Language of document : ECLI:EU:T:2006:165

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 20ής Ιουνίου 2006 (*)

«ΕΓΤΠΕ – Δαπάνες αποκλειόμενες από την κοινοτική χρηματοδότηση – Δημόσια αποθεματοποίηση ρυζιού – Ανωτέρα βία – Μεταποιημένα προϊόντα με βάση τα οπωροκηπευτικά – Ενίσχυση στους απόρους – Πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως στον τομέα των οπωροκηπευτικών – Κατ’ αποκοπήν διορθώσεις – Εικοσιτετράμηνη προθεσμία»

Στην υπόθεση T-251/04,

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους Β. Κοντόλαιμο και Ι. Χαλκιά, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τη Μ. Κοντού-Durande, επικουρούμενη από τον Ν. Κορογιαννάκη, δικηγόρο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2004/457/ΕΚ της Επιτροπής, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με τον αποκλεισμό από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων (ΕΕ L 202, σ. 35), κατά το μέτρο που αποκλείει ορισμένες δαπάνες που πραγματοποίησε η Ελληνική Δημοκρατία στους τομείς των οπωροκηπευτικών και της δημόσιας αποθεματοποιήσεως,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Pirrung, πρόεδρο, N. J. Forwood και Σ. Παπασάββα, δικαστές,

γραμματέας: Ι. Νάτσινας, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Νοεμβρίου 2005,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Εισαγωγή

1       Με την απόφαση 2004/457/ΕΚ, της 29ης Απριλίου 2004 (ΕΕ L 202, σ. 35, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή απέκλεισε από την κοινοτική χρηματοδότηση, όσον αφορά την Ελληνική Δημοκρατία, στους τομείς των οπωροκηπευτικών και της δημόσιας αποθεματοποιήσεως, ποσό 4 971 712,64 ευρώ για τα οικονομικά έτη 1998 έως 2001.

2       Οι λόγοι των δημοσιονομικών διορθώσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή συνοψίζονται στη συνοπτική έκθεση AGRI-60619-2004, της 31ης Ιανουαρίου 2004, σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων για την εκκαθάριση λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 729/70 και του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1258/1999, όσον αφορά τα οπωροκηπευτικά, τη δημόσια αποθεματοποίηση, τις κτηνοτροφικές πριμοδοτήσεις, τις αροτραίες καλλιέργειες, την ανάπτυξη της υπαίθρου και άλλες διορθώσεις (στο εξής: συνοπτική έκθεση).

3       Η προσφυγή αφορά τέσσερα είδη διορθώσεων:

–       εν μέρει κατ’ αποκοπήν διόρθωση 5 % όσον αφορά τη δημόσια αποθεματοποίηση ρυζιού, λόγω ελλείψεων στους βασικούς ελέγχους, και εν μέρει διόρθωση βάσει υπολογισμού, λόγω καθυστερημένης παραδόσεως, ήτοι διόρθωση συνολικού ύψους 2 510 456,73 ευρώ για τα οικονομικά έτη 1999 έως 2001·

–       διόρθωση ύψους 650 549,56 ευρώ λόγω μη καταβολής της ελάχιστης τιμής στους παραγωγούς ροδακίνων για το οικονομικό έτος 2001·

–       κατ’ αποκοπήν διόρθωση 2 % λόγω ελλείψεων στους ελέγχους στον τομέα της ενισχύσεως στους απόρους, ήτοι διόρθωση ύψους 669 839 ευρώ για τα οικονομικά έτη 1998 έως 2001·

–       διόρθωση ύψους 1 140 867,35 ευρώ λόγω αποκλεισμού των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν πέραν του τριετούς προγράμματος δράσεως στον τομέα των οπωροκηπευτικών, για τα οικονομικά έτη 1999 έως 2001.

 Γενικό νομικό πλαίσιο

4       Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93), όπως αυτός τροποποιήθηκε για τελευταία φορά με τον κανονισμό (ΕΚ) 1287/95 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 1995 (ΕΕ L 125, σ. 1), καθόρισε τους γενικούς κανόνες της χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής. Ο κανονισμός (ΕΚ) 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 160, σ. 103), αντικατέστησε τον κανονισμό 729/70 και εφαρμόζεται στις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από την 1η Ιανουαρίου 2000 και μετά.

5       Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 729/70, καθώς και του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 1258/1999, το τμήμα Εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ χρηματοδοτεί, στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών, τις παρεμβάσεις που προορίζονται για τη σταθεροποίηση των αγορών αυτών και οι οποίες αναλαμβάνονται σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες.

6       Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70 και το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999, η Επιτροπή, σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι οι δαπάνες δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες, αποφασίζει τον αποκλεισμό τους από τη κοινοτική χρηματοδότηση. Κατά τον υπολογισμό των ποσών που πρέπει να αποκλειστούν, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της τη φύση και τη σοβαρότητα της παραβάσεως καθώς και την οικονομική ζημία που προξενήθηκε στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα.

7       Το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού 729/70 προβλέπει ότι «[η] απόρριψη χρηματοδότησης δεν μπορεί να αφορά δαπάνες προγενέστερες του τελευταίου 24μήνου πριν από τη γραπτή ανακοίνωση της Επιτροπής στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος των αποτελεσμάτων […] των εξακριβώσεων [της Επιτροπής]». Το άρθρο 7, παράγραφος 4, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού 1258/1999 περιέχει ταυτόσημη διάταξη.

8       Οι λεπτομέρειες της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών καθορίζονται από τον κανονισμό (ΕΚ) 1663/95 της Επιτροπής, της 7ης Ιουλίου 1995, για τη θέσπιση λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού 729/70 όσον αφορά τη διαδικασία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων (ΕΕ L 158, σ. 6), όπως αυτός τροποποιήθηκε, μεταξύ άλλων, από τον κανονισμό (ΕΚ) 2245/1999 της Επιτροπής, της 22ας Οκτωβρίου 1999 (ΕΕ L 273, σ. 5).

9       Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1663/95 ορίζει τα εξής:

«Σε περίπτωση που, μετά τη διεξαγωγή έρευνας, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι δαπάνες δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες, ανακοινώνει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος τα αποτελέσματα των ελέγχων της και υποδεικνύει τα διορθωτικά μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν προκειμένου να διασφαλιστεί στο μέλλον η τήρηση των προαναφερθέντων κανόνων.

Στην ανακοίνωση γίνεται μνεία του παρόντος κανονισμού. Το κράτος μέλος απαντά εντός δύο μηνών και η Επιτροπή δύναται να τροποποιήσει τη θέση της αναλόγως. Σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει την προαναφερθείσα προθεσμία.

Μετά τη λήξη της προθεσμίας που χορηγείται για την απάντηση, η Επιτροπή καλεί το κράτος μέλος σε διάλογο και τα δύο μέρη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξουν σε συμφωνία όσον αφορά τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν, καθώς και όσον αφορά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης και της χρηματοοικονομικής ζημίας που υπέστη η Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Μετά τη διεξαγωγή διαλόγου και τη λήξη κάθε προθεσμίας που τάσσει η Επιτροπή, σε διαβούλευση με το κράτος μέλος, μετά τον διάλογο για την κοινοποίηση πρόσθετων πληροφοριών ή, αν το κράτος μέλος δεν αποδέχεται την πρόσκληση εντός προθεσμίας που τάσσει η Επιτροπή, μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής, η Επιτροπή κοινοποιεί επίσημα τα συμπεράσματά της στο κράτος μέλος κάνοντας μνεία της απόφασης 94/442/ΕΚ της Επιτροπής. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου 4 της παρούσας παραγράφου, στην κοινοποίηση αυτή θα περιλαμβάνεται εκτίμηση των δαπανών που η Επιτροπή προτίθεται να εξαιρέσει βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού […] 729/70.

Το κράτος μέλος πληροφορεί την Επιτροπή, σε εύθετο χρονικό διάστημα, για τα διορθωτικά μέτρα που λαμβάνει προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση των κοινοτικών κανόνων καθώς και για την ημερομηνία έναρξης της ισχύος τους. Η Επιτροπή εκδίδει, ανάλογα με την περίπτωση, μία ή περισσότερες αποφάσεις βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού […] 729/70 για την εξαίρεση των δαπανών που δεν είναι σύμφωνες με τους κοινοτικούς κανόνες μέχρι την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των διορθωτικών μέτρων.»

10     Ο κανονισμός 2245/1999 τέθηκε σε ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο του 2, την έβδομη ημέρα μετά τις 23 Οκτωβρίου 1999, ημερομηνία της δημοσιεύσεώς του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ήτοι στις 30 Οκτωβρίου 1999.

11     Το έγγραφο VI/5330/97 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1997, που τιτλοφορείται «Υπολογισμός των οικονομικών συνεπειών κατά την κατάρτιση της αποφάσεως σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ – τομέας Εγγυήσεων» (στο εξής: έγγραφο VI/5330/97), περιέχει τις κατευθυντήριες οδηγίες τις οποίες το όργανο προτίθεται να ακολουθεί κατά την εφαρμογή των δημοσιονομικών διορθώσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες αυτές οδηγίες, όταν το πραγματικό ύψος των παράτυπων πληρωμών και, ως εκ τούτου, το ποσό των οικονομικών απωλειών που υπέστη η Κοινότητα δεν μπορούν να καθοριστούν, η Επιτροπή εφαρμόζει κατ’ αποκοπήν διορθώσεις ύψους, κατά κανόνα, 2 %, 5 %, 10 % ή 25 % των δηλωθεισών δαπανών, αναλόγως του μεγέθους του κινδύνου απωλειών.

12     Στο παράρτημα 2 του εγγράφου αυτού, που τιτλοφορείται «Οικονομικές συνέπειες στο πλαίσιο της εκκαθάρισης λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ – τομέας Εγγυήσεων σχετικά με ελλείψεις στους ελέγχους που διεξάγονται από τα κράτη μέλη», η Επιτροπή διακρίνει δύο κατηγορίες ελέγχων:

«Βασικοί έλεγχοι είναι οι φυσικοί και διοικητικοί έλεγχοι που απαιτούνται για την επαλήθευση ουσιαστικών στοιχείων, ιδίως [της υπάρξεως] του υποκειμένου του αιτήματος, [της ποσότητας] και [των ποιοτικών προϋποθέσεων], συμπεριλαμβανομένης της τήρησης των προθεσμιών, των απαιτήσεων συγκομιδής, των περιόδων παρακράτησης, κ.λπ. Οι έλεγχοι αυτοί πραγματοποιούνται επιτόπου και με διασταύρωση με ανεξάρτητα στοιχεία, όπως κτηματολόγια.

Επικουρικοί έλεγχοι είναι οι διοικητικές αυτές πράξεις που απαιτούνται για την ορθή διεκπεραίωση των αιτημάτων, όπως η επαλήθευση της τήρησης των προθεσμιών για την υποβολή τους, [ο εντοπισμός] πολλαπλών αιτήσεων για το ίδιο υποκείμενο, ανάλυση κινδύνου, εφαρμογή των κυρώσεων και κατάλληλη επίβλεψη των διαδικασιών.»

13     Το ίδιο παράρτημα αναφέρει επίσης ότι η Επιτροπή εφαρμόζει τους εξής συντελεστές διορθώσεως:

«Όταν ένας ή περισσότεροι από τους βασικούς ελέγχους δεν εφαρμόζονται, ή εφαρμόζονται ελλιπώς ή με περιορισμένη συχνότητα ώστε να μην επαρκούν για τον προσδιορισμό της επιλεξιμότητας του αιτήματος ή για την πρόληψη των ανωμαλιών, [δικαι]ολογείται ένα ποσοστό διόρθωσης 10 %, καθώς εύλογα συμπεραίνεται ότι υπάρχει υψηλός κίνδυνος εκτεταμένων απωλειών για το ταμείο.

Όταν εφαρμόζονται όλοι οι βασικοί έλεγχοι, αλλά όχι στον αριθμό, συχνότητα ή βάθος που απαιτείται από τους κανονισμούς, τότε [δικαι]ολογείται ένα ποσοστό διόρθωσης 5 %, καθώς εύλογα συνεπάγεται [ότι οι έλεγχοι αυτοί] δεν παρέχουν το αναμενόμενο επίπεδο εξασφάλισης της κανονικότητας των πληρωμών και υπάρχει σημαντικός κίνδυνος για το ταμείο.

Όταν ένα κράτος μέλος έχει πραγματοποιήσει επαρκώς τους βασικούς ελέγχους, αλλά απέτυχε πλήρως να εφαρμόσει έναν ή περισσότερους από τους επικουρικούς ελέγχους, τότε [δικαι]ολογείται ποσοστό διόρθωσης 2 % λόγω του περιορισμένου κινδύνου απωλειών για το ταμείο και λόγω της μη σοβαρότητας της παράβασης.»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

14     Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 22 Ιουνίου 2004, η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

15     Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

16     Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 8ης Νοεμβρίου 2005.

17     Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–       να ακυρώσει ή, άλλως, να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

18     Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–       να απορρίψει την προσφυγή·

–       να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της προσφυγής

19     Η προσφυγή αφορά τέσσερις χρηματοδοτικές παρεμβάσεις του ΕΓΤΠΕ, ήτοι τις παρεμβάσεις που αφορούν τη δημόσια αποθεματοποίηση ρυζιού, την ενίσχυση στην παραγωγή μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά, την ενίσχυση στους απόρους και το πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως στον τομέα των οπωροκηπευτικών. Το Πρωτοδικείο θα εξετάσει το βάσιμο των λόγων ακυρώσεως που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία χωριστά για κάθε μία από τις τέσσερις αυτές παρεμβάσεις.

 Επί της δημόσιας αποθεματοποιήσεως ρυζιού

 Επί της διορθώσεως που εφαρμόστηκε όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 1999/2000 λόγω μη τηρήσεως των προθεσμιών παραδόσεως

–       Η κοινοτική νομοθεσία

20     Σύμφωνα με το άρθρο 1 και το παράρτημα Α του κανονισμού (ΕΚ) 3072/95 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την κοινή οργάνωση αγοράς του ρυζιού (ΕΕ L 329, σ. 18), η οργάνωση αυτή διέπει, μεταξύ άλλων, την αγορά του αναποφλοίωτου ρυζιού (paddy), ήτοι του ρυζιού που παραμένει με τον φλοιό του μετά το ράβδισμα. Το άρθρο 2 του ίδιου κανονισμού προβλέπει ότι, για όλα τα προϊόντα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 1, η περίοδος εμπορίας αρχίζει κάθε έτος την 1η Σεπτεμβρίου και λήγει στις 31 Αυγούστου του επομένου έτους.

21     Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 3072/95, «[κ]ατά το διάστημα από 1ης Απριλίου μέχρι 31 Ιουλίου, οι οργανισμοί παρέμβασης αγοράζουν τις ποσότητες του ρυζιού paddy που τους προσφέρονται, εφόσον οι προσφορές ανταποκρίνονται σε προϋποθέσεις, ιδίως ποιοτικές και ποσοτικές, που θα καθορισθούν».

22     Tο άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 708/98 της Επιτροπής, της 30ής Μαρτίου 1998, για την ανάληψη του αναποφλοίωτου ρυζιού (paddy) από τους οργανισμούς παρέμβασης και για τον καθορισμό των προς εφαρμογή διορθωτικών ποσών καθώς και των προσαυξήσεων και των μειώσεων (ΕΕ L 98, σ. 21), προβλέπει τα ακόλουθα:

«Κατά τη διάρκεια της περιόδου αγοράς από τους οργανισμούς παρέμβασης, η οποία καθορίζεται από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού […] 3072/95, κάθε κάτοχος παρτίδας ελάχιστου βάρους 20 τόνων ρυζιού paddy που συγκομίστηκε στην Κοινότητα μπορεί να παρουσιάσει την παρτίδα αυτή με σκοπό την αγορά της από τον οργανισμό παρέμβασης. Μία παρτίδα συνίσταται από ρύζι της ίδιας ποικιλίας.»

23     Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 708/98, «[η] παράδοση πρέπει να πραγματοποιηθεί το αργότερο στο τέλος του δεύτερου μήνα που έπεται του μήνα παραλαβής της προσφοράς, χωρίς όμως να πραγματοποιείται μετά τις 31 Αυγούστου της τρέχουσας περιόδου εμπορίας […]».

24     Tο άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 1194/2000 της Επιτροπής, της 6ης Ιουνίου 2000, για παρέκκλιση από τον κανονισμό 708/98, όσον αφορά την περίοδο παράδοσης στην παρέμβαση για την περίοδο εμπορίας 1999/2000 (ΕΕ L 134, σ. 29), ορίζει τα ακόλουθα:

«Κατά παρέκκλιση του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού […] 708/98, η παράδοση αναποφλοίωτου ρυζιού (paddy) για ανάληψη από τον οργανισμό παρέμβασης για την περίοδο εμπορίας 1999/2000 πρέπει να πραγματοποιηθεί το αργότερο έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2000.»

–       Η συνοπτική έκθεση

25     Από τις 12 έως τις 16 Μαρτίου 2001, οι υπηρεσίες της Επιτροπής πραγματοποίησαν στην Ελλάδα αποστολή ελέγχου για τις δαπάνες που είχαν δηλωθεί όσον αφορά τη δημόσια αποθεματοποίηση ρυζιού.

26     Σύμφωνα με το σημείο B.4.2.2.3 της συνοπτικής εκθέσεως, η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα των ελληνικών αρχών για παράταση της προθεσμίας παραδόσεως του προϊόντος στη δημόσια αποθεματοποίηση την οποία προβλέπει ο κανονισμός 1194/2000 και η οποία έληγε στις 30 Σεπτεμβρίου 2000, προκειμένου να επιτραπεί η παράδοση ποσότητας 5 569,104 τόνων ρυζιού τον Οκτώβριο του 2000. Το αίτημα αυτό στηριζόταν στην επίκληση λόγων ανωτέρας βίας (απεργία των μεταφορέων), οι οποίοι εμπόδισαν την ολοκλήρωση του προγράμματος παραδόσεως του εμπορεύματος κατά την αρχικώς προβλεφθείσα ημερομηνία. Δεδομένου ότι οι ελληνικές αρχές προέβησαν στην αποθεματοποίηση αυτής της ποσότητας ρυζιού, η Επιτροπή αρνήθηκε να χρηματοδοτήσει τις σχετικές δαπάνες (δαπάνες αποθηκεύσεως, δαπάνες χρηματοδοτήσεως, άλλες δαπάνες και απόσβεση) ύψους 797 829,75 ευρώ.

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

27     Η Ελληνική Κυβέρνηση προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως αντλούμενους, αντιστοίχως, από την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, λόγω της αρνήσεως της Επιτροπής να αναγνωρίσει ότι συνέτρεχε περίπτωση ανωτέρας βίας, και από την παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

28     Προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η Ελληνική Κυβέρνηση εκθέτει ότι ο εθνικός οργανισμός παρεμβάσεως προκήρυξε, στις 17 Φεβρουαρίου 2000, μειοδοτικό διαγωνισμό για την εξεύρεση και χρήση αποθηκευτικών χώρων χωρητικότητας 50 000 τόνων για την περίοδο εμπορίας 1999/2000. Επειδή οι προσφορές που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης διαδικασίας κρίθηκαν ακατάλληλες, η αναθέτουσα αρχή επανέλαβε, στις 18 Απριλίου 2000, τη διαδικασία για την εξεύρεση αποθηκευτικών χώρων χωρητικότητας 45 000 τόνων.

