Language of document : ECLI:EU:T:2007:379

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 12ης Δεκεμβρίου 2007(*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως του εικονιστικού σήματος CORPO LIVRE – Εθνικά και διεθνή λεκτικά σήματα LIVRE – Εκπρόθεσμη προσκόμιση των στοιχείων που αποδεικνύουν τη χρήση των προγενέστερων σημάτων»

Στην υπόθεση T‑86/05,

K & L Ruppert Stiftung & Co. Handels-KG, με έδρα το Weilheim (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους D. Spohn και A. Kockläuner, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου εναρμονίσεως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον G. Schneider,

καθού,

έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ:

Natália Cristina Lopes de Almeida Cunha, κάτοικος Vila Nova de Gaia (Πορτογαλία),

Cláudia Couto Simões, κάτοικος Vila Nova de Gaia (Πορτογαλία),

Marly Lima Jatobá, κάτοικος Vila Nova de Gaia (Πορτογαλία),

με αντικείμενο προσφυγή που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 7ης Δεκεμβρίου 2004 (υπόθεση R 328/2004‑1), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ, αφενός, της K & L Ruppert Stiftung & Co. Handels-KG και, αφετέρου, των Natália Cristina Lopes de Almeida Cunha, Cláudia Couto Simões και Marly Lima Jatobá,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τον A. W. H. Meij, προεδρεύοντα του δευτέρου τμήματος, την I. Pelikánová και τον Σ. Παπασάββα, δικαστές,

γραμματέας: K. Andová, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 22 Φεβρουαρίου 2005,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 23 Ιουνίου 2005,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Ιουνίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 16 Αυγούστου 2000, οι Natália Cristina Lopes de Almeida Cunha, Cláudia Couto Simões και Marly Lima Jatobá υπέβαλαν στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί, αίτηση καταχωρίσεως του κάτωθι κοινοτικού εικονιστικού σήματος.

Image not found

2        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στις κλάσεις 18 και 25 του Διακανονισμού της Νίκαιας σχετικά με την κατάταξη των προϊόντων και των υπηρεσιών για την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        «βαλίτσες· τσάντες χειρός· τσάντες για την παραλία, τσάντες ταξιδίου· κιβώτια από δέρμα ή από χαρτόνι ενισχυμένο με δέρμα (απομίμηση δέρματος)· σετ ταξιδιού (δερμάτινα είδη)· θήκες για κλειδιά (δερμάτινα είδη)· χαρτοφύλακες για έγγραφα· πορτοφόλια για κέρματα (μη κατασκευασμένα από πολύτιμα μέταλλα)», της κλάσεως 18, και

–        «είδη ρουχισμού· συγκεκριμένα, ενδύματα παραλίας και αθλητικά ενδύματα· υποδήματα, συγκεκριμένα υποδήματα για την παραλία και αθλητικά παπούτσια· είδη πιλοποιίας», της κλάσεως 25.

3        Η αίτηση καταχωρίσεως δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθ. 33/2001 Δελτίο κοινοτικών σημάτων, της 9ης Απριλίου 2001.

4        Στις 4 Ιουλίου 2001, η προσφεύγουσα άσκησε ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του σήματος αυτού, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94. Η ανακοπή αφορούσε τα προϊόντα της κλάσεως 25.

5        Η ανακοπή στηριζόταν σε δικαίωμα επί των ακόλουθων προγενέστερων σημάτων (στο εξής: προγενέστερα σήματα):

–        του υπ’ αριθ. 1 173 609 γερμανικού λεκτικού σήματος LIVRE, για «ενδύματα και υποδήματα» της κλάσεως 25, το οποίο κατατέθηκε στις 23 Μαρτίου 1990 και καταχωρίσθηκε στις 5 Μαρτίου 1991, η δε ισχύς του ανανεώθηκε από 24ης Μαρτίου 2000, και

–        του υπ’ αριθ. 568 850 διεθνούς λεκτικού σήματος LIVRE, για «ενδύματα και υποδήματα» της κλάσεως 25, το οποίο κατατέθηκε στις 27 Μαρτίου 1991, καταχωρίσθηκε στις 3 Ιουνίου 1991 και ισχύει στην Αυστρία, στη Γαλλία και στην Ιταλία.

6        Μετά από αίτηση που υπέβαλαν στις 19 Απριλίου 2002 οι αιτούσες την καταχώριση του κοινοτικού σήματος, το ΓΕΕΑ έταξε στην προσφεύγουσα, με έγγραφο της 8ης Μαΐου 2002, προθεσμία έως τις 9 Ιουλίου 2002 για να προσκομίσει στοιχεία που να αποδεικνύουν τη χρήση των προγενέστερων σημάτων, σύμφωνα με το άρθρο 43, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, καθώς και με τους κανόνες 20, παράγραφος 4, και 22 του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 303, σ. 1), ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως.

