Language of document : ECLI:EU:T:2013:235

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 8ης Μαΐου 2013 (*)

«Ασφαλιστικά μέτρα – Ρήτρα διαιτησίας – Συμβάσεις συναφθείσες στο πλαίσιο του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής αναπτύξεως και επιδείξεως (2007-2013) – Επιλέξιμες δαπάνες – Επιστροφή των καταβληθέντων ποσών – Αίτηση αναστολής εκτελέσεως – Έλλειψη επείγοντος»

Στην υπόθεση T‑165/13 R,

Τάλαντον AE – Συμβουλευτική-Εκπαιδευτική Εταιρεία Διανομών, Παροχής Υπηρεσιών Μάρκετινγκ και Διοίκησης Επιχειρήσεων, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τους Μ. Αγγελόπουλο και Κ. Δάμη, δικηγόρους,

αιτούσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τους A. Cordewener και Δ. Τριανταφύλλου,

καθής,

με αντικείμενο αίτηση αναστολής εκτελέσεως πλειόνων πράξεων που αφορούν την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν στην αιτούσα σε εκτέλεση συμβάσεων συναφθεισών στο πλαίσιο του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής αναπτύξεως και επιδείξεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2007-2013),

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς, διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

1        Στις 18 Δεκεμβρίου 2006, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσαν την απόφαση 1982/2006/ΕΚ σχετικά με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (ΕΕ L 412, σ. 1). Το πρόγραμμα-πλαίσιο που θεσπίστηκε με την απόφαση 1982/2006 αποτελεί το κύριο μέσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της χρηματοδοτήσεως της έρευνας. Καλύπτοντας το χρονικό διάστημα από 1 Ιανουαρίου 2007 έως 31 Δεκεμβρίου 2013 και με προϋπολογισμό 54 δισεκατομμυρίων ευρώ, το πρόγραμμα αυτό περιλαμβάνει τέσσερα είδη δράσεων που αποτελούν ειδικά προγράμματα. Το ειδικό πρόγραμμα «Συνεργασία», ο προϋπολογισμός του οποίου ανέρχεται σε περίπου 32 δισεκατομμύρια ευρώ, αποσκοπεί στην υποστήριξη της συνεργασίας μεταξύ πανεπιστημίων, βιομηχανιών, ερευνητικών κέντρων και δημοσίων αρχών τόσο εντός της Ένωσης όσο και με τον υπόλοιπο κόσμο, στους τομείς, μεταξύ άλλων, της υγείας, των τροφίμων και των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας. Όσον αφορά τον τελευταίο αυτόν τομέα, ο σκοπός του ειδικού προγράμματος συνίσταται στη βελτίωση της προσαρμοστικότητας των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας καθώς και της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, για την αντιμετώπιση των εξελισσομένων αναγκών της ευρωπαϊκής κοινωνίας και οικονομίας. Ο προϋπολογισμός στον τομέα αυτόν ανέρχεται σε 9 δισεκατομμύρια ευρώ.