29     Στις 21 Ιουλίου 2000, η σύμβαση ανατέθηκε, με απόφαση του Έλληνα Υπουργού Γεωργίας, σε τρεις εταιρίες. Στις 4 Αυγούστου 2000, μια επιχείρηση η οποία μετέσχε στον διαγωνισμό χωρίς τελικά να επιλεγεί υπέβαλε αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (Επιτροπή Αναστολών), δυνάμει του νόμου 2522/97, με τον οποίο είχε μεταφερθεί στην ελληνική έννομη τάξη η οδηγία 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων (ΕΕ L 395, σ. 33). Ο πρόεδρος της Επιτροπής Αναστολών απαγόρευσε, με προσωρινή διαταγή, την υπογραφή της συμβάσεως μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων. Η αίτηση απορρίφθηκε με απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2000, επιδοθείσα την επομένη στον Έλληνα Υπουργό Γεωργίας.

30     Οι συμβάσεις με τις ανάδοχες εταιρίες υπογράφηκαν στις 14 και 19 Σεπτεμβρίου 2000, η δε παράδοση ρυζιού άρχισε στις 18 Σεπτεμβρίου 2000 βάσει προγράμματος που προέβλεπε ότι η ανάληψη της συνολικής ποσότητας του ρυζιού θα ολοκληρωνόταν στις 30 Σεπτεμβρίου 2000, ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που έτασσε ο κανονισμός 1194/2000.

31     Στις 25 Σεπτεμβρίου 2000, οι μεταφορείς κήρυξαν, απροειδοποίητα, απεργία η οποία διήρκεσε έως τις 3 Οκτωβρίου 2000, γεγονός που κατέστησε αδύνατη την ολοκλήρωση της εκτελέσεως του προγράμματος παραδόσεως μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2000.

32     Με επιστολή της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, ο γενικός γραμματέας του ελληνικού Υπουργείου Γεωργίας ενημέρωσε τον γενικό διευθυντή της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Γεωργία» για την κατάσταση αυτή, η οποία, κατά τη γνώμη του, συνιστούσε περίπτωση ανωτέρας βίας, καθώς και για την παράταση της προθεσμίας παραδόσεως επί όσο χρονικό διάστημα θα διαρκούσε αυτή η κατάσταση ανωτέρας βίας.

33     Με έγγραφο της 13ης Οκτωβρίου 2000, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ «Γεωργία» απέρριψε το αίτημα παρατάσεως της προθεσμίας με την αιτιολογία ότι οι προσφορές του προϊόντος στην παρέμβαση είχαν γίνει με καθυστέρηση (στις 28 Ιουλίου και στις 4 Αυγούστου 2000), ότι κατά τον μήνα Σεπτέμβριο δεν είχε πραγματοποιηθεί καμία παράδοση και ότι, λόγω του ότι ήταν ήδη διαθέσιμη η νέα εσοδεία, υπήρχε κίνδυνος εισκομίσεως ρυζιού της εσοδείας αυτής.

34     Κατά την Ελληνική Κυβέρνηση, επί συνολικής ποσότητας 17 700 τόνων ρυζιού, 7 850 τόνοι παραδόθηκαν μεταξύ της 18ης και της 25ης Σεπτεμβρίου 2000, ενώ 4 500 τόνοι παραδόθηκαν κατά τη διάρκεια της απεργίας και, συνεπώς, το μεγαλύτερο μέρος της ποσότητας αυτής παραδόθηκε εντός του Σεπτεμβρίου.

35     H Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, βασίμως επικαλείται λόγο ανωτέρας βίας, που στηρίζεται στην αρχή της αναλογικότητας και έχει, ως εκ τούτου, εφαρμογή έστω και ελλείψει σχετικής διατάξεως όσον αφορά την επίδικη διαδικασία. Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν υποτεθεί ότι για την καθυστέρηση ευθύνονται οι ελληνικές αρχές, δεν μπορεί να αποδοθεί ευθύνη στους προσφέροντες.

36     Εξάλλου, η Ελληνική Κυβέρνηση διευκρινίζει, συναφώς, ότι οι ελληνικές αρχές ενήργησαν μεν εγκαίρως, αντιμετώπισαν όμως αντικειμενική αδυναμία εξευρέσεως κατάλληλων αποθηκευτικών χώρων καθώς και καθυστέρηση οφειλόμενη στη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρίς, ωστόσο, αυτό να εμποδίσει την εμπρόθεσμη ανάληψη από τον οργανισμό παρεμβάσεως του μεγαλύτερου μέρους της εισκομισθείσας ποσότητας. Η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, συνεπώς, δεν μπορεί να της αποδοθεί υπαίτια συμπεριφορά.

37     Όσον αφορά τον κίνδυνο αποθεματοποιήσεως ρυζιού της νέας εσοδείας, η Ελληνική Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι οι συμβάσεις που υπογράφηκαν με τις ανάδοχες εταιρίες προβλέπουν την ανάληψη ρυζιού συγκεκριμένης εσοδείας, άλλως οι εταιρίες αυτές υπόκεινται σε αυστηρές κυρώσεις. Εξάλλου, αν η κατά ένα μήνα παράταση της προθεσμίας παραδόσεως με τον κανονισμό 1194/2000 (έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2000) δεν θεωρήθηκε ως ενέχουσα κίνδυνο αποθεματοποιήσεως ρυζιού της νέας εσοδείας (της οποίας η περίοδος εμπορίας άρχιζε την 1η Σεπτεμβρίου 2000), θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η κατά εννέα ημέρες παράταση της προθεσμίας αυτής λόγω ανωτέρας βίας δεν συνεπαγόταν τέτοιον κίνδυνο. Κατά συνέπεια, ο αποκλεισμός των αντίστοιχων ποσών από την κοινοτική χρηματοδότηση αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας.

38     Προς στήριξη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η καθυστερημένη αντίδραση της Επιτροπής στην από 29 Σεπτεμβρίου 2000 επιστολή (βλ. ανωτέρω σκέψη 32) δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του επείγοντος χαρακτήρα της υποθέσεως, που επέβαλλε άμεση απάντηση. Αν οι ελληνικές αρχές είχαν πληροφορηθεί εγκαίρως την απόρριψη του αιτήματος παρατάσεως δεν θα είχαν επιτρέψει την αποθεματοποίηση των επιμάχων ποσοτήτων ρυζιού. Εν προκειμένω, η αδικαιολόγητη αυτή καθυστέρηση δημιούργησε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το ότι η Επιτροπή θα συμφωνούσε στο αίτημα παρατάσεως, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υποθέσεως.

39     Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής, επίκληση λόγων ανωτέρας βίας είναι δυνατή μόνον υπό αυστηρές προϋποθέσεις και, ιδίως, μόνον εφόσον η εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση προβλέπει ρήτρα ανωτέρας βίας, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Εξάλλου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αιτία του προβλήματος δεν εντοπίζεται στην απεργία, αλλά στη σημειωθείσα καθυστέρηση στη διαδικασία αναθέσεως των δημοσίων συμβάσεων και στην έλλειψη αποθηκευτικών χώρων. Επ’ αυτού είχε επιστήσει την προσοχή της Ελληνικής Δημοκρατίας από το 1998. Η Ελληνική Δημοκρατία δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια, με αποτέλεσμα 17 700 τόνοι ρυζιού να πρέπει να αποθηκευθούν εντός δώδεκα ημερών. Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της απεργίας και της καθυστερημένης παραδόσεως. Εξάλλου, η δυνατότητα αποθεματοποιήσεως ρυζιού της νέας εσοδείας εξέθεσε το ΕΓΤΠΕ σε κίνδυνο οικονομικής ζημίας.

40     Εν πάση περιπτώσει, από το ανακοινωθέν τύπου της συνδικαλιστικής οργανώσεως των μεταφορέων, της 14ης Σεπτεμβρίου 2000, προκύπτει ότι η απεργία ήταν γνωστή από την ημερομηνία αυτή και ότι, ως εκ τούτου, οι ελληνικές αρχές δεν μπορούσαν βασίμως να προβλέψουν ότι οι παραδόσεις θα ολοκληρώνονταν έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2000. Για τον λόγο αυτόν, δεν δικαιολογείται επίσης το ότι η Επιτροπή ειδοποιήθηκε μόλις το απόγευμα της Παρασκευής, 29ης Σεπτεμβρίου 2000.

41     Όσον αφορά την παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η έλλειψη αντιδράσεως εκ μέρους της δεν είναι ικανή να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη. Η Επιτροπή παρατηρεί, εξάλλου, ότι η από 29 Σεπτεμβρίου 2000 επιστολή των ελληνικών αρχών δεν περιείχε αίτημα παρατάσεως της προθεσμίας, αλλά συνιστούσε κοινοποίηση αποφάσεως ληφθείσας αυθαιρέτως και αντιβαίνουσας στον κανονισμό 1194/2000 και, επομένως, δεν απαιτούσε απάντηση εκ μέρους της.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

42     Όσον αφορά τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας λόγω της αρνήσεως της Επιτροπής να αναγνωρίσει ότι συνέτρεχε λόγος ανωτέρας βίας, πρέπει εκ προοιμίου να υπομνησθεί ότι το ΕΓΤΠΕ χρηματοδοτεί μόνον τις παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις κοινοτικές διατάξεις, στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών (απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C‑263/98, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑6063, σκέψη 35).

43     Κατά πάγια νομολογία, όταν η Επιτροπή αρνείται να επιβαρύνει το ΕΓΤΠΕ με ορισμένες δαπάνες, με την αιτιολογία ότι οι δαπάνες αυτές προκλήθηκαν από καταλογιστέες σε κράτος μέλος παραβάσεις των κοινοτικών ρυθμίσεων, στο κράτος αυτό εναπόκειται να αποδείξει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορηγήσεως της χρηματοδοτήσεως την οποία αρνήθηκε η Επιτροπή (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 1988, 347/85, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 1749, σκέψη 14· της 10ης Νοεμβρίου 1993, C‑48/91, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑5611, σκέψη 16, και της 4ης Ιουλίου 1996, C‑50/94, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑3331, σκέψη 11).

44     Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η προθεσμία για τη δημόσια αποθεματοποίηση ρυζιού, όπως αυτή παρατάθηκε με τον κανονισμό 1194/2000, δεν τηρήθηκε.

45     Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί κατά πόσον η Ελληνική Κυβέρνηση μπορεί να επικαλεστεί λόγο ανωτέρας βίας ελλείψει ρητής σχετικής διατάξεως στους κανονισμούς 708/98 και 1194/2000 και, αν ναι, κατά πόσον οι περιστάσεις των οποίων γίνεται συναφώς επίκληση συνιστούν όντως λόγο ανωτέρας βίας.

46     Όσον αφορά τις δυνατότητες επικλήσεως λόγου ανωτέρας βίας, το Δικαστήριο, σε ορισμένες περιπτώσεις, έχει αναγνωρίσει τη δυνατότητα επικλήσεως λόγου ανωτέρας βίας έστω και ελλείψει ρητής προβλέψεως στην εφαρμοστέα ρύθμιση (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις της 19ης Απριλίου 1988, 71/87, Inter-Kom, Συλλογή 1988, σ. 1979, σκέψεις 10 και 15, και της 7ης Δεκεμβρίου 1993, C‑12/92, Huygen, Συλλογή 1993, σ. I‑6381, σκέψη 31). Έτσι, δυνατότητα επικλήσεως λόγου ανωτέρας βίας μπορεί να γίνει δεκτή υπό την προϋπόθεση ότι δεν αντιστρατεύεται τους σκοπούς των εφαρμοστέων διατάξεων (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Mischo στην προμνησθείσα υπόθεση Inter‑Kom, Συλλογή 1988, σ. 1987, σημείο 21· βλ., επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα C. Gulmann στην προμνησθείσα υπόθεση Huygen, Συλλογή 1993, σ. Ι‑6391, σημείο 26).

47     Εν προκειμένω, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η προθεσμία της 31ης Αυγούστου, την οποία προέβλεπε το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 708/98 για την παράδοση του ρυζιού, στην πραγματικότητα ουδέποτε εφαρμόστηκε. Πράγματι, η Επιτροπή παρέτεινε την προθεσμία αυτή έως τις 30 Σεπτεμβρίου κάθε έτους με τον κανονισμό (ΕΚ) 2089/98 της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 1998, για παρέκκλιση από τον κανονισμό 708/98, για την περίοδο εμπορίας 1997/1998 (ΕΕ L 266, σ. 26), με τον κανονισμό (ΕΚ) 1340/1999 της Επιτροπής, της 24ης Ιουνίου 1999, για παρέκκλιση από τον κανονισμό 708/98 για την περίοδο εμπορίας 1998/1999 (ΕΕ L 159, σ. 29), και με τον κανονισμό 1194/2000 για την περίοδο εμπορίας 1999/2000. Οι παρεκκλίσεις αυτές δικαιολογούνταν, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 2 των εν λόγω κανονισμών, από το ότι οι οργανισμοί παρεμβάσεως αντιμετώπισαν, κατά τη διάρκεια των αντίστοιχων περιόδων εμπορίας, δυσκολίες για την εφαρμογή ενός κατάλληλου συστήματος αποθεματοποιήσεως, ελέγχου και παραλαβής των εμπορευμάτων και το ότι οι δυσκολίες αυτές είχαν ως συνέπεια την καθυστέρηση στη διαδικασία αποδοχής των υποβληθεισών προσφορών και αναλήψεως των παραδόσεων. Η πρακτική αυτή εξακολούθησε να εφαρμόζεται έως την περίοδο εμπορίας 2002/2003.

48     Επομένως, αν οι δυσκολίες τις οποίες μνημονεύουν γενικώς οι προμνησθέντες κανονισμοί δικαιολογούν την κατά ένα μήνα παράταση της προθεσμίας παραδόσεως που προβλέπει ο κανονισμός 708/98, ο κανονισμός αυτός δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εκ προοιμίου την επίκληση λόγου ανωτέρας βίας ανακύψαντος στο τέλος της παραταθείσας προθεσμίας.

49     Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί κατά πόσον, από πλευράς των κριτηρίων που έχει διαμορφώσει η νομολογία, πληρούνταν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις αναγνωρίσεως περιπτώσεως ανωτέρας βίας.

50     Πρέπει, συναφώς, να υπομνησθεί ότι, εφόσον η έννοια της ανωτέρας βίας δεν έχει το ίδιο περιεχόμενο στους διαφόρους τομείς εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, η σημασία της πρέπει να καθορίζεται ανάλογα με το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου προορίζεται να παράγει τα αποτελέσματά της (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Οκτωβρίου 1993, C‑124/92, An Bord Bainne Co-operative και Compagnie Inter‑Agra, Συλλογή 1993, σ. I‑5061, σκέψη 10· της 13ης Ιουλίου 1995, C‑391/93, Perrotta, Συλλογή 1995, σ. I‑2079, σκέψη 25, και της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑263/97, First City Trading κ.λπ., Συλλογή 1998, σ. I‑5537, σκέψη 41).

51     Η έννοια της ανωτέρας βίας δεν περιορίζεται στην απόλυτη αδυναμία, αλλά πρέπει να νοείται ως καλύπτουσα και ξένες προς τον ενδιαφερόμενο περιστάσεις, μη φυσιολογικές και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρά μόνον με τίμημα υπερβολικών θυσιών, παρά την καταβολή κάθε επιμέλειας (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1968, 4/68, Schwarzwaldmilch, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 783· της 17ης Δεκεμβρίου 1970, 11/70, Internationale Handelsgesellschaft, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 581, σκέψη 23· της 15ης Δεκεμβρίου 1994, C‑136/93, Transáfrica, Συλλογή 1994. σ. I‑5757, σκέψη 14, και της 17ης Οκτωβρίου 2002, C‑208/01, Parras Medina, Συλλογή 2002, σ. I‑8955, σκέψη 19).

52     Η ανωτέρα βία εμπεριέχει ένα αντικειμενικό στοιχείο, το οποίο σχετίζεται με μη φυσιολογικές και ξένες προς τον ενδιαφερόμενο περιστάσεις, και ένα υποκειμενικό στοιχείο, το οποίο συνίσταται στην υποχρέωση του ενδιαφερομένου να προφυλαχθεί από τις συνέπειες του μη φυσιολογικού γεγονότος, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα χωρίς να υποβληθεί σε υπερβολικές θυσίες. Ειδικότερα, ο επιχειρηματίας πρέπει να παρακολουθεί προσεκτικά την εξέλιξη της αρξαμένης διαδικασίας και, ιδίως, να επιδεικνύει επιμέλεια όσον αφορά την τήρηση των προβλεπομένων προθεσμιών (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 1994, C‑195/91 P, Bayer κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑5619, σκέψη 32).

53     Εξάλλου, οι προθεσμίες τάσσονται, καταρχήν, για να εξαντλούνται. Συναφώς, στην ενδιαφερόμενη εθνική διοικητική αρχή εναπόκειται να εκτιμήσει με σύνεση κατά πόσον το χρονικό διάστημα που προτίθεται να αφιερώσει για την αποθεματοποίηση του συγκεκριμένου προϊόντος μπορεί να θεωρηθεί, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε περιπτώσεως, επαρκές. Προς τούτο, η εν λόγω διοικητική αρχή δεν είναι υποχρεωμένη να λαμβάνει υπόψη της, προκειμένου να καθορίσει ενδεχομένως ένα πρόσθετο χρονικό περιθώριο ασφαλείας, γεγονότα ικανά να στοιχειοθετήσουν περίπτωση ανωτέρας βίας. Αντιθέτως, είναι υποχρεωμένη να λαμβάνει υπόψη της όλες τις περιστάσεις που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως συνήθεις και προβλέψιμες. Επομένως, το γεγονός ότι άρχισε τις ενέργειες τις οποίες οφείλει να ολοκληρώσει εντός της νόμιμης προθεσμίας λίγες μόνον ημέρες πριν από την εκπνοή της προθεσμίας αυτής δεν μπορεί, αυτό καθαυτό, να έχει αρνητικές για την εν λόγω διοικητική αρχή συνέπειες, υπό την προϋπόθεση ότι, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως, το χρονικό αυτό διάστημα είναι επαρκές (βλ., κατ’ αναλογίαν, προμνησθείσα στη σκέψη 46 απόφαση Inter‑Kom, σκέψεις 20 έως 23), πράγμα το οποίο πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω.

54     Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, σύμφωνα με το από 14 Σεπτεμβρίου 2000 ανακοινωθέν Τύπου της συνδικαλιστικής οργανώσεως των μεταφορέων, η εν λόγω απεργία είχε αρχικά σχεδιασθεί να αρχίσει στις 29 Σεπτεμβρίου 2000, αλλά επισπεύσθηκε για τις 25 Σεπτεμβρίου. Στους υπολογισμούς τους, οι ελληνικές αρχές όφειλαν να θεωρήσουν ότι η παράδοση μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο μέχρι τις 28 Σεπτεμβρίου 2000.