7        Στις 9 Ιουλίου 2002 και ώρα 16:56, ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας υπέβαλε με τηλεομοιοτυπία αίτηση παρατάσεως της προθεσμίας έως τις 9 Σεπτεμβρίου 2002. Προς στήριξη της αιτήσεως αυτής προέβαλε τους εξής λόγους:

«Δυστυχώς, δεν έχουμε λάβει ακόμη τα έγγραφα που αποδεικνύουν τη χρήση του προγενέστερου σήματος, ωστόσο θα υπενθυμίσουμε στην ανακόπτουσα ότι πρέπει να μας τα διαβιβάσει το ταχύτερο δυνατό. Για τον λόγο αυτό, ζητούμε την ως άνω παράταση.»

8        Με το από 15 Ιουλίου 2002 έγγραφό του, το ΓΕΕΑ ανακοίνωσε στην προσφεύγουσα ότι απέρριψε την αίτηση παρατάσεως της προθεσμίας, δεδομένου ότι από τους λόγους που προέβαλε προς στήριξή της δεν προέκυψε η ύπαρξη εξαιρετικών και απρόβλεπτων περιστάσεων.

9        Εντούτοις, στις 6 Σεπτεμβρίου 2002, η προσφεύγουσα διαβίβασε στο ΓΕΕΑ διάφορα έγγραφα προς απόδειξη της χρήσεως των προγενέστερων σημάτων. Στις 9 Σεπτεμβρίου 2002, η προσφεύγουσα διαμαρτυρήθηκε για την απόρριψη της αιτήσεως παρατάσεως της προθεσμίας και ζήτησε να ληφθούν υπόψη τα διαβιβασθέντα έγγραφα παρά τη λήξη της αρχικής προθεσμίας.

10      Στις 11 Οκτωβρίου 2002, το ΓΕΕΑ ενημέρωσε τα ενδιαφερόμενα μέρη ότι δεν επρόκειτο να λάβει υπόψη ούτε τα έγγραφα που απεστάλησαν στις 6 Σεπτεμβρίου 2002 ούτε τις παρατηρήσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2002.

11      Με την από 2 Μαρτίου 2004 απόφασή του, το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή της προσφεύγουσας με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε η χρήση των προγενέστερων σημάτων.

12      Στις 29 Απριλίου 2004, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής. Στο πλαίσιο της εν λόγω προσφυγής, ισχυρίσθηκε ότι, λαμβανομένης υπόψη της πρακτικής που ακολουθεί το ΓΕΕΑ όσον αφορά την παράταση των προθεσμιών, μπορούσε θεμιτώς να θεωρήσει ότι η αίτησή της για μια πρώτη παράταση θα γινόταν δεκτή στο πλαίσιο της υπό κρίση διαδικασίας. Επιπλέον, υποστήριξε ότι ο υπάλληλος της εταιρίας που ήταν αρμόδιος για την υπογραφή της υπεύθυνης δηλώσεως, η οποία αποτελούσε ένα από τα στοιχεία που αποδείκνυαν τη χρήση των προγενέστερων σημάτων, απουσίαζε σε ταξίδι κατά την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας.

13      Με την από 7 Δεκεμβρίου 2004 απόφασή του (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το πρώτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή. Κατ’ ουσίαν, έκρινε ότι:

–        το ΓΕΕΑ μπορεί, δυνάμει του κανόνα 71 του κανονισμού 2868/95, να απορρίψει αίτηση παρατάσεως προθεσμίας όταν η παράταση δεν δικαιολογείται από τις περιστάσεις· εν προκειμένω, η αίτηση παρατάσεως της προθεσμίας υποβλήθηκε λίγες μόνον ώρες πριν τη λήξη της και δεν περιείχε μνεία συγκεκριμένων λόγων που να δικαιολογούν την παράταση·

–        επιπλέον, ο λόγος που προβλήθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας (ήτοι η απουσία του αρμοδίου υπαλλήλου σε άδεια) δεν συνιστά εξαιρετική περίσταση και μπορούσε να προβλεφθεί πριν τη λήξη της·

–        τέλος, το τμήμα προσφυγών δεν έπρεπε να λάβει υπόψη τα προσκομισθέντα μετά τη λήξη της προθεσμίας έγγραφα, λαμβανομένων υπόψη τόσο του κανόνα 22 του κανονισμού 2868/95, ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως, όσο και της συναφούς νομολογίας [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2002, Τ-388/00, Institut für Lernsysteme κατά ΓΕΕΑ – Educational Services (ELS) (Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-4301), και της 8ης Ιουλίου 2004, T-334/01, MFE Marienfelde κατά ΓΕΕΑ – Vétoquinol (HIPOVITON) (Συλλογή 2004, σ. II‑2787)].

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

14      Με διάταξη της 24ης Απριλίου 2006, ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Πρωτοδικείου, αφού άκουσε τους διαδίκους, διέταξε την αναστολή της διαδικασίας μέχρι την έκδοση αποφάσεως για περάτωση της δίκης στην υπόθεση επί της οποίας το Δικαστήριο εξέδωσε, τελικώς, την απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, C-29/05 P, ΓΕΕΑ κατά Kaul (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή). Στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, οι διάδικοι κλήθηκαν να αναπτύξουν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τις παρατηρήσεις τους επί των συνεπειών που θα έπρεπε, κατά την άποψή τους, να έχει στην υπό κρίση υπόθεση η προαναφερθείσα απόφαση ΓΕΕΑ κατά Kaul.

