Language of document : ECLI:EU:T:2015:684

Υπόθεση T‑674/11

TV2/Danmark A/S

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις – Δημόσια ραδιοτηλεοπτική υπηρεσία — Απόφαση με την οποία η ενίσχυση κηρύσσεται συμβατή προς την εσωτερική αγορά — Ενίσχυση χορηγηθείσα από τις δανικές αρχές υπέρ του δανικού ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού δημόσιας υπηρεσίας TV2/Danmark — Δημόσια χρηματοδότηση προς αντιστάθμιση των συμφυών με την εκτέλεση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας εξόδων — Έννοια της ενισχύσεως — Απόφαση Altmark»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα)
της 24ης Σεπτεμβρίου 2015

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Απαίτηση υπάρξεως γεγενημένου και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος – Εκτίμηση κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής – Προσφυγή δυνάμενη να προσπορίσει όφελος στον προσφεύγοντα – Προσφυγή επιχειρήσεως που είναι δικαιούχος κρατικής ενισχύσεως κατά της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία η ενίσχυση κηρύσσεται συμβατή με την εσωτερική αγορά – Γεγενημένος και ενεστώς κίνδυνος ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος κατά του προσφεύγοντος – Παραδεκτό

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Μέτρα με σκοπό την αντιστάθμιση του κόστους της υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας που έχει αναλάβει μια επιχείρηση – Δεν εμπίπτουν – Προϋποθέσεις που τέθηκαν με την απόφαση Altmark

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Μέτρα με σκοπό την αντιστάθμιση του κόστους της υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας που έχει αναλάβει μια επιχείρηση – Δεν εμπίπτουν – Προϋποθέσεις που τέθηκαν με την απόφαση Altmark – Δυνατότητα παρεκκλίσεως από ορισμένες από τις προϋποθέσεις που τέθηκαν με την απόφαση Altmark – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος – Ραδιοτηλεοπτικός τομέας – Διάκριση μεταξύ των κριτηρίων της αποφάσεως Altmark, τα οποία σκοπούν στη διερεύνηση του αν υφίσταται κρατική ενίσχυση, και των κριτηρίων ελέγχου κατά το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, βάσει των οποίων αποδεικνύεται αν ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά – Το πρωτόκολλο για το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη είναι κρίσιμο μόνον για την εκτίμηση της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως

(Άρθρα 14 ΣΛΕΕ, 106 § 2 ΣΛΕΕ και 107 § 1 ΣΛΕΕ· πρωτόκολλο αριθ. 29 προσαρτημένο στις Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Μέτρα με σκοπό την αντιστάθμιση του κόστους της υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας που έχει αναλάβει μια επιχείρηση – Δεν εμπίπτουν – Προϋποθέσεις που τέθηκαν με την απόφαση Altmark – Λιγότερο άκαμπτη εφαρμογή των εν λόγω προϋποθέσεων – Προϋπόθεση – Έλλειψη ανταγωνιστικής και εμπορικής διαστάσεως στον τομέα δραστηριοποιήσεως του δικαιούχου της αντισταθμίσεως

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ· πρωτόκολλο αριθ. 29 προσαρτημένο στις Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ)

6.      Προδικαστικά ερωτήματα – Ερμηνεία – Διαχρονικά αποτελέσματα των αποφάσεων περί ερμηνείας – Αναδρομική ισχύς – Όρια – Ασφάλεια δικαίου

(Άρθρα 107 § 1 ΣΛΕΕ και 267 ΣΛΕΕ)

7.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Σχέδια ενισχύσεων – Υποχρέωση προηγούμενης κοινοποιήσεως και προσωρινής αναστολής της εκτελέσεως της ενισχύσεως– Παράβαση – Δυνατότητα του δικαιούχου να επικαλεστεί τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προκειμένου να αντιταχθεί στην εφαρμογή των όρων Altmark – Δεν υφίσταται

(Άρθρα 107 § 1 ΣΛΕΕ και 108 § 3 ΣΛΕΕ)

8.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Μέτρα με σκοπό την αντιστάθμιση του κόστους της υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας που έχει αναλάβει μια επιχείρηση – Δεύτερη προϋπόθεση που τέθηκε με την απόφαση Altmark – Εξέταση του όρου που αφορά τον κατά τρόπο αντικειμενικό και διαφανή προσδιορισμό των παραμέτρων βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση – Λήψη υπόψη της απαιτήσεως αποτελεσματικότητας της διαχειρίσεως της δημόσιας υπηρεσίας – Δεν επιτρέπεται

