Language of document : ECLI:EU:C:2024:513

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JEAN RICHARD DE LA TOUR

της 13ης Ιουνίου 2024 (1)

Υπόθεση C80/23

Ποινική διαδικασία

κατά

V.S.,

παρισταμένου του

Ministerstvo na vatreshnite raboti, Glavna direktsia za borba s organiziranata prestapnost

[αίτηση του Sofiyski gradski sad (πλημμελειοδικείου Σόφιας, Βουλγαρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Οδηγία (ΕΕ) 2016/680 – Κατηγορούμενος – Αστυνομική καταγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Ευαίσθητα δεδομένα – Βιομετρικά και γενετικά δεδομένα – Καταναγκαστική καταγραφή – Σκοπός πρόληψης και διερεύνησης ποινικών αδικημάτων – Ευδοκίμηση εκκρεμούς έρευνας – Σύγκριση με δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συλλέχθηκαν στο πλαίσιο προγενέστερων ερευνών – Απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2023, Ministerstvo na vatreshnite raboti (Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από την αστυνομία) (C‑205/21, EU:C:2023:49) – Ερμηνεία της απόφασης του Δικαστηρίου – Υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας – Άρθρο 10 – Άρθρο 6, στοιχείο αʹ – Εκτίμηση της “απόλυτης αναγκαιότητας” της επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων από τις αρμόδιες αρχές – Όροι – Εξέταση»






I.      Εισαγωγή

1.        Ο δικαιοδοτικός διάλογος δεν ολοκληρώνεται πάντοτε μετά την πρώτη επικοινωνία μεταξύ των οικείων δικαστηρίων. Ενδέχεται να υπάρξει μια εκτενέστερη συζήτηση μεταξύ του Δικαστηρίου και του εθνικού δικαστηρίου που έχει υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, στην περίπτωση που το τελευταίο, έχοντας λάβει γνώση της προδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου, κρίνει ότι εξακολουθεί να μην έχει στη διάθεσή του πληροφορίες τις οποίες θεωρεί απαραίτητες για την επίλυση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του. Τούτο ισχύει στην προκειμένη περίπτωση.

2.        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Sofiyski gradski sad (πλημμελειοδικείο Σόφιας, Βουλγαρία) αφορά το άρθρο 6, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 10 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (2), υπό το πρίσμα της ερμηνείας της οποίας έτυχαν τα άρθρα αυτά από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της απόφασης της 26ης Ιανουαρίου 2023, Ministerstvo na vatreshnite raboti (Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από την αστυνομία) (3).

3.        Πρόκειται για τη δεύτερη αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υποβάλλει το ανωτέρω εθνικό δικαστήριο στο Δικαστήριο εξ αφορμής της ίδιας διαφοράς της κύριας δίκης (4). Η εν λόγω υπόθεση αφορά αίτημα υποβληθέν από τις βουλγαρικές αστυνομικές αρχές για την καταναγκαστική συλλογή φωτογραφικών, δακτυλοσκοπικών και γενετικών δεδομένων (5) της V.S. με σκοπό την καταγραφή τους. Κατόπιν της απαγγελίας κατηγορίας για ποινικό αδίκημα τελεσθέν εκ προθέσεως και συνεπώς αυτεπαγγέλτως διωκόμενο, η V.S. κλήθηκε να υποβληθεί στην εν λόγω καταγραφή των δεδομένων της, πράγμα που αυτή αρνήθηκε. Συνεπώς, οι αστυνομικές αρχές ζήτησαν από το αιτούν δικαστήριο να διατάξει τη διενέργεια καταναγκαστικής αστυνομικής καταγραφής.

4.        Στο αίτημα που υπέβαλαν οι αστυνομικές αρχές ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου αναφερόταν ότι είχαν συγκεντρωθεί επαρκείς αποδείξεις ως προς την ενοχή της V.S. Διευκρινιζόταν ότι είχε απαγγελθεί επισήμως κατηγορία σε βάρος της V.S. για την εκ προθέσεως τέλεση αυτεπαγγέλτως διωκόμενου ποινικού αδικήματος και ότι η ίδια δεν είχε συναινέσει στη συλλογή των δεδομένων της. Από κοινού με το αίτημα υποβλήθηκαν μόνον τα φωτοαντίγραφα του κατηγορητηρίου κατά της V.S. καθώς και της δήλωσής της περί μη συναίνεσης στην αστυνομική καταγραφή. Στηριζόμενο αποκλειστικά στα στοιχεία αυτά, το επιληφθέν δικαστήριο όφειλε, βάσει του εθνικού δικαίου, να διατάξει τη διενέργεια καταναγκαστικής αστυνομικής καταγραφής των δεδομένων της V.S.

5.        Ωστόσο, κατά τον χρόνο εξέτασης του αιτήματος, το αιτούν δικαστήριο διατηρούσε αμφιβολίες ως προς το αν μια τέτοιου είδους κατάσταση είναι συμβατή με τις απαιτήσεις που απορρέουν από την οδηγία 2016/680 όσον αφορά, ιδίως, τη συλλογή και επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων. Το Δικαστήριο απεφάνθη επί των προδικαστικών ερωτημάτων του αιτούντος δικαστηρίου στο πλαίσιο της απόφασης Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I.

6.        Με την εκ νέου υποβολή δύο προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι δεν έχει κατορθώσει να διαπιστώσει αν η διαταγή εκ μέρους του της διενέργειας της εν λόγω καταναγκαστικής καταγραφής είναι σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης.

7.        Με τα συγκεκριμένα προδικαστικά ερωτήματα το Δικαστήριο καλείται, αφενός, να αποσαφηνίσει την κρίση του στην απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I όσον αφορά την προβλεπόμενη στο άρθρο 10 της οδηγίας 2016/680  (6)απαίτηση περί «απόλυτης αναγκαιότητας» της επεξεργασίας ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία θεωρούνται ευαίσθητα δεδομένα, και, αφετέρου, να διευκρινίσει τι αναμένεται από το αιτούν δικαστήριο προκειμένου να θεραπεύσει την ασυμβατότητα της βουλγαρικής νομοθεσίας περί αστυνομικής καταγραφής προς την οδηγία αυτή.

II.    Το νομικό πλαίσιο

8.        Όσον αφορά το νομικό πλαίσιο, παραπέμπω στις σκέψεις 3 έως 34 της απόφασης Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I.

III. Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9.        Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι έλαβε γνώση της ανωτέρω απόφασης στις 26 Ιανουαρίου 2023. Ωστόσο, κρίνει ότι ορισμένες περιστάσεις δεν έχουν αποσαφηνιστεί, εξακολουθεί δε να μην είναι σε θέση να διαπιστώσει αν πρέπει να επιτρέψει τη συλλογή των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων της V.S.

10.      Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι δεν δύναται να εξακριβώσει τη συνδρομή των στοιχείων που υποδεικνύονται στη σκέψη 133 της απόφασης Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I προκειμένου να αποφανθεί επί του αιτήματος για καταναγκαστική καταγραφή που υποβλήθηκε σε αυτό από τις αστυνομικές αρχές, καθόσον δεν διαθέτει τα αναγκαία προς τούτο στοιχεία τεκμηρίωσης. Συγκεκριμένα, το βουλγαρικό δίκαιο προβλέπει ότι το εθνικό δικαστήριο αποφαίνεται αποκλειστικά βάσει του αιτήματος (7), το οποίο ενημερώνει για την ποινική διαδικασία που εκκρεμεί σε βάρος της V.S., επισημαίνει ότι έχουν συγκεντρωθεί επαρκείς αποδείξεις ως προς την ενοχή της και επιβεβαιώνει την απαγγελία κατηγορίας σε βάρος της, επισυνάπτονται δε το κατηγορητήριο και η έγγραφη άρνηση της V.S. να υποβληθεί στην αστυνομική καταγραφή. Δεν προβλέπεται η υποβολή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου άλλων στοιχείων της δικογραφίας.

11.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι είναι δυνατόν να προβεί σε σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία του εθνικού δικαίου εάν εφαρμόσει τους γενικούς κανόνες του Nakazatelno-procesualen kodeks (κώδικα ποινικής δικονομίας, στο εξής: NPK) και, ιδίως, το άρθρο 158 του κώδικα αυτού (8), αντί του ειδικού κανόνα του άρθρου 68 του ZMVR. Με τον τρόπο αυτόν θα έχει στη διάθεσή του το σύνολο της δικογραφίας. Συγκεκριμένα, τα μέτρα έρευνας στο προκαταρκτικό στάδιο της ποινικής διαδικασίας (9), τα οποία άπτονται της σφαίρας της ιδιωτικής ζωής των φυσικών προσώπων, όπως η συλλογή δεδομένων σύνδεσης ή η εξέταση του προσώπου, εκτελούνται από τις επιφορτισμένες με την έρευνα αρχές κατόπιν προηγούμενης άδειας δικαστηρίου. Συνεπώς, η δικογραφία υποβάλλεται ενώπιον του οικείου δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να εξετάσει το σύνολο των στοιχείων που περιλαμβάνονται σε αυτήν, προκειμένου να εκτιμήσει αν το αίτημα για παροχή προηγούμενης άδειας είναι βάσιμο (10). Το αιτούν δικαστήριο αιτιολογεί τη διαφορά ως προς τη νομική ρύθμιση ως εξής: αφενός, η συλλογή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων ζητείται από την αστυνομία και όχι από την εισαγγελική αρχή και, αφετέρου, η συλλογή αυτή διενεργείται μόνο για ενδεχόμενη μελλοντική χρήση των εν λόγω δεδομένων, εφόσον προκύψει τέτοια ανάγκη οποτεδήποτε στο μέλλον.

