Language of document : ECLI:EU:T:2013:442

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 16ης Σεπτεμβρίου 2013 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Βελγική, γερμανική, γαλλική, ιταλική, ολλανδική και αυστριακή αγορά ειδών υγιεινής – Απόφαση με την οποία η Επιτροπή διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ – Συντονισμένη αύξηση τιμών και ανταλλαγή εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών – Δικαιώματα άμυνας – Ανακοίνωση του 2002 για τη συνεργασία – Ένσταση έλλειψης νομιμότητας – Έννοια του όρου “σύμπραξη” – Υπολογισμός του προστίμου – Κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων – Σοβαρότητα της παράβασης – Συντελεστής του πρόσθετου ποσού»

Στην υπόθεση T‑376/10,

Mamoli Robinetteria SpA, με έδρα το Μιλάνο (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους F. Capelli και M. Valcada, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον F. Castillo de la Torre, την A. Αντωνιάδη και τον L. Malferrari, επικουρούμενους αρχικά από τους F. Ruggeri Laderchi και A. De Matteis, και στη συνέχεια από τον F. Ruggeri Laderchi, δικηγόρους,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακύρωσης της απόφασης C(2010) 4185 τελικό της Επιτροπής, της 23ης Ιουνίου 2010, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39092 – Εγκαταστάσεις λουτρών), καθόσον αφορά την προσφεύγουσα, και, επικουρικώς, αίτημα κατάργησης ή μείωσης του προστίμου που της επιβλήθηκε,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, K. Jürimäe (εισηγήτρια) και M. van der Woude, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοίκησης,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 11ης Σεπτεμβρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

[παραλείπονται]

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Σεπτεμβρίου 2010.

Κατόπιν έκθεσης του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, έθεσε στους διαδίκους γραπτές ερωτήσεις. Αυτοί απάντησαν στις εν λόγω ερωτήσεις εμπροθέσμως.

Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 11ης Σεπτεμβρίου 2012.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στο μέτρο που την αφορά·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε ή να το μειώσει ώστε να αντιστοιχεί αυτό στο 0,3 % του κύκλου εργασιών της ή, εν πάση περιπτώσει, να το μειώσει κατά δίκαιη κρίση του, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως εν μέρει απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη, και

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

[παραλείπονται]

 Επί του κύριου αιτήματος, για μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης

[παραλείπονται]

 Επί του δεύτερου λόγου ακύρωσης, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι είναι παράνομη η ανακοίνωση του 2002 για τη συνεργασία

45      Η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται εξ ολοκλήρου σε πληροφορίες τις οποίες παρείχε η Masco στο πλαίσιο της αίτησής της δυνάμει της ανακοίνωσης του 2002 για τη συνεργασία. Η ως άνω ανακοίνωση όμως είναι, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, παράνομη, στο μέτρο που δεν υφίσταται ούτε στη Συνθήκη ΕΚ ούτε στον κανονισμό 1/2003 νομική βάση η οποία να επιτρέπει στην Επιτροπή να χορηγήσει, με sui generis πράξη, πλήρη ή μερική απαλλαγή από την επιβολή προστίμου σε επιχείρηση που μετείχε σε σύμπραξη, σε σχέση με την οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις σε άλλες επιχειρήσεις λόγω της καταγγελίας της σύμπραξης αυτής από την πρώτη επιχείρηση. Επιπλέον, μια τέτοια απαλλαγή χάρη στην καταγγελία της συμπεριφοράς άλλων επιχειρήσεων συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Εξάλλου, πάντοτε κατά την προσφεύγουσα, εφόσον μόνον ο νομοθέτης της Ένωσης έχει την εξουσία, όπως ακριβώς συμβαίνει και στα κράτη μέλη της Ένωσης, να αποφασίσει για τη θέσπιση προγράμματος ανταμοιβής για τη συνεργασία που παρέχουν επιχειρήσεις, η Επιτροπή παραβίασε, εκδίδοντας την ανακοίνωση του 2002 για τη συνεργασία, την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, καθώς και τις αρχές της διαφάνειας και της χρηστής διοίκησης, οι οποίες κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2010, C 83, σ. 389).

