατός χαρακτήρας κρατικής ενισχύσεως με την κοινή αγορά δεν μπορεί, αυτός καθαυτός, να επηρεάσει τον ορισμό της έννοιας «μεταβολή υφιστάμενης ενισχύσεως» και, επομένως, την υποχρέωση προηγούμενης κοινοποιήσεως της ενισχύσεως αυτής στην Επιτροπή βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Ιουλίου 2005, C‑71/04, Xunta de Galicia, Συλλογή 2005, σ. I‑7419, σκέψεις 26 έως 31). Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι η Ιταλική Δημοκρατία κοινοποίησε και, ενδεχομένως, απέσπασε, κατά το έτος 2004, έγκριση για τη διάθεση κονδυλίων συνολικού ύψους 20 εκατομμυρίων ευρώ δεν επηρεάζει το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή μπορούσε βασίμως να κρίνει το κοινοποιηθέν μέτρο ως νέα ενίσχυση.

46      Εκ του συνόλου των ανωτέρω έπεται ότι η προκείμενη στην οποία στηρίζεται ο εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως και κατά την οποία η λειτουργία του συστήματος του 2004 είναι ανεξάρτητη από το αρχικώς διατεθέν ποσό των 10 εκατομμυρίων ευρώ, είναι εσφαλμένη. Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι έκρινε πως το κοινοποιηθέν μέτρο συνιστά νέα ενίσχυση υπό την έννοια των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, και ιδίως του άρθρου 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 659/1999 και του άρθρου 4 του κανονισμού 794/2004.

47      Κατόπιν των ανωτέρω, ο ως άνω λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από παράβαση του κανονισμού 1177/2002

 Επιχειρήματα των διαδίκων

48      Η Ιταλική Δημοκρατία δίνει έμφαση στην περιλαμβανόμενη στην αιτιολογική σκέψη 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως διαπίστωση της Επιτροπής κατά την οποία ο κανονισμός 1177/2002 δεν μπορούσε να αποτελέσει νομική βάση για τον έλεγχο του κοινοποιηθέντος μέτρου, δεδομένου ότι ο εν λόγω κανονισμός είχε πάψει να ισχύει κατά τον χρόνο της κοινοποιήσεως του μέτρου αυτού.

49      Κατ’ αυτήν, όπως συνάγεται από την ορθή ερμηνεία των άρθρων 2 έως 5 του τροποποιηθέντος με τον κανονισμό 502/2004 κανονισμού 1177/2002, από την ημερομηνία λήξεως της ισχύος που αυτός ορίζει, δηλαδή την 31η Μαρτίου 2005, προκύπτει απλώς ότι οι υπογραφείσες μετά την ως άνω ημερομηνία συμβάσεις δεν μπορούν να υπαχθούν στο σύστημα το οποίο καθιερώνει ο κανονισμός 1177/2002. Εντούτοις, από καμία διάταξη του εν λόγω κανονισμού δεν προκύπτει ότι αυτός δεν μπορεί πλέον να εφαρμοστεί μετά την 31η Μαρτίου 2005 σε σχέση με συμβάσεις νομίμως συναφθείσες προ της ημερομηνίας αυτής. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 4, του κανονισμού 1177/2002, η καταβολή ενισχύσεων χορηγούμενων κατ’ εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού μπορούσε να διενεργηθεί έως την 31η Μαρτίου 2008 ή, εφόσον ίσχυε παράταση για ειδικές περιπτώσεις, έως την 31η Μαρτίου 2011.

50      Η Ιταλική Δημοκρατία υπενθυμίζει συναφώς ότι το κοινοποιηθέν μέτρο εγκρίθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 2007 και άρχισε να ισχύει από 1ης Ιανουαρίου 2008. Σκοπός του μέτρου ήταν να καταστήσει δυνατή, από διοικητικής και λογιστικής απόψεως, την καταβολή των ενισχύσεων υπέρ του συνόλου των συμβάσεων ναυπηγήσεως οι οποίες είχαν υπογραφεί προ της 31ης Μαρτίου 2005. Οι συμβάσεις όφειλαν να πληρούν όλες τις λοιπές προϋποθέσεις του κανονισμού 1177/2002, συμπεριλαμβανομένης αυτής κατά την οποία η παράδοση πρέπει να διενεργηθεί τρία έτη από της υπογραφής της συμβάσεως, εκτός εάν η προθεσμία αυτή παραταθεί για έναν από τους λόγους που προσδιορίζονται στον κανονισμό. Κατά συνέπεια, είναι εμφανές ότι το κοινοποιηθέν μέτρο συνιστά ορθή εφαρμογή του κανονισμού 1177/2002 και ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον παρέλειψε να λάβει υπόψη τον εν λόγω κανονισμό στην προσβαλλόμενη απόφαση. Αυτή η πλάνη περί το δίκαιο δικαιολογεί, αφεαυτής, την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

51      Η Ιταλική Δημοκρατία δεν δέχεται το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο οι συνθήκες του ανταγωνισμού, υπό το κράτος των οποίων εκδόθηκε ο κανονισμός 1177/2002, έπαψαν να υφίστανται κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Στο πλαίσιο αυτό, πρώτον, υποστηρίζει ότι το επιχείρημα της Επιτροπής είναι απαράδεκτο αφού, εάν ευσταθούσε, θα επερχόταν ουσιώδης περιορισμός στην εφαρμογή του κανονισμού 1177/2002, ενώ δεν περιέχεται ούτε στην προσβαλλόμενη απόφαση ούτε στην εγκριτική απόφαση του 2004.

52      Δεύτερον, υποστηρίζει ότι το επιχείρημα της Επιτροπής δεν είναι βάσιμο, εφόσον αυτή δεν παρέσχε κανένα στοιχείο δυνάμενο να ενισχύσει τη διαπίστωση κατά την οποία, το έτος 2008, οι εντός της Ένωσης επιχειρήσεις της ναυπηγικής βιομηχανίας οι οποίες είχαν συνάψει συμβάσεις προ της 31ης Μαρτίου 2005 έπαψαν να υφίστανται τις συνέπειες του ασκούμενου από την Κορέα ντάμπινγκ.