12.      Επίσης, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η υποβολή της δικογραφίας ενώπιον του δικαστηρίου για παροχή της προηγούμενης άδειας δεν θεωρείται, σύμφωνα με το βουλγαρικό δίκαιο, ικανή να παρακωλύσει τη διεξαγωγή της ποινικής έρευνας. Συνεπώς, η μη υποβολή της δικογραφίας ενώπιον του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται αιτήματος για καταναγκαστική αστυνομική καταγραφή δεν μπορεί να στηριχθεί στον λόγο που παρατίθεται στη σκέψη 100 της απόφασης Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I, ήτοι στον κίνδυνο παρακώλυσης της ορθής διεξαγωγής της ποινικής έρευνας.

13.      Πλην όμως, μολονότι από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι η μη διαβίβαση της δικογραφίας στο δικαστήριο που επιλαμβάνεται αιτήματος για καταναγκαστική αστυνομική καταγραφή συνάδει με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (11), το αιτούν δικαστήριο διατηρεί, εντούτοις, αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον μπορεί να προβεί στις εξακριβώσεις που απορρέουν από τις σκέψεις 132 και 133 της εν λόγω απόφασης προκειμένου να κρίνει αν η επεξεργασία των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων της V.S. είναι «απολύτως αναγκαία», κατά την έννοια του άρθρου 10 της οδηγίας 2016/680, και να διαπιστώσει αν μπορούν να στοιχειοθετήσουν τέτοιου είδους ανάγκη η φύση και η σοβαρότητα της παράβασης που της αποδίδεται στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας ή άλλα κρίσιμα στοιχεία, όπως οι ειδικές περιστάσεις της παράβασης, η ενδεχόμενη σύνδεση της εν λόγω παράβασης με άλλες εκκρεμείς διαδικασίες, το ποινικό μητρώο ή το ατομικό προφίλ της V.S.

14.      Συνεπώς, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 10 της οδηγίας 2016/680 έχει την έννοια ότι η εξέταση σχετικά με την ύπαρξη «απόλυτης αναγκαιότητας» μπορεί να διενεργηθεί χωρίς το εθνικό δικαστήριο να έχει πρόσβαση στο σύνολο της δικογραφίας ή, αντιθέτως, αν η εξέταση αυτή προϋποθέτει ότι το εθνικό δικαστήριο έχει πρόσβαση στο σύνολο της δικογραφίας, καίτοι το Δικαστήριο φαίνεται να έκρινε ως νόμιμο το γεγονός ότι το εθνικό δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τη δικογραφία (12).

15.      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, σε περίπτωση που η οδηγία 2016/680 επιβάλλει την υποβολή ενώπιόν του του συνόλου της δικογραφίας, το ίδιο οφείλει να εκτιμήσει τη βασιμότητα της απαγγελίας κατηγορίας. Η εκτίμηση αυτή επιβάλλεται καθόσον από τις σκέψεις 130 και 131 της απόφασης Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I προκύπτει ότι το γεγονός και μόνον ότι έχει απαγγελθεί κατηγορία σε βάρος ορισμένου προσώπου δεν αρκεί ώστε να συναχθεί ότι η συλλογή είναι «απολύτως αναγκαία» καθώς και ότι πρέπει να υφίστανται σοβαροί λόγοι να θεωρηθεί ότι το εν λόγω πρόσωπο διέπραξε το ποινικό αδίκημα.

16.      Το αιτούν δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πρέπει να είναι σε θέση να εκτιμήσει κατά πόσον η απαγγελία κατηγορίας στηρίζεται επαρκώς σε αποδεικτικά στοιχεία καθόσον, πρώτον, τούτο απαιτεί, εν προκειμένω, το άρθρο 6, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2016/680· δεύτερον, η εκτίμηση αυτή πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να πραγματοποιείται στο πλαίσιο των διαδικασιών του άρθρου 158 του NPK, οι οποίες προσομοιάζουν ιδιαιτέρως με τη διαδικασία του άρθρου 68, παράγραφος 5, του ZMVR· τρίτον, η δυνατότητα να χωρήσει τέτοια εκτίμηση σε μεταγενέστερο στάδιο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο παρασχέθηκε η άδεια για τη διενέργεια της καταναγκαστικής συλλογής των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων, να μην είχαν πράγματι συλλεγεί αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη του κατηγορητηρίου· τέταρτον, η οδηγία 2016/680 αποσκοπεί στη θέσπιση μηχανισμού για την αποτροπή της συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως βιομετρικών και γενετικών δεδομένων, χωρίς να υπάρχει σχετική βάση, πράγμα που πρέπει να εξακριβώνεται αμέσως, και, πέμπτον, μέρος –κατ’ ελάχιστον– των στοιχείων που πρέπει να εξακριβωθεί ότι συντρέχουν σύμφωνα με τις σκέψεις 132 και 133 της απόφασης Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I αφορά ακριβώς την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν συλλεγεί καθόσον από τις σκέψεις αυτές συνάγεται ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η φύση και η σοβαρότητα της παράβασης καθώς και οι περιστάσεις τέλεσής της. Ωστόσο, προκειμένου να εκτιμηθούν τα εν λόγω στοιχεία, πρέπει να διαπιστωθεί ότι υφίστανται σοβαροί λόγοι να θεωρηθεί ότι το εν λόγω πρόσωπο έχει διαπράξει το ποινικό αδίκημα, η δε συγκεκριμένη εκτίμηση προϋποθέτει ότι έχουν ήδη συλλεγεί επαρκείς αποδείξεις.

17.      Συνεπώς, η εκτίμηση της «απόλυτης αναγκαιότητας» της συλλογής προϋποθέτει, επίσης, την εκτίμηση των αποδείξεων επί των οποίων στηρίζεται η απαγγελία της κατηγορίας και του κατά πόσον υφίστανται σοβαροί λόγοι να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο έχει διαπράξει ορισμένο ποινικό αδίκημα.

18.      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, εφόσον θα έχει στη διάθεσή του τη δικογραφία, θα οφείλει να προβεί σε πλήρη εξέταση της νομιμότητας της καταναγκαστικής συλλογής, συμπεριλαμβανομένης της βασιμότητας της απαγγελίας κατηγορίας, ή αν πρέπει μόνον να εξετάσει άλλα στοιχεία, τα οποία παρατίθενται στις σκέψεις 132 και 133 της απόφασης Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I και τα οποία δεν συνδέονται με το ζήτημα αυτό (για παράδειγμα το ποινικό μητρώο ή το προφίλ του κατηγορουμένου) χωρίς να εξετάσει την απαγγελία κατηγορίας.

19.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Sofiyski gradski sad (πλημμελειοδικείο Σόφιας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πληρούται η απαίτηση να εξετάζεται η ύπαρξη “απόλυτης αναγκαιότητας” που προβλέπεται στο άρθρο 10 της οδηγίας 2016/680, όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο στη σκέψη 133 της απόφασης [Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I], στην περίπτωση που η εξέταση διενεργείται, αποκλειστικά και μόνο, βάσει της διάταξης περί απαγγελίας της επίσημης κατηγορίας κατά προσώπου και βάσει της έγγραφης δήλωσής του περί μη συναίνεσης στη συλλογή των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων του ή απαιτείται από το δικαστήριο να έχει ενώπιόν του όλα τα στοιχεία της δικογραφίας τα οποία, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τίθενται στη διάθεσή του σε περίπτωση αίτησης για τη χορήγηση αδείας για τη διενέργεια ερευνών που θίγουν την ιδιωτική ζωή φυσικών προσώπων, όταν η αίτηση αυτή υποβάλλεται στο πλαίσιο ποινικής υπόθεσης;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, δύναται το δικαστήριο, αφού λάβει γνώση της δικογραφίας, να εξετάσει επίσης, στο πλαίσιο της εκτίμησης της ύπαρξης “απόλυτης αναγκαιότητας” κατά την έννοια του άρθρου 10, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2016/680, το κατά πόσον υφίστανται σοβαροί λόγοι να θεωρηθεί ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το ποινικό αδίκημα που αναφέρεται στο κατηγορητήριο;»

20.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η Ουγγρική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Βουλγαρική και η Ουγγρική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή συμμετείχαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 20ής Μαρτίου 2024 κατά την οποία οι εν λόγω μετέχοντες στη διαδικασία απάντησαν και στις προφορικές ερωτήσεις του Δικαστηρίου.

IV.    Ανάλυση

21.      Προκειμένου να ευδοκιμήσει ο διάλογος που προανέφερα (13) και να καταστεί δυνατό τα δύο μετέχοντα δικαιοδοτικά όργανα να ακούσουν και να κατανοήσουν το ένα το άλλο, πρέπει αυτά να διασφαλίσουν ότι εκφράζονται με τρόπο αμοιβαία κατανοητό.

22.      Η Επιτροπή ζήτησε να περατωθεί ο διάλογος κάπως απότομα καθόσον πρότεινε στο Δικαστήριο να κρίνει ως απαράδεκτα τα προδικαστικά ερωτήματα για τον λόγο ότι στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία της απόφασης Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I. Αντιθέτως, φρονώ ότι πρέπει να προκριθεί μια πιο διδακτική προσέγγιση και ότι, εν πάση περιπτώσει, τα προδικαστικά ερωτήματα είναι παραδεκτά (14).