55     Ωστόσο, σύμφωνα με τα στοιχεία που επικαλείται η Ελληνική Κυβέρνηση (βλ. ανωτέρω σκέψη 34), 7 850 τόνοι ρυζιού παραδόθηκαν για αποθεματοποίηση από τις 18 έως τις 25 Σεπτεμβρίου 2000, πράγμα που αντιστοιχεί σε μέση ημερήσια ποσότητα 981,25 τόνων. Με τον ρυθμό αυτόν, οι ελληνικές αρχές θα παραλάμβαναν προς αποθεματοποίηση, έως τις 28 Σεπτεμβρίου 2000, ποσότητα 10 800 τόνων περίπου. Επομένως, ελλείψει άλλων στοιχείων ή εκτιμήσεων σχετικά με τον ρυθμό των παραδόσεων κατά το χρονικό αυτό διάστημα, οι ελληνικές αρχές δεν μπορούσαν βασίμως να υπολογίζουν ότι το χρονικό διάστημα από 18 έως 28 Σεπτεμβρίου 2000 επαρκούσε για την αποθεματοποίηση ποσότητας 17 700 τόνων ρυζιού.

56     Επιπλέον, σύμφωνα με τις δηλώσεις της Ελληνικής Κυβερνήσεως, 4 500 τόνοι ρυζιού παραδόθηκαν προς αποθεματοποίηση κατά τη διάρκεια της απεργίας (από τις 25 Σεπτεμβρίου έως τις 3 Οκτωβρίου 2000), ήτοι 500 τόνοι ημερησίως κατά μέσον όρο. Επομένως, η εν λόγω απεργία δεν είχε ως συνέπεια τη ολοσχερή διακοπή της παραδόσεως. Ως εκ τούτου, η απεργία των μεταφορέων δεν μπορεί, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, να χαρακτηριστεί ως περίπτωση ανωτέρας βίας, την οποία η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη της προτού επιβάλει τις αμφισβητούμενες δημοσιονομικές διορθώσεις.

57     Όσον αφορά τον αναλογικό χαρακτήρα της διορθώσεως, αρκεί η παρατήρηση ότι, εφόσον δεν αποκλείει από την κοινοτική χρηματοδότηση παρά μόνον τις δαπάνες για την εκπροθέσμως αποθηκευθείσα ποσότητα, η επίδικη διόρθωση δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

58     Όσον αφορά τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, πρέπει, πρώτον, να υπομνησθεί ότι η έλλειψη απαντήσεως της Επιτροπής σε επιστολή δεν είναι, καταρχήν, ικανή να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στον αποστολέα της (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Οκτωβρίου 2003, C‑339/00, Ιρλανδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑11757, σκέψη 79). Δεύτερον, αποστέλλοντας την εν λόγω επιστολή στις 29 Σεπτεμβρίου 2000, ήτοι μία ημέρα πριν από τη λήξη της προθεσμίας, ενώ η απεργία είχε αναγγελθεί από τις 14 Σεπτεμβρίου 2000, οι ελληνικές αρχές δεν ενήργησαν με την απαιτούμενη επιμέλεια ώστε να παράσχουν στην Επιτροπή τον αναγκαίο χρόνο για να εξετάσει την αίτηση και, ενδεχομένως, να τη δεχθεί υπό όρους. Τρίτον, καίτοι είναι αληθές ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να αφήσει να παρέλθουν δεκατρείς ημέρες προτού απαντήσει, οι ελληνικές αρχές μπορούσαν να αναστείλουν τις διαδικασίες παραδόσεως ρυζιού έως ότου λάβουν την απάντηση της Επιτροπής, ούτως ώστε να εξασφαλίσουν ότι, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, δεν θα υπήρχαν δημοσιονομικές συνέπειες για την Ελληνική Δημοκρατία. Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της διορθώσεως που εφαρμόστηκε λόγω ελλείψεων σε άλλους ελέγχους

–       Η κοινοτική νομοθεσία

59     Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2148/96 της Επιτροπής, της 8ης Νοεμβρίου 1996, για τον καθορισμό των κανόνων αξιολόγησης και ελέγχου των ποσοτήτων γεωργικών προϊόντων που περιλαμβάνονται στα αποθέματα δημόσιας παρέμβασης (ΕΕ L 288, σ. 6), ορίζει τα ακόλουθα:

«Ο οργανισμός παρέμβασης είναι υπεύθυνος για την ακρίβεια των στοιχείων που έχουν συγκεντρωθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3. Στο πλαίσιο αυτό, ο οργανισμός παρέμβασης διενεργεί, κατά τη διάρκεια του έτους σε ακανόνιστα διαστήματα, απροειδοποίητους ελέγχους στους τόπους αποθεματοποίησης.

Κάθε τόπος αποθεματοποίησης αποτελεί το αντικείμενο ενός τουλάχιστον ελέγχου ετησίως σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος ΙΙΙ. Οι εν λόγω έλεγχοι αφορούν ειδικότερα:

α)      τη διαδικασία συλλογής των στοιχείων που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3·

β)      την αντιστοιχία των λογιστικών στοιχείων που διαθέτει επιτόπου ο πραγματοποιών την αποθεματοποίηση με τα στοιχεία που έχουν διαβιβασθεί στον οργανισμό παρέμβασης,

και

γ)      τη φυσική παρουσία, στα αποθέματα, των ποσοτήτων που αναφέρονται στις λογιστικές καταστάσεις του πραγματοποιούντος την αποθεματοποίηση και έχουν αποτελέσει τη βάση για την τελευταία ετήσια κατάσταση που διαβιβάστηκε από τον πραγματοποιούντα την αποθεματοποίηση που αξιολογείται οπτικά ή σε περίπτωση αμφιβολίας ή αμφισβήτησης με τη ζύγιση ή τη μέτρηση.

Η εν λόγω φυσική παρουσία καθορίζεται με φυσική επιθεώρηση επαρκώς αντιπροσωπευτική που αφορά τουλάχιστον τα ποσοστά που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού που επιτρέπουν τη διαπίστωση της πραγματικής παρουσίας στα αποθέματα του συνόλου των ποσοτήτων που είναι εγγεγραμμένες στα λογιστικά βιβλία αποθήκης.»

60     Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού,

«[ε]φόσον οι ποσότητες που λείπουν υπερβαίνουν εκείνες που προβλέπονται από το ή τα όρια ανοχής που εφαρμόζονται, καταλογίζονται, στο σύνολό τους, στον πραγματοποιούντα την αποθεματοποίηση ως μη προσδιορισθείσα απώλεια. Εάν ο πραγματοποιών την αποθεματοποίηση αμφισβητήσει τις ποσότητες που λείπουν, δύναται να απαιτήσει τη ζύγιση ή τη μέτρηση του προϊόντος. Στην περίπτωση αυτή, επιβαρύνεται με τα έξοδα που συνεπάγεται η εν λόγω ενέργεια, εκτός εάν αποδειχθεί ότι οι εν λόγω ποσότητες υπάρχουν πράγματι, ή εάν η διαφορά δεν υπερβαίνει το όριο ή τα όρια ανοχής που εφαρμόζονται, στην περίπτωση αυτή τα έξοδα της ζύγισης επιβαρύνουν τον οργανισμό ελέγχου, που πραγματοποίησε τον έλεγχο.»

61     Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 808/1999 της Επιτροπής, της 16ης Απριλίου 1999, για τροποποίηση του κανονισμού 2148/96 όσον αφορά το παράρτημα ΙΙΙ (ΕΕ L 102, σ. 70), ορίζει τα εξής: 

«Το σημείο ΙΙΙ του παραρτήματος ΙΙΙ του κανονισμού […] 2148/96 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: “III. ΣΙΤΗΡΑ ΚΑΙ ΡΥΖΙ

A. Διαδικασία φυσικού ελέγχου

[…]

B. Ρύθμιση σε περίπτωση διαπίστωσης διαφορών

Επιτρέπεται μια απόκλιση κατά τον ογκομετρικό έλεγχο των προϊόντων.

Κατά τον τρόπο αυτό, το άρθρο 6 του κανονισμού εφαρμόζεται εφόσον το βάρος του προϊόντος που έχει αποθηκευθεί και έχει διαπιστωθεί κατά τον επιτόπιο έλεγχο διαφέρει από το λογιστικό βάρος του κατά 5 % και περισσότερο, όσον αφορά τα σιτηρά, και κατά 6 % και περισσότερο όσον αφορά το ρύζι, για την αποθήκευση σε σιλό και για την αποθήκευση σε επίπεδη αποθήκη.

[…]”»

62     Σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) 147/91 της Επιτροπής, της 22ας Ιανουαρίου 1991, για τον ορισμό και τον καθορισμό των ορίων ανοχής των ποσοτικών απωλειών των γεωργικών προϊόντων που αποθηκεύονται σε δημόσια παρέμβαση (ΕΕ L 17, σ. 9), το ποσοστό κανονικών απωλειών που γίνεται αποδεκτό κατά την αποθήκευση καθορίζεται, για το ρύζι paddy, σε 0,4 % του πραγματικού βάρους του προϊόντος, χωρίς συσκευασία.

63     Το άρθρο 10, παράγραφος 2, του κανονισμού 708/98 ορίζει τα ακόλουθα:

«Η πληρωμή πραγματοποιείται μεταξύ της 32ης και 37ης ημέρας μετά την ημερομηνία ανάληψης που αναφέρεται στο άρθρο 6, παράγραφος 3, του παρόντος κανονισμού. Σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 3, η πληρωμή πραγματοποιείται το συντομότερο δυνατόν από την ημερομηνία ανακοίνωσης του αποτελέσματος της τελευταίας ανάλυσης στον προσφέροντα.

Στην περίπτωση κατά την οποία η πληρωμή εξαρτάται από την υποβολή τιμολογίου εκ μέρους του προσφέροντος, και εφόσον το τιμολόγιο αυτό δεν υποβλήθηκε εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο, η πληρωμή πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός των πέντε εργάσιμων ημερών που έπονται της πραγματικής υποβολής του εν λόγω τιμολογίου.»

–       Η συνοπτική έκθεση

64     Σύμφωνα με το σημείο B.4.2.2.5 της συνοπτικής εκθέσεως, η Επιτροπή έλεγξε ένδεκα, τυχαία επιλεγέντα, αρχεία σχετικά με τις αγορές ρυζιού, τέσσερα από τα οποία αφορούσαν αγορές πραγματοποιηθείσες το 1999 (περίοδος εμπορίας 1998/1999), ενώ επτά αφορούσαν αγορές πραγματοποιηθείσες το 2000 (περίοδος εμπορίας 1999/2000). Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της Επιτροπής, σε όλες τις περιπτώσεις πλην μιας δεν τηρήθηκε η προθεσμία παραδόσεως, όπως αυτή προβλέπεται από τους κανονισμούς 1340/1999 και 1194/2000 (30 Σεπτεμβρίου). Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, η υποχρέωση του κράτους μέλους να πληρώσει τους προσφέροντες εντός της προθεσμίας του άρθρου 10, παράγραφος 2, του κανονισμού 708/98 (μεταξύ της 32ης και της 37ης ημέρας μετά την ημερομηνία αναλήψεως) τηρήθηκε μόνο σε δύο από τις ένδεκα ελεγχθείσες περιπτώσεις.

65     Σύμφωνα με το σημείο B.4.2.2.6 της συνοπτικής εκθέσεως, οι έλεγχοι απογραφής που διενεργήθηκαν δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 2148/96 αποκάλυψαν, για τα έτη 1999 και 2000, υπέρβαση, όσον αφορά τον ογκομετρικό έλεγχο, κατά 4 % περίπου σε σχέση προς το ισχύον όριο ανοχής (6 %, βλ. ανωτέρω σκέψη 61), διαφορά την οποία οι ελληνικές αρχές δεν χρέωσαν στους αποθεματοποιητές, πράγμα το οποίο, κατά την άποψη της Επιτροπής, συνιστά παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 2148/96. Επιπλέον, τα αποθέματα της εταιρίας Nutria ζυγίστηκαν εκ νέου και προέκυψαν διαφορές προς το έλασσον 1,2 % και 2,8 % σε σχέση προς το βάρος που είχε καταχωριστεί, ενώ το νόμιμο ποσοστό ανοχής είναι 0,4 % ετησίως (βλ. ανωτέρω σκέψη 62).

66     Σύμφωνα με το σημείο B.4.2.2.7 της συνοπτικής εκθέσεως, οι επιτόπιοι έλεγχοι οδήγησαν την Επιτροπή να διαπιστώσει ότι οι συνθήκες προσβάσεως σε ορισμένους θαλάμους αποθηκεύσεως ήταν απαράδεκτες καθώς και προβλήματα στους ογκομετρικούς ελέγχους και παράπονα ορισμένων αποθεματοποιητών λόγω της αρνήσεως του οργανισμού παρεμβάσεως να λάβει υπόψη του τη μείωση της περιεχόμενης υγρασίας μεταξύ της ημερομηνίας εισκομίσεως του εμπορεύματος και της ημερομηνίας αναλήψεώς του. Τέλος, κατά την Επιτροπή, ο όγκος των θαλάμων δεν είχε καθοριστεί με ακρίβεια.

67     Οι εκτιμήσεις αυτές οδήγησαν στην εφαρμογή κατ’ αποκοπήν διορθώσεως 5 % επί των δηλωθεισών δαπανών.

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

68     Η Ελληνική Κυβέρνηση προβάλλει, συναφώς, ένα λόγο ακυρώσεως ο οποίος περιλαμβάνει τρία σκέλη αντλούμενα, αντιστοίχως, από ανεπαρκή αιτιολογία, μη τήρηση των κατευθυντηρίων οδηγιών για την εφαρμογή των κατ’ αποκοπήν διορθώσεων, όπως αυτές καθορίστηκαν με το έγγραφο VI/5330/97, και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

69     Η Ελληνική Κυβέρνηση αμφισβητεί τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που με την απόφαση αυτή εφαρμόστηκε κατ’ αποκοπήν διόρθωση 5 % βάσει του αποτελέσματος των ελέγχων των αρχείων που αφορούσαν τις αγορές ρυζιού για αποθεματοποίηση, των ελέγχων απογραφής καθώς και των επιτοπίων ελέγχων στους χώρους αποθηκεύσεως ρυζιού (βλ. ανωτέρω σκέψεις 64 έως 66).

70     Η Ελληνική Κυβέρνηση υπενθυμίζει ότι οι καθυστερήσεις στην παράδοση ρυζιού και την πληρωμή των προσφερόντων (βλ. ανωτέρω σκέψη 64) οφείλονται στη χρησιμοποίηση δελτίου προελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 708/98, γεγονός το οποίο ουδέποτε προκάλεσε παράπονα εκ μέρους των επιχειρηματιών. Όσον αφορά τον ογκομετρικό έλεγχο απογραφής, η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι ιδιαιτερότητες της αποθηκεύσεως στην Ελλάδα (μακροχρόνια αποθήκευση σε κατακόρυφες μεταλλικές δεξαμενές κυλινδρικού σχήματος) συνεπάγονται τιμές συντελεστή συμπιέσεως (των οποίων η εφαρμογή δεν είναι, εξάλλου, υποχρεωτική και οι οποίες δεν καθορίζονται σε κοινοτικό επίπεδο) 8 έως 8,5 % κατά την παραλαβή του προϊόντος, 9 έως 9,5 % μετά ένα έτος παραμονής στον αποθηκευτικό χώρο και 0,5 % επιπλέον για κάθε περαιτέρω έτος παραμονής, πράγμα που επιβάλλει την αναγνώριση μεγαλύτερων του 6 % ποσοστών ανοχής.

71     H Ελληνική Κυβέρνηση υπογραμμίζει, εξάλλου, ότι όλες οι ελλείψεις που της προσάπτει η Επιτροπή αφορούν διοικητικές ενέργειες στο πλαίσιο των επικουρικών ελέγχων τους οποίους το κράτος μέλος διενεργεί μεν, κατά τρόπον όμως που επιδέχεται, ενδεχομένως, βελτιώσεις. Κατά συνέπεια, πρόκειται για ελλείψεις που δεν δικαιολογούν, σύμφωνα με το έγγραφο VI/5330/97, κατ’ αποκοπήν διόρθωση 5 %, αλλά μόνο κατ’ αποκοπήν διόρθωση μη υπερβαίνουσα το 2 % των δηλωθεισών δαπανών (βλ., ανωτέρω σκέψεις 11 έως 13). Τέλος, κατά την Ελληνική Κυβέρνηση, οι διαπιστώσεις της Επιτροπής δεν καταδεικνύουν κίνδυνο ζημίας για το ΕΓΤΠΕ.

72     Η Επιτροπή παραπέμπει σε ένα από τα έγγραφά της που καθορίζει τις λεπτομέρειες των κατευθυντηρίων γραμμών του εγγράφου VI/5330/97 και διευκρινίζει ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι και ο έλεγχος της ποιότητας και της ποσότητας του αποθέματος, για τους οποίους πρόκειται στην υπό κρίση υπόθεση, αποτελούν βασικούς ελέγχους. Επομένως, η κατ’ αποκοπήν διόρθωση 5 % ήταν δικαιολογημένη από πλευράς του εγγράφου VI/5330/97.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

73     Πρέπει να εξεταστούν μαζί τα τρία σκέλη αυτού του λόγου ακυρώσεως, τα οποία, έστω και υπό διαφορετικές επικεφαλίδες, αντλούνται, κατ’ ουσίαν, όλα από εσφαλμένη εκτίμηση της Επιτροπής κατά τον καθορισμό της κατ’ αποκοπήν διορθώσεως 5 % των δηλωθεισών δαπανών.

74     Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στην Επιτροπή εναπόκειται, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών, όχι να αποδείξει κατά τρόπο εξαντλητικό την ανεπάρκεια των διενεργηθέντων από τις εθνικές αρχές ελέγχων ή την αντικανονικότητα των διαβιβασθέντων απ’ αυτές αριθμητικών στοιχείων, αλλά να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τη σοβαρή και εύλογη αμφιβολία που έχει όσον αφορά αυτούς τους ελέγχους ή αυτά τα αριθμητικά στοιχεία. Αυτός ο μετριασμός όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής υποχρέωση αποδείξεως εξηγείται από το γεγονός ότι το κράτος μέλος είναι αυτό που μπορεί καλύτερα να συλλέξει και να ελέγξει τα αναγκαία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ δεδομένα και στο οποίο εναπόκειται, κατά συνέπεια, να προσκομίσει τις πλέον λεπτομερείς και πλήρεις αποδείξεις για το υποστατό των ελέγχων ή το αληθές των αριθμητικών στοιχείων του και, ενδεχομένως, για την ανακρίβεια των ισχυρισμών της Επιτροπής (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 2001, C‑278/98, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑1501, σκέψεις 39 έως 41, και της 19ης Ιουνίου 2003, C‑329/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑6103, σκέψη 68).

75     Συνεπώς, εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον η Ελληνική Κυβέρνηση απέδειξε την ανακρίβεια των εκτιμήσεων της Επιτροπής ή την ανυπαρξία κινδύνου προκλήσεως ζημίας ή ανωμαλίας στο ΕΓΤΠΕ.