53      Η Επιτροπή δεν δέχεται τα επιχειρήματα της Ιταλικής Δημοκρατίας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

54      Στο πλαίσιο του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως, πρέπει να διασαφηνιστεί εάν ο κανονισμός 1177/2002 μπορούσε να εφαρμοστεί μετά την 31η Μαρτίου 2005, ημερομηνία λήξεως της ισχύος του, προκειμένου να ελεγχθεί το συμβατό του κοινοποιηθέντος μέτρου με την κοινή αγορά.

55      Είναι αναντίρρητο ότι η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, έκρινε ότι ο κανονισμός 1177/2002 δεν μπορούσε να αποτελέσει νομική βάση για τον έλεγχο του κοινοποιηθέντος μέτρου, εφόσον αυτός είχε πάψει να ισχύει την 31η Μαρτίου 2005 (αιτιολογικές σκέψεις 11, 25 και 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

56      Όσον αφορά τη διαχρονική εφαρμογή των κανόνων δικαίου ελλείψει μεταβατικών διατάξεων, επιβάλλεται, εν προκειμένω, η διάκριση μεταξύ κανόνων περί αρμοδιότητας και κανόνων ουσιαστικού δικαίου.

57      Όσον αφορά τους κανόνες που διέπουν την αρμοδιότητα των οργάνων της Ένωσης, από τη νομολογία προκύπτει ότι η διάταξη που συνιστά τη νομική βάση μιας πράξεως και παρέχει στο όργανο της Ένωσης εξουσία προς έκδοση της εν λόγω πράξεως πρέπει να ισχύει κατά τον χρόνο εκδόσεώς της (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Απριλίου 2000, C‑269/97, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I‑2257, σκέψη 45).

58      Εν προκειμένω, το άρθρο 88 ΕΚ αποτελεί τη νομική βάση η οποία παρέχει στην Επιτροπή την αρμοδιότητα να εκδίδει αποφάσεις στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων και της παρέχει επί μονίμου βάσεως, από το έτος 1968 και εντεύθεν, την εξουσία να αποφαίνεται επί του συμβατού μέτρων ενισχύσεως με την κοινή αγορά υπό το πρίσμα του άρθρου 87 ΕΚ.

59      Όσον αφορά τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, αυτοί εφαρμόζονται από της ενάρξεως της ισχύος τους στα μελλοντικά αποτελέσματα καταστάσεως δημιουργηθείσας υπό το κράτος προγενέστερων ρυθμίσεων. Κατά συνέπεια, οι κανόνες ουσιαστικού δικαίου δεν εφαρμόζονται σε αποτελέσματα τα οποία κατέστησαν οριστικά προ της ενάρξεως της ισχύος των κανόνων αυτών, εκτός και εάν πληρούνται οι εξαιρετικού χαρακτήρα προϋποθέσεις για την αναδρομική εφαρμογή τους (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14 Απριλίου 1970, 68/69, Brock, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 293, σκέψη 6· της 29ης Ιανουαρίου 2002, C‑162/00, Pokrzeptowicz-Meyer, Συλλογή 2002, σ. I‑1049, σκέψη 49, και της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, C‑74/00 P και C‑75/00 P, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑7869, σκέψη 119· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Φεβρουαρίου 2007, T‑435/04, Simões Dos Santos κατά ΓΕΕΑ, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 100, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑25/04, González y Díez κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑3121, σκέψη 70).

60      Όσον αφορά τις κοινοποιηθείσες πλην όμως μη καταβληθείσες ενισχύσεις, στο πλαίσιο του ισχύοντος στην Ένωση συστήματος ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, η ημερομηνία κατά την οποία τα αποτελέσματα της προβλεπόμενης ενισχύσεως καθίστανται οριστικά συμπίπτει με αυτήν κατά την οποία η Επιτροπή εκδίδει την απόφασή της επί του συμβατού της εν λόγω ενισχύσεως με την κοινή αγορά. Ειδικότερα, οι κανόνες, οι αρχές και τα κριτήρια εκτιμήσεως του συμβατού των κρατικών ενισχύσεων που ισχύουν κατά την ημερομηνία κατά την οποίαν η Επιτροπή εκδίδει την απόφασή της μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί ότι προσαρμόζονται καλύτερα στο πλαίσιο του ανταγωνισμού (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 2008, C‑334/07 P, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen, Συλλογή 2008, σ. I‑9465, σκέψεις 50 έως 53). Η διαπίστωση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι από την επίμαχη ενίσχυση δεν μπορούν να προκύψουν πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα σε σχέση με την κοινή αγορά παρά μόνο κατά την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή αποφασίζει να την εγκρίνει ή να την απαγορεύσει.

61      Αντιθέτως, όσον αφορά τις παρανόμως χορηγηθείσες ενισχύσεις χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση, οι εφαρμοστέοι κανόνες ουσιαστικού δικαίου είναι αυτοί οι οποίοι ίσχυαν κατά τον χρόνο της χορηγήσεως της ενισχύσεως, εφόσον τα απορρέοντα από την εν λόγω ενίσχυση πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα προέκυψαν διαρκούσης της περιόδου κατά την οποία χορηγήθηκε η επίμαχη ενίσχυση (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Απριλίου 2008, T‑348/04, SIDE κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑625, σκέψεις 58 έως 60).

