Language of document : ECLI:EU:F:2007:14

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

της 23ης Ιανουαρίου 2007

Υπόθεση F-43/05

Olivier Chassagne

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι – Αποδοχές – Ετήσια έξοδα ταξιδίου – Διατάξεις ισχύουσες για τους υπαλλήλους που κατάγονται από υπερπόντιο γαλλικό νομό – Άρθρο 8 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ όπως έχει τροποποιηθεί»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο O. Chassagne ζητεί, κατ’ ουσίαν, αφενός, την ακύρωση της σιωπηρής απόφασης της Επιτροπής που απέρριψε την ένσταση την οποία είχε ασκήσει στις 20 Νοεμβρίου 2004 κατά του εκκαθαριστικού σημειώματος αποδοχών του Αυγούστου 2004 καθώς και την ακύρωση του εν λόγω εκκαθαριστικού σημειώματος και αφετέρου την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης και της οικονομικής ζημίας που υποστηρίζει ότι υπέστη.

Απόφαση: Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Επιστροφή εξόδων – Έξοδα ετήσιου ταξιδίου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 71· παράρτημα VII, άρθρο 8)

2.      Υπάλληλοι – ΚΥΚ – Ερμηνεία – Μέθοδοι

3.      Υπάλληλοι – Επιστροφή εξόδων – Έξοδα ετήσιου ταξιδίου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 8)

4.      Υπάλληλοι – Επιστροφή εξόδων – Έξοδα ετήσιου ταξιδίου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 8)

5.      Υπάλληλοι – Επιστροφή εξόδων – Έξοδα ετήσιου ταξιδίου

(Άρθρο 253 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 8, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 723/2004)

6.      Υπάλληλοι – ΚΥΚ – Τροποποίηση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου)

7.      Υπάλληλοι – Αρχές – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 8)

1.      Το δικαίωμα για επιστροφή των εξόδων ετήσιου ταξιδίου του υπαλλήλου και των συντηρουμένων μελών της οικογενείας του από τον τόπο διορισμού στον τόπο καταγωγής του, που κατοχυρώνει το άρθρο 8 του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ) συνιστά έκφραση της ασκήσεως της διακριτικής ευχέρειας του κοινοτικού νομοθέτη δεδομένου ότι κανένας υπέρτερος κανόνας του κοινοτικού δικαίου ή της διεθνούς τάξης δεν τον υποχρέωνε να αναγνωρίσει το δικαίωμα αυτό υπέρ των υπαλλήλων και των μελών της οικογένειάς τους. Εφόσον ο νομοθέτης, αποφάσισε, στο πλαίσιο της διακριτικής εξουσίας του, ότι επιστρέφονται στα μέλη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Υπηρεσίας τα έξοδα που πραγματοποιούν για την ετήσια άδειά τους, ο κοινοτικός νομοθέτης έχει κατά μείζονα λόγο ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τον καθορισμό των όρων και του τρόπου αυτής της επιστροφής των εξόδων, η εξουσία την οποία οφείλει να ασκεί σύμφωνα με τους κανόνες και τις υπέρτερες αρχές του κοινοτικού δικαίου.

Ο έλεγχος νομιμότητας που ασκεί ο κοινοτικός δικαστής στον τομέα αυτό πρέπει επομένως να περιορίζεται στο ζήτημα αν το επίδικο μέτρο μαρτυρεί προφανή πλάνη κατάχρηση εξουσίας ή αν η συγκεκριμένη αρχή υπερέβη προδήλως τα όρια της οικείας εξουσίας εκτιμήσεως, που πρέπει να ασκείται σύμφωνα με τους κανόνες και τις υπέρτερες αρχές του κοινοτικού δικαίου. Ο έλεγχος του δικαστή περιορίζεται δηλαδή, όσον αφορά την αρχή της ισότητας και την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, στο ζήτημα μήπως το οικείο όργανο προέβη σε αυθαίρετη ή προδήλως απρόσφορη διάκριση και, από τη σκοπιά της αρχής της αναλογικότητας μήπως το ληφθέν μέτρο είναι προδήλως ακατάλληλο σε σχέση με τον στόχο της οικείας ρύθμισης.

Σ’ αυτό το πλαίσιο ο κοινοτικός νομοθέτης λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντική και διαρκή αύξηση του αριθμού των υπαλλήλων και για λόγους θεμιτούς, μεταξύ άλλων οικονομικούς, διοικητικούς και πολιτικής του προσωπικού, είχε πλήρως το δικαίωμα να επιλέξει να περιοριστεί στο μέλλον σε κατ’ αποκοπήν επιστροφή των εξόδων αποκλείοντας την επιστροφή των πραγματικών εξόδων με μόνη επιφύλαξη τη διαφύλαξη, την οποία φαίνεται ότι εξασφάλισε, του σκοπού του άρθρου 8 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ που συνίσταται στο να δοθεί η δυνατότητα σε κάθε υπάλληλο να διατηρήσει τις προσωπικές σχέσεις του με τους τόκους των κυρίων συμφερόντων του.