23.      Δεδομένου ότι η ερμηνεία της απόφασης Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I από το αιτούν δικαστήριο έχει εγείρει νέα ζητήματα, πρέπει να διασφαλιστεί ότι η απόφαση αυτή έγινε ορθώς κατανοητή. Εντούτοις, τούτο δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση.

24.      Το αιτούν δικαστήριο εκκινεί από την εσφαλμένη, κατά τη γνώμη μου, παραδοχή ότι το Δικαστήριο τού ανέθεσε να αντιμετωπίσει τα κενά του εθνικού δικαίου με την επινόηση μιας ad hoc επανεκτίμησης. Επιπλέον, δεν φαίνεται να έχει γίνει ορθώς αντιληπτός ο ρόλος που ανατέθηκε στις αρμόδιες αρχές από την οδηγία 2016/680 όσον αφορά την εκτίμηση της «απόλυτης αναγκαιότητας», η οποία συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων. Τέλος, σύμφωνα με την ερμηνεία της απόφασης Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I από το αιτούν δικαστήριο, δεν είναι προφανής η ακριβής σχέση μεταξύ της εξέτασης της «απόλυτης αναγκαιότητας» και της βασιμότητας της απαγγελίας κατηγορίας.

25.      Συνεπώς, εναπόκειται στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της νέας διαδικασίας συνεργασίας που κινήθηκε μεταξύ του ίδιου και του αιτούντος δικαστηρίου, να δώσει στο τελευταίο μια χρήσιμη απάντηση που θα του παράσχει τη δυνατότητα να επιλύσει την ενώπιον του διαφορά. Για τον σκοπό αυτόν, το Δικαστήριο πρέπει να επιλύσει ένα ζήτημα που δεν έχει τεθεί στην πραγματικότητα ενώπιόν του, η δε επίλυση αυτού στηρίζεται, εν μέρει, στην ερμηνεία του εθνικού δικαίου. Επομένως, πρόκειται για ένα ανορθόδοξο εγχείρημα που καλείται να αναλάβει το Δικαστήριο.

26.      Ως εκ τούτου, είναι ουσιώδες, για την περαιτέρω ανάλυση, να επισημανθεί ότι το αιτούν δικαστήριο δεν έχει κληθεί να εξετάσει την εκτίμηση των αρμόδιων αρχών, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 7, της οδηγίας 2016/680 (εν προκειμένω, των αστυνομικών αρχών) σχετικά με το κατά πόσον η συλλογή και επεξεργασία των ευαίσθητων δεδομένων της V.S είναι «απολύτως αναγκαία». Και τούτο διότι το βουλγαρικό δίκαιο δεν προβλέπει τη διενέργεια τέτοιου είδους εκτίμησης από τις αρχές αυτές.

27.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, τα προδικαστικά ερωτήματα εγείρουν το ακόλουθο θεμελιώδες προκαταρκτικό ζήτημα: μπορεί το αιτούν δικαστήριο να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα του άρθρου 10 της οδηγίας 2016/680 με μόνη την εξέταση που διενεργεί βάσει, πλέον, του άρθρου 158 του NPK (15), το οποίο προβλέπει μέτρα έρευνας στις ποινικές διαδικασίες κοινού δικαίου και, ιδίως, τη λήψη δείγματος για τη δημιουργία προφίλ DNA;

28.      Θα προτείνω να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η προτεινόμενη σύμφωνη ερμηνεία δεν μπορεί να καταστήσει την περίπτωση της κύριας δίκης συμβατή με τις απαιτήσεις του άρθρου 10 της οδηγίας 2016/680 (Α). Η απάντηση στα δύο υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα θα εξακολουθούσε να είναι χρήσιμη για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης μόνον στην περίπτωση που το Δικαστήριο υιοθετούσε διαφορετική προσέγγιση. Συνεπώς, θα απαντήσω στα εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα, κατά τη γνώμη μου, επικουρικώς και βάσει συνοπτικότερης ανάλυσης (Β).

1.      Η απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων Ι, η υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας και ο καθορισμός των εξουσιών του αιτούντος δικαστηρίου

29.      Είναι απαραίτητο, κατ’ αρχάς, να επανεξεταστούν τα συμπεράσματα που πρέπει να συναχθούν από την απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I, προτού εξεταστούν στη συνέχεια οι διαπιστώσεις στις οποίες καταλήγει η προτεινόμενη από το αιτούν δικαστήριο ερμηνεία, προκειμένου, τέλος, να εκτιμηθεί αν η ερμηνεία αυτή μπορεί πράγματι να καταστήσει το βουλγαρικό δίκαιο σύμφωνο προς τις απαιτήσεις του άρθρου 10 της οδηγίας 2016/680, όπως απορρέουν από την εν λόγω απόφαση.

1.      Τα συμπεράσματα της απόφασης Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I

30.      Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο κλήθηκε, μεταξύ άλλων, να αποφανθεί αν το άρθρο 10 της οδηγίας 2016/680, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, καθώς και με το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει τη συστηματική συλλογή, προς τον σκοπό της καταγραφής τους, βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για την εκ προθέσεως τέλεση αυτεπαγγέλτως διωκόμενου αδικήματος, χωρίς να προβλέπει ότι η αρμόδια αρχή οφείλει να διαπιστώσει και να καταδείξει, αφενός, ότι η συλλογή αυτή είναι αναγκαία για την εκπλήρωση των συγκεκριμένων σκοπών που επιδιώκονται και, αφετέρου, ότι δεν είναι δυνατή η επίτευξη των σκοπών αυτών με τη συλλογή μέρους μόνον των οικείων δεδομένων (16).

31.      Δεδομένου ότι η επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων, όπως τα βιομετρικά και τα γενετικά δεδομένα, πρέπει να επιτρέπεται «μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαία» (17), το Δικαστήριο έκρινε ότι η επεξεργασία αυτή μπορεί να θεωρηθεί αναγκαία μόνο σε περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων και ότι η αναγκαιότητα αυτή πρέπει να εκτιμάται κατά τρόπο ιδιαιτέρως αυστηρό (18) καθόσον το άρθρο 10 της οδηγίας 2016/680 αποσκοπεί στην παροχή αυξημένης προστασίας στα πρόσωπα τα ευαίσθητα δεδομένα των οποίων υποβάλλονται σε επεξεργασία (19).

32.      Όσον αφορά την αστυνομική καταγραφή, το Δικαστήριο επισήμανε, συνεπώς, ότι η «απόλυτη αναγκαιότητα» της συλλογής των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων κατηγορουμένου προς τον σκοπό της καταγραφής τους πρέπει να καθορίζεται με γνώμονα τους σκοπούς της συλλογής αυτής, οι οποίοι πρέπει να είναι καθορισμένοι, ρητοί και νόμιμοι. Επιπλέον, τα δεδομένα που συλλέγονται πρέπει να είναι κατάλληλα, συναφή και περιορισμένα στο απολύτως αναγκαίο μέτρο σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία (20). Οι διατάξεις του εθνικού δικαίου πρέπει να προβλέπουν ότι η επεξεργασία είναι σύννομη μόνον εάν –και στον βαθμό που– είναι απαραίτητη για την εκτέλεση καθήκοντος που ασκείται από αρχή αρμόδια για τους σκοπούς που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2016/680 καθώς και να καθορίζουν τουλάχιστον τους στόχους της επεξεργασίας, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία και τους σκοπούς της επεξεργασίας (21). Οι τελευταίοι επιβάλλεται να καθορίζονται κατά τρόπο αρκούντως ακριβή και συγκεκριμένο, ώστε να καθίσταται δυνατή η εκτίμηση του κατά πόσον η επεξεργασία είναι «απολύτως αναγκαία» (22).

33.      Περαιτέρω, απαιτείται ιδιαιτέρως αυστηρός έλεγχος της τήρησης της αρχής της ελαχιστοποίησης των δεδομένων. Αφενός, ο σκοπός που επιδιώκεται δεν πρέπει να μπορεί εύλογα να επιτευχθεί κατά τρόπο εξίσου αποτελεσματικό με άλλα μέσα τα οποία θίγουν λιγότερο τα θεμελιώδη δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας πρέπει να βεβαιωθεί ότι ο σκοπός αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί με τη χρήση άλλων κατηγοριών δεδομένων πέραν εκείνων που παρατίθενται στο άρθρο 10 της οδηγίας 2016/680 (23). Αφετέρου, η απαίτηση περί «απόλυτης αναγκαιότητας» συνεπάγεται ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ιδιαίτερη σημασία του σκοπού τον οποίο επιδιώκει η επεξεργασία αυτή (24).

