Language of document : ECLI:EU:T:2010:453

Υπόθεση T-24/05

Alliance One International, Inc. κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ισπανική αγορά αποκτήσεως και πρώτης μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού – Απόφαση που διαπιστώνει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καθορισμός των τιμών και κατανομή της αγοράς – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Καταλογισμός της παραβατικής συμπεριφοράς – Ίση μεταχείριση»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Επιχείρηση – Έννοια – Οικονομική οντότητα

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

2.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική οντότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

3.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική οντότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

4.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Επιχείρηση υποκείμενη στον από κοινού έλεγχο διάφορων άλλων επιχειρήσεων ή προσώπων

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

5.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Έκταση – Απόφαση εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού

(Άρθρα 81 ΕΚ και 253 ΕΚ)

6.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική οντότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/200 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

1.      Το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού αφορά τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων. Η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του. Το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι ο όρος επιχείρηση, εντασσόμενος στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να νοείται ως οικονομική ενότητα, έστω και αν από νομική άποψη η οικονομική αυτή ενότητα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Οσάκις αυτός ο φορέας παραβιάζει τους κανόνες του ανταγωνισμού, ευθύνεται, κατά την αρχή της προσωπικής ευθύνης, για την παράβαση αυτή.

(βλ. σκέψεις 122-124)

2.      Η παραβίαση του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού πρέπει να καταλογίζεται, κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση, σε ένα νομικό πρόσωπο στο οποίο πρόκειται ενδεχομένως να επιβληθούν πρόστιμα. Συγκεκριμένα, για την εφαρμογή και εκτέλεση των αποφάσεων της Επιτροπής στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού, είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός μιας οντότητας διαθέτουσας νομική προσωπικότητα, η οποία θα είναι ο αποδέκτης της οικείας αποφάσεως.

Η συμπεριφορά μιας θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία, ιδίως, όταν η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει, κυρίως, τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, ενόψει, ιδίως, των υφισταμένων μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων οικονομικών, οργανωτικών και νομικών σχέσεων. Συγκεκριμένα, σε μια τέτοια περίπτωση, η μητρική και η θυγατρική εταιρία συναποτελούν τμήμα της ίδιας οικονομικής οντότητας και, επομένως, συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση. Επομένως, αυτό το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμου σε μητρική εταιρία δεν είναι η εκ μέρους της μητρικής παρακίνηση της θυγατρικής της να διαπράξει παράβαση ούτε, κατά μείζονα λόγο, η εμπλοκή της πρώτης στην παράβαση, αλλά το γεγονός ότι αυτές αποτελούν μία και μόνη επιχείρηση υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

Δεν αρκεί να μπορεί η Επιτροπή να διαπιστώνει ότι η μητρική εταιρία είναι σε θέση να ασκεί καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της, αλλά πρέπει επίσης να εξετάζει αν η επιρροή αυτή όντως ασκήθηκε. Στην ειδική περίπτωση κατά την οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής που διέπραξε παράβαση των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού, αφενός, η μητρική εταιρία μπορεί να ασκεί αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής και, αφετέρου, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί όντως αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της. Υπό τις συνθήκες αυτές, αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου μιας θυγατρικής προκειμένου να συναχθεί ότι η μητρική ασκεί αποφασιστική επιρροή στην εμπορική πολιτική της θυγατρικής. Εν συνεχεία, η Επιτροπή θα είναι σε θέση να θεωρήσει ότι η μητρική εταιρία ευθύνεται εις ολόκληρον για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, εκτός αν η εν λόγω μητρική, στην οποία απόκειται να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, προσκομίσει επαρκή στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά. Το τεκμήριο που στηρίζεται στην κατοχή του συνόλου του κεφαλαίου μπορεί να εφαρμοστεί όχι μόνο στην περίπτωση κατά την οποία υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρίας, αλλά και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η σχέση αυτή είναι έμμεση, λόγω παρεμβαλλόμενης θυγατρικής.

Ωστόσο, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να επιλέξει να μη στηριχθεί μόνο στο τεκμήριο αυτό, αλλά επίσης σε πραγματικά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι εν λόγω μητρικές εταιρίες ασκούσαν εμπράκτως καθοριστική επιρροή στη θυγατρική τους και, ως εκ τούτου, να επιβεβαιώνουν την ορθότητα του τεκμηρίου.