76     Όσον αφορά το επιχείρημα ότι οι ελληνικές αρχές δεν τήρησαν την προθεσμία παραδόσεως του ρυζιού εξ αιτίας της χρησιμοποιήσεως δελτίου προελέγχου του παραδιδομένου εμπορεύματος, αρκεί η παρατήρηση ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι το δελτίο αυτό είναι χρήσιμο στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 708/98, αυτό δεν δικαιολογεί υπέρβαση της προθεσμίας παραδόσεως που προβλέπεται από το άρθρο 6, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού και από τους κανονισμούς με τους οποίους παρατάθηκε η προθεσμία αυτή (βλ. ανωτέρω σκέψη 47). Επομένως, για να λάβουν κοινοτική χρηματοδότηση, οι εθνικές αρχές υποχρεούνται να μεριμνούν ώστε το προϊόν να παραδίδεται εντός των ταχθεισών προς τούτο προθεσμιών και να τηρούνται, συγχρόνως, οι λοιπές επιταγές της σχετικής κανονιστικής ρυθμίσεως. Πράγματι, η προθεσμία του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 708/98 έχει καθοριστεί λαμβανομένων υπόψη των λοιπών επιταγών της εφαρμοστέας ρυθμίσεως, δεν είναι δε δυνατόν, προκειμένου να τηρηθούν οι επιταγές αυτές, να μη τηρηθεί η εν λόγω προθεσμία.

77     Όσον αφορά την καθυστέρηση στην πληρωμή των προσφερόντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η μη διατύπωση παραπόνων από αυτούς, την οποία επικαλείται η Ελληνική Κυβέρνηση, δεν απαλλάσσει το κράτος μέλος από την υποχρέωση τηρήσεως των υποχρεώσεών του που απορρέουν από την εφαρμοστέα νομοθεσία (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Φεβρουαρίου 2005, C‑300/02, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑1341, σκέψη 112).

78     Όσον αφορά την ανυπαρξία κινδύνου προκλήσεως ζημίας στο ΕΓΤΠΕ, πρέπει να παρατηρηθεί, αφενός, ότι υπήρξε υπέρβαση των προθεσμιών τις οποίες προβλέπει ο κανονισμός 708/98, πράγμα που δεν αμφισβητεί η Ελληνική Κυβέρνηση, και, αφετέρου, ότι οι δαπάνες χρηματοδοτήσεως που επιβαρύνουν το ΕΓΤΠΕ πρέπει να υπολογίζονται με βάση την υπόθεση ότι τηρείται η προθεσμία αυτή. Κατά συνέπεια, όταν οι ελληνικές αρχές καταβάλλουν χρηματικά ποσά μετά την εκπνοή της προθεσμίας, καταλογίζουν στο ΕΓΤΠΕ δαπάνες μη επιλέξιμες (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Οκτωβρίου 1999, C‑253/97, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑7529, σκέψη 126).

79     Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των ελέγχων ως βασικών ή επικουρικών, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι προμνησθείσες διαπιστώσεις της Επιτροπής αφορούν ελέγχους εμπίπτοντες στο άρθρο 4 του κανονισμού 2148/96. Δεδομένου ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι των αποθηκευτικών χώρων, σύμφωνα με τις διαδικασίες των άρθρων 4 και 5 και του παραρτήματος ΙΙΙ του κανονισμού 2148/96, και οι έλεγχοι όσον αφορά την εισκόμιση και την ανάληψη του προϊόντος αποτελούν βασικούς ελέγχους κατά την έννοια του παραρτήματος 2 του εγγράφου VI/5330/97 (βλ. ανωτέρω σκέψη 12), η αιτίαση της Ελληνικής Κυβερνήσεως είναι απορριπτέα.

80     Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Ελληνική Κυβέρνηση δεν μπόρεσε να ανατρέψει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής και ότι, ως εκ τούτου, το σύνολο των αιτιάσεων των σχετικών με τις δημοσιονομικές διορθώσεις όσον αφορά τους ελέγχους στον τομέα της δημόσιας αποθεματοποιήσεως του ρυζιού πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά

 Η κοινοτική νομοθεσία

81     Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΚ) 2201/96 του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 1996, για την κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά (ΕΕ L 297, σ. 29), ορίζει τα ακόλουθα:

«1. Εφαρμόζεται καθεστώς ενίσχυσης στην παραγωγή των προϊόντων που εμφαίνονται στο παράρτημα I και λαμβάνονται από οπωροκηπευτικά συγκομισθέντα στην Κοινότητα.

2. Η ενίσχυση στην παραγωγή χορηγείται στον μεταποιητή που κατέβαλε στον παραγωγό, για την πρώτη ύλη, τιμή τουλάχιστον ίση με την ελάχιστη τιμή δυνάμει των συμβάσεων που συνάπτονται, αφενός, μεν από τις οργανώσεις των παραγωγών που έχουν αναγνωρισθεί ή έχουν προαναγνωρισθεί δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 2200/96 και, αφετέρου, από τους μεταποιητές.

[...]»

82     Στο παράρτημα Ι του εν λόγω κανονισμού περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα ροδάκινα σε σιρόπι ή/και φυσικό χυμό φρούτου.

83     Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/96, «[η] ενίσχυση στην παραγωγή δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη της διαφοράς μεταξύ της ελάχιστης τιμής που καταβάλλεται στον κοινοτικό παραγωγό και της τιμής της πρώτης ύλης των κυριότερων τρίτων χωρών παραγωγής και εξαγωγής».

84     Κατά το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 1733/98 της Επιτροπής, της 4ης Αυγούστου 1998, περί του καθορισμού, για την περίοδο 1998/99, της ελάχιστης τιμής που καταβάλλεται στους παραγωγούς για τα [ροδάκινα] και περί του ποσού της ενίσχυσης στην παραγωγή αυτών των [ροδακίνων] διατηρημένων σε σιρόπι ή/και σε φυσικό χυμό φρούτων (ΕΕ L 217, σ. 11), η ελάχιστη τιμή καθορίστηκε σε 30,768 ECU ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους παραδοτέων στην εκμετάλλευση του παραγωγού για τα [ροδάκινα] τα οποία προορίζονται για παρασκευή [ροδακίνων] σε σιρόπι ή/και σε φυσικό χυμό φρούτων. Δυνάμει του ίδιου άρθρου, η ενίσχυση στην παραγωγή καθορίστηκε σε 6,065 ECU ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους για τα [ροδάκινα] σε σιρόπι ή/και σε φυσικό χυμό φρούτων.

85     Ο κανονισμός (ΕΚ) 2699/2000 του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 2000, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕK) 2200/96 για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα των οπωροκηπευτικών, του κανονισμού (ΕΚ) 2201/96 για την κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά και του κανονισμού (ΕΚ) 2202/96 περί καθεστώτος ενισχύσεως των παραγωγών ορισμένων εσπεριδοειδών (ΕΕ L 311, σ. 9), αντικατέστησε το άρθρο 2 του κανονισμού 2201/96 με το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 2

Θεσπίζεται κοινοτικό καθεστώς ενίσχυσης στις οργανώσεις παραγωγών που παραδίδουν στη μεταποίηση ντομάτες, ροδάκινα και αχλάδια, τα οποία συγκομίζονται στην Κοινότητα, για την παραγωγή των μεταποιημένων προϊόντων τα οποία αναφέρονται στο παράρτημα I.

[…]»

86     Στο παράρτημα 1 του κανονισμού 2699/2000 επίσης περιλαμβάνονται τα ροδάκινα σε σιρόπι ή/και φυσικό χυμό φρούτου.

 Η συνοπτική έκθεση

87     Σύμφωνα με το σημείο B.2.8.1 της συνοπτικής εκθέσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, για την περίοδο εμπορίας 1998/1999, καταβλήθηκε, τον Οκτώβριο του 2000, απευθείας στις οργανώσεις παραγωγών που ήταν προμηθευτές της μεταποιητικής βιομηχανίας ΒΙΟΚΑΝ ΑΕ ποσό 647 594,75 ευρώ ως ενίσχυση για την παραγωγή μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα ροδάκινα, η οποία καθιερώθηκε από τον κανονισμό 2201/96 (βλ. ανωτέρω σκέψεις 81 και 82). Όμως, κατά την Επιτροπή, αυτό συνιστά παράβαση του άρθρου 2 του κανονισμού 2201/96, το οποίο προβλέπει ότι η ενίσχυση στην παραγωγή χορηγείται στον μεταποιητή που κατέβαλε στον παραγωγό, για την πρώτη ύλη, τιμή τουλάχιστον ίση προς την ελάχιστη τιμή, οπότε τα καταβληθέντα ποσά δεν μπορούσαν να αναγνωριστούν ως επιβαρύνοντα το ΕΓΤΠΕ.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

88     Η Ελληνική Κυβέρνηση προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως αντλούμενους, πρώτον, από πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τις εξαιρετικές περιστάσεις που επέτρεπαν την απευθείας πληρωμή των παραγωγών, δεύτερον, από την ανυπαρξία ζημίας του ΕΓΤΠΕ και, τρίτον, επικουρικώς, από τον εσφαλμένο υπολογισμό του ύψους της δημοσιονομικής διορθώσεως.

89     Ως προς τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η Ελληνική Κυβέρνηση, χωρίς να αμφισβητεί τη διαπίστωση της Επιτροπής όσον αφορά την απευθείας καταβολή της ενισχύσεως στις οργανώσεις παραγωγών, υποστηρίζει ότι η μεταποιητική επιχείρηση ΒΙΟΚΑΝ ΑΕ υπέβαλε αίτηση για ενίσχυση βάσει του άρθρου 2 του κανονισμού 2201/96, χωρίς ωστόσο να αποδείξει ότι είχε καταβάλει την ελάχιστη τιμή στους παραγωγούς, λόγω ταμειακών δυσκολιών και της επικείμενης πτωχεύσεώς της. Συνεπώς, οι ελληνικές αρχές, προβαίνοντας σε απευθείας καταβολή της ενισχύσεως στους παραγωγούς, ενήργησαν σύμφωνα με την αρχή της χρηστής διοικήσεως και τον σκοπό του κανονισμού 2201/96, που συνίσταται στην εξασφάλιση δίκαιου εισοδήματος στους παραγωγούς.

90     Το κενό του κανονισμού 2201/96, ο οποίος δεν περιείχε διάταξη ρυθμίζουσα την περίπτωση κατά την οποία ο μεταποιητής έχει παραλάβει το προϊόν χωρίς να καταβάλει την ελάχιστη τιμή στον παραγωγό, καλύφθηκε, κατά την άποψη της Ελληνικής Κυβερνήσεως, από το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) 449/2001 της Επιτροπής, της 2ας Μαρτίου 2001, σχετικά με λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού 2201/96 του Συμβουλίου όσον αφορά το καθεστώς ενίσχυσης στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά (ΕΕ L 64, σ. 16), ο οποίος προβλέπει την καταβολή της ενισχύσεως στους παραγωγούς.

91     Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού (ΕΚ) 729/70 καθώς και το έγγραφο VI/5330/97 εξαρτούν την επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως από την πρόκληση ζημίας στην Κοινότητα λόγω της καταβολής της ενισχύσεως σε μη δικαιούχο. Ωστόσο, εν προκειμένω, η Ελληνική Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι δεν εβλάβη οικονομικώς το ΕΓΤΠΕ, καθόσον το ίδιο ποσό ενισχύσεως θα είχε, κατά πάσα περίπτωση, καταβληθεί στον μεταποιητή. Υπό τις περιστάσεις αυτές, και δεδομένου ότι οι ελληνικές αρχές ενήργησαν προς εξυπηρέτηση των σκοπών του κανονισμού 2201/96, η δημοσιονομική διόρθωση δεν είναι δικαιολογημένη.

92     Όσον αφορά τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η Ελληνική Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι, όπως προκύπτει από το έγγραφο της Επιτροπής της 12ης Ιουνίου 2003, οι απευθείας πληρωμές προς τους προμηθευτές της ΒΙΟΚΑΝ ΑΕ ανέρχονται σε 365 577,25 ευρώ και όχι σε 647 594,75 ευρώ. Από το ίδιο έγγραφο συνάγεται ότι το συνολικό ποσό των 647 594,75 ευρώ προκύπτει από τον συνυπολογισμό και του ποσού που καταβλήθηκε στους προμηθευτές της εταιρίας ΒΙΟΠΑΚ ΑΕ (282 017,50 ευρώ). Όμως, το έγγραφο της Επιτροπής της 27ης Μαΐου 2002, το οποίο επέχει θέση ανακοινώσεως κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1663/95, καθώς και η συνοπτική έκθεση, αναφέρονται αποκλειστικά στις πληρωμές προς τους προμηθευτές της ΒΙΟΚΑΝ ΑΕ. Επομένως, η διόρθωση πρέπει να περιοριστεί στο ποσό που καταβλήθηκε στους προμηθευτές της τελευταίας αυτής εταιρίας, καθόσον δεν παρασχέθηκε στην Ελληνική Δημοκρατία η δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματα άμυνάς της όσον αφορά τις πληρωμές προς τους προμηθευτές της εταιρίας ΒΙΟΠΑΚ ΑΕ.

93     Η Επιτροπή απαντά, καταρχάς, στους ισχυρισμούς περί του ακριβούς ποσού της επίδικης δημοσιονομικής διορθώσεως, διευκρινίζοντας ότι το ποσό που μνημονεύεται στη συνοπτική έκθεση (647 594,75 ευρώ) δεν αφορά μόνον το ποσό που καταβλήθηκε στους προμηθευτές της ΒΙΟΚΑΝ ΑΕ, αλλά και το ποσό που καταβλήθηκε στους προμηθευτές της ΒΙΟΠΑΚ ΑΕ, η επωνυμία της οποίας εκ παραδρομής δεν μνημονεύθηκε ρητώς, λόγω της ομοιότητας των δύο επωνυμιών. Εξάλλου, η ίδια η Ελληνική Κυβέρνηση συνάντησε δυσκολίες κατά τον προσδιορισμό της τελευταίας αυτής επιχειρήσεως, καθόσον στο δικόγραφο της προσφυγής την αναφέρει ως ΒΙΟΚΑΠ ΑΕ. Η περίσταση αυτή δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, εφόσον, πρώτον, οι ελληνικές αρχές ανέπτυξαν λυσιτελώς τα επιχειρήματά τους, δεύτερον, το μνημονευόμενο ποσό αφορά τις παραδόσεις που πραγματοποιήθηκαν προς αμφότερες τις εταιρίες, τρίτον, οι ελληνικές αρχές δεν είχαν αμφιβολίες ως προς την ταυτότητα των μεταποιητικών εταιριών των οποίων η συμπεριφορά υπήρξε η αιτία των απευθείας πληρωμών στους παραγωγούς και, τέταρτον, οι πληρωμές αυτές ήταν, εν πάση περιπτώσει, παράνομες.

94     Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο της επιχειρηματολογίας της Ελληνικής Κυβερνήσεως όσον αφορά την καταβολή της ενισχύσεως στους παραγωγούς, θεωρώντας άστοχη την παραπομπή, ως προς το θέμα αυτό, στον κανονισμό 449/2001. Κατά την Επιτροπή, ο κανονισμός αυτός επέφερε γενικές τροποποιήσεις στο κοινοτικό σύστημα ελέγχου και, εν πάση περιπτώσει, δεν είχε εφαρμογή κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών. Επιπλέον, η Επιτροπή φρονεί ότι ο κανονισμός 2201/96 δεν περιέχει κενό όσον αφορά την επίδικη περίπτωση, καθόσον η αίτηση που υποβάλλεται από μεταποιητή ο οποίος δεν αποδεικνύει ότι έχει καταβάλει στον (στους) παραγωγό (-ους) την ελάχιστη τιμή είναι απορριπτέα ανεξαρτήτως της αιτίας της μη καταβολής της τιμής αυτής. Στους παραγωγούς που δεν εισέπραξαν την ελάχιστη τιμή εναπόκειται να στραφούν κατά των μεταποιητών και να επιδιώξουν την εξόφληση των απαιτήσεών τους. Εξάλλου, η Επιτροπή θεωρεί ότι το ΕΓΤΠΕ υπέστη οικονομική ζημία, καθόσον, αφενός, τα ποσά της ενισχύσεως καταβλήθηκαν σε πρόσωπα διαφορετικά από τους δικαιούχους που ορίζει ο κανονισμός 2201/96 και, αφετέρου, η προϋπόθεση της καταβολής της ελάχιστης τιμής καθώς και οι διαδικασίες ελέγχου δεν τηρήθηκαν.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

–       Επί του πρώτου και του δευτέρου λόγου ακυρώσεως

95     Σύμφωνα με τη διευκρίνιση που παρέσχε η Ελληνική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και την οποία δεν αμφισβήτησε η Επιτροπή, τα ποσά που καταβλήθηκαν απευθείας στους παραγωγούς αντιστοιχούσαν στην ενίσχυση στην παραγωγή και όχι στην ελάχιστη τιμή. Πράγματι, από τη δικογραφία δεν προκύπτει σαφώς αν οι ελληνικές αρχές κατέβαλαν απευθείας στους παραγωγούς μόνον την ενίσχυση στην παραγωγή (ύψους 6,065 ECU ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους, για τα ροδάκινα σε σιρόπι ή/και φυσικό χυμό φρούτου), την οποία προβλέπει το άρθρο 1 του κανονισμού 1733/98, ή το σύνολο της ελάχιστης τιμής (30,768 ECU ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους, κατά την έξοδο από τη γεωργική εκμετάλλευση, για τα ροδάκινα που προορίζονται για παρασκευή ροδακίνων σε σιρόπι και/ή σε φυσικό χυμό φρούτων).

96     Το επιχείρημα ότι οι ελληνικές αρχές κάλυψαν, σύμφωνα με την αρχή της χρηστής διοικήσεως, κενό του κανονισμού 2201/96, το οποίο διορθώθηκε αργότερα με τον κανονισμό 449/2001, δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

97     Πράγματι, ο κανονισμός 2201/96 καθιέρωσε ένα σύστημα ενισχύσεως στην παραγωγή το οποίο περιλαμβάνει δύο σκέλη, το πρώτο εκ των οποίων συνίστατο στη θέσπιση ελάχιστης τιμής υπέρ των παραγωγών, η οποία καταβαλλόταν από τους μεταποιητές για την αγορά της πρώτης ύλης. Το σύστημα αυτό απαιτούσε τη χορήγηση αντισταθμιστικής ενισχύσεως στον μεταποιητή σε αντάλλαγμα της εκ μέρους του καταβολής της ελάχιστης τιμής στον παραγωγό, πράγμα που αποτελούσε το δεύτερο σκέλος του συστήματος.

98     Ο κανονισμός 2699/2000 κατάργησε, από την περίοδο εμπορίας 2001/2002, το προγενέστερο σύστημα και το αντικατέστησε με μία μοναδική ενίσχυση καταβαλλόμενη από τους εθνικούς οργανισμούς απευθείας στους παραγωγούς, χωρίς να προβλέπει ενίσχυση υπέρ του μεταποιητικού τομέα, ο οποίος ήταν πλέον ελεύθερος να διαπραγματεύεται τις τιμές με τους παραγωγούς.

99     Τα ύψος της τελευταίας αυτής ενισχύσεως καθορίστηκε στα 47,70 ευρώ ανά τόνο ροδακίνων, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/96, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2699/2000. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, «[μ]ε την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 5, η ενίσχυση καταβάλλεται από τα κράτη μέλη στις οργανώσεις παραγωγών, μετά από αίτησή τους, μόλις οι αρχές ελέγχου του κράτους μέλους, στο οποίο έχει πραγματοποιηθεί η μεταποίηση, διαπιστώσουν ότι τα προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο των συμβάσεων έχουν παραδοθεί στη μεταποιητική βιομηχανία».

