Language of document : ECLI:EU:C:2008:253

ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 28ης Απριλίου 2008 1(1)

Υπόθεση C‑66/08

Ποινική δίκη

κατά

Szymon Kozłowski

[αίτηση του Oberlandesgericht Stuttgart (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Λόγοι μη εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης – Κοινωνική επανένταξη καταδικασθέντος – Εκτέλεση της ποινής εντός του κράτους μέλους εκτελέσεως – Υπήκοος ή κάτοικος του κράτους μέλους εκτελέσεως – Εθνική νομοθεσία απαγορεύουσα την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ημεδαπού ο οποίος δεν συναινεί στην παράδοσή του – Ερμηνεία του όρου “κάτοικος του κράτους μέλους εκτελέσεως”»





1.        Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί για πρώτη φορά σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου (2), το οποίο προβλέπει λόγο προαιρετικής μη εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

2.        Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτελέσεως (στο εξής: δικαστική αρχή εκτελέσεως) μπορεί να μην εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, εκδοθέν προς εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής, εφόσον ο εκζητούμενος είναι υπήκοος του κράτους μέλους εκτελέσεως, διαμένει ή κατοικεί στο κράτος μέλος αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω κράτος μέλος δεσμεύεται να εκτελέσει την ποινή αυτή.

3.        Δυνάμει της δηλώσεως στην οποία προέβη η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, σύμφωνα με το άρθρο 35 ΕΕ, το Oberlandesgericht Stuttgart (Γερμανία) μπορεί να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, με αντικείμενο την ερμηνεία πράξεως εκδοθείσας στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (3), όπως είναι η απόφαση-πλαίσιο. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν ο λόγος μη εκτελέσεως του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου έχει εφαρμογή στην περίπτωση του Πολωνού υπηκόου S. Kozłowski, σε βάρος του οποίου εκδόθηκε ένταλμα συλλήψεως στη Δημοκρατία της Πολωνίας, προς εκτέλεση ποινής φυλακίσεως, και ο οποίος κρατείται στη Γερμανία, όπου εκτίει ποινή φυλακίσεως τριών ετών και έξι μηνών.

4.        Το αιτούν δικαστήριο ερωτά, συγκεκριμένα, αν ο S. Kozłowski μπορεί να θεωρηθεί ότι διαμένει ή κατοικεί στη Γερμανία, με βάση τα εξής στοιχεία: η παραμονή του στη Γερμανία δεν είναι αδιάλειπτη, η παραμονή του στο εν λόγω κράτος δεν είναι σύννομη, σύμφωνα με τη νομοθεσία περί εισόδου και παραμονής αλλοδαπών, διέπραττε κατ’ εξακολούθηση αξιόποινες πράξεις και εκτίει στερητική της ελευθερίας ποινή.

5.        Το Δικαστήριο ερωτάται ακόμη ως προς τις συνέπειες της αρνήσεως του ενδιαφερομένου να συναινέσει στην εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, δεδομένου ότι, κατά την εθνική νομοθεσία, ο Γερμανός υπήκοος που δεν συναινεί στην εκτέλεση τέτοιου εντάλματος δεν μπορεί να παραδοθεί στις δικαστικές αρχές άλλου κράτους μέλους.

6.        Το Oberlandesgericht ζήτησε από το Δικαστήριο να εκδικάσει την υπόθεση με την επείγουσα διαδικασία των άρθρων 23α του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 104β του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, διότι ο S. Kozłowski, του οποίου η ποινή φυλακίσεως λήγει στις 10 Νοεμβρίου 2009, ενδέχεται να αφεθεί ελεύθερος στις 10 Σεπτεμβρίου 2008.

7.        Το Δικαστήριο δεν δέχθηκε το αίτημα αυτό, με το σκεπτικό ότι υποβλήθηκε πριν την 1η Μαρτίου 2008, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος των σχετικών με την επείγουσα διαδικασία διατάξεων. Αντιθέτως, αποφάσισε να εκδικάσει την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως με την ταχεία διαδικασία του άρθρου 104α του Κανονισμού Διαδικασίας.

8.        Κατά το άρθρο 104α, πέμπτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, στο πλαίσιο της ταχείας διαδικασίας, το Δικαστήριο αποφασίζει «αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα». Ωστόσο, λόγω του καινοφανούς χαρακτήρα των υποβληθέντων από το αιτούν δικαστήριο ερωτημάτων και της σημασίας τους για την έννομη τάξη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, θεωρώ αναγκαίο να αναπτύξω εγγράφως το σκεπτικό των απαντήσεων που θα προτείνω στο Δικαστήριο.

9.        Με την παρούσα γνώμη μου, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί, πρώτον, ότι είναι αντίθετη στην απόφαση-πλαίσιο νομοθεσία κράτους μέλους η οποία προβλέπει ότι ο υπήκοος του εν λόγω κράτους μέλους δεν μπορεί να παραδοθεί χωρίς τη συναίνεσή του στις δικαστικές αρχές άλλου κράτους μέλους, στο πλαίσιο της εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος προς εκτέλεση ποινής. Καταλήγω ότι, ως εκ τούτου, μια τέτοια νομοθεσία δεν μπορεί να αποτελέσει κώλυμα για την εκτέλεση, από την αρμόδια δικαστική αρχή, του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εξέδωσε η Δημοκρατία της Πολωνίας κατά του S. Kozłowski.

