Language of document : ECLI:EU:T:2013:127

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 13ης Μαρτίου 2013 (*)

«Κανονιστικές ρυθμίσεις περί καταβολής των εξόδων και αποζημιώσεων των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Σύστημα επικουρικών συντάξεων – Αποφάσεις απορριπτικές των αιτήσεων με τις οποίες ζητείται η εφαρμογή των διατάξεων που ίσχυαν πριν την τροποποίηση του συστήματος επικουρικών συντάξεων το 2009 – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Κεκτημένα δικαιώματα – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Αναλογικότητα – Ίση μεταχείριση»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑229/11 και T‑276/11,

Lord Inglewood, κάτοικος Penrith (Ηνωμένο Βασίλειο), και δέκα ακόμη προσφεύγοντες, τα ονόματα των οποίων παρατίθενται στο παράρτημα, εκπροσωπούμενοι από τους S. Orlandi, A. Coolen, J.-N. Louis, É. Marchal και D. Abreu Caldas, δικηγόρους,

προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑229/11,

Marie-Arlette Carlotti, κάτοικος Μασσαλίας (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους S. Orlandi, A. Coolen, J.-N. Louis, É. Marchal και D. Abreu Caldas, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑276/11,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τους N. Lorenz, M. Windisch και K. Pocheć,

καθού,

με αντικείμενο αιτήματα περί ακυρώσεως των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με τις οποίες το θεσμικό αυτό όργανο αρνήθηκε να χορηγήσει στους προσφεύγοντες προαιρετική επικουρική σύνταξη είτε πρόωρα, δηλαδή με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους, είτε εν μέρει υπό μορφή κεφαλαίου,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová (εισηγήτρια), πρόεδρο, K. Jürimäe και M. van der Woude, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Νοεμβρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Το Προεδρείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (στο εξής: Προεδρείο) είναι όργανο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Κατά το άρθρο 22, παράγραφος 2, του εσωτερικού κανονισμού του Κοινοβουλίου που τιτλοφορείται «Καθήκοντα του Προεδρείου», όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών (ΕΕ 2005, L 44, σ. 1), το Προεδρείο ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, τα οικονομικά, οργανωτικά και διοικητικά ζητήματα που αφορούν τους βουλευτές του Κοινοβουλίου.

2        Στο πλαίσιο αυτό, το Προεδρείο εξέδωσε τις κανονιστικές ρυθμίσεις περί καταβολής των εξόδων και αποζημιώσεων των βουλευτών του Κοινοβουλίου (στο εξής: ρύθμιση ΕΑΒ).

3        Στις 12 Ιουνίου 1990 το Προεδρείο εξέδωσε τις κανονιστικές ρυθμίσεις που αφορούν το επικουρικό (προαιρετικό) συνταξιοδοτικό καθεστώς των βουλευτών του Κοινοβουλίου (στο εξής: ρύθμιση της 12ης Ιουνίου 1990), που περιλαμβάνονται στο παράρτημα VII της ρυθμίσεως ΕΑΒ.

4        Η ρύθμιση της 12ης Ιουνίου 1990, όπως ίσχυε τον Μάρτιο του 2009, προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Άρθρο 1

1.      Εν αναμονή της εκδόσεως ενιαίου καθεστώτος για τους βουλευτές, ανεξάρτητα από τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που προβλέπονται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ, κάθε βουλευτής που κατέβαλε εισφορές επί τουλάχιστον δύο έτη στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς δικαιούται μετά τη λήξη της θητείας του ισοβίας συντάξεως η οποία καταβάλλεται από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας του.

[…]

Άρθρο 2

1.      Η σύνταξη ανέρχεται για κάθε πλήρες έτος θητείας στο 3,5 % του 40 % του βασικού μισθού δικαστή του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και για κάθε πλήρη μήνα στο 1/12 αυτού του ποσού.

2.      Το μέγιστο ποσό της συντάξεως ισοδυναμεί με το 70 % (και το ελάχιστο ποσό με 10,5 %) του 40 % του βασικού μισθού δικαστή του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

3.      Η σύνταξη υπολογίζεται και καταβάλλεται σε ευρώ.

Άρθρο 3

Οι πρώην βουλευτές ή οι βουλευτές που παραιτήθηκαν πριν από το 60ό έτος της ηλικίας τους μπορούν να ζητήσουν την άμεση καταβολή της συντάξεώς τους ή σε οποιαδήποτε στιγμή από την παραίτησή τους έως το 60ό έτος τους, εφόσον έχουν συμπληρώσει το 50ό έτος της ηλικίας τους. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το ποσό της συντάξεως ισούται με το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, πολλαπλασιαζόμενο με συντελεστή ο οποίος αποτελεί συνάρτηση της ηλικίας του βουλευτή κατά την έναρξη εισπράξεως της συντάξεως και βάσει της ακόλουθης κλίμακας […]

Άρθρο 4 (Καταβολή μέρους της συντάξεως υπό μορφή κεφαλαίου)

1.      Ποσοστό 25 % κατ’ ανώτατο όριο των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που υπολογίζονται βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, μπορεί να καταβληθεί υπό μορφή κεφαλαίου στους βουλευτές που καταβάλλουν ή έχουν καταβάλει εισφορές στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς.

2.      Η επιλογή αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί πριν από την έναρξη καταβολής των εισφορών και δεν ανακαλείται.

3.      Υπό την επιφύλαξη τηρήσεως του ανώτατου ορίου της παραγράφου 1, η καταβολή κεφαλαίου δεν θίγει ούτε μειώνει τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα του επιζώντος συζύγου ή των συντηρούμενων τέκνων του καταβάλλοντος εισφορές βουλευτή.

4.      Η καταβολή κεφαλαίου υπολογίζεται βάσει της ηλικίας του βουλευτή κατά τον χρόνο της συνταξιοδοτήσεως, βάσει του ακόλουθου πίνακα […]

5.      Το κεφάλαιο υπολογίζεται και καταβάλλεται σε ευρώ. Η καταβολή κεφαλαίου πραγματοποιείται πριν από την πρώτη καταβολή συντάξεως.

[…]»

5        Το επικουρικό συνταξιοδοτικό ταμείο δημιουργήθηκε με τη σύσταση, από τους Κοσμήτορες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του ASBL «Συνταξιοδοτικό ταμείο – Βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου» (στο εξής: ASBL), το οποίο συνέστησε με τη σειρά του μια εταιρία επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαίου (SICAV) λουξεμβουργιανού δικαίου με την επωνυμία «Συνταξιοδοτικό ταμείο – Βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Εταιρία επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαίου», επιφορτισμένη με την τεχνική διαχείριση των επενδύσεων.

6        Το καθεστώς των βουλευτών του Κοινοβουλίου θεσπίστηκε με την απόφαση 2005/684/ΕΚ, Eυρατόμ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 28ης Σεπτεμβρίου 2005 (ΕΕ L 262, σ. 1, στο εξής: καθεστώς των βουλευτών), και τέθηκε σε ισχύ στις 14 Ιουλίου 2009, πρώτη ημέρα της έβδομης κοινοβουλευτικής περιόδου.

7        Το καθεστώς των βουλευτών καθιέρωσε οριστικό συνταξιοδοτικό καθεστώς για τους βουλευτές, βάσει του οποίου οι βουλευτές, εφόσον έχουν συμπληρώσει το 63ο έτος της ηλικίας τους, δικαιούνται συντάξεως αρχαιότητας χωρίς καταβολή εισφορών.

8        Το καθεστώς των βουλευτών προβλέπει μεταβατικά μέτρα στο πλαίσιο της εφαρμογής του επικουρικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος. Το άρθρο 27 ορίζει επ’ αυτού τα εξής:

«1.      Το προαιρετικό ταμείο συντάξεων που συνέστησε το Κοινοβούλιο εξακολουθεί να λειτουργεί, μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος καθεστώτος, για τους βουλευτές ή πρώην βουλευτές οι οποίοι απέκτησαν ήδη στο ταμείο αυτό δικαιώματα ή προσδοκίες δικαιώματος.

2.      Τα κτηθέντα δικαιώματα και προσδοκίες δικαιώματος διατηρούνται πλήρως. Το Κοινοβούλιο δύναται να θεσπίζει όρους και προϋποθέσεις για την απόκτηση νέων δικαιωμάτων ή προσδοκιών δικαιώματος.

3.      Οι βουλευτές που λαμβάνουν αποζημίωση [βάσει του παρόντος καθεστώτος] δεν δύνανται να αποκτήσουν πλέον νέα δικαιώματα ή προσδοκίες δικαιώματος στο προαιρετικό ταμείο συντάξεων.

4.      Το ταμείο δεν καλύπτει τους βουλευτές οι οποίοι εκλέγονται για πρώτη φορά στο Κοινοβούλιο μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος καθεστώτος.

[…]»

9        Με αποφάσεις της 19ης Μαΐου και της 9ης Ιουλίου 2008, το Προεδρείο θέσπισε τα μέτρα εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών (ΕΕ 2009, C 159, σ. 1, στο εξής: μέτρα εφαρμογής). Κατά το άρθρο τους 73, τα μέτρα εφαρμογής τίθενται σε ισχύ την ίδια ημέρα με το καθεστώς των βουλευτών, ήτοι στις 14 Ιουλίου 2009.

10      Το άρθρο 74 των μέτρων εφαρμογής ορίζει ότι, υπό την επιφύλαξη των μεταβατικών διατάξεων του τίτλου ΙV, η ρύθμιση ΕΑΒ παύει να ισχύει την ημέρα ενάρξεως ισχύος του καθεστώτος των βουλευτών.

11      Το άρθρο 76 των μέτρων εφαρμογής, που τιτλοφορείται «Επικουρική σύνταξη», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Η (προαιρετική) επικουρική σύνταξη αρχαιότητας που χορηγείται βάσει του παραρτήματος VII της ρυθμίσεως ΕΑΒ εξακολουθεί να καταβάλλεται, κατ’ εφαρμογή του εν λόγω παραρτήματος, στα πρόσωπα που λάμβαναν τη σύνταξη αυτή πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του καθεστώτος [των βουλευτών].

2.      Τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που είχαν αποκτηθεί έως την ημέρα έναρξης ισχύος του καθεστώτος [των βουλευτών] κατ’ εφαρμογή του προαναφερθέντος παραρτήματος VII διατηρούνται. Τα δικαιώματα αυτά οδηγούν σε αντίστοιχες παροχές υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το εν λόγω παράρτημα.

3.      Μπορούν να συνεχίσουν να αποκτούν νέα δικαιώματα μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του καθεστώτος [των βουλευτών], και σύμφωνα με το προαναφερθέν παράρτημα VII, οι εκλεγέντες το 2009 βουλευτές:

α)      οι οποίοι ήταν βουλευτές κατά τη διάρκεια προηγούμενης κοινοβουλευτικής περιόδου· και

β)      οι οποίοι έχουν ήδη αποκτήσει ή αποκτούσαν δικαιώματα στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς· και

γ)      για τους οποίους το κράτος μέλος εκλογής ενέκρινε ρυθμίσεις παρέκκλισης, σύμφωνα με το άρθρο 29 του καθεστώτος [των βουλευτών], ή οι οποίοι, σύμφωνα με το άρθρο 25 του καθεστώτος [των βουλευτών], επέλεξαν το εθνικό καθεστώς· και

δ)      οι οποίοι δεν δικαιούνται εθνική ή ευρωπαϊκή σύνταξη η οποία να απορρέει από την [ιδιότητα] του βουλευτή του Κοινοβουλίου.

4.      Οι εισφορές στο επικουρικό συνταξιοδοτικό ταμείο που βαρύνουν τους βουλευτές καταβάλλονται από προσωπικούς πόρους τους.»

12      Στις 9 Μαρτίου 2009 το Προεδρείο, αφού διαπίστωσε την επιδείνωση της χρηματοοικονομικής καταστάσεως του προαιρετικού συνταξιοδοτικού ταμείου, αποφάσισε:

–        «να συστήσει ομάδα εργασίας [...] η οποία θα διαβουλευθεί με εκπροσώπους του διοικητικού συμβουλίου του συνταξιοδοτικού ταμείου προκειμένου να εκτιμήσει την κατάσταση,

–        […] ως συντηρητικό μέτρο και για προληπτικούς λόγους, την άμεση αναστολή της δυνατότητας εφαρμογής των άρθρων 3 και 4 του παραρτήματος VII της ρυθμίσεως ΕΑΒ,

–        […] την εκ μέρους του Προεδρείου επανεξέταση των εν λόγω προληπτικών μέτρων στην προσεχή συνεδρίαση, υπό το πρίσμα των πραγματικών περιστατικών και των αποτελεσμάτων των επαφών και των πορισμάτων της ομάδας εργασίας.»

13      Την 1η Απριλίου 2009 το Προεδρείο αποφάσισε να τροποποιήσει τη ρύθμιση της 12ης Ιουνίου 1990 (στο εξής: απόφαση της 1ης Απριλίου 2009). Οι τροποποιήσεις περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα εξής μέτρα:

–        αύξηση από την πρώτη ημέρα της έβδομης κοινοβουλευτικής περιόδου –ήτοι από τις 14 Ιουλίου 2009– του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως από τα 60 στα 63 έτη (άρθρο 1 της ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990),

–        άμεση κατάργηση της δυνατότητας καταβολής μέρους των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων υπό μορφή κεφαλαίου (άρθρο 3 της ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990),

–        άμεση κατάργηση της δυνατότητας πρόωρης συνταξιοδοτήσεως με τη συμπλήρωση του 50ού έτους της ηλικίας (άρθρο 4 της ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990).

14      Προκειμένου να δικαιολογήσει τα μέτρα αυτά, το Προεδρείο επικαλέστηκε, στην πρώτη και στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009, τη σαφή επιδείνωση του συνταξιοδοτικού ταμείου, λόγω της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσεως, καθώς και το ενδεχόμενο, μετά την έναρξη της ισχύος του καθεστώτος των βουλευτών τον Ιούλιο του 2009, να ανακύψει ο κίνδυνος, λόγω της παύσεως της καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών από τους ασφαλισμένους και της ανεπαρκούς αποδόσεως των επενδύσεων, να μην επαρκέσουν, από το 2010, τα διαθέσιμα κεφάλαια του ταμείου προκειμένου να καλυφθούν οι υποχρεώσεις καταβολής των συντάξεων. Κατά το Προεδρείο, το συνταξιοδοτικό ταμείο θα διέτρεχε τον κίνδυνο, ως εκ τούτου, να υποχρεωθεί να ρευστοποιήσει στοιχεία του ενεργητικού του, οπότε θα έπρεπε να ληφθούν μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί στον μέγιστο βαθμό η ρευστότητα του ταμείου.

 Ιστορικό της διαφοράς

15      Οι προσφεύγοντες, ήτοι ο Lord Inglewood και δέκα ακόμη προσφεύγοντες, τα ονόματα των οποίων παρατίθενται στο παράρτημα, καθώς και η Marie-Arlette Carlotti, είναι πρώην βουλευτές του Κοινοβουλίου. Υπό την ιδιότητά τους αυτή, εντάχθηκαν στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς και κατέβαλαν εισφορές στο ταμείο, κατά τη διάρκεια διαφόρων περιόδων πριν τον Ιούλιο του 2009.

