Language of document : ECLI:EU:C:2001:141

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

SIEGBERT ALBER

της 8ης Μαρτίου 2001 (1)

Υπόθεση C-263/99

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Ιταλικής Δημοκρατίας

«Παράβαση κράτους μέλους - Ελευθερία εγκαταστάσεως - Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Δραστηριότητα συμβούλου σε θέματα κυκλοφορίας των μέσων μεταφοράς»

Ι - Εισαγωγή

1.
    Στην παρούσα διαδικασία λόγω παραβάσεως της Συνθήκης η Επιτροπή ζητεί να διαπιστωθεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας ορισμένες νομοθετικές διατάξεις σχετικά με τη δραστηριότητα των συμβούλων σε θέματα κυκλοφορίας των μέσων μεταφοράς, παραβίασε τις αρχές της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που καθιερώνει η Συνθήκη.

ΙΙ - Οι ιταλικές νομοθετικές διατάξεις

2.
    Οι επίδικες διατάξεις είναι αυτές του νόμου 264/1991, της 8ης Αυγούστου 1991, περί της δραστηριότητας των συμβούλων σε θέματα κυκλοφορίας των μέσων μεταφοράς (στο εξής: νόμος).

3.
    Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο a, του νόμου, οι επαρχιακές διοικητικές αρχές χορηγούν στον επιχειρηματία άδεια για την άσκηση της δραστηριότητας του συμβούλου σε θέματα κυκλοφορίας των μέσων μεταφοράς μόνον εφόσον αυτός είναι Ιταλός υπήκοος ή υπήκοος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας που έχει την κατοικία του στην Ιταλία.

4.
    Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχεία a, b και c, του νόμου, την προϋπόθεση αυτή πρέπει να πληρούν, σε περίπτωση προσωπικής εταιρίας, όλοι οι εταίροι, σε περίπτωση ετερόρρυθμης εταιρίας ή ετερόρρυθμης εταιρίας κατά μετοχές, όλοι οι ομόρρυθμοι εταίροι και, επί όλων των λοιπών εταιριών, όλοι οι διαχειριστές.

5.
    Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 4, του νόμου, η άδεια χορηγείται μόνον εφόσον κατατεθεί συγχρόνως στις επαρχιακές διοικητικές αρχές εγγύηση, το ύψος της οποίας καθορίζεται με υπουργική απόφαση.

6.
    Σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, του νόμου, οι κατώτατες και ανώτατες αμοιβές για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών επί ζητημάτων σχετικών με την κυκλοφορία των μέσων μεταφοράς καθορίζονται ετησίως με απόφαση αρμόδιας επιτροπής.

7.
    Στο άρθρο 9, παράγραφος 4, του νόμου ορίζεται ότι ο ασκών την εν λόγω δραστηριότητα χωρίς την απαιτούμενη άδεια τιμωρείται με χρηματική ποινή από 5 έως 20 εκατομμύρια ιταλικών λιρών.

ΙΙΙ - Η διαδικασία

8.
    Με έγγραφο της 16ης Νοεμβρίου 1993 η Επιτροπή επισήμανε στην Ιταλία το ασυμβίβαστο του νόμου προς τα άρθρα 52 και 59 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) και ζήτησε να της παρασχεθούν, εντός προθεσμίας δύο μηνών, περισσότερες πληροφορίες σχετικάμε τον νόμο και τα μέτρα που προτίθεται να λάβει η Ιταλία ενόψει του ασυμβίβαστου του νόμου αυτού προς το κοινοτικό δίκαιο.

9.
    Δεδομένου ότι δεν δόθηκε απάντηση στο έγγραφο αυτό, η Επιτροπή ζήτησε επισήμως από την Ιταλική Κυβέρνηση, με έγγραφο οχλήσεως της 7ης Νοεμβρίου 1995, να λάβει θέση εντός προθεσμίας δύο μηνών.

10.
    Λόγω του ότι η Επιτροπή θεώρησε ανεπαρκή την απάντηση της Ιταλικής Κυβερνήσεως της 21ης Μαρτίου 1996, κοινοποίησε στην Ιταλική Κυβέρνηση στις 14 Ιουλίου 1997 αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία την καλούσε να εκτελέσει εντός προθεσμίας δύο μηνών τα μέτρα που προκύπτουν από τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ.