34.      Βάσει των εκτιμήσεων αυτών, το Δικαστήριο έκρινε ρητώς ότι «εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει τη συστηματική συλλογή των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων κάθε προσώπου που κατηγορείται για την εκ προθέσεως τέλεση αυτεπαγγέλτως διωκόμενου αδικήματος είναι, κατ’ αρχήν, αντίθετη προς την απαίτηση του άρθρου 10 της οδηγίας 2016/680» (25). Μια τέτοια νομοθεσία «μπορεί να οδηγήσει, αδιακρίτως και γενικώς, στη συλλογή των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων της πλειονότητας των προσώπων κατά των οποίων έχει απαγγελθεί κατηγορία, καθόσον η έννοια του “αυτεπαγγέλτως διωκόμενου εκ προθέσεως τελεσθέντος ποινικού αδικήματος” έχει ιδιαιτέρως γενικό χαρακτήρα και μπορεί να έχει εφαρμογή σε μεγάλο αριθμό ποινικών αδικημάτων, ανεξαρτήτως της φύσης και της σοβαρότητάς τους» (26). Ειδικότερα, «το γεγονός και μόνον ότι ένα πρόσωπο κατηγορείται για την εκ προθέσεως τέλεση αυτεπαγγέλτως διωκόμενου ποινικού αδικήματος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως στοιχείο από το οποίο μπορεί καθαυτό να συναχθεί ότι η συλλογή των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων του είναι απολύτως αναγκαία, υπό το πρίσμα των σκοπών που αυτή επιδιώκει και λαμβανομένων υπόψη των προσβολών των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως των δικαιωμάτων σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, που απορρέουν από τα άρθρα αυτά» (27).

35.      Στη συνέχεια, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, ακόμη και αν υφίστανται σοβαροί λόγοι να θεωρηθεί ότι το εν λόγω πρόσωπο διέπραξε ποινικό αδίκημα, οι οποίοι δικαιολογούν την απαγγελία κατηγορίας –όπερ προϋποθέτει ότι έχουν ήδη συλλεγεί επαρκείς αποδείξεις–, ενδέχεται να προκύπτουν περιπτώσεις στις οποίες η συλλογή των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων δεν ανταποκρίνεται σε καμία συγκεκριμένη ανάγκη για τους σκοπούς της εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας (28). Η πιθανότητα η συλλογή των δεδομένων αυτών να είναι απολύτως αναγκαία στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών δεν τεκμαίρεται, αλλά πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη άλλων κρίσιμων στοιχείων, όπως είναι μεταξύ άλλων, η φύση και η σοβαρότητα της πιθανολογούμενης παράβασης για την οποία κατηγορείται το υποκείμενο των δεδομένων, οι ειδικές περιστάσεις της παράβασης, η ενδεχόμενη σύνδεσή της με άλλες εκκρεμείς διαδικασίες, το ποινικό μητρώο ή το ατομικό προφίλ του συγκεκριμένου προσώπου (29).

36.      Αφού παρέσχε τις ανωτέρω διευκρινίσεις, το Δικαστήριο έκρινε ότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο «να εξακριβώσει αν, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του άρθρου 10 της οδηγίας 2016/680, είναι δυνατή η ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας που προβλέπει [την καταναγκαστική αστυνομική καταγραφή] κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης. Ειδικότερα, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει αν το εθνικό δίκαιο επιτρέπει να εκτιμηθεί η “απόλυτη αναγκαιότητα” της συλλογής τόσο των βιομετρικών όσο και των γενετικών δεδομένων του υποκειμένου των δεδομένων προς τον σκοπό της καταγραφής τους. Μεταξύ άλλων, πρέπει, για τον λόγο αυτόν, να μπορεί να εξακριβωθεί αν η φύση και η σοβαρότητα του αδικήματος για το οποίο είναι ύποπτο το υποκείμενο των δεδομένων στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας της κύριας δίκης, ή αν άλλα κρίσιμα στοιχεία, όπως [οι ειδικές περιστάσεις του αδικήματος αυτού, η ενδεχόμενη σύνδεσή του με άλλες εκκρεμείς διαδικασίες, το ποινικό μητρώο ή το ατομικό προφίλ του συγκεκριμένου προσώπου], μπορούν να αποτελέσουν περιστάσεις ικανές να στοιχειοθετήσουν τέτοια “απόλυτη ανάγκη”. Επιπλέον, πρέπει να διασφαλιστεί ότι η συλλογή των δεδομένων που αφορούν την οικογενειακή κατάσταση [...] δεν καθιστά δυνατή, αφ’ εαυτής, την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών» (30).

37.      Τέλος, το Δικαστήριο διευκρίνισε με ιδιαίτερη σαφήνεια ότι «[σ]ε περίπτωση που το εθνικό δίκαιο δεν εγγυάται τέτοιο έλεγχο του μέτρου της συλλογής βιομετρικών και γενετικών δεδομένων, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα του άρθρου 10 απορρίπτοντας την αίτηση των αστυνομικών αρχών περί χορήγησης αδείας για την καταναγκαστική συλλογή των δεδομένων αυτών» (31).

2.      Οι λόγοι της ασυμβατότητας της βουλγαρικής νομοθεσίας προς το άρθρο 10 της οδηγίας 2016/680 και οι ανεπάρκειες της προτεινόμενης σύμφωνης ερμηνείας

38.      Η διαπίστωση (32) στην οποία κατέληξε το Δικαστήριο στην απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I, μολονότι υπόκειται σε επιφυλάξεις (33), είναι σαφής: το πλαίσιο της αστυνομικής καταγραφής, το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη διενέργειά της μέσω καταναγκασμού, δεν συνάδει με τις απαιτήσεις του άρθρου 10 της οδηγίας 2016/680, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, καθώς και το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής.

39.      Ο εκπρόσωπος της Βουλγαρικής Κυβέρνησης δεν προέβαλε ισχυρισμό περί του αντιθέτου κατά την αγόρευσή του στην υπό κρίση υπόθεση καθόσον αναγνώρισε την αδυναμία των αρμόδιων αρχών να εκτιμήσουν την «απόλυτη αναγκαιότητα» της αστυνομικής καταγραφής και επισήμανε στο Δικαστήριο ότι πληροφορήθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών για την επικείμενη τροποποίηση του άρθρου 68 του ZMVR η οποία θα προβλέπει την υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να εξακριβώνουν, σε κάθε περίπτωση, ότι πληρούται η απαίτηση περί «απόλυτης αναγκαιότητας» όσον αφορά τη συλλογή των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων των κατηγορουμένων.

40.      Είναι αληθές ότι το Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στην εν λόγω διαπίστωση της ασυμβατότητας και ότι ανέθεσε στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν ήταν δυνατή η ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας που προβλέπει την καταναγκαστική αστυνομική καταγραφή κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης. Προς τούτο, ανέθεσε, ειδικότερα, στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν το εθνικό δίκαιο επιτρέπει να εκτιμηθεί η «απόλυτη αναγκαιότητα» της συλλογής των δεδομένων προς τον σκοπό της καταγραφής τους (34).

41.      Προκειμένου να ερμηνεύσει το άρθρο 68 του ZMVR κατά τρόπο σύμφωνο προς το άρθρο 10 της οδηγίας 2016/680, το αιτούν δικαστήριο προτίθεται να εφαρμόσει, όσον αφορά τη λήψη απόφασης επί του αιτήματος διενέργειας καταναγκαστικής αστυνομικής καταγραφής, τις εγγυήσεις του άρθρου 158 του NPK, από τις οποίες φαίνεται να συνάγεται ότι η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων με τη μορφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων στο πλαίσιο ποινικής έρευνας πρέπει, κατ’ αρχήν, να εξαρτάται από προηγούμενη άδεια δικαστηρίου, το οποίο θα μπορεί να διαπιστώσει την αναγκαιότητα των δεδομένων για τους σκοπούς της ποινικής έρευνας βάσει του συνόλου της δικογραφίας που πρέπει να έχει στη διάθεσή του.

42.      Ωστόσο, αφενός, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, η σκέψη 133 της απόφασης Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι η εκτίμηση της «απόλυτης αναγκαιότητας» της συλλογής των δεδομένων, η οποία διενεργείται από το ίδιο το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 10 της οδηγίας 2016/680. Αφετέρου, φρονώ ότι η μη εκτίμηση της απαιτούμενης κατά το άρθρο 10 «απόλυτης αναγκαιότητας» της συλλογής των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων της V.S., από τις ίδιες τις αρμόδιες αρχές, δεν μπορεί να αντισταθμιστεί από το αιτούν δικαστήριο, λαμβανομένου υπόψη του κεντρικού ρόλου των αρχών αυτών στο σύστημα που θεσπίζει η ανωτέρω οδηγία (35). Συνεπώς, το ζήτημα του δικαστικού ελέγχου της «απόλυτης αναγκαιότητας» της συλλογής ευαίσθητων δεδομένων, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, αποτελεί διακριτό ζήτημα, το οποίο ενδεχομένως ανακύπτει μεταγενέστερα σε σχέση με το ζήτημα της εκτίμησης της αναγκαιότητας αυτής από τις αρμόδιες αρχές.

43.      Επομένως, κατά τη γνώμη μου, η σύμφωνη ερμηνεία την οποία προτείνει το αιτούν δικαστήριο δεν θα έχει ως αποτέλεσμα να εξαλειφθούν από τη βουλγαρική έννομη τάξη όλα τα στοιχεία ασυμβατότητας προς το άρθρο 10 της οδηγίας 2016/680.

44.      Συναφώς, αρκεί να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία.