62      Εξ αυτού έπεται ότι, εν προκειμένω, δεν πρέπει να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι παρέλειψε να εφαρμόσει τον κανονισμό 1177/2002, αφού η σχετική ενίσχυση είχε μεν κοινοποιηθεί, πλην όμως δεν καταβλήθηκε. Ειδικότερα, τα απορρέοντα από το κοινοποιηθέν μέτρο πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα σε σχέση με την κοινή αγορά δεν ήταν πρακτικώς δυνατό να προκύψουν προ της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως η οποία είναι προγενέστερη της ημερομηνίας λήξεως της ισχύος του κανονισμού 1177/2002, δηλαδή της 31ης Μαρτίου 2005.

63      Το επιχείρημα ότι το άρθρο 4 του κανονισμού 1177/2002 όριζε ότι αυτός εφαρμόζεται επί συμβάσεων συναφθεισών προ της 31ης Μαρτίου 2005 δεν αποδυναμώνει τη διαπίστωση κατά την οποία ο κανονισμός 1177/2002 δεν εφαρμόζεται επί του κοινοποιηθέντος μέτρου. Ειδικότερα, το άρθρο 4 του κανονισμού 1177/2002 προσδιορίζει, όπως ακριβώς και το άρθρο 2 αυτού, τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου η Επιτροπή να εκδώσει, κατ’ εφαρμογή του κανονισμού αυτού, απόφαση με την οποία η επίμαχη ενίσχυση κηρύσσεται συμβατή με την κοινή αγορά. Εντούτοις, η διαχρονική εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού διέπεται από το άρθρο 5 αυτού και από τις εκτιθέμενες στις σκέψεις 57 έως 60 ανωτέρω αρχές.

64      Βεβαίως, το γεγονός ότι η ημερομηνία με βάση την οποία καθορίζονται οι εφαρμοστέοι κανόνες ουσιαστικού δικαίου συμπίπτει, όσον αφορά κοινοποιηθείσα πλην όμως μη καταβληθείσα ενίσχυση, με την εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση αποφάσεως επί του συμβατού της ως άνω ενισχύσεως, συνεπάγεται ότι το εν λόγω όργανο δύναται, προσαρμόζοντας αναλόγως τη διάρκεια του ελέγχου του κοινοποιηθέντος μέτρου ενισχύσεως, να προκαλέσει την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου ο οποίος άρχισε να ισχύει κατόπιν της κοινοποιήσεως του εξεταζόμενου μέτρου στην Επιτροπή. Εντούτοις, το ενδεχόμενο αυτό, το οποίο δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι το επίμαχο μέτρο κοινοποιήθηκε μετά την ημερομηνία λήξεως της ισχύος του κανονισμού 1177/2002, δεν επιτρέπεται να δικαιολογεί παρέκκλιση από την αρχή κατά την οποία οι νέοι κανόνες ουσιαστικού δικαίου διέπουν, από της ενάρξεως της ισχύος αυτών, όλα τα μελλοντικά αποτελέσματα καταστάσεων διαμορφωθεισών υπό το κράτος παλαιότερων ρυθμίσεων.

65      Συναφώς, προσήκει να επισημανθεί ότι η δυνατότητα της Επιτροπής να επιλέξει μεταξύ του νέου κανόνα ή του προϊσχύσαντος κανόνα υπόκειται σε όρια και αντισταθμίζεται, αφενός, από το γεγονός ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν διακριτική ευχέρεια ως προς την επιλογή της ημερομηνίας κατά την οποία πρόκειται να κοινοποιήσουν τα μέτρα ενισχύσεως και, αφετέρου, από το γεγονός ότι το άρθρο 4 του κανονισμού 659/1999 καλεί την Επιτροπή, κατ’ εφαρμογή της αρχής της χρηστής διοικήσεως, να ενεργήσει με επιμέλεια (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Νοεμβρίου 2004, T‑176/01, Ferriere Nord κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3931, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

66      Το γεγονός ότι τα κράτη μέλη, προκειμένου να τύχουν της εφαρμογής του κανονισμού 1177/2002, υποχρεούνταν να κοινοποιήσουν τα προβλεφθέντα μέτρα ενισχύσεως προ της λήξεως της ισχύος του εν λόγω κανονισμού και προ της υπογραφής όλων των επιλέξιμων προς ενίσχυση συμβάσεων δεν είναι ικανό να ανατρέψει την εφαρμογή των αρχών οι οποίες διέπουν τη διαχρονική εφαρμογή των κανόνων ουσιαστικού δικαίου στο ισχύον στην Ένωση σύστημα ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων. Ειδικότερα, εγγενές χαρακτηριστικό του συστήματος προληπτικού ελέγχου των μέτρων κρατικής ενισχύσεως είναι οι σχετικές κοινοποιήσεις να περιλαμβάνουν υποχρεωτικώς εκτιμήσεις ως προς το συνολικό ποσό των προβλεπόμενων ενισχύσεων. Τούτο ισχύει ιδιαίτερα επί μέτρων τα οποία συνδέονται με ενισχύσεις λειτουργικού χαρακτήρα, όπως οι επίδικες.

67      Κατόπιν των ανωτέρω και ελλείψει μεταβατικών διατάξεων με τις οποίες να διευρύνεται το διαχρονικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1177/2002, επιβάλλεται η απόρριψη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από παράβαση των άρθρων 87 ΕΚ, 88 ΕΚ και 253 ΕΚ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

68      Η Ιταλική Δημοκρατία διατείνεται ότι, ακόμη και σε περίπτωση που το κοινοποιηθέν μέτρο κριθεί ως νέα ενίσχυση, δεδομένου ότι αυτό δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1177/2002, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 87, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ, καθώς και το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, καθόσον, στην προσβαλλόμενη απόφαση, παρέλειψε πράγματι να εξετάσει εάν το κοινοποιηθέν μέτρο μπορούσε να κριθεί συμβατό με την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογή μιας από τις παρεκκλίσεις τις οποίες εισάγει το άρθρο 87, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ, ιδίως όσες απαριθμούνται στο άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχεία β΄, και γ΄, ΕΚ.