11.
    Λόγω του ότι η Ιταλική Κυβέρνηση δεν αντέδρασε στην αιτιολογημένη γνώμη, η Επιτροπή άσκησε στις 2 Ιουλίου 1999 την παρούσα προσφυγή, που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Ιουλίου 1999 και με την οποία ζητεί:

α)    να διαπιστωθεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, επιβάλλοντας περιορισμούς στην άσκηση της δραστηριότητας του συμβούλου σε θέματα κυκλοφορίας των μέσων μεταφοράς, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ·

β)    να καταδικαστεί η Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

12.
    Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η διαφορά έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

IV - Οι ισχυρισμοί των διαδίκων

13.
    Στην προσφυγή της η Επιτροπή εκθέτει ότι η απαίτηση να έχουν οι υπήκοοι άλλων κρατών μελών την κατοικία τους στην Ιταλία δεν συμβιβάζεται με τη γενική απαγόρευση διακρίσεων λόγω ιθαγένειας του άρθρου 12 ΕΚ και με το ειδικότερο άρθρο 43 ΕΚ, που απαγορεύει κάθε περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

14.
    Η προϋπόθεση κατοικίας αποτελεί άρνηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών του άρθρου 49 ΕΚ, διότι αποκλείει πλήρως τη δυνατότητα παροχής υπηρεσιών από επιχειρηματίες εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη.

15.
    Οι διατάξεις για την απαίτηση εγγυήσεως, τον καθορισμό κατώτατων και ανώτατων αμοιβών και τη θέσπιση κυρώσεων για την περίπτωση ασκήσεως της δραστηριότητας χωρίς την απαιτούμενη άδεια δεν λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι οι επιχειρηματίες από άλλα κράτη μέλη υπόκεινται ενδεχομένως ήδη σε παρόμοιες διατάξεις στο κράτος μέλος προελεύσεως.

16.
    Στις 10 Νοεμβρίου 1999 η Ιταλική Δημοκρατία υπέβαλε το υπόμνημα αντικρούσεώς της, με το οποίο ισχυρίστηκε ότι η απαίτηση κατοικίας στην Ιταλία έχει περισσότερο την έννοια της εγκαταστάσεως.

17.
    Ο καθορισμός ελάχιστων αμοιβών είναι απαραίτητος, διότι η κατάργησή τους θα οδηγούσε σε αποσταθεροποίηση της αγοράς και σε ποιοτική χειροτέρευση των υπηρεσιών.

18.
    Εκτός αυτού, η Ιταλική Δημοκρατία επισημαίνει ότι δεν είναι σαφές αν οι αιτιάσεις της Επιτροπής αφορούν την ίδια την απαίτηση κατοχής αδείας ή μόνον τις επί μέρους προϋποθέσεις για τη χορήγηση της αδείας.

19.
    Ενόψει της ελλείψεως κάθε κοινοτικής εναρμονίσεως στον εν λόγω τομέα, η απαίτηση κατοχής αδείας δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, συγκεκριμένα από την ανάγκη να ελέγχεται κατά πόσον οι προσφέροντες τις υπηρεσίες τους έχουν τα σχετικά επαγγελματικά προσόντα, εντιμότητα και συνέπεια και διαθέτουν τα αντίστοιχα μέσα για την παροχή των υπηρεσιών τους.

20.
    Περαιτέρω η Ιταλική Δημοκρατία επισημαίνει ότι σχεδιάζεται η τροποποίηση του νόμου, ώστε να καταργηθούν η απαίτηση κατοικίας και εγγυήσεως και ο καθορισμός των ανωτάτων αμοιβών, πράγμα που σημαίνει ότι η διαδικασία καθίσταται άνευ αντικειμένου.

21.
    Στο υπόμνημα απαντήσεώς της της 6ης Δεκεμβρίου 1999, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η σκοπούμενη νομοθετική μεταβολή δεν είναι κρίσιμη για την παρούσα διαδικασία.