2        Το 2007 ή το 2008, η αιτούσα, Τάλαντον AE – Συμβουλευτική-Εκπαιδευτική Εταιρεία Διανομών, Παροχής Υπηρεσιών Μάρκετινγκ και Διοίκησης Επιχειρήσεων, εταιρία που δραστηριοποιείται στον τομέα του μάρκετινγκ και της επικοινωνίας και απασχολεί 110 άτομα, συνήψε με την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δύο συμβάσεις στο πλαίσιο του ειδικού προγράμματος «Συνεργασία», τμήμα «Τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας», ήτοι τη σύμβαση «A sophisticated multi-parametric system for the continuous-effective assessment and monitoring of motor status in parkinson’s disease and other neurodegenerative diseases» (Perform) και τη σύμβαση «Point-of-care monitoring and diagnostics for autoimmune diseases» (Pocemon). Σε εκτέλεση των συμβάσεων αυτών, η αιτούσα, αφενός, εισέπραξε το ποσό των 511 882 ευρώ για τη σύμβαση Perform και το ποσό των 290 910 ευρώ για τη σύμβαση Pocemon και, αφετέρου, δήλωσε δαπάνες ανερχόμενες σε 605 711 ευρώ για τη σύμβαση Perform, εκ των οποίων τα 490 711 ευρώ αφορούσαν χρηματοδότηση από την Επιτροπή, και σε 175 088 ευρώ για τη σύμβαση Pocemon, εκ των οποίων τα 147 239 ευρώ αφορούσαν χρηματοδότηση από την Επιτροπή. Το άρθρο 9 καθεμίας από τις συμβάσεις αυτές περιλαμβάνει ρήτρα διαιτησίας απονέμουσα δικαιοδοσία στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3        Τον Σεπτέμβριο του 2011, ελληνική εταιρία ορκωτών ελεγκτών πραγματοποίησε, για λογαριασμό της Επιτροπής, έλεγχο των οικονομικών καταστάσεων της αιτούσας που αφορούσαν την εκτέλεση των συμβάσεων Perform και Pocemon. Στο σχέδιο εκθέσεως ελέγχου που κατάρτισε τον Αύγουστο του 2012, η εταιρία αυτή έκρινε επιλέξιμες δαπάνες ανερχόμενες, αντιστοίχως, σε 24 781 ευρώ και σε 21 972 ευρώ, προτείνοντας συγχρόνως δημοσιονομικές διορθώσεις ύψους, αντιστοίχως, 578 937 ευρώ και 153 117 ευρώ υπέρ της Επιτροπής, λόγω του ότι η αιτούσα είχε παραβεί τις συμβατικές υποχρεώσεις της. Αφού η αιτούσα διατύπωσε σχόλια επί του εν λόγω σχεδίου εκθέσεως ελέγχου και παρέσχε συμπληρωματικές πληροφορίες, η Επιτροπή έκανε δεκτές τις περί διορθώσεως και επιστροφής εισηγήσεις του σχεδίου αυτού και, με επιστολή της 22ας Ιανουαρίου 2013, απέστειλε στην αιτούσα την τελική έκθεση ελέγχου 11-BA135-006 σχετικά με την οικονομική εκτέλεση των συμβάσεων Perform και Pocemon εκ μέρους της αιτούσας (στο εξής: έκθεση ελέγχου). Η έκθεση ελέγχου αποτελεί, συνεπώς, την οριστική μορφή του προμνησθέντος σχεδίου εκθέσεως ελέγχου.

4        Στη συνέχεια, όσον αφορά τη σύμβαση Pocemon, η Επιτροπή, με επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2013, ανακοίνωσε στην αιτούσα τη συνέχεια της διαδικασίας, ήτοι ότι θα εξακολουθούσε τη διαδικασία ανακτήσεως και ότι θα απέστελλε στην αιτούσα χρεωστικό σημείωμα με περαιτέρω οδηγίες (στο εξής: επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2013).

5        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Μαρτίου 2013, η αιτούσα άσκησε, δυνάμει των άρθρων 272 ΣΛΕΕ και 340 ΣΛΕΕ, αγωγή με αίτημα, κατ’ ουσίαν, να αναγνωριστεί ότι η Επιτροπή είχε παραβεί τις συμβατικές υποχρεώσεις της καθόσον, αφενός, αρνήθηκε να θεωρήσει επιλέξιμες τις δαπάνες της αιτούσας στο πλαίσιο της συμβάσεως Perform για ποσό 578 937 ευρώ, απαιτώντας συγχρόνως την επιστροφή ποσού 487 101 ευρώ αντί 21 171 ευρώ, και, αφετέρου, αρνήθηκε να θεωρήσει επιλέξιμες τις δαπάνες της αιτούσας στο πλαίσιο της συμβάσεως Pocemon για ποσό 153 117 ευρώ, απαιτώντας συγχρόνως την επιστροφή ποσού 273 559,63 ευρώ αντί de 143 671 ευρώ.

6        Με χωριστό έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια ημέρα, η αιτούσα υπέβαλε την υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητεί, κατ’ ουσίαν, από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου:

–        να αναστείλει την εκτέλεση της εκθέσεως ελέγχου, της επιστολής της 14ης Φεβρουαρίου 2013 και «κάθε άλλης συναφούς πράξης, απόφασης ή/και παράλειψης της αναθέτουσας αρχής, προηγούμενης ή και επόμενης, που σχετίζεται με τα ανωτέρω», μέχρις ότου το Γενικό Δικαστήριο αποφανθεί επί της αγωγής·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

7        Με τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, τις οποίες κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Μαρτίου 2013, η Επιτροπή ζητεί από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου:

–        να απορρίψει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την αιτούσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