15      Με απόφαση του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 21ης Μαρτίου 2007, ορίστηκαν ο δικαστής A. W. H. Meij ως προεδρεύων του τμήματος, σε αντικατάσταση του δικαστή J. Pirrung ο οποίος δεν μπορούσε λόγω κωλύματος να μετάσχει στη σύνθεση, και ο δικαστής Σ. Παπασάββας προς συμπλήρωση του σχηματισμού του τμήματος.

16      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

17      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή και

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

18      Προς στήριξη των αιτημάτων της, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους που αντλούνται, αντιστοίχως, από εσφαλμένη εφαρμογή του κανόνα 71 του κανονισμού 2868/95, σε συνδυασμό με τον κανόνα 22 του κανονισμού αυτού, από αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως του άρθρου 73 του κανονισμού 40/94, από παράβαση του άρθρου 74, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού αυτού και, τέλος, από παραβίαση της αρχής του μη αφείναι αίτημα αδίκαστον και από παράβαση ορισμένων γενικών κανόνων που απορρέουν από τη φύση της inter partes διαδικασίας.

 Επί του πρώτου λόγου που αντλείται από εσφαλμένη εφαρμογή του κανόνα 71 του κανονισμού 2868/95, σε συνδυασμό με τον κανόνα 22 του κανονισμού αυτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

19      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η αίτηση που υπέβαλε ενώπιον του τμήματος ανακοπών, με την οποία ζήτησε παράταση της προθεσμίας για να προσκομίσει στοιχεία που απεδείκνυαν τη χρήση των προγενέστερων σημάτων, πληρούσε τις απαιτήσεις του κανόνα 71 του κανονισμού 2868/95. Επρόκειτο για την πρώτη αίτηση παρατάσεως στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας και η υποβολή της ήταν δικαιολογημένη, καθόσον η προσφεύγουσα δεν είχε μπορέσει να συγκεντρώσει τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Επιπροσθέτως, η αίτηση αυτή περιήλθε στο ΓΕΕΑ πριν τη λήξη της προθεσμίας, συγκεκριμένα κατά την τελευταία ημέρα της, και κανένας κανόνας δεν απαγορεύει την υποβολή αιτήσεως παρατάσεως κατά την τελευταία ημέρα της προθεσμίας. Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο λόγος που προέβαλε προς στήριξη της αιτήσεώς της ήταν επαρκής, λαμβανομένου υπόψη ότι επρόκειτο για πρώτη αίτηση παρατάσεως, η οποία μάλιστα υποβλήθηκε κατά την περίοδο των διακοπών. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι ο υπάλληλος της εταιρίας που είναι αρμόδιος για τις υποθέσεις των σημάτων απουσίαζε σε ταξίδι μακράς διαρκείας και ότι, για τον λόγο αυτό, δεν ήταν σε θέση να συγκεντρώσει τα έγγραφα που αποδείκνυαν τη χρήση των προγενέστερων σημάτων. Εξάλλου, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι αποτελεί συνήθη πρακτική του ΓΕΕΑ να δέχεται την πρώτη αίτηση παρατάσεως, ακόμη και αν δεν είναι λεπτομερώς αιτιολογημένη.

20      Το ΓΕΕΑ, στηριζόμενο στο γράμμα του κανόνα 71 του κανονισμού 2868/95, ισχυρίζεται ότι οι περιστάσεις που προβάλλονται προς στήριξη της αιτήσεως παρατάσεως της προθεσμίας πρέπει να είναι ειδικές. Συναφώς, παραπέμπει τόσο στις σχετικές με την ενώπιόν του διαδικασία οδηγίες, οι οποίες έχουν δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα του, όσο και σε διάφορες γλωσσικές αποδόσεις του κανόνα 71. Κατά την άποψη του ΓΕΕΑ, ο λόγος που προέβαλε εν προκειμένω η προσφεύγουσα, ήτοι ότι κατά τη λήξη της προθεσμίας δεν είχε ακόμη στη διάθεσή της τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία, επιβεβαιώνει, απλώς και μόνον, την αδυναμία της να τηρήσει την προθεσμία αυτή και δεν δικαιολογεί, ως εκ τούτου, την παράτασή της.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

21      Ο κανόνας 71, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2868/95 ορίζει ότι, «όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις, [το ΓΕΕΑ μπορεί] να επιτρέψει παράταση συγκεκριμένης προθεσμίας, όταν την παράταση έχει ζητήσει το ενδιαφερόμενο μέρος και η αίτηση έχει υποβληθεί πριν από τη λήξη της αρχικής προθεσμίας». Εντεύθεν προκύπτει ότι η προθεσμία δεν παρατείνεται αυτομάτως, αλλά ότι η παράτασή της εξαρτάται από τη συνδρομή, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ειδικών περιστάσεων που να τη δικαιολογούν, καθώς και από την υποβολή σχετικής αιτήσεως. Το αυτό ισχύει, πολλώ μάλλον, για την inter partes διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας η χορήγηση πλεονεκτήματος στον ένα διάδικο συνεπάγεται μειονέκτημα για τον έτερο. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, το ΓΕΕΑ οφείλει να μεριμνά ώστε να τηρεί αμερόληπτη στάση έναντι των διαδίκων.