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

9.      Προσφυγή ακυρώσεως – Αντικείμενο – Απόφαση που στηρίζεται σε πλείονες άξονες συλλογισμού, έκαστος των οποίων θα αρκούσε να στηρίξει το διατακτικό της – Ακύρωση μιας τέτοιας αποφάσεως – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

10.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Μέτρα με σκοπό την αντιστάθμιση του κόστους της υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας που έχει αναλάβει μια επιχείρηση – Τέταρτη προϋπόθεση που τέθηκε με την απόφαση Altmark – Προσδιορισμός της αντισταθμίσεως, ελλείψει επιλογής της σχετικής επιχειρήσεως με διαδικασία συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, με βάση ανάλυση των δαπανών μιας μέσης επιχειρήσεως του οικείου τομέα – Ανεπάρκεια της αναλύσεως των δαπανών της επιχειρήσεως που είναι επιφορτισμένη με την αποστολή της παροχής δημόσιας υπηρεσίας

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

11.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Μέτρα με σκοπό την αντιστάθμιση του κόστους της υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας που έχει αναλάβει μια επιχείρηση – Τέταρτη προϋπόθεση που τέθηκε με την απόφαση Altmark – Προσδιορισμός της αντισταθμίσεως, ελλείψει επιλογής της σχετικής επιχειρήσεως με διαδικασία συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, με βάση ανάλυση των δαπανών μιας μέσης επιχειρήσεως του οικείου τομέα – Το βάρος αποδείξεως φέρει το οικείο κράτος μέλος

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

12.    Ένδικη διαδικασία – Παρέμβαση – Διαφορετικά επιχειρήματα από εκείνα του υπέρ ου η παρέμβαση διαδίκου – Παραδεκτό – Προϋποθέσεις

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 40, εδ. 4· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 116, § 3)

13.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Χορήγηση πλεονεκτήματος στους δικαιούχους – Υποχρέωση καταβολής ποσών σε άλλες επιχειρήσεις εν είδει ενδιαμέσου που ενεργεί αποκλειστικώς ως «δίαυλος διαμετακομίσεως ή πληρωμών» – Δεν εμπίπτει – Υποχρέωση επιχειρήσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας να καταβάλλει ποσά που προέρχονται από τέλη με προορισμό επιχειρήσεις που αμείβονται για τις υπηρεσίες τους – Εμπίπτει

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

14.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Ενισχύσεις προερχόμενες από κρατικούς πόρους – Έννοια των κρατικών πόρων – Νομοθετικό μέτρο που ορίζει για τρίτα πρόσωπα μια ιδιαίτερη χρησιμοποίηση των δικών τους πόρων – Δεν εμπίπτει

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

15.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Πλεονέκτημα που χορηγείται με κρατικούς πόρους ή πόρους ελεγχόμενους από το κράτος – Περιεχόμενο – Προερχόμενα από διαφημίσεις έσοδα ραδιοτηλεοπτικού φορέα που παρέχει δημόσια υπηρεσία – Δεν εμπίπτουν

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ)

16.    Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Λόγοι δυνάμενοι να προβληθούν κατά αποφάσεως της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων – Ισχυρισμοί που δεν προβλήθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία – Διάκριση μεταξύ των νομικών ισχυρισμών, που είναι παραδεκτοί, και των πραγματικών ισχυρισμών, που είναι απαράδεκτοι

(Άρθρα 108 § 2 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ)

17.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Υφιστάμενες ενισχύσεις και νέες ενισχύσεις – Ενίσχυση χορηγούμενη σε νέο δικαιούχο – Διάκριση μεταξύ των καθεστώτων ενισχύσεως και των ατομικών ενισχύσεων

(Άρθρο 108 ΣΛΕΕ)

18.    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Υφιστάμενες ενισχύσεις και νέες ενισχύσεις – Ατομική ενίσχυση χορηγούμενη σε νομική οντότητα η οποία συστάθηκε μετά τη θέσπιση της ενισχύσεως και την προσχώρηση του οικείου κράτους μέλους στην Ένωση – Χαρακτηρισμός της ενισχύσεως ως υφισταμένης – Προϋπόθεση