16      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] αντιστοίχως στις 19 Μαΐου και στις 10 Αυγούστου 2009, οι προσφεύγοντες άσκησαν προσφυγές ακυρώσεως κατά των αποφάσεων της 9ης Μαρτίου 2009 (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω) και της 1ης Απριλίου 2009. Με τη διάταξη T‑219/09 και T‑326/09, Albertini κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 2009, σ. II‑5935) που εξέδωσε στις 15 Δεκεμβρίου 2010, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές αυτές ως απαράδεκτες, με το σκεπτικό, μεταξύ άλλων, ότι η απόφαση της 1ης Απριλίου 2009, ως πράξη γενικού περιεχομένου, δεν αφορούσε ατομικά τους προσφεύγοντες.

17      Με έγγραφα που απηύθυναν στο Κοινοβούλιο μεταξύ της 20ής Ιανουαρίου και της 15ης Μαρτίου 2011, οι προσφεύγοντες ζήτησαν να τους χορηγηθεί σύνταξη δυνάμει του συστήματος επικουρικών συντάξεων, κατ’ εφαρμογή της κανονιστικής ρυθμίσεως που ίσχυε πριν την έκδοση της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009.

18      Ειδικότερα, οι Georges Berthu, Guy Bono, Marie-Arlette Carlotti, Brendan Donnelly, Catherine Guy-Quint, William Richard Inglewood, Nicole Thomas-Mauro, Gary Titley, Vincenzo Viola και Maartje van Putten ζήτησαν να τους χορηγηθεί σύνταξη στην ηλικία των 60 ετών. Οι David Robert Bowe και Christine Margaret Oddy ζήτησαν να τους χορηγηθεί πρόωρη σύνταξη (από τη συμπλήρωση του 56ου έτους, στην περίπτωση του D. R. Bowe, και χωρίς να προσδιορίζεται το ακριβές χρονικό σημείο, στην περίπτωση της C. M. Oddy). Επιπλέον, και ο D. R. Bowe ζήτησε να του χορηγηθεί επικουρική σύνταξη, εν μέρει υπό μορφή κεφαλαίου. Οι B. Donnelly, W. R. Inglewood, C. M. Oddy και G. Titley επισήμαναν ότι σκόπευαν επίσης να ζητήσουν την καταβολή της σύνταξής τους υπό μορφή κεφαλαίου, χωρίς ωστόσο να υποβάλουν ρητώς, στο στάδιο αυτό, σχετικό αίτημα.

19      Με έγγραφα που απέστειλε μεταξύ της 10ης Φεβρουαρίου και της 28ης Μαρτίου 2011, το Κοινοβούλιο γνωστοποίησε στους προσφεύγοντες την απόρριψη των αιτήσεών τους (στο εξής: προσβαλλόμενες αποφάσεις). Με τα έγγραφα αυτά, ο προϊστάμενος της μονάδας «Μισθοδοσία και κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα των βουλευτών» του Κοινοβουλίου υπενθύμισε ότι, με απόφαση της 1ης Απριλίου 2009, το όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως είχε αυξηθεί από τα 60 στα 63 έτη καθώς και ότι είχε καταργηθεί η δυνατότητα καταβολής τμήματος των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων υπό μορφή κεφαλαίου.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

20      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, αντιστοίχως, μεταξύ 20 Απριλίου και 31 Μαΐου 2011, οι προσφεύγοντες άσκησαν τις υπό κρίση προσφυγές.

21      Με διάταξη της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, κατόπιν αγορεύσεως των διαδίκων, ο πρόεδρος του τέταρτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υπό κρίση υποθέσεων προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

22      Στις 5 και στις 17 Οκτωβρίου 2012 αντιστοίχως, κατόπιν μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας που έλαβε το Γενικό Δικαστήριο, οι προσφεύγοντες και το Κοινοβούλιο προσκόμισαν ορισμένα έγγραφα και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου.

23      Στις 29 Οκτωβρίου 2012, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε στο Κοινοβούλιο ερωτήσεις προς προφορική απάντηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

24      Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κηρύξει παράνομη την απόφαση της 1ης Απριλίου 2009,

–        να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις και

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

25      Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις προσφυγές,

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

26      Προς στήριξη των προσφυγών τους, οι προσφεύγοντες προβάλλουν ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009, καθώς και πέντε λόγους τους οποίους επικαλούνται, κατ’ ουσίαν, προς στήριξη της εν λόγω ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας και οι οποίοι αντλούνται, πρώτον, από προσβολή των κεκτημένων δικαιωμάτων τους και των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δεύτερον, από προσβολή των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως, τρίτον, από παράβαση του άρθρου 29 της ρυθμίσεως ΕΑΒ, τέταρτον, από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και, πέμπτον, από προσβολή της αρχής της καλής πίστεως κατά την εκτέλεση των συμβάσεων.

27      Επισημαίνεται, συναφώς, ότι το περιεχόμενο του διατακτικού των προσβαλλόμενων αποφάσεων, που συνίσταται στην απόρριψη των αιτήσεων των προσφευγόντων να τους χορηγηθεί επικουρική σύνταξη με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους, πρόωρα ή εν μέρει υπό μορφή κεφαλαίου, υπαγορεύθηκε από την απόφαση της 1ης Απριλίου 2009, η οποία κατάργησε τις ανωτέρω δυνατότητες. Κατά συνέπεια, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκδόθηκαν κατ’ ενάσκηση δέσμιας αρμοδιότητας, με αποτέλεσμα οι προσφυγές να μην μπορούν να ευδοκιμήσουν παρά μόνο στην περίπτωση κατά την οποία κριθεί βάσιμη η ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας. Αντιθέτως, εάν δεν μπορεί να διαπιστωθεί η έλλειψη νομιμότητας της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009, οι προσφυγές θα πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του πρώτου λόγου που αντλείται από προσβολή των κεκτημένων δικαιωμάτων και των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

28      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλουν οι προσφεύγοντες περιλαμβάνει δύο σκέλη τα οποία αντλούνται, αντιστοίχως, από προσβολή των κεκτημένων δικαιωμάτων καθώς και από προσβολή των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

 Επί του πρώτου σκέλους που αντλείται από προσβολή των κεκτημένων δικαιωμάτων

29      Οι προσφεύγοντες επικαλούνται τη νομολογία της Ένωσης δυνάμει της οποίας δεν είναι καταρχήν επιτρεπτή η αμφισβήτηση κεκτημένων δικαιωμάτων. Κατά τη γνώμη τους, η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως στα 63 έτη συνιστά παράβαση του άρθρου 27, παράγραφος 2, του καθεστώτος των βουλευτών (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω). Θεωρούν ότι απέκτησαν το δικαίωμα λήψεως επικουρικής συντάξεως πριν την 1η Απριλίου 2009. Συγκεκριμένα, το δικαίωμα αυτό γεννήθηκε μετά από την καταβολή εισφορών για μία κατώτατη χρονική περίοδο, οπότε οι προϋποθέσεις κτήσεως του δικαιώματος αυτού έπρεπε να καθοριστούν κατ’ εφαρμογή των κανόνων εκκαθαρίσεως που προέκυπταν από τις τότε ισχύουσες διατάξεις της ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990. Με το υπόμνημά τους απαντήσεως, οι προσφεύγοντες προσθέτουν ότι, δυνάμει της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο στις 18 Οκτωβρίου 2011 στην υπόθεση T‑439/09, Purvis κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 2011, σ. ΙΙ‑723), η απόφαση της 1ης Απριλίου 2009 δεν έχει εφαρμογή στους οκτώ προσφεύγοντες που έπαυσαν να ασκούν τα βουλευτικά καθήκοντά τους πριν το 2009, δεδομένου ότι οι τελευταίοι, ήδη κατά τον χρόνο λήξεως των καθηκόντων τους, είχαν αποκτήσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα.

30      Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι προϋποθέσεις κτήσεως του δικαιώματος επικουρικής συντάξεως, τις οποίες προβλέπει η ρύθμιση της 12ης Ιουνίου 1990, είναι σωρευτικές, οπότε μόνον η πλήρωση και της τελευταίας προϋποθέσεως συνιστά το γενεσιουργό συνταξιοδοτικού δικαιώματος γεγονός.

31      Λαμβανομένου υπόψη ότι οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η απόφαση της 1ης Απριλίου 2009 προσέβαλε τα κεκτημένα δικαιώματά τους, πρέπει καταρχάς να καθοριστεί αν, κατά τον χρόνο θέσεως σε ισχύ της εν λόγω αποφάσεως, είχαν όντως θεμελιώσει δικαίωμα επικουρικής συντάξεως.

32      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η απόφαση της 1ης Απριλίου 2009 είναι γενικού περιεχομένου και, ως εκ τούτου, κανονιστικού χαρακτήρα, καθόσον εφαρμόζεται στο σύνολο των βουλευτών που υπάγονται ή θα υπαχθούν μελλοντικά στο σύστημα επικουρικών συντάξεων (προπαρατεθείσα διάταξη Albertini κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 16 ανωτέρω, σκέψη 42). Ως πράξη γενικού περιεχομένου μη απευθυνόμενη σε συγκεκριμένο αποδέκτη, η εν λόγω απόφαση δεν έχρηζε ατομικής κοινοποιήσεως, αλλά έπρεπε να δημοσιευτεί προκειμένου να τεθεί σε ισχύ. Συγκεκριμένα, αποτελεί βασική αρχή της έννομης τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης μια πράξη της δημόσιας αρχής να μην μπορεί να αντιταχθεί στους πολίτες πριν τους δοθεί η δυνατότητα να λάβουν γνώση της εν λόγω πράξεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 1979, 98/78, Racke, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 55, σκέψη 15).

33      Δεδομένου ότι δεν επρόκειτο για πράξη ως προς την οποία το άρθρο 254 ΕΚ προέβλεπε δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα, οποιαδήποτε άλλη μορφή δημοσιεύσεως πρέπει να θεωρείται επαρκής. Όπως υποστηρίζει το Κοινοβούλιο, στο μέτρο που η απόφαση της 1ης Απριλίου 2009 συνιστούσε πράξη εσωτερικής οργανώσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι επιβάλλεται η κοινοποίησή της στους ενδιαφερομένους κατ’ εφαρμογή των κανόνων που θεσπίζονται στο εσωτερικό του θεσμικού οργάνου όσον αφορά τέτοιας φύσεως μέτρα. Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει στο παρελθόν ότι η τροποποίηση παραρτήματος της ρυθμίσεως ΕΑΒ μπορεί να ανακοινωθεί στους εν ενεργεία βουλευτές μέσω των παραδοσιακών τρόπων εσωτερικής επικοινωνίας του Κοινοβουλίου και ότι δεν χρειάζεται να αποτελέσει αντικείμενο ατομικής κοινοποιήσεως στους ενδιαφερομένους βουλευτές με αποδεικτικό παραλαβής (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C‑470/00 P, Κοινοβούλιο κατά Ripa di Meana κ.λπ., Συλλογή 2004, σ. I‑4167, σκέψεις 67 και 70).

34      Πρέπει συναφώς να γίνει δεκτό ότι μια δημοσίευση στην ιστοσελίδα του εσωτερικού δικτύου του Κοινοβουλίου, κατά τη συνήθη πρακτική του θεσμικού αυτού οργάνου, αρκούσε όσον αφορά τους εν ενεργεία βουλευτές. Αντιθέτως, λαμβανομένου υπόψη ότι οι πρώην βουλευτές παύουν να έχουν πρόσβαση στην ιστοσελίδα του εσωτερικού δικτύου του Κοινοβουλίου, ως προς αυτούς ήταν επιβεβλημένη η δημοσίευση στο διαδίκτυο. Επομένως, απομένει να εξεταστεί πότε έλαβε χώρα εν προκειμένω τέτοια δημοσίευση.

35      Απαντώντας σε ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, πρώτον, το Κοινοβούλιο επισήμανε ότι τα πρακτικά της συσκέψεως του Προεδρείου της 1ης Απριλίου 2009, τα οποία περιλαμβάνουν και την απόφαση της 1ης Απριλίου 2009, αναρτήθηκαν στην ιστοσελίδα του εσωτερικού δικτύου του, σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις, στις 11 Μαΐου 2009. Δεύτερον, το Κοινοβούλιο επισήμανε ότι η εν λόγω απόφαση ήταν διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του εσωτερικού του δικτύου στις 12 ή τις 13 Μαΐου 2009, πλην των αποδόσεων στη δανική και σλοβακική γλώσσα, οι οποίες αναρτήθηκαν στις 27 Μαΐου 2009. Οι επισημάνσεις αυτές, στηριζόμενες σε εικονιζόμενα επί της οθόνης και διασωθέντα κατά τη ροή τους στοιχεία που αποδείκνυαν ότι τα επίμαχα έγγραφα είχαν όντως δημιουργηθεί ή τροποποιηθεί κατά τις αναγραφόμενες ημερομηνίες, δεν αμφισβητήθηκαν από τους προσφεύγοντες.

36      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι η απόφαση της 1ης Απριλίου 2009 δεν μπορεί να τους αντιταχθεί λόγω μη νομότυπης κοινοποιήσεως.

37      Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι το Κοινοβούλιο απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η απόφαση της 1ης Απριλίου 2009 είχε δημοσιευτεί στην ιστοσελίδα του εσωτερικού δικτύου του, καθώς και στην ιστοσελίδα του στο διαδίκτυο, στις 13 και 27 Μαΐου 2007, αναλόγως της γλωσσικής αποδόσεως. Εν προκειμένω, ως πράξη γενικού περιεχομένου, η απόφαση αυτή επιβαλλόταν να τεθεί σε ισχύ την ίδια χρονική στιγμή για όλους τους πολίτες των οποίων επρόκειτο να επηρεάσει την έννομη κατάσταση, τόσο για λόγους ασφάλειας δικαίου όσο και για λόγους σχετικούς με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαρτίου 2011, C‑221/09, AJD Tuna, Συλλογή 2011, σ. Ι-1655, σκέψη 113). Επιπλέον, δεδομένου ότι η δυνατότητα του πολίτη να λάβει γνώση της πράξεως συνιστά προϋπόθεση του αντιτάξιμου χαρακτήρα της πράξεως αυτής, όπως υπομνήσθηκε με τη σκέψη 32 ανωτέρω, κρίσιμη ημερομηνία στο πλαίσιο της παρούσας εξετάσεως είναι εκείνη κατά την οποία παρασχέθηκε η δυνατότητα αυτή και στον τελευταίο από τους ενδιαφερομένους πολίτες.