8        Από τον συνδυασμό, αφενός, των άρθρων 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, του άρθρου 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί, εφόσον εκτιμά ότι τούτο επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή της εκτελέσεως μιας προσβαλλομένης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πράξεως ή να διατάξει τα αναγκαία προσωρινά μέτρα. Ωστόσο, το άρθρο 278 ΣΛΕΕ καθιερώνει την αρχή του μη ανασταλτικού αποτελέσματος των ενδίκων βοηθημάτων, εφόσον οι πράξεις που εκδίδουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης απολαύουν του τεκμηρίου νομιμότητας. Συνεπώς, μόνον κατ’ εξαίρεση μπορεί ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως μιας προσβαλλομένης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πράξεως ή προσωρινά μέτρα (βλ. διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 2009, T‑396/09 R, Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

9        Το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου ορίζει ότι οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να προσδιορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται. Συνεπώς, η αναστολή εκτελέσεως και τα άλλα προσωρινά μέτρα μπορούν να διαταχθούν από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων εφόσον αποδεικνύεται ότι η λήψη τους δικαιολογείται εκ πρώτης όψεως βάσει των προβαλλομένων πραγματικών και νομικών ισχυρισμών (fumus boni juris) και ότι τα μέτρα αυτά είναι επείγοντα, υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος διαδίκου, να διαταχθούν και να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της κύριας προσφυγής. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, οπότε οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων είναι απορριπτέες αν δεν πληρούται μία από αυτές [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1996, C‑268/96 P(R), SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑4971, σκέψη 30].

10      Εξάλλου, στο πλαίσιο αυτής της συνολικής εξετάσεως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και παραμένει ελεύθερος να καθορίσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να εξακριβωθεί η συνδρομή των διαφόρων αυτών προϋποθέσεων καθώς και τη σειρά με την οποία θα διεξαχθεί η εξέταση αυτή, δεδομένου ότι κανένας κανόνας δικαίου δεν του επιβάλλει προκαθορισμένο σχέδιο αναλύσεως για την εκτίμηση της αναγκαιότητας εκδόσεως προσωρινής αποφάσεως [διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 1995, C-149/95 P(R), Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. Ι-2165, σκέψη 23, και της 3ης Απριλίου 2007, C‑459/06 P(R), Vischim κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 25].

11      Έχοντας υπόψη τα στοιχεία της δικογραφίας, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων κρίνει ότι διαθέτει όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για να αποφανθεί επί της παρούσας αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως, χωρίς να χρειάζεται να ακούσει προηγουμένως τις προφορικές εξηγήσεις των διαδίκων.

12      Στο μέτρο που η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων αφορά «κάθε άλλ[η] συναφ[ή] πράξ[η], απόφασ[η] ή/και παράλειψ[η] της αναθέτουσας αρχής, προηγούμεν[η] ή επόμεν[η], που σχετίζεται [με την έκθεση ελέγχου και την επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2013]», πρέπει ευθύς εξαρχής να παρατηρηθεί ότι αυτό το αίτημα είναι ασαφές και αόριστο και, επομένως, δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 104, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας. Κατά συνέπεια, το αίτημα αυτό πρέπει να κριθεί απαράδεκτο (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα διάταξη Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht κατά Επιτροπής, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

13      Όσον αφορά τα λοιπά αιτήματα, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον πληρούται η προϋπόθεση του επείγοντος.

14      Στο πλαίσιο αυτό, η αιτούσα υποστηρίζει ότι αν δεν ανασταλούν οι προσβαλλόμενες πράξεις θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη των συμφερόντων της και ιδιαίτερα σημαντική ζημία, τόσο θετική όσο και αποθετική. Συγκεκριμένα, αν η αιτούσα υποχρεωθεί να επιστρέψει τα ποσά των 487 101 ευρώ και των 273 559,63 ευρώ, δεν θα είναι πλέον σε θέση να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει προς τους πελάτες της, με αποτέλεσμα να κλονιστεί ανεπανόρθωτα το κύρος της επιχειρήσεώς της και να χαθεί οριστικά η πελατεία της. Ομοίως, δεν θα μπορεί να εξοφλήσει τους δανειστές της, οι οποίοι θα προκαλέσουν αναγκαστική εκτέλεση εναντίον της, με συνέπεια την πτώχευσή της και την απόλυση των 110 υπαλλήλων της. Συνεπώς, έχει «άμεσο, ενεστώς [και] πρόδηλο έννομο συμφέρον» στη χορήγηση της ζητουμένης αναστολής εκτελέσεως.