(Άρθρο 108 ΣΛΕΕ)

1.      Στο πλαίσιο προσφυγών ακυρώσεως οι οποίες ασκούνται από τον δικαιούχο της ενισχύσεως κατά αποφάσεως της Επιτροπής, η οποία κηρύσσει την επίμαχη ενίσχυση πλήρως συμβατή με την εσωτερική αγορά ή κηρύσσει συμβατό με την εσωτερική αγορά το ένα από τα επίδικα μέτρα χρηματοδοτήσεως, το έννομο συμφέρον μπορεί να συνάγεται από την ύπαρξη αποδεδειγμένου κινδύνου προσβολής της νομικής καταστάσεως των προσφευγόντων από ένδικα βοηθήματα ή ακόμη από το ότι ο εν λόγω κίνδυνος ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων είναι γεγενημένος και ενεστώς κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής ενώπιον του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Συναφώς, η ύπαρξη «αποδεδειγμένου» ή «γεγενημένου και ενεστώτος» κινδύνου ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων κατά ενός προσφεύγοντος, που είναι δικαιούχος παράνομης αλλά συμβατής προς την εσωτερική αγορά ενισχύσεως αναγνωρίζεται οσάκις, αφενός, ένα τέτοιο ένδικο βοήθημα εκκρεμεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή οσάκις ασκείται ενώπιον αυτών των δικαστηρίων πριν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει επί της προσφυγής ακυρώσεως και, αφετέρου, το ένδικο βοήθημα που εκκρεμεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και το οποίο επικαλείται ο προσφεύγων έχει ως αντικείμενο την ενίσχυση την οποία αφορά η απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της ασκηθείσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγής.

Κατά συνέπεια, ο δικαιούχος παράνομης ενισχύσεως που έχει κηρυχθεί συμβατή προς την εσωτερική αγορά μπορεί να έχει έννομο και ενεστώς συμφέρον για την άσκηση προσφυγής στηριζόμενο στον χαρακτηρισμό ακριβώς των οικείων μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και ως νέων ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 659/1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ, όταν έχει ασκηθεί εναντίον του έννομο βοήθημα από ανταγωνιστή ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, η εκδίκαση του οποίου έχει ανασταλεί μέχρι τη δημοσίευση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, με αίτημα να υποχρεωθεί να καταβάλει τόκους για το χρονικό διάστημα της παρανομίας και να ανορθώσει την επελθούσα ζημία λόγω του παράνομου χαρακτήρα της ενισχύσεως.

(βλ. σκέψεις 34, 36-39)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 47-49)

3.      Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, από τη σαφέστατη κατηγορηματική διατύπωση της αποφάσεως Altmark προκύπτει ότι οι τέσσερις προϋποθέσεις που αυτή θέτει έχουν όλες ως σκοπό να διαπιστωθεί εάν το επίδικο μέτρο έχει τον χαρακτήρα κρατικής ενισχύσεως και, ειδικότερα, εάν υφίσταται ορισμένο πλεονέκτημα. Κρατική παρέμβαση που δεν πληροί μία ή περισσότερες από τις εν λόγω προϋποθέσεις πρέπει επομένως να χαρακτηρίζεται ως κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

Συναφώς, όσον αφορά ειδικότερα τη σχέση μεταξύ του τρίτου και του δεύτερου όρου Altmark, είναι προφανώς αδύνατο να γίνει δεκτό ότι αντιστάθμιση, η οποία χορηγείται σε αποδέκτρια επιχείρηση επιφορτισμένη με αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας, δεν υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός ευλόγου κέρδους σχετικού με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών, χωρίς να είναι γνωστό, εκ των προτέρων, με ποιες παραμέτρους καθορίσθηκε το ποσόν αυτής της αντισταθμίσεως, πράγμα ακριβώς που συνιστά τον σκοπό του δεύτερου όρου Altmark.