22.
    .σον αφορά την απαίτηση των ελαχίστων αμοιβών, πρέπει να επισημανθεί ότι μικρότερες από τις καθορισθείσες ελάχιστες αμοιβές μπορούν να επιτευχθούν όχι μόνον - όπως φοβάται η Ιταλία - με ποιοτικές περικοπές, αλλά και με βελτίωση της λειτουργίας των επιχειρήσεων. Εξάλλου, οι καταναλωτές μπορούν, προβαίνοντας σε συγκρίσεις, να ελέγχουν οι ίδιοι την ποιότητα.

23.
    Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως που κατέθεσε στις 24 Φεβρουαρίου 2000, η Ιταλική Δημοκρατία επισημαίνει εκ νέου ότι η διαδικασία έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, διότι με την τροποποίηση του νόμου που έλαβε χώρα εν τω μεταξύ αντικαταστάθηκε η απαίτηση της κατοικίας με την απαίτηση της εγκαταστάσεως και καταργήθηκε η απαίτηση εγγυήσεως.

V - Η γνώμη μου επί της υποθέσεως

24.
    Δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός της Ιταλικής Κυβερνήσεως ότι η διαδικασία έχει καταστεί άνευ αντικειμένου λόγω της επελθούσας τροποποιήσεως ορισμένων διατάξεων του νόμου. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή παρουσιάζεται κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με τηναιτιολογημένη γνώμη· οι μεταβολές που επέρχονται στη συνέχεια δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο (2).

Α - Επί της παραβάσεως του άρθρου 43 ΕΚ

25.
    Από τη διατύπωση του νόμου δεν προκύπτει σαφώς κατά πόσον η απαίτηση κατοικίας στην Ιταλία ισχύει και για τους Ιταλούς υπηκόους ή μόνον για τους υπηκόους άλλων κρατών μελών. Εάν ισχύει μόνον για τους αλλοδαπούς, θα πρόκειται για προφανή διάκριση λόγω ιθαγενείας. Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως με τους ημεδαπούς απαγορεύει όμως τη διαφορετική μεταχείριση λόγω ιθαγενείας. Εάν το κριτήριο εφαρμόζεται κατά τρόπο που δεν δημιουργεί διακρίσεις, θα πρόκειται για συγκαλυμμένη διάκριση, διότι η σχετική με την κατοικία απαίτηση «εγκυμονεί τον κίνδυνο να αποβεί κυρίως σε βάρος των υπηκόων άλλων κρατών μελών» (3).

26.
    Η σχετική με την κατοικία απαίτηση ενεργεί ως περιορισμός της ελευθερίας εγκαταστάσεως. .χει ευρύτατη ισχύ. Επί προσωπικής εταιρίας πρέπει όλοι οι εταίροι να έχουν την κατοικία τους στην Ιταλία. Επί ετερόρρυθμης εταιρίας ισχύει το ίδιο για όλους τους ομόρρυθμους εταίρους, όπως και επί της ετερόρρυθμης κατά μετοχές εταιρίας. Για όλες τις άλλες εταιρίες η απαίτηση αυτή αφορά τους διαχειριστές.

27.
    Με τον τρόπο αυτό καθίσταται δυσχερές για τον προσφέροντα υπηρεσίες που έχει την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος, πλην της Ιταλίας, να αποκτήσει εγκατάσταση στην Ιταλία. Οι εταίροι κατοικούν κατά κανόνα στο κράτος προελεύσεώς τους και θα έπρεπε να μεταφέρουν την κατοικία τους στην Ιταλία για να δραστηριοποιηθούν εκεί επαγγελματικά. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ανάλογες απαιτήσεις σχετικά με την κατοικία οι οποίες προβλέπονταν στις έννομες τάξεις άλλων κρατών μελών συνιστούσαν απαράδεκτο περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως (4). Η εκτίμηση αυτή πρέπει να εφαρμοστεί και στην προκειμένη περίπτωση.

28.
    Η Ιταλία δεν προβάλλει κανένα ισχυρισμό για να δικαιολογήσει τη διάκριση, βάσει του άρθρου 46 ΕΚ, για λόγους δημοσίας τάξεως και δημοσίαςασφαλείας, που ισχύουν μόνον όταν υφίσταται πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή, θίγουσα θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας (5).