10.      Δεύτερον, θα εξετάσω τους όρους «διαμένει» και «κάτοικος» του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου. Θα προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι ένα πρόσωπο διαμένει ή κατοικεί στο έδαφος του κράτους μέλους εκτελέσεως, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εφόσον το κέντρο των κύριων συμφερόντων του βρίσκεται στο κράτος αυτό, με συνέπεια η εκτέλεση της ποινής στο εν λόγω κράτος να παρίσταται αναγκαία ενόψει της κοινωνικής επανεντάξεώς του. Θα δείξω ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως, για να εκτιμήσει αν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, πρέπει να εξετάσει όλα τα πραγματικά στοιχεία που προσιδιάζουν στην περίπτωση του προσώπου αυτού.

11.      Στη συνέχεια, θα εκθέσω του λόγους για τους οποίους θεωρώ ότι η κατά καιρούς παραμονή προσώπου, σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, στο κράτος μέλος εκτελέσεως και η κράτησή του εντός του κράτους αυτού δεν αποτελούν κριτήρια καθοριστικής σημασίας ή κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να κριθεί αν το πρόσωπο αυτό διαμένει ή κατοικεί στο προαναφερθέν κράτος μέλος, κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου.

12.      Τέλος, θα δείξω ότι η παραμονή του ενδιαφερομένου στο κράτος μέλος εκτελέσεως κατά παράβαση της σχετικής με την είσοδο και την παραμονή αλλοδαπών νομοθεσίας του κράτους αυτού και η εκ μέρους του κατ’ εξακολούθηση διάπραξη αξιόποινων πράξεων αποκλείουν, ως προς αυτόν, την ιδιότητα του διαμένοντος ή του κατοίκου του εν λόγω κράτους, μόνον εφόσον έχει εκδοθεί σε βάρος του απόφαση απελάσεως σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία.

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Απόφαση-πλαίσιο

13.      Σκοπός της αποφάσεως-πλαισίου είναι η μεταξύ των κρατών μελών κατάργηση της προβλεπόμενης από διάφορες συμβάσεις, στις οποίες είναι συμβαλλόμενα τα κράτη αυτά, τυπικής διαδικασίας εκδόσεως και η αντικατάστασή της από σύστημα παράδοσης μεταξύ δικαστικών αρχών (4). Στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών δικαστικών αποφάσεων, η οποία αποτελεί τον «ακρογωνιαίο λίθο» της δικαστικής συνεργασίας (5). Το προβλεπόμενο από την απόφαση-πλαίσιο σύστημα του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στηρίζεται στο «υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών» (6).

14.      Το άρθρο 1 της αποφάσεως-πλαισίου έχει τίτλο «Ορισμός και υποχρέωση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης». Ορίζει τα εξής:

«1.      Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι δικαστική απόφαση η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς τον σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που [εκ]ζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.

2.      Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαισίου.

3.      H παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.»

15.      Σύμφωνα με το άρθρο 2 της αποφάσεως-πλαισίου, ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται προς εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής ή μέτρου διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών.

16.      Το ίδιο άρθρο 2 προβλέπει 32 αξιόποινες πράξεις για τις οποίες, εφόσον τιμωρούνται στο κράτος μέλος εκδόσεως με στερητική της ελευθερίας ποινή διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκτελείται ακόμη και αν οι συγκεκριμένες πράξεις δεν τιμωρούνται στο κράτος μέλος εκτελέσεως. Για τις λοιπές αξιόποινες πράξεις, το κράτος μέλος εκτελέσεως μπορεί να θέτει το διττό αξιόποινό τους ως προϋπόθεση της παραδόσεως του προσώπου σε βάρος του οποίου εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

17.      Τα άρθρα 3 και 4 της αποφάσεως-πλαισίου ορίζουν, αντιστοίχως, τους λόγους υποχρεωτικής μη εκτελέσεως και τους λόγους προαιρετικής μη εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Το άρθρο 4, σημείο 6, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου ορίζει:

«Η δικαστική αρχή εκτελέσεως μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης:

[…]

εάν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας, στερητικών της ελευθερίας, όταν ο [εκ]ζητούμενος διαμένει στο κράτος μέλος εκτέλεσης, είναι υπήκοος ή κάτοικός του και αυτό το κράτος δεσμεύεται να εκτελέσει την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο.»

18.      Ο συγκεκριμένος λόγος προαιρετικής μη εκτελέσεως συμπληρώνεται από το άρθρο 5, σκέψη 3, της αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο εφαρμόζεται στην περίπτωση που το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται με σκοπό τη δίωξη. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η παράδοση προσώπου κατά του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι το εν λόγω πρόσωπο, εφόσον πρόκειται για υπήκοο ή κάτοικο του κράτους μέλους εκτελέσεως, θα μεταχθεί, αφού ακουστεί, στο κράτος μέλος εκτελέσεως ώστε να εκτίσει εκεί τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που μπορεί να του έχουν επιβληθεί στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος.

19.      Η απόφαση-πλαίσιο προβλέπει, ακόμη, τα δικαιώματα του προσώπου σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Σύμφωνα με το άρθρο 11 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, η δικαστική αρχή εκτελέσεως ενημερώνει το πρόσωπο αυτό, μεταξύ άλλων, για τη δυνατότητά του να συναινέσει στην παράδοσή του στη δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος (στο εξής: δικαστική αρχή εκδόσεως).

20.      Η συναίνεση πρέπει να δίδεται ενώπιον της δικαστικής αρχής εκτελέσεως, υπό συνθήκες που να εμφαίνουν ότι ο εκζητούμενος ενήργησε εκουσίως και με πλήρη επίγνωση των σχετικών συνεπειών και ότι είχε τη δυνατότητα να επικουρείται από νομικό παραστάτη και, ενδεχομένως, από διερμηνέα. Η δήλωση περί συναινέσεως καταχωρίζεται σε πρακτικό και είναι, καταρχήν, αμετάκλητη (7).

