Language of document : ECLI:EU:T:2014:1027

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 4ης Δεκεμβρίου 2014 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας – Συμβάσεις Pocemon και Perform συναφθείσες στο πλαίσιο του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής αναπτύξεως και επιδείξεως (2007-2013) – Επιλέξιμες δαπάνες – Επιστροφή των καταβληθέντων ποσών – Έκθεση οικονομικού ελέγχου – Έλλειψη εννόμου συμφέροντος – Συμφέρον προς άσκηση αναγνωριστικής αγωγής – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑165/13,

Τάλαντον AE – Συμβουλευτική-Εκπαιδευτική Εταιρεία Διανομών, Παροχής Υπηρεσιών Μάρκετινγκ και Διοίκησης Επιχειρήσεων, με έδρα το Παλαιό Φάληρο (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τους Μ. Αγγελόπουλο και Κ. Δάμη, δικηγόρους,

ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τους R. Lyal και A. Sauka, επικουρούμενους από τους Λ. Αθανασίου και Γ. Γεραπετρίτη, δικηγόρο,

εναγομένης,

με αντικείμενο αγωγή δυνάμει των άρθρων 272 και 340, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, με την οποία ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει, αφενός, ότι η άρνηση της Επιτροπής να θεωρήσει ως επιλέξιμες δαπάνες ορισμένα ποσά που καταβλήθηκαν στην ενάγουσα για την εκτέλεση των συμβάσεων επιδοτήσεως Perform και Pocemon συνιστά παράβαση, εκ μέρους της Επιτροπής, των συμβατικών υποχρεώσεών της και, αφετέρου, ότι δεν οφείλει να επιστρέψει ορισμένο μέρος των ποσών αυτών, καθώς και το ποσό της εκκαθαρισμένης αποζημιώσεως που θα προσδιοριστεί από την Επιτροπή,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Dittrich, πρόεδρο, J. Schwarcz και V. Tomljenović (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η ενάγουσα, Τάλαντον ΑΕ – Συμβουλευτική-Εκπαιδευτική Εταιρεία Διανομών, Παροχής Υπηρεσιών Μάρκετινγκ και Διοίκησης Επιχειρήσεων, είναι εταιρία ελληνικού δικαίου η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα του μάρκετινγκ και της επικοινωνίας.

2        Στις 18 Δεκεμβρίου 2006, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσαν την απόφαση 1982/2006/ΕΚ σχετικά με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2007-2013) (ΕΕ L 412, σ. 1, στο εξής: πρόγραμμα-πλαίσιο). Το εν λόγω πρόγραμμα-πλαίσιο αποτελεί το κύριο μέσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της χρηματοδοτήσεως της έρευνας. Καλύπτει το χρονικό διάστημα από 1 Ιανουαρίου 2007 έως 31 Δεκεμβρίου 2013 και διαθέτει προϋπολογισμό 54 δισεκατομμυρίων ευρώ.

3        Το πρόγραμμα-πλαίσιο περιλαμβάνει τέσσερα είδη δράσεων που αποτελούν ειδικά προγράμματα. Μεταξύ αυτών, το πρόγραμμα «Συνεργασία», ο προϋπολογισμός του οποίου ανέρχεται σε περίπου 32 δισεκατομμύρια ευρώ, αποσκοπεί στην υποστήριξη της συνεργασίας μεταξύ πανεπιστημίων, βιομηχανιών, ερευνητικών κέντρων και δημοσίων αρχών τόσο εντός της Ένωσης όσο και με τον υπόλοιπο κόσμο, στους τομείς, μεταξύ άλλων, της υγείας, των τροφίμων και των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας.

4        Η υπό κρίση διαφορά αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που απορρέουν, βάσει του προγράμματος‑πλαισίου, από δύο συμβάσεις συνδεόμενες με ερευνητικά προγράμματα στο πλαίσιο της εφαρμογής του ειδικού προγράμματος «Συνεργασία».

5        Η πρώτη σύμβαση είναι η σύμβαση επιδοτήσεως αριθ. 215952 που αφορά την εκτέλεση του προγράμματος «Point-of-care monitoring and diagnostics for autoimmune diseases», σχετικού με υπηρεσίες επιβλέψεως και διαγνώσεως των αυτοάνοσων νοσημάτων (στο εξής: σύμβαση επιδοτήσεως Pocemon). Η δεύτερη σύμβαση είναι η σύμβαση επιδοτήσεως αριθ. 216088 που αφορά την εκτέλεση του προγράμματος «A sophisticated multi-parametric system for the continuous-effective assessment and monitoring of motor status in Parkinson’s disease and other neurodegenerative diseases», σχετικού με πολυπαραμετρικό σύστημα ουσιαστικής και συνεχούς αξιολογήσεως και παρακολουθήσεως της κινητικής ικανότητας στη νόσο του Πάρκινσον και σε άλλα νευροεκφυλιστικά νοσήματα (στο εξής: σύμβαση επιδοτήσεως Perform).

6        Στις 19 Δεκεμβρίου 2007, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, συνήψε με τον συντονιστή της PCS Professional Clinical Sofware GmbH τη σύμβαση επιδοτήσεως Pocemon στην οποία προσχώρησαν και άλλα μέλη κοινοπραξίας, μεταξύ των οποίων και η ενάγουσα.

7        Στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμβάσεως επιδοτήσεως Pocemon, η ενάγουσα, αφενός, εισέπραξε ποσό 290 910 ευρώ. Αφετέρου, δήλωσε συνολικές δαπάνες ύψους 175 088 ευρώ, εκ των οποίων η συνεισφορά της Ένωσης ανερχόταν σε 147 239 ευρώ.

8        Στις 21 Ιανουαρίου 2008, η Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, συνήψε με τον συντονιστή της Siemens SA τη σύμβαση επιδοτήσεως Perform, στην οποία προσχώρησαν και άλλα μέλη κοινοπραξίας, μεταξύ των οποίων και η ενάγουσα.

9        Στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμβάσεως επιδοτήσεως Perform, η ενάγουσα, αφενός, εισέπραξε ποσό 511 882 ευρώ και, αφετέρου, δήλωσε συνολικές δαπάνες ύψους 605 711 ευρώ, εκ των οποίων η συνεισφορά της Ένωσης ανερχόταν σε 490 711 ευρώ.