(βλ. σκέψεις 52, 55 έως 57, 61, 62, 65, 66 και 73)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 11 Μαρτίου 1987, 279/84, 280/84, 285/84 και 286/84, Rau κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 1069, σκέψη 34· 11 Ιουλίου 1989, 265/87, Schräder, Συλλογή 1989, σ. 2237, σκέψη 22· 26 Ιουνίου 1990, C‑8/89, Zardi, Συλλογή 1990, σ. I‑2515, σκέψη 10· 12 Ιουλίου 2001, C‑189/01, Jippes κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. I‑5689, σκέψη 80 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 7 Σεπτεμβρίου 2006, C‑310/04, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. I‑7285, σκέψη 96

ΠΕΚ: 30 Σεπτεμβρίου 1998, T‑13/97, Losch κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑543 και II‑1633, σκέψεις 113, 121 και 122· 30 Σεπτεμβρίου 1998, T‑164/97, Busacca κ.λπ. κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑565 και II‑1699, σκέψεις 48, 49, 58 και 59· 6 Ιουλίου 1999, T‑112/96 και T‑115/96, Séché κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑115 και II‑623, σκέψεις 127 και 132· 8 Ιανουαρίου 2003, T‑94/01, T‑152/01 και T‑286/01, Hirsch κ.λπ. κατά ΕΚΤ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑1 και II‑27, σκέψη 51· 13 Σεπτεμβρίου 2006, T‑217/99, T‑321/00 και T‑222/01, Sinaga κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 144

2.      Οι ισχύουσες διατάξεις του ΚΥΚ πρέπει να ερμηνεύονται με γνώμονα την οικονομία και τον σκοπό τους και όχι υπό το φως καταργηθείσας ρύθμισης.

(βλ. σκέψη 70)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 25 Νοεμβρίου 1982, 79/82, Evens κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1982, σ. 4033, σκέψη 10

3.      Ναι μεν η εφαρμογή του άρθρου 8 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, σχετικά με το δικαίωμα για κατ’ αποκοπήν καταβολή των εξόδων ταξιδιού από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής, όπως ισχύει από 1ης Μαΐου 2004 καταλήγει σε διαφοροποίηση μεταξύ της καταστάσεως του υπαλλήλου που κατάγεται από γαλλικό υπερπόντιο διαμέρισμα και της καταστάσεως της μεγάλης πλειονότητας των λοιπών υπαλλήλων των οποίων οι τόποι υπηρεσίας και καταγωγής απέχουν λιγότερο μεταξύ τους, προβλέποντας για τους πρώτους μέση χιλιομετρική αποζημίωση χαμηλότερη αυτής που λαμβάνουν οι δεύτεροι πλην όμως η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται στην υψηλότερη ανά χιλιόμετρο τιμή των αεροπορικών εισιτηρίων για προορισμούς μέσης αποστάσεως. Ναι μεν η κατάρτιση της κλίμακας του άρθρου αυτού δεν έγινε κατόπιν μελέτης της αγοράς των αεροπορικών εισιτηρίων αλλά στηρίχθηκε αποκλειστικά στην γενική αντίληψη της δομής των χιλιομετρικών τιμών, πλην όμως ο κοινοτικός νομοθέτης ορθώς διαπίστωσε την ύπαρξη αυτής της δομής των τιμών και την έλαβε υπόψη κατά την προετοιμασία και κατάρτιση του νέου συστήματος κατ’ αποκοπήν επιστροφής των εξόδων λαμβανομένης υπόψη της μακράς πείρας των οργάνων στον τομέα της διαχείρισης των αιτήσεων επιστροφής των εξόδων ταξιδίου.