(βλ. σκέψεις 54, 55)

4.      Από το κείμενο του πρωτοκόλλου αριθ. 29 για το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη (πρωτόκολλο του Άμστερνταμ) προκύπτει ότι η πράξη αυτή σκοπεί στην ερμηνεία της εξαιρέσεως που διατυπώνεται στο άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Στερείται επομένως σημασίας για την εκτίμηση της δυνατότητας εφαρμογής των κριτηρίων Altmark που σκοπό έχουν τη διαπίστωση υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως και όχι το συμβατό της προς την εσωτερική αγορά. Επιπλέον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το πρωτόκολλο του Άμστερνταμ αποκλείει την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού και απαγορεύει στην Επιτροπή να ελέγξει εάν η κρατική χρηματοδότηση παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα στους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς βάσει των κριτηρίων που διαμόρφωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Altmark. Εξάλλου, ακόμη κι αν αναγνωριζόταν ότι το πρωτόκολλο του Άμστερνταμ έχει σημασία για την εκτίμηση της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως, αυτή θα περιοριζόταν στην πρώτη προϋπόθεση Altmark, που αφορά τον καθορισμό των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

(βλ. σκέψεις 61, 62)

5.      Στο πλαίσιο του καθορισμού της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως, ο λόγος που μπορεί να δικαιολογεί μια λιγότερο άκαμπτη εφαρμογή των όρων Altmark σε μια ιδιαίτερη περίπτωση είναι η έλλειψη ανταγωνιστικής και εμπορικής διαστάσεως στον τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται ο δικαιούχος της αντισταθμίσεως. Δεν μπορεί όμως να γίνει δεκτό, ακόμη και λαμβανομένης υπόψη της ιδιαιτερότητας της αποστολής παροχής δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας, που υπογραμμίζεται με το πρωτόκολλο αριθ. 29 για το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη, ότι ο τομέας των ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων δεν έχει ανταγωνιστικό και εμπορικό χαρακτήρα. Αυτή η διάσταση εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, όταν ο δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας, που χρηματοδοτείται εν μέρει από τα έσοδά του από διαφημίσεις, είναι δραστήριος στην αγορά των τηλεοπτικών διαφημίσεων.

(βλ. σκέψη 70)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 79, 80, 83, 85)

7.      Οι χρηματοοικονομικές συνέπειες για τον δικαιούχο μέτρου που δεν κοινοποιήθηκε δεν συνιστούν περίσταση που δικαιολογεί, από την άποψη της γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου, περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων αποφάσεως με την οποία το Δικαστήριο ερμηνεύει το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, υπό την έννοια ότι το οικείο μέτρο αποδεικνύεται ότι είναι κρατική ενίσχυση. Επομένως, ο δικαιούχος τέτοιου μέτρου δεν μπορεί να επικαλείται αρνητικές χρηματοοικονομικές περιστάσεις που συνεπάγεται γι’ αυτόν η εφαρμογή των όρων Altmark στο οικείο μέτρο και ο χαρακτηρισμός αυτού του μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όπως ερμηνεύθηκε με την απόφαση Altmark, για να ζητήσει, εν ονόματι της αρχής της ασφάλειας δικαίου, να μην εφαρμοσθούν αυτοί οι όροι.

Εξάλλου, το ζήτημα αν συνάδει προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου το να επιβάλλεται στον δικαιούχο αυτού που, κατά τον χρόνο των περιστατικών, θεωρούνταν ως αντιστάθμιση χορηγούμενη για την εκτέλεση μιας αποστολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας, υποχρέωση επιστροφής ενός χρηματικού ποσού που είναι το αποτέλεσμα της συνδυασμένης και αναδρομικής εφαρμογής των αποφάσεων, οι οποίες αφορούν την ερμηνεία των άρθρων 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, και εκδόθηκαν πολλά έτη μετά την καταβολή αυτής της αντισταθμίσεως, δεν μπορεί να κριθεί στο πλαίσιο διαφοράς, η οποία αφορά το κύρος της αποφάσεως, με την οποία η Επιτροπή χαρακτήρισε την εν λόγω αντιστάθμιση ως κρατική ενίσχυση. Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει, ενδεχομένως αφού υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα, αν, υπό τις περιστάσεις που υποβλήθηκαν στην κρίση του, έχουν εφαρμογή οι κανόνες που αφορούν την υποχρέωση αποδόσεως στο κράτος των τόκων για το χρονικό διάστημα της παρανομίας και, ενδεχομένως, την υποχρέωση ανορθώσεως της ζημίας που θα έχουν υποστεί οι ανταγωνιστές του λόγω του παράνομου χαρακτήρα της ενισχύσεως.