10      Η σύμβαση επιδοτήσεως Perform προέβλεπε την εκτέλεση του επίμαχου προγράμματος μεταξύ 1ης Φεβρουαρίου 2008 και 31ης Ιουλίου 2011, ημερομηνίας η οποία ορίστηκε κατά παράταση του προγράμματος. Εξάλλου, η σύμβαση επιδοτήσεως Pocemon προέβλεπε την εκτέλεση του επίμαχου προγράμματος από την 1η Ιανουαρίου 2008 για συνολική διάρκεια 42 μηνών, εκτέλεση η οποία όμως διακόπηκε τον Μάρτιο του 2011.

11      Το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, της συμβάσεως επιδοτήσεως Perform και της συμβάσεως επιδοτήσεως Pocemon ορίζει ότι οι συμβάσεις αυτές διέπονται από τις οικείες διατάξεις, «τις κοινοτικές πράξεις περί εβδόμου προγράμματος-πλαισίου, τον δημοσιονομικό κανονισμό που έχει εφαρμογή στον γενικό προϋπολογισμό, τις εκτελεστικές του ρυθμίσεις, καθώς και από τις λοιπές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου και, επικουρικώς, από το βελγικό δίκαιο».

12      Το άρθρο 9, τρίτο εδάφιο, της συμβάσεως επιδοτήσεως Perform και το ίδιο άρθρο της συμβάσεως επιδοτήσεως Pocemon προβλέπουν ότι το Γενικό Δικαστήριο ή, επί αιτήσεως αναιρέσεως, το Δικαστήριο είναι αποκλειστικώς αρμόδια προς επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ της Ένωσης και ενός δικαιούχου επιδοτήσεως, όσον αφορά την ερμηνεία, την εφαρμογή ή το κύρος των εν λόγω συμβάσεων επιδοτήσεως και των αποφάσεων της Επιτροπής που επιβάλλουν χρηματικές υποχρεώσεις.

13      Κατά το άρθρο ΙΙ.22, παράγραφος 1, του παραρτήματος ΙΙ των συμβάσεων επιδοτήσεως Perform και Pocemon, που επιγράφεται «Γενικοί όροι», η Επιτροπή μπορεί, έως πέντε έτη μετά τη λήξη των επίμαχων προγραμμάτων, να πραγματοποιήσει οικονομικό έλεγχο είτε από εξωτερικούς ελεγκτές, είτε από τις δικές της υπηρεσίες είτε από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF).

14      Το άρθρο II.22, παράγραφος 6, του παραρτήματος ΙΙ των συμβάσεων επιδοτήσεως Perform και Pocemon, που επιγράφεται «Γενικοί όροι», προβλέπει ότι η Επιτροπή λαμβάνει, βάσει των πορισμάτων του οικονομικού ελέγχου, κατάλληλα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων της εκδόσεως εντάλματος εισπράξεως των καταβληθέντων από αυτήν ποσών και της επιβολής κυρώσεων.

15      Η Επιτροπή ανέθεσε σε εταιρία ορκωτών ελεγκτών (στο εξής: ελεγκτική εταιρία) να πραγματοποιήσει, μεταξύ 12ης και 16ης Σεπτεμβρίου 2011, εξωτερικό οικονομικό έλεγχο των δαπανών που είχε δηλώσει η ενάγουσα στο πλαίσιο των συμβάσεων επιδοτήσεως Perform και Pocemon.

16      Στις 30 Αυγούστου 2012, η ελεγκτική εταιρία κοινοποίησε στην ενάγουσα το σχέδιο εκθέσεως οικονομικού ελέγχου 11-BA135-006, σχετικά με την οικονομική εκτέλεση των συμβάσεων επιδοτήσεως Perform και Pocemon (στο εξής: έκθεση οικονομικού ελέγχου). Η ενάγουσα κλήθηκε να διατυπώσει συναφώς τις παρατηρήσεις της. Στο εν λόγω σχέδιο, η ελεγκτική εταιρία έκρινε επιλέξιμες δαπάνες ύψους 24 781 ευρώ στο πλαίσιο της συμβάσεως επιδοτήσεως Perform και πρότεινε δημοσιονομικές διορθώσεις της τάξεως των 578 937 ευρώ υπέρ της Επιτροπής, με την αιτιολογία ότι η ενάγουσα είχε παραβεί τις συμβατικές υποχρεώσεις της. Όσον αφορά τη σύμβαση επιδοτήσεως Pocemon, η ελεγκτική εταιρία έκρινε επιλέξιμες δαπάνες ύψους 21 972 ευρώ και πρότεινε δημοσιονομικές διορθώσεις της τάξεως των 153 117 ευρώ υπέρ της Επιτροπής με την ίδια αιτιολογία.

17      Με επιστολές της 1ης και της 15ης Οκτωβρίου 2012, η ενάγουσα διατύπωσε προς την ελεγκτική εταιρία τις παρατηρήσεις της επί του σχεδίου εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, υποστηρίζοντας ότι το σχέδιο αυτό περιείχε εσφαλμένες εκτιμήσεις.

18      Με έγγραφο της 22ας Ιανουαρίου 2013 με στοιχεία αναφοράς Ares(2013)73917 (στο εξής: έγγραφο της 22ας Ιανουαρίου 2013), η Επιτροπή πληροφόρησε την ενάγουσα ότι είχε εγκρίνει τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου και της κοινοποίησε αντίγραφο της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου αριθ. 11‑BA135-006, της 19ης Δεκεμβρίου 2012, σχετικά με την οικονομική εκτέλεση των συμβάσεων επιδοτήσεως Perform και Pocemon εκ μέρους της ενάγουσας (στο εξής: έκθεση οικονομικού ελέγχου). Ειδικότερα, καταρχάς, στο έγγραφο αυτό, η Επιτροπή ανέφερε ότι η έκθεση οικονομικού ελέγχου θα αποστελλόταν στις αρμόδιες υπηρεσίες της προς τον σκοπό της εφαρμογής των πορισμάτων της εκθέσεως. Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε ότι, στην περίπτωση που οι προτεινόμενες στην έκθεση προσαρμογές ήταν ευνοϊκές γι’ αυτήν, η ενάγουσα δεν χρειαζόταν να λάβει μέτρα για την εφαρμογή των εν λόγω προσαρμογών, καθόσον οι υπηρεσίες της θα προέβαιναν στις απαραίτητες προσαρμογές σε σχέση με τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά, πρόσθεσε δε ότι οι προσαρμογές αυτές ήταν δυνατόν να επηρεάσουν μελλοντικές καταβολές σχετικές με τις επίμαχες συμβάσεις επιδοτήσεως ή να προκαλέσουν την έκδοση ενταλμάτων εισπράξεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων.