22      Στον αιτούντα την παράταση της προθεσμίας εναπόκειται να επικαλεστεί περιστάσεις που να τη δικαιολογούν, καθόσον τόσο η δυνατότητα υποβολής της σχετικής αιτήσεως όσο και η ενδεχόμενη παράταση της προθεσμίας είναι προς το συμφέρον του. Εξάλλου, οσάκις οι περιστάσεις αυτές αφορούν αποκλειστικώς τον αιτούντα την παράταση, όπως στην προκειμένη περίπτωση, αυτός είναι ο μόνος που μπορεί να παράσχει συναφώς στο ΓΕΕΑ χρήσιμες πληροφορίες. Συνεπώς, για να μπορεί το τμήμα ανακοπών να εκτιμήσει αν συντρέχουν περιστάσεις που δικαιολογούν, ενδεχομένως, την παράταση της προθεσμίας, πρέπει οι περιστάσεις αυτές να προσδιορίζονται στην υποβληθείσα αίτηση παρατάσεως

23      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δικαιολόγησε την υποβολή αιτήσεως παρατάσεως της προθεσμίας κατά τον τρόπο ακριβώς που προαναφέρθηκε με την ανωτέρω σκέψη 7. Ο δικηγόρος της προσφεύγουσας εξήγησε, συναφώς, ότι αυτή δεν του είχε διαβιβάσει ακόμη τα αναγκαία έγγραφα και ότι θα της υπενθύμιζε ότι όφειλε να το πράξει το ταχύτερο δυνατόν. Επομένως, διευκρίνισε τον λόγο για τον οποίο ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να αποστείλει εμπροθέσμως στο ΓΕΕΑ τα έγγραφα που αποδείκνυαν τη χρήση των προγενέστερων σημάτων. Αντιθέτως, δεν διευκρίνισε τους λόγους για τους οποίους η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να του διαβιβάσει τα επίμαχα έγγραφα. Αυτή ακριβώς είναι η κρίσιμη πληροφορία της οποίας έπρεπε να λάβει γνώση το τμήμα ανακοπών για να εκτιμήσει αν συνέτρεχαν περιστάσεις που δικαιολογούσαν την ενδεχόμενη παράταση της προθεσμίας. Μολονότι η προσφεύγουσα εξήγησε, με το από 9 Σεπτεμβρίου 2002 έγγραφό της, ότι ο αρμόδιος για την υπόθεση υπάλληλος της εταιρίας απουσίαζε σε ταξίδι κατά την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας, επισημαίνεται ότι, ανεξαρτήτως του αν αυτός καθαυτός ο λόγος αρκεί για να δικαιολογήσει την παράταση που ζητήθηκε, η επίμαχη πληροφορία περιήλθε σε γνώση του ΓΕΕΑ δύο μήνες μετά την υποβολή της αιτήσεως παρατάσεως, η οποία περιήλθε στο ΓΕΕΑ κατά την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας. Επομένως, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν διευκρίνισε με την αίτησή της παρατάσεως τον λόγο για τον οποίο ήταν αναγκαία. Κατόπιν αυτού, ο λόγος που προέβαλε η προσφεύγουσα με την αίτησή της παρατάσεως δεν πληροί τις προϋπομνησθείσες απαιτήσεις του κανόνα 71, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2868/95.

24      Στο μέτρο που η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, κατά πάγια τακτική του ΓΕΕΑ, η προθεσμία παρατείνεται αυτομάτως εφόσον έχει, απλώς, υποβληθεί σχετική αίτηση, ακόμη και χωρίς να προβληθεί συγκεκριμένος λόγος, αρκεί η επισήμανση ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει η ύπαρξη τέτοιας πρακτικής.

25      Επομένως, διαπιστώνεται ότι το ΓΕΕΑ εφάρμοσε ορθώς τον κανόνα 71, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2868/95, καθόσον απέρριψε την αίτηση παρατάσεως της προθεσμίας. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου που αντλείται από αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως του άρθρου 73 του κανονισμού 40/94

 Επιχειρήματα των διαδίκων

26      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι ούτε το τμήμα ανακοπών ούτε το τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ αιτιολόγησαν τις αποφάσεις τους κατά τρόπο που να της παράσχει τη δυνατότητα να κατανοήσει τον λόγο απόρριψης της αιτήσεως με την οποία ζήτησε την παράταση της προθεσμίας που της τάχθηκε για να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τη χρήση των προγενέστερων σημάτων και ότι, ως εκ τούτου, το ΓΕΕΑ παρέβη το άρθρο 73 του κανονισμού 40/94. Το άρθρο 73 επιτάσσει να προσδιορίζονται οι λόγοι για τους οποίους τα περιεχόμενα στην αίτηση στοιχεία δεν πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις. Η απλή μνεία του ότι οι λόγοι που προέβαλε η προσφεύγουσα προς στήριξη της αιτήσεώς της παρατάσεως δεν ήταν επαρκείς δεν ανταποκρίνεται στην ως άνω επιταγή.