(βλ. σκέψεις 82, 84)

8.      Στο πλαίσιο του καθορισμού της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως, ο δέυτερος όρος Altmark, σύμφωνα με τον οποίο οι παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση πρέπει να έχουν προσδιοριστεί εκ των προτέρων κατά τρόπο αντικειμενικό και διαφανή, προς αποφυγή του ενδεχομένου να περιλαμβάνει η αντιστάθμιση αυτή οικονομικό πλεονέκτημα υπέρ της δικαιούχου επιχειρήσεως σε σχέση με ανταγωνίστριες επιχειρήσεις, θέτει τρεις απαιτήσεις, στις οποίες πρέπει να ανταποκρίνονται οι παράμετροι υπολογισμού της αντισταθμίσεως, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι ο υπολογισμός αυτός είναι αξιόπιστος και δεκτικός ελέγχου από την Επιτροπή. Οι απαιτήσεις αυτές επιβάλλουν οι παράμετροι υπολογισμού της αντισταθμίσεως να καθορίζονται εκ των προτέρων, με διαφανή διαδικασία, και να είναι, από τη φύση τους, αντικειμενικοί. Ουδόλως συνάγεται από την απόφαση Altmark ότι, κατά τον δεύτερο όρο που διατυπώνει, οι παράμετροι υπολογισμού της αντισταθμίσεως πρέπει να νοούνται με τρόπο που να επηρεάζεται ή να ελέγχεται το επίπεδο των δαπανών, στις οποίες υποβλήθηκε ο δικαιούχος αυτής της αντισταθμίσεως.

Συγκεκριμένα, μια ερμηνεία του δεύτερου όρου, σύμφωνα με την οποία οι παράμετροι υπολογισμού της αντισταθμίσεως πρέπει όχι μόνο να είναι αντικειμενικοί και καθορισμένοι εκ των προτέρων στο πλαίσιο μια διαφανούς διαδικασίας, αλλά και, επιπλέον, να εξασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της διαχειρίσεως της δημόσιας υπηρεσίας, είναι ασύμβατη με το γράμμα του δεύτερου όρου της αποφάσεως Altmark και καταλήγει σε σύγχυση με τον τέταρτο όρο της εν λόγω αποφάσεως, που αφορά αυτή την απαίτηση αποτελεσματικότητας.

Κατά συνέπεια, απαιτώντας οι παράμετροι υπολογισμού της αντισταθμίσεως που χορηγείται στην επιχείρηση για την εκτέλεση της αποστολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας να διατυπώνονται με τρόπο που να διασφαλίζει ότι η εκτέλεση της αποστολής που συνίσταται στην παροχή δημόσιας υπηρεσίας πραγματοποιείται αποτελεσματικά, η Επιτροπή υποπίπτει σε πλάνη περί το δίκαιο.

(βλ. σκέψεις 102-106)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 109)

10.    Στο πλαίσιο του καθορισμού της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως, όσον αφορά την εξέταση του τέταρτου όρου Altmark, σύμφωνα με τον οποίο, όταν δεν υπάρχει διαδικασία συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, παρέχουσα τη δυνατότητα επιλογής του υποψηφίου που είναι σε θέση να εκπληρώσει τη συνιστάμενη σε παροχή δημόσιας υπηρεσίας αποστολή με το μικρότερο κόστος, η χορηγούμενη αντιστάθμιση πρέπει να καθορίζεται με βάση αναφοράς μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη με τα αναγκαία μέσα, η αναζήτηση μιας τέτοιας επιχειρήσεως σκοπό έχει να επιτευχθεί το βέλτιστο του ποσού της αντισταθμίσεως που εκτιμάται αναγκαία για την εκπλήρωση της συνιστάμενης σε παροχή δημόσιας υπηρεσίας αποστολής και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να ληφθεί ως βάση αναφοράς κατά τον υπολογισμό του ποσού αυτής της αντισταθμίσεως το υψηλό κόστος μιας μη αποδοτικής επιχειρήσεως.

Δεν αρκεί επομένως, για να πληρούται αυτός ο όρος, να δηλώνει το κράτος μέλος ότι, λαμβανομένων υπόψη των ιδιομορφιών της συνιστάμενης σε παροχή δημόσιας υπηρεσίας αποστολής, δεν είναι δυνατόν να εντοπισθεί στην αγορά επιχείρηση συγκρίσιμη με τον δικαιούχο της αντισταθμίσεως, επιχειρώντας κατόπιν να καταδείξει ότι ο ίδιος ο δικαιούχος είναι επιχείρηση με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη κατά την έννοια αυτού του όρου.

