Language of document : ECLI:EU:T:2014:3

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 15ης Ιανουαρίου 2014

Υπόθεση T‑95/12 P

Willem Stols

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Προαγωγή – Περίοδος προαγωγών 2007 – Απόφαση περί μη προαγωγής του ενδιαφερομένου στον βαθμό AST 11 – Σύγκριση των προσόντων – Έλεγχος από τον δικαστή του προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (πρώτο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 2011, F‑51/08 RENV, Stols κατά Συμβουλίου.

Απόφαση:      Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο Willem Stols φέρει τα δικαστικά του έξοδα καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της κατ’ αναίρεση δίκης.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων – Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

2.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων – Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως – Περιεχόμενο – Συνεκτίμηση των εκθέσεων βαθμολογίας – Άλλα στοιχεία που μπορούν να ληφθούν υπόψη

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

3.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Κριτήρια – Προσόντα – Συνεκτίμηση της αρχαιότητας στον βαθμό – Επικουρικός χαρακτήρας – Συνεκτίμηση της διαχρονικής σταθερότητας της αποδόσεως – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

1.      Στο πλαίσιο της συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων των υποψηφίων προς προαγωγή, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ο δε έλεγχος του δικαστή της Ένωσης πρέπει να περιορίζεται στο αν η διοίκηση, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων και του τρόπου βάσει των οποίων διαμόρφωσε την κρίση της, παρέμεινε εντός μη επίμεμπτων ορίων και δεν άσκησε την εξουσία της κατά προδήλως εσφαλμένο τρόπο. Ο δικαστής της Ένωσης δεν δύναται, επομένως, να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση όσον αφορά τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα των υποψηφίων την εκτίμηση της εν λόγω αρχής.

Συναφώς, για να διατηρηθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του περιθωρίου εκτιμήσεως που ο νομοθέτης θέλησε να απονείμει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή όσον αφορά τις προαγωγές, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να ακυρώσει μια απόφαση για τον μοναδικό λόγο ότι κρίνει ότι βρίσκεται ενώπιον πραγματικών περιστατικών τα οποία δημιουργούν εύλογες αμφιβολίες ως προς την εκτίμηση της εν λόγω αρχής, ή ακόμη αποδεικνύουν την ύπαρξη πλάνης εκτιμήσεως.

Επομένως, δεν εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να προβεί σε διεξοδική εξέταση όλων των φακέλων των προαγώγιμων υποψηφίων προκειμένου να βεβαιωθεί ότι συμφωνεί με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, διότι, αν διενεργούσε τέτοια εξέταση, θα υπερέβαινε τα όρια του ελέγχου νομιμότητας τον οποίο ασκεί, υποκαθιστώντας έτσι με τη δική του εκτίμηση των προσόντων των προαγώγιμων υποψηφίων την εκτίμηση της εν λόγω αρχής.

Εντούτοις, η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται έτσι στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή περιορίζεται από την ανάγκη διεξαγωγής της συγκριτικής εξετάσεως των υποψηφιοτήτων με προσοχή και αμεροληψία, προς το συμφέρον της υπηρεσίας και σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Στην πράξη, η εξέταση αυτή πρέπει να διενεργείται επί ίσοις όροις και βάσει συγκρίσιμων πηγών πληροφοριών και στοιχείων.

(βλ. σκέψεις 29 έως 32)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 21 Απριλίου 1983, 282/81, Ragusa κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1245, σκέψεις 9 και 13· 3 Απριλίου 2003, C‑277/01 P, Κοινοβούλιο κατά Samper, Συλλογή 2003, σ. I‑3019, σκέψη 35

ΓΔΕΕ: 15 Σεπτεμβρίου 2005, T‑132/03, Casini κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑253 και II‑1169, σκέψεις 52 και 53

2.      Η προβλεπόμενη στο άρθρο 45 του ΚΥΚ υποχρέωση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής να προβαίνει σε συγκριτική εξέταση των προσόντων των προαγώγιμων υπαλλήλων αποτελεί έκφραση, ταυτοχρόνως, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των υπαλλήλων και του δικαιώματός τους σε επαγγελματική εξέλιξη, και, ως εκ τούτου, η εκτίμηση των προσόντων τους αποτελεί το καθοριστικό κριτήριο. Το άρθρο 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ προβλέπει συναφώς ότι, για τη συγκριτική εξέταση των προσόντων, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει υπόψη, ιδίως, τις εκθέσεις των υπαλλήλων, τη χρήση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους άλλων γλωσσών πλην της γλώσσας την οποία έχουν αποδείξει ότι γνωρίζουν εις βάθος και, ενδεχομένως, το επίπεδο των ασκούμενων καθηκόντων. Η διάταξη αυτή παρέχει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τη σημασία που αυτή προτίθεται να αποδώσει σε καθένα από τα τρία κριτήρια που αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων, με την επιφύλαξη όμως της τηρήσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί, επικουρικώς, σε περίπτωση ισότητας των προσόντων μεταξύ των προαγώγιμων υπαλλήλων βάσει των τριών κριτηρίων που αναφέρονται ρητώς στο άρθρο 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, να συνεκτιμά και άλλα στοιχεία, όπως είναι η ηλικία των υπαλλήλων και η αρχαιότητά τους στον βαθμό ή στην υπηρεσία, οπότε τα κριτήρια αυτά μπορούν να αποτελέσουν αποφασιστικό παράγοντα για την επιλογή της.