100   Επομένως, ο κανονισμός 449/2001, προβλέποντας, στο άρθρο 14, παράγραφος 4, ότι η ενίσχυση καταβάλλεται στις οργανώσεις παραγωγών ή στους μεταποιητές (στους τελευταίους όμως μόνον όσον αφορά τα αποξηραμένα σύκα και τα δαμάσκηνα που λαμβάνονται από δαμάσκηνα του είδους Ente), δεν κάλυψε κενό του κανονισμού 2201/96, όπως αυτός ίσχυε κατά την περίοδο εμπορίας 1998/1999, αλλ’ αντικατόπτριζε την τροποποίηση του συστήματος ενισχύσεως στην παραγωγή των ροδακίνων (και άλλων προϊόντων).

101   Όσον αφορά τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από την ανυπαρξία ζημίας του ΕΓΤΠΕ, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, αν η καταβολή της ελάχιστης τιμής δεν αποδεικνύεται από τον μεταποιητή, η αίτηση πληρωμής δεν είναι επιλέξιμη. Επιπλέον, ουδεμία διάταξη επιτρέπει την πληρωμή στους παραγωγούς αν ο μεταποιητής έχει παραλάβει το προϊόν χωρίς να καταβάλει την ελάχιστη τιμή στον παραγωγό. Πρέπει, συναφώς, να υπογραμμιστεί, αφενός, ότι η ενίσχυση στην παραγωγή δεν προοριζόταν για τους παραγωγούς (ως μέρος της ελάχιστης τιμής) και, αφετέρου, ότι οι μεταποιητές δεν λειτουργούσαν ως ενδιάμεσοι μεταξύ του οργανισμού παρεμβάσεως και των παραγωγών. Πράγματι, η βάση υπολογισμού της ενισχύσεως στην παραγωγή (6,065 ECU ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους, για τα ροδάκινα σε σιρόπι και/ή σε φυσικό χυμό φρούτων) είναι διαφορετική από εκείνη του υπολογισμού της ελάχιστης τιμής (30,768 ECU ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους κατά την έξοδο από τη γεωργική εκμετάλλευση). Πιο συγκεκριμένα, ενώ η τελευταία υπολογίζεται βάσει του καθαρού βάρους του προϊόντος που προορίζεται για μεταποίηση (πρώτη ύλη), η ενίσχυση στην παραγωγή υπολογίζεται βάσει του βάρους του μεταποιημένου προϊόντος. Έτσι, η ενίσχυση στην παραγωγή συνιστά απλώς κίνητρο για τους μεταποιητές προκειμένου να αγοράζουν το προϊόν που παράγεται εντός της Κοινότητας αντί του προερχομένου από τρίτες χώρες. Επιπλέον, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την Ελληνική Κυβέρνηση, το ποσό της ενισχύσεως στην παραγωγή, σαφώς κατώτερο της ελάχιστης τιμής, δεν εξασφαλίζει αποδεκτό επίπεδο εισοδήματος στους παραγωγούς, καθόσον ο ρόλος αυτός ανήκει στην ελάχιστη τιμή.

102   Επομένως, οι εν λόγω πληρωμές πραγματοποιήθηκαν σε πρόσωπα που δεν μπορούν να θεωρηθούν δικαιούχοι της ενισχύσεως στην παραγωγή, πράγμα που αποδεικνύει την ύπαρξη ζημίας για το ΕΓΤΠΕ. Κατά συνέπεια, οι δύο πρώτοι λόγοι ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν.

–       Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από το εσφαλμένο ποσό της δημοσιονομικής διορθώσεως

103   Όπως υπογραμμίζει η Ελληνική Κυβέρνηση, η Επιτροπή, με το έγγραφο της 27ης Μαΐου 2002 που επέχει θέση ανακοινώσεως κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95, αναφέρεται μόνο στις απευθείας πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν προς τους προμηθευτές της μεταποιητικής επιχειρήσεως ΒΙΟΚΑΝ ΑΕ και όχι προς εκείνους της ΒΙΟΠΑΚ ΑΕ. Οι πληρωμές προς τους προμηθευτές της πρώτης επιχειρήσεως ανέρχονταν σε 124 570 449 ελληνικές δραχμές (GRD), ήτοι περίπου σε 365 577,25 ευρώ. Οι απευθείας πληρωμές προς τη μεταποιητική επιχείρηση ΒΙΟΠΑΚ ΑΕ ανέρχονταν σε 96 097 461 GRD, ήτοι περίπου σε 282 017,49 ευρώ. Κατά συνέπεια, το σύνολο των απευθείας πληρωμών ανερχόταν σε 647 594,75 ευρώ περίπου.

104   Όπως προκύπτει από την προηγούμενη σκέψη, με το έγγραφο της 27ης Μαΐου 2002, η Επιτροπή αναφέρθηκε μόνο στην επιχείρηση ΒΙΟΚΑΝ ΑΕ, εκτιμώντας, ωστόσο, τις μη σύμφωνες προς τον κανονισμό 2201/96 πληρωμές σε 647 594,75 ευρώ. Στη συνέχεια, με το έγγραφο της 12ης Ιουνίου 2003, που επέχει θέση ανακοινώσεως κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95, η Επιτροπή αναφέρθηκε στις δύο μεταποιητικές επιχειρήσεις. Το έγγραφο αυτό συνοδευόταν από τη μνημονευθείσα στην προηγούμενη σκέψη ανάλυση, με λεπτομερή μνεία της οργανώσεως των προμηθευτών κάθε μεταποιητή.

105   Κατά τη διαδικασία συμβιβασμού, η Ελληνική Κυβέρνηση παρατήρησε ότι το ορθό ποσό της διορθώσεως ήταν 647 594,75 ευρώ και όχι 650 549,56. Στη συνοπτική έκθεση, η Επιτροπή παρέλειψε να αναφερθεί στη ΒΙΟΠΑΚ ΑΕ, ενώ η προταθείσα διόρθωση (650 549,56 ευρώ σύμφωνα με το σημείο B.2.8.3 της συνοπτικής εκθέσεως) περιελάμβανε, λαμβανομένων υπόψη των μνημονευθέντων στις ανωτέρω σκέψεις 103 και 104 στοιχείων, τα ποσά που είχαν καταβληθεί στους προμηθευτές της επιχειρήσεως αυτής.

106   Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να υιοθετούν καθαρώς φορμαλιστικές θέσεις όταν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι τα δικαιώματά τους έχουν πλήρως προστατευθεί (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Οκτωβρίου 2004, C‑153/01, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑9009, σκέψη 93).

107   Εν προκειμένω, είναι πρόδηλον ότι, ήδη από την έναρξη της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών, η Επιτροπή αναφέρθηκε στα ποσά που καταβλήθηκαν απευθείας στους προμηθευτές τόσο της ΒΙΟΚΑΝ ΑΕ όσο και της ΒΙΟΠΑΚ ΑΕ, δεδομένου ότι το μνημονευόμενο ποσό της διορθώσεως περιελάμβανε τις πληρωμές που είχαν διενεργήσει οι ελληνικές αρχές υπέρ των προμηθευτών αμφοτέρων των μεταποιητικών αυτών επιχειρήσεων. Το λάθος αυτό διορθώθηκε με την ανακοίνωση της 12ης Ιουνίου 2003, οπότε εξαλείφθηκε κάθε αβεβαιότητα και η Ελληνική Κυβέρνηση μπόρεσε να εκθέσει λυσιτελώς την άποψή της τόσον ενώπιον του συμβιβαστικού οργάνου όσο και ενώπιον του Πρωτοδικείου. Συνεπώς, η Ελληνική Κυβέρνηση ήταν σε θέση να διαπιστώσει ότι επρόκειτο για τυπογραφικό λάθος και, επομένως, το λάθος αυτό δεν είναι ικανό να θίξει τα δικαιώματα άμυνας της Ελληνικής Δημοκρατίας. Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

108   Ως εκ τούτου, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί κατά το μέτρο που αφορά τα μεταποιημένα προϊόντα με βάση τα οπωροκηπευτικά.

 Επί της ενισχύσεως στους απόρους

 Η κοινοτική νομοθεσία

109   Οι γενικοί κανόνες στον τομέα αυτόν θεσπίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3730/87 του Συμβουλίου, της 10ης Δεκεμβρίου 1987, που καθορίζει τους γενικούς κανόνες για την παροχή τροφίμων από τα αποθέματα παρέμβασης σε ορισμένους οργανισμούς με σκοπό τη διανομή τους στα πιο άπορα άτομα της Κοινότητας (ΕΕ L 352, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2535/95 του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995 (ΕΕ L 260, σ. 3).

110   Επιπλέον, το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3149/92 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 1992, περί λεπτομερών κανόνων για τη χορήγηση τροφίμων προερχόμενων από τα αποθέματα παρέμβασης στους απόρους της Κοινότητας (ΕΕ L 313, σ. 50), ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το αργότερο στις 31 Μαΐου:

[…]

γ)      τα κριτήρια επιλογής των δικαιούχων·

[…]».

111   Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 3149/92, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 267/96 της Επιτροπής, της 13ης Φεβρουαρίου 1996 (ΕΕ L 36, σ. 2), «[η] Επιτροπή θεσπίζει κάθε έτος πριν από την 1η Οκτωβρίου ετήσιο σχέδιο διανομής τροφίμων στους απόρους, με κατανομή ανά κράτος μέλος».

112   Το άρθρο 9 του κανονισμού 3149/92, όπως τροποποιήθηκε με τους κανονισμούς (ΕΚ) 2826/93 της Επιτροπής, της 15ης Οκτωβρίου 1993 (ΕΕ L 258, σ. 11), και 267/96, ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλες τις αναγκαίες διατάξεις προκειμένου:

–       τα προϊόντα παρέμβασης και ενδεχομένως οι ενισχύσεις για να ληφθούν από την αγορά χρησιμοποιούνται και προορίζονται για τους σκοπούς που προβλέπονται στο άρθρο 1 του κανονισμού […] 3730/87,

–       […],

–       οι φιλανθρωπικές οργανώσεις που έχουν ορισθεί για τη χορήγηση διατηρούν τα απαραίτητα λογιστικά και δικαιολογητικά έγγραφα και επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να έχουν πρόσβαση σ’ αυτά προκειμένου να είναι δυνατόν να πραγματοποιούν τους ελέγχους που κρίνουν αναγκαίους Οι επιτόπιοι έλεγχοι στους αρμόδιους οργανισμούς αφορούν τουλάχιστον το 5 % των δαπανών που διενεργήθηκαν βάσει του ετήσιου σχεδίου.

[…]»

 Η συνοπτική έκθεση

113   Από τις 16 έως τις 20 Οκτωβρίου 2000, οι υπηρεσίες της Επιτροπής πραγματοποίησαν στην Ελλάδα αποστολή ελέγχου όσον αφορά τη χορήγηση τροφίμων προερχομένων από τα αποθέματα παρεμβάσεως με σκοπό τη διανομή τους στους απόρους.

114   Η Επιτροπή πρότεινε αρχικά κατ’ αποκοπήν διόρθωση 5 % επί των δαπανών της Ελληνικής Δημοκρατίας όσον αφορά την εν λόγω επισιτιστική βοήθεια για τα οικονομικά έτη 1998/1999, 1999/2000 και 2000/2001, ήτοι διόρθωση ύψους 1 674 597 ευρώ. Η διόρθωση αυτή στηριζόταν, σύμφωνα με το σημείο B.4.1.3.5 της συνοπτικής εκθέσεως, στους εξής λόγους:

–       η υπουργική απόφαση που καθορίζει τις οργανώσεις που μπορούν να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα δωρεάν διανομής (κοινή υπουργική απόφαση 173200/97, ΦΕΚ B΄ 685/8.8.1997) αναφέρει εμμέσως και ασαφώς τους δικαιούχους της ενισχύσεως, χωρίς, εξάλλου, να θεσπίζει ως κριτήριο την απορία των δικαιούχων, πράγμα που συνιστά παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 3149/92 (βλ. ανωτέρω σκέψη 110)· επιπλέον, μια οργάνωση αρνήθηκε να αποκαλύψει την ταυτότητα των ατόμων που είχαν λάβει την ενίσχυση αυτή·

–       οι διασταυρωτικοί έλεγχοι τους οποίους διενήργησαν οι ελληνικές αρχές (μέσω τριμελών επιτροπών) δεν ήταν ικανοί να εξαλείψουν τον κίνδυνο χορηγήσεως διπλής ενισχύσεως, δεδομένου ότι αυτό απαιτεί μη αυτοματοποιημένη σύγκριση γραπτών καταλόγων, περιλαμβανουσών χιλιάδες ατόμων· επιπλέον, ο έλεγχος αποκάλυψε ότι ορισμένες οργανώσεις δεν είχαν υποβάλει ονομαστικούς καταλόγους ·

–       οι επιτόπιοι έλεγχοι τους οποίους πραγματοποίησε η Επιτροπή αποκάλυψαν ελλείψεις ως προς την ύπαρξη και την αξιοπιστία των λογιστικών και δικαιολογητικών εγγράφων που τηρούσαν οι φορείς υλοποιήσεως του προγράμματος, παραβάσεις ως προς την υποχρέωση υποβολής στη νομαρχία των ενυπόγραφων δελτίων αποστολής, άρνηση μιας οργανώσεως να γνωστοποιήσει την ταυτότητα των αποδεκτών της ενισχύσεως, ανεπάρκειες στους ελέγχους που διενεργούσαν οι νομαρχίες στους φορείς υλοποιήσεως και αβεβαιότητα ως προς τον αριθμό των δικαιούχων που δηλώθηκαν από τους φορείς αυτούς·

–       το Ελεγκτικό Συνέδριο παρατήρησε, κατά τον έλεγχό του στη διανομή βοείου κρέατος, ότι η κοινή υπουργική απόφαση 173200/97 δεν θέσπιζε ακριβή κριτήρια επιλεξιμότητας και ότι δεν είχε τηρηθεί διαφανής διαδικασία προκειμένου να εξακριβωθεί ότι οι πράγματι επιλεγέντες φορείς υλοποιήσεως ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις της κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως· σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο κίνδυνος χορηγήσεως διπλής ενισχύσεως δεν είχε εξαλειφθεί και ο αρχικός κατάλογος των δικαιούχων δεν ήταν αξιόπιστος λόγω της επανειλημμένης τροποποιήσεώς του· επιπλέον, η ίδια έρευνα κατέδειξε την ύπαρξη ανυπόγραφων δελτίων αποστολής (145, που αντιπροσωπεύουν 415 543 χιλιόγραμμα κρέατος) ή υπογεγραμμένων από το ίδιο άτομο (65, που αντιπροσωπεύουν 148 520 χιλιόγραμμα κρέατος), καθώς και υπερεκτίμηση του κόστους του κρέατος και των εξόδων μεταφοράς.

115   Το συμβιβαστικό όργανο διατύπωσε ορισμένες επιφυλάξεις οφειλόμενες στην ασάφεια της εφαρμοστέας ρυθμίσεως ως προς την έννοια του «δικαιούχου», υπογραμμίζοντας επίσης ότι η Επιτροπή μπορούσε να ζητήσει πληροφορίες από τα κράτη μέλη σχετικά με τα κριτήρια επιλεξιμότητας προτού εγκρίνει τα σχέδια που της υπέβαλαν τα κράτη αυτά. Κατόπιν των επιφυλάξεων αυτών, η Επιτροπή αναθεώρησε τη θέση της και περιόρισε την κατ’ αποκοπήν διόρθωση στο 2 % των δηλωθεισών δαπανών, ήτοι στα 669 839 ευρώ.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

116   Η Ελληνική Κυβέρνηση προβάλλει ένα λόγο ακυρώσεως ο οποίος περιλαμβάνει τρία σκέλη αντλούμενα, αντιστοίχως, από την εσφαλμένη ερμηνεία των άρθρων 1, 2 και 9 του κανονισμού 3149/92, εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και ανεπαρκή αιτιολογία.

117   Η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με τον κανονισμό 3149/92, στα κράτη μέλη εναπόκειται να ορίσουν την έννοια του απόρου και να καθορίσουν τα κριτήρια επιλεξιμότητας, καθόσον ο κοινοτικός νομοθέτης λαμβάνει υπόψη του ότι η έννοια αυτή διαφοροποιείται ανάλογα με τις πραγματικές, τοπικές και χρονικές συνθήκες. Υπό το πρίσμα αυτό, η επιλογή μιας φιλανθρωπικής οργανώσεως με σαφή καταστατικό σκοπό εμπεριέχει συγχρόνως και καθορισμό κριτηρίου επιλεξιμότητας, καθόσον ο εν λόγω καθορισμός συνδέεται στενά με τον καταστατικό σκοπό της οργανώσεως. Εξάλλου, εφόσον ο κανονισμός 3149/92 δεν προέβλεπε έγκριση των κριτηρίων επιλεξιμότητας εκ μέρους της κοινοτικής διοικήσεως, η κατά το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού έγκριση του σχεδίου διανομής από την Επιτροπή συνεπάγεται μη δυνατότητα αμφισβητήσεως των επιλογών των κρατών μελών όσον αφορά τις κατηγορίες των δικαιούχων, εκτός εάν συντρέχει περίπτωση πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως. Εν προκειμένω, στο μέτρο που οι οργανώσεις τις οποίες όρισαν οι ελληνικές αρχές (φιλανθρωπικές οργανώσεις, η εκκλησία μέσω των ιερών μητροπόλεών της, οργανώσεις πολύτεκνων οικογενειών με τουλάχιστον τέσσερα παιδιά, οργανώσεις επαναπατρισθέντων Ελλήνων κυρίως από την πρώην Σοβιετική Ένωση, οργανώσεις προστασίας των πληγέντων από θεομηνίες, κ.λπ.) υποστηρίζουν άτομα τα οποία, κατά την κοινή αντίληψη, αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στις στοιχειώδεις ανάγκες τους, η Ελληνική Δημοκρατία ενήργησε σύμφωνα με την υποχρέωση που υπείχε να καθιερώσει συγκεκριμένα κριτήρια επιλεξιμότητας, στα οποία συγκαταλέγεται η απορία του δικαιούχου. Εν πάση περιπτώσει, από τους ελέγχους δεν διαπιστώθηκε χορήγηση ενισχύσεως σε άτομα τα οποία δεν θα έπρεπε να χαρακτηριστούν άπορα ούτε ζημία του ΕΓΤΠΕ.

118   Όσον αφορά τον κίνδυνο χορηγήσεως διπλής ενισχύσεως, η Ελληνική Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι οι παρατηρήσεις της Επιτροπής σχετικά με την αποτελεσματικότητα του συστήματος των μη αυτοματοποιημένων διασταυρωτικών ελέγχων δεν βρίσκουν έρεισμα σε πραγματικές διαπιστώσεις, αλλά στηρίζονται σε υποθέσεις και αμφιβολίες. Εξάλλου, το συμβιβαστικό όργανο τόνισε ότι η κοινοτική νομοθεσία δεν απαγορεύει τη δυνατότητα πολλαπλής διανομής ενισχύσεων σε ορισμένους δικαιούχους λαμβανομένης υπόψη της απόλυτης ανάγκης στην οποία βρίσκονται τα άτομα αυτά, τα οποία διακρίνονται από τους συνήθεις δικαιούχους του ΕΓΤΠΕ.