27      Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι, οσάκις ο ενδιαφερόμενος δεν δικαιολογεί την αίτησή του παρατάσεως, καθόσον δεν επικαλείται ειδικές περιστάσεις, η διαπίστωση και μόνον της ελλείψεως κάθε δικαιολογητικού λόγου αρκεί για να αιτιολογήσει την απόρριψή της.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

28      Κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται ότι, στο μέτρο που το τμήμα προσφυγών ενέμεινε, απλώς, με την προσβαλλόμενη απόφαση στην απόρριψη εκ μέρους του τμήματος ανακοπών της αιτήσεως παρατάσεως της προθεσμίας που τάχθηκε για την προσκόμιση στοιχείων που να αποδεικνύουν τη χρήση των προγενέστερων σημάτων, ο δεύτερος λόγος πρέπει να εξετασθεί σε σχέση με την αιτιολογία της απορριπτικής αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

29      Επιπλέον, όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, βάσει του άρθρου 73, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 40/94, οι αποφάσεις του ΓΕΕΑ πρέπει να αιτιολογούνται. Η υποχρέωση αυτή έχει το ίδιο περιεχόμενο με εκείνη που απορρέει από το άρθρο 253 ΕΚ. Κατά πάγια νομολογία, σκοπός της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των ατομικών πράξεων είναι να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου προκειμένου να υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους, στον δε κοινοτικό δικαστή να ασκεί τον έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως [απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C‑350/88, Delacre κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑395, σκέψη 15, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Απριλίου 2004, Τ-124/02 και Τ-156/02, Sunrider κατά ΓΕΕΑ – Vitakraft-Werke Wührmann και Friesland Brands (VITATASTE και METABALANCE 44), Συλλογή 2004, σ. II‑1149, σκέψη 72].

30      Εν προκειμένω, με το από 15 Ιουλίου 2002 έγγραφό του, το τμήμα ανακοπών αιτιολόγησε την απόρριψη της αιτήσεως ως εξής:

«Το ΓΕΕΑ δεν δέχεται την υποβληθείσα στις 9 Ιουλίου 2002 αίτησή σας για παράταση της προθεσμίας, διότι κρίνει ότι δεν προβάλατε έγκυρους λόγους που να δικαιολογούν παράταση προθεσμίας.

Βάσει του κανόνα 71[, παράγραφος 1,] του κανονισμού [2868/95], η προθεσμία παρατείνεται μόνον οσάκις το επιβάλλουν οι περιστάσεις. Δεδομένου ότι είχατε στη διάθεσή σας δύο μήνες για να αποστείλετε τα προς απόδειξη της χρήσεως στοιχεία, το ΓΕΕΑ κρίνει ότι η προθεσμία αυτή ήταν επαρκής. Παράταση θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο σε περίπτωση εξαιρετικών και απρόβλεπτων περιστάσεων.»

31      Από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι το τμήμα ανακοπών έκρινε ότι από τους λόγους που προέβαλε η προσφεύγουσα προς στήριξη της αιτήσεώς της δεν προέκυψε η συνδρομή περιστάσεων που να δικαιολογούν παράταση της προθεσμίας και ότι, ελλείψει τέτοιων περιστάσεων, η παράταση αυτή δεν μπορούσε να δοθεί.

32      Λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως διαπιστώθηκε με την ανωτέρω σκέψη 23, η αίτηση παρατάσεως δεν περιείχε επαρκείς λόγους, κατά την έννοια του κανόνα 71, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2868/95, κακώς η προσφεύγουσα προσάπτει στο ΓΕΕΑ ότι δεν της εξήγησε γιατί οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως δεν δικαιολογούν παράταση της προθεσμίας, εφόσον η ίδια δεν επικαλέστηκε συναφώς καμία περίσταση. Κατόπιν αυτού, νομίμως το τμήμα ανακοπών περιορίστηκε απλώς στο να διαπιστώσει με την απορριπτική του απόφαση την έλλειψη έγκυρων λόγων που να δικαιολογούν την παράταση, καθόσον τούτο αρκούσε για να παράσχει στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να κατανοήσει γιατί απορρίφθηκε η αίτησή της.

