Language of document : ECLI:EU:C:2020:764

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 1ης Οκτωβρίου 2020 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Φάρμακα για ανθρώπινη χρήση χορηγούμενα χωρίς ιατρική συνταγή – Διαδικτυακή πώληση – Διαφήμιση για τον ιστότοπο φαρμακείου – Περιορισμοί – Απαγόρευση έκπτωσης σε περίπτωση παραγγελίας που υπερβαίνει μια ορισμένη ποσότητα και απαγόρευση χρήσης της υπηρεσίας αντιστοίχισης επί πληρωμή – Υποχρέωση συμπλήρωσης ερωτηματολογίου επί θεμάτων υγείας από τον ασθενή πριν από την επικύρωση της πρώτης παραγγελίας του στον ιστότοπο – Προστασία της δημόσιας υγείας – Οδηγία 2000/31/ΕΚ – Ηλεκτρονικό εμπόριο – Άρθρο 2, στοιχείο αʹ – Υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας – Άρθρο 2, στοιχείο ηʹ – Συντονισμένος τομέας – Άρθρο 3 – Αρχή της χώρας καταγωγής – Παρεκκλίσεις – Δικαιολόγηση – Προστασία της δημόσιας υγείας – Προστασία της αξιοπρέπειας του επαγγέλματος του φαρμακοποιού – Πρόληψη της κατάχρησης στην κατανάλωση φαρμάκων»

Στην υπόθεση C‑649/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το cour d’appel de Paris (εφετείο Παρισίων, Γαλλία) με απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Οκτωβρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

A

κατά

Daniel B,

UD,

AFP,

B,

L,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του τρίτου τμήματος, L. S. Rossi, J. Malenovský (εισηγητή) και F. Biltgen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: R. Şereş, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Οκτωβρίου 2019,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η A, εκπροσωπούμενη από την K. Nordlander, advokat, και την A. Robert, avocate,

–        οι Daniel B, L, B, AFP και UD, εκπροσωπούμενοι από τους M. Guizard και S. Beaugendre, avocats,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A.‑L. Desjonquères, καθώς και από τους R. Coesme και E. Leclerc,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Β. Καρρά, Α. Δημητρακοπούλου και Ε. Τσαούση,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Aguilera Ruiz,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Μ. K. Bulterman και Μ. L. Noort,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους F. Thiran, A. Sipos και S. L. Kalėda,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 27ης Φεβρουαρίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 34 ΣΛΕΕ, του άρθρου 85γ της οδηγίας 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (ΕΕ 2001, L 311, σ. 67), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2011/62/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011 (ΕΕ 2011, L 174, σ. 74) (στο εξής: οδηγία 2001/83), καθώς και του άρθρου 3 της οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο») (ΕΕ 2000, L 178, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της A, εταιρίας ολλανδικού δικαίου η οποία εκμεταλλεύεται φαρμακείο εγκατεστημένο στις Κάτω Χώρες καθώς και ιστότοπο που απευθύνεται ειδικά σε πελάτες στη Γαλλία, και, αφετέρου, των Daniel B, UD, AFP, B και L (στο εξής: Daniel B κ.λπ.), οι οποίοι είναι φορείς εκμετάλλευσης φαρμακείων και ενώσεις που εκπροσωπούν τα επαγγελματικά συμφέροντα των εγκατεστημένων στη Γαλλία φαρμακοποιών, με αντικείμενο την εκ μέρους της A προώθηση του εν λόγω ιστοτόπου σε πελάτες στη Γαλλία μέσω πολύμορφης διαφημιστικής εκστρατείας ευρείας εμβέλειας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 98/34/ΕΚ

3        Το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, της οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ 1998, L 204, σ. 37), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998 (ΕΕ 1998, L 217, σ. 18) (στο εξής: οδηγία 98/34), προβλέπει τα εξής:

«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]

2.      “υπηρεσία”: οποιαδήποτε υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών, ήτοι κάθε υπηρεσία που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής, με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως και κατόπιν προσωπικής επιλογής ενός αποδέκτη υπηρεσιών.»

 Η οδηγία 2000/31

4        Οι αιτιολογικές σκέψεις 18 και 21 της οδηγίας 2000/31 έχουν ως εξής:

«(18)      Οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας καλύπτουν μεγάλο φάσμα οικονομικών δραστηριοτήτων σε απευθείας σύνδεση (on-line) οι οποίες μπορούν να συνίστανται, συγκεκριμένα, στην πώληση εμπορευμάτων σε απευθείας σύνδεση […].

[…]

(21)      Το πεδίο εφαρμογής του συντονισμένου τομέα δεν προδικάζει τυχόν μελλοντική εναρμόνιση σε κοινοτικό επίπεδο σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας ούτε μελλοντική νομοθεσία που θα θεσπιστεί σε εθνικό επίπεδο σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο. Ο συντονισμένος τομέας καλύπτει μόνον προϋποθέσεις σχετικά με δραστηριότητες σε απευθείας σύνδεση (on-line), όπως ενημέρωση on-line, διαφήμιση on-line, αγορά εμπορευμάτων on-line, σύναψη συμβάσεων on-line […]».

5        Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«1.      Η παρούσα οδηγία έχει ως στόχο την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, εξασφαλίζοντας την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας μεταξύ των κρατών μελών.

2.      Η παρούσα οδηγία εξασφαλίζει την προσέγγιση, εφόσον χρειάζεται για την πραγματοποίηση του στόχου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ορισμένων εθνικών διατάξεων για τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας οι οποίες αφορούν την εσωτερική αγορά, την εγκατάσταση των φορέων παροχής υπηρεσιών, τις εμπορικές επικοινωνίες, τη σύναψη συμβάσεων με ηλεκτρονικά μέσα, την ευθύνη των μεσαζόντων, τους κώδικες δεοντολογίας, τον εξώδικο διακανονισμό των διαφορών, τα μέσα έννομης προστασίας και τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών.»

6        Το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ως «υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας» τις υπηρεσίες κατά την έννοια του άρθρου 1, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, της οδηγίας 98/34.

7        Το άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2000/31 ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

η)      “συντονισμένος τομέας”: οι προϋποθέσεις που ισχύουν στα νομικά συστήματα των κρατών μελών προκειμένου για φορείς παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας ή υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για γενικές διατάξεις ή για διατάξεις σχεδιασμένες ειδικά για τον τομέα αυτό·

i)      ο συντονισμένος τομέας αφορά απαιτήσεις προς τις οποίες πρέπει να συμμορφώνεται ο φορέας παροχής υπηρεσιών σχετικά με:

–        την ανάληψη δραστηριότητας παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως προϋποθέσεις σχετικά με τα προσόντα, την έγκριση ή την κοινοποίηση,

–        την άσκηση δραστηριότητας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως απαιτήσεις σχετικά με τη συμπεριφορά του φορέα παροχής υπηρεσιών, σχετικά με την ποιότητα ή το περιεχόμενο της υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων για τη διαφήμιση και τη σύναψη συμβάσεων, ή απαιτήσεις σχετικά με την ευθύνη του φορέα παροχής υπηρεσιών·

ii)      ο συντονισμένος τομέας δεν καλύπτει απαιτήσεις όπως:

–        προϋποθέσεις σχετικά με τα ίδια τα αγαθά,

–        προϋποθέσεις σχετικά με την παράδοση αγαθών,

–        προϋποθέσεις σχετικά με υπηρεσίες που δεν παρέχονται με ηλεκτρονικά μέσα.»

8        Το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Εσωτερική αγορά», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας που παρέχει ένας φορέας εγκατεστημένος στο έδαφός του να τηρούν τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις του οι οποίες εμπίπτουν στο συντονισμένο τομέα.

2.      Τα κράτη μέλη δεν μπορούν, για λόγους που αφορούν το συντονισμένο τομέα, να περιορίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας οι οποίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος.

3.      Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται στους τομείς που αναφέρονται στο παράρτημα.

4.      Τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν μέτρα κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 σε σχέση με συγκεκριμένη υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

α)      τα μέτρα πρέπει:

i)      να είναι αναγκαία για έναν από τους ακόλουθους λόγους:

–        δημόσια τάξη, ιδίως πρόληψη, έρευνα, διαπίστωση και δίωξη εγκλημάτων, στα οποία περιλαμβάνονται η προστασία των ανηλίκων και η καταπολέμηση της πρόκλησης μίσους λόγω φυλής, φύλου, θρησκείας ή εθνικότητας, καθώς και οι παραβιάσεις της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που αφορούν μεμονωμένα πρόσωπα,

–        προστασία της δημόσιας υγείας,

–        δημόσια ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένης της προάσπισης της εθνικής ασφάλειας και άμυνας,

–        προστασία του καταναλωτή, περιλαμβανομένου και του επενδυτή·

ii)      να στρέφονται κατά μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας η οποία βλάπτει τους στόχους που αναφέρονται στο σημείο i) ή συνιστά σοβαρό κίνδυνο που απειλεί να βλάψει τους προαναφερόμενους στόχους·

iii)      να είναι ανάλογα προς τους στόχους αυτούς·

β)      πριν από τη λήψη των εν λόγω μέτρων και ανεξαρτήτως τυχόν δικαστικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένων των προκαταρκτικών διαδικασιών και ενεργειών που αναλαμβάνονται στα πλαίσια ποινικών ερευνών, το κράτος μέλος:

–        έχει ζητήσει από το κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 να λάβει μέτρα και το τελευταίο δεν έλαβε μέτρα ή τα μέτρα ήταν ανεπαρκή,

–        έχει κοινοποιήσει στην [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή και στο κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 την πρόθεσή του να λάβει τέτοια μέτρα.