69      Ειδικότερα, η Επιτροπή έκρινε ότι το κοινοποιηθέν μέτρο ήταν ασύμβατο με την κοινή αγορά εκ μόνου του λόγου ότι η ισχύς του κανονισμού 1177/2002 έληξε και το μέτρο δεν ενέπιπτε σε καμία από τις περιπτώσεις που απαριθμούνται στα κεφάλαια 3.1 και 3.2 του προπαρατεθέντος στη σκέψη 12 ανωτέρω πλαισίου για τις κρατικές ενισχύσεις στη ναυπηγική βιομηχανία.

70      Κατά την Ιταλική Δημοκρατία, από τη νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή υποχρεούται πάντοτε να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως ασύμβατο χαρακτήρα της ενισχύσεως υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ, εκτός περιπτώσεων στις οποίες δικαιολόγηση του εξεταζόμενου συστήματος καθίσταται αδύνατη για προφανείς λόγους. Τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει εν προκειμένω, εφόσον το κοινοποιηθέν μέτρο συνίσταται αποκλειστικώς στην περαιτέρω χρηματοδότηση συστήματος ενισχύσεων το οποίο κρίθηκε συμβατό με την κοινή αγορά και του οποίου όλοι οι λοιποί όροι εφαρμογής παρέμειναν αμετάβλητοι.

71      Εν πάση περιπτώσει, η Ιταλική Δημοκρατία προσθέτει ότι, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, επιχείρησε να επιστήσει την προσοχή της Επιτροπής στο γεγονός ότι το κοινοποιηθέν μέτρο ήταν αναγκαίο για την επίτευξη ανταγωνιστικής ισότητας μεταξύ όσων φορέων μπορούσαν ενδεχομένως να τύχουν της ενισχύσεως. Τονίζει ότι ελλείψει ενισχύσεως, τα ναυπηγεία ενδεχομένως να έπαυαν τη λειτουργία τους. Παρά ταύτα, η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν απάντησε επαρκώς σε αυτές τις παρατηρήσεις.

72      Επιπλέον, η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να διενεργήσει αυτό έλεγχο του κοινοποιηθέντος μέτρου και να το κηρύξει συμβατό με την κοινή αγορά.

73      Επίσης, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει, για τους ίδιους λόγους με τους αναφερόμενους στις σκέψεις 68 έως 71 ανωτέρω, ότι η περιεχόμενη στην αιτιολογική σκέψη 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως αιτιολογία είναι ανεπαρκής, στοιχείο που κατ’ αυτήν ισοδυναμεί με παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ. Συναφώς, αναφέρεται στη νομολογία κατά την οποία η Επιτροπή, προκειμένου να τηρεί την υποχρέωση αιτιολογήσεως, πρέπει να στηρίζεται σε ειδικά και όχι γενικά στοιχεία.

74      Τέλος, υποστηρίζει ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι επίσης ελλιπής, καθόσον η Επιτροπή περιορίστηκε στην εξέταση του κοινοποιηθέντος μέτρου χωρίς να λάβει υπόψη, κατά τον έλεγχό της, το σύστημα του 2004, στο οποίο παρέπεμπε το κοινοποιηθέν μέτρο.

75      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

76      Επιβάλλεται, προκαταρκτικώς, η απόρριψη ως απαραδέκτου του αιτήματος της Ιταλικής Δημοκρατίας προς το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει το κοινοποιηθέν μέτρο συμβατό με την κοινή αγορά. Ειδικότερα, αντικείμενο του κατά το άρθρο 230 ΕΚ δικαστικού ελέγχου είναι αποκλειστικώς η νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, επομένως ο έλεγχος αυτός δεν επιτρέπεται να συνεπάγεται την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου τροποποίηση της προσβαλλομένης αποφάσεως ή την έκδοση νέας αποφάσεως προς αντικατάσταση της προσβαλλομένης (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑487/06 P, British Aggregates κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑10505, σκέψη 141). Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο υποχρεούται να περιοριστεί σε έλεγχο νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων αιτιάσεων που προβάλλει κατ’ αυτής η Ιταλική Δημοκρατία.

77      Κατά τα λοιπά, στον βαθμό που το ως άνω αίτημα μπορεί να εκληφθεί ως αποσκοπούν στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως για τον λόγο ότι αυτή παραβιάζει τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, το αίτημα αυτό θα εξεταστεί στο πλαίσιο της εξετάσεως του τέταρτου λόγου ακυρώσεως.

78      Όσον αφορά την αιτίαση κατά την οποία η περιεχόμενη στην αιτιολογική σκέψη 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως αιτιολογία είναι ανεπαρκής, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της σχετικής πράξεως και να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική του κοινοτικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα, αφενός, στους ενδιαφερόμενους να λάβουν γνώση της δικαιολογητικής βάσεως του μέτρου και, αφετέρου, στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, και ιδίως με το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση της παρατιθέμενης αιτιολογίας και το συμφέρον που ενδέχεται να έχουν οι αποδέκτες της πράξεως, ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά, να λάβουν εξηγήσεις. Στην αιτιολογία δεν απαιτείται να προσδιορίζονται όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 230 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το περιεχόμενο της πράξεως αυτής, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το οικείο ζήτημα (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2008, C‑341/06 P και C‑342/06 P, Chronopost κατά UFEX κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I‑4777, σκέψη 88 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

79      Εν προκειμένω, είναι εμφανές ότι τόσο η Ιταλική Δημοκρατία όσο και το Γενικό Δικαστήριο, λαμβανομένων υπόψη όσων εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 11 και 25 έως 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι σε θέση να κατανοήσουν τη συλλογιστική της Επιτροπής σε σχέση με το συμβατό του κοινοποιηθέντος μέτρου με την κοινή αγορά. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 11 και 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι ο κανονισμός 1177/2002 έπαψε να ισχύει την 31η Μαρτίου 2005, οπότε δεν εφαρμοζόταν επί του κοινοποιηθέντος μέτρου. Η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 29 και 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε ως αλυσιτελή τα επιχειρήματα περί προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και ίσης μεταχειρίσεως για τον λόγο ότι, στην εγκριτική απόφαση του 2004, δεν παρέσχε καμία διαβεβαίωση ως προς την ενδεχόμενη μεταγενέστερη αύξηση του προϋπολογισμού του συστήματος του 2004. Τέλος, η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 31 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως, παρέθεσε εξαντλητική απαρίθμηση των λόγων για τους οποίους έκρινε ότι η μνημονευόμενη από την Ιταλική Δημοκρατία νομολογία δεν εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση.