21.      Σύμφωνα με το άρθρο 15 της αποφάσεως-πλαισίου, η δικαστική αρχή εκτελέσεως εκδίδει τη σχετική με την παράδοση απόφασή της εντός των προθεσμιών και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει η απόφαση-πλαίσιο. Κατά το άρθρο αυτό, αν η δικαστική αρχή εκτελέσεως κρίνει ανεπαρκή τα διαβιβασθέντα από το κράτος μέλος εκδόσεως στοιχεία, ζητεί την κατεπείγουσα προσκόμιση συμπληρωματικών στοιχείων.

22.      Το άρθρο 17 της αποφάσεως-πλαισίου ορίζει τις προθεσμίες και τη διαδικασία εκδόσεως της αποφάσεως περί εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Ορίζει τα εξής:

«1.      Για την εξέταση και εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ακολουθείται διαδικασία επείγοντος.

2.      Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο καταζητούμενος έχει συγκατατεθεί στην παράδοσή του, η οριστική απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης θα πρέπει να λαμβάνεται εντός δέκα ημερών μετά τη συγκατάθεση.

3.      Στις λοιπές περιπτώσεις, η οριστική απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης θα πρέπει να λαμβάνεται εντός 60 ημερών από τη σύλληψη του [εκ]ζητουμένου.

[…]»

23.      Εν συνεχεία, ο εκζητούμενος πρέπει να παραδοθεί το ταχύτερο δυνατό στη δικαστική αρχή εκδόσεως, εντός δέκα ημερών από την έκδοση της οριστικής αποφάσεως περί εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Ωστόσο, αν το πρόσωπο αυτό έχει καταδικαστεί για πράξεις διαφορετικές από αυτές για τις οποίες εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, η δικαστική αρχή εκτελέσεως μπορεί να αναβάλει την παράδοση προκειμένου το εν λόγω πρόσωπο να εκτίσει την ποινή του στο κράτος μέλος εκτελέσεως (8).

 Η εθνική νομοθεσία

24.      Για τη μεταφορά του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου στο γερμανικό δίκαιο έχουν θεσπιστεί διάφορες διατάξεις, ανάλογα με το αν ο εκζητούμενος είναι Γερμανός υπήκοος ή αλλοδαπός.

25.      Στους Γερμανούς υπηκόους εφαρμόζεται το άρθρο 80, παράγραφος 3, του νόμου περί διεθνούς δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (Gesetz über die internationale Rechtshilfe in Strafsachen), της 23ης Δεκεμβρίου 1982, όπως έχει τροποποιηθεί με τον νόμο περί ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (Europäisches Haftbefehlsgesetz), της 20ής Ιουλίου 2006 (9). Η διάταξη αυτή έχει ως εξής:

«Η έκδοση Γερμανού υπηκόου προς εκτέλεση ποινής επιτρέπεται μόνον εφόσον ο διωκόμενος συναινέσει, αφού ενημερωθεί με τη δέουσα διαδικασία. […]»

26.      Στην περίπτωση των υπηκόων άλλου κράτους μέλους ή τρίτου κράτους εφαρμόζεται το άρθρο 83b, παράγραφος 2, του IRG. Το άρθρο αυτό ορίζει:

«Η έκδοση αλλοδαπού ο οποίος έχει τη συνήθη διαμονή του στο εσωτερικό της χώρας δεν επιτρέπεται, επίσης,

[…]

β)      σε περίπτωση εκδόσεως με σκοπό την εκτέλεση ποινής, εφόσον ο αλλοδαπός, αφού ενημερωθεί με τη δέουσα διαδικασία, δεν συναινεί και εφόσον ένα χρήζον προστασίας συμφέρον του υπερτερεί της εκτελέσεως της ποινής στο εσωτερικό της χώρας· […]».

27.      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι οι διατάξεις αυτές, οι οποίες ευνοούν τους Γερμανούς υπηκόους, χωρίς να διακρίνουν μεταξύ υπηκόων κρατών μελών και υπηκόων τρίτων κρατών, θεσπίστηκαν κατόπιν της αποφάσεως του Bundesverfassungsgericht (Γερμανία), της 18ης Ιουλίου 2005, με την οποία ο προγενέστερος νόμος κρίθηκε αντισυνταγματικός, με το σκεπτικό ότι προσβάλλει, κατά τρόπο δυσανάλογο, το θεμελιώδες δικαίωμα προστασίας των Γερμανών υπηκόων από την έκδοση σε άλλο κράτος (10).

28.      Από διαδικαστικής απόψεως, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η απόφαση περί εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος σε βάρος αλλοδαπού, λαμβάνεται, σε περίπτωση που ο εκζητούμενος δεν συναινεί στην παράδοσή του, από την Generalstaatsanwaltschaft (11) και υπόκειται στον δικαστικό έλεγχο του Oberlandesgericht.

II – Ιστορικό

29.      Στις γερμανικές αρχές περιήλθε αίτημα παραδόσεως του S. Kozłowski, δυνάμει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος στις 18 Απριλίου 2007 από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Bydgoszcz (Πολωνία), προς εκτέλεση ποινής πεντάμηνης φυλάκισης, η οποία επιβλήθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.