19      Όσον αφορά τη σύμβαση επιδοτήσεως Pocemon, η Επιτροπή, με έγγραφο της 14ης Φεβρουαρίου 2013 με στοιχεία αναφοράς Ares(2013)194917 σχετικό με προκαταρτική έρευνα για τη διαδικασία εισπράξεως (στο εξής: έγγραφο της 14ης Φεβρουαρίου 2013), πληροφόρησε την ενάγουσα ότι είχε την πρόθεση να συνεχίσει τη διαδικασία εισπράξεως για ποσό 273 559,63 ευρώ και ότι, εφόσον η ενάγουσα δεν διατύπωνε παρατηρήσεις εντός 30 ημερών, θα της αποστελλόταν χρεωστικό σημείωμα με περαιτέρω οδηγίες.

20      Με έγγραφο της 7ης Μαρτίου 2013, η ενάγουσα πληροφόρησε την Επιτροπή ότι θεωρούσε την έκθεση οικονομικού ελέγχου ανακριβή, πλημμελή, λανθασμένη και μη αξιόπιστη και πρότεινε συνάντηση με την Επιτροπή για το θέμα αυτό.

21      Με έγγραφο της 25ης Μαρτίου 2013, υπό στοιχεία αναφοράς Ares(2013)497233, η Επιτροπή ζήτησε από την ενάγουσα, πριν λάβει θέση επί της ανάγκης διοργανώσεως συναντήσεως, να υποβάλει, έως τις 15 Απριλίου 2013, όλα τα υλικά στοιχεία που δεν είχαν ακόμα ληφθεί υπόψη και τα οποία ήταν ικανά να τροποποιήσουν τα πορίσματα της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου. Με επιστολή της 15ης Απριλίου 2013, η ενάγουσα παρέσχε στην Επιτροπή συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

22      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Μαρτίου 2013, η ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση αγωγή.

23      Με χωριστό δικόγραφο, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια ημέρα, η ενάγουσα υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, δυνάμει του άρθρου 278 ΣΛΕΕ και των άρθρων 104 επ. του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, και ζήτησε την αναστολή της εκτελέσεως της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, του εγγράφου της 14ης Φεβρουαρίου 2013 και «κάθε άλλης συναφούς πράξης, απόφασης ή/και παράλειψης της αναθέτουσας αρχής, προηγούμενης ή επόμενης, που σχετίζεται με τα ανωτέρω», μέχρις ότου το Γενικό Δικαστήριο αποφανθεί επί της αγωγής. Η Επιτροπή υπέβαλε τις γραπτές παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων στις 28 Μαρτίου 2013. Με διάταξη της 8ης Μαΐου 2013, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων λόγω ελλείψεως επείγοντος.

24      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο πέμπτο τμήμα (νέα σύνθεση), στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

25      Η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να αναγνωριστεί ότι η απόρριψη από την Επιτροπή των δαπανών της ενάγουσας ύψους 578 937 ευρώ στο πλαίσιο της συμβάσεως επιδοτήσεως Perform, βάσει της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, συνιστά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων της Επιτροπής και ότι η ενάγουσα οφείλει να επιστρέψει στην Επιτροπή το ποσό των 21 171 ευρώ και όχι το ποσό των 487 101 ευρώ ούτε το ποσό της εκκαθαρισμένης αποζημιώσεως που θα προσδιοριστεί από την Επιτροπή·

–        να αναγνωριστεί ότι η απόρριψη από την Επιτροπή των δαπανών της ενάγουσας ύψους 153 117 ευρώ στο πλαίσιο της συμβάσεως επιδοτήσεως Pocemon, βάσει της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, συνιστά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων της Επιτροπής και ότι η ενάγουσα οφείλει να επιστρέψει στην Επιτροπή το ποσό των 143 671 ευρώ και όχι το ποσό των 273 559,63 ευρώ ούτε το ποσό της εκκαθαρισμένης αποζημιώσεως που θα προσδιοριστεί από την Επιτροπή.

26      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή στο σύνολό της·

–        να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

27      Δυνάμει του άρθρου 113 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αυτεπαγγέλτως, αφού ακούσει τους διαδίκους, να αποφανθεί επί του απαραδέκτου για λόγους δημοσίας τάξεως ή να διαπιστώσει ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου και ότι η δίκη πρέπει να καταργηθεί.

28      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι οι διάδικοι διατύπωσαν ήδη, με τα δικόγραφά τους, τις απόψεις τους επί του ζητήματος του παραδεκτού της υπό κρίση αγωγής. Η Επιτροπή, χωρίς να προβάλλει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας, εκτιμά ότι η ενάγουσα δεν έχει έννομο συμφέρον γεγεννημένο ή ενεστώς προς άσκηση της υπό κρίση αγωγής. Συναφώς, η ενάγουσα αμφισβητεί το επιχείρημα αυτό και επικαλείται την αναγνωριστική φύση της αγωγής της. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο έχει ακούσει τους διαδίκους κατά την έννοια του άρθρου 113 του Κανονισμού Διαδικασίας. Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τα στοιχεία της δικογραφίας και ότι δεν χρειάζεται να διεξαχθεί προφορική διαδικασία.

29      Για λόγους σαφήνειας, πρέπει προκαταρκτικώς να εξεταστεί κατά πόσον τα εκτιθέμενα ανωτέρω στη σκέψη 25 αιτήματα της ενάγουσας όσον αφορά την εκκαθαρισμένη αποζημίωση που θα προσδιοριστεί από την Επιτροπή ανταποκρίνονται στις επιταγές του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, πριν εξεταστεί το έννομο συμφέρον της ως προς τα λοιπά αιτήματα της υπό κρίση αγωγής.