80      Λαμβανομένης υπόψη της παρατιθέμενης στη σκέψη 78 ανωτέρω νομολογίας και των αιτιολογικών σκέψεων 11 και 25 έως 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθώς και του γεγονότος ότι, εν προκειμένω, στην Ιταλική Δημοκρατία εναπόκειτο να καταδείξει ότι το κοινοποιηθέν μέτρο είναι συμβατό με την κοινή αγορά (βλ. σκέψεις 83 έως 85 κατωτέρω), επιβάλλεται η απόρριψη ως αβάσιμης της αιτιάσεως περί ανεπαρκούς αιτιολογίας.

81      Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή περιορίστηκε σε εξέταση του κοινοποιηθέντος μέτρου χωρίς να εντάξει στην ανάλυσή της το σύστημα του 2004, επιβάλλεται η απόρριψή του ως αβάσιμου. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή πράγματι έκρινε ότι το αρχικώς διατεθέν ποσό των 10 εκατομμυρίων ευρώ αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του συστήματος του 2004, καθόσον διαπίστωσε ότι η αύξηση αυτού του προϋπολογισμού συνιστούσε τροποποίηση της υφιστάμενης ενισχύσεως (αιτιολογικές σκέψεις 7 έως 9 και 11 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά το μέτρο που αυτή η αιτίαση μπορεί να εκληφθεί ως αποσκοπούσα στην ανατροπή της ως άνω διαπιστώσεως, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ότι η διαπίστωση αυτή δεν αμφισβητείται.

82      Όσον αφορά την αιτίαση κατά την οποία η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη καθόσον παρέλειψε να διακριβώσει εάν το κοινοποιηθέν μέτρο μπορούσε να κριθεί συμβατό με την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογή μιας από τις παρεκκλίσεις τις οποίες εισάγει το άρθρο 87, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ, ιδίως όσες απαριθμούνται στο άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχεία β΄ και γ΄, ΕΚ, επιβάλλεται επίσης η απόρριψή της ως αβάσιμης.

83      Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία, όταν η Επιτροπή αποφασίζει να κινήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ επίσημη διαδικασία, στο κράτος μέλος και στον δυνητικό δικαιούχο της κρατικής ενισχύσεως εναπόκειται να προβάλουν τα επιχειρήματά τους προκειμένου να αποδειχθεί ότι το σχέδιο ενισχύσεως εμπίπτει στις προβλεπόμενες κατ’ εφαρμογή της Συνθήκης εξαιρέσεις, δεδομένου ότι αντικείμενο της επίσημης διαδικασίας είναι ακριβώς να διαφωτιστεί η Επιτροπή επί του συνόλου των στοιχείων της υποθέσεως. Μολονότι η Επιτροπή υποχρεούται, όταν κινεί επίσημη διαδικασία, να διατυπώνει με σαφήνεια τις αμφιβολίες της σχετικά με το συμβατό της ενισχύσεως κατά τρόπον ώστε να καταστεί δυνατό στο κράτος μέλος και στους ενδιαφερομένους να παράσχουν τις καλύτερες δυνατόν απαντήσεις, γεγονός παραμένει ότι στον αιτούμενο την ενίσχυση απόκειται, ιδίως, να διαλύσει τις αμφιβολίες αυτές και να αποδείξει ότι το σχέδιο ενισχύσεως πληροί τις προϋποθέσεις χορηγήσεως (βλ. απόφαση Ferriere Nord κατά Επιτροπής, σκέψη 65 ανωτέρω, σκέψεις 93 και 94 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

84      Περαιτέρω, κατά την ως άνω νομολογία, μολονότι το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ επιβάλλει στην Επιτροπή, πριν εκδώσει την απόφασή της, να συγκεντρώσει τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων μερών, εντούτοις η μη υποβολή παρατηρήσεων δεν την εμποδίζει να κρίνει μια ενίσχυση ασύμβατη προς την κοινή αγορά. Επιπλέον, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη τυχόν πραγματικά ή νομικά στοιχεία που θα μπορούσαν να της είχαν προσκομιστεί κατά τη διοικητική διαδικασία αλλά δεν της προσκομίστηκαν, εφόσον η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξετάζει αυτεπαγγέλτως και στηριζόμενη σε εικασίες ποια στοιχεία θα μπορούσαν να της είχαν υποβληθεί (απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Ιανουαρίου 2004, T-109/01, Fleuren Compost κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-127, σκέψεις 48 και 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

85      Η νομιμότητα αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων πρέπει να εκτιμάται βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που μπορούσε να έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν έλαβε τη σχετική απόφαση, ενώ ουδείς δικαιούται να επικαλεστεί ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης πραγματικά στοιχεία που δεν προβλήθηκαν κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Fleuren Compost κατά Επιτροπής, σκέψη 84 ανωτέρω, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

86      Εν προκειμένω, η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 26 και 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως, διαπίστωσε ότι η Ιταλική Δημοκρατία αναφέρθηκε, κατά την πρόοδο της διοικητικής διαδικασίας, στον κανονισμό 1177/2002 και στις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ίσης μεταχειρίσεως προς στήριξη του αιτήματος εγκρίσεως του κοινοποιηθέντος μέτρου. Επιπλέον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 25 έως 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή πράγματι εξέτασε και απέρριψε τα επιχειρήματα που προέβαλε και τη νομολογία που επικαλέστηκε στο πλαίσιο αυτό η Ιταλική Δημοκρατία.