29.
    Η Ιταλική Κυβέρνηση εντούτοις υποστηρίζει ότι η απαίτηση της κατοικίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την ευρύτερη έννοια της εγκαταστάσεως. Η διατύπωση «κατοικία» οφείλεται σε ατέλεια κατά την κατάρτιση του νομοθετικού κειμένου, αποτελεί δηλαδή αβλεψία του συντάκτη. Πρέπει να διορθωθεί με ερμηνεία σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο.

30.
    Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Εάν το γράμμα του νόμου έπρεπε πάντοτε να ερμηνεύεται διορθωτικά, αυτό θα οδηγούσε σε μεγάλη ανασφάλεια δικαίου γι' αυτούς τους οποίους αφορά ο νόμος.

Β - Επί της παραβάσεως του άρθρου 49 ΕΚ

31.
    .να κράτος μέλος δεν πρέπει να επιβάλλει στους παρέχοντες υπηρεσίες την τήρηση των ίδιων προϋποθέσεων που ισχύουν για την εγκατάσταση, διότι θα στερούσε το δικαίωμα παροχής υπηρεσιών από άλλο κράτος από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα (6). Η παροχή υπηρεσιών είναι, αντίθετα προς την εγκατάσταση, μόνον προσωρινή και για τον λόγο αυτό ακριβώς δεν απαιτεί διαρκή ενσωμάτωση στις εμπορικές συναλλαγές του κράτους του αποδέκτη των υπηρεσιών. Γι' αυτό πρέπει, όσον αφορά τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, να γίνεται διάκριση μεταξύ του παρέχοντος υπηρεσίες και εκείνου που επιθυμεί να αποκτήσει εγκατάσταση με διαρκή χαρακτήρα. Διαφορετικά η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών θα καθίστατο πρακτικά κενή περιεχομένου. Αυτό προκύπτει σαφέστατα στην περίπτωση της απαιτήσεως σχετικά με την κατοικία, που αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγηση της αδείας. Αυτό αποκλείει τη δυνατότητα οποιουδήποτε είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος να παρέχει προσωρινώς υπηρεσίες στην Ιταλία. Για τον λόγο αυτό οι επικρινόμενες διατάξεις αποτελούν απαράδεκτο περιορισμό του άρθρου 49 ΕΚ.

32.
    Η εθνική ρύθμιση που εξαρτά την παροχή ορισμένων υπηρεσιών στο εθνικό έδαφος εκ μέρους επιχειρήσεως που είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος από τη χορήγηση διοικητικής αδείας συνιστά περιορισμό της ελεύθερηςπαροχής υπηρεσιών (7). Η ίδια η απαίτηση χορηγήσεως αδείας μπορεί ήδη να συνιστά κατ' αρχήν απαράδεκτο περιορισμό.

33.
    Ο περιορισμός αυτός μπορεί να συμβιβάζεται με το άρθρο 49 ΕΚ μόνον εφόσον η ρύθμιση εφαρμόζεται κατά τρόπο που δεν δημιουργεί διακρίσεις και υφίσταται συναφώς δικαιολογητικός λόγος. Αυτό συμβαίνει όταν η ρύθμιση δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, όταν είναι κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτήν σκοπού και όταν δεν βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού (8).

34.
    Η απαίτηση κατοχής αδείας ισχύει τόσο για τους προσφέροντες υπηρεσίες από άλλα κράτη μέλη όσο και για τους Ιταλούς και συνεπώς δεν έχει χαρακτήρα διακρίσεως. Εντούτοις η απαίτηση αυτή περιορίζει κατά κανόνα περισσότερο την παροχή υπηρεσιών από άλλα κράτη μέλη, διότι οι προσφέροντες υπηρεσίες υπόκεινται στην περίπτωση αυτή σε διπλή ρύθμιση, τόσο στο κράτος προελεύσεως όσο και στο κράτος μέλος στο οποίο παρέχεται η υπηρεσία. Εντούτοις, από την απαίτηση αυτή ελλείπει η ειδική πρόθεση δημιουργίας διακρίσεων, διότι - αντίθετα απ' ό,τι συμβαίνει με την απαίτηση κατοικίας - οι ημεδαποί παρέχοντες υπηρεσίες πρέπει και αυτοί να πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις (9).