15      Η αιτούσα αναφέρεται επίσης στη σοβαρή οικονομική κρίση που πλήττει σήμερα την Ελληνική Δημοκρατία. Κατ’ αυτήν, η κρίση αυτή καθιστά πολύ δύσκολη την επιβίωση των επιχειρήσεων, καθόσον αυτές, λόγω της ανακεφαλαιοποιήσεως των τραπεζών, δεν έχουν καθόλου πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό. Τέλος, η αιτούσα εκτιμά ότι η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να γίνει δεκτή επικουρικώς, έστω και αν υποτεθεί ότι η ζημία της δεν είναι ανεπανόρθωτη, καθόσον η αγωγή της είναι προδήλως βάσιμη για όλους τους αναφερόμενους σ’ αυτή λόγους.

16      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το επείγον μιας αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να εκτιμάται σε σχέση προς την ανάγκη που υφίσταται για την έκδοση προσωρινής αποφάσεως προκειμένου να αποφευχθεί η πρόκληση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας στον διάδικο ο οποίος ζητεί τα προσωρινά μέτρα. Στον διάδικο αυτόν εναπόκειται να αποδείξει ότι δεν μπορεί να αναμείνει την έκβαση της κύριας δίκης χωρίς να υποστεί προσωπικώς μια τέτοια ζημία. Το επικείμενο της προβαλλομένης ζημίας δεν χρειάζεται να αποδεικνύεται με απόλυτη βεβαιότητα· αρκεί, ιδιαίτερα όταν η επέλευση της ζημίας εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου παραγόντων, να είναι η ζημία προβλέψιμη με επαρκή βαθμό πιθανότητας. Ωστόσο, ζημία καθαρώς υποθετικής φύσεως, ήτοι στηριζόμενη στην επέλευση μελλοντικών και αβέβαιων περιστάσεων, δεν δικαιολογεί τη χορήγηση προσωρινών μέτρων (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, διατάξεις του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Ιανουαρίου 2001, T‑241/00 R, Le Canne κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑37, σκέψη 37· της 4ης Δεκεμβρίου 2007, T‑326/07 R, Cheminova κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4877, σκέψη 97, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2012, T‑52/12 R, Ελλάδα κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμα στη Συλλογή, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

17      Στο μέτρο που η αιτούσα εκτιμά ότι η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να γίνει δεκτή λόγω του προδήλως βασίμου της αγωγής της, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, ασφαλώς, έχει κριθεί ότι το επείγον πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ιδιαίτερα όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για το εκ πρώτης όψεως βάσιμο (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 2001, C‑445/00 R, Αυστρία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I‑1461, σκέψη 110). Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, ακόμα και σοβαρές ενδείξεις για το εκ πρώτης όψεως βάσιμο δεν αρκούν, αφεαυτές, προς απόδειξη της σοβαρότητας και του ανεπανόρθωτου χαρακτήρα της προβαλλομένης ζημίας και, συνεπώς, προς δικαιολόγηση του βασίμου της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων. Κατά συνέπεια, δεν αρκεί να καταγγείλει η αιτούσα σοβαρή και πρόδηλη παράβαση, εκ μέρους της Επιτροπής, των συμβατικών υποχρεώσεών της προς απόδειξη της συνδρομής των προϋποθέσεων του επείγοντος, δηλαδή του σοβαρού και ανεπανόρθωτου χαρακτήρα της ζημίας που απορρέει από την παράβαση αυτή, αλλά υποχρεούται να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά τα οποία θεμελιώνουν τον ισχυρισμό της σχετικά με την προοπτική επελεύσεως της ζημίας αυτής (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, διατάξεις του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Απριλίου 2008, T‑54/08 R, T‑87/08 R, T‑88/08 R και T‑91/08 R έως T‑93/08 R, Κύπρος κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψεις 58 και 59· της 20ής Ιανουαρίου 2010, T‑443/09 R, Agriconsulting Europe κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 36, και της 26ης Μαρτίου 2010, T‑16/10 R, Alisei κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 46).