(βλ. σκέψεις 116, 117, 131)

11.    Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, όσον αφορά το βάρος αποδείξεως, μολονότι η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως, το οικείο κράτος μέλος υποχρεούται, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ, να παρέχει στην Επιτροπή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες που θα της επιτρέψουν να λάβει απόφαση σε σχέση με τον χαρακτηρισμό του εξεταζόμενου μέτρου και, ενδεχομένως, με τη συμβατότητά του προς την εσωτερική αγορά.

Υφίσταται, συνεπώς, υποχρέωση του κράτους μέλους να αποδείξει ότι, όταν δεν υπάρχει δημόσια πρόσκληση υποβολής προσφορών, με σκοπό να επιλεγεί η επιχείρηση, η οποία θα είναι επιφορτισμένη με την εκτέλεση της οικείας αποστολής που συνίσταται στην παροχή δημόσιας υπηρεσίας, το ύψος της παρασχεθείσας σ’ αυτή την επιχείρηση αντισταθμίσεως καθορίσθηκε βάσει αναλύσεως των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που αφορούν την επίμαχη παροχή δημόσιας υπηρεσίας, προκειμένου να εκπληρώσει αυτή την αποστολή. Ελλείψει τέτοιας αποδείξεως, δεν θα μπορούσε να αποκλεισθεί ότι η αντιστάθμιση που χορηγήθηκε στην επιχείρηση, η οποία είναι επιφορτισμένη με τη συνιστάμενη στην παροχή δημόσιας υπηρεσίας αποστολή, εμπεριέχει ένα στοιχείο κρατικής ενισχύσεως.

(βλ. σκέψεις 124, 126)

12.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 156)

13.    Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, στην περίπτωση ποσού που καταβάλλεται σε πρόσωπο, το οποίο υποχρεούται να το μεταφέρει πλήρως σε ένα τρίτο, δεν μπορεί, καταρχήν, να πρόκειται για πλεονέκτημα που παρέχεται σ’ αυτό το πρόσωπο το οποίο ενεργεί απλώς ως «ενδιάμεσος που πληρώνει» ή «δίαυλος πληρωμών». Σε μια τέτοια περίπτωση, το εν λόγω ποσό απλώς «διέρχεται» από την περιουσία αυτού του προσώπου. Αντίθετο συμπέρασμα θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό, μόνον εάν αποδειχθεί ότι αυτή η απλή «διέλευση» προσπορίζει στο οικείο πρόσωπο όφελος υπό τη μορφή, παραδείγματος χάριν, τόκων για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είχε την κατοχή αυτού του ποσού.

Συναφώς, όταν μια επιχείρηση, για να εκτελεί ένα μέρος της αποστολής παροχής δημόσιας υπηρεσίας που της ανατέθηκε από τον νομοθέτη, πρέπει να προσφεύγει στις υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων, πράγμα που συνεπάγεται ότι, ως αντιπαροχή, οφείλει να αναλαμβάνει, έναντι των επιχειρήσεων αυτών, την υποχρέωση να τους καταβάλλει κατάλληλη αμοιβή γι’ αυτές τις υπηρεσίες, που θα τους επιτρέπει να παρέχουν τις εν λόγω υπηρεσίες, η επιχείρηση που είναι επιφορτισμένη με την αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να αναλαμβάνει η ίδια υποχρεώσεις έναντι των άλλων επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα ο ρόλος της να μην περιορίζεται σ’ αυτόν ενός απλώς «διαύλου διαμετακομίσεως» για την πληρωμή ποσών που προέρχονται από τέλη και με προορισμό άλλες επιχειρήσεις. Εξάλλου, το στοιχείο ότι οι άλλες επιχειρήσεις διαθέτουν ιδία νομική προσωπικότητα, διακριτή από αυτή της επιχειρήσεως που είναι επιφορτισμένη με την αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας, δεν ασκεί καμία επιρροή.

(βλ. σκέψεις 159, 171)

14.    Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, πλεονεκτήματα που δεν παρέχονται μέσω κρατικών πόρων δεν είναι ικανά, εν πάση περιπτώσει, να συνιστούν κρατική ενίσχυση. Συναφώς, πλεονέκτημα που χορηγείται με κρατικούς πόρους είναι πλεονέκτημα το οποίο, άπαξ και χορηγηθεί, συνεπάγεται αρνητικά αποτελέσματα για τους κρατικούς πόρους.