30.      Ο S. Kozłowski δεν συναίνεσε στην παράδοσή του. Η αρμόδια για την έκδοση αρχή Generalstaatsanwaltschaft της Στουτγάρδης τον ενημέρωσε στις 18 Ιουνίου 2007 ότι δεν θα προβάλει κώλυμα εκδόσεως. Συγκεκριμένα, κατά την εν λόγω αρχή, ο εκζητούμενος δεν είχε τη συνήθη διαμονή του στη Γερμανία και μοναδικός σκοπός της κατά καιρούς διαμονής του στη Γερμανία ήταν η συμπλήρωση του πενιχρού επιδόματος ανεργίας και της οικονομικής συνδρομής των γονέων του με ποσά που αποκόμιζε από την τέλεση αξιόποινων πράξεων. Η Generalstaatsanwaltschaft έκρινε ότι δεν έχει λόγους να διεξαγάγει λεπτομερείς και χρονοβόρες έρευνες σχετικά με το πού, πότε, με ποιον και για ποιο σκοπό διέμενε ο εκζητούμενος στη Γερμανία. Για τους λόγους αυτούς, η Generalstaatsanwaltschaft ζήτησε από το Oberlandesgericht να επιτρέψει την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

31.      Ο S. Kozłowski κρατείται σήμερα στο σωφρονιστικό κατάστημα της Στουτγάρδης (Γερμανία), όπου εκτίει στερητική της ελευθερίας ποινή διάρκειας τριών ετών και έξι μηνών, στην οποία καταδικάστηκε με δύο αποφάσεις του Amtsgericht Stuttgart (Γερμανία), της 27ης Ιουλίου 2006 και της 25ης Ιανουαρίου 2007, για διάφορες απάτες που διέπραξε στη Γερμανία.

32.      Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες καταδικαστικές αποφάσεις, ο εκζητούμενος είναι άγαμος και άτεκνος. Γνωρίζει ελάχιστα έως καθόλου τη γερμανική και είναι αλκοολικός από το 2002. Μεγάλωσε στην Πολωνία. Αφού ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, εκπαιδεύτηκε και εργάστηκε ως μάγειρας έως ότου κατέστη άνεργος στο τέλος του 2003. Επί ένα έτος περίπου, ο S. Kozłowski ελάμβανε μηνιαίο επίδομα ανεργίας της τάξεως των 100 ευρώ. Τελευταίος τόπος κατοικίας του διωκόμενου στη Δημοκρατία της Πολωνίας ήταν το Sosno (Województwo kujawsko‑pomorskie).

33.      Σύμφωνα με την απόφαση της 27ης Ιουλίου 2006, ο εκζητούμενος εισήλθε στο γερμανικό έδαφος τον Φεβρουάριο του 2005, προκειμένου να εργαστεί. Εργάστηκε ευκαιριακά σε οικοδομές και παρέμεινε στη Γερμανία μέχρι τη σύλληψή του στις 10 Μαΐου 2006, εξαιρουμένου ενός διαστήματος κατά τις διακοπές των Χριστουγέννων.

34.      Αντιθέτως, σύμφωνα με την απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, ο εκζητούμενος ήλθε πολλές φορές στη Γερμανία από τον Ιανουάριο του 2005, αλλά, κατά τα λοιπά, τον συντηρούσε η οικογένεια των γονέων του. Κατά την ακρόασή του, ο εκζητούμενος κατέθεσε ότι ήθελε να εργαστεί στη Γερμανία, προκειμένου να καταβάλει την αμοιβή του δικηγόρου για την υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Δήλωσε, ακόμη, ότι είχε κακές συναναστροφές και ότι, μετά την έκτιση της ποινής του, επιθυμεί να παραμείνει στη Γερμανία.

III – Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως

35.      Το Oberlandesgericht εκθέτει ότι καλείται να αποφανθεί επί των δύο ακόλουθων ζητημάτων. Πρώτον, πρέπει να κρίνει αν ο S. Kozłowski είχε ή εξακολουθεί να έχει τη συνήθη κατοικία του στο γερμανικό έδαφος. Αν στο ζήτημα αυτό δοθεί αρνητική απάντηση, πρέπει να επιτρέψει την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, δεδομένου ότι πληρούνται όλες οι λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπει σχετικά η γερμανική νομοθεσία. Αν, αντιθέτως, στο ζήτημα αυτό δοθεί θετική απάντηση, το Oberlandesgericht πρέπει να ακυρώσει την απόφαση της Generalstaatsanwaltschaft να μην προβάλει λόγο μη εκτελέσεως, διότι η απόφαση αυτή στηρίζεται στην παραδοχή ότι ο εκζητούμενος δεν έχει τη συνήθη κατοικία του στο εθνικό έδαφος.

36.      Ειδικότερα, διερωτάται πώς πρέπει να διαμορφωθεί η προαναφερθείσα εκτίμηση, λαμβανομένων υπόψη των ακόλουθων περιστάσεων:

–        της διακοπής της παραμονής του S. Kozłowski στη Γερμανία τα Χριστούγεννα του 2005, καθώς και τον Ιούνιο του 2005, τον Φεβρουάριου και τον Μάρτιο του 2006·

–        του γεγονότος ότι ο S. Kozłowski, πλέον των τριών μηνών από την έλευσή του στη Γερμανία, δεν εργαζόταν και διασφάλιζε τα προς το ζήν διαπράττοντας αξιόποινες πράξεις, με συνέπεια η διάρκεια της διαμονής του στη Γερμανία να είναι αβέβαιη, και

–        της κρατήσεως του S. Kozłowski.

37.      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί της συμβατότητας των διατάξεων περί μεταφοράς του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου στη γερμανική νομοθεσία με την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Ζητεί, ειδικότερα, από το Δικαστήριο να κρίνει αν και σε ποιο βαθμό μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών υπηκόων που είναι πολίτες της Ένωσης.