18      Όσον αφορά τη σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία που υποστηρίζεται ότι προκλήθηκε από την έκθεση ελέγχου και την επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2013, η αιτούσα, κατ’ ουσία, ανησυχεί ότι θα πτωχεύσει εάν υποχρεωθεί να επιστρέψει τα ποσά των 487 101 ευρώ και των 273 559,63 ευρώ. Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η οικονομική αυτή ζημία θα μπορούσε, καταρχήν, να χαρακτηριστεί επικείμενη εφόσον η Επιτροπή εξέδιδε πράξη αποτελούσα εκτελεστό τίτλο, υπό την έννοια του άρθρου 299, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η οποία θα δήλωνε οριστικώς τη βούλησή της να επιδιώξει την είσπραξη των απαιτήσεών της και θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αναγκαστικής εκτελέσεως με την περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου, όπως προβλέπει το άρθρο 299, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

19      Όμως, όσον αφορά την έκθεση ελέγχου την οποία επικαλείται η αιτούσα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι πρόκειται για έγγραφο καταρτισθέν από ιδιωτική εταιρία το οποίο, όπως αναφέρεται στην πρώτη σελίδα του, δεν αποτελεί επίσημη θέση της Επιτροπής. Η έκθεση αυτή περιέχει, μεταξύ άλλων, τις διαπιστώσεις των ορκωτών ελεγκτών σχετικά με την επιλεξιμότητα των δηλωθεισών δαπανών και τα συμπεράσματά τους ως προς τις δικαιολογημένες δαπάνες. Είναι πρόδηλο ότι ένα τέτοιο έγγραφο δεν συνιστά, αυτό καθαυτό, πράξη εκδοθείσα από την Επιτροπή και αποτελούσα εκτελεστό τίτλο υπό την έννοια του άρθρου 299, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Συνεπώς, η έκθεση ελέγχου δεν είναι ικανή, αυτή καθαυτήν, να προξενήσει στην αιτούσα σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία δυνάμενη να χαρακτηριστεί ως επικείμενη.

20      Το αυτό ισχύει και όσον αφορά την επιστολή της 22ας Ιανουαρίου 2013, με την οποία η Επιτροπή διαβίβασε την έκθεση ελέγχου στην αιτούσα. Πράγματι, η επιστολή αυτή επιβεβαιώνει μεν τις διαπιστώσεις που περιέχονται στην έκθεση ελέγχου, η Επιτροπή όμως περιορίζεται να ενημερώσει την αιτούσα σχετικά με τα επόμενα στάδια ενδεχόμενης διαδικασίας εισπράξεως. Αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι η έκθεση ελέγχου θα διαβιβαστεί στις αρμόδιες υπηρεσίες της προκειμένου να δοθεί η δέουσα συνέχεια, προσθέτοντας ότι, αν οι διορθώσεις που θα γίνουν καταλήξουν σε απαίτηση της Επιτροπής, η αιτούσα δεν οφείλει να προβεί σε καμία ενέργεια, καθόσον οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα προσαρμόσουν τις υπερκοστολογηθείσες δαπάνες, πράγμα που θα μπορούσε να επηρεάσει τις μέλλουσες πληρωμές σε εκτέλεση των συμβάσεων ή να οδηγήσει στην έκδοση εντάλματος εισπράξεως για τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά. Επομένως, η επιστολή της 22ας Ιανουαρίου 2013 δεν μπορεί, προφανώς, να θεωρηθεί ως πράξη της Επιτροπής συνιστώσα εκτελεστό τίτλο.

21      Όσον αφορά την επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2013, από την επιστολή αυτή προκύπτει ότι η Επιτροπή «προτίθεται» να προβεί, δυνάμει του άρθρου II.21, παράγραφος 2, και του άρθρου II.22, παράγραφος 6, των γενικών όρων της συμβάσεως Pocemon, στην είσπραξη του ποσού των 273 559,63 ευρώ που καταβλήθηκε αχρεωστήτως στην αιτούσα. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, αν δεν κατατεθούν σχόλια εντός 30 ημερών, οι υπηρεσίες της θα εφαρμόσουν τη διαδικασία εισπράξεως και θα αποσταλεί στην αιτούσα χρεωστικό σημείωμα για το ποσό αυτό, μαζί με περαιτέρω οδηγίες. Τέλος, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, σε περίπτωση μη καταβολής έως την αναφερόμενη στο χρεωστικό σημείωμα ημερομηνία, επιφυλάσσεται να προβεί στην είσπραξη του οφειλομένου ποσού, συμπεριλαμβανομένων τυχόν τόκων υπερημερίας, είτε δια συμψηφισμού είτε με αναγκαστική πληρωμή. Η Επιτροπή προσθέτει ότι θα υπολογίσει επίσης το ύψος της αποζημιώσεως, σύμφωνα με το άρθρο II.24 των γενικών όρων της συμβάσεως, και θα αποστείλει συναφώς στην αιτούσα χωριστό έγγραφο.