33      Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου και του τέταρτου λόγου που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 74, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 40/94

34      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα, με τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο, προβάλλει παράβαση διατάξεων οι οποίες συνδέονται στενά μεταξύ τους, οι δύο αυτοί λόγοι πρέπει να εξετασθούν από κοινού.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

35      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει με το δικόγραφό της ότι το ΓΕΕΑ όφειλε, σύμφωνα με την αρχή της λειτουργικής συνέχειας την οποία έχει αναπτύξει το Πρωτοδικείο στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 74, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, να λάβει υπόψη τα προσκομισθέντα στις 6 Σεπτεμβρίου 2002 αποδεικτικά στοιχεία για τη χρήση των προγενέστερων σημάτων. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι η απόφαση του τμήματος προσφυγών πρέπει να στηρίζεται στο σύνολο των λόγων και των αιτημάτων που προβάλλει ο προσφεύγων τόσο στο πλαίσιο της ενώπιον του τμήματος ανακοπών διαδικασίας όσο και στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής.

36      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα αναγνώρισε μεν ότι δεν μπορεί να αξιώσει, δυνάμει του άρθρου 74 του κανονισμού 40/94, να ληφθούν υπόψη τα προσκομισθέντα στις 6 Σεπτεμβρίου 2002 έγγραφα, πλην όμως δεν παραιτήθηκε τυπικώς από τον τρίτο λόγο ακυρώσεως.

37      Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με την ερμηνεία του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, την οποία προέκρινε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφασή του ΓΕΕΑ κατά Kaul, εναπέκειτο στη διακριτική ευχέρεια του τμήματος προσφυγών να λάβει υπόψη τα επίμαχα έγγραφα. Ισχυρίζεται ότι το ΓΕΕΑ, καθόσον δεν έλαβε υπόψη τα προς απόδειξη της χρήσεως των προγενέστερων σημάτων στοιχεία που προσκομίσθηκαν μετά τη λήξη της προθεσμίας, ήτοι στις 6 Σεπτεμβρίου 2002, αθέτησε την υποχρέωσή του ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που του απονέμει η διάταξη αυτή. Συγκεκριμένα, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών άσκησε την εξουσία του αυτή, καθόσον μάλιστα η εν λόγω απόφαση περιέχει αποκλειστικώς και μόνον κρίσεις περί της ασυνέπειας και της αδράνειας που επέδειξε η ίδια. Έτσι, το τμήμα προσφυγών παρέβη το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94.

38      Επιπροσθέτως, λαμβανομένου υπόψη ότι από της 11ης Οκτωβρίου 2002, ημερομηνίας κατά την οποία ανακοινώθηκε προς τους διαδίκους ότι δεν επρόκειτο να ληφθούν υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία της προσφεύγουσας, έως την έκδοση της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών παρήλθε ενάμιση και πλέον έτος, η απόφαση να μη ληφθούν υπόψη τα προσκομισθέντα μετά τη λήξη της προθεσμίας στοιχεία που αποδείκνυαν τη χρήση των προγενέστερων σημάτων είναι καταχρηστική, καθόσον έρχεται σε αντίθεση προς την απόφαση που εξέδωσε το δεύτερο τμήμα προσφυγών, στις 15 Δεκεμβρίου 2000, στην υπόθεση R 714/1999-2 SAINCO κατά SAINCOSA.

39      Το ΓΕΕΑ αντικρούει το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί της φερόμενης υποχρεώσεώς του να λάβει υπόψη τα εκπροθέσμως προσκομισθέντα έγγραφα.

40      Όσον αφορά την εξουσία του εκτιμήσεως, το ΓΕΕΑ υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι από τον κανόνα 22, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2868/95, ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως, προκύπτει σαφώς ότι αν ο ανακόπτων δεν προσκομίσει εντός της ταχθείσας προθεσμίας τα στοιχεία που αποδεικνύουν τη χρήση, το ΓΕΕΑ απορρίπτει την ανακοπή. Το Πρωτοδικείο έκρινε με τη σκέψη 56 της προαναφερθείσας αποφάσεώς του HIPOVITON ότι ο κανόνας αυτός δεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείεται το ενδεχόμενο να ληφθούν υπόψη νέα στοιχεία που προσκομίζονται μετά τη λήξη της προθεσμίας. Κατά την άποψη του ΓΕΕΑ, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε αυτή την ερμηνεία με τη σκέψη 43 της προαναφερθείσας αποφάσεώς του ΓΕΕΑ κατά Kaul καθόσον, αποφαινόμενο επί του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, έκρινε ότι το ΓΕΕΑ διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια όταν αποφασίζει αν θα λάβει υπόψη εκπροθέσμως προσκομισθέντα στοιχεία.

41      Στο πλαίσιο αυτό, το ΓΕΕΑ ισχυρίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οσάκις η διοίκηση διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως, ο δικαστικός έλεγχος της εκτιμήσεως αυτής μπορεί να αφορά αποκλειστικώς και μόνον το ενδεχόμενο πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και κατάχρησης εξουσίας.