38.      Υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων αυτών, το Oberlandesgericht υποβάλλει στο Δικαστήριο τα εξής δύο προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Μπορεί να θεωρηθεί, ενόψει της εφαρμογής του άρθρου 4, σημείο 6, της [αποφάσεως-πλαισίου], ότι ένα πρόσωπο “διαμένει” σε κράτος μέλος ή ότι είναι “κάτοικος” κράτους μέλους, παρά το γεγονός ότι

α)      η παραμονή του στο [κράτος μέλος εκτελέσεως του εντάλματος] δεν είναι αδιάλειπτη,

β)      η παραμονή του στο εν λόγω κράτος δεν είναι σύννομη, σύμφωνα με τη νομοθεσία περί εισόδου και παραμονής αλλοδαπών,

γ)      διαπράττει κατ’ εξακολούθηση αξιόποινες πράξεις και/ή

δ)      εκτίει στο εν λόγω κράτος μέλος ποινή στερητική της ελευθερίας;

2)      Είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο και, ειδικότερα, με τις θεμελιώδεις αρχές της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της ιθαγένειας της Ενώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΕΕ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 12 ΕΚ και 17 επ. ΕΚ, κανονιστική ρύθμιση για τη μεταφορά του άρθρου 4, παράγραφος 6, της [αποφάσεως-πλαισίου] στο εσωτερικό δίκαιο κράτους μέλους, δυνάμει της οποίας, ενώ η παράδοση υπηκόων του [κράτους μέλους εκτελέσεως] προς εκτέλεση ποινής επιτρέπεται μόνο με τη συναίνεσή τους, οι αρχές του εν λόγω κράτους μέλους μπορούν, κατά διακριτική ευχέρεια, να εγκρίνουν την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος κατά υπηκόων άλλων κρατών μελών οι οποίοι δεν συναινούν στην παράδοσή τους; Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, πρέπει οι εν λόγω θεμελιώδεις αρχές να λαμβάνονται υπόψη κατά την άσκηση της προαναφερθείσας διακριτικής ευχέρειας;»

IV – Ανάλυση

39.      Προτείνω στο Δικαστήριο να εξετάσει πρώτο το δεύτερο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου. Θεωρώ ότι η εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων δικαιολογείται από το γεγονός ότι, αν το Δικαστήριο απαντήσει στο δεύτερο ερώτημα ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων απαγορεύει την άνευ συναινέσεως παράδοση υπηκόου κράτους μέλους, πλην της Ομοσπονδιακής Δημοκρατία της Γερμανίας, ενώ, σε αντίστοιχη περίπτωση, αποκλείεται η άνευ συναινέσεως παράδοση Γερμανού υπηκόου, το πρώτο ερώτημα καθίσταται άνευ αντικειμένου.

 Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

40.      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της συμβατότητας με το κοινοτικό δίκαιο της προβλεπόμενης από τη γερμανική νομοθεσία διαφορετικής μεταχειρίσεως Γερμανών υπηκόων και υπηκόων άλλων κρατών μελών, όσον αφορά τις συνέπειες της ελλείψεως συναινέσεως του προσώπου σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

41.      Υποβάλλει το ερώτημα αυτό, διότι, κατά το άρθρο 80, παράγραφος 3, του IRG, η εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος σε βάρος Γερμανού υπηκόου αποκλείεται σε περίπτωση που το πρόσωπο αυτό δεν συναινεί στην παράδοσή του, ενώ, κατά το άρθρο 83b του IRG, η έλλειψη συναινέσεως υπηκόου άλλου κράτους μέλους αποτελεί λόγο αρνήσεως της παραδόσεως μόνον αν η εκτέλεση της ποινής στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας δικαιολογείται από χρήζον προστασίας συμφέρον.

42.      Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει, καταρχάς, να εξεταστεί αν είναι συμβατές με το κοινοτικό δίκαιο διατάξεις της νομοθεσίας κράτους μέλους όπως το άρθρο 80, παράγραφος 3, του IRG. Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου απαγορεύει ή όχι νομοθεσία κράτους μέλους, δυνάμει της οποίας αποκλείεται η εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος προς εκτέλεση ποινής, σε περίπτωση που το εν λόγω ένταλμα αφορά υπήκοο του κράτους μέλους αυτού ο οποίος δεν συναινεί στην παράδοσή του.

43.      Συγκεκριμένα, μόνον αν μια τέτοια νομοθεσία είναι συμβατή με την απόφαση-πλαίσιο τίθεται το ζήτημα αν μπορεί να την επικαλεστεί και ο υπήκοος άλλου κράτους μέλους, δυνάμει της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

44.      Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, το άρθρο 80, παράγραφος 3, του IRG είναι συμβατό με το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου, σύμφωνα με το οποίο, υπενθυμίζω, η δικαστική αρχή εκτελέσεως μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος προς εκτέλεση ποινής, εφόσον ο εκζητούμενος είναι υπήκοος ή κάτοικος του κράτους μέλους εκτελέσεως.

45.      Κατά την εν λόγω κυβέρνηση, η διάταξη αυτή της αποφάσεως-πλαισίου επιτρέπει στα κράτη μέλη να ορίζουν ότι η ιθαγένεια αποτελεί ειδικό λόγο μη εκτελέσεως. Η Γερμανική Κυβέρνηση επικαλείται, επίσης, το άρθρο 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο εφαρμόζεται στην περίπτωση εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης με σκοπό τη δίωξη και ορίζει ότι, όταν το πρόσωπο κατά του οποίου εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς τον σκοπό της δίωξης είναι υπήκοος ή κάτοικος του κράτους μέλους εκτελέσεως, η δικαστική αρχή του κράτους αυτού μπορεί να θέσει ως προϋπόθεση της παραδόσεως τη μεταγωγή του εν λόγω προσώπου στο κράτος αυτό, προκειμένου να εκτίσει εκεί την ποινή που θα του επιβληθεί στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος.