35.
    Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η απαίτηση κατοχής αδείας δικαιολογείται από την ανάγκη να εξακριβώνεται ότι οι προσφέροντες υπηρεσίες πληρούν τις προϋποθέσεις περί επαγγελματικών προσόντων, εντιμότητας και συνέπειας και ότι διαθέτουν τα σχετικά οικονομικά μέσα.

36.
    Η απαίτηση κατοχής αδείας στη συγκεκριμένη μορφή της δεν είναι όμως απαραίτητη στην περίπτωση που το γενικό συμφέρον διασφαλίζεται ήδη από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων τις υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος (10). Απαιτώντας όμως από όλες τις επιχειρήσεις να πληρούν τις ίδιες προϋποθέσεις για να τους χορηγηθεί η σχετική έγκριση, ηιταλική νομοθεσία αποκλείει τη δυνατότητα να λαμβάνονται υπόψη οι υποχρεώσεις στις οποίες υπόκειται ήδη ο παρέχων τις υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος (11).

37.
    Αν ο έλεγχος των προϋποθέσεων που αναφέρθηκαν προηγουμένως για την άσκηση της δραστηριότητας του συμβούλου λαμβάνει χώρα ήδη στη χώρα προελεύσεως του παρέχοντος την υπηρεσία, μπορεί εδώ να πρόκειται για απαράδεκτο διπλό έλεγχο. Θα ήταν αρκετή η απόδειξη των επαγγελματικών προσόντων και η εκπλήρωση ορισμένων υποχρεώσεων δεοντολογίας. Αυτό δεν ελήφθη υπόψη από την Ιταλική Δημοκρατία. Με τον τρόπο αυτό παραβιάστηκε η αρχή ότι λαμβάνονται υπόψη τα ισχύοντα στη χώρα προελεύσεως.

38.
    Καθοριστικής σημασίας είναι περαιτέρω οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγείται η άδεια. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν είναι απαραίτητη η προϋπόθεση της κατοικίας για τους διευθύνοντες. Μπορούν να διενεργούνται έλεγχοι και μπορούν να επιβάλλονται κυρώσεις σε κάθε επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη εντός κράτους μέλους, ασχέτως του τόπου κατοικίας των διευθυνόντων αυτήν (12). Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται επαρκώς η προστασία των καταναλωτών.

39.
    Πέραν αυτού, εδώ πρόκειται, όπως προαναφέρθηκε, για προφανή ή συγκαλυμμένη διάκριση λόγω ιθαγενείας (13).

40.
    Η Ιταλική Δημοκρατία δεν προβάλλει κανένα ισχυρισμό περί δικαιολογήσεως της διακρίσεως αυτής βάσει του άρθρου 46 ΕΚ για λόγους δημοσίας τάξεως και δημοσίας ασφαλείας.

41.
    Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 4, του νόμου, η άδεια χορηγείται μόνον εφόσον κατατεθεί συγχρόνως στις επαρχιακές διοικητικές αρχές χρηματική εγγύηση.

42.
    Η υποχρέωση καταθέσεως του ποσού αυτού αποτελεί για κάθε προσφέροντα υπηρεσίες περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, διότι αυτός οφείλει να προβεί σε οικονομική παροχή την οποία πρέπει να προχρηματοδοτήσει. Ακόμη και αν δεν πρόκειται για μέτρο που δημιουργεί διακρίσεις, δεδομένου ότι η εγγύηση απαιτείται σε σχέση τόσο με τους ημεδαπούς όσο και με τους αλλοδαπούς προσφέροντες υπηρεσίες, η απαίτηση αυτή αποτελεί απαράδεκτο περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κατά το άρθρο 49 ΕΚ, εφόσον δεν δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος. ΗΙταλική Δημοκρατία δεν προβάλλει κανένα ισχυρισμό σχετικά με τη δικαιολόγηση της απαιτήσεως αυτής.