 Επί του παραδεκτού της αγωγής, κατά το μέρος που με αυτή ζητείται να αναγνωριστεί ότι η αιτούσα δεν υποχρεούται να επιστρέψει την εκκαθαρισμένη αποζημίωση που θα προσδιοριστεί από την Επιτροπή, από πλευράς των επιταγών του άρθρου 44 του Κανονισμού Διαδικασίας

30      Στο μέτρο που η ενάγουσα ζητεί, με τα αιτήματά της, από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι, για κάθε μία από τις συμβάσεις επιδοτήσεως Perform και Pocemon, δεν υποχρεούται να επιστρέψει στην Επιτροπή το ποσό της εκκαθαρισμένης αποζημιώσεως που θα προσδιοριστεί από τη δεύτερη, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ενάγουσα δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα με το δικόγραφο της αγωγής της, ούτε με το υπόμνημα απαντήσεως, προς στήριξη των δύο αυτών αιτημάτων. Επιπλέον, η διατύπωση των εν λόγω αιτημάτων, αυτών καθαυτά, δεν επιτρέπει στην Επιτροπή και το Γενικό Δικαστήριο να αντιληφθούν ποιες είναι οι επιστροφές στις οποίες η ενάγουσα δεν οφείλει να προβεί.

31      Συνεπώς, στο μέτρο που με την αγωγή ζητείται να αναγνωριστεί ότι η ενάγουσα δεν υποχρεούται να επιστρέψει την εκκαθαρισμένη αποζημίωση που θα προσδιοριστεί από την Επιτροπή, η αγωγή στερείται σαφήνειας και, ως εκ τούτου, δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας και πρέπει, για τον λόγο αυτόν, να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

32      Εξάλλου, η ενάγουσα επικαλείται, στο σημείο 1 του δικογράφου της αγωγής της, το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, χωρίς να προβάλλει κανένα επιχείρημα προς θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης. Συναφώς, και εν πάση περιπτώσει, η απλή παραπομπή στο εν λόγω άρθρο δεν αρκεί προς τήρηση της επιταγής του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχεία γ΄ και δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας και, κατά συνέπεια, αυτό το αίτημα αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

 Επί του παραδεκτού της αγωγής, κατά το μέρος που με αυτή ζητείται να αναγνωριστεί ότι η εκ μέρους της Επιτροπής απόρριψη ορισμένων δαπανών συνιστά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεών της και ότι η ενάγουσα δεν υποχρεούται να της επιστρέψει ορισμένα ποσά, λαμβανομένου υπόψη του εννόμου συμφέροντός της

33      Περαιτέρω, πρέπει να εξεταστούν μαζί τα λοιπά αιτήματα με τα οποία η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει, αφενός, ότι η εκ μέρους της Επιτροπής απόρριψη, βάσει της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε και οι οποίες ανέρχονται στο ποσό των 578 937 ευρώ στο πλαίσιο της συμβάσεως επιδοτήσεως Perform συνιστά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεών της και ότι δεν υποχρεούται, στο πλαίσιο αυτής της συμβάσεως επιδοτήσεως, να επιστρέψει στην Επιτροπή ποσό υπερβαίνον το ποσό των 21 171 ευρώ και, αφετέρου, ότι η εκ μέρους της Επιτροπής απόρριψη, βάσει της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε και οι οποίες ανέρχονται στο ποσό των 153 117 ευρώ στο πλαίσιο της συμβάσεως επιδοτήσεως Pocemon συνιστά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεών της και ότι δεν υποχρεούται, στο πλαίσιο αυτής της συμβάσεως επιδοτήσεως, να επιστρέψει στην Επιτροπή ποσό υπερβαίνον το ποσό των 143 671 ευρώ.

34      Έχει κριθεί ότι, προς διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, κάθε πρόσωπο που προσφεύγει ενώπιον δικαστηρίου, ανεξαρτήτως του επιλεγομένου ενδίκου βοηθήματος, οφείλει να έχει έννομο συμφέρον γεγεννημένο και ενεστώς (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, διάταξη της 17ης Οκτωβρίου 2005, First Data κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-28/02, Συλλογή, EU:T:2005:357, σκέψη 42, και απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, Lior κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά Lior, T‑192/01 και T‑245/04, EU:T:2009:365, σκέψη 247· βλ. επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, διάταξη της 17ης Οκτωβρίου 2005, First Data κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑28/02, Συλλογή, EU:T:2005:357, σκέψη 42). Το έννομο συμφέρον συνιστά την ουσιώδη και κύρια προϋπόθεση της προσφυγής στη δικαιοσύνη (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Απριλίου 2013, GRP Security κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, T‑87/11, EU:T:2013:161, σκέψη 44) και πρέπει, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου του ενδίκου βοηθήματος, να υφίσταται κατά τον χρόνο ασκήσεώς του, άλλως το ένδικο βοήθημα είναι απαράδεκτο. Το αντικείμενο αυτό πρέπει, όπως και το έννομο συμφέρον, να εξακολουθεί να υφίσταται έως την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως η προσφυγή καθίσταται άνευ αντικειμένου και η δίκη καταργείται (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής, C-362/05 P, Συλλογή, EU:C:2007:322, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

35      Η ύπαρξη έννομου συμφέροντος προϋποθέτει ότι το ένδικο βοήθημα μπορεί, με το αποτέλεσμά του, να προσπορίσει όφελος στον διάδικο που το άσκησε (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 2000, Κοινοβούλιο κατά Richard, C‑174/99 P, Συλλογή, EU:C:2000:412, σκέψη 33, και Wunenburger κατά Επιτροπής, προμνησθείσα στη σκέψη 34, EU:C:2007:322, σκέψη 42).

36      Κατά τη νομολογία, αν το συμφέρον που επικαλείται ο προσφεύγων αφορά μελλοντική νομική κατάσταση, ο προσφεύγων πρέπει να αποδείξει ότι η προσβολή της καταστάσεως αυτής εμφανίζεται πλέον ως αναπότρεπτη (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, Sniace κατά Επιτροπής, T‑141/03, Συλλογή, EU:T:2005:129, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37      Επιπλέον, όταν υφίστανται αμφιβολίες ή αντιρρήσεις, στον προσφεύγοντα εναπόκειται να δικαιολογήσει το έννομο συμφέρον του (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις GRP Security κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, προμνησθείσα στη σκέψη 34, EU:T:2013:161, σκέψη 44, και της 5ης Σεπτεμβρίου 2014, Éditions Odile Jacob κατά Επιτροπής, T‑471/11, Συλλογή, EU:T:2014:739, σκέψη 39).