[…]»

9        Το άρθρο 8, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι «[τ]α κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η χρήση εμπορικών επικοινωνιών που συνιστούν υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας ή αποτελούν μέρος της, η οποία παρέχεται από μέλος νομοθετικώς κατοχυρωμένου επαγγέλματος, επιτρέπεται εφόσον τηρεί τους επαγγελματικούς κανόνες οι οποίοι διέπουν την ανεξαρτησία, την αξιοπρέπεια και το ήθος του επαγγέλματος, καθώς και το επαγγελματικό απόρρητο και την πίστη προς τους πελάτες και τους συναδέλφους».

 Η οδηγία 2001/83

10      Το άρθρο 85γ της οδηγίας 2001/83, το οποίο περιλαμβάνεται στον επιγραφόμενο «Πώληση εξ αποστάσεως στο κοινό» τίτλο VΙΙα της οδηγίας αυτής, ορίζει τα εξής:

«1.      Με την επιφύλαξη της εθνικής νομοθεσίας που απαγορεύει την πώληση εξ αποστάσεως στο κοινό φαρμάκων που χορηγούνται με ιατρική συνταγή μέσω των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα φάρμακα διατίθενται προς πώληση εξ αποστάσεως στο κοινό μέσω των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως ορίζεται στην οδηγία [98/34], υπό τους ακόλουθους όρους:

α)      το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διαθέτει τα φάρμακα είναι εγκεκριμένος ή εξουσιοδοτημένος να προμηθεύει φάρμακα στο κοινό και εξ αποστάσεως, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο το εν λόγω πρόσωπο είναι εγκατεστημένο,

β)      το πρόσωπο που εμφαίνεται στο στοιχείο α) έχει κοινοποιήσει στο κράτος μέλος στο οποίο το εν λόγω πρόσωπο είναι εγκατεστημένο τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

[…]

γ)      τα φάρμακα συμμορφώνονται προς την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους προορισμού σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1,

δ)      με την επιφύλαξη των απαιτήσεων για πληροφορίες που προβλέπονται στην οδηγία [2000/31], η ιστοσελίδα που προσφέρει τα φάρμακα περιέχει τουλάχιστον:

[…]

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν όρους, που δικαιολογούνται για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας, για τη λιανική διάθεση στην επικράτειά τους φαρμάκων προς πώληση στο κοινό εξ αποστάσεως μέσω των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.

[…]

6.      Με την επιφύλαξη της οδηγίας [2000/31] και των απαιτήσεων που περιλαμβάνονται στον παρόντα τίτλο, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι άλλα πρόσωπα, εκτός από εκείνα που εμφαίνονται στην παράγραφο 1, τα οποία προσφέρουν φάρμακα προς πώληση εξ αποστάσεως στο κοινό μέσω των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και ασκούν τη δραστηριότητά τους στην επικράτειά τους, υπόκεινται σε αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις.»

11      Ο επιγραφόμενος «Διαφήμιση» τίτλος VIII και ο επιγραφόμενος «Πληροφόρηση και διαφήμιση» τίτλος VΙΙΙα της οδηγίας 2001/83 περιλαμβάνουν, αντιστοίχως, τα άρθρα 86 έως 88 και τα άρθρα 88α έως 100 της εν λόγω οδηγίας.

12      Το άρθρο 88, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/83 προβλέπει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη απαγορεύουν την απευθυνόμενη στο κοινό διαφήμιση φαρμάκων:

α)      που μπορούν να χορηγηθούν μόνο με ιατρική συνταγή σύμφωνα με τον Τίτλο VI».

 Η οδηγία (ΕΕ) 2015/1535

13      Η οδηγία (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ 2015, L 241, σ. 1), κατάργησε και αντικατέστησε, από τις 7 Οκτωβρίου 2015, την οδηγία 98/34.

14      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535 ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]

β)      “υπηρεσία”: οποιαδήποτε υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών, ήτοι κάθε υπηρεσία που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής, με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως και κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας ενός αποδέκτη υπηρεσιών.»

15      Δυνάμει του άρθρου 10, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2015/1535, οι αναφορές στην οδηγία 98/34 νοούνται ως αναφορές στην οδηγία 2015/1535.

 Το γαλλικό δίκαιο

 Ο κώδικας δημόσιας υγείας

16      Το άρθρο R. 4235-22 του code de la santé publique (κώδικα δημόσιας υγείας) ορίζει ότι «[α]παγορεύεται στους φαρμακοποιούς να προσελκύουν πελάτες με διαδικασίες και μέσα που δεν συνάδουν με την αξιοπρέπεια του επαγγέλματος».

17      Το άρθρο R. 4235-64 του κώδικα αυτού προβλέπει ότι «[ο] φαρμακοποιός δεν επιτρέπεται, με καμία διαδικασία και κανένα μέσον, να παροτρύνει τους ασθενείς σε κατάχρηση καταναλώσεως φαρμάκων».

 Η απόφαση σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές διάθεσης των φαρμάκων

18      Το σημείο 7.1, με τίτλο «Παροχή φαρμακευτικών συμβουλών», του τμήματος 7, με τίτλο «Συμπληρωματικοί κανόνες εφαρμοστέοι στο ηλεκτρονικό εμπόριο φαρμάκων», του παραρτήματος της απόφασης της 28ης Νοεμβρίου 2016 σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές διάθεσης των φαρμάκων στα φαρμακεία, τα φαρμακεία αλληλασφάλισης και τα φαρμακεία αρωγής των εργαζομένων σε ορυχεία, τα οποία μνημονεύονται στο άρθρο L. 5121‑5 του κώδικα δημόσιας υγείας (JORF της 1ης Δεκεμβρίου 2016, κείμενο αριθ. 25, στο εξής: απόφαση σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές διάθεσης των φαρμάκων), ορίζει τα εξής:

«Ο ιστότοπος ηλεκτρονικού εμπορίου φαρμάκων σχεδιάζεται κατά τρόπον ώστε να μην είναι δυνατή η παροχή φαρμάκου χωρίς να καθίσταται δυνατή η αμφίδρομη επικοινωνία μεταξύ του ασθενούς και του φαρμακοποιού του οικείου φαρμακείου πριν από την επικύρωση της παραγγελίας. Επομένως, δεν αρκεί η αυτοματοποιημένη απάντηση σε ερώτηση του ασθενούς για να διασφαλιστεί η ενημέρωση και η παροχή συμβουλών προσαρμοσμένων στη συγκεκριμένη περίπτωση του ασθενούς.

Ορισμένα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με τον ασθενή είναι αναγκαία για τον φαρμακοποιό, προκειμένου αυτός να βεβαιωθεί ότι η παραγγελία είναι κατάλληλη για την κατάσταση της υγείας του ασθενούς και να μπορέσει να εντοπίσει ενδεχόμενες αντενδείξεις. Συνακόλουθα, πριν από την επικύρωση της πρώτης παραγγελίας, ο φαρμακοποιός δημοσιεύει ερωτηματολόγιο στο οποίο συμπληρώνονται η ηλικία, το βάρος, το ύψος, το φύλο, οι τρέχουσες θεραπευτικές αγωγές, το αλλεργικό ιστορικό, οι αντενδείξεις και, ενδεχομένως, η κατάσταση εγκυμοσύνης ή θηλασμού του/της ασθενούς. Ο ασθενής οφείλει να βεβαιώνει την ακρίβεια των πληροφοριών αυτών.

Το ερωτηματολόγιο συμπληρώνεται με την πρώτη παραγγελία κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επικυρώσεως της παραγγελίας. Εάν το ερωτηματολόγιο δεν έχει συμπληρωθεί, κανένα φάρμακο δεν μπορεί να χορηγηθεί. Ο φαρμακοποιός επικυρώνει, στη συνέχεια, το ερωτηματολόγιο, βεβαιώνοντας ότι έλαβε γνώση των πληροφοριών που παρέσχε ο ασθενής, πριν επικυρώσει την παραγγελία.

Για κάθε παραγγελία προτείνεται επικαιροποίηση του ερωτηματολογίου.

[…]»

 Η απόφαση περί τεχνικών κανόνων

19      Το τμήμα 1, με τίτλο «Λειτουργίες των ιστοτόπων ηλεκτρονικού εμπορίου φαρμάκων», του παραρτήματος της απόφασης της 28ης Νοεμβρίου 2016 σχετικά με τους τεχνικούς κανόνες που εφαρμόζονται στους ιστοτόπους ηλεκτρονικού εμπορίου φαρμάκων και προβλέπονται στο άρθρο L. 5125‑39 του κώδικα δημόσιας υγείας (JORF της 1ης Δεκεμβρίου 2016, κείμενο αριθ. 26, στο εξής: απόφαση περί τεχνικών κανόνων) προβλέπει ότι «[α]παγορεύεται η αναζήτηση αντιστοιχίσεως σε μηχανές αναζητήσεως ή συγκρίσεως τιμών έναντι αμοιβής».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

20      Η A, εταιρία ολλανδικού δικαίου, είναι καταχωρισμένη στις Κάτω Χώρες για την άσκηση δραστηριότητας εκμετάλλευσης φαρμακείου. Η εταιρία αυτή πωλεί επίσης φάρμακα μέσω διαδικτύου καθώς και παραφαρμακευτικά προϊόντα μέσω διαφόρων ιστοτόπων, ένας εκ των οποίων απευθύνεται ειδικά στους Γάλλους καταναλωτές. Τα φάρμακα που διατίθενται στο εμπόριο μέσω του εν λόγω ιστοτόπου διαθέτουν άδεια κυκλοφορίας στην αγορά στη Γαλλία και χορηγούνται χωρίς ιατρική συνταγή.