38      Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως και, ειδικότερα, του γεγονότος ότι ορισμένα από τα πρόσωπα που αφορούσε η απόφαση της 1ης Απριλίου 2009 δεν διέθεταν πλέον πρόσβαση στα μέσα εσωτερικής επικοινωνίας του Κοινοβουλίου, η εν λόγω απόφαση τέθηκε σε ισχύ, ως προς το σύνολο των υπαγομένων στο σύστημα επικουρικών συντάξεων, στις 27 Μαΐου 2009. Επομένως, για τους σκοπούς της εξετάσεως του ζητήματος της υπάρξεως κεκτημένων δικαιωμάτων των προσφευγόντων, η ημερομηνία που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι η προαναφερθείσα.

39      Συναφώς, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, του δικαιώματος σε «κανονική» επικουρική σύνταξη με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας και, αφετέρου, του δικαιώματος σε πρόωρη επικουρική σύνταξη με τη συμπλήρωση του 50ού έτους της ηλικίας καθώς και του δικαιώματος καταβολής της εν λόγω συντάξεως εν μέρει υπό μορφή κεφαλαίου.

–       Επί του δικαιώματος σε επικουρική σύνταξη με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας

40      Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, της ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990 (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω), «κάθε βουλευτής που κατέβαλε εισφορές επί τουλάχιστον δύο έτη στο [σύστημα επικουρικών συντάξεων] δικαιούται μετά τη λήξη της θητείας του ισοβίας συντάξεως η οποία καταβάλλεται από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας του». Από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει σαφώς ότι, προκειμένου να θεμελιώσει δικαίωμα επικουρικής συντάξεως, ο βουλευτής πρέπει να πληροί σωρευτικά όλες τις ανωτέρω προϋποθέσεις, δηλαδή, πρώτον, να έχει καταβάλει εισφορές επί τουλάχιστον δύο έτη στο σύστημα επικουρικών συντάξεων, δεύτερον, να έχει παύσει να ασκεί τα καθήκοντά του και, τρίτον, να έχει συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του. Επομένως, γενεσιουργό του δικαιώματος σε επικουρική σύνταξη γεγονός είναι η πλήρωση, εκ μέρους του οικείου βουλευτή ή πρώην βουλευτή, και της τελευταίας από τις ανωτέρω προϋποθέσεις, οποιαδήποτε και αν είναι αυτή.

41      Τη διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να αναιρέσει η προπαρατεθείσα απόφαση Purvis κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 29 ανωτέρω. Οι προσφεύγοντες επικαλούνται ειδικότερα τη σκέψη 37 της εν λόγω αποφάσεως, η οποία έχει ως ακολούθως:

«Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη η ημερομηνία της 14ης Ιουλίου 2009 [ως κρίσιμη ημερομηνία για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου όσον αφορά το συνταξιοδοτικό δικαίωμα του προσφεύγοντος]. Πράγματι, το άρθρο 1, παράγραφος 1, της κανονιστικής ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990 ορίζει ως γενεσιουργό γεγονός του δικαιώματος λήψεως επικουρικής συντάξεως την ημερομηνία κατά την οποία παύει ο βουλευτής να ασκεί τα καθήκοντά του […], πράγμα το οποίο δεν αμφισβητούν οι διάδικοι. Επιπλέον, ο προσφεύγων έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντά του κατά την ημερομηνία αυτή. […] Ως εκ τούτου, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων απέκτησε τα συνταξιοδοτικά δικαιώματά του, ήτοι η 14η Ιουλίου 2009, ως αποτελούσα την κρίσιμη ημερομηνία για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου εν προκειμένω.»

42      Μολονότι αληθεύει, συναφώς, ότι το γράμμα της δεύτερης περιόδου της σκέψεως αυτής είναι τέτοιο ώστε, ερμηνευόμενο μεμονωμένα, θα μπορούσε πράγματι να δημιουργήσει την εντύπωση ότι το γενεσιουργό γεγονός του δικαιώματος σε επικουρική σύνταξη είναι η λήξη απλώς των καθηκόντων του βουλευτή, εντούτοις, από τα συμφραζόμενα, καθώς και από άλλες σκέψεις της ίδιας αποφάσεως, καθίσταται προφανές ότι η πρόταση αυτή δεν θέτει γενική αρχή, αλλά αφορά αποκλειστικά και μόνον τις συγκεκριμένες περιστάσεις της κρινόμενης υποθέσεως, σύμφωνα με τις οποίες η εκ μέρους του προσφεύγοντος λήξη των καθηκόντων του ως βουλευτή αποτελούσε την τελευταία προϋπόθεση από τις απαριθμούμενες στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990, και τις οποίες ο ενδιαφερόμενος όφειλε να τηρήσει.

43      Συγκεκριμένα, πρώτον, η δεύτερη περίοδος της σκέψεως 37 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Purvis κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 29 ανωτέρω, στηρίζεται –χωρίς να παραθέτει το γράμμα του– στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990, το οποίο απαριθμεί, όπως μόλις υπομνήσθηκε με τη σκέψη 40 ανωτέρω, τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις για τη θεμελίωση δικαιώματος σε επικουρική σύνταξη.

44      Δεύτερον, διαπιστώθηκε, με τη δεύτερη περίοδο της σκέψεως 38 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Purvis κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 29 ανωτέρω, ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, της κανονιστικής ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990 έχει την έννοια ότι τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των βουλευτών κτώνται αυτοδικαίως «εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αυτή προβλέπει». Αν ήταν κρίσιμη μόνον η προϋπόθεση η σχετική με τη λήξη των καθηκόντων, δεν θα είχε νόημα η μνεία, στην πρόταση αυτή, του όρου «προϋποθέσεις» στον πληθυντικό αριθμό.

45      Τρίτον, η πρώτη περίοδος της σκέψεως 50 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Purvis κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 29 ανωτέρω, διευκρινίζει ότι «οι βουλευτές αποκτούν το δικαίωμά τους επικουρικής συντάξεως με τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως το οποίο ορίζεται στα 60 έτη, βάσει του άρθρου 1 της κανονιστικής ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990». Το γεγονός ότι η πρόταση μνημονεύει, με τη σειρά της, μόνο μία από τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στην εν λόγω διάταξη, διαφορετική από εκείνη που επισημάνθηκε προγενέστερα, οφείλεται στο ότι εντάσσεται στο πλαίσιο αντικρούσεως συγκεκριμένου ισχυρισμού που προέβαλε ο προσφεύγων διάδικος στην υπόθεση εκείνη, αντικρούσεως στηριζόμενης σε συλλογιστική σχετική με την ηλικία. Κατά συνέπεια, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τη δεύτερη περίοδο της σκέψεως 37 της ίδιας αποφάσεως, η πρόταση αυτή καταδεικνύει το γεγονός ότι η μεμονωμένη μνεία μιας από τις προϋποθέσεις που απαριθμεί το άρθρο 1, παράγραφος 1, της ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990 για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος δεν συνεπάγεται ότι η εν λόγω προϋπόθεση είναι σημαντικότερη από τις υπόλοιπες, και μάλιστα η μόνη που ασκεί καθοριστική επιρροή.

46      Επιπλέον, με τα δικόγραφα των προσφυγών τους –τα οποία κατατέθηκαν μετά την έκδοση της προπαρατεθείσας αποφάσεως Purvis κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 29 ανωτέρω–, οι ίδιοι οι προσφεύγοντες άντλησαν επιχείρημα από το γεγονός ότι όλοι τους τήρησαν μια άλλη μεμονωμένη προϋπόθεση από τις απαριθμούμενες στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990, δηλαδή τη σχετική με την ελάχιστη περίοδο καταβολής εισφορών, προκειμένου να υποστηρίξουν ότι, δυνάμει του γεγονότος αυτού και μόνον, είχαν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, ανεξαρτήτως της ηλικίας τους και της ημερομηνίας λήξεως των βουλευτικών τους καθηκόντων. Η συλλογιστική αυτή, η οποία συγχέει τη συμπλήρωση του ελάχιστου χρόνου καταβολής εισφορών με την ημερομηνία θεμελιώσεως του συνταξιοδοτικού δικαιώματος καταδεικνύει με έναν ακόμη τρόπο ότι το συνταξιοδοτικό δικαίωμα κτάται μόνον κατά το χρονικό σημείο που πληρούνται σωρευτικά όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 1.

47      Κατά συνέπεια, προκύπτει ότι, στις 27 Μαΐου 2009, οι προσφεύγοντες δεν είχαν ακόμη θεμελιώσει δικαίωμα επικουρικής συντάξεως, δεδομένου ότι κατά την ημερομηνία αυτή κανένας από αυτούς δεν είχε συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του.

–       Επί του δικαιώματος πρόωρης επικουρικής συντάξεως με τη συμπλήρωση του 50ού έτους της ηλικίας και επί του δικαιώματος λήψεως τμήματος της επικουρικής συντάξεως υπό μορφή κεφαλαίου

48      Αντιθέτως προς το δικαίωμα «κανονικής» συντάξεως, το οποίο θεμελιώνεται αυτοδικαίως κατά το χρονικό σημείο που ο οικείος βουλευτής πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, της ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990 (βλ. σκέψη 44 ανωτέρω), η θεμελίωση του δικαιώματος πρόωρης συντάξεως προϋπέθετε επιπλέον, σύμφωνα με το παλαιό άρθρο 3, πρώτη περίοδος, της εν λόγω ρυθμίσεως, ότι ο ενδιαφερόμενος έχει συμπληρώσει το 50ό έτος της ηλικίας του καθώς και ότι έχει υποβάλει ρητή αίτηση προς τούτο.

49      Εν προκειμένω, μολονότι αληθεύει ότι οι περισσότεροι από τους προσφεύγοντες –ήτοι οι G. Berthu, D. R. Bowe, B. Donnelly, W. R. Inglewood, C. M. Oddy. N. Thomas-Mauro, V. Viola και M. Van Putten, που είχαν όλοι, στις 27 Μαΐου 2009, παύσει να ασκούν καθήκοντα βουλευτή ενώ είχαν επίσης υπερβεί το 50ό όριο της ηλικίας τους– δικαιούνταν να ζητήσουν τη χορήγηση πρόωρης επικουρικής συντάξεως πριν τη θέση σε ισχύ, στις 27 Μαΐου 2009, της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009, κανείς από αυτούς δεν υπέβαλε σχετική αίτηση πριν την εν λόγω ημερομηνία. Κατά συνέπεια, δεν μπόρεσαν να θεμελιώσουν δικαίωμα σε πρόωρη σύνταξη.

50      Όσον αφορά δε το δικαίωμα καταβολής τμήματος της επικουρικής συντάξεως υπό μορφή κεφαλαίου, τούτο προσέφερε απλώς μια επιλογή στους υπαγόμενους στο σύστημα βουλευτές ως προς την εκκαθάριση της συντάξεως. Η επιλογή αυτή προϋπέθετε επομένως την ύπαρξη συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Όπως δε αποδείχθηκε ανωτέρω, στις 27 Μαΐου 2009 οι προσφεύγοντες δεν είχαν θεμελιώσει ούτε δικαίωμα επικουρικής συντάξεως ούτε δικαίωμα πρόωρης επικουρικής συντάξεως. Κατά συνέπεια, η κατάργηση της δυνατότητας καταβολής τμήματος της συντάξεως υπό μορφή κεφαλαίου ουδόλως επηρέασε τα κεκτημένα δικαιώματα των προσφευγόντων.

51      Τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να αναιρέσουν τη διαπίστωση αυτή.

52      Πρώτον, οι προσφεύγοντες επικαλούνται το άρθρο 27, παράγραφος 2, του καθεστώτος των βουλευτών, σχετικά με τα κεκτημένα δικαιώματα στο πλαίσιο του συστήματος επικουρικών συντάξεων (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω), καθώς και ένα έγγραφο του Γενικού Γραμματέα του Κοινοβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2005, το οποίο παραπέμπει στη διάταξη αυτή.

53      Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι, δεδομένου ότι το καθεστώς των βουλευτών τέθηκε σε ισχύ μόλις στις 14 Ιουλίου 2009, όπως υπογραμμίζουν οι ίδιοι οι προσφεύγοντες με τα δικόγραφά τους, το άρθρο αυτό δεν είχε εφαρμογή στην απόφαση της 1ης Απριλίου 2009, η οποία τέθηκε σε ισχύ προγενέστερα. Επιπλέον, όπως διαπιστώθηκε με τις σκέψεις 47, 49 και 50 ανωτέρω, πριν από την έναρξη ισχύος της εν λόγω αποφάσεως, δηλαδή στις 27 Μαΐου 2009, οι προσφεύγοντες δεν ήταν σε θέση να δικαιολογήσουν κανένα κεκτημένο δικαίωμα δυνάμενο να προστατευθεί. Ως εκ τούτου, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να αντλούν επιχείρημα από το άρθρο 27, παράγραφος 2, του καθεστώτος των βουλευτών.

54      Δεύτερον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν με το υπόμνημά τους απαντήσεως ότι, υπό το πρίσμα των ιδιαιτεροτήτων που συνεπάγεται η άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων, κάθε μία από τις διαδοχικές βουλευτικές θητείες πρέπει να εκτιμάται μεμονωμένα, πράγμα που συνεπάγεται ότι, στο τέλος κάθε θητείας, θεμελιώνονται συνταξιοδοτικά δικαιώματα στοιχούντα στην αντίστοιχη θητεία.

55      Η αιτίαση αυτή στηρίζεται σιωπηρά, αλλά κατ’ ανάγκη, στο συμπέρασμα που συνάγουν οι προσφεύγοντες από την προπαρατεθείσα απόφαση Purvis κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 29 ανωτέρω, ότι το δικαίωμα επικουρικής συντάξεως θεμελιώνεται κατά τον χρόνο λήξεως των βουλευτικών καθηκόντων, ανεξαρτήτως συνδρομής των λοιπών προϋποθέσεων του άρθρου 1, παράγραφος 1, της ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990 (βλ. σκέψη 29 ανωτέρω). Συγκεκριμένα, μόνο στην περίπτωση αυτή και, επομένως, ειδικότερα, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κανονικό όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των 60 ετών, θα μπορούσαν οι προσφεύγοντες να έχουν αποκτήσει αυτοδικαίως, στο τέλος καθεμίας από τις διαδοχικές θητείες τους, μεμονωμένο συνταξιοδοτικό δικαίωμα λόγω των εισφορών που κατέβαλαν κατά τη διάρκεια της αντίστοιχης θητείας.

56      Όπως όμως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 40 ανωτέρω, το δικαίωμα επικουρικής συντάξεως γεννάται αποκλειστικά και μόνον κατά τον χρόνο πληρώσεως, εκ μέρους του οικείου βουλευτή, και της τελευταίας από τις προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, της ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990, οποιαδήποτε και αν είναι αυτή. Ως προς όλους τους προσφεύγοντες της υπό κρίση υποθέσεως, η τελευταία από τις εν λόγω προϋποθέσεις είναι η σχετική με τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, δεδομένου ότι όλοι κατέβαλαν εισφορές κατά τη διάρκεια της ελάχιστης περιόδου, όλοι έπαυσαν να ασκούν τα καθήκοντά τους και κανένας από αυτούς δεν έχει ακόμη συμπληρώσει το όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως (των 60 ετών πριν τις 14 Ιουλίου 2009 και των 63 ετών μετά την ημερομηνία αυτή). Κατά συνέπεια, ακόμα και αν υποτεθεί ότι το συνταξιοδοτικό δικαίωμα πρέπει να υπολογιστεί χωριστά για καθεμία από τις διαδοχικές θητείες που ολοκλήρωσαν οι προσφεύγοντες, όπως υποστηρίζουν οι τελευταίοι, δεν μπορεί να συναχθεί ότι θεμελίωσαν συνταξιοδοτικό δικαίωμα πριν τη θέση σε ισχύ της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009.