42      Με τη σκέψη 44 της προαναφερθείσας αποφάσεώς του ΓΕΕΑ κατά Kaul, το Δικαστήριο απαρίθμησε ενδεικτικώς ορισμένα στοιχεία τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από το ΓΕΕΑ κατά την άσκηση της εξουσίας του εκτιμήσεως στο πλαίσιο του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, όπως, μεταξύ άλλων, το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο γίνεται η εκπρόθεσμη προσκόμιση. Κατά την άποψη του ΓΕΕΑ, πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη ότι η προθεσμία του κανόνα 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95, ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως, είναι αποκλειστική. Επιπλέον, το ΓΕΕΑ ισχυρίζεται ότι όσο πιο αυστηρής εφαρμογής τυγχάνουν οι διατάξεις με τις οποίες συνδέεται το άρθρο 74, παράγραφος 2, τόσο πιο στενά πρέπει να ερμηνεύεται το άρθρο αυτό. Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο έκρινε με την προαναφερθείσα απόφασή του ΓΕΕΑ κατά Kaul ότι είναι αναγκαία η διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας των διατάξεων περί προθεσμιών. Επομένως, εν προκειμένω, το άρθρο 74, παράγραφος 2, πρέπει να ερμηνευθεί συσταλτικώς προς διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του κανόνα 22, παράγραφος 1.

43      Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών άσκησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την εξουσία του εκτιμήσεως. Ειδικότερα, το τμήμα προσφυγών διευκρίνισε ότι τα στοιχεία που παρέσχε η προσφεύγουσα δεν αρκούσαν για να δικαιολογήσουν παράταση της προθεσμίας και ότι, καθόσον ο κανόνας 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95 προβλέπει αποκλειστική προθεσμία, το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 πρέπει να ερμηνευθεί συσταλτικώς.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

44      Πρώτον, όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο, από το γράμμα του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 προκύπτει ότι, κατά κανόνα και ελλείψει διατάξεως περί του αντιθέτου, οι διάδικοι εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα να προβάλουν πραγματικά περιστατικά και να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία και μετά τη λήξη των προθεσμιών που τάσσουν προς τούτο οι διατάξεις του κανονισμού 40/94 και ότι ουδόλως απαγορεύεται στο ΓΕΕΑ να λάβει υπόψη του πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προβληθεί ή προσκομιστεί εκπροθέσμως (προαναφερθείσα απόφαση ΓΕΕΑ κατά Kaul, σκέψη 42).

45      Εντούτοις, από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει εξίσου σαφώς ότι η εκπρόθεσμη επίκληση πραγματικών περιστατικών ή προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων δεν συνεπάγεται ότι ο διάδικος που προβαίνει σε αυτή μπορεί να αξιώσει από το ΓΕΕΑ να λάβει υπόψη του τα εν λόγω περιστατικά ή στοιχεία (προαναφερθείσα απόφαση ΓΕΕΑ κατά Kaul, σκέψη 43).

46      Επομένως, το ΓΕΕΑ δεν υπείχε, εν πάση περιπτώσει, άνευ ετέρου υποχρέωση να λάβει υπόψη του τα έγγραφα που η προσφεύγουσα προσκόμισε εκπροθέσμως στις 6 Σεπτεμβρίου 2002.

47      Δεύτερον, το δικαίωμα των διαδίκων της ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίας να προβάλλουν πραγματικά περιστατικά και να προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία μετά τη λήξη των προθεσμιών που τάσσονται προς τούτο δεν είναι απαλλαγμένο από αιρέσεις, αλλά αντιθέτως εξαρτάται, όπως προκύπτει από τη σκέψη 42 της προαναφερθείσας αποφάσεως ΓΕΕΑ κατά Kaul, από την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει αντίθετη διάταξη. Επομένως, μόνον αν πληρούται αυτή η προϋπόθεση, το ΓΕΕΑ διαθέτει την εξουσία να εκτιμήσει αν θα λάβει υπόψη τα εκπροθέσμως προβληθέντα πραγματικά στοιχεία ή προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία, την οποία του έχει αναγνωρίσει το Δικαστήριο στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94.

48      Εν προκειμένω, υφίσταται διάταξη η οποία αντίκειται στη συνεκτίμηση των στοιχείων που η προσφεύγουσα υπέβαλε ενώπιον του ΓΕΕΑ στις 6 Σεπτεμβρίου 2002, ήτοι το άρθρο 43, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 40/94, ειδικότερη εφαρμογή του οποίου συνιστά ο κανόνας 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95 ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως. Πράγματι, ο κανόνας αυτός έχει ως εξής:

«Αν ο ανακόπτων υποχρεούται, σύμφωνα με το άρθρο 43, παράγραφοι 2 ή 3, του κανονισμού [40/94], να αποδείξει ότι έγινε χρήση του σήματος ή ότι συντρέχουν βάσιμοι λόγοι για τη μη χρήση, το [ΓΕΕΑ] τον καλεί να προσκομίσει, μέσα σε προθεσμία που του τάσσει, τα απαιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία. Αν ο ανακόπτων δεν προσκομίσει αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία εμπρόθεσμα, το [ΓΕΕΑ] απορρίπτει την ανακοπή.»