38      Όσον αφορά το έννομο συμφέρον της ενάγουσας, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν έχει ακόμα κινήσει τη διαδικασία εισπράξεως των απαιτήσεών της έναντι της ενάγουσας για τις συμβάσεις επιδοτήσεως Perform και Pocemon. Εφόσον δεν έχει εκδώσει οποιαδήποτε πράξη με την οποία να δηλώνει οριστικώς την πρόθεσή της να προβεί στην είσπραξη των απαιτήσεων, η ενάγουσα δεν έχει γεγεννημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον προς άσκηση της υπό κρίση αγωγής η οποία, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

39      Η ενάγουσα περιορίζεται να προσάψει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της την αναγνωριστική φύση της αγωγής της.

40      Πρέπει να παρατηρηθεί ότι το επιχείρημα της ενάγουσας ότι η υπό κρίση αγωγή είναι αναγνωριστική, δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, δεν αναιρεί την απαίτηση υπάρξεως εννόμου συμφέροντος γεγεννημένου και ενεστώτος κατά τον χρόνο της ασκήσεώς της, κατά την έννοια της παρατεθείσας ανωτέρω στη σκέψη 34 νομολογίας. Λαμβανομένης υπόψη της παρατεθείσας ανωτέρω στη σκέψη 37 νομολογίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στην ενάγουσα εναπόκειται να δικαιολογήσει το έννομο συμφέρον της, ήτοι, στο πλαίσιο αγωγής δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, αποδεικνύοντας ότι οι επίμαχες απαιτήσεις είναι συγκεκριμένες και υφιστάμενες. Αυτό το γεγεννημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον πρέπει να εξεταστεί με βάση τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

41      Πράγματι, διαπιστώνεται ότι, ελλείψει ειδικών στοιχείων δικαιολογούντων κατ’ εξαίρεση την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος ήδη γεγεννημένου και ενεστώτος, ο ενάγων δεν έχει, στο πλαίσιο αγωγής δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, έννομο συμφέρον γεγεννημένο και ενεστώς παρά μόνον από τον χρόνο κατά τον οποίο η Επιτροπή τον πληροφορεί, άνευ επιφυλάξεων, ότι θεωρεί ότι υφίσταται, στο πλαίσιο συμβάσεως επιδοτήσεως, συγκεκριμένη απαίτηση, δηλαδή προσδιορισμένη ή αρκούντως προσδιορίσιμη, τόσο από πλευράς θεμελιώσεως όσο και από πλευράς ποσού, έναντι του ενάγοντος και ότι έχει την πρόθεση να εισπράξει την απαίτηση αυτή.

42      Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί για κάθε μία από τις επίμαχες συμβάσεις επιδοτήσεως κατά πόσον η Επιτροπή προέβη σε τέτοια δήλωση έναντι της ενάγουσας.

 Επί της συμβάσεως επιδοτήσεως Perform

43      Εν προκειμένω, η Επιτροπή ανέθεσε στην ελεγκτική εταιρία να πραγματοποιήσει έλεγχο μετά την ολοκλήρωση της εκτελέσεως της συμβάσεως επιδοτήσεως Perform και τη διακοπή της εκτελέσεως της συμβάσεως επιδοτήσεως Pocemon. Η Επιτροπή κοινοποίησε τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου στην ενάγουσα και δήλωσε ότι συμφωνούσε με αυτά.

44      Ειδικότερα, με το έγγραφο της 22ας Ιανουαρίου 2013 σχετικά με τις δύο επίμαχες συμβάσεις επιδοτήσεως, η Επιτροπή επιβεβαίωσε, καταρχάς, στην ενάγουσα τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου. Της κοινοποίησε αντίγραφο της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου και επισήμανε ότι η τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου θα αποστελλόταν στις αρμόδιες για την εφαρμογή των πορισμάτων του οικονομικού ελέγχου υπηρεσίες της.

45      Βεβαίως, με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή δήλωσε ότι θεωρούσε τα πορίσματα της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου αποδεκτά και ότι ο οικονομικός έλεγχος είχε περατωθεί. Ωστόσο, συγχρόνως, ζήτησε από την ενάγουσα να μη λάβει κανένα μέτρο για την εφαρμογή των προσαρμογών για τις ελεγχθείσες περιόδους, προσθέτοντας ότι οι υπηρεσίες της μπορούσαν να το πράξουν εκδίδοντας ένταλμα εισπράξεως ή προσαρμόζοντας μελλοντικές πληρωμές.

46      Επομένως, όσον αφορά τη σύμβαση επιδοτήσεως Perform, με το ίδιο αυτό έγγραφο η Επιτροπή δεν διαπίστωσε καμία απαίτηση έναντι της ενάγουσας ούτε εξέφρασε την πρόθεσή της να εισπράξει τέτοια απαίτηση.

47      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι αυτά καθαυτά τα πορίσματα εκθέσεως οικονομικού ελέγχου δεν επιτρέπουν να συναχθεί ότι η Επιτροπή θα διαπιστώσει, εν προκειμένω, απαιτήσεις και σε ποιο βαθμό θα το πράξει. Συνεπώς, η διαδικασία οικονομικού ελέγχου αποτελεί προκαταρκτική και προπαρασκευαστική διαδικασία, διακρινόμενη από τη διαδικασία η οποία ενδέχεται να οδηγήσει σε είσπραξη απαιτήσεων, καθόσον η δεύτερη αυτή διαδικασία διεξάγεται από τις διαχειριστικών αρμοδιοτήτων υπηρεσίες της Επιτροπής, οι οποίες ουδόλως δεσμεύονται από τα πορίσματα της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου.

48      Στη συνέχεια, με την από 7 Μαρτίου 2013 απαντητική επιστολή της, η ενάγουσα απλώς πληροφόρησε την Επιτροπή ότι θεωρούσε την έκθεση οικονομικού ελέγχου ανακριβή, πλημμελή, λανθασμένη και μη αξιόπιστη, χωρίς να παράσχει συναφώς καμία διευκρίνιση. Πρότεινε επίσης συνάντηση με την Επιτροπή και ανέφερε ότι οι υπάλληλοί της ήταν στη διάθεση της Επιτροπής για την παροχή των συναφών πληροφοριών.