Εξάλλου και παρά τη διαπιστωθείσα διαφορά μεταξύ των μέσων χιλιομετρικών αποζημιώσεων που ισχύουν για τον υπάλληλο καταγωγής γαλλικού υπερποντίου διαμερίσματος και τις περιπτώσεις άλλων υπαλλήλων, το σύστημα του εν λόγω άρθρου δεν παρίσταται προδήλως ακατάλληλο ή προδήλως απρόσφορο σε σχέση με τον στόχο του, ο οποίος είναι να δοθεί η δυνατότητα στον υπάλληλο και στα συντηρούμενα πρόσωπα να μεταβούν τουλάχιστον μια φορά ετησίως στον τόπο καταγωγής τους. Για να εξασφαλίσει την τήρηση του σκοπού του άρθρου αυτού, ο νομοθέτης δεν μπορούσε να περιοριστεί απλώς στο να καθορίσει ποσά επιστροφής που αντιστοιχούν επακριβώς ή υπερβαίνουν λίγο τις θεωρούμενες ως συνήθεις τιμές για τα ταξίδια μεταξύ του τόπου υπηρεσίας και του τόπου καταγωγής των υπαλλήλων. Έτσι λόγω της ρευστότητας της αγοράς των αεροπορικών εισιτηρίων και της μεγάλης επίδρασης της πολιτικής και οικονομικής συγκυρίας επί των τιμών αυτών, ο νομοθέτης καθόρισε κατά γενικό κανόνα τα ποσοστά χιλιομετρικής αποζημίωσης κατά τρόπον ώστε τα κατ’ αποκοπή ποσά που προκύπτουν από την εφαρμογή τους να υπερεπαρκούν για την κάλυψη των πραγματικών εξόδων ταξιδίου καθώς και, σε ορισμένες περιπτώσεις, των εξόδων ενός δευτέρου ταξιδιού ίσως δε και περισσοτέρων. Υπό τις συνθήκες αυτές και στο μέτρο που το επιστρεφόμενο στον υπάλληλο ποσό αρκεί να χρηματοδοτήσει το ταξίδι προς τον τόπο καταγωγής, το γεγονός ότι άλλοι υπάλληλοι λαμβάνουν μεγαλύτερη μέση χιλιομετρική αποζημίωση από τη δική του δεν είναι ικανό να προσδώσει στο σύστημα παράνομο χαρακτήρα ακόμη κι αν υποτεθεί ότι, λόγω του επιπέδου των τιμών των μέσων μεταφοράς σε συγκεκριμένη στιγμή, ορισμένοι από τους υπάλληλους αυτούς μπορούν να μεταβούν συχνότερα στον τόπο καταγωγής τους από ό,τι ο προσφεύγων στον δικό του.

Κατά συνέπεια, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως του κοινοτικού νομοθέτη και της λογικής του συστήματος του άρθρου 8 του παραρτήματος 7 του ΚΥΚ στο σύνολό του, η διάταξη αυτή δεν είναι ούτε προδήλως ακατάλληλη ούτε προδήλως απρόσφορη σε σχέση με τον στόχο της και μάλιστα τη στιγμή που, καίτοι σε ορισμένες περιθωριακές περιπτώσεις η καθιέρωση γενικής και αφηρημένης ρυθμίσεως καταλήγει σε τυχαία άτοπα, δεν μπορεί να κατηγορηθεί ο νομοθέτης διότι κατέφυγε στη δημιουργία κατηγοριών εφόσον αυτές δεν δημιουργούν από τη φύση τους διακρίσεις ενόψει του επιδιωκομένου σκοπού.

(βλ. σκέψεις 86 και 89 έως 91)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 16 Οκτωβρίου 1980, 147/79, Hochstrass κατά Δικαστηρίου, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 191, σκέψη 14

4.      Στο πλαίσιο της ασκήσεως της ευρείας διακριτικής εξουσίας του, ο νομοθέτης νομίμως κρίνει ότι για τον υπολογισμό του κατ’ αποκοπήν ποσού επιστροφής των εξόδων ετησίου ταξιδίου, όλοι οι υπάλληλοι στην περίπτωση των οποίων η απόσταση μεταξύ του τόπου υπηρεσίας και του τόπου καταγωγής είναι η ίδια βρίσκονται στην ίδια κατάσταση κατά την έννοια των απαιτήσεων της αρχής της ίσης μεταχείρισης, και δη παρά τις διαφορές που ανάγονται στο νησιωτικό χαρακτήρα ορισμένων τόπων καταγωγής, στην αδυναμία ορισμένων υπαλλήλων να χρησιμοποιήσουν άλλα μέσα μεταφοράς εκτός του αεροπλάνου και στο αν ορισμένα αεροπορικά εισιτήρια για ορισμένους προορισμούς επιδοτούνται ή δεν επιδοτούνται. Συνεπώς η ίση μεταχείριση που επιφυλάσσει σε όλους τους υπαλλήλους το άρθρο 8 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις της αρχής αυτής.

(βλ. σκέψη 93)

5.      Δεδομένου ότι η αιτιολογία πράξεως γενικής εφαρμογής μπορεί να περιοριστεί ή να παραθέτει αφενός τη γενική κατάσταση που οδήγησε στην έκδοσή της και αφετέρου τους γενικούς στόχους τους οποίους επιδιώκει να πραγματοποιήσει και ότι αν από την πράξη προκύπτει το κύριο μέρος του σκοπού που επιδιώκει το όργανο, θα ήταν υπερβολικό να απαιτείται ειδική αιτιολογία για τις διάφορες τεχνικές επιλογές, η αιτιολογία του κανονισμού 723/2004 που τροποποιεί τον ΚΥΚ καθώς και το Καθεστώς που εφαρμόζεται στο Λοιπό Προσωπικό, καίτοι ολιγόλογη αρκεί, όσον αφορά τους νέους κανόνες περί επιστροφής των εξόδων ετήσιου ταξιδιού.