21      Η A διεξήγαγε διαφημιστική εκστρατεία για τη δραστηριότητα διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων που απευθύνεται, κατά τα προεκτεθέντα, στους Γάλλους καταναλωτές. Η εκστρατεία αυτή περιελάμβανε την τοποθέτηση διαφημιστικών φυλλαδίων μέσα σε δέματα αποστελλόμενα από άλλους φορείς δραστηριοποιούμενους στην εξ αποστάσεως πώληση (μέθοδος αποκαλούμενη, στα γαλλικά, «asilage»), καθώς και την ταχυδρομική αποστολή διαφημιστικών επιστολών. Η A δημοσίευσε επίσης στον εν λόγω ιστότοπο διαφημιστικές προσφορές συνιστάμενες στη χορήγηση έκπτωσης επί της συνολικής τιμής της παραγγελίας φαρμάκων, όταν η τιμή αυτή υπερβαίνει ένα ορισμένο ποσό, και προέβη στην αγορά υπηρεσίας αντιστοίχισης επί πληρωμή στις μηχανές αναζήτησης.

22      Οι Daniel B κ.λπ. ενήγαγαν την Α ενώπιον του tribunal de commerce de Paris (εμποροδικείου Παρισίων, Γαλλία) ζητώντας, μεταξύ άλλων, την αποκατάσταση της ζημίας την οποία φρονούν ότι υπέστησαν λόγω του αθέμιτου ανταγωνισμού που άσκησε η A αντλώντας αθέμιτο πλεονέκτημα από τη μη τήρηση των γαλλικών ρυθμίσεων στον τομέα της διαφήμισης και της πώλησης φαρμάκων μέσω διαδικτύου.

23      Η A φρονεί ότι οι ρυθμίσεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωσή της, δεδομένου ότι είναι νομίμως εγκατεστημένη στις Κάτω Χώρες όσον αφορά την άσκηση δραστηριότητας εκμετάλλευσης φαρμακείου και πωλεί τα προϊόντα της στους Γάλλους καταναλωτές μέσω ηλεκτρονικού εμπορίου.

24      Με απόφαση της 11ης Ιουλίου 2017, το tribunal de commerce de Paris (εμποροδικείο Παρισίων) έκρινε ότι η δημιουργία του ιστοτόπου που απευθύνεται στους Γάλλους πελάτες διεπόταν από το ολλανδικό δίκαιο. Ωστόσο, κατά το δικαστήριο αυτό, τα άρθρα R. 4235-22 και R. 4235-64 του κώδικα δημόσιας υγείας εφαρμόζονται στις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη εταιρίες οι οποίες πωλούν φάρμακα μέσω διαδικτύου στους Γάλλους ασθενείς. Εν προκειμένω, η Α, προβαίνοντας σε διανομή άνω των τριών εκατομμυρίων διαφημιστικών φυλλαδίων εκτός του φαρμακείου της, επιδίωξε την προσέλκυση Γάλλων πελατών με μέσα μη προσήκοντα προς το επάγγελμα του φαρμακοποιού, κατά παράβαση των διατάξεων αυτών. Το tribunal de commerce de Paris (εμποροδικείο Παρισίων) συνήγαγε από τα ανωτέρω ότι η παράβαση των εν λόγω διατάξεων, καθόσον προσπόρισε στην A οικονομικό πλεονέκτημα σε σχέση με τους λοιπούς φορείς της αγοράς, συνιστούσε διενέργεια πράξεων αθέμιτου ανταγωνισμού.

25      Η A άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του cour d’appel de Paris (εφετείου Παρισίων, Γαλλία), υποστηρίζοντας ότι τα άρθρα R. 4235-22 και R. 4235-64 του κώδικα δημόσιας υγείας δεν εφαρμόζονται στην περίπτωσή της. Κατά την άποψή της, οι διατάξεις αυτές θίγουν την καθιερούμενη στο άρθρο 3 της οδηγίας 2000/31 αρχή της εφαρμογής των κανόνων της χώρας καταγωγής, το άρθρο 85γ της οδηγίας 2001/83 και τη διασφαλιζόμενη από το άρθρο 34 ΣΛΕΕ ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, χωρίς τούτο να δικαιολογείται από την προστασία της δημόσιας υγείας.

26      Ενώπιον του cour d’appel de Paris (εφετείου Παρισίων), οι Daniel B κ.λπ. ζητούν την επικύρωση της απόφασης του tribunal de commerce de Paris (εμποροδικείου Παρισίων) κατά το μέρος που το δικαστήριο αυτό εφάρμοσε το γαλλικό δίκαιο όσον αφορά τη διαφήμιση για την πώληση φαρμάκων και χαρακτήρισε ως «πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού» τη μαζική διαφήμιση στην οποία προέβη η Α, λόγω του αντίθετου προς την αξιοπρέπεια του επαγγέλματος του φαρμακοποιού χαρακτήρα της, καθώς και λόγω του περιεχομένου της, το οποίο παροτρύνει σε κατάχρηση κατανάλωσης φαρμάκων. Οι Daniel B κ.λπ. επιδιώκουν τη μεταρρύθμιση της απόφασης αυτής κατά τα λοιπά, υποστηρίζοντας ότι ο κώδικας δημόσιας υγείας και η απόφαση σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές διάθεσης των φαρμάκων διέπουν επίσης την εκ μέρους της A χρήση της υπηρεσίας αντιστοίχισης επί πληρωμή. Οι τελευταίοι προβάλλουν ότι οι περιορισμοί στη διαφήμιση για τη διαδικτυακή πώληση φαρμάκων, οι οποίοι απορρέουν από τον κώδικα δημόσιας υγείας, δικαιολογούνται από τον σκοπό της προστασίας της αξιοπρέπειας και του ήθους του επαγγέλματος του φαρμακοποιού. Οι εν λόγω περιορισμοί είναι ανάλογοι προς την επιδίωξη του σκοπού αυτού, ο οποίος συνδέεται με την προστασία της δημόσιας υγείας.

27      Υπό τις συνθήκες αυτές, το cour d’appel de Paris (εφετείο Παρισίων) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«[…] [Ε]πιτρέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία και ειδικότερα:

–        το άρθρο 34 ΣΛΕΕ,

–        οι διατάξεις του άρθρου 85γ της οδηγίας [2001/83], [και]

–        η ρήτρα για την εσωτερική αγορά του άρθρου 3 της οδηγίας [2000/31]

σε κράτος μέλος της [Ευρωπαϊκής] Ένωσης να επιβάλλει, εντός του εδάφους του, σε φαρμακοποιούς που είναι υπήκοοι άλλου κράτους μέλους της Ένωσης ειδικούς κανόνες σχετικά με:

–        την απαγόρευση προσελκύσεως πελατών με διαδικασίες και μέσα τα οποία κρίνεται ότι δεν συνάδουν με την αξιοπρέπεια του επαγγέλματος, κατά την έννοια του άρθρου R. 4235-22 του κώδικα δημόσιας υγείας, όπως ισχύει[·]

–        την απαγόρευση παροτρύνσεως των ασθενών σε κατάχρηση καταναλώσεως φαρμάκων, κατά την έννοια του άρθρου R. 4235-64 του [κώδικα δημόσιας υγείας], όπως ισχύει[·]

–        την υποχρέωση τηρήσεως των βέλτιστων πρακτικών διαθέσεως φαρμάκων, όπως ορίζονται από δημόσια αρχή του κράτους μέλους, κατά τις οποίες απαιτείται επιπλέον να συμπεριλαμβάνεται ερωτηματολόγιο επί θεμάτων υγείας στη διαδικασία παραγγελίας φαρμάκων μέσω διαδικτύου και απαγορεύεται η χρησιμοποίηση υπηρεσίας αντιστοιχίσεως επί πληρωμή, κατά την έννοια της [αποφάσεως σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές διαθέσεως των φαρμάκων και της αποφάσεως περί τεχνικών κανόνων];»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

28      Όπως προκύπτει από τη διατύπωσή του, το υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα αφορά, κατ’ ουσίαν, τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης εθνικής ρύθμισης την οποία εφαρμόζει το κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχεται υπηρεσία διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων χορηγούμενων χωρίς ιατρική συνταγή επί παρόχου της υπηρεσίας αυτής που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος.

29      Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει, εν προκειμένω, να ληφθούν υπόψη κυρίως οι διατάξεις της οδηγίας 2000/31.

30      Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 της οδηγίας 2000/31 σε συνδυασμό με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, η οδηγία αυτή έχει ως σκοπό την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, εξασφαλίζοντας την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας μεταξύ των κρατών μελών και την προσέγγιση, εφόσον χρειάζεται, ορισμένων εθνικών διατάξεων για τις εν λόγω υπηρεσίες.