87      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ιταλική Δημοκρατία κλήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο να διευκρινίσει ποιά επιπλέον κρίσιμα στοιχεία προσκόμισε στην Επιτροπή κατά την πρόοδο της διοικητικής διαδικασίας τα οποία αυτή αρνήθηκε να εξετάσει. Πάντως, γεγονός είναι ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν μπόρεσε να προβάλει άλλα επιχειρήματα από όσα εξέτασε και απέρριψε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση.

88      Εν όψει των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η απόρριψη του τρίτου λόγου ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ίσης μεταχειρίσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

89      Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, ακόμη και εάν γίνει δεκτό ότι το κοινοποιηθέν μέτρο είναι ασύμβατο με την κοινή αγορά, από τη νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε την υποχρέωση να το εγκρίνει σύμφωνα με όσα επιτάσσουν οι αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ίσης μεταχειρίσεως.

90      Ειδικότερα, επειδή με την εγκριτική απόφαση του 2004 δεν αποδόθηκε καμία σημασία στο ποσό το οποίο διατέθηκε για ενισχύσεις υπέρ των ναυπηγικών επιχειρήσεων, η Ιταλική Δημοκρατία και οι τελικοί αποδέκτες του συστήματος ενισχύσεων μπορούσαν ευλόγως να αναμένουν ότι η Επιτροπή θα εγκρίνει το κοινοποιηθέν μέτρο, δεδομένου ότι αυτό ήταν ενταγμένο στο σύστημα του 2004 και συνίστατο απλώς και μόνο σε αύξηση του συνολικού προϋπολογισμού χωρίς να επιφέρει τροποποιήσεις στους όρους εφαρμογής του ως άνω συστήματος.

91      Η Επιτροπή παραβίασε επίσης την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως καθόσον εξαιτίας της προσβαλλομένης αποφάσεως ορισμένα ναυπηγεία δεν μπορούσαν να υπαχθούν στο σύστημα ενισχύσεων, μολονότι τελούσαν σε πραγματική και νομική κατάσταση πανομοιότυπη με αυτή των δικαιούχων του συστήματος ενισχύσεων.

92      Η Ιταλική Δημοκρατία, με το κοινοποιηθέν μέτρο, αποσκοπούσε ακριβώς να αποκαταστήσει την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Προέβη σε αύξηση των συνολικών κονδυλίων που διατέθηκαν για το επίδικο σύστημα ενισχύσεων κατά τρόπο ώστε καμία επιχείρηση η οποία είχε υπογράψει σύμβαση ναυπηγήσεως ενδεχομένως εμπίπτουσα στο ως άνω σύστημα ενισχύσεων να μην αποκλειστεί από την άσκηση του σχετικού δικαιώματός της λόγω ανεπαρκών χρηματοοικονομικών πόρων.

93      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

94      Πρέπει προκαταρκτικώς να τονιστεί ότι η προκείμενη στην οποία στηρίζεται εν μέρει ο προβαλλόμενος από την Ιταλική Δημοκρατία λόγος ακυρώσεως, ότι δηλαδή με την εγκριτική απόφαση του 2004 δεν αποδόθηκε καμία σημασία στο ποσό που διατέθηκε για ενισχύσεις υπέρ των ναυπηγικών επιχειρήσεων, απορρίφθηκε στη σκέψη 42 ανωτέρω.

95      Ως εκ τούτου, η διαπίστωση κατά την οποία η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, εφόσον ουδείς δύναται να προβάλει παραβίαση της αρχής προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ελλείψει ακριβών διασφαλίσεων εκ μέρους του εμπλεκόμενου οργάνου (απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Μαρτίου 2003, T‑273/01, Innova Privat-Akademie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑1093, σκέψη 26).

96      Κατά τα λοιπά, προσήκει να επισημανθεί ότι ο κανονισμός 1177/2002 δεν περιλαμβάνει διατάξεις που να απαλλάσσουν τα κράτη μέλη από την υποχρέωση κοινοποιήσεως δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, ούτε διατάξεις που να τροποποιούν τον ορισμό συναφών εννοιών, όπως η έννοια του όρου «μεταβολή υφιστάμενης ενισχύσεως». Αντιθέτως, η εφαρμογή του κανονισμού αυτού εξαρτάται από την τήρηση των διατάξεων του άρθρου 88 ΕΚ και του κανονισμού 659/1999. Ως εκ τούτου, ουδόλως μπορούσε να θεμελιωθεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη με βάση την εκδοθείσα κατ’ εφαρμογή του κανονισμού 1177/2002 εγκριτική απόφαση του 2004 σε σχέση με ζητήματα διαφορετικά από όσα αυτή ρητώς ρύθμιζε, δηλαδή τη δυνατότητα της Ιταλικής Δημοκρατίας να χορηγήσει ενισχύσεις συνολικού ύψους 10 εκατομμυρίων ευρώ.

97      Όσον αφορά το επιχείρημα το οποίο αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, πρέπει να τονιστεί ότι αυτό στερείται προδήλως ερείσματος. Το γεγονός ότι ο κανονισμός 1177/2002 δεν εφαρμόζεται επί του κοινοποιηθέντος μέτρου απορρέει από εφαρμογή κανόνα δικαίου και όχι από άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Ως εκ τούτου, ο λόγος για τον οποίο οι εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής του κοινοποιηθέντος μέτρου συμβάσεις δεν υπάγονται στις χορηγούμενες κατ’ εφαρμογή του κανονισμού 1177/2002 ενισχύσεις οφείλεται απλώς και μόνο στον προσωρινό χαρακτήρα του εν λόγω κανονισμού καθώς και στην παράλειψη κοινοποιήσεως εκ μέρους της Ιταλικής Δημοκρατίας, με συνέπεια να ληφθεί απόφαση από την Επιτροπή προ της λήξεως της ισχύος του ίδιου κανονισμού.