57      Συνεπώς, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, χωρίς να συντρέχει λόγος να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζει το Κοινοβούλιο, είναι απαράδεκτη ή αβάσιμη.

58      Τρίτον, οι προσφεύγοντες προβάλλουν επιχείρημα σχετικά με την καταχρηστική έλλειψη μεταβατικών μέτρων. Συναφώς, αρκεί η επισήμανση, στο παρόν στάδιο, ότι το επιχείρημα αυτό δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από προσβολή των κεκτημένων δικαιωμάτων. Συνεπώς, θα αποτελέσει αντικείμενο αναλύσεως στο πλαίσιο της εξετάσεως του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

59      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από προσβολή κεκτημένων δικαιωμάτων.

 Επί του δεύτερου σκέλους που αντλείται από προσβολή των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

–       Επί της αιτιάσεως που αντλείται από προσβολή της αρχής της ασφάλειας δικαίου

60      Όσον αφορά την προσβολή της αρχής της ασφάλειας δικαίου, οι προσφεύγοντες προβάλλουν δύο βασικά επιχειρήματα. Πρώτον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι, με την έκδοση της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009, το Προεδρείο παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου σε σχέση με τη «σύμβαση επικουρικής συντάξεως» καθώς και την αρχή της συνέχειας των συμβάσεων. Δεύτερον, κατά τους προσφεύγοντες, το Προεδρείο δεν ήταν αρμόδιο να τροποποιήσει την κανονιστική ρύθμιση της 12ης Ιουνίου 1990. Τρίτον, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις προσδόθηκε αναδρομική ισχύς.

61      Πρώτον, αρκεί να υπομνησθεί συναφώς ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το σύστημα επικουρικών συντάξεων εμπίπτει αποκλειστικά στα προνόμια δημόσιας εξουσίας που διαθέτει το Κοινοβούλιο προκειμένου να μπορεί να επιτελεί την αποστολή που του έχουν αναθέσει οι Συνθήκες. Κατά συνέπεια, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που συνεπάγεται το σύστημα αυτό για το Κοινοβούλιο και τους υπαγόμενους στο εν λόγω σύστημα βουλευτές εντάσσονται στο πλαίσιο της απορρέουσας από τη βουλευτική ιδιότητα σχέσεως που συνδέει το μεν με τους δε, με αποτέλεσμα να μην είναι συμβατικής φύσεως, αλλά να εμπίπτουν στο δημόσιο δίκαιο, τη δε διαπίστωση αυτή δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος εντάχθηκε εκουσίως στο οικείο σύστημα (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Purvis κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψεις 58 έως 62).

62      Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Προεδρείο ήταν αρμόδιο να εκδώσει την απόφαση της 1ης Απριλίου 2009 (προπαρατεθείσα απόφαση Purvis κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψεις 63 και 64).

63      Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, κατ’ ουσίαν, ότι η απόφαση της 1ης Απριλίου 2009 δεν είχε παραγάγει αποτελέσματα πριν τη θέση της σε ισχύ, καθόσον επηρέαζε μόνον τους βουλευτές που δεν είχαν ακόμα θεμελιώσει δικαίωμα επικουρικής συντάξεως κατά την ημερομηνία αυτή, οπότε δεν είχε αναδρομική ισχύ (προπαρατεθείσα απόφαση Purvis κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψεις 65 και 66).

64      Ως εκ τούτου, η αιτίαση περί προσβολής της αρχής της ασφάλειας δικαίου πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη.

–       Επί της αιτιάσεως που αντλείται από προσβολή της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

65      Οι προσφεύγοντες υπογραμμίζουν ότι εντάχθηκαν στο σύστημα επικουρικών συντάξεων, στηρίζοντας την απόφασή τους αυτή σε σαφείς και προκαθορισμένες προϋποθέσεις, και ότι ο επιδιωκόμενος από το Προεδρείο σκοπός δεν μπορεί να υπερισχύσει του συμφέροντός τους να διατηρήσουν τα κεκτημένα δικαιώματά τους. Επιπλέον, αυτή η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ενισχύθηκε από υπολογισμούς που πραγματοποίησε ενδεικτικά το ASBL στις 27 Απριλίου 2007 βάσει των κανόνων που είχαν εφαρμογή πριν την έκδοση της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009. Τέλος, το Κοινοβούλιο αναγνώρισε, με την απόφαση του Προεδρείου της 1ης Απριλίου 2009, ότι όφειλε να διασφαλίσει την τήρηση των δεσμεύσεων που είχε αναλάβει έναντι των ενταχθέντων στο σύστημα επικουρικών συντάξεων, τούτο δε ανεξαρτήτως της καταστάσεως του ταμείου.

66      Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το Κοινοβούλιο δεν παρέσχε διαβεβαιώσεις δυνάμενες να δημιουργήσουν στους υπαγόμενους στο σύστημα επικουρικών συντάξεων βουλευτές τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι οι προϋποθέσεις του συστήματος αυτού δεν επρόκειτο να μεταβληθούν στο μέλλον (προπαρατεθείσα απόφαση Purvis κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψη 70), ότι οι εκτιμήσεις στις οποίες προέβη το ASBL στις 27 Απριλίου 2001 δεν προέρχονταν από το Κοινοβούλιο (προπαρατεθείσα απόφαση Purvis κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψη 71) και ότι η δέσμευση που ανέλαβε το Προεδρείο επ’ ονόματι του Κοινοβουλίου, κατά τη συνεδρίασή του της 1ης Απριλίου 2009, προς διασφάλιση του δικαιώματος των ασφαλισμένων στο σύστημα επικουρικών συντάξεων βουλευτών να εισπράττουν επικουρική σύνταξη η οποία θα εξακολουθούσε να τους οφείλεται ακόμη και αν εξαντλούνταν οι πόροι του ταμείου σκοπούσε μόνο να κατοχυρώσει, στην πιθανή περίπτωση εξαντλήσεως των πόρων του ταμείου συντάξεων από την καταβολή του συνόλου των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που θα είχαν συσσωρεύσει τα μέλη, τα κεκτημένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των βουλευτών (προπαρατεθείσα απόφαση Purvis κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψη 73). Όπως όμως εκτέθηκε με τις σκέψεις 47, 49 και 50 ανωτέρω, στις 27 Μαΐου 2009 οι προσφεύγοντες δεν είχαν θεμελιώσει ακόμα συνταξιοδοτικό δικαίωμα.

67      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που αντλείται από προσβολή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, συνακόλουθα δε και ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από προσβολή των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως

 Επί της αιτιάσεως που αντλείται από προσβολή της αρχής της αναλογικότητας

68      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η απόφαση της 1ης Απριλίου 2009 θίγει τα συμφέροντά τους κατά τρόπο αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας. Η τάση που παρατηρείται στα υποχρεωτικά συνταξιοδοτικά συστήματα να χορηγείται συνταξιοδοτικό δικαίωμα στην ηλικία των 63 ετών στερείται σημασίας για το σύστημα επικουρικών συντάξεων που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες θεωρούν δυσανάλογη την κατάργηση όλων των «ειδικών τρόπων καταβολής» που προέβλεπαν τα παλαιά άρθρα 3 και 4 της ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 2009. Ειδικότερα, θα μπορούσε, αντί της καταργήσεως της επιλογής αυτής, να έχει μειωθεί το τμήμα των δυνάμενων να καταβληθούν υπό μορφή κεφαλαίου συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, χωρίς τούτο να προξενήσει προβλήματα στη χρηματοδότηση του ταμείου.

69      Το Κοινοβούλιο αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

70      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει της αρχής της αναλογικότητας, η νομιμότητα μιας ρυθμίσεως της Ένωσης εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι τα μέσα που εφαρμόζει είναι πρόσφορα για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται νομίμως με την εν λόγω ρύθμιση και δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρο, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται η δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να χρησιμοποιείται, καταρχήν, το λιγότερο επαχθές (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 5ης Ιουνίου 1996, T-162/94, NMB France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II-427, σκέψη 69).

71      Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά τη διαμόρφωση ενός συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Νοεμβρίου 2006, T-135/05, Campoli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I-A-2-297, II-A-2-1527, σκέψεις 71 και 72, και απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 19ης Ιουνίου 2007, F‑54/06, Davis κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I-A-1-165, II‑A‑1-911, σκέψη 165), όπως είναι το σύστημα επικουρικών συντάξεων που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως. Η δε νομιμότητα ενός μέτρου που θεσπίζεται σε αυτόν τον τομέα μπορεί να επηρεαστεί μόνον αν το επίμαχο μέτρο είναι προδήλως ακατάλληλο σε σχέση με τον σκοπό που είναι επιφορτισμένο να επιδιώκει το αρμόδιο όργανο (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις NMB France κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψη 70 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και Campoli κατά Επιτροπής, σκέψη 143).

72      Τέλος, η νομιμότητα μιας πράξεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τις νομικές και πραγματικές περιστάσεις όπως αυτές έχουν κατά τον χρόνο εκδόσεώς της (βλ. διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Οκτωβρίου 2003, T‑125/03 R και T‑253/03 R, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑4771, σκέψη 69 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 2001, C‑449/98 P, IECC κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑3875, σκέψη 87, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2000, T‑296/97, Alitalia κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑3871, σκέψη 86). Επομένως, τυχόν εκ των υστέρων θετική εξέλιξη των στοιχείων του ενεργητικού του ταμείου επικουρικών συντάξεων δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση του ζητήματος αν τα μέτρα τα οποία ελήφθησαν στο πλαίσιο της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009 συνάδουν με την αρχή της αναλογικότητας.

–       Επί της νομιμότητας του επιδιωκόμενου σκοπού

73      Όσον αφορά τον σκοπό που επιδιώκει η απόφαση της 1ης Απριλίου 2009, το Προεδρείο προέταξε, στο πλαίσιο εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, τους εξής επιδιωκόμενους σκοπούς:

–        να διασφαλίσει ότι οι βουλευτές που κατέβαλαν εισφορές στο καθεστώς προαιρετικής επικουρικής συντάξεως θα εισπράττουν σύνταξη βάσει του εν λόγω καθεστώτος,

–        να αποτρέψει στο μέτρο του δυνατού οποιεσδήποτε δημοσιονομικές επιπτώσεις επί των Ευρωπαίων φορολογουμένων,

–        να διασφαλίσει ότι το σύνολο των δαπανών κατανέμεται κατά τρόπο δίκαιο και αφού ληφθεί δεόντως υπόψη η ανάγκη να δίδονται δημόσια εξηγήσεις για τις αποφάσεις,

–        να διαφυλάξει στον μέγιστο δυνατό βαθμό τη ρευστότητα του ταμείου συντάξεων.

74      Διαπιστώνεται ότι, στο πλαίσιο της ασκήσεως της αρμοδιότητάς του να ρυθμίζει το σύστημα επικουρικών συντάξεων (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Purvis κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψεις 63 και 64), το Κοινοβούλιο ήταν θεμιτό να προβεί στην επιδίωξη των σκοπών αυτών. Συναφώς, υπενθυμίζεται ειδικότερα ότι το σύστημα επικουρικών συντάξεων στηρίζεται σε αναλογιστικό υπολογισμό, στο πλαίσιο του οποίου το σύνολο των ετήσιων ασφαλιστικών εισφορών των ασφαλισμένων και του Κοινοβουλίου πρέπει καταρχήν να καλύπτει το σύνολο των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν εντός του ιδίου έτους, με την εισφορά του ασφαλισμένου να αντιστοιχεί στο ένα τρίτο των εν λόγω δικαιωμάτων και εκείνη του Κοινοβουλίου στα δύο τρίτα (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Purvis κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψη 45). Σε περίπτωση που διαφανεί, στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, ότι οι προβλέψεις αποδοτικότητας των στοιχείων ενεργητικού του ταμείου βάσει των οποίων καθορίστηκε το ύψος των εισφορών ήταν υπερβολικά αισιόδοξες, τότε πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι εισφορές που κατέβαλαν στο παρελθόν οι ασφαλισμένοι και το Κοινοβούλιο ήταν στην πραγματικότητα πολύ χαμηλές για να χρηματοδοτήσουν τα αντίστοιχα συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Επομένως, προκειμένου να αποκατασταθεί η ισορροπία του συστήματος, είναι δικαιολογημένη η επιβολή πρόσθετων εισφορών τόσο στους ασφαλισμένους όσο και στο Κοινοβούλιο.

75      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι εκτιμήσεις που ισχύουν για τα υποχρεωτικά συνταξιοδοτικά συστήματα στερούνται σημασίας για τη δικαιολόγηση της αυξήσεως του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως στην περίπτωση συστήματος επικουρικών συντάξεων. Συναφώς, είναι ασφαλώς αληθές ότι από την τρίτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009 προκύπτει ότι η ηλικία των 63 ετών, ως νέο όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, έχει επιλεγεί προφανώς με κριτήριο το όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως που προβλέπει το άρθρο 14 του καθεστώτος των βουλευτών. Εν πάση περιπτώσει, όπως προκύπτει από την πρώτη και τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της ίδιας αποφάσεως και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων εκδόσεώς της, η απόφαση να αυξηθεί το όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως στο πλαίσιο του συστήματος επικουρικών συντάξεων αιτιολογήθηκε κατ’ ουσίαν από τη δυσχερή οικονομική κατάσταση του επικουρικού ταμείου συντάξεων, ειδικότερα δε από την οξεία κρίση ρευστότητας που αναμενόταν εντός σύντομου χρονικού διαστήματος, και όχι από τη μέριμνα ευθυγραμμίσεως προς ορισμένο όριο ηλικίας προβλεπόμενο σε άλλα συστήματα. Επομένως, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του πρόσφορου προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού χαρακτήρα των ληφθέντων μέτρων

76      Όσον αφορά τον πρόσφορο χαρακτήρα των ληφθέντων μέτρων να επιτύχουν τον επιδιωκόμενο σκοπό, πρέπει να υπομνησθεί η οικονομική κατάσταση του ταμείου συντάξεων στις αρχές του 2009, όπως αυτή περιγράφεται μεταξύ άλλων στα σημεία 4 έως 6 του εγγράφου του Γενικού Γραμματέα του Κοινοβουλίου της 1ης Απριλίου 2009 προς τα μέλη του Προεδρείου, καθώς και στην πρώτη και τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009. Αυτή η κατάσταση χαρακτηριζόταν από σαφή επιδείνωση λόγω των συνεπειών της χρηματοπιστωτικής κρίσεως που σοβούσε και λόγω του διαφαινόμενου κινδύνου, μετά τη θέση σε ισχύ του καθεστώτος των βουλευτών τον Ιούλιο του 2009, να μην επαρκούν οι διαθέσιμοι πόροι για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων καταβολής των συντάξεων συνεπεία της παύσεως των ασφαλιστικών εισφορών των μη επανεκλεγέντων στο Κοινοβούλιο ασφαλισμένων και της ανεπαρκούς αποδόσεως των επενδύσεων.