45.      Πρώτον, εάν δεν απατώμαι, στο πλαίσιο του καθεστώτος που προβλέπει το άρθρο 158 του NPK (36), το εθνικό δικαστήριο εκτιμά μόνον την αναγκαιότητα της συλλογής σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει η διάταξη αυτή. Η προηγούμενη άδεια για τη συλλογή των δεδομένων που αποτελούν αντικείμενο του μέτρου έρευνας είναι δυνατό να χορηγηθεί λαμβανομένων υπόψη των ήδη συγκεντρωθέντων στοιχείων που δημιουργούν σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με τη συμμετοχή του υποκειμένου των δεδομένων στην τέλεση του ποινικού αδικήματος και μπορούν να ενισχύουν τη λυσιτέλεια της συλλογής αυτής για την ευδοκίμηση της έρευνας.

46.      Το δε άρθρο 10 της οδηγίας 2016/680 απαιτεί να εκτιμάται από τις αρμόδιες αρχές ότι υφίσταται απόλυτη, και συνεπώς ενισχυμένη, αναγκαιότητα. Περαιτέρω, υπό την επιφύλαξη της εξακρίβωσης από το αιτούν δικαστήριο, οι σκοποί της αστυνομικής καταγραφής προκύπτουν ευρύτεροι από τον σκοπό του άρθρου 158 του NPK.

47.      Συγκεκριμένα, από τη σκέψη 99 της απόφασης Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I προκύπτει ότι η αστυνομική καταγραφή επιδιώκει δύο βασικούς σκοπούς, ήτοι, αφενός, την αντιπαραβολή με δεδομένα που συνελέγησαν στο πλαίσιο άλλων ποινικών ερευνών με σκοπό την ενδεχόμενη ευδοκίμησή τους και, αφετέρου, τη χρήση των δεδομένων αυτών στο πλαίσιο της εκκρεμούς ποινικής έρευνας (37). Κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζήτησης ενώπιον του Δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόθεση, η Βουλγαρική Κυβέρνηση επισήμανε ότι η αστυνομική καταγραφή αποσκοπεί κυρίως στη χρήση των συλλεγέντων δεδομένων στο πλαίσιο της εκκρεμούς ποινικής υπόθεσης. Ενδεχόμενη μελλοντική χρήση των δεδομένων αυτών αποτελεί δευτερεύοντα σκοπό. Αντιθέτως, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι, στην περίπτωση της αστυνομικής καταγραφής, η συλλογή των δεδομένων διενεργείται μόνο για ενδεχόμενη μελλοντική χρήση, εφόσον προκύψει τέτοια ανάγκη οποτεδήποτε στο μέλλον (38).

48.      Η αναφορά αυτή εγείρει τρία ζητήματα (39). Ειδικότερα, κατά πρώτον, δεδομένου ότι το άρθρο 68 του ZMVR επιδιώκει τον ίδιο σκοπό με το άρθρο 158 του NPK, τίθεται το ζήτημα σε ποιες περιπτώσεις η συλλογή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων πρέπει να απαιτεί την προηγούμενη άδεια του δικαστηρίου και σε ποιες περιπτώσεις η τελευταία δεν είναι απαραίτητη. Συνεπώς, φαίνεται να συνυπάρχουν, προς επίτευξη του ίδιου σκοπού, δύο παράλληλες διαδικασίες που παρέχουν ουσιωδώς διαφορετικές εγγυήσεις. Η αστυνομική καταγραφή αποτελεί, επομένως, μέθοδο απόκτησης αποδεικτικών στοιχείων που χρησιμοποιούνται στην εκκρεμούσα διαδικασία. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο έχει επανειλημμένως υπενθυμίσει ότι η εν λόγω καταγραφή «διαφέρει από την ποινική διαδικασία και δεν αποτελεί μέρος αυτής» (40).

49.      Κατά δεύτερον, εάν, όπως υποστήριξε η Βουλγαρική Κυβέρνηση, η αστυνομική καταγραφή αποσκοπεί κυρίως στη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο της εκκρεμούς ποινικής έρευνας, το γεγονός ότι η νομοθεσία έχει ως αποτέλεσμα να επιτρέπεται, κατ’ αρχήν, η συλλογή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων προσώπου που κατηγορείται «απλώς» για φορολογική απάτη δημιουργεί, τουλάχιστον, ερωτηματικά (41).

50.      Επιπλέον, το άρθρο 158 του NPK δεν προβλέπει ότι το εθνικό δικαστήριο μπορεί να εκτιμήσει, στο πλαίσιο της άδειας που πρόκειται να χορηγήσει, την «απόλυτη αναγκαιότητα» της αστυνομικής καταγραφής για τον σκοπό της σύγκρισης με τα δεδομένα που έχουν συλλεγεί στο πλαίσιο άλλων ερευνών, μολονότι αυτή φαίνεται να αποτελεί έναν από τους σκοπούς που επιδιώκει η βουλγαρική νομοθεσία στην οποία στηρίζεται η αστυνομική καταγραφή.

51.      Κατά τρίτον, από τις εκτιμήσεις που παρατίθενται στο σημείο 47 των παρουσών προτάσεων καταδεικνύεται ότι οι σκοποί της αστυνομικής καταγραφής δεν έχουν ακόμη καθοριστεί με σαφήνεια. Τούτο ισχύει και στην περίπτωση που θα έπρεπε να εφαρμοστεί το άρθρο 158 του NPK.

52.      Δεύτερον, η αποτελεσματικότητα του άρθρου 10 της οδηγίας 2016/680 θα καταστρατηγούνταν προδήλως, εάν το ζήτημα της «απόλυτης αναγκαιότητας» της επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων ανέκυπτε για πρώτη φορά αποκλειστικά επ’ ευκαιρία της χορήγησης προηγούμενης άδειας από το δικαστήριο που εξετάζει το μέτρο της συλλογής, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 158 του NPK.

53.      Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 27 και 68 του ZMVR συνάγεται ότι τα πρόσωπα από τα οποία ζητείται να υποβληθούν στην αστυνομική καταγραφή αποτελούν μια ευρεία κατηγορία προσώπων (42) και ότι πάντοτε συλλέγονται τα ίδια δεδομένα των προσώπων αυτών χωρίς διάκριση. Κάθε κατηγορούμενος πρέπει να υποβληθεί αυτομάτως, για τους σκοπούς της αστυνομικής καταγραφής, στη συλλογή των ίδιων κατηγοριών δεδομένων, χωρίς οι αρμόδιες αρχές, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 7, της οδηγίας 2016/680, να εξετάζουν, σε οποιονδήποτε χρόνο, το αν η συλλογή των ευαίσθητων δεδομένων είναι απολύτως αναγκαία για την ευδοκίμηση της εκκρεμούς ποινικής έρευνας ή την περάτωση άλλων ερευνών. Επιπλέον, από τις σκέψεις 113 και 114 της απόφασης Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I προκύπτει ότι η εθνική νομοθεσία δεν απαιτεί τη διαπίστωση της ύπαρξης συγκεκριμένης ανάγκης για τη συλλογή του συνόλου των δεδομένων που αφορά η αστυνομική καταγραφή και ότι δεν προβλέπεται η υποχρέωση της αρμόδιας αρχής να διαπιστώσει και να καταδείξει ότι η συλλογή αυτή είναι απολύτως αναγκαία για την εκπλήρωση των συγκεκριμένων σκοπών που επιδιώκονται.

54.      Προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα μπορούσε να διαπιστωθεί ότι η αστυνομική καταγραφή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 68 του ZMVR, είναι απολύτως αναγκαία, δεν ορίζονται στην εθνική νομοθεσία και ότι η επεξεργασία βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από τις αρμόδιες αρχές για σκοπούς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2016/680 δεν περιβάλλεται από κατάλληλες εγγυήσεις (43). Η εφαρμογή του άρθρου 158 του NPK δεν μπορεί να μεταβάλει τη διαπίστωση αυτή.

55.      Εφόσον η «απόλυτη αναγκαιότητα» της συλλογής και της επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων δεν καθορίζεται στον νόμο ούτε διασφαλίζεται από την άσκηση της εξουσίας εκτίμησης των αρμόδιων αρχών, δεν μπορεί να απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να αντισταθμίσει, από μόνο του, την παράλειψη των δύο αυτών προηγούμενων σταδίων στην εσωτερική έννομη τάξη. Ως προς το ζήτημα αυτό, συμμερίζομαι την άποψη που εξέφρασε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σύμφωνα με την οποία ο δικαστικός έλεγχος αποτελεί δευτεροβάθμιο έλεγχο, υπό την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο εξετάζει την εκτίμηση της «απόλυτης αναγκαιότητας», η οποία διενεργήθηκε από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τον νόμο. Θα ήθελα να προσθέσω ότι εύλογα διερωτάται κανείς ποια είναι τα κριτήρια που θα μπορούσε να εφαρμόσει το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού δεδομένου ότι η έννοια της «απόλυτης αναγκαιότητας» δεν ορίζεται στον νόμο.