98      Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

99      Η Ιταλική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, έλαβε υπόψη τη σύσταση του ΟΕΔ ως προς τον κανονισμό 1177/2002, χωρίς προηγουμένως να οργανώσει, κατά την πρόοδο της διοικητικής διαδικασίας, κατ’ αντιμωλία συζήτηση με τις ιταλικές αρχές για το ζήτημα αυτό. Ως εκ τούτου, κατά την Ιταλική Δημοκρατία, η Επιτροπή δεν μπορούσε να βασίσει την απόφασή της στην ενώπιον του ΟΕΔ διαδικασία ή στα αποτελέσματα αυτής. Το γεγονός ότι, κατά την πρόοδο της διοικητικής διαδικασίας, έθεσε το ζήτημα της διαδικασίας ενώπιον του ΟΕΔ είναι άνευ επιπτώσεων, δεδομένου ότι αυτό συνέβη εκ περισσού προκειμένου να τονιστεί ότι η εν λόγω διαδικασία δεν είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα για την εφαρμογή του κανονισμού 1177/2002 ή του κοινοποιηθέντος μέτρου.

100    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

101    Πρέπει να υπομνησθεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, με το από 7 Ιουλίου 2008 έγγραφό της, επισήμανε στην Επιτροπή ότι, κατά την άποψή της, η ενώπιον του ΟΕΔ διαδικασία με αντικείμενο τον κανονισμό 1177/2002 δεν αποτελούσε κώλυμα για τη χορήγηση ενισχύσεως κατ’ εφαρμογή του κανονισμού 1177/2002 και του συστήματος του 2004 σε όσα ναυπηγεία είχαν υποβάλει σχετική αίτηση προ της περατώσεως αυτής της διαδικασίας.

102    Στις αιτιολογικές σκέψεις 35 έως 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή απάντησε σε αυτό το επιχείρημα. Υποστήριξε συναφώς ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, ο κανονισμός 1177/2002 πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, υπό το πρίσμα των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει η Κοινότητα στο πλαίσιο του ΠΟΕ. Στη συνέχεια, διαπίστωσε ότι, κατόπιν περατώσεως της διαδικασίας ενώπιον του ΟΕΔ, μνεία της οποίας έκανε η Ιταλική Δημοκρατία στο από 7 Ιουλίου 2008 έγγραφό της, το όργανο αυτό απεφάνθη, στις 20 Ιουνίου 2005, ότι ο κανονισμός 1177/2002 και τα κατ’ εφαρμογή αυτού εθνικά συστήματα παραβιάζουν τους κανόνες του ΠΟΕ. Η Επιτροπή επισήμανε περαιτέρω ότι, στις 20 Ιουλίου 2005, η Κοινότητα ενημέρωσε τον ΠΟΕ ότι ο κανονισμός 1177/2002 είχε πάψει να ισχύει την 31η Μαρτίου 2005 και ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούσαν πλέον να χορηγήσουν ενισχύσεις κατ’ εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού. Η Επιτροπή συνήγαγε συναφώς ότι η ανακοίνωσή της προς τον ΠΟΕ συνιστούσε δέσμευση της Κοινότητας έναντι του ΠΟΕ περί μη εφαρμογής του κανονισμού 1177/2002.

103    Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω πραγματικών περιστατικών, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. Αντιθέτως, η Επιτροπή, απαντώντας σε επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας, δεν προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας αυτής, ιδίως δε το δικαίωμα ακροάσεώς της. Το γεγονός ότι στην απάντηση αυτή περιλαμβανόταν το συμπέρασμα το οποίο συνήγαγε η Επιτροπή από την ενώπιον του ΟΕΔ διαδικασία δεν αποδυναμώνει αυτή την εκτίμηση, αφής στιγμής η ίδια η Ιταλική Δημοκρατία έθεσε, στο από 7 Ιουλίου 2008 έγγραφό της, το ζήτημα των συνεπειών της διαδικασίας αυτής στην εφαρμογή του κανονισμού 1177/2002.

104    Συνεπώς, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από τη συνεκτίμηση των κανόνων του ΠΟΕ κατά τον έλεγχο του συμβατού του κοινοποιηθέντος μέτρου με την κοινή αγορά

 Επιχειρήματα των διαδίκων

105    Με τον προβαλλόμενο λόγο ακυρώσεως, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, προβαίνοντας σε έλεγχο του συμβατού του κοινοποιηθέντος μέτρου με τους κανόνες του ΠΟΕ, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Ειδικότερα, η Επιτροπή, κατά την εκτίμηση σχεδίου κρατικών ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, όπως το υπό κρίση, δεν μπορούσε να θεμελιώσει την αξιολόγησή της σε εκτιμήσεις διαφορετικές από αυτές που προσδιορίζονται στο άρθρο 87 ΕΚ.

106    Η Ιταλική Δημοκρατία τονίζει επίσης ότι το ζήτημα κατά πόσον ένα σύστημα ενισχύσεων είναι εν δυνάμει ασύμβατο με τους κανόνες του ΠΟΕ πρέπει να επιλυθεί από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της οριζόμενης στο άρθρο 226 ΕΚ διαδικασίας.

107    Εκ των ανωτέρω έπεται ότι η Επιτροπή, αξιολογώντας το συμβατό του κοινοποιηθέντος μέτρου με τους κανόνες του ΠΟΕ, έδρασε εκτός των ορίων της αρμοδιότητάς της και παρέβη το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, καθώς και τα άρθρα 87 ΕΚ και 226 ΕΚ.