119   Όσον αφορά τα ευρήματα των επιτοπίων ελέγχων, η Ελληνική Κυβέρνηση αναφέρει ότι οι φιλανθρωπικές οργανώσεις τηρούν λογιστικά βιβλία σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, οι δε σύλλογοι μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα διατηρούν τα απαιτούμενα λογιστικά παραστατικά, καθώς και αναλυτικούςς ονομαστικούς καταλόγους που επιτρέπουν να αποδειχθεί ότι οι δικαιούχοι παρέλαβαν τα διανεμηθέντα προϊόντα, όπως απαιτείται από το άρθρο 9 του κανονισμού 3149/92. Ως προς την επάρκεια των ελέγχων των νομαρχιών στους φορείς υλοποιήσεως, η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η Επιτροπή γενικεύει μεμονωμένες τυπικές παραλείψεις. Όσον αφορά την εκτίμηση του αριθμού των δικαιούχων, οι όποιες αριθμητικές διαφορές οφείλονται στις μεταβολές στους ονομαστικούςς καταλόγους κατά τη διάρκεια της περιόδου διανομής, μεταβολές οι οποίες επηρέασαν τον όγκο των προς διανομή αποθεμάτων. Έτσι, ορισμένες ποσότητες προϊόντων διανεμήθηκαν το επόμενο έτος.

120   Όσον αφορά την άρνηση της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης να κοινοποιήσει ονομαστικό κατάλογο των δικαιούχων, η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι πρόκειται για μεμονωμένη περίπτωση η οποία οφείλεται στην επιθυμία των δικαιούχων (λαθρομετανάστες, ναρκομανείς, περιθωριακά άτομα, κ.λπ.) να διατηρήσουν την ανωνυμία τους.

121   Όσον αφορά τις διαπιστώσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι έλεγχοι που διενεργούνται από τις τριμελείς νομαρχιακές επιτροπές είναι επαρκείς, λαμβανομένων, ιδίως, υπόψη των δικαιολογητικών που συνοδεύουν κάθε μεμονωμένη παράδοση. Όσον αφορά τις μεταβολές στον κατάλογο των δικαιούχων, η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι εν λόγω μεταβολές, που συνίσταντο στην προσθήκη νέων δικαιούχων, οφείλονταν στη σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών, η οποία οδήγησε ορισμένες οικογένειες να αρνηθούν το διανεμόμενο κρέας. Το πρόβλημα αυτό έχει λυθεί από το 1998.

122   Κατά την Ελληνική Κυβέρνηση, τα δελτία παραδόσεως (218 συνολικώς) που παρουσίαζαν, κατά την άποψη της Επιτροπής, ανωμαλίες είναι όλα υπογεγραμμένα από τον παραδόντα και τον δικαιούχο, πλην τριών περιπτώσεων που οφείλονται σε αβλεψία. Όσον αφορά τα ανυπόγραφα δελτία, οι ελληνικές αρχές τα απέστειλαν στη συνέχεια στο Ελεγκτικό Συνέδριο δεόντως υπογεγραμμένα, καθόσον αυτά που του είχαν δοθεί κατά τον επιτόπιο έλεγχο ήταν ακριβή αντίγραφα. Η Ελληνική Κυβέρνηση θεωρεί ότι οι υπόνοιες περί ανωμαλιών δεν δικαιολογούν δημοσιονομική διόρθωση, εκτός αν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για το ΕΓΤΠΕ, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Επιπλέον, η Επιτροπή κακώς διαπίστωσε υπερεκτίμηση των διανεμηθεισών ποσοτήτων κρέατος λόγω του ότι ο αριθμός των οικογενειών υπολειπόταν του αρχικώς υπολογισθέντος (575 αντί 800), καθόσον οι υπηρεσίες της δέχθηκαν ότι είχε διανεμηθεί το σύνολο της ποσότητας στους δικαιούχους (3,5 χιλιόγραμμα ανά άτομο για 2 252 άτομα).

123   Όσον αφορά τα κριτήρια επιλεξιμότητας, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η ιδιότητα του μέλους ενός πολιτιστικού λαογραφικού συλλόγου ή του πιστού μιας εκκλησίας δεν αρκεί, κατά τους κανονισμούς 3730/87 και 3149/92, για τον χαρακτηρισμό ενός ατόμου ως δικαιούχου της επίδικης ενισχύσεως. Ο σκοπός της κοινοποιήσεως των κριτηρίων επιλεξιμότητας έγκειται στην ανάγκη παροχής στην Επιτροπή της δυνατότητας εκ των προτέρων ελέγχου του συμβατού του προγράμματος διανομής με την ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία. Επιπλέον, η άρνηση μιας οργανώσεως να ανταποκριθεί στο αίτημα προσκομίσεως του καταλόγου των δικαιούχων καθιστά αδύνατο οποιονδήποτε έλεγχο. Άλλωστε, η υποχρέωση του κράτους μέλους να ανακοινώσει στην Επιτροπή τα κριτήρια επιλεξιμότητας σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 3149/92 (βλ. ανωτέρω σκέψη 110) δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εκπληρωθείσα με τη γνωστοποίηση των φορέων υλοποίησεως, δεδομένου ότι οι τελευταίοι δεν είναι οι αποδέκτες της ενισχύσεως. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, στο μέτρο που η σχετική υπουργική απόφαση δεν θεσπίζει ρητώς ως κριτήριο επιλεξιμότητας την απορία, υπάρχει κίνδυνος διανομής σε άτομα που δεν έχουν ανάγκη.

124   Όσον αφορά τον κίνδυνο χορηγήσεως διπλής ενισχύσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι είναι αδύνατος ο αποτελεσματικός διασταυρωτικός έλεγχος χιλιάδων ονομάτων που περιέχονται σε μη ηλεκτρονικούς καταλόγους. Η αναποτελεσματικότητα αυτή συνεπάγεται τον κίνδυνο χορηγήσεως πολλαπλής ενισχύσεως σε κάποιο άτομο λόγω της εγγραφής του σε πλείονες καταλόγους. Εξάλλου, οι επιθεωρήσεις κατέδειξαν ότι τέτοιος διασταυρωτικός έλεγχος δεν γίνεται. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι το επίδικο καθεστώς ενισχύσεων δεν αντικαθιστά τις εθνικές κοινωνικές παροχές, οπότε, αν είναι δυνατή η χορήγηση διπλής ενισχύσεως, αυτή δεν θα μπορούσε να στηρίζεται παρά στην κατάσταση απόλυτης ανάγκης στην οποία βρίσκονται ορισμένα άτομα. Επιπλέον, η διόρθωση ύψους 2 %, η οποία άλλωστε είναι η μικρότερη δυνατή διόρθωση, δεν προϋποθέτει την ύπαρξη συγκεκριμένης ζημίας για το ΕΓΤΠΕ, αλλά δικαιολογείται απλώς και μόνον από τον κίνδυνο οικονομικής ζημίας λόγω των ελλείψεων του συστήματος διανομής ή των ελέγχων.

125   Όσον αφορά τους επιτόπιους ελέγχους, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με την ισχύουσα εν προκειμένω ρύθμιση, οι έλεγχοι αυτοί είναι δειγματοληπτικοί. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα της Ελληνικής Κυβερνήσεως ότι η Επιτροπή συνάγει τα συμπεράσματά της από μεμονωμένα στοιχεία είναι αβάσιμο. Εξάλλου, οι ελλείψεις του λογιστικού συστήματος που διαπιστώθηκαν κατά τους επιτόπιους ελέγχους δικαιολογούν τη διόρθωση ύψους 2 % από πλευράς του εγγράφου VI/5330/97. Στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειται στο κράτος μέλος να αποδείξει ότι είναι δυνατός ο έλεγχος της χορηγήσεως της ενισχύσεως στους δικαιούχους.

126   Όσον αφορά την έρευνα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι παρατηρήσεις της Ελληνικής Κυβερνήσεως επιβεβαιώνουν τις αιτιάσεις της σχετικά με την τροποποίηση του καταλόγου των δικαιούχων και την ανεπάρκεια των παρασχεθέντων στοιχείων. Όσον αφορά τα ανυπόγραφα δελτία παραδόσεως και τα υπογεγραμμένα από το ίδιο άτομο, η Επιτροπή δηλώνει ότι δεν αντιλαμβάνεται πώς είναι δυνατόν τα μεν πρωτότυπα να είναι δεόντως υπογεγραμμένα ενώ τα ακριβή αντίγραφά τους που της παραδόθηκαν να μη φέρουν υπογραφή, ούτε το γιατί τα ακριβή αντίγραφα των 65 δελτίων έφεραν αρχικώς την υπογραφή του ίδιου ατόμου ενώ τα πρωτότυπα ήταν υπογεγραμμένα από διαφορετικούς δικαιούχους. Εν πάση περιπτώσει, οι περιστάσεις αυτές φανερώνουν την ύπαρξη κινδύνου οικονομικής ζημίας για το ΕΓΤΠΕ. Εξάλλου, η επιχειρηματολογία της Ελληνικής Κυβερνήσεως σχετικά με τον αριθμό των δικαιούχων της διανομής κρέατος δεν ανατρέπει την αιτίαση της Επιτροπής, δεδομένου ότι η αιτίαση αυτή θεμελιώνεται στον μικρότερο αριθμό δικαιούχων σε σχέση προς τον αριθμό των ατόμων για τα οποία ζητήθηκε η ενίσχυση.

127   Τέλος, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η αρχικώς προταθείσα δημοσιονομική διόρθωση ανερχόταν στο 5 % των δηλωθεισών δαπανών. Συνεπώς, λαμβάνοντας ακριβώς υπόψη τις ιδιαιτερότητες του συστήματος που θεσπίζουν οι κοινοτικοί κανονισμοί και την επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας η Επιτροπή αποφάσισε να εφαρμόσει μείωση 2 %.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

128   Όσον αφορά την ανακοίνωση των κριτηρίων επιλεξιμότητας των δικαιούχων, από το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 3149/92 προκύπτει ότι τα κράτη μέλη ανακοινώνουν, μεταξύ άλλων, τα κριτήρια αυτά στην Επιτροπή το αργότερο στις 31 Μαΐου κάθε έτους. Επιπλέον, κατά το άρθρο 1, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 3730/87 και το άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 3149/92, η Επιτροπή θεσπίζει, βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη, ετήσιο σχέδιο διανομής τροφίμων.

129   Όσον αφορά το επιχείρημα της Ελληνικής Κυβερνήσεως ότι η επιλογή μιας φιλανθρωπικής οργανώσεως με σαφή καταστατικό σκοπό ισοδυναμεί προς καθορισμό κριτηρίου επιλεξιμότητας, πρέπει να παρατηρηθεί, προκαταρκτικώς, ότι η κοινή υπουργική απόφαση 173200/97 που τιτλοφορείται «Θέσπιση συμπληρωματικών μέτρων για τη διαδικασία μεταφοράς και δωρεάν διανομή κρέατος στους απόρους» περιλαμβάνει ένα άρθρο 4 με τίτλο «Παράδοση του κρέατος σε δικαιούχους (φιλανθρωπικά ιδρύματα, κ.λπ.)», το οποίο καθορίζει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί κάθε οργάνωση. Ωστόσο, από την απόφαση αυτή δεν μπορούν να συναχθούν συγκεκριμένα κριτήρια επιλεξιμότητας, όπως αυτά που απαιτεί η Επιτροπή. Επιπλέον, η υπουργική αυτή απόφαση αφορά μόνον τη διανομή κρέατος. Η Ελληνική Δημοκρατία αντέδρασε στην απαίτηση της Επιτροπής δημοσιεύοντας την υπουργική απόφαση 290352/2002 (ΦΕΚ B΄ 1415/6.11.2002) με τίτλο «Καθορισμός κριτηρίων επιλεξιμότητας δικαιούχων δωρεάν διανομής τροφίμων από τα αποθέματα της παρέμβασης».

130   Ωστόσο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, αν η αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας συνεπάγεται, δυνάμει του άρθρου 10 ΕΚ, υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν κάθε μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίζει την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου, η ίδια αυτή αρχή επιβάλλει, ως εκ της φύσεώς της, στα κοινοτικά όργανα αμοιβαίες υποχρεώσεις ειλικρινούς συνεργασίας με τα κράτη μέλη (προμνησθείσα στη σκέψη 58 απόφαση Ιρλανδία κατά Επιτροπής, σκέψεις 71 και 72, και απόφαση της 4ης Μαρτίου 2004, C‑344/01, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑2081, σκέψη 79).

131   Πρέπει να υπογραμμιστεί, συναφώς, ότι, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2001 και της 25ης Φεβουαρίου 2003, στο πλαίσιο του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1663/95, οι κύριοι φορείς υλοποιήσεως, που γνωστοποιήθηκαν στην Επιτροπή προτού αυτή θεσπίσει κάθε ετήσιο εθνικό σχέδιο διανομής, ήταν οι φιλανθρωπικές οργανώσεις, η εκκλησία (μέσω των ιερών μητροπόλεών της), οι οργανώσεις πολυτέκνων οικογενειών με τουλάχιστον τέσσερα παιδιά και οι οργανώσεις επαναπατρισθέντων Ελλήνων από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Επιπλέον, με τα έγγραφα αυτά, η Επιτροπή αναφέρθηκε στις ad hoc υπουργικές αποφάσεις που αφορούσαν ειδικές ομάδες, όπως τους πληγέντες από θεομηνίες (σεισμούς, πυργκαγιές δασών, κ.λπ.).

132   Βάσει των παρασχεθεισών από τις ελληνικές αρχές πληροφοριών (βλ. ανωτέρω σκέψη 128), οι οποίες περιελάμβαναν στοιχεία σχετικά με το τι θεωρούσαν οι ελληνικές αρχές ως κριτήρια επιλεξιμότητας των δικαιούχων, η Επιτροπή θέσπισε τα ετήσια σχέδια διανομής για τα οικονομικά έτη 1998/1999, 1999/2000 και 2000/2001. Η Επιτροπή διέθετε, συνεπώς, πληροφορίες σχετικές με τους φορείς υλοποιήσεως, χωρίς ωστόσο να επισημάνει ελλείψεις ή να διατυπώσει επιφυλάξεις λόγω της μη ανακοινώσεως των κριτηρίων επιλεξιμότητας των τελικών δικαιούχων. Πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι, όπως υποστηρίζει η Ελληνική Κυβέρνηση, οι οργανισμοί που όρισαν οι ελληνικές αρχές προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, κατά την κοινή πείρα, σε απόρους. Όσον αφορά, ειδικότερα, την εκκλησία ως φορέα υλοποιήσεως, η Ελληνική Κυβέρνηση ορθώς αναφέρει ότι το εφαρμοζόμενο κριτήριο δεν είναι η ιδιότητα του «πιστού», αλλά η ιδιότητα του ατόμου που προδήλως στερείται μέσων επιβιώσεως.

133   Εξάλλου, όπως παρατήρησε το συμβιβαστικό όργανο, η ίδια η κοινοτική ρύθμιση είναι ασαφής, με αποτέλεσμα ο όρος «δικαιούχος» να μην έχει πάντοτε την ίδια έννοια. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 10 του κανονισμού 3149/92, όπως έχει τροποποιηθεί, αναφέρεται σε «δικαιούχους», ήτοι στους απόρους, και σε «τελικούς δικαιούχους», υπονοώντας τους φορείς υλοποιήσεως.

134   Η δυσκολία αυτή ήταν, συνεπώς, γνωστή στην Επιτροπή κατά τον χρόνο εξετάσεως των στοιχείων που διαβιβάστηκαν προς τον σκοπό της εγκρίσεως του σχεδίου διανομής. Ωστόσο, καίτοι είναι αληθές ότι η Επιτροπή όφειλε, σύμφωνα με την αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας, να προειδοποιήσει, κατά την εξέταση του ετησίου σχεδίου διανομής, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και να απαιτήσει την προσκόμιση συμπληρωματικών στοιχείων ως προς τα κριτήρια επιλεξιμότητας των δικαιούχων, δεν πρέπει να αγνοηθεί το ότι οι ελληνικές αρχές δεν ανταποκρίθηκαν, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, στις επιταγές της ισχύουσας νομοθεσίας (βλ. ανωτέρω σκέψεις 110 και 129). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έλαβε επαρκώς υπόψη της ελαφρυντικές περιστάσεις υπέρ της Ελληνικής Δημοκρατίας περιορίζοντας τον συντελεστή διορθώσεως στο 2 % (βλ. ανωτέρω σκέψη 115) και δεν υπέπεσε σε πλάνη εμμένοντας στην αιτίαση περί μη ανακοινώσεως των κριτηρίων επιλεξιμότητας των δικαιούχων.

135   Όσον αφορά τον κίνδυνο χορηγήσεως διπλής ενισχύσεως, από την ισχύουσα νομοθεσία δεν προκύπτει ότι η διπλή διανομή σε ορισμένα άτομα είναι εξ ορισμού αντίθετη προς τη νομοθεσία αυτή. Πράγματι, οι διανομές ενδέχεται να αφορούν διαφορετικά προϊόντα και η σώρευσή τους να συμβάλλει στην καλύτερη εκπλήρωση των στόχων του προγράμματος. Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι οι δικαιούχοι των διανομών αυτών είναι άτομα τα οποία καθημερινά αντιμετωπίζουν ουσιώδη προβλήματα επιβιώσεως. Ωστόσο, αν είναι αληθές ότι η χορήγηση διπλής ενισχύσεως δεν αντιβαίνει στις κοινοτικές διατάξεις, αυτή η χορήγηση διπλής ενισχύσεως πρέπει να πραγματοποιείται υπό έλεγχο και προς άτομα τα οποία τη χρειάζονται. Ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή ότι η χορήγηση διπλής ενισχύσεως πρέπει να υπαγορεύεται από τις ανάγκες του δικαιούχου και όχι να οφείλεται στις ελλείψεις των ελέγχων. Η Ελληνική Κυβέρνηση δεν μπόρεσε να ανατρέψει τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι υπήρχε κίνδυνος χορηγήσεως διπλής ενισχύσεως λόγω της διενέργειας των ελέγχων με βάση γραπτούς καταλόγους περιλαμβάνοντες χιλιάδες ονόματα, καθόσον η εκ μέρους των φιλανθρωπικών οργανώσεων προσκόμιση καταλόγων σε ηλεκτρονική μορφή επιβλήθηκε για πρώτη φορά με την υπουργική απόφαση 290352/2002. Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι τριμελείς επιτροπές δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν αποτελεσματικό έλεγχο.

136   Όσον αφορά την ανυπαρξία συγκεκριμένου παραδείγματος χορηγήσεως διπλής βοήθειας, την οποία επικαλείται η Ελληνική Κυβέρνηση, αρκεί να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατέθηκε ανωτέρω στη σκέψη 74, υποχρέωση της Επιτροπής είναι να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τη σοβαρή και εύλογη αμφιβολία που έχει όσον αφορά τους ελέγχους που πραγματοποίησαν οι εθνικές αρχές. Οι διαπιστώσεις της Επιτροπής αποτελούν αναντιρρήτως αποδεικτικά στοιχεία υπό την έννοια της νομολογίας αυτής.

137   Συναφώς, όσον αφορά τους επιτόπιους ελέγχους, πρέπει να υπομνησθεί ότι, από την πλευρά του, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν μπορεί να ανασκευάσει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής χωρίς να στηρίξει τους δικούς του ισχυρισμούς σε στοιχεία αποδεικνύοντα την ύπαρξη αξιόπιστου και λειτουργικού συστήματος ελέγχου. Εφόσον δεν επιτυγχάνει να αποδείξει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής δεν ευσταθούν, αυτές συνιστούν στοιχεία ικανά να γεννήσουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη κατάλληλου και αποτελεσματικού συνόλου μέτρων εποπτείας και ελέγχου (προμνησθείσα στη σκέψη 77 απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 35).