56.      Τρίτον, ακόμη και αν οι εγγυήσεις του άρθρου 158 του NPK ήταν επαρκείς –πράγμα που δεν ισχύει–, δεν θα μπορούσαν να αποβούν προς όφελος των προσώπων που κατηγορούνται για εκ προθέσεως τέλεση αυτεπαγγέλτως διωκόμενου αδικήματος και δεν αντιτάσσονται στην αστυνομική καταγραφή. Η «απόλυτη αναγκαιότητα» της επεξεργασίας δεν θα εκτιμηθεί ποτέ από τις αρμόδιες αρχές για τα εν λόγω πρόσωπα, όπως επιβεβαίωσε η Βουλγαρική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (44). Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ανησυχητική κατάσταση. Μπορεί, πράγματι, εύλογα να υποτεθεί ότι οι ικανότητες ενός προσώπου, κατά του οποίου μόλις απαγγέλθηκαν κατηγορίες, να εναντιωθεί σε αστυνομική διαταγή για την υποβολή του σε αστυνομική καταγραφή είναι ιδιαίτερα αποδυναμωμένες. Συνεπώς, ο σύμφωνος χαρακτήρας του εθνικού δικαίου ο οποίος θα προέκυπτε από την εφαρμογή του άρθρου 158 του NPK θα ήταν μόνον μερικός, δεδομένου ότι θα εξακολουθούσε έχει εφαρμογή η αστυνομική καταγραφή, χωρίς να εξετάζεται η «απόλυτη αναγκαιότητά» της από τις αρμόδιες αρχές, για όλα τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο –ιδιαίτερα ευρύ– πεδίο εφαρμογής της και δεν αντιτάσσονται σε αυτήν (45).

3.      Συμπέρασμα

57.      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το άρθρο 10 της οδηγίας 2016/680, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, καθώς και το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι η εκτίμηση, υπό τους όρους που παρατίθενται στη σκέψη 133 της απόφασης Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I, της «απόλυτης αναγκαιότητας» της αστυνομικής καταγραφής, σε συνάρτηση με το σύνολο των σκοπών που θεωρείται ότι επιδιώκει, πρέπει να διενεργείται αποτελεσματικά από τις αρχές που είναι αρμόδιες για την καταγραφή αυτή προτού καταστεί δυνατό, ενδεχομένως, οι αρχές αυτές να ζητήσουν τη διενέργεια καταναγκαστικής καταγραφής. Προς τον σκοπό αυτό, δεν αρκεί η εκτίμηση της «απόλυτης αναγκαιότητας» της αστυνομικής καταγραφής να πραγματοποιείται, για πρώτη φορά, από το εθνικό δικαστήριο που καλείται να επιτρέψει τη διενέργεια της καταναγκαστικής καταγραφής, τούτο δε μάλιστα μόνο σε περίπτωση άρνησης του κατηγορουμένου να υποβληθεί στην καταγραφή και μόνο σε συνάρτηση με έναν από τους σκοπούς που φέρεται να επιδιώκει η εθνική νομοθεσία η οποία αποτελεί τη νομική βάση της.

58.      Η σύμφωνη ερμηνεία που προτείνει το αιτούν δικαστήριο δεν φαίνεται, επομένως, επαρκής ώστε να καταστήσει το βουλγαρικό δίκαιο συμβατό με τις απαιτήσεις που μόλις επισήμανα. Συνεπώς, το αιτούν δικαστήριο πρέπει, σύμφωνα με την υπόδειξη του Δικαστηρίου στη σκέψη 134 της απόφασης Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I, να απορρίψει το αίτημα των αστυνομικών αρχών περί παροχής άδειας για την καταναγκαστική συλλογή των δεδομένων της V.S.

Β.      Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

59.      Δεδομένου ότι τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα στηρίζονται στην παραδοχή ότι το αιτούν δικαστήριο μπορεί, με την εφαρμογή κανόνων ποινικής δικονομίας, να αντιμετωπίσει τις ανεπάρκειες της βουλγαρικής νομοθεσίας σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρμόδιες αρχές, υπό το πρίσμα των απαιτήσεων του άρθρου 10 της οδηγίας 2016/680, και ότι φρονώ ότι η αντιμετώπιση αυτή δεν αρκεί ώστε η εν λόγω νομοθεσία να θεωρηθεί σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης, θα εξετάσω τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα επικουρικώς, στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει διαφορετικά.

60.      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν η εξέταση της «απόλυτης αναγκαιότητας» της επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων μπορεί να διενεργείται μόνον βάσει του κατηγορητηρίου ή αν είναι απαραίτητο να υποβάλλεται ενώπιόν του το σύνολο της δικογραφίας (πρώτο προδικαστικό ερώτημα) προκειμένου να εκτιμήσει το ίδιο αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι για να θεωρηθεί ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το αδίκημα για το οποίο γίνεται μνεία στο κατηγορητήριο (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα).

61.      Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να εντοπίζει κάποια αντίφαση μεταξύ, αφενός, των σκέψεων 100 και 101 της απόφασης Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I και, αφετέρου, των σκέψεων 130 έως 133 της απόφασης αυτής.

62.      Στη σκέψη 100 της απόφασης Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I το Δικαστήριο έκρινε ότι «η προσωρινή εξαίρεση από τον δικαστικό έλεγχο της εκτίμησης των αποδείξεων επί των οποίων στηρίζεται η απαγγελία κατηγοριών εναντίον του υποκειμένου των δεδομένων και, ως εκ τούτου, η συλλογή των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων του μπορεί να αποδειχθεί δικαιολογημένη κατά το προκαταρκτικό στάδιο της ποινικής διαδικασίας. Πράγματι, η διενέργεια τέτοιου ελέγχου σε αυτό το στάδιο θα μπορούσε να παρακωλύσει τη διεξαγωγή της ποινικής έρευνας στο πλαίσιο της οποίας συλλέγονται τα εν λόγω δεδομένα και να περιορίσει υπέρμετρα τη δυνατότητα των διενεργούντων την έρευνα να εξιχνιάσουν άλλα αδικήματα κατόπιν σύγκρισης των δεδομένων αυτών με δεδομένα που συνελέγησαν στο πλαίσιο άλλων ερευνών. Επομένως, αυτός ο περιορισμός της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δεν είναι δυσανάλογος, δεδομένου ότι το εθνικό δίκαιο διασφαλίζει μεταγενεστέρως αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο». Συνεπώς, δεν προσκρούει στο άρθρο 47 του Χάρτη το να μην έχει ένα εθνικό δικαστήριο, το οποίο αποφαίνεται επί αίτησης με την οποία ζητείται να επιτραπεί η καταναγκαστική συλλογή ευαίσθητων δεδομένων κατηγορουμένου «τη δυνατότητα να εκτιμήσει τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η απαγγελία κατηγοριών, υπό τον όρο ότι το εθνικό δίκαιο διασφαλίζει μεταγενεστέρως αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο των προϋποθέσεων της απαγγελίας κατηγοριών, βάσει της οποίας παρασχέθηκε η άδεια για τη διενέργεια της συλλογής των δεδομένων αυτών» (46).

63.      Το Δικαστήριο έκρινε, επίσης, αυτή τη φορά στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 10 της οδηγίας 2016/680, ότι «το γεγονός και μόνον ότι ένα πρόσωπο κατηγορείται για την εκ προθέσεως τέλεση αυτεπαγγέλτως διωκόμενου ποινικού αδικήματος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως στοιχείο από το οποίο μπορεί καθαυτό να συναχθεί ότι η συλλογή των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων του είναι απολύτως αναγκαία υπό το πρίσμα των σκοπών που αυτή επιδιώκει και λαμβανομένων υπόψη των προσβολών των θεμελιωδών δικαιωμάτων [...] που απορρέουν από τα άρθρα αυτά» (47). Στη συνέχεια έκρινε ότι «αφενός, εφόσον υφίστανται σοβαροί λόγοι να θεωρηθεί ότι το εν λόγω πρόσωπο διέπραξε ποινικό αδίκημα, οι οποίοι δικαιολογούν την απαγγελία κατηγορίας, όπερ προϋποθέτει ότι έχουν ήδη συλλεγεί επαρκείς αποδείξεις για την εμπλοκή του προσώπου αυτού στην αξιόποινη πράξη, ενδέχεται να προκύπτουν περιπτώσεις στις οποίες η συλλογή τόσο των βιομετρικών όσο και των γενετικών δεδομένων δεν ανταποκρίνεται σε καμία συγκεκριμένη ανάγκη για τους σκοπούς της εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας» (48). Αφετέρου, «η πιθανότητα τα βιομετρικά και γενετικά δεδομένα κατηγορουμένου να είναι απολύτως αναγκαία στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών πλην εκείνης στο πλαίσιο της οποίας απαγγέλθηκαν οι κατηγορίες μπορεί να προσδιοριστεί μόνο βάσει του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων, όπως είναι μεταξύ άλλων, η φύση και η σοβαρότητα της πιθανολογούμενης παράβασης για την οποία κατηγορείται, οι ειδικές περιστάσεις της παράβασης, η ενδεχόμενη σύνδεση της εν λόγω παράβασης με άλλες εκκρεμείς διαδικασίες, το ποινικό του μητρώο ή το ατομικό προφίλ του οικείου προσώπου» (49).

64.      Συνεπώς, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η αδυναμία του εθνικού δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο να διατάξει την καταναγκαστική αστυνομική καταγραφή, να εξετάσει τη βασιμότητα των όρων της κατηγορίας που αποτελεί τη νομική βάση της συλλογής (50) μπορεί να αποτελεί θεμιτό περιορισμό του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας λόγω του κινδύνου παρακώλυσης της ορθής διεξαγωγής της ποινικής έρευνας.