46.      Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η εξαίρεση αυτή υπέρ των υπηκόων της δικαιολογείται από τις ειδικές και αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ του πολίτη και του κράτους του οποίου είναι υπήκοος, σχέσεις λόγω των οποίων δεν νοείται αποκλεισμός του πολίτη από την εθνική κοινότητα. Επιπλέον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κοινωνική επανένταξη των υπηκόων της, προς την οποία κατατείνει η εκτέλεση της ποινής στη Γερμανία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον το άρθρο 80, παράγραφος 3, του IRG καταργεί τη διακριτική ευχέρεια στην περίπτωση που ο Γερμανός υπήκοος δεν συναινεί στην έκδοσή του.

47.      Δεν συμφωνώ με την ανάλυση αυτή. Βεβαίως, το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου μπορεί, με βάση το γράμμα του, να ερμηνευθεί κατά τον τρόπο που προτείνει η Γερμανική Κυβέρνηση. Ωστόσο, η διάταξη αυτή δεν επιδέχεται μία μόνον ερμηνεία. Μπορεί να ερμηνευθεί επίσης κατά την έννοια ότι τα κράτη μέλη πρέπει να αφήνουν στη διακριτική ευχέρεια των δικαστικών αρχών να αποφασίζουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν θα αρνηθούν την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος προς εκτέλεση ποινής σε βάρος υπηκόου τους. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή αρχίζει με τη φράση «Η δικαστική αρχή εκτελέσεως μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης».

48.      Για τον λόγο αυτόν, θεωρώ ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία, το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί, όσον αφορά το υπό εξέταση ερώτημα, στο πλαίσιο του συστήματος στο οποίο εντάσσεται το άρθρο αυτό και με βάση τους σκοπούς του άρθρου αυτού και της αποφάσεως-πλαισίου (12).

49.      Θεωρώ την άποψη της Γερμανικής Κυβερνήσεως αντίθετη προς το σύστημα και τους σκοπούς της αποφάσεως-πλαισίου. Αφενός, στο πλαίσιο του συστήματος της αποφάσεως-πλαισίου, η μη συναίνεση του προσώπου σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα δεν δικαιολογεί από μόνη της απόφαση μη εκτελέσεως. Αφετέρου, η απόφαση μη εκτελέσεως μπορεί να στηριχθεί στο άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου μόνον αν η εκτέλεση της ποινής στο κράτος μέλος εκτελέσεως είναι αναγκαία για την κοινωνική επανένταξη του προσώπου αυτού. Τέλος, η άποψη της Γερμανικής Κυβερνήσεως θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητα της αποφάσεως-πλαισίου, διότι επανεισάγει, σε ορισμένο βαθμό, την αρχή της απαγορεύσεως της εκδόσεως των ημεδαπών, αρχή την οποία ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θέλησε να ενσωματώσει στην απόφαση-πλαίσιο.

50.      Θα εξετάσω διαδοχικά καθένα από τα στοιχεία αυτά. Εν συνεχεία, θα καταλήξω ότι, σύμφωνα με τις αρχές της υπεροχής και της σύμφωνης ερμηνείας, το εθνικό δικαστήριο δεν πρέπει να λάβει υπόψη του το άρθρο 80, παράγραφος 3, του IRG και, ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή δεν αποτελεί κώλυμα για την παράδοση του S. Kozłowski.

1.      Η έλλειψη συναινέσεως του προσώπου σε βάρος του οποίου εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν αρκεί για να δικαιολογήσει απόφαση περί μη εκτελέσεως

51.      Από την εξέταση του συστήματος της αποφάσεως-πλαισίου προκύπτει ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αφορά την αναγκαστική μεταφορά ενός προσώπου από ένα κράτος μέλος σε άλλο.

52.      Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, όπως προκύπτει από τη χρήση, στο γαλλικό κείμενο, της οριστικής του ενεστώτα στη φράση «Les États membres exécutent tout mandat d’arrêt européen» της παραγράφου 2 του άρθρου 1 της αποφάσεως-πλαισίου (13).

53.      Προκύπτει, επίσης, ότι την εκτέλεση μπορεί να την αρνηθεί μόνον η αρμόδια δικαστική αρχή, με απόφασή της ειδικά αιτιολογημένη με έναν από τους λόγους μη εκτελέσεως που απαριθμούνται περιοριστικά στα άρθρα 3 και 4 της αποφάσεως-πλαισίου. Διαπιστώνεται ότι η έλλειψη συναινέσεως του προσώπου σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν καταλέγεται στους λόγους υποχρεωτικής ή προαιρετικής μη εκτελέσεως που απαριθμούνται αντιστοίχως στα δύο αυτά άρθρα.

54.      Η δυνατότητα συναινέσεως στην παράδοση καταλέγεται στα δικαιώματα που αντλεί από το άρθρο 11 της αποφάσεως-πλαισίου το πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Πάντως, η μόνη, ρητώς προβλεπόμενη από την απόφαση-πλαίσιο, έννομη συνέπεια της συγκεκριμένης πράξεως σχετίζεται με την προθεσμία εντός της οποίας η αρμόδια δικαστική αρχή πρέπει να εκδώσει τη σχετική με την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης απόφαση.

55.      Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφοι 2 και 3, της αποφάσεως-πλαισίου, αν ο εκζητούμενος συναινεί στην παράδοσή του, η δικαστική αρχή εκτελέσεως πρέπει να εκδώσει την οριστική απόφαση περί εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εντός δέκα ημερών από τη δήλωση της συναινέσεως, ενώ, αν το πρόσωπο αυτό δεν συναινέσει, η απόφαση πρέπει να ληφθεί εντός εξήντα ημερών από τη σύλληψή του.