108    Η Επιτροπή αντικρούει το επιχείρημα ότι εξέτασε το συμβατό του κοινοποιηθέντος μέτρου με τους κανόνες του ΠΟΕ.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

109    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι το κοινοποιηθέν μέτρο ήταν ασύμβατο με την κοινή αγορά λαμβανομένου υπόψη, αφενός, του γεγονότος ότι ο κανονισμός 1177/2002 είχε πάψει να ισχύει και, αφετέρου, ότι το συμβατό δεν μπορούσε να θεμελιωθεί σε καμία άλλη νομική βάση.

110    Η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως, διευκρίνισε, απαντώντας στο παρατεθέν στην αιτιολογική σκέψη 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας, ότι η Κοινότητα ενημέρωσε τον ΠΟΕ, στις 20 Ιουλίου 2005, ότι ο κανονισμός 1177/2002 είχε πάψει να ισχύει την 31η Μαρτίου 2005 και ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούσαν πλέον να χορηγήσουν ενισχύσεις κατ’ εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού. Η Επιτροπή συνήγαγε επ’ αυτού ότι η ανακοίνωσή της προς τον ΠΟΕ συνιστούσε δέσμευση εκ μέρους της Κοινότητας έναντι του ΠΟΕ περί μη εφαρμογής του κανονισμού 1177/2002.

111    Ως εκ τούτου, από το συνδυασμό των αιτιολογικών σκέψεων 26 και 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή, στην απόφαση αυτή, έκρινε ότι η ενδεχόμενη έγκριση του κοινοποιηθέντος μέτρου μπορούσε συγχρόνως να είναι ασύμβατη με την κοινή αγορά και να αντιβαίνει στις υποχρεώσεις τις οποίες ανέλαβε η Κοινότητα έναντι του ΠΟΕ, η δε διαπίστωση του ασύμβατου του κοινοποιηθέντος μέτρου με την κοινή αγορά αποτελούσε χωριστή εκτίμηση, η οποία είχε αυτοτελή χαρακτήρα και προηγούταν της σχετικής με τις υποχρεώσεις της Κοινότητας έναντι του ΠΟΕ διαπίστωση.

112    Επομένως, ο έκτος λόγος ακυρώσεως τον οποίο προβάλλει η προσφεύγουσα δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

 Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βασίζεται στην ανακοίνωση προς τον ΠΟΕ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

113    Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη στον βαθμό που βασίζεται στην ανακοίνωση προς τον ΠΟΕ, με την οποία αναγνωρίζεται ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν πλέον να χορηγούν ενισχύσεις κατ’ εφαρμογή του κανονισμού 1177/2002, εφόσον η ισχύς αυτού έληξε την 31η Μαρτίου 2005.

114    Συναφώς, η Ιταλική Δημοκρατία, πρώτον, διατείνεται ότι ουδέποτε ενημερώθηκε για την ανακοίνωση προς τον ΠΟΕ, οπότε η Επιτροπή δεν είχε τη δυνατότητα να λάβει υπόψη την ανακοίνωση αυτή για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

115    Δεύτερον, η Ιταλική Δημοκρατία εκτιμά ότι, σε κάθε περίπτωση, η ως άνω ανακοίνωση δεν παρείχε στην Επιτροπή εξουσία να αρνηθεί την έγκριση του κοινοποιηθέντος μέτρου. Ειδικότερα, η Επιτροπή, διά της ανακοινώσεως προς τον ΠΟΕ, απλώς και μόνο δήλωσε ότι δεν επρόκειτο να παρατείνει την ισχύ του κανονισμού 1177/2002. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη υποχρεώθηκαν να μη χορηγούν πλέον ενισχύσεις σε επιχειρήσεις που είχαν υπογράψει συμβάσεις ναυπηγήσεως μετά την 31η Μαρτίου 2005. Εντούτοις, η ανακοίνωση προς τον ΠΟΕ δεν απάλλαξε τα κράτη αυτά από την υποχρέωση διαφυλάξεως των δικαιωμάτων για ενίσχυση τα οποία απέκτησαν οι επιχειρήσεις δυνάμει συμβάσεων υπογραφεισών προ της 31ης Μαρτίου 2005.

116    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

117    Πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το κοινοποιηθέν μέτρο δεν μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή εφόσον δεν είναι συμβατό με την κοινή αγορά.

118    Όπως τονίστηκε στη σκέψη 111 ανωτέρω, η περιλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφορά στην ανακοίνωση προς τον ΠΟΕ αποκλειστικό σκοπό είχε να διευκρινίσει, προς απάντηση των ερωτημάτων της Ιταλικής Δημοκρατίας και ως εκ περισσού, ότι η ενδεχόμενη έγκριση του κοινοποιηθέντος μέτρου αντέβαινε, επιπλέον, προς τις δεσμεύσεις της Κοινότητας έναντι του ΠΟΕ. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή συνάγοντας ότι το κοινοποιηθέν μέτρο ήταν ασύμβατο με την κοινή αγορά, ουδόλως βασίστηκε στην ανακοίνωση προς τον ΠΟΕ.

119    Επομένως, η ανακοίνωση προς τον ΠΟΕ σε καμία περίπτωση δεν άσκησε επιρροή στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως.

120    Κατά συνέπεια, πρέπει να κριθεί ότι ο έβδομος λόγος ακυρώσεως δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

121    Ως εκ τούτου, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

122    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η Ιταλική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα και με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Martins Ribeiro

Παπασάββας

Wahl

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 3 Φεβρουαρίου 2011.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Το νομικό πλαίσιο

Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από εσφαλμένο χαρακτηρισμό του κοινοποιηθέντος μέτρου ως νέας ενισχύσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από παράβαση του κανονισμού 1177/2002

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από παράβαση των άρθρων 87 ΕΚ, 88 ΕΚ και 253 ΕΚ

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ίσης μεταχειρίσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από τη συνεκτίμηση των κανόνων του ΠΟΕ κατά τον έλεγχο του συμβατού του κοινοποιηθέντος μέτρου με την κοινή αγορά

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βασίζεται στην ανακοίνωση προς τον ΠΟΕ

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.