65.      Όσον αφορά την εξέταση της «απόλυτης αναγκαιότητας» της συλλογής, από τις σκέψεις 130 έως 133 της απόφασης Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να εξεταστεί η βασιμότητα της απαγγελίας κατηγορίας. Διαπίστωσε απλώς ότι, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, η απαγγελία κατηγορίας αποτελούσε αναγκαία, αλλά όχι επαρκή προϋπόθεση προκειμένου να διαπιστωθεί η «απόλυτη αναγκαιότητα» της συλλογής των ευαίσθητων δεδομένων του υποκειμένου των δεδομένων. Εξάλλου, τα στοιχεία που παρατίθενται στη σκέψη 132 της απόφασης αυτής, όπως η φύση και η σοβαρότητα της παράβασης, οι ειδικές περιστάσεις της παράβασης, η ενδεχόμενη σύνδεσή της με άλλες εκκρεμείς διαδικασίες, το ποινικό μητρώο ή το ατομικό προφίλ του υποκειμένου των δεδομένων, αποτελούν κριτήρια διακριτά από εκείνα στα οποία στηρίζεται η απαγγελία κατηγορίας, ήτοι, κατ’ αρχήν, την ύπαρξη σοβαρών και συγκλινουσών ενδείξεων που υποδεικνύουν ότι το υποκείμενο των δεδομένων τέλεσε το αδίκημα.

66.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, η εξέταση από το εθνικό δικαστήριο της «απόλυτης αναγκαιότητας» της συλλογής βιομετρικών και γενετικών δεδομένων δεν απαιτεί να εξετάζεται η βασιμότητα της απαγγελίας κατηγορίας. Ομοίως, το άρθρο 10 της οδηγίας 2016/680 δεν απαιτεί την υποβολή του συνόλου της δικογραφίας, χωρίς πάντως να την αποκλείει, υπό την προϋπόθεση ότι η εκτίμηση της «απόλυτης αναγκαιότητας», σύμφωνα με τους όρους που παραθέτει το Δικαστήριο στη σκέψη 133 της απόφασης Καταγραφή βιομετρικών και γεωμετρικών δεδομένων I, μπορεί να διενεργείται αποτελεσματικά και μόνον βάσει του κατηγορητηρίου.

67.      Τέλος, δεδομένου ότι στη διατύπωση του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος γίνεται, επίσης, επίκληση του άρθρου 6, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2016/680, θα υπενθυμίσω απλώς, χάριν πληρότητας, ότι το άρθρο αυτό επιβάλλει, κατ’ αρχήν, στα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε να γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των δεδομένων των διαφόρων κατηγοριών υποκειμένων των δεδομένων, κατά τρόπον ώστε να μην υφίστανται αδιακρίτως τον ίδιο βαθμό επέμβασης στο θεμελιώδες δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ανεξαρτήτως της κατηγορίας στην οποία ανήκουν (51). Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, μία από τις κατηγορίες αυτές αποτελούν τα «[πρόσωπα] σε σχέση με τα οποία υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι διέπραξαν ή πρόκειται να διαπράξουν ποινικό αδίκημα».

68.      Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ύπαρξη επαρκούς αριθμού στοιχείων για την απόδειξη της ενοχής ενός προσώπου συνιστά, κατ’ αρχήν, σοβαρό λόγο να πιστεύεται ότι το πρόσωπο αυτό διέπραξε το αδίκημα και ότι το άρθρο 6, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2016/680 δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει την καταναγκαστική συλλογή, προς τον σκοπό της καταγραφής τους, βιομετρικών και γενετικών δεδομένων τα οποία αφορούν πρόσωπα ως προς τα οποία έχουν συγκεντρωθεί επαρκείς αποδείξεις περί της ενοχής τους για την εκ προθέσεως τέλεση αυτεπαγγέλτως διωκόμενου αδικήματος και κατά των οποίων έχουν απαγγελθεί, για τον λόγο αυτό, κατηγορίες (52). Αντιθέτως προς την ερμηνεία που έγινε δεκτή από το αιτούν δικαστήριο, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να επιβάλλει στο εθνικό δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την εξέταση της «απόλυτης αναγκαιότητας» ενός μέτρου συλλογής ευαίσθητων δεδομένων να επιβεβαιώνει τη βασιμότητα της απαγγελίας κατηγορίας, προβαίνοντας, το ίδιο, σε εκτίμηση των αποδείξεων στις οποίες αυτή στηρίζεται.

69.      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το άρθρο 6, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 10 της οδηγίας 2016/680 έχουν την έννοια ότι η εξέταση, από το εθνικό δικαστήριο, της «απόλυτης αναγκαιότητας» της συλλογής βιομετρικών και γενετικών δεδομένων δεν απαιτεί να εξετάζεται η βασιμότητα της απαγγελίας κατηγορίας. Ομοίως, τα εν λόγω άρθρα δεν απαιτούν την υποβολή του συνόλου της δικογραφίας, χωρίς πάντως να την αποκλείουν, υπό την προϋπόθεση ότι η εκτίμηση της «απόλυτης αναγκαιότητας», σύμφωνα με τους όρους που παραθέτει το Δικαστήριο στη σκέψη 133 της απόφασης Καταγραφή βιομετρικών και γεωμετρικών δεδομένων I, μπορεί να διενεργείται αποτελεσματικά και μόνον βάσει του κατηγορητηρίου.

V.      Πρόταση

70.      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Sofiyski gradski sad (πλημμελειοδικείου Σόφιας, Βουλγαρία) ως εξής:

Το άρθρο 10 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, καθώς και το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής,

έχει την έννοια ότι:

–        η εκτίμηση, υπό τους όρους που παρατίθενται στη σκέψη 133 της απόφασης της 26ης Ιανουαρίου 2023, Ministerstvo na vatreshnite raboti (Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από την αστυνομία) (C‑205/21, EU:C:2023:49), της «απόλυτης αναγκαιότητας» της αστυνομικής καταγραφής, σε συνάρτηση με το σύνολο των σκοπών που θεωρείται ότι επιδιώκει, πρέπει να διενεργείται αποτελεσματικά από τις αρχές που είναι αρμόδιες για την καταγραφή αυτή προτού καταστεί δυνατό, ενδεχομένως, οι αρχές αυτές να ζητήσουν τη διενέργεια καταναγκαστικής καταγραφής·

–        προς τον σκοπό αυτό, δεν αρκεί η εκτίμηση της «απόλυτης αναγκαιότητας» της αστυνομικής καταγραφής να πραγματοποιείται, για πρώτη φορά, από το εθνικό δικαστήριο που καλείται να επιτρέψει τη διενέργεια της καταναγκαστικής καταγραφής, τούτο δε μάλιστα μόνο σε περίπτωση άρνησης του κατηγορουμένου να υποβληθεί στην καταγραφή και μόνο σε συνάρτηση με έναν από τους σκοπούς που φέρεται να επιδιώκει η εθνική νομοθεσία η οποία αποτελεί τη νομική βάση της.

Επικουρικώς:

Το άρθρο 6, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 10 της οδηγίας 2016/680

έχουν την έννοια ότι:

η εξέταση, από το εθνικό δικαστήριο, της «απόλυτης αναγκαιότητας» της συλλογής βιομετρικών και γενετικών δεδομένων δεν απαιτεί να εξετάζεται η βασιμότητα της απαγγελίας κατηγορίας. Ομοίως, τα εν λόγω άρθρα δεν απαιτούν την υποβολή του συνόλου της δικογραφίας, χωρίς πάντως να την αποκλείουν, υπό την προϋπόθεση ότι η εκτίμηση της «απόλυτης αναγκαιότητας», σύμφωνα με τους όρους που παραθέτει το Δικαστήριο στη σκέψη 133 της απόφασης της 26ης Ιανουαρίου 2023, Ministerstvo na vatreshnite raboti (Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από την αστυνομία) (C‑205/21, EU:C:2023:49), μπορεί να διενεργείται αποτελεσματικά και μόνον βάσει του κατηγορητηρίου.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      ΕΕ 2016, L 119, σ. 89.


3      C‑205/21, στο εξής: απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I, EU:C:2023:49.


4      Μολονότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C‑205/21 υποβλήθηκε στο Δικαστήριο από το Spetsializiran nakazatelen sad (ποινικό δικαστήριο ειδικών αρμοδιοτήτων, Βουλγαρία), εντούτοις το τελευταίο καταργήθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης και η υπόθεση της κύριας δίκης παραπέμφθηκε, συνεπώς, στο Sofiyski gradski sad (πλημμελειοδικείο Σόφιας): βλ. απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I (σκέψη 51).


5      Στα δεδομένα που συλλέγονται στο πλαίσιο της εν λόγω αστυνομικής καταγραφής περιλαμβάνεται δείγμα για τη δημιουργία προφίλ DNA του κατηγορουμένου.


6      Βλ. απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I (σκέψη 63).


7      Στο αστυνομικό αίτημα της κύριας δίκης γίνεται μνεία της νομικής βάσης για την αστυνομική καταγραφή, ήτοι του άρθρου 68, παράγραφος 1, του zakon za Ministerstvoto na vatreshnite raboti (νόμου περί του Υπουργείου Εσωτερικών) (DV αριθ. 53, της 27ης Ιουνίου 2014, στο εξής: ZMVR), και του άρθρου 11, παράγραφος 4, του naredba za reda za izvarshvane i snemane na politseyska registratsia (κανονισμού περί των όρων διενέργειας της αστυνομικής καταγραφής) (DV αριθ. 90, της 31ης Οκτωβρίου 2014).