56.      Επομένως, το δικαίωμα του εκζητουμένου να συναινέσει στην παράδοσή του έχει, επομένως, ως σκοπό να του παράσχει τη δυνατότητα να επιταχύνει τη διαδικασία της παραδόσεως. Επομένως, ο εκζητούμενος έχει το δικαίωμα να συντομεύσει τις προθεσμίες που προβλέπει η διαδικασία στο κράτος μέλος εκτελέσεως και, ενδεχομένως, τη διάρκεια της διαταχθείσας κρατήσεώς του στο κράτος αυτό, ενόψει της εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Κατά συνέπεια, ο εκζητούμενος μπορεί να εμφανισθεί νωρίτερα ενώπιον της δικαστικής αρχής εκδόσεως, προκειμένου να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του.

57.      Ωστόσο, στο πλαίσιο του συστήματος της αποφάσεως-πλαισίου, η συναίνεση του εκζητουμένου ή η έλλειψή της δεν επηρεάζουν οπωσδήποτε το περιεχόμενο της αποφάσεως της δικαστικής αρχής εκτελέσεως.

58.      Μπορεί κάποιος να υποθέσει ότι, αν ο εκζητούμενος δεν συναινέσει στην παράδοσή του, η δικαστική αρχή εκτελέσεως θα εξετάσει αν συντρέχουν οι λόγοι μη εκτελέσεως των άρθρων 3 και 4 της αποφάσεως-πλαισίου, τους οποίους, σε περίπτωση συναινέσεως, μπορεί να μην έχει εξετάσει αυτεπαγγέλτως λόγω των εξαιρετικά σύντομων προθεσμιών που ισχύουν στη διαδικασία εκδόσεως στην περίπτωση αυτή.

59.      Αναφέρομαι, π.χ., στους λόγους των άρθρων 3, παράγραφος 2, 4, παράγραφος 5, της αποφάσεως-πλαισίου, σχετικά με την περίπτωση όπου, για τις πράξεις τις οποίες αφορά το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση σε άλλο κράτος μέλος ή τρίτο κράτος, η οποία έχει ήδη εκτελεσθεί ή της οποίας η εκτέλεση δεν είναι πλέον δυνατή. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, οι περιστάσεις αυτές συνιστούν λόγο μη εκτελέσεως, εφόσον προκύπτουν «από τις πληροφορίες που διαθέτει η δικαστική αρχή εκτελέσεως».

60.      Αν ο εκζητούμενος αντιταχθεί στην παράδοσή του, επικαλούμενος έναν από τους λόγους αυτούς κατά την ακρόασή του από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως, χωρίς, όμως, η συνδρομή του λόγου αυτού να προκύπτει από τα στοιχεία που έχει διαβιβάσει η δικαστική αρχή εκδόσεως, μπορεί κανείς εύλογα να υποθέσει ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως θα ζητήσει συμπληρωματικά στοιχεία, προκειμένου να διαπιστώσει τη συνδρομή του λόγου μη εκτελέσεως και να διαμορφώσει ανάλογα την απόφασή της.

61.      Ωστόσο, τούτο δεν προβλέπεται ρητώς από την απόφαση‑πλαίσιο, διότι, με την απόφαση αυτή, ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προέκρινε την παράδοση του εκζητουμένου εντός πολύ σύντομων προθεσμιών.

62.      Ομοίως, η εφαρμογή του λόγου μη εκτελέσεως του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου δεν εξαρτάται από τη συναίνεση του εκζητουμένου, μολονότι πρόκειται προδήλως για στοιχείο που η δικαστική αρχή εκτελέσεως πρέπει να λαμβάνει υπόψη της κατά την εκτίμηση της συνδρομής του συγκεκριμένου λόγου.

63.      Επομένως, αυτό που πρέπει να συγκρατήσουμε σ’ αυτό το στάδιο της συλλογιστικής είναι ότι η έλλειψη συναινέσεως του προσώπου σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν θεμελιώνει, από μόνη της, λόγο μη εκτελέσεως του εντάλματος.

64.      Το γεγονός ότι η έλλειψη συναινέσεως δεν καταλέγεται στους λόγους μη εκτελέσεως των άρθρων 3 και 4 της αποφάσεως-πλαισίου επιβεβαιώνει ότι βούληση του νομοθέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτή διατυπώνεται στην πρώτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου, είναι το πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης να μην μπορεί να αποφύγει τη δικαιοσύνη στο κράτος μέλος όπου διέπραξε ή φέρεται να διέπραξε αξιόποινη πράξη.

65.      Κατά συνέπεια, ανεξαρτήτως του αν ο εκζητούμενος συναινεί ή όχι στην παράδοσή του στη δικαστική αρχή εκδόσεως, απόκειται στη δικαστική αρχή εκτελέσεως να αποφασίσει περί της εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, δυνάμενη να αρνηθεί την εκτέλεση μόνο με απόφαση ειδικά αιτιολογημένη με έναν από τους λόγους μη εκτελέσεως των άρθρων 3 και 4 της αποφάσεως-πλαισίου.

66.      Επομένως, διάταξη της νομοθεσίας κράτους μέλους όπως το άρθρο 80, παράγραφος 3, του IRG, η οποία καθιστά την έλλειψη συναινέσεως του ημεδαπού απόλυτο λόγο μη εκτελέσεως είναι αντίθετη στο σύστημα της αποφάσεως-πλαισίου.

67.      Σε αντίθεση με τη Γερμανική Κυβέρνηση, θεωρώ ότι η ανάλυση αυτή δεν προσκρούει στον σκοπό του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου.