43.
    Ο καθορισμός κατώτατων και ανώτατων αμοιβών για τη δραστηριότητα του συμβούλου σε θέματα κυκλοφορίας των μέσων μεταφοράς στην Ιταλία μπορεί επίσης να συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

44.
    Ο καθορισμός ανώτατων αμοιβών δυσχεραίνει ενδεχομένως για τους εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη επιχειρηματίες την προσφορά των υπηρεσιών τους στην ιταλική αγορά, δεδομένου ότι, λόγω της ελλείψεως εγκαταστάσεως στην Ιταλία, έχουν αυξημένο κόστος σε σχέση με τους ημεδαπούς προσφέροντες υπηρεσίες και επομένως μπορούν να εργαστούν μόνο με υψηλότερες αμοιβές.

45.
    Το μέτρο αυτό θα μπορούσε εντούτοις να είναι επιτρεπτό, αν εφαρμοζόταν κατά τρόπο μη δημιουργούντα διακρίσεις, δικαιολογούνταν από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, ήταν κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και δεν έβαινε πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρου (14).

46.
    Η εν λόγω απαίτηση αφορά τόσο τους Ιταλούς προσφέροντες υπηρεσίες όσο και τους προσφέροντες υπηρεσίες από άλλα κράτη μέλη, και συνεπώς εφαρμόζεται κατά τρόπο μη δημιουργούντα διακρίσεις. Εντούτοις, θα μπορούσε να αποτελεί συγκαλυμμένη διάκριση το γεγονός ότι οι προσφέροντες που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος έχουν κατά κανόνα υψηλότερο κόστος, όπως περιγράφηκε προηγουμένως. Εντούτοις ελλείπει η ειδική πρόθεση δημιουργίας διακρίσεων, διότι οι ημεδαποί προσφέροντες υπηρεσίες ενδέχεται να συναντούν τις ίδιες δυσκολίες, εξ αιτίας άλλων οικονομικών λόγων, προκειμένου να τηρήσουν τις προβλεπόμενες ανώτατες αμοιβές, υπόκεινται δηλαδή και αυτοί κατά τον ίδιο τρόπο στην εν λόγω απαίτηση (15).

47.
    Πάντως η Ιταλική Κυβέρνηση δεν προέβαλε κανένα ισχυρισμό σχετικά με τους επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τον περιορισμό. Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό ότι το μέτρο έχει περιοριστικό χαρακτήρα.

48.
    Ο καθορισμός κατώτατων αμοιβών αποτελεί επίσης μέτρο που περιορίζει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, δεν επιτρέπει στους παρέχοντες υπηρεσίες να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους τόσο φθηνά ώστε να είναι, γιαλόγους κόστους, θελκτικότερες για τον αποδέκτη από αυτές άλλου παρέχοντος υπηρεσίες.

49.
    Το μέτρο αυτό εφαρμόζεται επίσης κατά τρόπο μη δημιουργούντα διακρίσεις, με αποτέλεσμα να πρέπει να ελεγχθεί αν είναι δικαιολογημένο από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος. Η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η κατάργηση των κατώτατων αμοιβών θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποσταθεροποίηση της αγοράς, που πιθανώς θα οδηγούσε σε αθέμιτο ανταγωνισμό, ο οποίος θα μπορούσε να προκαλέσει χειροτέρευση της ποιότητας των υπηρεσιών εις βάρος των καταναλωτών. Σ' αυτό η Επιτροπή ορθά αντιτάσσει ότι οι χαμηλότερες από το προκαθορισθέν επίπεδο τιμές μπορούν να οφείλονται όχι μόνο στις ποιοτικές περικοπές που φοβάται η Ιταλική Δημοκρατία, αλλά κυρίως στην καλύτερη διάρθρωση του κόστους κατά την παροχή των υπηρεσιών, δηλαδή στην ικανότητα του επιχειρηματία. Αν η έλλειψη κατώτατων αμοιβών επηρεάσει πράγματι την ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών, οι καταναλωτές θα μπορούν, προβαίνοντας σε συγκρίσεις, να το διαπιστώσουν οι ίδιοι και να συναγάγουν τα συμπεράσματά τους.

50.
    Εκτός αυτού, ένας τέτοιος περιορισμός θα ήταν, κατά την Επιτροπή, αντίθετος προς την αρχή της αναλογικότητας, διότι βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού μέτρου. Για να διασφαλιστεί η προστασία των καταναλωτών όσον αφορά την εξασφάλιση της ποιότητας, θα ήταν αρκετό να καθοριστούν ενιαίες ποιοτικές προδιαγραφές στις οποίες θα πρέπει να ανταποκρίνονται οι προσφέροντες υπηρεσίες.