31      Εν συνεχεία, το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/1535, ορίζει ως «υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας» «κάθε υπηρεσία που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής, με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως και κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας ενός αποδέκτη υπηρεσιών», εξυπακουομένου ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2000/31, οι υπηρεσίες αυτές καλύπτουν μεγάλο φάσμα οικονομικών δραστηριοτήτων στο διαδίκτυο, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η διαδικτυακή πώληση εμπορευμάτων.

32      Τέλος, όσον αφορά, ειδικότερα, τις υπηρεσίες διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων, από το άρθρο 1, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/31 προκύπτει ότι η εν λόγω πώληση δεν περιλαμβάνεται στις δραστηριότητες που εξαιρούνται από την εφαρμογή της οδηγίας αυτής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2010, Ker-Optika, C‑108/09, EU:C:2010:725, σκέψη 27). Το άρθρο 85γ της οδηγίας 2001/83, το οποίο αφορά την εξ αποστάσεως πώληση φαρμάκων στο κοινό μέσω των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στις διατάξεις της οδηγίας 2000/31 και δεν απαγορεύει την εξ αποστάσεως πώληση φαρμάκων χορηγούμενων χωρίς ιατρική συνταγή, τα οποία και μόνον αποτελούν αντικείμενο της υπόθεσης της κύριας δίκης.

33      Επομένως, μια υπηρεσία διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, μπορεί να συνιστά υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, και, ως εκ τούτου, να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής όσον αφορά τις ισχύουσες για την εν λόγω υπηρεσία προϋποθέσεις οι οποίες εμπίπτουν στον «συντονισμένο τομέα», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ηʹ, της ως άνω οδηγίας.

34      Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2000/31, τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν, σε σχέση με συγκεκριμένη υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας που εμπίπτει στον συντονισμένο τομέα, μέτρα τα οποία εισάγουν παρέκκλιση από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, εφόσον πληρούνται οι δύο σωρευτικές προϋποθέσεις των στοιχείων αʹ και βʹ της διάταξης αυτής (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Airbnb Ireland, C‑390/18, EU:C:2019:1112, σκέψεις 83 και 84). Επομένως, τυχόν ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής υπό την έννοια ότι επιτρέπεται στα κράτη μέλη να δικαιολογούν, βάσει του πρωτογενούς δικαίου, απαίτηση που δεν πληροί τις προϋποθέσεις της εν λόγω διάταξης θα καθιστούσε την τελευταία άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας αναιρώντας, εν τέλει, την εναρμόνιση του τομέα αυτού στην οποία προέβη η εν λόγω διάταξη (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Rina Services κ.λπ., C‑593/13, EU:C:2015:399, σκέψη 37). Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν συντρέχει λόγος να εκτιμηθεί η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση υπό το πρίσμα του πρωτογενούς δικαίου, ιδίως δε του άρθρου 34 ΣΛΕΕ.

 Επί του παραδεκτού

35      Αφενός, η Γαλλική Κυβέρνηση προβάλλει ένσταση απαραδέκτου του προδικαστικού ερωτήματος κατά το μέρος που αφορά την ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 2000/31. Συγκεκριμένα, ένας ιδιώτης δεν μπορεί να επικαλεστεί τις διατάξεις μιας οδηγίας έναντι άλλου ιδιώτη στο πλαίσιο διαφοράς οριζόντιας φύσης, προκειμένου να εμποδίσει την εφαρμογή εθνικής ρύθμισης αντίθετης προς τις εν λόγω διατάξεις. Επομένως, η πτυχή αυτή του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος έχει, κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, υποθετικό χαρακτήρα.

36      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι εναπόκειται αποκλειστικά στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη για τη δικαστική απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, μεταξύ άλλων, το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, εφόσον τα ερωτήματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνα δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται κατ’ αρχήν να απαντήσει (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 24, και της 7ης Φεβρουαρίου 2018, American Express, C‑304/16, EU:C:2018:66, σκέψη 31).

37      Υπέρ των ερωτημάτων που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης συντρέχει τεκμήριο λυσιτέλειας. Άρνηση του Δικαστηρίου να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα που έχει υποβληθεί από εθνικό δικαστήριο είναι δυνατή μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία κανόνα δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το ζήτημα είναι υποθετικής φύσης ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα (αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 25, και της 7ης Φεβρουαρίου 2018, American Express, C‑304/16, EU:C:2018:66, σκέψη 32).

38      Βεβαίως, επισημαίνεται ότι, στις διαφορές μεταξύ ιδιωτών, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι οδηγίες δεν γεννούν, αυτές καθεαυτές, υποχρεώσεις εις βάρος των ιδιωτών και, επομένως, δεν είναι δυνατή η απευθείας επίκληση οδηγίας έναντι ιδιώτη. Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει επανειλημμένως ότι η υποχρέωση την οποία υπέχουν τα κράτη μέλη από μια οδηγία προς επίτευξη του προβλεπόμενου από αυτήν αποτελέσματος, καθώς και το καθήκον τους να λάβουν όλα τα γενικά ή ειδικά μέτρα που είναι κατάλληλα να διασφαλίσουν την εκπλήρωση της ως άνω υποχρέωσης, βαρύνουν όλες τις αρχές των κρατών μελών, περιλαμβανομένων και των δικαιοδοτικών αρχών, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων τους (απόφαση της 19ης Απριλίου 2016, DI, C‑441/14, EU:C:2016:278, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39      Συνεπώς, κατά την εφαρμογή του εθνικού δικαίου, τα εθνικά δικαστήρια τα οποία καλούνται να το ερμηνεύσουν οφείλουν ιδίως να λάβουν υπόψη όλους τους κανόνες του και να εφαρμόσουν τις αναγνωριζόμενες από αυτό μεθόδους ερμηνείας προκειμένου να το ερμηνεύσουν, στο μέτρο του δυνατού, σύμφωνα με το γράμμα και τον σκοπό της επίμαχης οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που η ίδια ορίζει, και να συμμορφωθούν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, με το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (απόφαση της 19ης Απριλίου 2016, DI, C‑441/14, EU:C:2016:278, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν προκύπτει προδήλως ότι το υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα, κατά το μέρος που αφορά την οδηγία 2000/31, εγείρει ζήτημα υποθετικής φύσης.

41      Αφετέρου, η A υποστηρίζει ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν τήρησε την υποχρέωση κοινοποίησης των περιοριστικών μέτρων που αποτελούν αντικείμενο της υπόθεσης της κύριας δίκης, υποχρέωση η οποία απορρέει από το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2000/31.

42      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όταν μια εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει διάφορες απαγορεύσεις ή υποχρεώσεις για έναν πάροχο υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας περιορίζει κατ’ αυτόν τον τρόπο την ελευθερία παροχής των υπηρεσιών, το οικείο κράτος μέλος πρέπει, κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω διάταξης, να έχει προηγουμένως κοινοποιήσει την πρόθεσή του να λάβει τα οικεία περιοριστικά μέτρα στην Επιτροπή και στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου είναι εγκατεστημένος ο πάροχος της σχετικής υπηρεσίας (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Airbnb Ireland, C‑390/18, EU:C:2019:1112, σκέψη 85).

43      Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μια τέτοια υποχρέωση κοινοποίησης συνιστά ουσιώδη διαδικαστική προϋπόθεση που δικαιολογεί τον αποκλεισμό της δυνατότητας επίκλησης, έναντι των ιδιωτών, μη κοινοποιηθέντων μέτρων τα οποία περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Airbnb Ireland, C‑390/18, EU:C:2019:1112, σκέψη 94).

44      Ωστόσο, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 37 της παρούσας απόφασης, υπέρ των ερωτημάτων που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης συντρέχει τεκμήριο λυσιτέλειας. Το τεκμήριο αυτό δεν μπορεί να ανατραπεί από το γεγονός και μόνον ότι ένας από τους διαδίκους της κύριας δίκης αμφισβητεί ένα συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό, η εξακρίβωση του οποίου εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο και όχι στο Δικαστήριο (πρβλ. αποφάσεις της 5ης Δεκεμβρίου 2006, Cipolla κ.λπ., C‑94/04 και C‑202/04, EU:C:2006:758, σκέψη 26, και της 14ης Απριλίου 2016, Polkomtel, C‑397/14, EU:C:2016:256, σκέψη 38).

45      Από όλα τα ανωτέρω συνάγεται ότι το προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτό.

 Επί της ουσίας

46      Λαμβανομένων υπόψη των διευκρινίσεων που εκτέθηκαν στις σκέψεις 28 έως 34 της παρούσας απόφασης και προκειμένου να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμη απάντηση για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2000/31 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή, από το κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχεται υπηρεσία διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων χορηγούμενων χωρίς ιατρική συνταγή, επί του εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος παρόχου της υπηρεσίας αυτής, εθνικής ρύθμισης η οποία:

–        απαγορεύει σε φαρμακεία που πωλούν τα φάρμακα αυτά να προσελκύουν πελάτες με ορισμένες διαδικασίες και μέσα, ιδίως δε με μαζική διανομή διαφημιστικών ταχυδρομικών επιστολών και φυλλαδίων εκτός του φαρμακείου τους·

–        απαγορεύει στα φαρμακεία αυτά να προβαίνουν σε διαφημιστικές προσφορές συνιστάμενες στη χορήγηση έκπτωσης επί της συνολικής τιμής της παραγγελίας φαρμάκων όταν η τιμή αυτή υπερβαίνει ένα ορισμένο ποσό·

–        υποχρεώνει τα εν λόγω φαρμακεία να περιλαμβάνουν ερωτηματολόγιο επί θεμάτων υγείας στη διαδικασία παραγγελίας φαρμάκων μέσω διαδικτύου·

–        απαγορεύει στα ίδια αυτά φαρμακεία να χρησιμοποιούν την υπηρεσία αντιστοίχισης επί πληρωμή σε μηχανές αναζήτησης και σύγκρισης τιμών.