77      Συγκεκριμένα, η εξέλιξη της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού του ταμείου από το τέλος του 2006 μέχρι τις αρχές του 2009 μειώθηκε κατά 28,3 %, όπως προκύπτει από τον ακόλουθο πίνακα:

 

31/12/2006

30/06/2007

30/06/2008

30/09/2008

31/12/2008

28/02/2009

Καθαρή αξία στοιχείων του ενεργητικού (σε EUR)

202 153 585

218 083 135

189 406 299

180 628 488

159 047 636

144 973 916


78      Ομοίως, ο συντελεστής καλύψεως των καταβλητέων συντάξεων, που ανερχόταν στο 92 % στις 30 Ιουνίου 2007, δεν υπερέβαινε πλέον το 63 % στις 31 Δεκεμβρίου 2008.

79      Εξάλλου, κατά το έγγραφο του Γενικού Γραμματέα του Κοινοβουλίου της 1ης Απριλίου 2009, το μηνιαίο κόστος των καταβλητέων συντάξεων υπολογιζόταν σε 1 000 000 ευρώ από τον Αύγουστο του 2009. Προβλεπόταν επίσης ότι, από το 2010, τα διαθέσιμα κεφάλαια του ταμείου δεν θα επαρκούσαν για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων καταβολής συντάξεων και ότι, ως εκ τούτου, θα αναγκαζόταν να ρευστοποιήσει τα στοιχεία του ενεργητικού του ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις αυτές. Συγκεκριμένα, από τις εκθέσεις σχετικά με την κεφαλαιακή επάρκεια του ταμείου συντάξεων της 28ης Φεβρουαρίου 2009 συνάγεται ότι τα κεφάλαια που είχαν συγκεντρωθεί από το ASBL και τη SICAV, ήτοι τα ποσά που ήταν αμέσως διαθέσιμα και χωρίς επιπλέον έξοδα, προκειμένου να τακτοποιηθούν οι τρέχουσες υποχρεώσεις, ανέρχονταν, κατά την ανωτέρω ημερομηνία, σε 5 000 000 ευρώ περίπου. Σύμφωνα με το έγγραφο του Γενικού Γραμματέα του Κοινοβουλίου της 1ης Απριλίου 2009, η εξάντληση των στοιχείων ενεργητικού του ταμείου προβλεπόταν για το 2023.

80      Οι προβλέψεις αυτές είχαν πραγματοποιηθεί βάσει εκ των προτέρων προσομοιώσεων στις οποίες προέβη το Κοινοβούλιο την 1η Απριλίου 2009, λαμβανομένης υπόψη μιας ανεξάρτητης αναλογιστικής μελέτης την οποία είχε παραγγείλει το ίδιο θεσμικό όργανο και η οποία αξιολογούσε την κατάσταση του ταμείου στις 30 Ιουνίου 2007 (στο εξής: αναλογιστική μελέτη), καθώς και δύο ενημερωμένων εκδόσεων της μελέτης αυτής στις 31 Δεκεμβρίου 2008 και 28 Φεβρουαρίου 2009 αντιστοίχως. Οι προσομοιώσεις αυτές προέβλεπαν ότι 105 βουλευτές που ήταν ασφαλισμένοι στο σύστημα επικουρικών συντάξεων επρόκειτο να συνταξιοδοτηθούν κατά το δεύτερο ήμισυ του 2009. Ο αριθμός αυτός υπολογίσθηκε λαμβανομένων υπόψη μόνον των ασφαλισμένων που επρόκειτο να συμπληρώσουν το 60ό έτος της ηλικίας τους εντός του δευτέρου εξαμήνου του 2009 και με κριτήριο τον μέσο συντελεστή ανανεώσεως των βουλευτών που ανερχόταν σε 50 %. Εάν το σύνολο αυτό των 105 βουλευτών ζητούσε να λάβει το 25 % της επικουρικής συντάξεώς του υπό μορφή κεφαλαίου, τούτο θα αντιπροσώπευε περαιτέρω δαπάνη ύψους περίπου 7 900 000 ευρώ για το ταμείο, πράγμα το οποίο θα το υποχρέωνε να ρευστοποιήσει ένα τμήμα των στοιχείων του ενεργητικού του σε τιμές εξαιρετικά χαμηλές λόγω της οικονομικής κρίσεως, λαμβανομένων υπόψη των ισχνών διαθέσιμων κεφαλαίων. Αντιθέτως, οι εν λόγω προσομοιώσεις δεν λάμβαναν υπόψη τους πρώην βουλευτές που θα μπορούσαν να συνταξιοδοτηθούν πρόωρα στην ηλικία των 50 ετών, δεδομένου ότι σπανίως κατά το παρελθόν είχε επιλεγεί η δυνατότητα αυτή.

81      Υπό το πρίσμα των στοιχείων αυτών, παρίσταται ότι η απόφαση της 1ης Απριλίου 2009 ήταν σε θέση να επιτύχει, ή τουλάχιστον να προωθήσει, πολλούς από τους σκοπούς που αναφέρονται στη σκέψη 73 ανωτέρω.

82      Συγκεκριμένα, τόσο η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως κατά τρία έτη όσο και η κατάργηση της δυνατότητας εισπράξεως τμήματος της συντάξεως υπό μορφή κεφαλαίου αλλά και η κατάργηση της πρόωρης συνταξιοδοτήσεως είχαν ως αποτέλεσμα να αναβληθούν οι πληρωμές στις οποίες θα υποχρεωνόταν σε διαφορετική περίπτωση να προβεί το ταμείο συντάξεων από το δεύτερο ήμισυ του 2009. Επομένως, τα μέτρα αυτά ήταν πρόσφορα για την άμεση αποτροπή μιας κρίσης ρευστότητας του ταμείου συντάξεων, τυχόν ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων υπό δυσμενείς όρους και σημαντικής απώλειας ποσών ως διαφυγόντων κερδών, με αποτέλεσμα την επίτευξη των σκοπών που αναφέρονται στη σκέψη 73 ανωτέρω.

83      Επιπλέον, αντιθέτως προς τα δύο άλλα μέτρα, η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως δεν άφησε ανεπηρέαστη την αναλογιστική αξία των συντάξεων τις οποίες μπορούσαν να προσδοκούν οι ενδιαφερόμενοι ασφαλισμένοι, δεδομένου ότι η συνολική διάρκεια καταβολής της συντάξεως μειώθηκε κατά τρία έτη, ενώ ταυτόχρονα διατηρήθηκε το μηνιαίο ποσό προς είσπραξη από τους μελλοντικούς δικαιούχους. Επομένως, το μέτρο αυτό ήταν επιπλέον σε θέση να βελτιώσει τον συντελεστή καλύψεως των καταβλητέων συντάξεων, σε σχέση με τα αριθμητικά στοιχεία που παρατίθενται στη σκέψη 78 ανωτέρω, προωθώντας με τον τρόπο αυτό τον πρώτο, τον δεύτερο και τον τρίτο από τους σκοπούς που αναφέρει η σκέψη 73 ανωτέρω.

84      Οι προσφεύγοντες δεν αμφισβήτησαν εν γένει τη δυσχερή οικονομική κατάσταση του ταμείου συντάξεων που εκτίθεται στις σκέψεις 76 έως 79 ανωτέρω, αλλά προέβαλαν δύο επιχειρήματα κατά των διαπιστώσεων του Προεδρείου όσον αφορά την έκταση του αναμενόμενου ελλείμματος και το ποσό των διαθέσιμων κεφαλαίων.

85      Πρώτον, οι προσφεύγοντες παραπέμπουν σε χωρίο της αρχικής αναλογιστικής μελέτης που μνημονεύεται στη σκέψη 80 ανωτέρω. Από το χωρίο αυτό προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι η επιλογή του ασφαλισμένου να εισπράξει τμήμα της συντάξεώς του υπό μορφή κεφαλαίου είναι σχεδόν ουδέτερη όσον αφορά την αναλογιστική αξία, οπότε ουδόλως συντελεί στη δημιουργία ελλείμματος στη χρηματοδότηση του ταμείου συντάξεων.

86      Συναφώς, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ήδη ότι η αρχική αναλογιστική μελέτη στηριζόταν μεταξύ άλλων στην πρόβλεψη ότι τα στοιχεία ενεργητικού του ταμείου θα είχαν ετήσια απόδοση της τάξεως του 6,99 %, η δε πρόβλεψη αυτή βασιζόταν σε προβολή στο μέλλον της αναπτύξεως που είχε σημειωθεί πριν τις 30 Ιουνίου 2007, ενώ η πραγματική ανάπτυξη υπήρξε σταθερά αρνητική από τις 30 Ιουνίου 2007 μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2009. Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε από τα ανωτέρω ότι τα πορίσματα της μελέτης εκείνης ουδεμία επιρροή ασκούσαν για την εκτίμηση της χρηματοοικονομικής καταστάσεως του ταμείου επικουρικών συντάξεων κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009 (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Purvis κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψεις 103 και 104).

87      Δεύτερον, εν πάση περιπτώσει, το χωρίο της αρχικής αναλογιστικής μελέτης που επικαλούνται οι προσφεύγοντες αφορά αποκλειστικά την καταβολή τμήματος της συντάξεως υπό μορφή κεφαλαίου και όχι την πρόωρη συνταξιοδότηση ή την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως.

88      Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα το οποίο αντλείται από συγκεκριμένο χωρίο της αρχικής αναλογιστικής μελέτης.

89      Δεύτερον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η αξία των διαθεσίμων του ταμείου συντάξεων ήταν περίπου 8 000 000 ευρώ στις 28 Φεβρουαρίου 2009 και όχι περίπου 5 000 000 ευρώ, όπως υποστηρίζει το Κοινοβούλιο (βλ. σκέψη 79 ανωτέρω). Προβάλλουν δε συναφώς πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως εκ μέρους του Προεδρείου. Οι προσφεύγοντες στηρίζονται σε μια ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων χρονολογούμενων από τον Μάρτιο του 2011. Το πρώτο ηλεκτρονικό μήνυμα απεστάλη στις 30 Μαρτίου 2011 από μέλος της επιτροπής επενδύσεων του ταμείου συντάξεων προς τον διαχειριστή του ταμείου και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το ακόλουθο χωρίο:

«Το συνολικό επίπεδο διαθεσίμων κατά τα τέλη του Φεβρουαρίου 2009 ήταν περίπου οκτώ εκατομμύρια ευρώ:

Διαθέσιμα [SICAV] 6 885 045 ευρώ (που περιλαμβάνουν 3 869 848 ευρώ) (σελίδα 11 του πακέτου 2009 02 27 NAV)

Διαθέσιμα ASBL 1 172 163 ευρώ.»

90      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο αριθμός των 8 εκατομμυρίων ευρώ σε διαθέσιμα κεφάλαια που αναγράφεται στο προπαρατεθέν ηλεκτρονικό μήνυμα της 30ής Μαρτίου 2011 προκύπτει ενδεχομένως από σύγχυση μεταξύ των κεφαλαίων που ήταν άμεσα διαθέσιμα χωρίς την καταβολή εξόδων, αφενός, και των στοιχείων του ενεργητικού που είχαν επενδυθεί σε διάφορα νομίσματα σε επενδυτικούς λογαριασμούς και τα οποία δεν ήταν άμεσα διαθέσιμα χωρίς την καταβολή εξόδων, αφετέρου (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Purvis κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψη 111).

91      Κατά συνέπεια, το επιχείρημα που αντλείται από την εν λόγω ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων πρέπει να απορριφθεί, όπως ακριβώς και η αιτίαση που στηρίζεται σε φερόμενη πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

–       Επί της επιλογής του λιγότερο επαχθούς μέτρου

92      Όσον αφορά την επιλογή του λιγότερο επαχθούς μέτρου, πρώτον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η κατάργηση κάθε δυνατότητας των ασφαλισμένων στο σύστημα επικουρικών συντάξεων να λάβουν μέρος της συντάξεώς τους υπό μορφή κεφαλαίου είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, ενώ θα μπορούσε ενδεχομένως να έχει προβλεφθεί περιορισμός του ποσοστού της συντάξεως που μπορεί να κεφαλαιοποιηθεί προκαταβολικά ή εφάπαξ.

93      Αφενός, επισημαίνεται ότι οι κατά προσέγγιση υπολογισμοί που παρατίθενται στη σκέψη 79 ανωτέρω προϋπέθεταν ότι το σύνολο των 105 πρώην βουλευτών που ήταν ασφαλισμένοι στο σύστημα επικουρικών συντάξεων και είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν αίτηση συνταξιοδοτήσεως κατά το δεύτερο ήμισυ του 2009 θα επέλεγαν να εισπράξουν το μέγιστο ποσοστό, ήτοι 25 % της συντάξεώς τους υπό μορφή κεφαλαίου. Συνεπώς, είναι αληθές ότι οι αριθμοί αυτοί αντιστοιχούσαν εν προκειμένω στη χειρίστη των υποθέσεων και ότι θα ήταν δυνατόν οι πραγματικές δαπάνες του ταμείου, κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2009, να είναι μικρότερες. Εντούτοις, η υπόθεση αυτή δεν μπορούσε να αποκλεισθεί σε καμία περίπτωση.

94      Αφετέρου, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 80 ανωτέρω, οι εν λόγω υπολογισμοί δεν είχαν λάβει υπόψη ενδεχόμενες αιτήσεις πρόωρης συνταξιοδοτήσεως, παραβλέποντας με τον τρόπο αυτό έναν χρηματοοικονομικό κίνδυνο, περιορισμένο βέβαια, αλλά υπαρκτό, που αντιμετώπιζε το ταμείο συντάξεων. Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι, δεδομένης της ανωτέρω περιγραφείσας οικονομικής καταστάσεως του ταμείου συντάξεων, επιβαλλόταν η ανάληψη προσεκτικών πρωτοβουλιών που θα διαφύλασσαν στον μέγιστο βαθμό τη βραχυπρόθεσμη ρευστότητα του ταμείου. Πρέπει επίσης να υπομνησθεί, στο πλαίσιο αυτό, ότι τόσο η κατάργηση της καταβολής υπό μορφή κεφαλαίου όσο και η κατάργηση της πρόωρης συνταξιοδοτήσεως συνιστούσαν ουδέτερα μέτρα όσον αφορά την αναλογιστική αξία. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η κατάργηση των δύο αυτών επιλογών δεν συνιστά ιδιαίτερα επαχθές μέτρο για τους ασφαλισμένους του συστήματος επικουρικών συντάξεων.

