Language of document : ECLI:EU:T:2009:101

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 2ας Απριλίου 2009

Υπόθεση T-473/07 P

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Michael Berrisford

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Προαγωγή –Περίοδος προαγωγών 2005 – Άρθρο 45 του ΚΥΚ – Συγκριτική εξέταση των προσόντων – Υποχρέωση συνεκτιμήσεως της ιδιότητας του ενδιαφερομένου υπαλλήλου ως προταθέντος και μη προαχθέντος κατά την προηγούμενη περίοδο προαγωγών»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως ασκηθείσα κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τρίτο τμήμα) της 10ης Οκτωβρίου 2007, στην υπόθεση F-107/06, Berrisford κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).

Απόφαση: Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο Michael Berrisdorf στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.

Περίληψη

1.      Αναίρεση – Λόγοι – Απλή επανάληψη των λόγων και επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης – Απαράδεκτο – Αμφισβήτηση της ερμηνείας ή εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης – Παραδεκτό

(Άρθρο 225 ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 138 § 1, στοιχείο γ΄)

2.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων – Στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45 § 1)

1.      Όπως προκύπτει από τα άρθρα 225 ΕΚ, 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 138, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, στην αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παρατίθενται επακριβώς τα επίμαχα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν με συγκεκριμένο τρόπο το αίτημα περί αναιρέσεως. Συγκεκριμένα, δεν ικανοποιεί την τελευταία επιταγή η αίτηση αναιρέσεως η οποία περιορίζεται να επαναλάβει κατά γράμμα ή κατ’ ουσίαν τους λόγους και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν πρωτοδίκως, περιλαμβανομένων εκείνων που στηρίζονται σε πραγματικά περιστατικά τα οποία ρητώς απορρίφθηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως αποτελεί στην πραγματικότητα αίτημα απλώς και μόνον επανεξετάσεως του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, ζήτημα το οποίο δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του αναιρετικού δικαστή. Εντούτοις, εφόσον ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να συζητηθούν εκ νέου κατά την εκδίκαση αιτήσεως αναιρέσεως. Πράγματι, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει, κατά τον τρόπο αυτό, την αίτηση αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη πρωτοδίκως, η διαδικασία της αναιρέσεως θα στερούνταν μέρος του νοήματός της.

(βλ. σκέψη 37)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 4 Οκτωβρίου 2007, C‑320/05 P, Olsen κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 48 έως 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων για προαγωγή υπαλλήλων, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή πρέπει να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι ένας υποψήφιος προτάθηκε για προαγωγή ή περιλαμβανόταν στον κατάλογο των υπαλλήλων που διέθεταν τα περισσότερα προσόντα κατά την προηγούμενη περίοδο προαγωγών, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έπαυσε εν τω μεταξύ να διαθέτει τα εν λόγω προσόντα. Συγκεκριμένα, όταν η διοίκηση έχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, όπως στην περίπτωση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής που επιλαμβάνεται των προαγωγών, το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάσει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της οικείας υποθέσεως. Σε μια τέτοια περίπτωση, αρκεί να καταδεικνύεται η λυσιτέλεια του επίμαχου στοιχείου, το οποίο πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα του γράμματος, του σκοπού και του περιεχομένου των κανόνων που διέπουν την άσκηση της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως της διοικήσεως, προκειμένου να εκτιμηθεί ότι η διοίκηση οφείλει να συνεκτιμήσει το εν λόγω στοιχείο.

Μια τέτοιου είδους αναγνώριση της λυσιτέλειας της ιδιότητας του ενδιαφερομένου υπαλλήλου ως προταθέντος και μη προαχθέντος κατά την προηγούμενη περίοδο προαγωγών ως προσόντος δεν ασκεί, εντούτοις, καμία επιρροή στις ενδεχόμενες πρακτικές συνέπειες που απορρέουν από την υποχρέωση συνεκτιμήσεως της εν λόγω ιδιότητας και, ιδίως, στη σημασία που η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποδώσει στο στοιχείο αυτό, κατά την άσκηση της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση συγκρίσεως των προσόντων. Συνεπάγεται απλώς την υποχρέωση της εν λόγω αρχής να μην αγνοεί ή να μην παραβλέπει στο πλαίσιο αυτό την ιδιότητα του ενδιαφερομένου υπαλλήλου ως προταθέντος και μη προαχθέντος κατά την προηγούμενη περίοδο προαγωγών.

(βλ. σκέψεις 42 και 43)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 21 Νοεμβρίου 1991, C‑269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I‑5469, σκέψη 14