(βλ. σκέψεις 33 και 34)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 16 Μαΐου 2013, T‑281/11 P, Canga Fano κατά Συμβουλίου, σκέψεις 43 και 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Η αρχαιότητα στον βαθμό και στην υπηρεσία μπορεί να αποτελέσει μόνο επικουρικό κριτήριο για την προαγωγή, σε περίπτωση ισοδυναμίας των προσόντων που διαπιστώνεται βάσει των τριών κριτηρίων που μνημονεύονται ρητώς στο άρθρο 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται, όμως, νομίμως να προβεί στη συγκριτική εξέταση των προσόντων των προαγώγιμων υπαλλήλων στηριζόμενη στη διαχρονική σταθερότητα της αποδόσεώς τους.

Συναφώς, το κριτήριο της διαχρονικής σταθερότητας της αποδόσεως δεν είναι αυτοτελές κριτήριο σε σχέση με τα τρία κριτήρια που απαριθμούνται στο άρθρο 45 του ΚΥΚ, αλλά σχετίζεται άμεσα με το πρώτο από αυτά, το οποίο βασίζεται στις εκθέσεις των υπαλλήλων. Ειδικότερα, το στοιχείο αυτό καθιστά δυνατό να ληφθεί καλύτερα υπόψη το σύνολο των προσόντων των προαγώγιμων υπαλλήλων, εκτιμώμενα υπό το πρίσμα του πρώτου ως άνω κριτηρίου.

Κατά τα λοιπά, η χρήση στο άρθρο 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ πληθυντικού αριθμού για τη φράση «εκθέσεις των υπαλλήλων» υποδεικνύει ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή οφείλει να λαμβάνει υπόψη όλες τις εκθέσεις των υπαλλήλων για το χρονικό διάστημα που αυτοί κατέχουν τον συγκεκριμένο βαθμό, το οποίο κατά λογική αναγκαιότητα συνεπάγεται τη συνεκτίμηση κριτηρίου όπως το κριτήριο της διαχρονικής σταθερότητας της αποδόσεως.

Ειδικότερα, εάν η εν λόγω αρχή ελάμβανε υπόψη την πιο πρόσφατη ή τις πλέον πρόσφατες εκθέσεις, η συγκριτική εξέταση θα αλλοιωνόταν ή θα ήταν τουλάχιστον ατελής, δεδομένου ότι η ως άνω αρχή δεν θα εξέταζε στην περίπτωση αυτή το σύνολο των προσόντων των προαγώγιμων υπαλλήλων, ιδίως δε εκείνων που έχουν πάνω από δύο έτη προϋπηρεσίας στον βαθμό.

Επιπροσθέτως, το κριτήριο της διαχρονικής σταθερότητας της αποδόσεως δεν επανεισάγει απλώς στο πλαίσιο του συγκριτικού ελέγχου, που διενεργείται δυνάμει του άρθρου 45, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, το κριτήριο της αρχαιότητας, δεδομένου ότι είναι κάλλιστα δυνατό σημαντική προϋπηρεσία να μη συνοδεύεται από υψηλή και διαχρονικά σταθερή απόδοση, οπότε τα δύο αυτά κριτήρια ουδόλως συμπίπτουν, μολονότι υπάρχει ορισμένη συνάφεια μεταξύ τους.

Τέλος, το κριτήριο της διαχρονικής σταθερότητας της αποδόσεως καθιστά δυνατή για την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή την επίτευξη δίκαιης ισορροπίας μεταξύ του σκοπού διασφαλίσεως της ταχείας εξελίξεως της επαγγελματικής σταδιοδρομίας των εξαιρετικών υπαλλήλων τους οποίους διακρίνει ιδιαίτερα υψηλή απόδοση και του σκοπού διασφαλίσεως της κανονικής εξελίξεως της σταδιοδρομίας των υπαλλήλων που επιδεικνύουν επί μακρό χρονικό διάστημα σταθερά υψηλή απόδοση στην εργασία τους.

(βλ. σκέψεις 40 έως 45)