138   Η Ελληνική Κυβέρνηση περιορίζεται σε μια γενική αμφισβήτηση των αποτελεσμάτων των ελέγχων της Επιτροπής, υπογραμμίζοντας ότι οι φιλανθρωπικές οργανώσεις και οι μη κερδοσκοπικοί σύλλογοι τηρούν τα λογιστικά βιβλία που προβλέπει η εθνική νομοθεσία, καθώς και αναλυτικούς ονομαστικούς καταλόγους, προς απόδειξη της παραδόσεως των διανεμηθέντων προϊόντων στους τελικούς δικαιούχους, χωρίς, ωστόσο, να επικαλείται προς τούτο κανένα κατάλληλο αποδεικτικό στοιχείο. Η Ελληνική Κυβέρνηση παραπέμπει επίσης στο έγγραφο του ελληνικού Υπουργείου Γεωργίας της 22ας Ιουνίου 2001, το οποίο αναφέρεται στους ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν από το έτος 2000 και μετά, χωρίς να αμφισβητεί τις διαπιστώσεις της Επιτροπής. Είναι μεν αληθές ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να υιοθετήσει μια υπερβολικά αυστηρή στάση ως προς το θέμα του ελέγχου των φιλανθρωπικών δράσεων· πρέπει, ωστόσο, να υπομνησθεί ότι ο εν λόγω έλεγχος αποσκοπεί πρωτίστως στην προστασία των στόχων του προγράμματος της δωρεάν διανομής στους απόρους. Συνεπώς, το κράτος μέλος υποχρεούται να διαμορφώσει, στο πλαίσιο του άρθρου 9 του κανονισμού 3149/92, ένα λογιστικό σύστημα για τους φορείς υλοποιήσεως το οποίο να συνδυάζει τις επιταγές του απαραίτητου ελέγχου και την απλότητα που επιτρέπει την εύρυθμη διεξαγωγή των δράσεων που αναλαμβάνονται προς όφελος των φορέων αυτών και των δικαιούχων.

139   Όσον αφορά την άρνηση της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης να αποκαλύψει τα ονόματα των τελικών δικαιούχων, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, ακόμα και αν πρόκειται για ομάδες που εμφανίζουν ιδιαιτερότητες, η κοινοποίηση των ονομάτων τους σε μια δημόσια αρχή όπως η Επιτροπή, αποκλειστικά για τις ανάγκες του ελέγχου κατά την εκκαθάριση των λογαριασμών, χωρίς να χρειάζεται να αναφερθεί η προσωπική τους κατάσταση, δεν θίγει τα συμφέροντά τους.

140   Όσον αφορά τους ελέγχους στους φορείς υλοποιήσεως τους οποίους διενεργούν οι νομαρχίες, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής (απουσία υπογεγραμμένων εκθέσεων επιθεωρήσεως και δικαιολογητικών) δικαιολογούν την εφαρμοσθείσα διόρθωση, ιδίως καθόσον η Ελληνική Κυβέρνηση δεν αμφισβητεί το υποστατό των παραλείψεων αυτών αλλά υποστηρίζει ότι πρόκειται για μεμονωμένες περιπτώσεις. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως αξιόπιστου και λειτουργικού συστήματος ελέγχου.

141   Όσον αφορά την υπερεκτίμηση του αριθμού των δικαιούχων, ακόμα και αν υποτεθεί ότι, όπως ισχυρίζεται η Ελληνική Κυβέρνηση, οι αριθμητικές αποκλίσεις οφείλονται σε τροποποιήσεις των ονομαστικών καταλόγων κατά τη διάρκεια της διανομής, η κατάσταση αυτή πρέπει να εμφαίνεται στα λογιστικά βιβλία που έχουν αποδεικτική ισχύ. Επειδή αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω, η Επιτροπή ορθώς εφάρμοσε την επίδικη διόρθωση.

142   Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Ελληνική Κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να ανατρέψει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής ως προς τις ελλείψεις των επιτοπίων ελέγχων.

143   Όσον αφορά τον κίνδυνο χορηγήσεως διπλής ενισχύσεως, που επίσης διαπιστώθηκε με την έρευνα του Ελεγκτικού Συνεδρίου όσον αφορά τη διανομή κρέατος το 1997, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι διαδοχικές τροποποιήσεις του καταλόγου των δικαιούχων οφείλονταν στην άρνηση ορισμένων αρχικών δικαιούχων να παραλάβουν την προβλεπόμενη ποσότητα κρέατος λόγω της τότε εξαπλουμένης σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η Ελληνική Κυβέρνηση δεν επικαλέστηκε κανένα στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται ότι, παρά τις τροποποιήσεις αυτές, εξακολουθούσε να είναι δυνατός ο αξιόπιστος έλεγχος της διανομής τροφίμων.

144   Όσον αφορά τα ανυπόγραφα ή τα υπογεγραμμένα από το ίδιο άτομο δελτία αποστολής, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, έστω και αν η Επιτροπή δεν απάντησε ειδικά στον ισχυρισμό ότι, στην πραγματικότητα, μόνον τρία δελτία δεν ήταν υπογεγραμμένα, η Ελληνική Κυβέρνηση δεν εξήγησε επαρκώς τον λόγο για τον οποίο τα ακριβή αντίγραφα των δελτίων έφεραν την υπογραφή του ίδιου ατόμου ενώ τα πρωτότυπα έφεραν διαφορετικές υπογραφές.

145   Όσον αφορά τη διανομή του κρέατος σε οικογένειες Ελλήνων επαναπατρισθέντων από την πρώην Σοβιετική Ένωση, αρκεί η παρατήρηση ότι, ακόμα και αν το σύνολο της ποσότητας διανεμήθηκε, ο αριθμός των οικογενειών στις οποίες διανεμήθηκε τελικά κρέας (575) είναι σαφώς κατώτερος του αριθμού για τον οποίο είχε ζητηθεί η ενίσχυση (800). Επομένως, η Επιτροπή ορθώς παρατήρησε ότι αυτό οδήγησε σε υπερεκτίμηση του κόστους του κρέατος και των μεταφορικών. Η επιχειρηματολογία της εν λόγω κυβερνήσεως είναι, κατά συνέπεια, απορριπτέα.

146   Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί το σύνολο των αιτιάσεων που αφορούν τις δημοσιονομικές διορθώσεις για τους ελέγχους της ενισχύσεως στους απόρους.

 Επί του προγράμματος αναδιαρθρώσεως στον τομέα των οπωροκηπευτικών

 Η κοινοτική νομοθεσία

147   Το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3816/92 του Συμβουλίου, της 28ης Δεκεμβρίου 1992, για την κατάργηση, στον τομέα των οπωροκηπευτικών, του αντισταθμιστικού μηχανισμού στις συναλλαγές ανάμεσα στην Ισπανία και τα υπόλοιπα κράτη μέλη, καθώς και συναφή μέτρα (ΕΕ L 387, σ. 10), όπως έχει τροποποιηθεί, ορίζει τα ακόλουθα:

«1. Η Κοινότητα συμμετέχει στη χρηματοδότηση προγράμματος δράσεων που υποβάλλεται και υλοποιείται, αντίστοιχα, από τις γαλλικές, ιταλικές και ελληνικές αρχές για μια περίοδο τριών ετών το οποίο αποσκοπεί, για τον τομέα των νωπών οπωροκηπευτικών, στην αναδιάρθρωση του τομέα των οπωροκηπευτικών που πλήττονται περισσότερο από την κατάργηση των μεταβατικών μέτρων.

2. Το πρόγραμμα που προβλέπεται στην παράγραφο 1 υποβάλλεται στην Επιτροπή πριν από τις 31 Μαρτίου 1993 και εγκρίνεται από αυτήν πριν από την έναρξη της υλοποίησής του.

3. Η Κοινότητα συμμετέχει, με τη μορφή μέτρων παρέμβασης, στις δράσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1:

–       κατά 75 % των δαπανών στις οποίες υποβάλλονται τα κράτη μέλη για τις δράσεις αυτές,

–       κατά τη διάρκεια περιόδου τριών ετών από την έγκριση του προγράμματος,

–       μέχρι συνολικού ποσού 120,8 εκατομμυρίων ECU,

–       εφόσον δεν υπάρχουν συγχρόνως και άλλα κοινοτικά μέτρα υπέρ των εν λόγω δράσεων.

[...]»

 Η συνοπτική έκθεση

148   Από τις 17 έως τις 19 Ιουλίου 2001, οι υπηρεσίες της Επιτροπής πραγματοποίησαν στην Ελλάδα αποστολή ελέγχου όσον αφορά το πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως στον τομέα των οπωροκηπευτικών.

149   Σύμφωνα με το σημείο B.2.7.1 της συνοπτικής εκθέσεως, το ελληνικό πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως στον τομέα των οπωροκηπευτικών εγκρίθηκε με απόφαση της Επιτροπής της 23ης Οκτωβρίου 1995, η οποία κοινοποιήθηκε στο κράτος μέλος στις 25 Οκτωβρίου 1995. Επομένως, κατά την Επιτροπή, η προθεσμία του άρθρου 2, παράγραφος 3, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 3816/92 (στο εξής: τριετής προθεσμία) έληγε στις 25 Οκτωβρίου 1998. Μόνον οι δράσεις που ολοκληρώθηκαν πριν από τη λήξη της τριετούς προθεσμίας ήταν επιλέξιμες για κοινοτική χρηματοδότηση, έστω και αν η Επιτροπή δέχθηκε ότι οι πληρωμές για τις δράσεις αυτές μπορούσαν να πραγματοποιηθούν εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος μετά τη λήξη της προθεσμίας. Ως ημερομηνία λήξεως της τελευταίας αυτής προθεσμίας ορίστηκε η 25η Δεκεμβρίου 1999, ήτοι δεκατέσσερις μήνες μετά τη λήξη της τριετούς προθεσμίας. Επομένως, οι δαπάνες για δράσεις που ολοκληρώθηκαν μετά τις 25 Οκτωβρίου 1998 καθώς και οι δαπάνες για πληρωμές που διενεργήθηκαν μετά τις 25 Δεκεμβρίου 1999 αποκλείονταν από την κοινοτική χρηματοδότηση.

150   Οι σχετικές δαπάνες ήταν εκείνες που είχαν σχέση με την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, εκείνες που ήταν απαραίτητες για την κατασκευή μεθοριακών σταθμών και σταθμών απολυμάνσεως καθώς και οι δαπάνες για την κατασκευή του σταθμού έρευνας Βαρδάτων.

151   Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, περίπου το 82 % των ενεργειών εκριζώσεως και φυτεύσεως είχαν ανακοινωθεί ως ολοκληρωθείσες πριν από τη λήξη της τριετούς προθεσμίας. Αυτό το ποσοστό των ενεργειών μπορούσε, συνεπώς, να θεωρηθεί επιλέξιμο για κοινοτική χρηματοδότηση, υπό την προϋπόθεση ότι οι αντίστοιχες πληρωμές θα διενεργούνταν πριν από τις 26 Δεκεμβρίου 1999 (σημείο B.2.7.1.1).

152   Όσον αφορά τις πληρωμές για την κατασκευή μεθοριακών σταθμών και σταθμών απολυμάνσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, από τους δέκα μεθοριακούς σταθμούς που είχαν προγραμματιστεί, κατασκευάστηκαν εντός της τριετούς προθεσμίας τέσσερις. Ωστόσο, κανένα από τα κτίρια δεν είχε τεθεί σε λειτουργία εντός της προθεσμίας αυτής (σημείο B.2.7.1.2).

153   Τέλος, οι εργασίες εγκαταστάσεως του σταθμού έρευνας Βαρδάτων είχαν εν μέρει μόνον εκτελεστεί κατά τη λήξη της τριετούς προθεσμίας. Οι περισσότερες εργασίες κατασκευής και οι αγορές του ελλείποντος εξοπλισμού πραγματοποιήθηκαν μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής (σημείο B.2.7.1.3).

 Επιχειρήματα των διαδίκων

154   Η Ελληνική Κυβέρνηση προβάλλει ένα λόγο ακυρώσεως που περιλαμβάνει τρία σκέλη, αντλούμενα, αντιστοίχως, από εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 2 του κανονισμού 3816/92, πεπλανημένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

155   Η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η μη πρόβλεψη καταληκτικής ημερομηνίας για την κοινοτική χρηματοδότηση με τον κανονισμό 3816/92, η μη πρόβλεψη καταληκτικής ημερομηνίας για την υποβολή του προγράμματος από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος καθώς και η μη πρόβλεψη ημερομηνίας για την έγκρισή του συνεπάγονται ότι η τριετής προθεσμία δεν θα πρέπει να θεωρείται αποκλειστική. Επομένως, η παρέλευση της προθεσμίας αυτής δεν θα πρέπει να συνεπάγεται απώλεια δικαιωμάτων. Ως εκ τούτου, η υπέρβαση της τριετούς προθεσμίας κατά ένα εύλογο χρονικό διάστημα δεν δικαιολογεί δημοσιονομική διόρθωση. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από την ελευθερία την οποία αναγνωρίζει στα κράτη μέλη η εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση όσον αφορά τον χρόνο υποβολής του εθνικού προγράμματος στην Επιτροπή προς έγκριση.

156   Εξάλλου, ακόμα και αν η τριετής προθεσμία θεωρηθεί ως αποκλειστική, επιβάλλεται η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, ώστε να παραταθεί η προθεσμία υλοποιήσεως του προγράμματος κατά δέκα έως δώδεκα μήνες, λαμβανομένων υπόψη του σύνθετου και πολύπλοκου χαρακτήρα και του βαθμού ολοκληρώσεως των υλοποιηθέντων προγραμμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, οι διορθώσεις που αφορούν την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών και τους τέσσερις μεθοριακούς σταθμούς συνιστούν παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Επιπλέον, οι ελληνικές αρχές ενημέρωσαν εγκαίρως την Επιτροπή και ζήτησαν μικρή παράταση της προθεσμίας υλοποιήσεως του προγράμματος. Κατά την Ελληνική Κυβέρνηση, πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι, αν ένα έργο ολοκληρώθηκε μεν εμπροθέσμως, οι διοικητικοί, όμως, έλεγχοι και η πληρωμή πραγματοποιήθηκαν αργότερα, δεν συντρέχει περίπτωση υπερβάσεως της εν λόγω προθεσμίας. Εν πάση περιπτώσει, κακώς η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο σταθμός έρευνας Βαρδάτων είχε εν μέρει μόνον κατασκευαστεί, καθόσον οι ελληνικές αρχές είχαν ήδη αρχίσει να τον χρησιμοποιούν για το πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως (δοκιμές διασταυρώσεων διαφόρων ποικιλιών καρυδιάς, ποιοτικές αναλύσεις καρυδιών, κ.λπ.). Εξάλλου, η χρηματοδότηση των μεθοριακών σταθμών εξαρτήθηκε από την κατασκευή των σταθμών αυτών και όχι από τη λειτουργία τους, πράγμα που συνεπάγεται ότι ο αποκλεισμός των δαπανών για τους τέσσερις μεθοριακούς σταθμούς, το απεντομωτήριο στο Κατάκωλο και τον σταθμό έρευνας Βαρδάτων είναι παράνομος.

157   Τέλος, η Ελληνική Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι οι απαιτήσεις υλοποιήσεως ενός προγράμματος πρέπει να λαμβάνουν υπόψη και άλλες περιστάσεις, όπως, π.χ., το ότι η σπορά και η φύτευση των οπωροκηπευτικών δεν μπορούν να γίνουν τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο λόγω των κλιματολογικών συνθηκών. Συνεπώς, οι ενέργειες αυτές έπρεπε να επιτραπούν για ένα εύλογο χρονικό διάστημα μετά τον Σεπτέμβριο του 1998.

158   Η Επιτροπή δεν δέχεται την ερμηνεία σύμφωνα με την οποία η τριετής προθεσμία είναι ενδεικτική. Υποστηρίζει συναφώς ότι πρόκειται για αποκλειστική προθεσμία εντός της οποίας έπρεπε να ολοκληρωθούν οι εγκριθείσες δράσεις και ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι η κοινοτική χρηματοδότηση δεν είχε καταληκτική ημερομηνία.

159   Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, η αρχή της αναλογικότητας δεν παραβιάστηκε με την εφαρμογή διορθώσεως 18 % όσον αφορά το πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως των καλλιεργειών, εφόσον πρόκειται για το ακριβές ποσοστό των δράσεων που δεν ολοκληρώθηκαν εντός της τριετούς προθεσμίας. Όσον αφορά τις κλιματολογικές συνθήκες τις οποίες επικαλείται η Ελληνική Κυβέρνηση, η Επιτροπή θεωρεί ότι, εφόσον η διάρκεια του προγράμματος ήταν τριετής (τρεις περίοδοι σποράς), η επιχειρηματολογία της Ελληνικής Κυβερνήσεως στερείται ερείσματος.

160   Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού 3816/92, η Κοινότητα χρηματοδοτεί δράσεις οι οποίες δεν περιορίζονται μόνο στην κατασκευή κτιρίων ή την αγορά εξοπλισμού. Κατά την Επιτροπή, το ΕΓΤΠΕ χρηματοδοτεί την κατασκευή κτιρίων εφόσον αυτά είναι είναι ικανά να εξυπηρετήσουν, εντός της τριετούς προθεσμίας, τις δράσεις του εγκριθέντος προγράμματος. Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία βρισκόταν σε απόλυτη αδυναμία να υλοποιήσει το πρόγραμμα, η Επιτροπή δεν είχε αρμοδιότητα να παρατείνει την τριετή προθεσμία.

161   Όσον αφορά τον σταθμό έρευνας Βαρδάτων, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι εργασίες εγκαταστάσεως είχαν εν μέρει μόνον εκτελεστεί στις 22 Οκτωβρίου 1998. Οι περισσότερες εργασίες και η αγορά εξοπλισμού (πλην δύο εκ των προβλεπομένων στοιχείων) έγιναν μετά την ημερομηνία αυτή, η δε πραγματοποίηση ορισμένων δοκιμών και αναλύσεων δεν είναι ικανή να μεταβάλει την εκτίμηση αυτή.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

162   Όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2 του κανονισμού 3816/92, η Ελληνική Κυβέρνηση δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι η τριετής προθεσμία έχει ενδεικτικό χαρακτήρα. Πράγματι, είναι μεν αληθές ότι η αφετηρία της προθεσμίας αυτής δεν καθορίζεται από τον κανονισμό 3816/92 υπό μορφή συγκεκριμένης ημερομηνίας· ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερη παύλα, του ίδιου κανονισμού, η τριετής προθεσμία αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία εγκρίσεως του προγράμματος εκ μέρους της Επιτροπής. Κατά συνέπεια, μόλις εγκριθεί κάθε εθνικό πρόγραμμα, καθίσταται βεβαία η ημερομηνία λήξεως της τριετούς προθεσμίας.