 Επί του πρώτου μέρους του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος

47      Με το πρώτο μέρος του προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2000/31 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή, από το κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχεται υπηρεσία διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων χορηγούμενων χωρίς ιατρική συνταγή επί του εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος παρόχου της υπηρεσίας αυτής, εθνικής ρύθμισης η οποία απαγορεύει σε φαρμακεία να προσελκύουν πελάτες με ορισμένες διαδικασίες και μέσα, ιδίως δε με μαζική διανομή διαφημιστικών ταχυδρομικών επιστολών και φυλλαδίων εκτός του φαρμακείου τους.

48      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης ο πάροχος διεξάγει πολύμορφη διαφημιστική εκστρατεία ευρείας εμβέλειας για τις παρεχόμενες εκ μέρους του υπηρεσίες διαδικτυακής πώλησης, τόσο μέσω υλικών φορέων, όπως είναι, μεταξύ άλλων, οι ταχυδρομικές επιστολές ή τα φυλλάδια, όσο και μέσω του ιστοτόπου του.

49      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο πρώτο μέρος του προδικαστικού ερωτήματος, πρέπει κατ’ αρχάς να επισημανθεί ότι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη οι τίτλοι VIII και VΙΙΙα της οδηγίας 2001/83, οι οποίοι αφορούν τη διαφήμιση των φαρμάκων.

50      Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 52 των προτάσεών του, τα άρθρα 86 έως 100 της οδηγίας 2001/83, τα οποία αποτελούν τους εν λόγω τίτλους, αφορούν τη ρύθμιση του περιεχομένου του διαφημιστικού μηνύματος και των τρόπων διαφήμισης συγκεκριμένων φαρμάκων, αλλά δεν διέπουν τη διαφήμιση των υπηρεσιών διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων.

51      Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί, κατά πρώτον, αν η διαφημιστική δραστηριότητα, όπως περιγράφηκε στη σκέψη 48 της παρούσας απόφασης, εμπίπτει στην οδηγία 2000/31, τούτο δε αναλόγως του αν η δραστηριότητα αυτή ασκείται με υλικούς φορείς ή ηλεκτρονικά μέσα.

52      Συναφώς, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31 προβλέπει ότι κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας που παρέχει ένας πάροχος εγκατεστημένος στο έδαφός του να τηρούν τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις του οι οποίες εμπίπτουν στον «συντονισμένο τομέα», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας αυτής.

53      Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, ο «συντονισμένος τομέας» καλύπτει μόνον τις προϋποθέσεις που ισχύουν για τις παρεχόμενες με ηλεκτρονικά μέσα υπηρεσίες και, μεταξύ άλλων, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 21 της ίδιας αυτής οδηγίας, τις προϋποθέσεις σχετικά με τη διαδικτυακή διαφήμιση.

54      Η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης διαφήμιση, όμως, πραγματοποιείται εν μέρει μέσω υλικών φορέων.

55      Τούτου δοθέντος, επισημαίνεται ότι η εν λόγω διαφήμιση έχει ως σκοπό, στο σύνολό της και ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη διαδικασία με την οποία πραγματοποιείται, να προσελκύσει δυνητικούς καταναλωτές στον ιστότοπο ενός φαρμακείου και να προωθήσει τη διαδικτυακή πώληση των προϊόντων του.

56      Επομένως, η εν λόγω διαφήμιση στην οποία προβαίνει ο πάροχος αποτελεί παρεπόμενο και αναπόσπαστο στοιχείο της παρεχόμενης από αυτόν υπηρεσίας διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων, από την οποία η διαφήμιση αντλεί όλη την οικονομική σημασία της.

57      Υπό τις συνθήκες αυτές, θα ήταν αυθαίρετο να θεωρηθεί ότι το μέρος της διαφήμισης που πραγματοποιείται μέσω διαδικτύου εμπίπτει στον «συντονισμένο τομέα» και να αποκλειστεί από τον τομέα αυτόν το μέρος της διαφήμισης που πραγματοποιείται μέσω υλικών φορέων.

58      Εξάλλου, η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/31, το οποίο προβλέπει ότι ο «συντονισμένος τομέας» αφορά απαιτήσεις που συνδέονται με την άσκηση δραστηριότητας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως απαιτήσεις σχετικά, μεταξύ άλλων, με τη συμπεριφορά του παρόχου, την ποιότητα ή το περιεχόμενο της υπηρεσίας, «συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων για τη διαφήμιση».

59      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι διαφημιστική δραστηριότητα όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, ανεξαρτήτως του αν ασκείται με υλικό φορέα ή ηλεκτρονικό μέσο, συνιστά παρεπόμενο και αναπόσπαστο στοιχείο της υπηρεσίας διαδικτυακής πώλησης και εμπίπτει, ως εκ τούτου, στο σύνολό της, στον «συντονισμένο τομέα», κατά την έννοια της οδηγίας 2000/31.

60      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να υπομνησθεί, κατά δεύτερον, ότι, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/31, το κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχεται υπηρεσία διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων χορηγούμενων χωρίς ιατρική συνταγή δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, όσον αφορά την εν λόγω δραστηριότητα, να περιορίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας οι οποίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος.

61      Εν προκειμένω, απαγόρευση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία επιβάλλεται από ένα κράτος μέλος, είναι ικανή να περιορίσει τη δυνατότητα ενός φαρμακείου, εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος, να γίνει γνωστό στους δυνητικούς πελάτες του στο πρώτο ως άνω κράτος μέλος και να προωθήσει την υπηρεσία διαδικτυακής πώλησης των προϊόντων του την οποία προσφέρει στους πελάτες αυτούς.

62      Συνεπώς, μια τέτοια απαγόρευση πρέπει να θεωρηθεί ότι περιορίζει την ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.

63      Τούτου δοθέντος, κατά τρίτον, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, τα κράτη μέλη μπορούν, σε σχέση με συγκεκριμένη υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, να λαμβάνουν μέτρα κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω μέτρα, πρώτον, είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης, την προστασία της δημόσιας υγείας, την προάσπιση της δημόσιας ασφάλειας ή την προστασία των καταναλωτών, δεύτερον, βάλλουν κατά υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας η οποία βλάπτει πράγματι τους ως άνω σκοπούς ή συνιστά σοβαρό κίνδυνο που απειλεί να τους βλάψει και, τρίτον, είναι ανάλογα προς τους εν λόγω σκοπούς.

64      Όσον αφορά τις προϋποθέσεις της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, πρέπει να ληφθεί υπόψη, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 122 των προτάσεών του, η νομολογία σχετικά με τα άρθρα 34 και 56 ΣΛΕΕ, προκειμένου να εκτιμηθεί η συμβατότητα της επίμαχης εθνικής ρύθμισης με το δίκαιο της Ένωσης, στο μέτρο που οι προϋποθέσεις αυτές συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με εκείνες από την τήρηση των οποίων εξαρτάται κάθε εμπόδιο στις θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνονται στα εν λόγω άρθρα της Συνθήκης ΛΕΕ.

65      Συναφώς, η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η απαγόρευση η οποία επιβάλλεται σε φαρμακεία που πωλούν μέσω διαδικτύου φάρμακα χορηγούμενα χωρίς ιατρική συνταγή και η οποία αφορά τη μη προσέλκυση πελατών με διαδικασίες και μέσα όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα οποία χρησιμοποιούνται μαζικά και εντατικά, δικαιολογείται υπό το πρίσμα της προστασίας της αξιοπρέπειας του επαγγέλματος του φαρμακοποιού.

66      Ειδικότερα, δεδομένης της σημασίας που έχει η σχέση εμπιστοσύνης η οποία πρέπει να επικρατεί μεταξύ ενός επαγγελματία του τομέα της υγείας και του ασθενούς του, η προστασία της αξιοπρέπειας ενός νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος, την οποία απηχεί επίσης το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/31, μπορεί να συνιστά επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος, ο οποίος εμπίπτει στην προστασία της δημόσιας υγείας και είναι ικανός να δικαιολογήσει περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (πρβλ. απόφαση της 4ης Μαΐου 2017, Vanderborght, C‑339/15, EU:C:2017:335, σκέψεις 67 και 68).

67      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει, μεταξύ άλλων, ότι η εντατική χρήση διαφημίσεων ή η επιλογή διαφημιστικών μηνυμάτων με επιθετικό χαρακτήρα είναι ικανές να παραβλάψουν την προστασία της υγείας και να προσβάλουν την αξιοπρέπεια ενός επαγγέλματος του τομέα της υγείας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Μαΐου 2017, Vanderborght, C‑339/15, EU:C:2017:335, σκέψη 69).

68      Δεδομένου, επομένως, ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης απαγόρευση επιδιώκει σκοπό προστασίας της δημόσιας υγείας, ο οποίος διαλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, καθώς και, εξάλλου, στο άρθρο 85γ, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/83, πρέπει, εν συνεχεία, να εκτιμηθεί αν η απαγόρευση αυτή είναι κατάλληλη να εξασφαλίσει την επίτευξη του ως άνω σκοπού.