22      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2013 απλώς αναγγέλλει την ενδεχόμενη έκδοση χρεωστικού σημειώματος, και τούτο, άλλωστε, αναλόγως των σχολίων που θα καταθέσει η αιτούσα. Η επιστολή αυτή εμπίπτει, συνεπώς, σε στάδιο της διαδικασίας προγενέστερο εκείνου της εκδόσεως χρεωστικού σημειώματος. Όμως, όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, κατά πάγια νομολογία, το χρεωστικό σημείωμα, μακράν του να αποτελεί οριστική πράξη της Επιτροπής, είναι προπαρασκευαστικό μιας τέτοιας πράξεως για την είσπραξη απαιτήσεως, καθόσον η Επιτροπή δεν λαμβάνει θέση ως προς τα μέσα που προτίθεται να χρησιμοποιήσει προς είσπραξη της απαιτήσεως αυτής (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Απριλίου 2008, T‑260/04, Cestas κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑701, σκέψεις 71 έως 74, και διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Οκτωβρίου 2011, T‑353/10, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 30). Κατά συνέπεια, χρεωστικό σημείωμα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως πράξη συνιστώσα εκτελεστό τίτλο.

23      Πρέπει να προστεθεί ότι η νομολογία αυτή σχετικά με τη νομική φύση του χρεωστικού σημειώματος επεκτάθηκε και στις επιστολές υπομνήσεως που εκδίδονται κατόπιν εντός τέτοιου σημειώματος. Πράγματι, με τη διάταξη της 13ης Σεπτεμβρίου 2011 στην υπόθεση T-224/09, CEVA κατά Επιτροπής (μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψεις 55 έως 57), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι μια επιστολή υπομνήσεως, καθόσον περιορίζεται να καλέσει τον οφειλέτη να εξοφλήσει την οφειλή του και να τον ενημερώσει σχετικά με τις συνέπειες της παρατεταμένης αρνήσεως πληρωμής καθώς και σχετικά με τους τρόπους αποσβέσεως της οφειλής του, δεν καθορίζει οριστικώς τη θέση της Επιτροπής και δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα, αλλ’ αποτελεί απλή προπαρασκευαστική πράξη που προηγείται της εκδόσεως αποφάσεως της Επιτροπής περί συνεχίσεως ή μη της διαδικασίας εισπράξεως, είτε με την κίνηση ένδικης διαδικασίας είτε με την έκδοση αποφάσεως συνιστώσας εκτελεστό τίτλο. Πράγματι, οσάκις ο οφειλέτης δεν καταβάλλει το ποσό που ζητείται με την επιστολή υπομνήσεως, η Επιτροπή μπορεί είτε να παραιτηθεί από την είσπραξη της απαιτήσεως, είτε να προβεί σε συμψηφισμό, είτε να επιδιώξει την αναγκαστική εκτέλεση, η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί με την έκδοση εκτελεστής αποφάσεώς της ή με την έκδοση, δια της δικαστικής οδού, εκτελεστού τίτλου.

24      Βάσει της προεκτεθείσας νομολογίας, ούτε η επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2013, η οποία προηγήθηκε οποιουδήποτε χρεωστικού σημειώματος ή επιστολής υπομνήσεως, μπορεί να θεωρηθεί ως πράξη της Επιτροπής συνιστώσα εκτελεστό τίτλο. Πράγματι, εφόσον η αιτούσα δεν κατέβαλε το ποσό που ζητήθηκε με την επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2013, η Επιτροπή μπορεί είτε να παραιτηθεί από την είσπραξη της απαιτήσεώς της, είτε να προβεί σε συμψηφισμό, είτε να εκδώσει μονομερή πράξη συνιστώσα εκτελεστό τίτλο, είτε να ασκήσει, δυνάμει της ρήτρας διαιτησίας του άρθρου 9 της συμβάσεως Pocemon, αγωγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

25      Κατά συνέπεια, η αιτούσα δεν απέδειξε το επικείμενο της οφειλομένης στην επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2013 οικονομικής ζημίας.

26      Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να απορριφθεί λόγω ελλείψεως επείγοντος, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί κατά πόσον πληρούνται εν προκειμένω οι λοιπές προϋποθέσεις χορηγήσεως της ζητουμένης αναστολής εκτελέσεως ή να κριθεί το παραδεκτό της αγωγής.

Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

2)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 8 Μαΐου 2013.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       M. Jaeger


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.