46      Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί ο συγκεκριμένος λόγος.

47      Εισαγωγικώς διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν προβάλλει μεν τυπικώς, κατά την έννοια του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, ένσταση έλλειψης νομιμότητας της ανακοίνωσης του 2002 για τη συνεργασία, πλην όμως κατ’ ουσίαν ζητεί, με τον υπό κρίση λόγο, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον στηρίζεται στην εν λόγω ανακοίνωση, η οποία είναι, κατά την προσφεύγουσα, παράνομη. Ως εκ τούτου, πρέπει σε πρώτη φάση να εξεταστεί το παραδεκτό της ένστασης έλλειψης νομιμότητας, την οποία προβάλλει η προσφεύγουσα, και, σε περίπτωση που η ένσταση κριθεί παραδεκτή, να ελεγχθεί σε δεύτερη φάση αν είναι βάσιμη.

–       Επί του παραδεκτού της ένστασης έλλειψης νομιμότητας

48      Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 277 ΣΛΕΕ συνιστά έκφραση της γενικής αρχής βάσει της οποίας πρέπει να εξασφαλίζεται σε κάθε διάδικο, προκειμένου να επιτύχει την ακύρωση απόφασης που απευθύνεται σε αυτόν ή που τον αφορά άμεσα και ατομικά, το δικαίωμα να αμφισβητήσει το κύρος προγενέστερων πράξεων των θεσμικών οργάνων, οι οποίες αποτελούν τη νομική βάση της προσβαλλόμενης πράξης, εφόσον ο εν λόγω διάδικος δεν είχε το δικαίωμα να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ευθεία προσφυγή κατά των ως άνω πράξεων, των οποίων υφίσταται έτσι τις συνέπειες, ενώ δεν είχε τη δυνατότητα να ζητήσει την ακύρωσή τους (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 1979, 92/78, Simmenthal κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 407, σκέψεις 39 και 40, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑23/99, LR AF 1998 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1705, σκέψη 272).

49      Δεδομένου ότι το άρθρο 277 ΣΛΕΕ δεν έχει ως σκοπό να παρέχει στους διαδίκους τη δυνατότητα να αμφισβητούν το κύρος οποιασδήποτε πράξης γενικής ισχύος προς ευδοκίμηση της όποιας τυχόν προσφυγής, πρέπει, αφενός, η πράξη γενικής ισχύος της οποίας προβάλλεται η έλλειψη νομιμότητας να έχει άμεση ή έμμεση εφαρμογή στην υπόθεση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής και, αφετέρου, να υφίσταται άμεσος νομικός δεσμός μεταξύ της προσβαλλόμενης ατομικής απόφασης και της ως άνω γενικής πράξης (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 1966, 32/65, Ιταλία κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1965‑1968, σ. 429· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 26ης Οκτωβρίου 1993, T‑6/92 και T‑52/92, Reinarz κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑1047, σκέψη 57, και της 29ης Νοεμβρίου 2005, T‑64/02, Heubach κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5137, σκέψη 35).

50      Όσον αφορά την ανακοίνωση του 2002 για τη συνεργασία, επισημαίνεται πρώτον ότι, αφενός, η Επιτροπή θέτει με αυτήν, γενικώς και αφηρημένως, τις προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν οι επιχειρήσεις προκειμένου να μην τους επιβληθεί πρόστιμο ή να τους επιβληθεί μειωμένο πρόστιμο για παραβάσεις του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (βλ. σημεία 8 έως 27 της ανακοίνωσης) και, αφετέρου, η εν λόγω ανακοίνωση δημιουργεί στις επιχειρήσεις δικαιολογημένη εμπιστοσύνη (βλ. σημείο 29 της ανακοίνωσης).