8      Από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι το άρθρο 158 του NPK αφορά την εξέταση προσώπου ως μέτρο έρευνας στο προκαταρκτικό στάδιο. Η εξέταση αυτή μπορεί να οδηγήσει στη συλλογή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων. Η εξέταση του προσώπου πραγματοποιείται με τη γραπτή συγκατάθεσή του. Σε περίπτωση που δεν παρασχεθεί συγκατάθεση, ο εισαγγελέας οφείλει να ζητήσει προηγούμενη άδεια για τη διενέργεια καταναγκαστικής εξέτασης, άδεια την οποία λαμβάνει από το αρμόδιο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ή το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της περιφέρειας όπου ασκήθηκε η δίωξη (άρθρο 158, παράγραφος 3, του NPK). Σε επείγουσες περιπτώσεις, η εξέταση διενεργείται χωρίς την άδεια του δικαστηρίου, αλλά πρέπει να ζητηθεί εκ των υστέρων η έγκρισή του για αυτήν (άρθρο 158, παράγραφος 4, του NPK). Σύμφωνα με τα στοιχεία που προσκόμισε στο Δικαστήριο το αιτούν δικαστήριο, η δικογραφία υποβάλλεται ενώπιον του δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να εξετάσει το σύνολο των στοιχείων που περιλαμβάνονται σε αυτήν προκειμένου να εκτιμήσει αν το αίτημα για τη χορήγηση προηγούμενης άδειας ή μεταγενέστερης έγκρισης είναι βάσιμο.


9      Κατόπιν παραγγελίας, όπως προκύπτει, της εισαγγελικής αρχής: βλ. σημεία 16 και 24 της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως.


10      Ή το αίτημα για χορήγηση μεταγενέστερης έγκρισης, ανάλογα με την περίπτωση.


11      Στο εξής: Χάρτης.


12      Σύμφωνα με το συμπέρασμα που συνήγαγε το αιτούν δικαστήριο από τις σκέψεις 100 και 101 της απόφασης Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I.


13      Βλ. σημείο 1 των παρουσών προτάσεων.


14      Πράγματι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, ακόμη και σε περίπτωση κατά την οποία υφίσταται νομολογία του Δικαστηρίου επιλύουσα το επίμαχο νομικό ζήτημα, τα εθνικά δικαστήρια διατηρούν πλήρως την ευχέρεια να υποβάλουν αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο εφόσον το κρίνουν σκόπιμο. Το γεγονός ότι το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει την ίδια διάταξη του δικαίου της Ένωσης σε σχέση με την ίδια εθνική ρύθμιση δεν επισύρει το απαράδεκτο των προδικαστικών ερωτημάτων (βλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Bauer και Willmeroth, C‑569/16 και C‑570/16, EU:C:2018:871, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και σκέψη 22). Επίσης, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι τα υποβαλλόμενα προδικαστικά ερωτήματα έχουν άμεση σχέση με τη διαφορά της κύριας δίκης και είναι λυσιτελή για να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο η δυνατότητα να την επιλύσει. Εξάλλου, η αίτηση αυτή περιέχει επαρκή στοιχεία για να καθοριστεί το περιεχόμενο των εν λόγω ερωτημάτων και να δοθεί χρήσιμη απάντηση. Συνεπώς, πρέπει να κριθούν παραδεκτά (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Schweppes, C‑291/16, EU:C:2017:990, σκέψη 25).


15      Βλ. υποσημείωση 8 των παρουσών προτάσεων.


16      Βλ. απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I (σκέψη 114).


17      Υπενθυμίζω ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι σκοπός του άρθρου 10 της οδηγίας 2016/680 είναι η διασφάλιση αυξημένης προστασίας έναντι των επεξεργασιών τέτοιων δεδομένων, οι οποίες, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 37 της εν λόγω οδηγίας, λόγω του ιδιαίτερα ευαίσθητου χαρακτήρα των συγκεκριμένων δεδομένων και του πλαισίου εντός του οποίου υποβάλλονται σε επεξεργασία, ενδέχεται να συνεπάγονται σημαντικούς κινδύνους για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες, όπως είναι το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη (βλ. απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I, σκέψη 116 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


18      Βλ. απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I (σκέψη 118).


19      Βλ. απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I (σκέψη 120).


20      Βλ. απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I (σκέψη 122).


21      Βλ. απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I (σκέψη 123).


22      Βλ. απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I (σκέψη 124).


23      Βλ. απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I (σκέψεις 125 και 126).


24      Βλ. απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων Ι (σκέψη 127).


25      Βλ. απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I (σκέψη 128). Η υπογράμμιση δική μου.


26      Βλ. απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων Ι (σκέψη 129).


27      Βλ. απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I (σκέψη 130).


28      Βλ. απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I (σκέψη 131).


29      Βλ. απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I (σκέψη 132).


30      Βλ. απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I (σκέψη 133).


31      Βλ. απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I (σκέψη 134). Συνεπώς, το Δικαστήριο φαίνεται να έχει αναγνωρίσει το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 10 της οδηγίας 2016/680. Συγκεκριμένα, ένα εθνικό δικαστήριο δεν υποχρεούται, βάσει του δικαίου της Ένωσης και μόνον, να αφήσει ανεφάρμοστη μια διάταξη του εσωτερικού δικαίου η οποία είναι αντίθετη προς διάταξη του δικαίου της Ένωσης αν η τελευταία αυτή διάταξη στερείται άμεσου αποτελέσματος [βλ. απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 2024, Χ (Έλλειψη λόγων καταγγελίας), C‑715/20, EU:C:2024:139, σκέψη 74].


32      Διατυπώνεται στο τρίτο σημείο του διατακτικού της απόφασης Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I.


33      Δεδομένου ότι η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ στηρίζεται σε σαφή διάκριση των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, η διαπίστωση και η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστή, όπως και η ερμηνεία και εφαρμογή του εθνικού δικαίου: βλ., κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, απόφαση της 9ης Απριλίου 2024, Profi Credit Polska (Επανάληψη διαδικασίας που περατώθηκε με τελεσίδικη απόφαση) (C‑582/21, EU:C:2024:282, σκέψη 31).


34      Βλ. απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I (σκέψη 133).


35      Υπενθυμίζω ότι το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2016/680 καθορίζεται ακριβώς σε συνάρτηση με τις αρχές αυτές καθόσον από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής συνάγεται ότι «εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς που καθορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1».


36      Βλ. υποσημείωση 8 των παρουσών προτάσεων.


37      Το δε άρθρο 27 του ZMVR ορίζει ότι τα δεδομένα που καταγράφονται από την αστυνομία δυνάμει του άρθρου 68 του ZMVR χρησιμοποιούνται αποκλειστικώς στο πλαίσιο της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, της καταπολέμησης της εγκληματικότητας και της τήρησης της δημόσιας τάξης.


38      Βλ. σημείο 25 της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως.


39      Υπενθυμίζω ότι ο ακριβής και συγκεκριμένος καθορισμός των σκοπών αυτών αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να καθίσταται δυνατή η εκτίμηση του κατά πόσον η επεξεργασία είναι «απολύτως αναγκαία»: βλ. απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I (σκέψη 124).


40      Σημείο 21 της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως. Βλ., επίσης, σημείο 6 της αίτησης αυτής.


41      Από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η εφαρμογή, στο πλαίσιο της κύριας δίκης, του άρθρου 158 του NPK, παρέχει στο εθνικό δικαστήριο τη δυνατότητα να διαφοροποιήσει την ποιότητα και την ποσότητα των δεδομένων που θα συλλεχθούν και ιδίως των ευαίσθητων δεδομένων.


42      Βλ., επίσης, απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I (σκέψη 78).


43      Σύμφωνα με τις υποδείξεις του Δικαστηρίου στην απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I (σκέψη 63).


44      Συναφώς, υπενθυμίζω ότι η αιτιολογική σκέψη 37 της οδηγίας 2016/680 αναφέρει ότι «η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων δε θα πρέπει να παρέχει αυτή καθαυτή νομική βάση για την επεξεργασία τέτοιων ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρμόδιες αρχές». Εν πάση περιπτώσει, αφενός, η συγκατάθεση του ατόμου δεν ισοδυναμεί με απαλλαγή από την υποχρέωση εκτίμησης της «απόλυτης αναγκαιότητας» της συλλογής και, αφετέρου, η αναγκαιότητα αυτή πρέπει να εξακριβώνεται πριν την παροχή της συγκατάθεσης.


45      Η δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν περιέχει πληροφορίες σχετικά με τη δυνατότητα των προσώπων αυτών να ασκήσουν προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 54 της οδηγίας 2016/680. Ωστόσο, τόσο το αιτούν δικαστήριο στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως (βλ. σημείο 25 της αίτησης αυτής) όσο και η Βουλγαρική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου φαίνεται να εκτιμούν ότι δεν υπάρχει δυνατότητα άσκησης δικαστικής προσφυγής στην περίπτωση αυτή.


46      Βλ. απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I (σκέψη 101).


47      Βλ. απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I (σκέψη 130).


48      Βλ. απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I (σκέψη 131).


49      Βλ. απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I (σκέψη 132).


50      Βλ. απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I (σκέψη 88).


51      Βλ. απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I (σκέψη 83).


52      Βλ. απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I (σκέψεις 85 και 86).