49      Ως εκ τούτου, κατά τον χρόνο ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής, ήτοι στις 20 Μαρτίου 2013, η Επιτροπή και η ενάγουσα συζητούσαν ακόμα τα πορίσματα της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου (βλ. επίσης ανωτέρω σκέψη 21), καθόσον η ενάγουσα είχε ζητήσει στις 7 Μαρτίου 2013 συνάντηση με την Επιτροπή για το θέμα αυτό.

50      Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι από τη δικογραφία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν προκύπτει κανένα άλλο στοιχείο που να δικαιολογεί έννομο συμφέρον της ενάγουσας εν προκειμένω.

51      Πράγματι, αφενός, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, κατά την ημέρα ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής και, κατά μείζονα λόγο, έως την ημέρα αυτή, κανένα ένταλμα εισπράξεως δεν εκδόθηκε και κανένα χρεωστικό σημείωμα σχετικό με τη σύμβαση επιδοτήσεως Perform δεν κοινοποιήθηκε στην ενάγουσα, πράγμα το οποίο δεν αμφισβητούν οι διάδικοι.

52      Το άρθρο II. 21, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος της συμβάσεως επιδοτήσεως Perform, που επιγράφεται «Γενικοί όροι», προβλέπει ότι είσπραξη ποσού μετά την καταγγελία ή την εκτέλεση μιας συμβάσεως επιδοτήσεως γίνεται με την έκδοση εντάλματος εισπράξεως από την Επιτροπή έναντι του συγκεκριμένου δικαιούχου.

53      Έστω και αν είναι αληθές ότι η έκδοση εντάλματος εισπράξεως ή η κοινοποίηση χρεωστικού σημειώματος δεν αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού αγωγής δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, επισημαίνεται ότι ο δικαστής της Ένωσης έχει κρίνει παραδεκτές τέτοιες αγωγές στο μέτρο που η Επιτροπή είχε διαπιστώσει επισήμως τις απαιτήσεις της εκδίδοντας χρεωστικό σημείωμα (αποφάσεις της 17ης Ιουνίου 2010, CEVA κατά Επιτροπής, T-428/07 και T‑455/07, Συλλογή, EU:T:2010:240, σκέψεις 30 και 64, και της 2ας Οκτωβρίου 2012, ELE.SI.A κατά Επιτροπής, T‑312/10, EU:T:2012:512). Η ύπαρξη οφειλής προς την Επιτροπή, το υποστατό της, το ποσό της και οι όροι του απαιτητού της καθορίζονται επισήμως, κατά την έννοια του δημοσιονομικού κανονισμού, μόνο με τη διαπίστωση απαιτήσεως. Συνεπώς, η απαίτηση διαπιστώνεται επισήμως με ένταλμα εισπράξεως και γνωστοποιείται κατά τρόπο οριστικό και βέβαιο στον οφειλέτη με χρεωστικό σημείωμα.

54      Αφετέρου, πρέπει να σημειωθεί ότι, στο πλαίσιο της συμβάσεως επιδοτήσεως Perform, η ενάγουσα δεν παρέσχε στοιχεία αποδεικνύοντα ότι, κατά την ημέρα ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής, η αγωγή αυτή στηριζόταν κατ’ εξαίρεση σε έννομο συμφέρον γεγεννημένο και ενεστώς που έχρηζε νομικής προστασίας παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν είχε ακόμα διατυπώσει την άποψή της όσον αφορά την ύπαρξη αρκούντως ακριβούς απαιτήσεως έναντι της ενάγουσας ούτε την πρόθεσή της να προβεί στην είσπραξή της.

55      Επομένως, η ενάγουσα δεν απέδειξε ότι, κατά την ημέρα ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής, είχε έννομο συμφέρον γεγεννημένο και ενεστώς όσον αφορά το αίτημά της να αναγνωριστεί, στο πλαίσιο της συμβάσεως επιδοτήσεως Perform, ότι η εκ μέρους της Επιτροπής απόρριψη, βάσει της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, των δαπανών της ενάγουσας συνιστούσε παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων της Επιτροπής και ότι η ενάγουσα δεν είχε υποχρέωση να επιστρέψει το ποσό που αναφέρει στο πρώτο αίτημά της.

 Επί της συμβάσεως επιδοτήσεως Pocemon

56      Πρέπει να παρατηρηθεί ότι τα έγγραφα της 22ας Ιανουαρίου, της 7ης και της 25ης Μαρτίου και της 15ης Απριλίου 2013 αφορούσαν και τη σύμβαση επιδοτήσεως Pocemon. Για τους ίδιους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω στις σκέψεις 43 έως 48, διαπιστώνεται ότι, όσον αφορά τα εν λόγω έγγραφα, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε καμία απαίτηση έναντι της ενάγουσας ούτε εξέφρασε την πρόθεσή της να εισπράξει την εν λόγω απαίτηση στο πλαίσιο αυτής της συμβάσεως επιδοτήσεως.

57      Προκειμένου για τη σύμβαση επιδοτήσεως Pocemon, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή, με το έγγραφο της 14ης Φεβρουαρίου 2013, ανήγγειλε στην ενάγουσα την πρόθεσή της να συνεχίσει τη διαδικασία εισπράξεως και ότι, εφόσον η ενάγουσα δεν διατύπωνε παρατηρήσεις εντός 30 ημερών, θα της αποστελλόταν χρεωστικό σημείωμα με περαιτέρω οδηγίες. Το έγγραφο αυτό επιγραφόταν «Προκαταρκτική ενημέρωση σχετικά με τη διαδικασία εισπράξεως».

58      Ασφαλώς, με το έγγραφο της 14ης Φεβρουαρίου 2013, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην ενάγουσα ότι είχε υπολογίσει τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά, που ανέρχονταν σε 273 559,63 ευρώ, καθώς και την πρόθεσή της να προβεί στην είσπραξη του ποσού αυτού.

59      Ωστόσο, έστω και αν είναι αληθές ότι η Επιτροπή ανέφερε ένα συγκεκριμένο ποσό και εξέφρασε την πρόθεσή της να το εισπράξει, πρέπει να παρατηρηθεί ότι από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι η διαδικασία εισπράξεως του επίμαχου ποσού θα συνεχιζόταν μόνον αν η ενάγουσα δεν διατύπωνε παρατηρήσεις εντός 30 ημερών, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι το επίμαχο ποσό δεν είχε ακόμα διαπιστωθεί άνευ επιφυλάξεων. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η μνεία ενός συγκεκριμένου ποσού και της προθέσεως εισπράξεώς του αποσκοπεί στο να παράσχει στην ενάγουσα τη δυνατότητα να διατυπώσει κατάλληλες και στοχευμένες παρατηρήσεις προς την Επιτροπή.