49      Από τη δεύτερη περίοδο της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι η μετά τη λήξη της ταχθείσας προς τούτο προθεσμίας προσκόμιση στοιχείων που αποδεικνύουν τη χρήση του προγενέστερου σήματος συνεπάγεται, κατ’ αρχήν, την απόρριψη της ανακοπής, χωρίς το ΓΕΕΑ να διαθέτει, συναφώς, περιθώριο εκτιμήσεως. Πράγματι, η ουσιαστική χρήση του προγενεστέρου σήματος συνιστά προκαταρκτικό ζήτημα το οποίο, ως τέτοιο, πρέπει να κριθεί προτού εκδοθεί απόφαση επί της ανακοπής [απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Μαρτίου 2005, T‑112/03, L’Oréal κατά ΓΕΕΑ – Revlon (FLEXI AIR), Συλλογή 2005, σ. II‑949, σκέψη 26].

50      Όπως ορθώς ισχυρίζεται το ΓΕΕΑ, είναι αληθές ότι το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 56 της προαναφερθείσας αποφάσεώς του HIPOVITON, ότι ο κανόνας 22, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, δεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύεται να ληφθούν υπόψη πρόσθετες αποδείξεις, που συνδέονται με την ύπαρξη νέων στοιχείων, ακόμη και αν αυτές προσκομιστούν μετά τη λήξη της προθεσμίας. Εντούτοις, οι προϋποθέσεις αυτής της συνεκτιμήσεως δεν πληρούνται εν προκειμένω. Πράγματι, αφενός, τα έγγραφα που απέστειλε η προσφεύγουσα στις 6 Σεπτεμβρίου 2002 δεν αποτελούσαν πρόσθετα στοιχεία, αλλά, αντιθέτως, τα πρώτα και μοναδικά αποδεικτικά στοιχεία για τη χρήση των προγενέστερων σημάτων που προσκόμισε η προσφεύγουσα. Αφετέρου, δεν προέκυψαν εν προκειμένω νέα στοιχεία δυνάμενα να δικαιολογήσουν την εκπρόθεσμη προσκόμιση αποδείξεων, πρόσθετων ή μη.

51      Επομένως, δεν εναπέκειτο εν προκειμένω στη διακριτική ευχέρεια του ΓΕΕΑ να λάβει υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα στις 6 Σεπτεμβρίου 2002.

52      Εντεύθεν προκύπτει ότι τόσο ο τρίτος όσο και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του πέμπτου λόγου που αντλείται από παραβίαση της αρχής του μη αφείναι αίτημα αδίκαστον και από παράβαση ορισμένων γενικών κανόνων που απορρέουν από τη φύση της inter partes διαδικασίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

53      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το ΓΕΕΑ παραβίασε την αρχή του μη αφείναι αίτημα αδίκαστον και παρέβη ορισμένους γενικούς κανόνες που απορρέουν από τη φύση της inter partes διαδικασίας και επιτάσσουν την ίση μεταχείριση του ανακόπτοντος και του αιτούντος την καταχώριση κοινοτικού σήματος. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα προσάπτει στο ΓΕΕΑ ότι παρέλειψε να θέσει το ζήτημα της παρατάσεως της προθεσμίας στην κρίση του ετέρου διαδίκου, σύμφωνα με τον κανόνα 71, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95.

54      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

55      Ο κανόνας 71, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95 προβλέπει ότι, αν οι διάδικοι είναι δύο ή περισσότεροι, το ΓΕΕΑ δύναται να εξαρτήσει την παράταση της προθεσμίας από τη συναίνεση των λοιπών διαδίκων.

56      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι η ενδεχόμενη συναίνεση των λοιπών διαδίκων της ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίας για παράταση της προθεσμίας προσκομίσεως αποδεικτικών στοιχείων θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα το να παρατείνει το τμήμα ανακοπών την εν λόγω προθεσμία στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της επίμαχης διατάξεως. Πράγματι, από την οικονομία ολόκληρου του κανόνα 71 προκύπτει ότι η παράγραφος 2 δεν θέτει μία αυτοτελή προϋπόθεση παρατάσεως της προθεσμίας, αλλά προβλέπει, απλώς, μία προϋπόθεση που προστίθεται σε εκείνες της παραγράφου 1, σύμφωνα με τις οποίες η παράταση πρέπει να ζητείται από τον ενδιαφερόμενο πριν τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας και να δικαιολογείται από τις περιστάσεις.

57      Συνεπώς, το ΓΕΕΑ ορθώς έκρινε ότι, εφόσον δεν πληρούνται οι κατά νόμον προϋποθέσεις της παρατάσεως (βλ. ανωτέρω σκέψη 23), το ζήτημα της παρατάσεως της προθεσμίας δεν χρειάζεται να τεθεί στην κρίση του ετέρου διαδίκου.

58      Εντεύθεν προκύπτει ότι ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθεί.

59      Δεδομένου ότι όλοι οι λόγοι ακυρώσεως απορρίφθηκαν, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

60      Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει αυτή να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα του ΓΕΕΑ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την προσφεύγουσα, K & L Ruppert Stiftung & Co. Handels-KG, στα δικαστικά έξοδα.

Meij

Pelikánová

Παπασάββας

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Δεκεμβρίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

      Ο εκτελών χρέη Προέδρου

E. Coulon

 

      A. W. H. Meij


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.