69      Συναφώς, μια ρύθμιση η οποία απαγορεύει σε πάροχο, όπως είναι αυτός της υπόθεσης της κύριας δίκης, να διεξάγει μαζική και εντατική διαφημιστική εκστρατεία, μεταξύ άλλων και εκτός του φαρμακείου και με τη χρήση υλικών φορέων και ηλεκτρονικών μέσων, είναι κατάλληλη για να επιτευχθεί ο σκοπός της προστασίας της αξιοπρέπειας του επαγγέλματος του φαρμακοποιού και, εν τέλει, ο σκοπός της προστασίας της δημόσιας υγείας.

70      Πράγματι, όπως ορθώς υποστηρίζει η Ισπανική Κυβέρνηση, μια τέτοια πρακτική ενέχει τον κίνδυνο να εξομοιωθούν τα φάρμακα με συνήθη καταναλωτικά αγαθά, όπως είναι αυτά με τα οποία αποστέλλονται εν προκειμένω τα διαφημιστικά φυλλάδια στο πλαίσιο της μεθόδου «asilage». Επιπλέον, η ευρεία διανομή διαφημιστικών φυλλαδίων δημιουργεί μια εικόνα περί εμπορικού και κερδοσκοπικού χαρακτήρα του επαγγέλματος του φαρμακοποιού, ικανή να αλλοιώσει τον τρόπο με τον οποίο το κοινό αντιλαμβάνεται το επάγγελμα αυτό.

71      Όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα μιας απαγόρευσης όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, υπενθυμίζεται ότι η υγεία και η ζωή των ανθρώπων κατέχουν πρωταρχική θέση μεταξύ των αγαθών και των συμφερόντων που προστατεύει η Συνθήκη ΛΕΕ και ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν το επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας που επιθυμούν να εξασφαλίσουν και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να επιτευχθεί το επίπεδο αυτό. Δεδομένου ότι το εν λόγω επίπεδο προστασίας ενδέχεται να ποικίλλει μεταξύ των κρατών μελών, πρέπει να αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη περιθώριο εκτίμησης (απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, VIPA, C‑222/18, EU:C:2019:751, σκέψη 71).

72      Τούτου δοθέντος, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, παρά το εν λόγω περιθώριο εκτίμησης, ο περιορισμός που συνεπάγεται η εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας η οποία απαγορεύει γενικώς και απολύτως κάθε μορφή διαφήμισης χρησιμοποιούμενης από επαγγελματίες του τομέα της υγείας για την προώθηση των δραστηριοτήτων περίθαλψης που παρέχουν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την προστασία της δημόσιας υγείας και της αξιοπρέπειας ενός νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος (πρβλ. απόφαση της 4ης Μαΐου 2017, Vanderborght, C‑339/15, EU:C:2017:335, σκέψεις 72 και 75).

73      Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας αυτής, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης απαγόρευση έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζεται ο πάροχος της υπόθεσης της κύριας δίκης να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε διαφήμιση, ανεξαρτήτως του μέσου ή της εμβέλειάς της, εκτός του φαρμακείου του. Εάν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η απαγόρευση αυτή βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την εξασφάλιση της επίτευξης των επιδιωκόμενων σκοπών.

74      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων συνάγεται ότι στο πρώτο μέρος του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2000/31 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή, από το κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχεται υπηρεσία διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων χορηγούμενων χωρίς ιατρική συνταγή, επί του εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος παρόχου της υπηρεσίας αυτής, εθνικής ρύθμισης η οποία απαγορεύει σε φαρμακεία να προσελκύουν πελάτες με ορισμένες διαδικασίες και μέσα, ιδίως δε με μαζική διανομή διαφημιστικών ταχυδρομικών επιστολών και φυλλαδίων εκτός του φαρμακείου τους, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι η ρύθμιση αυτή δεν έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζεται ο εν λόγω πάροχος να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε διαφήμιση, ανεξαρτήτως του μέσου ή της εμβέλειάς της, εκτός του φαρμακείου του, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

 Επί του δεύτερου μέρους του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος

75      Με το δεύτερο μέρος του προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2000/31 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή, από το κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχεται υπηρεσία διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων χορηγούμενων χωρίς ιατρική συνταγή, επί του εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος παρόχου της υπηρεσίας αυτής, εθνικής ρύθμισης η οποία απαγορεύει σε φαρμακεία να προβαίνουν σε διαφημιστικές προσφορές συνιστάμενες στη χορήγηση έκπτωσης επί της συνολικής τιμής της παραγγελίας φαρμάκων όταν η τιμή αυτή υπερβαίνει ένα ορισμένο ποσό.

76      Εν προκειμένω, απαγόρευση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία επιβάλλεται από ένα κράτος μέλος, είναι ικανή να περιορίσει τη δυνατότητα ενός φαρμακείου, εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος, να προσελκύσει ενδιαφερομένους που κατοικούν στο πρώτο ως άνω κράτος μέλος και να καταστήσει ελκυστικότερη την υπηρεσία διαδικτυακής πώλησης που προσφέρει εκεί.

77      Επομένως, μια τέτοια απαγόρευση πρέπει να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται περιορισμό της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/31.

78      Ως εκ τούτου, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της ως άνω οδηγίας, να εξεταστεί αν η απαγόρευση αυτή επιδιώκει σκοπό διαλαμβανόμενο στην εν λόγω διάταξη και αν είναι κατάλληλη για την εξασφάλιση του σκοπού αυτού και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρο.

79      Κατ’ αρχάς, η Γαλλική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης απαγόρευση αποσκοπεί στην πρόληψη της υπερβολικής ή ακατάλληλης κατανάλωσης φαρμάκων.

80      Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι ένας τέτοιος σκοπός συμβάλλει στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας της δημόσιας υγείας (πρβλ. απόφαση της 19ης Μαΐου 2009, Apothekerkammer des Saarlandes κ.λπ., C‑171/07 και C‑172/07, EU:C:2009:316, σκέψεις 32 έως 34).

81      Περαιτέρω, δεδομένου ότι διαφημιστικές προσφορές όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης είναι ικανές να παροτρύνουν τους ενδιαφερομένους να αγοράσουν φάρμακα και, ενδεχομένως, να προβούν σε υπερβολική κατανάλωσή τους, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απαγόρευση τέτοιων προσφορών είναι κατάλληλη για την εξασφάλιση του σκοπού της προστασίας της δημόσιας υγείας.

82      Τέλος, όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα της απαγόρευσης αυτής, η A φρονεί ότι στην πραγματικότητα, βάσει της εν λόγω απαγόρευσης, κάθε έκπτωση στην τιμή θεωρείται ικανή να παροτρύνει σε κατάχρηση κατανάλωσης φαρμάκων, δεδομένου ότι η απαγόρευση δεν καθορίζει κανένα όριο πέραν του οποίου μια διαφημιστική προσφορά πρέπει να κριθεί ως συνεπαγόμενη υπερβολική κατανάλωση. Εξάλλου, η εν λόγω απαγόρευση αφορά επίσης τα παραφαρμακευτικά προϊόντα.

83      Συναφώς, στο μέτρο που το Δικαστήριο δεν διαθέτει επαρκείς πληροφορίες ως προς την ενδεχόμενη ύπαρξη πιο συγκεκριμένων προϋποθέσεων για την εφαρμογή της απαγόρευσης των διαφημιστικών προσφορών και, ιδίως, ως προς το ζήτημα αν η απαγόρευση αυτή αφορά την προώθηση μόνον των φαρμάκων ή και των παραφαρμακευτικών προϊόντων, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει με ποιον συγκεκριμένο τρόπο εφαρμόζεται η επίμαχη απαγόρευση και αν η εφαρμογή αυτή υπερβαίνει, ενδεχομένως, το αναγκαίο για την προστασία της δημόσιας υγείας μέτρο.

84      Από τις ανωτέρω σκέψεις συνάγεται ότι στο δεύτερο μέρος του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2000/31 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή, από το κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχεται υπηρεσία διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων χορηγούμενων χωρίς ιατρική συνταγή, επί του εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος παρόχου της υπηρεσίας αυτής, εθνικής ρύθμισης η οποία απαγορεύει σε φαρμακεία να προβαίνουν σε διαφημιστικές προσφορές συνιστάμενες στη χορήγηση έκπτωσης επί της συνολικής τιμής της παραγγελίας φαρμάκων όταν η τιμή αυτή υπερβαίνει ένα ορισμένο ποσό, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι μια τέτοια απαγόρευση οριοθετείται επαρκώς και, ιδίως, αφορά μόνον τα φάρμακα και όχι τα απλά παραφαρμακευτικά προϊόντα, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

 Επί του τρίτου μέρους του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος

85      Με το τρίτο μέρος του προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2000/31 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή, από το κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχεται υπηρεσία διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων χορηγούμενων χωρίς ιατρική συνταγή, επί του εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος παρόχου της υπηρεσίας αυτής, εθνικής ρύθμισης η οποία επιβάλλει σε φαρμακεία που πωλούν τέτοια φάρμακα την υποχρέωση να περιλαμβάνουν ερωτηματολόγιο επί θεμάτων υγείας στη διαδικασία παραγγελίας φαρμάκων μέσω διαδικτύου.