(βλ. σκέψεις 105, 106 και 108)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 3 Ιουλίου 1985, 3/83, Abrias κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 1995, σκέψεις 30 και 31· 19 Νοεμβρίου 1998, C‑150/94, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. I‑7235, σκέψεις 25 και 26· 19 Νοεμβρίου 1998, C‑284/94, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. I‑7309, σκέψη 30· 7 Νοεμβρίου 2000, C‑168/98, Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I‑9131, σκέψη 62· 9 Σεπτεμβρίου 2003, C‑361/01 P, Kik κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2003, σ. I‑8283, σκέψη 102· 10 Μαρτίου 2005, C‑342/03, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2005, σ. I‑1975, σκέψη 55

ΠΕΚ: 22 Ιουνίου 1994, T‑97/92 και T‑111/92, Rijnoudt και Hocken κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑159 και II‑511, σκέψεις 49 επ.· 8 Νοεμβρίου 2000, T‑44/97, Ghignone κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑223 και II‑1023, σκέψεις 54 και 55

6.      Η θέσπιση κανονιστικής ρύθμισης που τροποποιεί τον ΚΥΚ δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πάσχει ελάττωμα λόγω του ότι δεν δημοσιεύθηκε το κωδικοποιημένο κείμενο των διατάξεων που διέπουν την Υπηρεσιακή Κατάσταση των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πράγματι το κύρος μιας ρύθμισης εξαρτάται από τη νομότυπη δημοσίευση είτε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο τύπος δε αυτός τηρήθηκε τόσο για τον αρχικό ΚΥΚ όσο και για τους κανονισμούς που τον τροποποίησαν στη συνέχεια, μεταξύ άλλων δε, τελικά, και για τον κανονισμό 723/2004. Εν πάση περιπτώσει το κωδικοποιημένο κείμενο του ΚΥΚ υπάρχει στη σελίδα ενδοδικτύου της Επιτροπής και δίνεται σε κάθε υπάλληλο κατά την ανάληψη των καθηκόντων του ένα τυπωμένο αντίγραφο. Επιπλέον κανένας κανόνας δικαίου δεν θεσπίζει την υποχρέωση δημοσιεύσεως των κωδικοποιημένων κειμένων του ΚΥΚ ή των μελετών για τα αποτελέσματα μέλλουσας μεταρρυθμίσεως του ΚΥΚ ούτε προβλέπει τον τύπο κατά τον οποίο πρέπει να δημοσιοποιούνται οι πληροφορίες προς το προσωπικό όπως και καμιά διάταξη δεν εξαρτά το κύρος των κανόνων του ΚΥΚ από τέτοια δημοσίευση.

Εξάλλου, ο υπάλληλος δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και την αρχή της χρηστής διοίκησης για να προσβάλει τη νομιμότητα νέας κανονιστικής διάταξης ιδίως σε τομέα το αντικείμενο του οποίου απαιτεί διαρκή προσαρμογή αναλόγως των διακυμάνσεων της οικονομικής κατάστασης.

(βλ. σκέψεις 109 έως 111)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 15 Μαρτίου 1994, T‑100/92, La Pietra κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑83 και II‑275, σκέψη 45· Rijnoudt και Hocken κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 104· 7 Ιουλίου 1998, T‑238/95 έως T‑242/95, Mongelli κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑319 και II‑925, σκέψεις 52 έως 54· 7 Ιουλίου 1998, T‑116/96, T‑212/96 και T-215/96, Telchini κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑327 και II‑947, σκέψεις 83 έως 85

7.      Σε ένα τομέα, το αντικείμενο του οποίου απαιτεί διαρκή προσαρμογή αναλόγως των διακυμάνσεων της οικονομικής κατάστασης όπως είναι ο τομέας της επιστροφής στους υπαλλήλους των εξόδων ετησίου ταξιδίου, ο σεβασμός της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν εμποδίζει την εφαρμογή μιας ρύθμισης στα μελλοντικά αποτελέσματα καταστάσεων που γεννήθηκαν υπό το κράτος προηγουμένης ρυθμίσεως εφόσον δεν έχει δεσμευθεί συναφώς η δημόσια αρχή.

(βλ. σκέψεις 113 και 114)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 5 Μαΐου 1981, 112/80, Dürbeck, Συλλογή 1981, σ. 1095, σκέψη 48

ΠΕΚ: 26 Οκτωβρίου 1993, T‑6/92 και T‑52/92, Reinarz κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑1047, σκέψη 85· Mongelli κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 52 έως 54· Telchini κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 83 έως 85