95      Επομένως, ούτε η κατάργηση της καταβολής τμήματος της συντάξεως υπό μορφή κεφαλαίου ούτε η κατάργηση της πρόωρης συνταξιοδοτήσεως μπορούν να χαρακτηριστούν ως προδήλως ακατάλληλα μέτρα, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατέθηκε με τη σκέψη 71 ανωτέρω, για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η απόφαση της 1ης Απριλίου 2009 και απαριθμούνται στη σκέψη 73 ανωτέρω. Κατά συνέπεια, τα μέτρα αυτά ήταν σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας.

96      Δεύτερον, οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι, προκειμένου η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως κατά τρία έτη να κριθεί σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, ήταν αναγκαία η εφαρμογή μεταβατικών μέτρων.

97      Πρώτον, επισημαίνεται συναφώς ότι η απόφαση της 1ης Απριλίου 2009 προέβλεπε μεταβατικό μέτρο. Συγκεκριμένα, μολονότι το όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως αυξήθηκε καταρχήν στα 63 έτη από την πρώτη ημέρα της έβδομης βουλευτικής περιόδου –δηλαδή από τις 14 Ιουλίου 2009–, οι ασφαλισμένοι οι οποίοι είχαν συμπληρώσει κατά την ημερομηνία αυτή το 60ό έτος της ηλικίας τους είχαν ακόμη τη δυνατότητα να συνταξιοδοτηθούν εντός προθεσμίας τριών μηνών. Επομένως, οι προσφεύγοντες αξιώνουν την εφαρμογή πρόσθετων μεταβατικών διατάξεων υπέρ των πρώην βουλευτών οι οποίοι, στις 14 Ιουλίου 2009, δεν είχαν ακόμη συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας τους.

98      Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 74 ανωτέρω, σε περίπτωση που διαφανεί, στο πλαίσιο συνταξιοδοτικού συστήματος χρηματοδοτούμενου από το ταμείο, ότι οι προβλέψεις αποδοτικότητας των στοιχείων ενεργητικού του ταμείου βάσει των οποίων καθορίστηκε το ύψος των εισφορών ήταν υπερβολικά αισιόδοξες, τότε πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι εισφορές που καταβλήθηκαν στο παρελθόν ήταν στην πραγματικότητα πολύ χαμηλές για να χρηματοδοτήσουν τα αντίστοιχα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, οπότε, προκειμένου να αποκατασταθεί η ισορροπία του συστήματος, είναι δικαιολογημένη η επιβολή πρόσθετων εισφορών τόσο στους ασφαλισμένους όσο και στο Κοινοβούλιο.

99      Εν προκειμένω, όσον αφορά την εισφορά του Κοινοβουλίου, υπογραμμίζεται ότι, στα πλαίσιο της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009, το θεσμικό αυτό όργανο, αφενός, παραιτήθηκε, στις περιπτώσεις του άρθρου 1, παράγραφοι 5 και 6, της ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990, κατά τις οποίες ένας ασφαλισμένος αποφασίζει να εγκαταλείψει το σύστημα και να ζητήσει την επιστροφή των εισφορών του, από τις ρήτρες που του επέτρεπαν να αξιώσει την επιστροφή του ποσοστού των εισφορών που το ίδιο είχε καταβάλει, με αποτέλεσμα το ποσοστό αυτό να παραμένει στο ταμείο συντάξεων και, αφετέρου, εξασφάλισε το δικαίωμα των βουλευτών του που υπάγονται στο σύστημα επικουρικών συντάξεων να εισπράξουν τη σύνταξή τους, ακόμη και στην περίπτωση εξαντλήσεως των κεφαλαίων του ταμείου.

100    Συναφώς, είναι άνευ σημασίας το ζήτημα αν, όπως υποστήριξαν οι προσφεύγοντες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Κοινοβούλιο είχε αναλάβει ήδη τη δέσμευση αυτή πριν την έκδοση της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009. Συγκεκριμένα, ακόμα και αν υποτεθεί ότι τούτο ισχύει, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, παρά τη θέσπιση των μέτρων που ελήφθησαν στο πλαίσιο της αποφάσεως αυτής, η πρόωρη εξάντληση των κεφαλαίων του ταμείου παρέμενε αναμενόμενη.

101    Επομένως, από την αρχική αναλογιστική μελέτη προκύπτει ότι το ταμείο συντάξεων θα πρέπει να καταβάλει παροχές του συστήματος επικουρικών συντάξεων μέχρι το 2088. Αντιθέτως, μια μελέτη του αναλογιστή του ταμείου επικουρικών συντάξεων, που εκπονήθηκε τον Απρίλιο του 2010, συνεκτιμώμενης της καταστάσεως ως είχε την 31η Δεκεμβρίου 2009, και της οποίας τα πορίσματα δεν αμφισβήτησαν οι διάδικοι, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, λαμβανομένων υπόψη των μέτρων που ελήφθησαν στο πλαίσιο της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009, η ημερομηνία εξαντλήσεως των κεφαλαίων του ταμείου μετατέθηκε μόνον κατά τρία έτη στο έτος 2026, τούτο δε, μεταξύ άλλων, χάρη σε εξαιρετική απόδοση της τάξεως του 17 % για το έτος 2009.

102    Κατά συνέπεια, το Κοινοβούλιο θα φέρει, κατά πάσα πιθανότητα, το σύνολο των οικονομικών υποχρεώσεων του ταμείου συντάξεων μεταξύ των ετών 2026 και 2088.

103    Όσον αφορά την εισφορά των ασφαλισμένων στο σύστημα επικουρικών συντάξεων, με τη σκέψη 94 ανωτέρω επισημάνθηκε ήδη ότι η κατάργηση των δυνατοτήτων πρόωρης συνταξιοδοτήσεως και καταβολής τμήματος της συντάξεως υπό μορφή κεφαλαίου συνιστούσαν ουδέτερα μέτρα όσον αφορά την αναλογιστική αξία. Ως εκ τούτου, η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως ήταν το μόνο μέτρο που επηρέαζε την αξία των συντάξεων τις οποίες θα μπορούσαν να προσδοκούν οι ασφαλισμένοι, οπότε μπορούσε να θεωρηθεί ότι επηρεάζει τα υπό ωρίμανση δικαιώματα των ασφαλισμένων.

104    Τρίτον, επισημαίνεται, όπως ακριβώς υποστήριξε και το Κοινοβούλιο, ότι η οποιαδήποτε θέσπιση μεταβατικών μέτρων θα είχε θέσει σε κίνδυνο την προώθηση των σκοπών που επιδιώκει η απόφαση της 1ης Απριλίου 2009. Τούτο ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση της αυξήσεως του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, η οποία είχε ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, να αναβληθεί για τρία έτη η έναρξη καταβολής των επικουρικών συντάξεων σε όλους τους ασφαλισμένους οι οποίοι είχαν παύσει να είναι μέλη του Κοινοβουλίου και οι οποίοι, στις 14 Ιουλίου 2009, δεν είχαν συμπληρώσει ακόμη το 60ό έτος της ηλικίας τους, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στη διατήρηση της ρευστότητας του ταμείου. Συγκεκριμένα, η θέσπιση μεταβατικών μέτρων υπέρ των εν λόγω ασφαλισμένων θα είχε ως αποτέλεσμα να επισπευσθεί η ημερομηνία κατά την οποία αυτοί θα μπορούσαν να ζητήσουν τη χορήγηση επικουρικής συντάξεως.

105    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι το σύστημα επικουρικών συντάξεων των βουλευτών του Κοινοβουλίου ήταν το 2009 καταδικασμένο να καταρρεύσει. Συγκεκριμένα, αφενός, σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 4, του καθεστώτος των βουλευτών (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω), στο σύστημα αυτό δεν μπορούσαν πλέον να υπαχθούν νέοι ασφαλισμένοι μετά το πέρας της έκτης βουλευτικής περιόδου, δηλαδή στις 13 Ιουλίου 2009. Αφετέρου, κατά την ίδια αυτή ημερομηνία, το ταμείο συντάξεων θα έπαυε να εισπράττει τις εισφορές μεγάλου αριθμού ασφαλισμένων μη επανεκλεγέντων στο Κοινοβούλιο. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη παρεκκλίσεως που αναφέρεται στη σκέψη 97 ανωτέρω, οι μη επανεκλεγέντες ασφαλισμένοι οι οποίοι ήταν 60 ετών και άνω μπορούσαν να συνταξιοδοτηθούν από τις 14 Ιουλίου 2009.

106    Κατά συνέπεια, δεν ήταν δυνατό να αποκατασταθεί προοδευτικά η ισορροπία του συστήματος επικουρικών συντάξεων των βουλευτών του Κοινοβουλίου για χρονικό διάστημα περισσοτέρων ετών, μέσω της πρόβλεψης γενναιότερων μεταβατικών μέτρων. Αντιθέτως, ήταν απαραίτητο να ληφθούν μέτρα διασφαλίζοντα άμεσα τη διατήρηση επαρκούς επιπέδου ρευστότητας προς αποτροπή οποιασδήποτε πρόωρης ρευστοποίησης των στοιχείων ενεργητικού του ταμείου συντάξεων. Υπό τις περιστάσεις αυτές, κάθε πρόσθετη παραχώρηση υπέρ των ασφαλισμένων που πλησίαζαν την ηλικία των 60 ετών ενείχε τον κίνδυνο να διακυβεύσει τους επιδιωκόμενους από την απόφαση της 1ης Απριλίου 2009 σκοπούς. Επομένως, δεδομένου ότι η θέσπιση λιγότερο επαχθών μέτρων δεν θα είχε αρκέσει για την προώθηση, στην ίδια έκταση, των κατά τη σκέψη 73 ανωτέρω διαφόρων σκοπών, ήταν δικαιολογημένη η θέσπιση μέτρων που επηρέαζαν τα υπό ωρίμανση δικαιώματα για χορήγηση συντάξεως, δηλαδή, η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, τούτο δε χωρίς να προβλέπονται μεταβατικά μέτρα υπέρ των ασφαλισμένων που πλησίαζαν την ηλικία των 60 ετών κατά την ημερομηνία της 14ης Ιουλίου 2009.

107    Συναφώς, προστίθεται ότι η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως δεν υπερέβαινε το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των προαναφερθέντων σκοπών, όπως επιτάσσει η νομολογία που παρατέθηκε με τη σκέψη 70 ανωτέρω. Συγκεκριμένα, όπως επισημάνθηκε με τις σκέψεις 100 και 101 ανωτέρω, το εν λόγω μέτρο ήταν ικανό απλώς να μεταθέσει την ημερομηνία πρόωρης εξαντλήσεως των κεφαλαίων του ταμείου, η δε εξάντληση αυτή παρέμενε εν πάση περιπτώσει αναμενόμενη. Κατά συνέπεια, μεταξύ άλλων, ο σκοπός που συνίστατο στο «να [αποτραπούν] στο μέτρο του δυνατού οποιεσδήποτε δημοσιονομικές επιπτώσεις επί των Ευρωπαίων φορολογουμένων» δεν επιτεύχθηκε πλήρως. Επομένως, κατά μείζονα λόγο, τα μέτρα που θεσπίστηκαν στο πλαίσιο της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009 δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ακατάλληλα σε σχέση με τους κατά τη σκέψη 73 ανωτέρω σκοπούς υπό την έννοια της παρατιθέμενης στη σκέψη 71 ανωτέρω νομολογίας.

108    Τέλος, τρίτον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η έλλειψη μεταβατικών μέτρων δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, σε συνάρτηση με τον σκοπό που επιδιώκει η απόφαση της 1ης Απριλίου 2009, καθόσον από καμία σχετική αιτιολογία της δεν μπορεί να εξακριβωθεί αν τέτοιας φύσεως μέτρα θα είχαν διακυβεύσει τον σκοπό αυτό. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγοντες προσέθεσαν ότι, πριν την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, δεν έλαβε χώρα διαβούλευση με τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ASBL. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, μολονότι αληθεύει ότι η πρώτη και η δεύτερη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009 περιγράφουν απλώς εν συντομία την οικονομική κατάσταση του ταμείου συντάξεων, εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι καθιστούν προφανή την ανάγκη να διατηρηθεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό η ρευστότητά του. Όπως προκύπτει δε από τις εκτιμήσεις που εκτίθενται με τις σκέψεις 104 έως 106 ανωτέρω, η ανάγκη ακριβώς αυτή δικαιολογεί την επιλογή του Προεδρείου να μη συμπεριλάβει στην απόφαση της 1ης Απριλίου 2009 πρόσθετα μεταβατικά μέτρα. Επιπλέον, πριν την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, η οικονομική κατάσταση του ταμείου συντάξεων καθώς και τα μέτρα που σχεδιάζονταν για την επανόρθωσή της είχαν συζητηθεί εξαντλητικά κατά τη διάρκεια πολλών συσκέψεων με τα διευθύνοντα στελέχη του ταμείου και τους εκπροσώπους του ASBL, η τελευταία δε από τις συσκέψεις αυτές έλαβε χώρα στις 31 Μαρτίου 2009. Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να προβάλουν εγκύρως έλλειψη σχετικής αιτιολογίας όσον αφορά τη μη θέσπιση μεταβατικών μέτρων.

109    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που αντλείται από προσβολή της αρχής της αναλογικότητας.

 Επί της αιτιάσεως που αντλείται από προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

110    Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η απόφαση της 1ης Απριλίου 2009 εισάγει δυσμενείς διακρίσεις, καθόσον αυξάνει το όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, χωρίς να προβλέπει μεταβατικά μέτρα. Συναφώς, οι προσφεύγοντες αναφέρουν δύο παραδείγματα σχετικά με την τροποποίηση των κοινοτικών συνταξιοδοτικών συστημάτων για τα οποία το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχε προβλέψει τέτοια μεταβατικά μέτρα. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες θεωρούν ότι εισάγεται δυσμενής διάκριση μεταξύ, αφενός, των βουλευτών που έχουν συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας τους πριν τις 14 Ιουλίου 2009 και, αφετέρου, εκείνων που το συμπληρώνουν μετά την ημερομηνία αυτή και ως προς τους οποίους θα εφαρμοστούν όλοι οι περιορισμοί των κεκτημένων δικαιωμάτων οι οποίοι απορρέουν από την απόφαση της 1ης Απριλίου 2009. Οι βουλευτές όμως που έχουν συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας τους πριν τις 14 Ιουλίου 2009 δεν διακρίνονται, από πλευράς κεκτημένων δικαιωμάτων και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, από τους νεότερους βουλευτές, και, ειδικότερα, από εκείνους οι οποίοι πληρούσαν πριν την εν λόγω ημερομηνία τις προϋποθέσεις χορηγήσεως πρόωρης συντάξεως ή πλησίαζαν το 60ό έτος της ηλικίας τους.