86      Εν προκειμένω, κατά την επίμαχη εθνική ρύθμιση, η επικύρωση της πρώτης παραγγελίας φαρμάκων που πραγματοποιεί ένας ασθενής στον ιστότοπο φαρμακείου εξαρτάται από την προηγούμενη συμπλήρωση διαδικτυακού ερωτηματολογίου επί θεμάτων υγείας.

87      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/31, ο «συντονισμένος τομέας» περιλαμβάνει τις απαιτήσεις σχετικά με την άσκηση δραστηριότητας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως, μεταξύ άλλων, απαιτήσεις σχετικά με το περιεχόμενο της υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων για τη σύναψη συμβάσεων.

88      Το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρο, δεδομένου ότι ρυθμίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να συναφθεί η σύμβαση διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων χορηγούμενων χωρίς ιατρική συνταγή, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ασκείται η δραστηριότητα πώλησης και παροχής συμβουλών από τον φαρμακοποιό μέσω Διαδικτύου, πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στον «συντονισμένο τομέα» κατά την έννοια της οδηγίας 2000/31.

89      Συνεπώς, εφαρμόζεται το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/31, κατά το οποίο το κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχεται υπηρεσία διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να περιορίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας οι οποίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος.

90      Ένα μέτρο, όμως, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης είναι προδήλως ικανό να έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα για ασθενείς που επιθυμούν να αγοράσουν φάρμακα μέσω διαδικτύου και συνιστά, κατά συνέπεια, τέτοιο περιορισμό.

91      Ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της ως άνω οδηγίας, αν ένα τέτοιο μέτρο επιδιώκει σκοπό διαλαμβανόμενο στη διάταξη αυτή και αν είναι κατάλληλο για την εξασφάλιση του εν λόγω σκοπού και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρο.

92      Κατ’ αρχάς, για να δικαιολογήσει το εν λόγω μέτρο, η Γαλλική Κυβέρνηση επικαλείται τον σκοπό διασφάλισης της παροχής προσωπικών συμβουλών στον ασθενή προκειμένου αυτός να προστατευθεί από την ακατάλληλη χρήση φαρμάκων.

93      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι ένας τέτοιος σκοπός σχετικός με την προστασία της δημόσιας υγείας είναι θεμιτός (πρβλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2003, Deutscher Apothekerverband, C‑322/01, EU:C:2003:664, σκέψη 106).

94      Βεβαίως, η κατανάλωση φαρμάκων χορηγούμενων χωρίς ιατρική συνταγή δεν ενέχει, κατ’ αρχήν, κινδύνους ανάλογους με εκείνους που συνδέονται με την κατανάλωση φαρμάκων για τα οποία απαιτείται ιατρική συνταγή (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, ratiopharm, C‑786/18, EU:C:2020:459, σκέψη 36). Ωστόσο, δεν αποκλείεται να εγκυμονεί ορισμένους κινδύνους και η χρήση φαρμάκων χορηγούμενων χωρίς ιατρική συνταγή.

95      Επομένως, το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρο επιδιώκει σκοπό προστασίας της δημόσιας υγείας, ο οποίος διαλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31.

96      Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ένα ιατρικό ερωτηματολόγιο, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, είναι αναγκαίο στο μέτρο που ο οικείος φαρμακοποιός δεν εξυπηρετεί τον ασθενή εντός του φαρμακείου του και, επομένως, δεν μπορεί να συζητήσει απευθείας μαζί του. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να του παράσχει συμβουλές με δική του πρωτοβουλία. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι το εν λόγω ερωτηματολόγιο παρέχει στον φαρμακοποιό τη δυνατότητα να γνωρίσει καλύτερα τον ενδιαφερόμενο ασθενή και, εντοπίζοντας ενδεχόμενες αντενδείξεις, να εξασφαλίσει ότι του χορηγούνται τα πλέον κατάλληλα φάρμακα.

97      Πράγματι, βάσει των εκτιμήσεων αυτών, μπορεί να γίνει δεκτό ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρο είναι κατάλληλο για την προστασία της υγείας του ασθενούς.

98      Όσον αφορά, τέλος, τον αναγκαίο χαρακτήρα ενός τέτοιου μέτρου, η A υποστηρίζει ότι ήδη η απόφαση σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές διάθεσης των φαρμάκων εξασφαλίζει ότι οι ασθενείς μπορούν να λαμβάνουν προσωπικές συμβουλές, καθόσον απαιτεί από τα διαδικτυακά φαρμακεία να τους παρέχουν τη δυνατότητα αμφίδρομης επικοινωνίας εξ αποστάσεως με φαρμακοποιό. Εξάλλου, η Α σημειώνει ότι οι ποσότητες φαρμάκων που παραγγέλλει ένας ενδιαφερόμενος μέσω του ιστοτόπου της ελέγχονται κατά περίπτωση, βάσει διαφόρων παραμέτρων, στις οποίες περιλαμβάνεται και το ιστορικό των παραγγελιών του ενδιαφερομένου. Οι έλεγχοι αυτοί επαρκούν για να αποτραπεί ο κίνδυνος ακατάλληλης χρήσης φαρμάκων. Επομένως, κατά την Α, το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρο βαίνει πέραν του αναγκαίου ορίου.

99      Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η αύξηση των υφιστάμενων στο διαδίκτυο στοιχείων αμφίδρομης επικοινωνίας τα οποία πρέπει να χρησιμοποιήσει ο πελάτης πριν μπορέσει να πραγματοποιήσει αγορά φαρμάκων συνιστά αποδεκτό μέτρο, το οποίο θίγει σε μικρότερο βαθμό την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων απ’ ό,τι η απαγόρευση της διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων και καθιστά δυνατή την εξίσου αποτελεσματική επίτευξη του σκοπού μείωσης του κινδύνου κακής χρήσης των φαρμάκων που αγοράζονται μέσω διαδικτύου (πρβλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2003, Deutscher Apothekerverband, C‑322/01, EU:C:2003:664, σκέψεις 112 έως 114).

100    Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας αυτής καθώς και του υπομνησθέντος στη σκέψη 71 της παρούσας απόφασης περιθωρίου εκτίμησης που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη, μια εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την εξασφάλιση της επίτευξης του επιδιωκόμενου σκοπού.

101    Επιπλέον, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 148 των προτάσεών του, η δυνατότητα του ασθενούς να συμβουλευθεί τον φαρμακοποιό πριν από την παραγγελία του, έστω και αν συνδυάζεται με έλεγχο των ποσοτήτων που αγοράζει ο ενδιαφερόμενος, δεν συνιστά μέσο εξίσου αποτελεσματικό με τον έλεγχο που διενεργείται μέσω της προηγούμενης συλλογής πληροφοριών από τον ασθενή.

102    Συνεπώς, στο τρίτο μέρος του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2000/31 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή, από το κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχεται υπηρεσία διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων χορηγούμενων χωρίς ιατρική συνταγή, επί του εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος παρόχου της υπηρεσίας αυτής, εθνικής ρύθμισης η οποία επιβάλλει σε φαρμακεία που πωλούν τέτοια φάρμακα την υποχρέωση να περιλαμβάνουν ερωτηματολόγιο επί θεμάτων υγείας στη διαδικασία παραγγελίας φαρμάκων μέσω διαδικτύου.

 Επί του τέταρτου μέρους του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος

103    Με το τέταρτο μέρος του προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2000/31 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή, από το κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχεται υπηρεσία διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων χορηγούμενων χωρίς ιατρική συνταγή, επί του εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος παρόχου της υπηρεσίας αυτής, εθνικής ρύθμισης η οποία απαγορεύει σε φαρμακεία που πωλούν τέτοια φάρμακα να χρησιμοποιούν την υπηρεσία αντιστοίχισης επί πληρωμή σε μηχανές αναζήτησης και σύγκρισης τιμών.

104    Μια τέτοια ρύθμιση είναι ικανή να περιορίσει το φάσμα των δυνατοτήτων ενός φαρμακείου να γίνει γνωστό στους δυνητικούς πελάτες που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος και να προωθήσει την υπηρεσία διαδικτυακής πώλησης την οποία προσφέρει στους πελάτες αυτούς.

105    Υπό τις συνθήκες αυτές, η εν λόγω ρύθμιση πρέπει να θεωρηθεί ότι περιορίζει την ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, κατά παρέκκλιση από την κατ’ αρχήν απαγόρευση την οποία καθιερώνει το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/31.

106    Ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της ως άνω οδηγίας, αν η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης απαγόρευση επιδιώκει σκοπό διαλαμβανόμενο στη διάταξη αυτή και αν είναι κατάλληλη για την εξασφάλιση του εν λόγω σκοπού και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρο.

107    Η Γαλλική Κυβέρνηση, σύμφωνα με όσα ανέφερε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, φαίνεται να δικαιολογεί την απαγόρευση της αντιστοίχισης επί πληρωμή σε μηχανές αναζήτησης και σύγκρισης τιμών με το επιχείρημα ότι η αντιστοίχιση αυτή ενέχει τον κίνδυνο να επηρεάσει την ισόρροπη κατανομή των φαρμακείων στο σύνολο της εθνικής επικράτειας, καθώς, με την εν λόγω αντιστοίχιση, η εμπορία των φαρμάκων ενδέχεται να συγκεντρωθεί στα χέρια των μεγάλων φαρμακείων.