51      Δεύτερον, μολονότι ομολογουμένως η ανακοίνωση του 2002 για τη συνεργασία δεν χρησιμοποιήθηκε από την Επιτροπή ως έρεισμα για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, εφόσον η νομική βάση της απόφασης αυτής είναι το άρθρο 7 του κανονισμού 1/2003, εντούτοις δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε, αφενός, στην αίτηση που υπέβαλε η Masco δυνάμει της ανακοίνωσης του 2002 για τη συνεργασία (βλ. αιτιολογική σκέψη 128 της προσβαλλόμενης απόφασης) προκειμένου να αντλήσει πληροφορίες απαραίτητες για τη διενέργεια των ελέγχων της και, αφετέρου, στις αιτήσεις άλλων επιχειρήσεων, όπως η Grohe και η Ideal Standard, για μείωση των προστίμων τους, προκειμένου να μπορέσει, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, να συγκεντρώσει τις πληροφορίες και τα αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

52      Κατά συνέπεια, υφίσταται στην υπό κρίση υπόθεση άμεσος νομικός δεσμός μεταξύ της προσβαλλόμενης απόφασης και της οικείας γενικής πράξης, η οποία είναι, εν προκειμένω, η ανακοίνωση του 2002 για τη συνεργασία. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να ζητήσει την ακύρωση της ανακοίνωσης του 2002 για τη συνεργασία ως γενικής πράξης, επιτρέπεται να προβάλει κατ’ αυτής ένσταση έλλειψης νομιμότητας.

53      Επομένως, είναι παραδεκτή η ένσταση έλλειψης νομιμότητας, την οποία προβάλλει η προσφεύγουσα κατά της ανακοίνωσης του 2002 για τη συνεργασία.

–       Επί της ουσίας

54      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), το οποίο κατέστη εν συνεχεία άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, «[η] Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλει σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα, σε περίπτωση που αυτές, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας […] διαπράττουν παράβαση των διατάξεων [των άρθρων] [101 ΣΛΕΕ] και [102 ΣΛΕΕ]».

55      Κατά τη νομολογία, το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 δεν απαριθμεί περιοριστικά τα κριτήρια τα οποία η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει υπόψη κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου. Για τον λόγο αυτό, η συμπεριφορά της επιχείρησης στη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας μπορεί όντως να καταλέγεται μεταξύ των στοιχείων τα οποία πρέπει να συνεκτιμηθούν κατά τον ως άνω καθορισμό (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑298/98 P, Finnboard κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑10157, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Υπογραμμίζεται συναφώς ότι οι δυνατότητες της πλήρους ή της μερικής απαλλαγής από την επιβολή προστίμου, οι οποίες παρέχονται στις επιχειρήσεις εντός του πλαισίου της ανακοίνωσης του 2002 για τη συνεργασία, έχουν ως σκοπό να διευκολύνουν την Επιτροπή στο έργο της αποκάλυψης και της επιβολής κυρώσεων σε επιχειρήσεις που μετέχουν σε μυστικές συμπράξεις. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή μπορούσε, δυνάμει ακριβώς του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και προς διασφάλιση της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης των ενδιαφερομένων, να ορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι συνεργαζόμενες με αυτήν επιχειρήσεις θα δικαιούνταν πλήρους ή μερικής απαλλαγής από την επιβολή προστίμου.

56      Υπό το πρίσμα της ως άνω διαπίστωσης, πρέπει κατ’ αρχάς να απορριφθεί ως αβάσιμο το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, κατ’ ουσίαν, ουδεμία νομική βάση υπήρχε για την έκδοση από την Επιτροπή της ανακοίνωσης του 2002 για τη συνεργασία.

