Language of document : ECLI:EU:T:2015:142

Υπόθεση T‑251/13

Gemeente Nijmegen

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Προσφυγή ακυρώσεως — Κρατικές ενισχύσεις — Ενίσχυση που χορηγήθηκε από ολλανδικό δήμο υπέρ ποδοσφαιρικού σωματείου — Απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ — Μέτρο ενισχύσεως που έχει εκτελεσθεί πλήρως κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως — Παραδεκτό — Πράξη δεκτική προσφυγής»

Περίληψη — Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)
της 3ης Μαρτίου 2015

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξεις δεκτικές προσφυγής — Έννοια — Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα — Προπαρασκευαστικές πράξεις — Δεν εμπίπτουν

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξεις δεκτικές προσφυγής — Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα — Απόφαση της Επιτροπής να κινήσει επίσημη διαδικασία ελέγχου κρατικού μέτρου το οποίο εκτελείται, χαρακτηρίζοντάς το προσωρινά ως νέα ενίσχυση — Εμπίπτει

(Άρθρα 107 § 1 ΣΛΕΕ, 108 § 3 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξεις δεκτικές προσφυγής — Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα — Απόφαση της Επιτροπής να κινήσει επίσημη διαδικασία ελέγχου κρατικού μέτρου το οποίο δεν εκτελείται πια — Δεν εμπίπτει

(Άρθρα 107 § 1 ΣΛΕΕ, 108 §§ 2 και 3 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 11 § 2)

1.      Βλ. το κείμενο της διατάξεως.

(βλ. σκέψεις 27, 28)

2.      Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει επίσημη διαδικασία ελέγχου μιας κρατικής ενισχύσεως μπορεί να είναι πράξη δεκτική προσφυγής, στο μέτρο που δύναται να έχει αυτοτελή έννομα αποτελέσματα, δηλαδή όταν η απόφαση αυτή είναι νομικά δεσμευτική κατά τρόπο άμεσο και βέβαιο έναντι του κράτους μέλους που είναι ο αποδέκτης της και του ή των δικαιούχων του επίμαχου μέτρου ενισχύσεως.

Τούτο συμβαίνει σε περίπτωση που επιβάλλεται σε κράτος μέλος η υποχρέωση αναστολής μέτρου ενισχύσεως το οποίο έχει τεθεί σε εφαρμογή χωρίς προηγούμενη γνωστοποίηση και το οποίο είναι ακόμα υπό εκτέλεση κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως περί κινήσεως επίσημης διαδικασίας έρευνας. Ειδικότερα, η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας ελέγχου ενός υπό εκτέλεση μέτρου το οποίο χαρακτηρίζεται ως νέα ενίσχυση από την Επιτροπή μεταβάλλει κατ’ ανάγκην τις έννομες συνέπειες που επάγεται το εξεταζόμενο μέτρο, καθώς και τη νομική θέση των δικαιούχων επιχειρήσεων, ιδίως όσον αφορά τη συνέχιση εκτελέσεως του μέτρου. Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται τόσο στην περίπτωση που το υπό εκτέλεση μέτρο θεωρείται από τις αρχές του οικείου κράτους μέλους υφιστάμενη ενίσχυση όσο και στην περίπτωση που οι αρχές θεωρούν ότι το μέτρο δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση.

(βλ. σκέψεις 29-31)

3.      Απόφαση της Επιτροπής να κινήσει την τυπική διαδικασία έρευνας για μέτρο που έχει πλήρως εκτελεστεί δεν μπορεί να θεωρηθεί πράξη δεκτική προσφυγής υπό την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Σε αντίθεση προς την απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας όσον αφορά υπό εκτέλεση μέτρο, τέτοια απόφαση σχετική με μέτρο ενισχύσεως το οποίο έχει εκτελεσθεί πλήρως δεν συνεπάγεται, κατ’ αρχήν, αυτοτελή έννομα αποτελέσματα, καθόσον δεν είναι νομικά δεσμευτική κατά τρόπο άμεσο και βέβαιο έναντι του κράτους μέλους που είναι ο αποδέκτης της αποφάσεως και του ή των δικαιούχων του επίμαχου μέτρου ενισχύσεως. Αφενός, το μέτρο αυτό δεν μπορεί να ανασταλεί, δεδομένου ότι είχε εκτελεσθεί πλήρως κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Αφετέρου, λόγω του περιεχομένου και της εμβέλειάς της, η απόφαση να κινηθεί η τυπική διαδικασία έρευνας για μέτρο που έχει εκτελεστεί δεν μπορεί να θεμελιώσει την υποχρέωση του οικείου κράτους μέλους να λάβει μέτρα για την ανάκτηση της ενισχύσεως που χορηγήθηκε. Εξάλλου, από το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ, προκύπτει ότι, για να επιβάλει η Επιτροπή σε βάρος του οικείου κράτους μέλους την υποχρέωση προσωρινής ανακτήσεως της ενισχύσεως, πρέπει να πληρούνται αυστηρές προϋποθέσεις.

Υπ’ αυτή την έννοια, ακόμη και αν ο εθνικός δικαστής κρίνοντας επί σχετικού αιτήματος έχει ενδεχομένως την υποχρέωση να διατάξει την ανάκτηση ενισχύσεως, είτε το επίμαχο μέτρο κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως περί κινήσεως επίσημης διαδικασίας έρευνας είναι υπό εκτέλεση είτε όχι, το γεγονός αυτό δεν καθιστά την ανωτέρω απόφαση νομικά δεσμευτική κατά τρόπο άμεσο και βέβαιο. Πράγματι, η υποχρέωση που βαρύνει τον εθνικό δικαστή να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς που σχετίζεται με πιθανό μέτρο ενισχύσεως υφίσταται εφόσον συντρέχουν προϋποθέσεις που δικαιολογούν τη λήψη των μέτρων αυτών, ήτοι, εφόσον ο χαρακτηρισμός του μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, η ενίσχυση πρόκειται να χορηγηθεί ή έχει ήδη χορηγηθεί και έχει διαπιστωθεί ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που καθιστούν μη προσήκουσα την ανάκτηση. Επομένως, δεν υφίσταται κάποια απόλυτη και άνευ όρων υποχρέωση του εθνικού δικαστή να υιοθετήσει αυτομάτως την προσωρινή εκτίμηση της Επιτροπής.

Εξάλλου, η εμπορική αβεβαιότητα και η αντίληψη των λοιπών επιχειρηματιών ως προς την κατάσταση του δικαιούχου της ενισχύσεως δεν μπορούν να θεωρηθούν ως δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, εφόσον πρόκειται απλώς για πρακτικές συνέπειες και όχι για έννομα αποτελέσματα τα οποία παράγει η απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας.

(βλ. σκέψεις 37, 38, 40, 41, 44-46, 51)