108    Συναφώς, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι ο σκοπός διασφάλισης του ασφαλούς και με ποιοτικά εχέγγυα εφοδιασμού του πληθυσμού με φάρμακα στην εθνική επικράτεια δύναται να δικαιολογήσει περιορισμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών, στο μέτρο που συμβάλλει στην προστασία της υγείας και της ζωής των ανθρώπων (πρβλ. απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, VIPA, C‑222/18, EU:C:2019:751, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

109    Επομένως, δεδομένου ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης απαγόρευση αποσκοπεί στην προστασία της δημόσιας υγείας, σκοπός ο οποίος διαλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, πρέπει να εκτιμηθεί αν η απαγόρευση αυτή είναι κατάλληλη να εξασφαλίσει την επίτευξη του εν λόγω σκοπού και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρο.

110    Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όταν υφίστανται αμφιβολίες ως προς τη συνδρομή ή τη σημασία των κινδύνων για την υγεία των ανθρώπων, το οικείο κράτος μέλος πρέπει να μπορεί να λαμβάνει μέτρα προστασίας χωρίς να οφείλει να αναμένει να αποδειχθεί πλήρως το υπαρκτό των εν λόγω κινδύνων. Επιπλέον, το οικείο κράτος μέλος μπορεί να λαμβάνει μέτρα τα οποία περιορίζουν, κατά το δυνατόν, κινδύνους για τη δημόσια υγεία, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ενδεχόμενος κίνδυνος για τον ασφαλή και με ποιοτικά εχέγγυα εφοδιασμό του πληθυσμού με φάρμακα (απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, VIPA, C‑222/18, EU:C:2019:751, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

111    Τούτου δοθέντος, εναπόκειται στα κράτη μέλη, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, να προσκομίζουν, ιδίως, τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την καταλληλότητα και τον αναγκαίο χαρακτήρα του θεσπιζόμενου από αυτά μέτρου το οποίο εισάγει παρέκκλιση από θεμελιώδη ελευθερία (πρβλ. απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, VIPA, C‑222/18, EU:C:2019:751, σκέψεις 69 και 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

112    Επισημαίνεται, όμως, ότι η Γαλλική Κυβέρνηση δεν τεκμηρίωσε τον γενικό ισχυρισμό της, ο οποίος μνημονεύθηκε στη σκέψη 107 της παρούσας απόφασης, με κανένα συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός αυτός δεν πληροί την εκτεθείσα στην προηγούμενη σκέψη απαίτηση περί απόδειξης.

113    Συνεπώς, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει κατά τρόπο αντικειμενικό αν από τα αποδεικτικά στοιχεία που θα προσκομιστούν ενδεχομένως ενώπιόν του προκύπτει βασίμως ότι τα επιλεγέντα μέτρα είναι κατάλληλα για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών και αν οι σκοποί αυτοί μπορούν να επιτευχθούν με λιγότερο περιοριστικά μέτρα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, VIPA, C‑222/18, EU:C:2019:751, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

114    Επομένως, στο τέταρτο μέρος του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2000/31 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή, από το κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχεται υπηρεσία διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων χορηγούμενων χωρίς ιατρική συνταγή, επί του εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος παρόχου της υπηρεσίας αυτής, εθνικής ρύθμισης η οποία απαγορεύει σε φαρμακεία που πωλούν τέτοια φάρμακα να χρησιμοποιούν την υπηρεσία αντιστοίχισης επί πληρωμή σε μηχανές αναζήτησης και σύγκρισης τιμών, εκτός εάν αποδειχθεί δεόντως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ότι μια τέτοια ρύθμιση είναι κατάλληλη να εξασφαλίσει την επίτευξη σκοπού προστασίας της δημόσιας υγείας και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο.

115    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2000/31 έχει την έννοια ότι:

–        δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή, από το κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχεται υπηρεσία διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων χορηγούμενων χωρίς ιατρική συνταγή, επί του εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος παρόχου της υπηρεσίας αυτής, εθνικής ρύθμισης η οποία απαγορεύει σε φαρμακεία να προσελκύουν πελάτες με ορισμένες διαδικασίες και μέσα, ιδίως δε με μαζική διανομή διαφημιστικών ταχυδρομικών επιστολών και φυλλαδίων εκτός του φαρμακείου τους, υπό την προϋπόθεση ότι η ρύθμιση αυτή δεν έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζεται ο εν λόγω πάροχος να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε διαφήμιση, ανεξαρτήτως του μέσου ή της εμβέλειάς της, εκτός του φαρμακείου του, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει·

–        δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή, από το κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχεται υπηρεσία διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων χορηγούμενων χωρίς ιατρική συνταγή, επί του εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος παρόχου της υπηρεσίας αυτής, εθνικής ρύθμισης η οποία απαγορεύει σε φαρμακεία να προβαίνουν σε διαφημιστικές προσφορές συνιστάμενες στη χορήγηση έκπτωσης επί της συνολικής τιμής της παραγγελίας φαρμάκων όταν η τιμή αυτή υπερβαίνει ένα ορισμένο ποσό, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι μια τέτοια απαγόρευση οριοθετείται επαρκώς και, ιδίως, αφορά μόνον τα φάρμακα και όχι τα απλά παραφαρμακευτικά προϊόντα, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει·

–        δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή, από το κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχεται υπηρεσία διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων χορηγούμενων χωρίς ιατρική συνταγή, επί του εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος παρόχου της υπηρεσίας αυτής, εθνικής ρύθμισης η οποία επιβάλλει σε φαρμακεία που πωλούν τέτοια φάρμακα την υποχρέωση να περιλαμβάνουν ερωτηματολόγιο επί θεμάτων υγείας στη διαδικασία παραγγελίας φαρμάκων μέσω διαδικτύου·

–        αντιτίθεται στην εφαρμογή, από το κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχεται υπηρεσία διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων χορηγούμενων χωρίς ιατρική συνταγή, επί του εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος παρόχου της υπηρεσίας αυτής, εθνικής ρύθμισης η οποία απαγορεύει σε φαρμακεία που πωλούν τέτοια φάρμακα να χρησιμοποιούν την υπηρεσία αντιστοίχισης επί πληρωμή σε μηχανές αναζήτησης και σύγκρισης τιμών, εκτός εάν αποδειχθεί δεόντως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ότι μια τέτοια ρύθμιση είναι κατάλληλη να εξασφαλίσει την επίτευξη σκοπού προστασίας της δημόσιας υγείας και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

116    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Η οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο»), έχει την έννοια ότι:

–        δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή, από το κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχεται υπηρεσία διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων χορηγούμενων χωρίς ιατρική συνταγή, επί του εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος παρόχου της υπηρεσίας αυτής, εθνικής ρύθμισης η οποία απαγορεύει σε φαρμακεία να προσελκύουν πελάτες με ορισμένες διαδικασίες και μέσα, ιδίως δε με μαζική διανομή διαφημιστικών ταχυδρομικών επιστολών και φυλλαδίων εκτός του φαρμακείου τους, υπό την προϋπόθεση ότι η ρύθμιση αυτή δεν έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζεται ο εν λόγω πάροχος να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε διαφήμιση, ανεξαρτήτως του μέσου ή της εμβέλειάς της, εκτός του φαρμακείου του, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει·

–        δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή, από το κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχεται υπηρεσία διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων χορηγούμενων χωρίς ιατρική συνταγή, επί του εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος παρόχου της υπηρεσίας αυτής, εθνικής ρύθμισης η οποία απαγορεύει σε φαρμακεία να προβαίνουν σε διαφημιστικές προσφορές συνιστάμενες στη χορήγηση έκπτωσης επί της συνολικής τιμής της παραγγελίας φαρμάκων όταν η τιμή αυτή υπερβαίνει ένα ορισμένο ποσό, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι μια τέτοια απαγόρευση οριοθετείται επαρκώς και, ιδίως, αφορά μόνον τα φάρμακα και όχι τα απλά παραφαρμακευτικά προϊόντα, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει·

–        δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή, από το κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχεται υπηρεσία διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων χορηγούμενων χωρίς ιατρική συνταγή, επί του εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος παρόχου της υπηρεσίας αυτής, εθνικής ρύθμισης η οποία επιβάλλει σε φαρμακεία που πωλούν τέτοια φάρμακα την υποχρέωση να περιλαμβάνουν ερωτηματολόγιο επί θεμάτων υγείας στη διαδικασία παραγγελίας φαρμάκων μέσω διαδικτύου·

–        αντιτίθεται στην εφαρμογή, από το κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχεται υπηρεσία διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων χορηγούμενων χωρίς ιατρική συνταγή, επί του εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος παρόχου της υπηρεσίας αυτής, εθνικής ρύθμισης η οποία απαγορεύει σε φαρμακεία που πωλούν τέτοια φάρμακα να χρησιμοποιούν την υπηρεσία αντιστοίχισης επί πληρωμή σε μηχανές αναζήτησης και σύγκρισης τιμών, εκτός εάν αποδειχθεί δεόντως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ότι μια τέτοια ρύθμιση είναι κατάλληλη να εξασφαλίσει την επίτευξη σκοπού προστασίας της δημόσιας υγείας και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.