57      Ακολούθως, στο μέτρο που η προσφεύγουσα υποστηρίζει περαιτέρω ότι η ανακοίνωση του 2002 για τη συνεργασία παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, το επιχείρημά της αυτό είναι επίσης απορριπτέο ως αβάσιμο. Συγκεκριμένα, όπως διαπιστώθηκε στην ανωτέρω σκέψη 55, η Επιτροπή διέθετε, βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, την εξουσία να εκδώσει ανακοίνωση προκειμένου να προσδιορίσει τα κριτήρια που μπορούν να λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων τα οποία έχει δικαίωμα να επιβάλλει. Το επιχείρημα που προβάλλει συναφώς η προσφεύγουσα, ότι σε πολλά κράτη μέλη της Ένωσης τα σχετικά προγράμματα έχουν θεσπιστεί από τον νομοθέτη, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές. Πράγματι, ακόμη και αν αυτό ισχύει, επ’ ουδενί επηρεάζεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 συνιστά έγκυρη νομική βάση για την έκδοση από την Επιτροπή της ανακοίνωσης του 2002 για τη συνεργασία.

58      Εξάλλου, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα και τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας ότι η ανακοίνωση του 2002 παραβιάζει τις αρχές της διαφάνειας και της χρηστής διοίκησης. Συγκεκριμένα, αφενός, εφόσον η ανακοίνωση του 2002 για τη συνεργασία είναι μια πράξη που έχει δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προβλέπει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Επιτροπή δεσμεύεται να χορηγεί στις επιχειρήσεις πλήρη ή μερική απαλλαγή από την επιβολή προστίμου, η εν λόγω ανακοίνωση όχι μόνο δεν θίγει, αλλά αντιθέτως ενισχύει, τη διαφάνεια της πρακτικής που ακολουθεί η Επιτροπή κατά την έκδοση των σχετικών της αποφάσεων. Αφετέρου, εφόσον η ίδια ανακοίνωση, όπως ορθώς επισημαίνεται στην πρώτη αιτιολογική της σκέψη, θέτει το πλαίσιο για την ανταμοιβή των επιχειρήσεων που συνεργάζονται στις έρευνες της Επιτροπής, ενώ είναι, ή αποτελούσαν κατά το παρελθόν, μέλη μυστικών συμπράξεων με δραστηριότητα εντός της Ένωσης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η επίμαχη πράξη όχι απλώς συνάδει με την αρχή της χρηστής διοίκησης, αλλά αποτελεί υπόδειγμα από την άποψη αυτή.

59      Τέλος, ως προς το επιχείρημα το οποίο η προσφεύγουσα διευκρίνισε περαιτέρω τόσο με τις γραπτές της παρατηρήσεις στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας όσο και με τις προφορικές της απαντήσεις στα ερωτήματα του Γενικού Δικαστηρίου, ότι δηλαδή η ανακοίνωση του 2002 για τη συνεργασία παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης στο μέτρο που ευνοεί τις μεγάλες επιχειρήσεις, το ως άνω επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Πράγματι, αρκεί η διαπίστωση ότι οποιαδήποτε επιχείρηση προτίθεται να συνεργαστεί με την Επιτροπή μπορεί να επωφεληθεί των πλεονεκτημάτων που αναγνωρίζει η εν λόγω ανακοίνωση σε αντάλλαγμα για τις υποχρεώσεις τις οποίες επιβάλλει, χωρίς να γίνεται συναφώς ουδεμία διάκριση βάσει του μεγέθους της επιχείρησης. Ως προς το σημείο αυτό, η προσφεύγουσα σε καμία περίπτωση δεν αποδεικνύει ότι επιχειρήσεις ευρισκόμενες στην ίδια κατάσταση αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο ή ότι, αντιθέτως, επιχειρήσεις σε παρόμοια κατάσταση τυγχάνουν, κακώς, της ίδιας μεταχείρισης.

60      Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακύρωσης είναι απορριπτέος ως εν μέρει αβάσιμος και εν μέρει αλυσιτελής.

[παραλείπονται]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Mamoli Robinetteria SpA φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Pelikánová

Jürimäe

Van der Woude

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Σεπτεμβρίου 2013.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.


1–      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.