111    Το Κοινοβούλιο αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

112    Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι συντρέχει προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως όταν δύο κατηγορίες προσώπων των οποίων η νομική και πραγματική κατάσταση δεν παρουσιάζει ουσιώδεις διαφορές τυγχάνουν διαφορετικής μεταχειρίσεως ή όταν διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 1994, T-100/92, La Pietra κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I-A-83 και II-275, σκέψη 50, και της 16ης Απριλίου 1997, T-66/95, Kuchlenz-Winter κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II-637, σκέψη 55· βλ., επίσης, συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 2004, Τ-251/02, Ε κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑359 και II‑1643, σκέψη 123).

113    Επιπλέον, σε έναν τομέα στον οποίο ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ο δικαστής, κατά τον έλεγχο της τήρησης των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, περιορίζεται να εξακριβώσει αν το οικείο θεσμικό όργανο έχει προβεί σε αυθαίρετη ή προδήλως ακατάλληλη διάκριση (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Campoli κατά Επιτροπής, σκέψη 71 ανωτέρω, σκέψη 97, και απόφαση Davis κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 71 ανωτέρω, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

114    Εν προκειμένω, πρώτον, οι προσφεύγοντες συγκρίνουν την τροποποίηση του συστήματος επικουρικών συντάξεων με την τροποποίηση του συνταξιοδοτικού συστήματος των μονίμων υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία επήλθε κατόπιν της θέσεως σε ισχύ του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών (ΕΕ L 124, σ. 1), και με την τροποποίηση του συνταξιοδοτικού συστήματος των μελών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των μελών των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης που επήλθε κατόπιν της θέσεως σε ισχύ του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1292/2004 του Συμβουλίου, της 30ής Απριλίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού 422/67/ΕΟΚ, 5/67/Eυρατόμ περί καθορισμού του καθεστώτος χρηματικών απολαβών του προέδρου και των μελών της Επιτροπής, του προέδρου, των δικαστών, των γενικών εισαγγελέων και του γραμματέως του Δικαστηρίου καθώς και του προέδρου, των μελών και του γραμματέως του Γενικού Δικαστηρίου (ΕΕ L 243, σ. 23). Με τον τρόπο αυτό, οι προσφεύγοντες επιχειρούν να αποδείξουν ότι θα έπρεπε και στην περίπτωσή τους να εφαρμοσθούν μεταβατικά μέτρα όπως συνέβη στην περίπτωση των προσώπων που αφορούν οι κανονισμοί αυτοί.

115    Ως προς το ζήτημα αυτό, πρώτον, και σε σχέση με τις μεταβατικές διατάξεις που προέβλεψε ο κανονισμός 1292/2004 υπέρ των εν ενεργεία την 1η Μαΐου 2004 μελών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των μελών των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, διαπιστώνεται ότι οι διατάξεις αυτές δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πλαίσιο αναφοράς στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι δεν αφορούν την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως αλλ’ αποκλειστικά τη μείωση του ετήσιου ποσοστού προσαύξησης των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.

116    Δεύτερον, όσον αφορά την τροποποίηση του συνταξιοδοτικού συστήματος των μονίμων υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως από τα 60 στα 63 έτη, η οποία θεσπίστηκε με τον κανονισμό 723/2004, ίσχυσε ως είχε για τους εν ενεργεία την 1η Μαΐου του 2004 υπαλλήλους, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί δεν είχαν ακόμη συμπληρώσει το 30ό έτος της ηλικίας τους. Για τους εν ενεργεία κατά την ημερομηνία αυτή υπαλλήλους οι οποίοι ήταν μεταξύ 30 και 49 ετών, το όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως κλιμακωνόταν αναλόγως της ηλικίας, από τα 62 έτη και 8 μήνες μέχρι τα 60 έτη και 2 μήνες. Τέλος, για τους ενεργεία την 1η Μαΐου του 2004 υπαλλήλους οι οποίοι είχαν συμπληρώσει το 50ό έτος της ηλικίας τους ή εικοσαετή προϋπηρεσία, το όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως παρέμενε στα 60 έτη.

117    Επομένως, τα μεταβατικά μέτρα που θεσπίστηκαν στο πλαίσιο του κανονισμού 723/2004 συνίσταντο κατ’ ουσίαν, αφενός, στο να μη καταλάβουν ορισμένους εν ενεργεία κατά τον χρόνο θέσεως σε ισχύ των τροποποιήσεων υπαλλήλους και, αφετέρου, σε κλιμακούμενη εφαρμογή των τροποποιήσεων, με κριτήριο την ηλικία των εν ενεργεία κατά τον χρόνο θέσεως σε ισχύ των τροποποιήσεων αυτών υπαλλήλων.

118    Ωστόσο, στο πλαίσιο αυτό, πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι η σύνταξη γήρατος την οποία μπορούν να προσδοκούν οι μόνιμοι υπάλληλοι της Ένωσης συνιστά, ως επί το πλείστον, το σημαντικότερο, αν όχι το μοναδικό, τμήμα του εισοδήματος γήρατος το οποίο δικαιούνται δυνάμει της επαγγελματικής δραστηριότητάς τους. Αντιθέτως, η θητεία του βουλευτή του Κοινοβουλίου δεν έχει κατά γενικό κανόνα τον χαρακτήρα μίας και μοναδικής επαγγελματικής δραστηριότητας. Συγκεκριμένα, τα βουλευτικά καθήκοντα ασκούνται συνήθως πριν ή μετά από άλλες περιόδους επαγγελματικής δραστηριότητας του βουλευτή, ακόμα και παράλληλα με τέτοια δραστηριότητα. Κατά συνέπεια, η δυνάμει του επίδικου συστήματος επικουρική σύνταξη συνιστά κατά γενικό κανόνα τμήμα μόνον του εισοδήματος γήρατος των πρώην βουλευτών, καθόσον οι τελευταίοι θεμελιώνουν συνήθως και άλλα συνταξιοδοτικά δικαιώματα στο πλαίσιο των λοιπών επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους. Επομένως, μια τροποποίηση του συστήματος επικουρικών συντάξεων δεν μπορεί να επηρεάσει τους ασφαλισμένους κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο επηρεάζονται οι μόνιμοι υπάλληλοι της Ένωσης σε περίπτωση τροποποίησης του δικού τους συνταξιοδοτικού συστήματος.

119    Δεύτερον, η τροποποίηση του συνταξιοδοτικού συστήματος των μονίμων υπαλλήλων της Ένωσης η οποία θεσπίστηκε στο πλαίσιο του κανονισμού 723/2004 στηριζόταν σε διαφορετικούς λόγους από εκείνους που παραθέτει η απόφαση της 1ης Απριλίου 2009 για τις τροποποιήσεις του συστήματος επικουρικών συντάξεων των βουλευτών του Κοινοβουλίου.

120    Πράγματι, όσον αφορά την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως στο πλαίσιο του συνταξιοδοτικού συστήματος των μονίμων υπαλλήλων της Ένωσης, η αιτιολογική σκέψη 29 του κανονισμού 723/2004 επισημαίνει ότι «[οι] δημογραφικές αλλαγές και η μεταβαλλόμενη ηλικιακή διάρθρωση του σχετικού πληθυσμού επιβάλλουν διαρκώς αυξανόμενα βάρη στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό καθεστώς και απαιτούν να αυξηθεί η ηλικία συνταξιοδότησης και να μειωθεί το ετήσιο ποσοστό προσαύξησης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, υπό την επιφύλαξη όμως λήψης μεταβατικών μέτρων για τους υπαλλήλους που ήδη υπηρετούν». Από αυτή την αιτιολογική σκέψη προκύπτει σαφώς ότι η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των μονίμων υπαλλήλων καθώς και η μείωση του ετήσιου ποσοστού προσαύξησης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων συνιστούσαν προσαρμογή του συνταξιοδοτικού συστήματος στις προοδευτικές δημογραφικές αλλαγές και όχι αντίδραση σε οξεία κρίση του εν λόγω συστήματος. Σε μια τέτοια κατάσταση, η πρόβλεψη μεταβατικών μέτρων υπέρ των εν ενεργεία κατά τον χρόνο θέσεως σε ισχύ των τροποποιήσεων υπαλλήλων ήταν πιθανή, αν όχι αναγκαία.

121    Αντιθέτως, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 75 ανωτέρω, από την πρώτη και τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009, και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων υπό το κράτος των οποίων αυτή ελήφθη, προκύπτει ότι η εν λόγω απόφαση –και, ειδικότερα, η απόφαση να αυξηθεί το όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως στο πλαίσιο του συστήματος επικουρικών συντάξεων– είχε ως δικαιολογητική βάση κατ’ ουσίαν την επικείμενη κρίση ρευστότητας που αντιμετώπιζε το ταμείο επικουρικών συντάξεων. Η κρίση αυτή δεν οφειλόταν στις προοδευτικές δημογραφικές αλλαγές, αλλά στις συγκλίνουσες επιπτώσεις της χρηματοοικονομικής κρίσης εξαιτίας της οποίας είχε μειωθεί σημαντικά η αξία των στοιχείων του ενεργητικού του ταμείου, αφενός, και στη δυσαναλογία μεταξύ των μειωμένων εσόδων του συστήματος υπό μορφή εισφορών, λόγω της έλλειψης νέων ασφαλισμένων από την έβδομη βουλευτική περίοδο του 2009, και των εξόδων, τα οποία είχαν αυξηθεί ως αποτέλεσμα της επικείμενης συνταξιοδοτήσεως μεγάλου αριθμού μη επανεκλεγέντων βουλευτών, αφετέρου. Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι η δυσαναλογία αυτή ήταν εγγενής στο σύστημα επικουρικών συντάξεων λόγω του μεταβατικού χαρακτήρα του, που συνεπαγόταν την προοδευτική εξάλειψή του από της θέσεως σε ισχύ του καθεστώτος των βουλευτών κατά την έναρξη της έβδομης βουλευτικής περιόδου, στις 14 Ιουλίου 2009.

122    Επομένως, αντιθέτως προς την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το συνταξιοδοτικό σύστημα των μονίμων υπαλλήλων της Ένωσης το 2004, η κατάσταση του συστήματος επικουρικών συντάξεων στις αρχές του 2009 είχε ιδιαιτέρως επείγοντα χαρακτήρα που δικαιολογούσε τον περιορισμό στο απολύτως ελάχιστο των μεταβατικών μέτρων υπέρ των ασφαλισμένων στο σύστημα επικουρικών συντάξεων. Συναφώς, πρέπει να προστεθεί ότι, δεδομένου ότι από τις 14 Ιουλίου 2009 δεν υπήρχαν πλέον νέοι ασφαλισμένοι στο σύστημα επικουρικών συντάξεων, τα μέτρα που θεσπίστηκαν στο πλαίσιο της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009 αφορούσαν στην πραγματικότητα μόνον τους βουλευτές που υπάγονταν ήδη στο σύστημα κατά την ημερομηνία αυτή. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η υπέρ των παλαιών ασφαλισμένων λήψη μεταβατικών μέτρων, παρόμοιων με αυτά που προβλέπει ο κανονισμός 723/2004 για τους μονίμους υπαλλήλους της Ένωσης, θα είχε καταστήσει τα εν λόγω μέτρα απολύτως άνευ σημασίας.

123    Επομένως, δεδομένου ότι οι τροποποιήσεις του συστήματος επικουρικών συντάξεων δικαιολογούνταν από τον ιδιαιτέρως επείγοντα χαρακτήρα της καταστάσεως που επικρατούσε στις αρχές του 2009, όσον αφορά τη ρευστότητα και τον συντελεστή καλύψεως των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, η κατάσταση των προσφευγόντων δεν είναι παρόμοια με εκείνη των μονίμων υπαλλήλων της Ένωσης τους οποίους αφορούσαν οι τροποποιήσεις του συνταξιοδοτικού συστήματος που εισήγαγε ο κανονισμός 723/2004.

124    Συνακόλουθα, λαμβανομένου υπόψη ότι οι βουλευτές, αφενός, και οι μόνιμοι υπάλληλοι της Ένωσης, αφετέρου, τελούσαν σε πραγματικές και νομικές καταστάσεις που εμφάνιζαν ουσιώδεις διαφορές, μπορούσε να επιφυλαχθεί στις κατηγορίες αυτές διαφορετική μεταχείριση ως προς τη λήψη μεταβατικών μέτρων.

125    Δεύτερον, οι προσφεύγοντες προβαίνουν σε αντιπαραβολή μεταξύ των βουλευτών οι οποίοι συμπλήρωσαν το 60ό έτος της ηλικίας τους πριν τις 14 Ιουλίου 2009 και έναντι των οποίων κατέστη δυνατή η χορήγηση συντάξεως στα 60 έτη, αφενός, και εκείνων οι οποίοι συμπλήρωσαν το 60ό έτος της ηλικίας τους μετά την ημερομηνία αυτή και οι οποίοι, ως εκ τούτου, μπόρεσαν να συνταξιοδοτηθούν μόνο στην ηλικία των 63 ετών. Ενώ η πρώτη ομάδα είχε τη δυνατότητα να αρχίσει να λαμβάνει την επικουρική σύνταξη από 1ης Αυγούστου 2009, η δεύτερη έπρεπε να περιμένει, τουλάχιστον, μέχρι την 1η Αυγούστου 2012. Συνεπώς, μια μικρή διαφορά ηλικίας μπορούσε να οδηγήσει σε τριετή αναβολή χορηγήσεως επικουρικής συντάξεως, τούτο δε ως προς εκατό περίπου μεταξύ περισσοτέρων από 1 000 ασφαλισμένους του συστήματος επικουρικών συντάξεων, κατά τις διευκρινίσεις των διαδίκων.

126    Η κατάσταση αυτή οφείλεται στο συνδυασμένο αποτέλεσμα των παραγράφων 1 και 1α του άρθρου 1 της ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990, όπως αυτά μεταρρυθμίστηκαν με την απόφαση της 1ης Απριλίου 2009. Η τελευταία αυτή απόφαση όρισε συγκεκριμένα μια προθεσμία, την 14η Ιουλίου 2009, για τη θέση σε ισχύ της αυξήσεως του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως στα 63 έτη, με αποτέλεσμα οι ασφαλισμένοι που συμπλήρωσαν το 60ό έτος της ηλικίας τους πριν την ημερομηνία αυτή και οι οποίοι δεν (επαν)εξελέγησαν βουλευτές κατά την έβδομη βουλευτική περίοδο, να έχουν τη δυνατότητα να λάβουν επικουρική σύνταξη ήδη από τις 14 Ιουλίου 2009.

127    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Κοινοβούλιο επισήμανε, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, ότι, μολονότι αληθεύει ότι τα αρνητικά αποτελέσματα που συνεπάγονταν τα μέτρα που θέσπισε η απόφαση της 1ης Απριλίου 2009 πλήττουν όντως μόνον ένα 10 % των ασφαλισμένων του συστήματος επικουρικών συντάξεων, εντούτοις, το θεσμικό αυτό όργανο είχε θεωρήσει το μέτρο αυτό ως λιγότερο επαχθές σε σχέση με μέτρα που επηρέαζαν το μηνιαίο ύψος της συντάξεως, όπως ήταν η γενική περικοπή του μηνιαίου ύψους των συντάξεων, που θα είχε επηρεάσει το σύνολο των ασφαλισμένων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που ήδη εισέπρατταν την επικουρική σύνταξή τους.