51.
    Εφόσον οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του νόμου είναι αντίθετες προς το κοινοτικό δίκαιο, το ίδιο ισχύει, κατά μείζονα λόγο, για το προβλεπόμενο στο άρθρο 9, παράγραφος 4, του νόμου πρόστιμο, το οποίο καταβάλλεται όταν η δραστηριότητα του συμβούλου σε θέματα κυκλοφορίας των μέσων μεταφοράς ασκείται χωρίς προηγούμενη άδεια.

Πράγματι, το πρόστιμο αποτελεί την έννομη συνέπεια της παραβάσεως των διατάξεων περί υποχρεωτικής κατοχής άδειας. Το κατά πόσον δικαιολογείται η επιβολή της κυρώσεως εξαρτάται, συνεπώς, από τη νομιμότητα της διατάξεως για την τήρηση της οποίας προβλέπεται η κύρωση.

VI - Επί των δικαστικών εξόδων

52.
    Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εφόσον η Ιταλική Δημοκρατία ηττηθεί, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

VII - Πρόταση

53.
    Ως συμπέρασμα των προηγουμένων σκέψεων προτείνω στο Δικαστήριο να αποφασίσει ότι:

«1)    Η Ιταλική Δημοκρατία, υποβάλλοντας σε περιορισμούς, με τον νόμο 264/1991, της 8ης Αυγούστου 1991, περί της δραστηριότητας συμβούλου σε θέματα κυκλοφορίας των μέσων μεταφοράς, την άσκηση της δραστηριότητας του συμβούλου σε θέματα κυκλοφορίας των μέσων μεταφοράς, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ.

2)    Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.»


1: -     Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2: -     Απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1997, C-316/96, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1997, σ. Ι-7231, σκέψη 14).


3: -     Απόφαση της 7ης Μα.ου 1998, C-350/96, Clean Car Autoservice (Συλλογή 1998, σ. Ι-2521, σκέψη 29).


4: -     Αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 1991, C-221/89, Factortame κ.λπ. (Συλλογή 1991, σ. I-3905, σκέψη 32), της 29ης Οκτωβρίου 1998, C-114/97, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 1998, σ. I-6717, σκέψη 44), και της 9ης Μαρτίου 2000, C-355/98, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 2000, σ. I-1221, σκέψη 31).


5: -     Απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1977, 30/77, Bouchereau (Συλλογή τόμος 1977, σ. 617, σκέψη 35).


6: -     Απόφαση της 25ης Ιουλίου 1991, C-76/90, Säger (Συλλογή 1991, σ. I-4221, σκέψη 13)· βλ. επίσης απόφαση της 9ης Ιουλίου 1997, C-222/95, Parodi (Συλλογή 1997, σ. I-3899, σκέψη 31).


7: -     Απόφαση Säger (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 14)· βλ. επίσης απόφαση Parodi (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 32), καθώς και αποφάσεις της 9ης Αυγούστου 1994, C-43/93, Vander Elst (Συλλογή 1994, σ. I-3803, σκέψη 15), και Επιτροπή κατά Βελγίου (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 35).


8: -     Απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1995, C-55/94, Gebhard (Συλλογή 1995, σ. I-4165, σκέψη 37).


9: -     Holoubek, στο: Schwarze, EU-Kommentar, 1η έκδοση, 2000, Baden-Baden, άρθρο 49 ΕΚ, σημείο 77.


10: -     Απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1981, 279/80, Webb (Συλλογή 1981, σ. 3305, σκέψη 17)· αποφάσεις Säger (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 15), Vander Elst (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 16), της 12ης Δεκεμβρίου 1996, C-3/95, Reisebüro Broede (Συλλογή 1996, σ. I-6511, σκέψη 28), και Επιτροπή κατά Βελγίου (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 37).


11: -     Απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 38).


12: -     Απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 47).


13: -     Βλ. πιο πάνω, σημείο 25.


14: -     Απόφαση Gebhard (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψη 37).


15: -     Holoubek, σε: Schwarze, EU-Kommentar (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 9, σημείο 77).