60      Επομένως, το έγγραφο αυτό δεν εξέφραζε ανεπιφύλακτη θέση και δεν συνιστούσε, συνεπώς, πράξη με την οποία διαπιστώνονταν οι απαιτήσεις της Επιτροπής κατά τον δέοντα τρόπο. Αντιθέτως, κατά τον χρόνο ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής, η Επιτροπή και η ενάγουσα συζητούσαν ακόμα τα πορίσματα της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, αφού η ενάγουσα είχε ζητήσει, στις 7 Μαρτίου 2013, συνάντηση με την Επιτροπή προς τον σκοπό αυτόν.

61      Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι από τη δικογραφία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν προκύπτει κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί αντίθετη διαπίστωση.

62      Πράγματι, πρέπει, αφενός, να παρατηρηθεί ότι κανένα ένταλμα εισπράξεως δεν εκδόθηκε και κανένα χρεωστικό σημείωμα που να αφορά τη σύμβαση επιδοτήσεως Pocemon δεν κοινοποιήθηκε στην ενάγουσα, πράγμα το οποίο δεν αμφισβητούν οι διάδικοι.

63      Το άρθρο II. 21, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος II της συμβάσεως επιδοτήσεως Pocemon, που επιγράφεται «Γενικοί όροι», προβλέπει ότι είσπραξη ποσού μετά την καταγγελία ή την εκτέλεση μιας συμβάσεως επιδοτήσεως γίνεται με την έκδοση εντάλματος εισπράξεως από την Επιτροπή έναντι του συγκεκριμένου δικαιούχου.

64      Αφετέρου, διαπιστώνεται ότι, στο πλαίσιο της συμβάσεως επιδοτήσεως Pocemon, η ενάγουσα δεν παρέσχε στοιχεία αποδεικνύοντα ότι, κατά την ημέρα ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής, η αγωγή αυτή στηριζόταν κατ’ εξαίρεση σε έννομο συμφέρον γεγεννημένο και ενεστώς που έχρηζε νομικής προστασίας παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν είχε ακόμα διατυπώσει την άποψή της όσον αφορά την ύπαρξη αρκούντως ακριβούς απαιτήσεως έναντι της ενάγουσας ή την πρόθεσή της να προβεί στην είσπραξή της.

65      Ελλείψει ειδικής δικαιολογίας, η ενάγουσα δεν έχει δικαίωμα να προσφύγει ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, εν προκειμένω, παράλληλα με τη δυνατότητά της να διατυπώσει παρατηρήσεις προς την Επιτροπή, προτού η δεύτερη δηλώσει ανεπιφύλακτα τη θέση της σχετικά με την ύπαρξη της επίμαχης απαιτήσεως.

66      Επομένως, η ενάγουσα δεν απέδειξε ότι, κατά την ημέρα ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής, είχε έννομο συμφέρον γεγεννημένο και ενεστώς όσον αφορά το αίτημά της να αναγνωριστεί, στο πλαίσιο της συμβάσεως επιδοτήσεως Pocemon, ότι η εκ μέρους της Επιτροπής απόρριψη, βάσει της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, των δαπανών της ενάγουσας συνιστούσε παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων της Επιτροπής και ότι η ενάγουσα δεν είχε υποχρέωση να επιστρέψει το ποσό που αναφέρει στο δεύτερο αίτημά της.

67      Ως εκ τούτου, από τις διαπιστώσεις που εκτίθενται ανωτέρω στις σκέψεις 55 και 66 προκύπτει ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε το γεγεννημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον της προς άσκηση της υπό κρίση αγωγής, κατά τον χρόνο που αυτή ασκήθηκε, ήτοι στις 20 Μαρτίου 2013, στο μέτρο που ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει, αφενός, ότι η εκ μέρους της Επιτροπής απόρριψη, βάσει της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε και οι οποίες ανέρχονται στο ποσό των 578 937 ευρώ στο πλαίσιο της συμβάσεως επιδοτήσεως Perform συνιστά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεών της και ότι η ενάγουσα δεν υποχρεούται στο πλαίσιο αυτής της συμβάσεως επιδοτήσεως να επιστρέψει στην Επιτροπή ποσό υπερβαίνον το ποσό των 21 171 ευρώ και, αφετέρου, ότι η εκ μέρους της Επιτροπής απόρριψη, βάσει της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε και οι οποίες ανέρχονται στο ποσό των 153 117 ευρώ στο πλαίσιο της συμβάσεως επιδοτήσεως Pocemon συνιστά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεών της και ότι η ενάγουσα δεν υποχρεούται, στο πλαίσιο αυτής της συμβάσεως επιδοτήσεως, να επιστρέψει στην Επιτροπή ποσό υπερβαίνον το ποσό των 143 671 ευρώ.

68      Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλει η ενάγουσα.

69      Πρώτον, το επιχείρημα της ενάγουσας ότι η ένσταση απαραδέκτου που αναπόδεικτα και αορίστως προβάλλει η Επιτροπή είναι αλυσιτελής και καταχρηστική πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές. Πράγματι, κατά τη νομολογία, η έλλειψη εννόμου συμφέροντος συνιστά λόγο απαραδέκτου δημοσίας τάξεως τον οποίο ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2010, Co‑Frutta κατά Επιτροπής, T-355/04 και T‑446/04, Συλλογή, EU:T:2010:15, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συνεπώς, και αν ακόμα θεωρηθεί ότι η ένσταση απαραδέκτου που προβάλλει η Επιτροπή είναι αόριστη και ατεκμηρίωτη, αυτό δεν εμποδίζει το Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει το ζήτημα του παραδεκτού αυτεπαγγέλτως και να κρίνει, ενδεχομένως, την αγωγή απαράδεκτη.

70      Δεύτερον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι δικαιούται να ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει το βάσιμο των αιτιολογημένων αντιρρήσεών της σχετικά με την έκθεση οικονομικού ελέγχου. Ειδικότερα, η ενάγουσα επικαλείται, ως στοιχεία δικαιολογούντα το παραδεκτό της αγωγής της, προσβολή του δικαιώματός της προς υποβολή αντιρρήσεων, του δικαιώματος ακροάσεως και του δικαιώματος στη χρηστή διοίκηση καθώς και παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικότητας.