128    Συναφώς, πρώτον, υπογραμμίζεται ότι οι ασφαλισμένοι οι οποίοι, κατά την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009, λάμβαναν την επικουρική σύνταξή τους είχαν ήδη θεμελιώσει πλήρως, κατά την ημερομηνία αυτή, τα δικαιώματά τους σε επικουρική σύνταξη, ενώ το ίδιο δεν ίσχυε για τους προσφεύγοντες, όπως διαπιστώθηκε με τη σκέψη 47 ανωτέρω.

129    Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη ότι οι προσφεύγοντες, αφενός, και οι ασφαλισμένοι που λάμβαναν ήδη την επικουρική σύνταξή τους κατά την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009, αφετέρου, τελούσαν σε διαφορετικές πραγματικές και νομικές καταστάσεις, μπορούσαν να τύχουν και διαφορετικής μεταχείρισης.

130    Δεύτερον, όσον αφορά το μεταβατικό μέτρο που προβλέφθηκε υπέρ των ασφαλισμένων που επρόκειτο να συμπληρώσουν το 60ό έτος της ηλικίας τους κατά την περίοδο από τη θέση σε ισχύ, στις 27 Μαΐου 2009, της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009 μέχρι το τέλος της έκτης βουλευτικής περιόδου, στις 13 Ιουλίου 2009 (βλ. σκέψη 97 ανωτέρω), επισημαίνεται ότι, στην περίπτωση μεταβολής του νομικού πλαισίου, είναι σύνηθες, αν όχι αναγκαίο, να ορίζεται προθεσμία από την οποία θα αρχίσει να εφαρμόζεται το νέο δίκαιο στις τρέχουσες πραγματικές καταστάσεις. Επομένως, ο καθορισμός τέτοιας προθεσμίας είναι καταρχήν επιτρεπτός, ακόμα και αν συνεπάγεται αναπόφευκτα τη διαφορετική αντιμετώπιση καταστάσεων που διαφέρουν μεταξύ τους ελάχιστα από χρονικής απόψεως.

131    Επισημαίνεται επιπλέον ότι οι τελευταίοι ασφαλισμένοι στους οποίους μπορούσε να χορηγηθεί επικουρική σύνταξη στην ηλικία των 60 ετών διακρίνονταν από την ομάδα των προσφευγόντων, οι οποίοι αναμενόταν να συμπληρώσουν το 60ό έτος της ηλικίας τους, στο μέτρο που οι πρώτοι είχαν συμπληρώσει ήδη το όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως πριν το τέλος της έκτης βουλευτικής περιόδου, στις 13 Ιουλίου 2009. Ως εκ τούτου, πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, της ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990 για τη χορήγηση επικουρικής συντάξεως, εκτός μόνον από την προϋπόθεση της λήξεως των καθηκόντων τους, όσον αφορά εκείνους που αποτελούσαν μέλη του Κοινοβουλίου κατά τη διάρκεια της έκτης βουλευτικής περιόδου. Αντιθέτως, κατά την ημερομηνία μεταβολής του νομικού πλαισίου, στις 14 Ιουλίου 2009, οι προσφεύγοντες δεν είχαν συμπληρώσει ακόμα το όριο συνταξιοδοτήσεως που προέβλεπαν οι ισχύοντες τότε κανόνες.

132    Όπως όμως ορθώς επισήμανε το Κοινοβούλιο, το κριτήριο της ηλικίας που επελέγη με την απόφαση της 1ης Απριλίου 2009 όχι μόνο στηρίζεται σε αντικειμενικό, ορθολογικό και ανεξάρτητο από τη βούληση του νομοθέτη στοιχείο, αλλά είναι επίσης εγγενές σε κάθε συνταξιοδοτικό σύστημα, ως στοιχείο που καθορίζει το χρονικό σημείο συνταξιοδοτήσεως και εκκαθαρίσεως της συντάξεως. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο τροποποιήσεως συνταξιοδοτικού συστήματος, το εν λόγω κριτήριο αυτό εισάγει αφεαυτού δυσμενείς διακρίσεις ή αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας.

133    Υπό τις περιστάσεις αυτές, η διαφορετική μεταχείριση της οποίας έτυχαν οι προσφεύγοντες σε σχέση με τους βουλευτές που συμπλήρωσαν το 60ό έτος της ηλικίας τους πριν τις 14 Ιουλίου 2009 δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αυθαίρετη ή προδήλως ακατάλληλη, κατά την έννοια της παρατιθέμενης στη σκέψη 113 ανωτέρω νομολογίας.

134    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που αντλείται από προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως καθώς και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 29 της ρυθμίσεως ΕΑΒ

135    Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι το Προεδρείο παρέβη το άρθρο 29 της ρυθμίσεως ΕΑΒ, στο μέτρο που δεν διαβουλεύθηκε με τον Γενικό Γραμματέα του Κοινοβουλίου και με το σώμα των κοσμητόρων του Κοινοβουλίου πριν τη λήψη της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009.

136    Το Κοινοβούλιο αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

137    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι το άρθρο 29 της ρυθμίσεως ΕΑΒ αφορά μόνον την ερμηνεία και την εφαρμογή της εν λόγω ρυθμίσεως και όχι την τροποποίησή της και, αφετέρου, ότι δυνάμει των διατάξεων του εσωτερικού κανονισμού του Κοινοβουλίου, οι κοσμήτορες μετέχουν στις συνεδριάσεις του Προεδρείου με συμβουλευτική ψήφο (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Purvis κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψεις 120 έως 122).

138    Μολονότι οι προσφεύγοντες προσέθεσαν, με το υπόμνημά τους απαντήσεως, ότι η συμμετοχή των κοσμητόρων του Κοινοβουλίου στις συνεδριάσεις του Προεδρείου με συμβουλευτική ψήφο δεν μπορεί να θεωρείται ότι συνιστά έγκυρη εκπλήρωση της υποχρεώσεως διαβουλεύσεως με αυτούς, καθόσον τούτο θα ερχόταν σε αντίθεση προς την πάγια πρακτική του Κοινοβουλίου και θα στερούσε από το άρθρο 29 της ρυθμίσεως ΕΑΒ την πρακτική αποτελεσματικότητά του, διαπιστώνεται, πρώτον, όπως προκύπτει από τη λέξη «επιπλέον», με την οποία αρχίζει η σκέψη 122 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Purvis κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 29 ανωτέρω, ότι το Γενικό Δικαστήριο άντλησε επικουρικό μόνον επιχείρημα από το γεγονός της συμμετοχής των κοσμητόρων στις συνεδριάσεις του Προεδρείου δυνάμει του εσωτερικού κανονισμού του Κοινοβουλίου. Συγκεκριμένα, το επιχείρημα ότι το άρθρο 29 των ρυθμίσεων ΕΑΒ δεν καλύπτει την τροποποίηση των ρυθμίσεων ΕΑΒ αρκούσε από μόνο του ώστε να απορριφθεί ο λόγος που στηριζόταν στην παράβαση της διατάξεως αυτής.

139    Δεύτερον, μολονότι οι προσφεύγοντες επικαλούνται πάγια πρακτική του Κοινοβουλίου, δεν διευκρίνισαν σε τί συνίσταται η πρακτική αυτή, αλλ’ ούτε και προσκόμισαν στοιχεία ικανά να αποδείξουν την ύπαρξή της.

140    Τρίτον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι, αν είχε πραγματοποιηθεί επίσημη διαβούλευση με τους κοσμήτορες, αυτοί θα είχαν ζητήσει τη γνώμη της νομικής υπηρεσίας και εξειδικευμένων αναλογιστών, όπως είχαν πράξει το 1999 στο πλαίσιο τροποποιήσεως της ρυθμίσεως της 12ης Ιουνίου 1990. Εκτός όμως του ότι το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε απλή υπόθεση των προσφευγόντων ως προς τις πρωτοβουλίες τις οποίες θα μπορούσε να έχει αναλάβει το σώμα των κοσμητόρων, η αναφορά τους στην εμπλοκή των κοσμητόρων κατά τη διάρκεια των γεγονότων του 1999 αντιφάσκει προς το περιεχόμενο της δικογραφίας. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το έγγραφο της 29ης Αυγούστου 2009 που απηύθυνε το σώμα των κοσμητόρων στο Προεδρείο και το οποίο προσκόμισαν οι προσφεύγοντες, η εξέταση των τροποποιήσεων πραγματοποιήθηκε τότε από τη νομική υπηρεσία κατόπιν αιτήσεως του ίδιου του Προεδρείου και όχι των κοσμητόρων.

141    Εξ αυτού έπεται ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλουν οι προσφεύγοντες πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

142    Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η αιτιολογία που παρατίθεται με την τρίτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009 προς στήριξη της αυξήσεως του ορίου ηλικίας για τη χορήγηση επικουρικής συντάξεως στα 63 έτη, αιτιολογία βασιζόμενη στις εξελίξεις στον τομέα των συντάξεων γήρατος στα κράτη μέλη, είναι παράνομη, με αποτέλεσμα η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως να παραβιάζει το άρθρο 27, παράγραφος 2, του καθεστώτος των βουλευτών.

143    Το Κοινοβούλιο αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

144    Όσον αφορά, πρώτον, τη φερόμενη παράβαση του άρθρου 27, παράγραφος 2, του καθεστώτος των βουλευτών, με τη σκέψη 53 ανωτέρω διαπιστώθηκε ότι το εν λόγω καθεστώς δεν είχε τεθεί ακόμη σε ισχύ κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009 και ότι, κατά συνέπεια, η εν λόγω απόφαση δεν ήταν δυνατόν να παραβιάζει τις διατάξεις του καθεστώτος αυτού.

145    Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα σχετικά με την αιτιολογία που παραθέτει η τρίτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009, διαπιστώθηκε με τη σκέψη 75 ανωτέρω ότι η απόφαση να αυξηθεί το όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως στο πλαίσιο του συστήματος επικουρικών συντάξεων αιτιολογήθηκε κατ’ ουσίαν από τη δυσχερή οικονομική κατάσταση του επικουρικού ταμείου συντάξεων. Δεδομένου ότι η αιτιολογία αυτή αρκεί για να δικαιολογήσει την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, όπως διαπιστώθηκε με τις σκέψεις 70 έως 109 ανωτέρω, το ζήτημα αν το Προεδρείο επικαλέσθηκε θεμιτώς πρόσθετους λόγους δεν είναι σε θέση να επηρεάσει την έκβαση της παρούσας διαφοράς. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

146    Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από προσβολή της αρχής της καλής πίστεως κατά την εκτέλεση των συμβάσεων

147    Οι προσφεύγοντες, στηριζόμενοι στην ύπαρξη συμβατικής σχέσεως μεταξύ των ιδίων και του Κοινοβουλίου, προβάλλουν ότι η απόφαση της 1ης Απριλίου 2009 συνιστά εξουσιαστική αίρεση που ισοδυναμεί με καταγγελία των σχετικών συμβάσεων.

148    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 61 ανωτέρω δια της αναγωγής στις διαπιστώσεις που απαντούν στην προπαρατεθείσα απόφαση Purvis κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 29 ανωτέρω, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που συνεπάγεται το σύστημα επικουρικών συντάξεων για το Κοινοβούλιο και τους υπαγόμενους στο εν λόγω σύστημα βουλευτές εντάσσονται στο πλαίσιο της απορρέουσας από τη βουλευτική ιδιότητα σχέσεως που συνδέει το μεν με τα δε, με αποτέλεσμα να μην είναι συμβατικής φύσεως.

149    Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

150    Δεδομένου ότι απορρίφθηκε το σύνολο των λόγων ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγοντες προς στήριξη της ενστάσεως περί ελλείψεως νομιμότητας της αποφάσεως του Προεδρείου της 1ης Απριλίου 2009, η εν λόγω ένσταση πρέπει να απορριφθεί. Συνεπώς, η απόφαση της 1ης Απριλίου 2009 αποτελούσε έγκυρη νομική βάση των προσβαλλόμενων αποφάσεων. Ως εκ τούτου, βάσει των προεκτεθέντων στη σκέψη 27 ανωτέρω, οι προσφυγές πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

 Επί των δικαστικών εξόδων

151    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα του Κοινοβουλίου.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει τις προσφυγές.

2)      Ο Lord Inglewood και οι δέκα ακόμη προσφεύγοντες, τα ονόματα των οποίων παρατίθενται στο παράρτημα της παρούσας αποφάσεως, καθώς και η Marie-Arlette Carlotti, καταδικάζονται στα δικαστικά έξοδα.

Pelikánová

Jürimäe

Van der Woude

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Μαρτίου 2013.

(υπογραφές)

Παράρτημα

Georges Berthu, κάτοικος Longré (Γαλλία),

Guy Bono, κάτοικος Saint-Martin-de-Crau (Γαλλία),

David Robert Bowe, κάτοικος Leeds (Ηνωμένο Βασίλειο),

Brendan Donnelly, κάτοικος Λονδίνου (Ηνωμένο Βασίλειο),

Catherine Guy-Quint, κάτοικος Cournon d’Auvergne (Γαλλία),

Christine Margaret Oddy, κάτοικος Coventry (Ηνωμένο Βασίλειο),

Nicole Thomas-Mauro, κάτοικος Épernay (Γαλλία),

Gary Titley, κάτοικος Bolton (Ηνωμένο Βασίλειο),

Maartje van Putten, κάτοικος Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες),

Vincenzo Viola, κάτοικος Παλέρμο (Ιταλία).

Περιεχόμενα


Το νομικό πλαίσιο

Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του πρώτου λόγου που αντλείται από προσβολή των κεκτημένων δικαιωμάτων και των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

Επί του πρώτου σκέλους που αντλείται από προσβολή των κεκτημένων δικαιωμάτων

– Επί του δικαιώματος σε επικουρική σύνταξη με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας

– Επί του δικαιώματος πρόωρης επικουρικής συντάξεως με τη συμπλήρωση του 50ού έτους της ηλικίας και επί του δικαιώματος λήψεως τμήματος της επικουρικής συντάξεως υπό μορφή κεφαλαίου

Επί του δεύτερου σκέλους που αντλείται από προσβολή των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

– Επί της αιτιάσεως που αντλείται από προσβολή της αρχής της ασφάλειας δικαίου

– Επί της αιτιάσεως που αντλείται από προσβολή της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από προσβολή των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως

Επί της αιτιάσεως που αντλείται από προσβολή της αρχής της αναλογικότητας

– Επί της νομιμότητας του επιδιωκόμενου σκοπού

– Επί του πρόσφορου προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού χαρακτήρα των ληφθέντων μέτρων

– Επί της επιλογής του λιγότερο επαχθούς μέτρου

Επί της αιτιάσεως που αντλείται από προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 29 της ρυθμίσεως ΕΑΒ

Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από προσβολή της αρχής της καλής πίστεως κατά την εκτέλεση των συμβάσεων

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.