Η πιο απλή μορφή που μπορεί να λάβει αυτό το αρνητικό αποτέλεσμα είναι αυτή της μεταφοράς κρατικών πόρων σ’ αυτόν στον οποίο χορηγείται το πλεονέκτημα. Εντούτοις, δεν είναι απαραίτητο να αποδεικνύεται, σε κάθε περίπτωση, ότι υπήρξε μεταβίβαση κρατικών πόρων, προκειμένου το πλεονέκτημα που χορηγείται σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις να μπορεί να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση. Υπό την έννοια αυτή, είναι νοητώς δυνατό ένα πλεονέκτημα που έχει ως συνέπεια αρνητικά αποτελέσματα για τους κρατικούς πόρους χωρίς να συνεπάγεται μεταφορά κρατικών πόρων. Αυτό συμβαίνει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση ενός μέτρου, με το οποίο οι δημόσιες αρχές παρέχουν σε ορισμένες επιχειρήσεις φορολογική απαλλαγή, η οποία, μολονότι δεν συνεπάγεται μεταβίβαση κρατικών πόρων, περιάγει τους δικαιούχους σε ευνοϊκότερη οικονομική κατάσταση σε σχέση με τους λοιπούς φορολογουμένους.

Όσον αφορά το περιεχόμενο της έννοιας των κρατικών πόρων κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η έννοια αυτή περιλαμβάνει όλα τα χρηματικά μέσα τα οποία οι δημόσιες αρχές μπορούν όντως να χρησιμοποιούν προς στήριξη επιχειρήσεων, χωρίς να έχει σημασία συναφώς αν τα μέσα αυτά ανήκουν διαρκώς στην περιουσία του Δημοσίου. Κατά συνέπεια, έστω και αν τα ποσά που αντιστοιχούν στο επίμαχο μέτρο δεν τελούν μονίμως στην κατοχή του Δημόσιου Ταμείου, το γεγονός ότι παραμένουν διαρκώς υπό δημόσιο έλεγχο και συνεπώς στη διάθεση των αρμόδιων εθνικών αρχών αρκεί για να χαρακτηρισθούν ως κρατικοί πόροι.

Συνεπώς, οι κρατικοί πόροι μπορούν επίσης να συνίστανται σε πόρους που προέρχονται από τρίτους, οι οποίοι, όμως, είτε έχουν τεθεί εκουσίως στη διάθεση του κράτους από τους έχοντες την κυριότητα αυτών είτε εγκαταλείφθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους και των οποίων τη διαχείριση ανέλαβε το κράτος, ασκώντας τα κυριαρχικά του δικαιώματα. Αντιθέτως, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι πόροι τελούν υπό δημόσιο έλεγχο και, επομένως, συνιστούν κρατικούς πόρους, κατά την ανωτέρω έννοια, από το γεγονός και μόνον ότι, με νομοθετικό μέτρο, το κράτος ορίζει για έναν τρίτο μια ιδιαίτερη χρησιμοποίηση των δικών του πόρων.

(βλ. σκέψεις 190, 195, 196, 198, 201, 208, 209)

15.    Τα έσοδα από διαφημίσεις ραδιοτηλεοπτικού φορέα επιφορτισμένου με αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας αποτελούν τη χρηματοοικονομική αντιπαροχή, που καταβάλλεται από τους διαφημιζόμενους για να τίθεται στη διάθεσή τους ο τηλεοπτικός χρόνος διαφημίσεων. Αρχικώς, επομένως, τα έσοδα αυτά προέρχονται όχι από κρατικούς πόρους, αλλά από ιδιωτικούς πόρους, αυτούς των διαφημιζομένων.

Όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον μπορεί να θεωρηθεί ότι οι πόροι αυτοί, ιδιωτικής προελεύσεως, ελέγχονται από τις αρχές του οικείου κράτους μέλους, οι εν λόγω πόροι δεν έχουν τεθεί εκουσίως στη διάθεση του κράτους από τους ιδιοκτήτες τους ούτε αποτελούν πόρους που έχουν εγκαταλειφθεί από τους ιδιοκτήτες τους και των οποίων τη διαχείριση έχει αναλάβει το κράτος. Ειδικότερα, σε περίπτωση που η παρέμβαση του κράτους συνίσταται συγκεκριμένα στον καθορισμό της αναλογίας των εν λόγω πόρων που προέρχονταν από τα έσοδα από τις διαφημίσεις, οι οποίοι πρέπει να μεταβιβάζονται στον εν λόγω ραδιοτηλεοπτικό φορέα, ενώ οι αρμόδιες εθνικές αρχές έχουν μόνο τη δυνατότητα να θέτουν ένα ανώτατο όριο στο ποσό που προέρχεται από αυτούς τους πόρους και μεταβιβάζεται στον εν λόγω ραδιοτηλεοπτικό φορέα, η εξουσία αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αρκετή για να συναχθεί ότι πρόκειται για πόρους υπό δημόσιο έλεγχο.

Αντιθέτως, αν κατόπιν υποδείξεως των αρμόδιων εθνικών αρχών ένα μέρος των εσόδων από τις διαφημίσεις ετίθετο στη διάθεση των εν λόγω αρχών, αυτό το μέρος των εσόδων από τις διαφημίσεις θα συνιστούσε κρατικούς πόρους. Αντιθέτως, δεν υπάρχει λόγος να θεωρηθεί ότι το απομένον μέρος των εσόδων από τις διαφημίσεις, που δεν παρακρατήθηκε, συνιστά κρατικό πόρο.

Δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα το γεγονός ότι ο υπουργός πολιτισμού του οικείου κράτους μέλους μπορεί να παρακρατήσει ένα μέρος των εσόδων από τις διαφημίσεις. Συγκεκριμένα, το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ούτε ότι το μη παρακρατούμενο μέρος συνιστά κρατικό πόρο ούτε ότι η μεταφορά του στον ραδιοτηλεοπτικό φορέα συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ του τελευταίου. Τέλος, δεν έχει σημασία συναφώς η έλλειψη συμβατικού δεσμού μεταξύ των διαφημιζομένων και του ραδιοτηλεοπτικού φορέα, ή επιρροής αυτού επί της διαφημιστικής δραστηριότητας.

Κατά συνέπεια η Επιτροπή, στο μέτρο που με απόφασή της χαρακτηρίζει τέτοια έσοδα από διαφημίσεις ως κρατική ενίσχυση, υποπίπτει σε πλάνη περί το δίκαιο, με αποτέλεσμα η εν λόγω απόφαση να πάσχει, ως προς το σημείο αυτό, ακυρότητα.

(βλ. σκέψεις 211, 212, 214, 217, 218, 220)

16.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 229-231)

17.    Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, οσάκις μια ενίσχυση παρέχεται σε νέο δικαιούχο, διαφορετικό από τους δικαιούχους υφιστάμενης ενισχύσεως, δεν μπορεί, στην περίπτωση του νέου δικαιούχου, παρά να πρόκειται για νέα ενίσχυση. Συναφώς, είναι αναγκαία η διάκριση μεταξύ, αφενός, των καθεστώτων ενισχύσεως και, αφετέρου, των ατομικών ενισχύσεων.

(βλ. σκέψεις 236-239)

18.    Στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, καθώς και για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο της χρηματοδοτήσεώς του.

Επομένως, για να εξακριβωθεί ο δικαιούχος υφιστάμενης ενισχύσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ενιαία οικονομική οντότητα που είναι ο δικαιούχος αυτής της ενισχύσεως, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ενδεχόμενη μεταβολή της νομικής μορφής της. Κατά συνέπεια, ακόμη και μια ατομική ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί ως υφιστάμενη ενίσχυση, μολονότι είχε χορηγηθεί σε νομική οντότητα η οποία συστάθηκε μετά τη θέσπιση της ενισχύσεως και την προσχώρηση του οικείου κράτους μέλους στην Ένωση, αν αποδεικνύεται ότι η εν λόγω νομική οντότητα, καίτοι ανύπαρκτη ως νομική οντότητα κατά το χρονικό σημείο της θεσπίσεως της ενισχύσεως, αποτελούσε μέρος, κατά το χρονικό αυτό σημείο, της επιχειρήσεως, δηλαδή της ενιαίας οικονομικής οντότητας στην οποία είχε χορηγηθεί η υφιστάμενη ενίσχυση.

(βλ. σκέψεις 243, 244)