71      Αφενός, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι ιδιώτες πρέπει μεν να τυγχάνουν αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που αντλούν από την έννομη τάξη της Ένωσης (διάταξη της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, Município de Gondomar κατά Επιτροπής, C‑501/08 P, EU:C:2009:580, σκέψη 38), πλην όμως, βάσει της παρατεθείσας ανωτέρω στις σκέψεις 34 και 35 νομολογίας, το δικαίωμα στην προστασία αυτή δεν μπορεί να ανατρέψει τους λόγους απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, συμπεριλαμβανομένης της απαιτήσεως υπάρξεως εννόμου συμφέροντος της ενάγουσας κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής.

72      Αφετέρου, και εν πάση περιπτώσει, τα επιχειρήματα της ενάγουσας δεν μπορούν να δικαιολογήσουν έννομο συμφέρον της. Καταρχάς, στο μέτρο που θεωρεί ότι η δυνατότητα που της παρασχέθηκε, με το έγγραφο της 14ης Φεβρουαρίου 2013, για την υποβολή παρατηρήσεων εντός 30 ημερών πριν από τη συνέχιση της διαδικασίας εισπράξεως αποτελεί καθαρώς τυπική διαδικασία, χωρίς κανένα ουσιαστικό έλεγχο, αρκεί να σημειωθεί ότι, προκειμένου περί του βάρους αποδείξεως στο πλαίσιο αγωγής ασκουμένης δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ και στην περίπτωση που η Επιτροπή επιδιώκει την είσπραξη απαιτήσεως κατόπιν οικονομικού ελέγχου, σ’ αυτήν εναπόκειται να αποδείξει, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενάγων έχει προσκομίσει τις καταστάσεις εξόδων και άλλα κρίσιμα πληροφοριακά στοιχεία, ότι η συμβατική παροχή είναι πλημμελής ή ότι οι καταστάσεις εξόδων δεν είναι ακριβείς ή αξιόπιστες (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά B2 Test, T‑317/07, EU:T:2008:516, σκέψη 71). Όπως κρίθηκε ανωτέρω στη σκέψη 47, η διαδικασία οικονομικού ελέγχου αποτελεί προκαταρκτική και προπαρασκευαστική διαδικασία, διακρινόμενη από τη διαδικασία η οποία ενδέχεται να οδηγήσει σε είσπραξη απαιτήσεων, καθόσον η δεύτερη αυτή διαδικασία διεξάγεται από τις διαχειριστικών αρμοδιοτήτων υπηρεσίες της Επιτροπής, οι οποίες ουδόλως δεσμεύονται από τα πορίσματα της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν υπήρξε προσβολή του δικαιώματος της ενάγουσας προς διατύπωση αντιρρήσεων.

73      Περαιτέρω, στο μέτρο που η ενάγουσα προσάπτει στην ελεγκτική εταιρία ότι παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως και προσέβαλε το δικαίωμα ακροάσεώς της, αρκεί η παρατήρηση ότι η εταιρία αυτή δεν είναι θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 41, παράγραφοι 1 και 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εν πάση περιπτώσει, όπως εκτέθηκε ανωτέρω στη σκέψη 16, η ενάγουσα κλήθηκε να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της επί του σχεδίου εκθέσεως οικονομικού ελέγχου.

74      Εξάλλου, στο μέτρο που η ενάγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως και προσέβαλε το δικαίωμα ακροάσεώς της, καθόσον δεν έλαβε υπόψη της τα στοιχεία που η ίδια παρέσχε στις 7 Μαρτίου και στις 15 Απριλίου 2013, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εφόσον η αγωγή ασκήθηκε στις 20 Μαρτίου 2013, η Επιτροπή προφανώς δεν ήταν σε θέση, κατά το στάδιο αυτό, να λάβει υπόψη της στοιχεία που παρασχέθηκαν μόλις στις 15 Απριλίου 2013. Επιπλέον, με την επιστολή της 7ης Μαρτίου 2013, η ενάγουσα πληροφόρησε απλώς την Επιτροπή ότι θεωρούσε την έκθεση οικονομικού ελέγχου ανακριβή, πλημμελή, λανθασμένη και μη αξιόπιστη. Δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν προέβαλε κανένα νέο επιχείρημα ή πραγματικό στοιχείο με την επιστολή αυτή, δεν μπορεί βασίμως να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη την από 7 Μαρτίου 2013 επιστολή της. Άλλωστε, το γεγονός και μόνον ότι δεν έγιναν πλήρως δεκτά τα αιτήματα της ενάγουσας δεν σημαίνει ότι οι παρατηρήσεις της δεν εξετάστηκαν από την Επιτροπή ή από την εξωτερική ελεγκτική εταιρία.

75      Τέλος, η ενάγουσα επικαλείται παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικότητας, η οποία απαγορεύει κάθε ρύθμιση που καθιστά αδύνατη στην πράξη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση δικαιώματος το οποίο απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ενάγουσα δεν αναπτύσσει με τα δικόγραφά της κανένα επιχείρημα που να εξηγεί πώς, εν προκειμένω, η άσκηση ενός τέτοιου δικαιώματος κατέστη αδύνατη στην πράξη ή υπερβολικά δυσχερής. Εν πάση περιπτώσει, όπως εκτέθηκε ανωτέρω στη σκέψη 71, το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία δεν μπορεί πάντως να ανατρέψει τους λόγους απαραδέκτου δημοσίας τάξεως.

76      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η αγωγή είναι απαράδεκτη και πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθεί. Υπό τις συνθήκες αυτές παρέλκει πλέον η απόφανση επί της προτάσεως της ενάγουσας για τον εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου διορισμό πραγματογνώμονα προς τον σκοπό της εκτιμήσεως της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

77      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η ενάγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη.

2)      Καταδικάζει την Τάλαντον AE – Συμβουλευτική‑Εκπαιδευτική Εταιρεία Διανομών, Παροχής Υπηρεσιών Μάρκετινγκ και Διοίκησης Επιχειρήσεων στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

Λουξεμβούργο, 4 Δεκεμβρίου 2014.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      A. Dittrich


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.