(βλ. σκέψεις 125-130, 132, 141)

3.      Το κεντρικό στοιχείο στο οποίο βασίζεται η Επιτροπή για να αποδείξει ότι η μητρική και η θυγατρική εταιρία αποτελούν οικονομική οντότητα είναι η έλλειψη αυτονομίας της θυγατρικής όσον αφορά τη συμπεριφορά της στην αγορά, θεωρώντας ότι η εν λόγω έλλειψη αυτονομίας απορρέει από την εκ μέρους της μητρικής εταιρίας άσκηση καθοριστικής επιρροής στη συμπεριφορά της θυγατρικής της.

Η καθοριστική επιρροή που πρέπει να ασκεί η μητρική προκειμένου να της καταλογιστεί η ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η θυγατρική της δεν μπορεί να περιορίζεται στις δραστηριότητες που εμπίπτουν στην εν στενή εννοία εμπορική πολιτική της εν λόγω θυγατρικής και οι οποίες, περαιτέρω, είναι άμεσα συνδεδεμένες με την παράβαση. Συγκεκριμένα, για να προσδιοριστεί αν μια θυγατρική καθορίζει αυτόνομα τη συμπεριφορά της στην αγορά, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των λυσιτελών στοιχείων που αφορούν τις υφιστάμενες μεταξύ θυγατρικής και μητρικής εταιρίας οικονομικές, οργανωτικές και νομικές σχέσεις, τα οποία μπορεί να ποικίλουν αναλόγως των περιπτώσεων και, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο περιοριστικής απαρίθμησης.

(βλ. σκέψεις 135, 170-171)

4.      Όταν μια επιχείρηση υπόκειται στον από κοινού έλεγχο δύο ή περισσοτέρων επιχειρήσεων ή προσώπων, οι τελευταίες αυτές επιχειρήσεις ή πρόσωπα έχουν εξ ορισμού τη δυνατότητα να ασκούν καθοριστική επιρροή στην πρώτη επιχείρηση. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν αρκεί για να τους καταλογιστεί η ευθύνη για την παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού που διέπραξε η εταιρία που ελέγχουν από κοινού, δεδομένου ότι ο καταλογισμός αυτός απαιτεί την πλήρωση της προϋπόθεσης που αφορά την έμπρακτη άσκηση καθοριστικής επιρροής. Αν τούτο ισχύει, οι διαφορετικές επιχειρήσεις ή πρόσωπα που ασκούν από κοινού τον έλεγχο μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνες για την παραβατική συμπεριφορά των θυγατρικών τους. Αν όμως προκύψει ότι, στην πραγματικότητα, μόνο μια από τις επιχειρήσεις ή τα πρόσωπα που ελέγχουν από κοινού τη θυγατρική ασκεί εμπράκτως καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της τελευταίας αυτής εταιρίας ή αν το δικαιολογούν άλλες ειδικές περιστάσεις, η Επιτροπή μπορεί να κρίνει ότι για την παράβαση που διέπραξε η θυγατρική ευθύνεται εις ολόκληρον μόνον η εν λόγω επιχείρηση ή πρόσωπο.

(βλ. σκέψη 165)

5.      Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, ώστε να καθίσταται δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, δεδομένου ότι το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα.

Όταν μια απόφαση εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ αφορά πολλούς αποδέκτες και θέτει ζήτημα καταλογισμού της παραβάσεως, πρέπει να περιέχει επαρκή αιτιολογία ως προς καθένα των αποδεκτών της, ειδικότερα ως προς εκείνους οι οποίοι, κατά το γράμμα της ως άνω αποφάσεως, πρέπει να υποστούν τις συνέπειες της παραβάσεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 149-150)

6.      Η Επιτροπή οφείλει να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία, κατά πάγια νομολογία, επιβάλλει να μην επιφυλάσσεται σε όμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς.

Ως εκ τούτου, οσάκις, σε μια υπόθεση με αντικείμενο παράβαση στην οποία εμπλέκονται πολλές διαφορετικές επιχειρήσεις, η Επιτροπή υιοθετεί, εντός του πλαισίου που έχει οριοθετήσει η νομολογία, ορισμένη μέθοδο για να καθορίσει αν πρέπει να ενεργοποιηθεί η ευθύνη τόσο των θυγατρικών που υπήρξαν οι φυσικοί αυτουργοί της παράβασης όσο και των μητρικών τους εταιριών, το θεσμικό αυτό όργανο οφείλει, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, να εφαρμόζει προς τούτο τα ίδια κριτήρια για όλες τις επιχειρήσεις.

(βλ. σκέψεις 156-157)