163   Επιπλέον, δεδομένου ότι το εθνικό πρόγραμμα έπρεπε να υποβληθεί στην Επιτροπή προς έγκριση πριν από τις 31 Μαρτίου 1993, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 3816/92, ο κοινοτικός νομοθέτης περιόρισε το περιθώριο διακριτικής ευχέρειας των συμμετεχόντων κρατών μελών ως προς το χρονικό διάστημα που διαθέτουν προκειμένου να υποβάλουν το πρόγραμμα στην Επιτροπή προς έγκριση. Επομένως, το πρώτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

164   Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας λόγω της εφαρμογής διορθώσεως 18 % για τη μη ολοκλήρωση του προγράμματος αναδιαρθρώσεως των καλλιεργειών, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο αποκλειστικός χαρακτήρας της τριετούς προθεσμίας δεν επιτρέπει την παράτασή της, ιδίως υπό την κάλυψη ασαφών εξηγήσεων όπως ο σύνθετος χαρακτήρας του προγράμματος ή η αναγκαιότητα ελέγχων. Εξάλλου, τα περισσότερα διαρθρωτικής φύσεως προγράμματα στον γεωργικό τομέα εμφανίζουν ορισμένη πολυπλοκότητα, η δε αποδοχή αυτής της απόψεως θα έθιγε τον σκοπό που επιδιώκεται με τον καθορισμό προθεσμιών. Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας όταν πρόκειται για δράσεις που υλοποιούνται μετά τη λήξη της τριετούς προθεσμίας. Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο όσον αφορά τις πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν μετά τη λήξη της πρόσθετης δεκατετράμηνης προθεσμίας, η οποία χορηγήθηκε μετά την εκπνοή της τριετούς προθεσμίας προκειμένου να μπορέσουν οι εθνικές αρχές να διενεργήσουν τους απαραίτητους ελέγχους και τις συναφείς πληρωμές.

165   Όσον αφορά το ποσοστό της διορθώσεως (18 %), αρκεί η παρατήρηση ότι το ποσοστό αυτό ισούται με το ποσοστό των μη υλοποιηθεισών δράσεων εκριζώσεως και αναφυτεύσεως. Συνεπώς, η αιτίαση που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας δεν μπορεί να γίνει δεκτή (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα στη σκέψη 77 απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 113). Η ίδια λύση επιβάλλεται και στο μέτρο που η αιτίαση αυτή αφορά τη διόρθωση που εφαρμόστηκε για τους τέσσερις μεθοριακούς σταθμούς, καθόσον οι σταθμοί αυτοί κατασκευάστηκαν μεν αλλά δεν τέθηκαν σε λειτουργία εντός της τριετούς προθεσμίας.

166   Όσον αφορά το γεγονός ότι οι ελληνικές αρχές πληροφόρησαν την Επιτροπή σχετικά με την προβλεπόμενη καθυστέρηση και ζήτησαν παράταση έως τα τέλη του 2000, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα αυτό με έγγραφο της 15ης Ιουλίου 1999 και ενέμεινε στη θέση αυτή καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθαρίσεως, όπως πιστοποιούν τα έγγραφα της Επιτροπής της 22ας Φεβρουαρίου 2001 και της 25ης Μαρτίου 2003, τα οποία εστάλησαν στο πλαίσιο του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1663/95.

167   Όσον αφορά το επιχείρημα περί αδυναμίας, για γεωπονικής φύσεως λόγους, πραγματοποιήσεως της σποράς και της φυτεύσεως οπωροκηπευτικών τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, πράγμα που επέβαλλε εύλογη παράταση της τριετούς προθεσμίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τον κανονισμό 3816/92, η χρηματοδοτική συμμετοχή της Κοινότητας περιορίζεται σε τρία έτη από την ημερομηνία εγκρίσεως του εθνικού προγράμματος. Ο περιορισμός αυτός είναι γενικός και δεν ποικίλλει αναλόγως των τυχόν ιδιαιτεροτήτων των διαφόρων γεωργικών τομέων που καλύπτονται από τις δράσεις κάθε προγράμματος. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το επιχείρημα της Ελληνικής Κυβερνήσεως είναι απορριπτέο.

168   Όσον αφορά την κατασκευή και λειτουργία των μεθοριακών σταθμών, αρκεί η παρατήρηση ότι ο κανονισμός 3816/92 αναφέρεται σε πρόγραμμα δράσεως που υποβάλλεται και υλοποιείται εντός χρονικού διαστήματος τριών ετών. Η έννοια του προγράμματος «που υλοποιείται», στον βαθμό που αφορά μονάδες επεξεργασίας, ελέγχου ή έρευνας επί γεωργικών ειδών, παραπέμπει σε έργα που έχουν τεθεί σε λειτουργία και όχι απλώς σε έργα τα οποία έχουν εν μέρει ή εν όλω κατασκευαστεί. Πράγματι, η εκ μέρους του ΕΓΤΠΕ χρηματοδότηση έργων που δεν έχουν τεθεί σε λειτουργία θα το εξέθετε σε δυσανάλογο κίνδυνο, ελλείψει οποιασδήποτε εγγυήσεως όσον αφορά τη λειτουργία τους στο εγγύς μέλλον. Ως εκ τούτου, η επιχειρηματολογία της Ελληνικής Κυβερνήσεως, σύμφωνα με την οποία οποιοδήποτε έργο έχει κατασκευαστεί παρέχει δικαίωμα σε κοινοτική χρηματοδότηση, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

169   Τέλος, όσον αφορά τον σταθμό έρευνας Βαρδάτων, από το έγγραφο του ελληνικού Υπουργείου Γεωργίας, στο οποίο παραπέμπει η Ελληνική Κυβέρνηση, προκύπτει ότι, έστω και αν είχαν πραγματοποιηθεί ορισμένες δοκιμαστικές διασταυρώσεις ποικιλιών καρυδιάς και ποιοτικές αναλύσεις καρυδιών, το έργο αυτό δεν τέθηκε σε λειτουργία εντός της τριετούς προθεσμίας. Γι’ αυτόν, εξάλλου, τον λόγο οι ελληνικές αρχές ζήτησαν παράταση της προθεσμίας έως τις 31 Οκτωβρίου 2000, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε από την Επιτροπή.

170   Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως που αφορά το πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως στον τομέα των οπωροκηπευτικών πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Ως προς την κατά χρόνο αρμοδιότητα της Επιτροπής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

171   Η Ελληνική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού 729/70 και το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1258/1999, η απόρριψη χρηματοδοτήσεως δεν μπορεί να αφορά δαπάνες προγενέστερες του τελευταίου εικοσιτετραμήνου πριν από την εκ μέρους της Επιτροπής γραπτή ανακοίνωση προς το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος των αποτελεσμάτων των ελέγχων της. Επιπλέον, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95, προ της τροποποιήσεώς του από το άρθρο 1, σημείο 3, του κανονισμού 2245/1999, σε περίπτωση που, κατόπιν έρευνας, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι δαπάνες δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες, ανακοινώνει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος τις διαπιστώσεις της και υποδεικνύει τα διορθωτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν για τη διασφάλιση της τηρήσεως των προαναφερθέντων κανόνων στο μέλλον, προβαίνει δε σε εκτίμηση των δαπανών που προτίθεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70, να αποκλείσει από την κοινοτική χρηματοδότηση. Ο κανονισμός 2245/1999, ο οποίος κατάργησε την υποχρέωση της Επιτροπής να περιλαμβάνει στην ανακοίνωση αυτή και εκτίμηση των δαπανών που πρέπει να αποκλειστούν, ισχύει, κατά την Ελληνική Κυβέρνηση, από το οικονομικό έτος 2000 και μετά, ήτοι για τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 30ής Οκτωβρίου 1999 και 15ης Οκτωβρίου 2000.

172   Κατά την Ελληνική Κυβέρνηση, αν η ανακοίνωση της Επιτροπής δεν πληροούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95, δεν μπορούσε να συνιστά γραπτή ανακοίνωση κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου ούτε να αποτελέσει αφετηρία της εικοσιτετράμηνης προθεσμίας που προβλέπουν οι κανονισμοί 729/70 και 1258/1999.

173   Στην υπό κρίση περίπτωση, στο πλαίσιο της δημόσιας αποθεματοποιήσεως ρυζιού, η κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95 ανακοίνωση απεστάλη στις 24 Ιουλίου 2001. Ωστόσο, η εκτίμηση των δαπανών που έπρεπε να αποκλειστούν και που αντιστοιχούσαν σε κατ’ αποκοπήν διόρθωση 5 % εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο από 3 Απριλίου 2003 έγγραφο της Επιτροπής, οπότε η τελευταία δεν μπορούσε να αποκλείσει από την κοινοτική χρηματοδότηση δαπάνες προγενέστερες της 3ης Απριλίου 2001.

174   Στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά, η κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95 ανακοίνωση απεστάλη στις 27 Μαΐου 2002 και αφορούσε μόνον τις πληρωμές προς τους προμηθευτές της ΒΙΟΚΑΝ ΑΕ, ενώ η εκτίμηση των δαπανών που έπρεπε να αποκλειστούν έγινε με το έγγραφο της Επιτροπής της 12ης Ιουνίου 2003, οπότε η δημοσιονομική διόρθωση δεν μπορούσε να επηρεάσει τα επίδικα ποσά, τα οποία καταβλήθηκαν στις 11 Οκτωβρίου 2000.

175   Όσον αφορά την ενίσχυση στους απόρους, η κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο του κανονισμού 1663/95 ανακοίνωση απεστάλη στις 20 Απριλίου 2001, ενώ η εκτίμηση των δαπανών που έπρεπε να αποκλειστούν έγινε για πρώτη φορά με το έγγραφο της Επιτροπής της 25ης Φεβρουαρίου 2003. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορούσε να αποκλείσει από την κοινοτική χρηματοδότηση δαπάνες προγενέστερες της 25ης Φεβρουαρίου 2001. Επικουρικώς, η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να αποκλείσει δαπάνες προγενέστερες της 28ης Φεβρουαρίου 1999, καθόσον η συνοπτική έκθεση αναφέρει στο σημείο B.4.1 ότι το κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1663/95 έγγραφο απεστάλη στις 28 Φεβρουαρίου 2001.

176   Όσον αφορά το πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως στον τομέα των οπωροκηπευτικών, η κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95 ανακοίνωση απεστάλη στις 22 Φεβρουαρίου 2001. Ωστόσο, η εκτίμηση των δαπανών που έπρεπε να αποκλειστούν περιελήφθη μόλις στο έγγραφο της Επιτροπής της 25ης Μαρτίου 2003. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορούσε νομίμως να αποκλείσει από την κοινοτική χρηματοδότηση δαπάνες προγενέστερες της 25ης Μαρτίου 2001.

177   Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 2245/1999, δεν είναι πλέον υποχρεωμένη να προβαίνει, με το κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95 έγγραφο, σε εκτίμηση των δαπανών που πρέπει να αποκλειστούν από την κοινοτική χρηματοδότηση. Η εκτίμηση αυτή γίνεται πλέον με το έγγραφο με το οποίο κοινοποιεί επισήμως τα συμπεράσματά της στο κράτος μέλος (άρθρο 1, σημείο 3, του εν λόγω κανονισμού). Ο κανονισμός αυτός ισχύει για όλες τις ανακοινώσεις κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95 που έγιναν μετά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του.

178   Από τα ανωτέρω προκύπτει, κατά την Επιτροπή, ότι δεν σημειώθηκε παράβαση των κανόνων που διέπουν την κατά χρόνον αρμοδιότητά της, καθόσον τα έγγραφα βάσει των οποίων πρέπει να υπολογιστεί η εικοσιτετράμηνη προθεσμία είναι τα ακόλουθα:

–       το έγγραφο της 24ης Ιουλίου 2001 όσον αφορά τη δημόσια αποθεματοποίηση ρυζιού·

–       το έγγραφο της 27ης Μαΐου 2002 όσον αφορά τα μεταποιημένα προϊόντα με βάση τα οπωροκηπευτικά·

–       το έγγραφο της 7ης Νοεμβρίου 2000 όσον αφορά την ενίσχυση στους απόρους·

–       το έγγραφο της 22ας Φεβρουαρίου 2001 όσον αφορά το πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως στον τομέα των οπωροκηπευτικών, πράγμα που συνεπάγεται ότι δεν υπήρξε παράβαση των κανόνων περί της κατά χρόνον αρμοδιότητας της Επιτροπής.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

179   Το άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95, ο οποίος είναι εκτελεστικός του κανονισμού 729/70, διευκρινίζει το περιεχόμενο της γραπτής ανακοινώσεως με την οποία η Επιτροπή ανακοινώνει το αποτέλεσμα των εξακριβώσεών της στα κράτη μέλη (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Ιανουαρίου 2002, C‑170/00, Φινλανδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑1007, σκέψη 26, και προμνησθείσα στη σκέψη 77 απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 68).

180   Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η εικοσιτετράμηνη περίοδος πριν από την ανακοίνωση του άρθρου 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95 αρχίζει να τρέχει μόνον εφόσον το έγγραφο που αποστέλλει η Επιτροπή στο κράτος μέλος πληροί τις από πλευράς περιεχομένου επιταγές της διατάξεως αυτής (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα στη σκέψη 179 απόφαση Φινλανδία κατά Επιτροπής, σκέψεις 25 έως 35· απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Ιουνίου 2002, C‑158/00, Λουξεμβούργο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑5373, σκέψεις 22 έως 27, και προμνησθείσα στη σκέψη 77 απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψεις 67 έως 71).

181   Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι, εν προκειμένω, οι κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95 ανακοινώσεις της Επιτροπής δεν περιλαμβάνουν εκτίμηση των δαπανών τις οποίες η Επιτροπή σχεδίαζε να αποκλείσει από την κοινοτική χρηματοδότηση, η επιχειρηματολογία της Ελληνικής Κυβερνήσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πράγματι, η υποχρέωση της Επιτροπής να περιλαμβάνει στην ανακοίνωση που αποστέλλει στο πλαίσιο του άρθρου 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95 εκτίμηση των δαπανών που σχεδιάζει να αποκλείσει από την κοινοτική χρηματοδότηση καταργήθηκε με τον κανονισμό 2245/1999 (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Οκτωβρίου 2004, C‑312/02, Σουηδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑9247, σκέψη 14). Η εκτίμηση αυτή πρέπει πλέον να περιέχεται στο έγγραφο που αποστέλλεται μετά τις διμερείς διαβουλεύσεις (άρθρο 8, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95, όπως έχει τροποποιηθεί).

182   Ο κανονισμός 2245/1999, τροποποιώντας το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1663/95, μεταρρύθμισε τη διαδικασία των ανακοινώσεων και των διμερών διαβουλεύσεων μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής κατά το πέρας έρευνας σχετικής με την εκκαθάριση των λογαριασμών. Επομένως, ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού αυτού είναι η ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή όφειλε να εφαρμόσει τους νέους διαδικαστικούς κανόνες. Εξάλλου, αν ο κοινοτικός νομοθέτης είχε την πρόθεση να περιορίσει την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 2245/1999 μόνο στις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από μια ορισμένη ημερομηνία και μετά, θα το είχε προβλέψει ρητώς, όπως πιστοποιεί, π.χ., το άρθρο 20, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1258/1999, το οποίο προβλέπει ότι ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται στις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από την 1η Ιανουαρίου 2000 και μετά. Αυτό, όμως, δεν συμβαίνει στην περίπτωση του κανονισμού 2245/1999, ο οποίος, κατά συνέπεια, έχει εφαρμογή σε όλες τις ανακοινώσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή στο πλαίσιο του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1663/95 μετά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού αυτού, ήτοι μετά τις 30 Οκτωβρίου 1999 (προμνησθείσα στη σκέψη 181 απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 14).

183   Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Επιτροπή απέκλεισε από την κοινοτική χρηματοδότηση:

–       όσον αφορά τη δημόσια αποθεματοποίηση ρυζιού, τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από την 1η Αυγούστου 1999 και μετά (έγγραφο της Επιτροπής της 3ης Απριλίου 2003 και σημεία B.4.2.2.7 και B.4.2.5 της συνοπτικής εκθέσεως)·

–       όσον αφορά τα μεταποιημένα προϊόντα με βάση τα οπωροκηπευτικά, τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από τις 30 Μαΐου 2000 και μετά (έγγραφο της Επιτροπής της 12ης Ιουνίου 2003 και σημεία B.2.8.3 και B.2.8.5 της συνοπτικής εκθέσεως)·

–       όσον αφορά την ενίσχυση στους απόρους, τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από την 1η Δεκεμβρίου 1998 και μετά (έγγραφο της Επιτροπής της 25ης Φεβρουαρίου 2003 και σημεία B.4.1.3.5 και B.4.1.6 της συνοπτικής εκθέσεως)·

–       όσον αφορά το πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως στον τομέα των οπωροκηπευτικών, τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από τις 22 Φεβρουαρίου 1999 και μετά (έγγραφο της Επιτροπής της 25ης Μαρτίου 2003 και σημείο B.2.7.3 της συνοπτικής εκθέσεως).

184   Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, όσον αφορά την ενίσχυση στους απόρους, το πρώτο έγγραφο της Επιτροπής κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95 απεστάλη στις 7 Νοεμβρίου 2000 και όχι, όπως υποστηρίζουν οι ελληνικές αρχές, στις 20 Απριλίου 2001. Εφόσον τα έγγραφα που μνημονεύονται στη σκέψη 178 ανταποκρίνονται στις επιταγές του άρθρου 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί, πράγμα το οποίο, εξάλλου, δεν αμφισβητεί η Ελληνική Κυβέρνηση, η Επιτροπή δεν παρέβη τους κανόνες που διέπουν την κατά χρόνο αρμοδιότητά της. Ως εκ τούτου, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

185   Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει επίσης να απορριφθεί το επικουρικό επιχείρημα σχετικά με την αφετηρία της εικοσιτετράμηνης προθεσμίας όσον αφορά την ενίσχυση στους απόρους (βλ. ανωτέρω σκέψη 175).

186   Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, η προσφυγή της Ελληνικής Δημοκρατίας πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

187   Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει :

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Pirrung

Forwood

Παπασάββας

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 20 Ιουνίου 2006.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       J. Pirrung





Πίνακας περιεχομένων


Εισαγωγή

Γενικό νομικό πλαίσιο

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Επί της προσφυγής

Επί της δημόσιας αποθεματοποιήσεως ρυζιού

Επί της διορθώσεως που εφαρμόστηκε όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 1999/2000 λόγω μη τηρήσεως των προθεσμιών παραδόσεως

– Η κοινοτική νομοθεσία

– Η συνοπτική έκθεση

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της διορθώσεως που εφαρμόστηκε λόγω ελλείψεων σε άλλους ελέγχους

– Η κοινοτική νομοθεσία

– Η συνοπτική έκθεση

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά

Η κοινοτική νομοθεσία

Η συνοπτική έκθεση

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

– Επί του πρώτου και του δευτέρου λόγου ακυρώσεως

– Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από το εσφαλμένο ποσό της δημοσιονομικής διορθώσεως

Επί της ενισχύσεως στους απόρους

Η κοινοτική νομοθεσία

Η συνοπτική έκθεση

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του προγράμματος αναδιαρθρώσεως στον τομέα των οπωροκηπευτικών

Η κοινοτική νομοθεσία

Η συνοπτική έκθεση

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Ως προς την κατά χρόνο αρμοδιότητα της Επιτροπής

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί των δικαστικών εξόδων




* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.