2.      Ο σκοπός του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου δεν μπορεί να δικαιολογήσει απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος κατά ημεδαπού υπηκόου σε περίπτωση που αυτός δεν συναινεί στην παράδοσή του.

68.      Όπως επισημαίνει η Γερμανική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της και όπως αναφέρει το Oberlandesgericht στην αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, σκοπός του λόγου μη εκτελέσεως του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου είναι να καταστεί δυνατή η κοινωνική επανένταξη του καταδικασθέντος μετά την έκτιση της ποινής του.

69.      Βεβαίως, ο σκοπός αυτός δεν διατυπώνεται ρητώς στην απόφαση-πλαίσιο, μολονότι διατυπωνόταν με απόλυτη σαφήνεια στην πρόταση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (14). Η Επιτροπή πρότεινε να προστεθεί στο σχετικό με τους λόγους αρνήσεως της παραδόσεως κεφάλαιο το άρθρο 33 με τίτλο «Αρχή της επανένταξης», του οποίου η παράγραφος 1 είχε ως εξής:

«Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης κατά εκζητουμένου μπορεί να μην εκτελεστεί αν η επανένταξη του κρίνεται πιθανότερη στο κράτος μέλος εκτελέσεως και εφόσον το πρόσωπο αυτό συναινεί στην έκτιση της ποινής του στο εν λόγω κράτος μέλος.

Στην περίπτωση αυτή, η επιβληθείσα στο κράτος μέλος εκδόσεως ποινή εκτίεται στο κράτος μέλος εκτελέσεως σύμφωνα με το οικείο δίκαιο, αλλά δεν μπορεί να αντικατασταθεί από ποινή προβλεπόμενη από το δίκαιο του κράτους μέλους αυτού για την ίδια αξιόποινη πράξη.»

70.      Το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου διαφέρει από την προταθείσα διάταξη. Πάντως, διατηρεί ως επί το πλείστον την ουσία της προτάσεως και κατατείνει στον ίδιο σκοπό, δηλαδή στη διευκόλυνση της κοινωνικής επανένταξης του καταδικασθέντος. Την άποψη αυτή συμμερίζονται όλοι οι παρεμβαίνοντες στην παρούσα δίκη. Στηρίζεται σε πολλά στοιχεία.

71.      Ο σκοπός αυτός συνάγεται, πρώτον, από την ίδια την απόφαση-πλαίσιο.

72.      Συγκεκριμένα, το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου προβλέπει ότι προϋπόθεση της εφαρμογής του είναι η δέσμευση του κράτους μέλους εκτελέσεως να εκτελέσει την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας που επιβλήθηκαν στο κράτος μέλος εκδόσεως. Στο πλαίσιο του συστήματος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, όπου η παράδοση του εκζητουμένου είναι ο κανόνας και οι λόγοι μη εκτελέσεως οι εξαιρέσεις, η απόφαση περί μη εκτελέσεως μπορεί, επομένως, να στηριχθεί στο άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου μόνον αν υφίσταται εύλογο συμφέρον για την εκτέλεση της ποινής στο έδαφος του κράτους μέλους όπου συνελήφθη ο εκζητούμενος.

73.      Η ανάλυση αυτή ισχύει και για το άρθρο 5, σκέψη 3, της αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο εφαρμόζεται στην περίπτωση που το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται με σκοπό τη δίωξη. Υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, το κράτος μέλος εκτελέσεως μπορεί να θέσει ως προϋπόθεση της παραδόσεως υπηκόου ή κατοίκου του τη μεταγωγή του εν λόγω προσώπου στο κράτος αυτό, προκειμένου να εκτίσει εκεί την ποινή που θα του επιβληθεί στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος.

74.      Δεν βλέπω άλλο έννομο συμφέρον πλην της επανεντάξεως του καταδικασθέντος, προς όφελος δικό του και του κοινωνικού συνόλου εντός του οποίου το πρόσωπο αυτό θα διαβιοί εκ νέου μετά την έκτιση της ποινής του.

75.      Η ανάλυση αυτή επιβεβαιώνεται, δεύτερον, από πολλά νομοθετήματα, με τα οποία τα κράτη μέλη και τα κοινοτικά θεσμικά όργανα αναγνωρίζουν ότι η ποινή δεν έχει μόνον τιμωρητικό, αλλά και κοινωνικοποιητικό χαρακτήρα.

76.      Τη λειτουργία αυτή αναγνωρίζει το Συμβούλιο της Ευρώπης, αφενός, με τις συστάσεις σχετικά με τους ισχύοντες στην Ευρώπη σωφρονιστικούς κανόνες (15) και, αφετέρου, με τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης, της 21ης Μαρτίου 1983, περί μεταφοράς των καταδικασθέντων. Γι’ αυτή τη λειτουργία της ποινής γίνεται λόγος και στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με το σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (1997) (16), με το οποίο το εν λόγω κοινοτικό όργανο υπενθυμίζει ότι η ποινή αποσκοπεί στην επανόρθωση και αποκατάσταση της ομαλής κοινωνικής συμπεριφοράς και ότι, υπό αυτήν την έννοια, αποσκοπεί στην ανθρώπινη και κοινωνική επανένταξη του κρατουμένου (17).

77.      Πάντως, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Γερμανική Κυβέρνηση, δεν πιστεύω ότι η κοινωνική επανένταξη του Γερμανού υπηκόου που δεν συναινεί στην παράδοσή του διασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση καλύτερα αν αυτός εκτίσει την ποινή του στη Γερμανία. Με άλλα λόγια, η ιδιότητα του υπηκόου του κράτους μέλους εκτελέσεως, ακόμη και αν εμφαίνει την ύπαρξη ενός εξαιρετικά ισχυρού δεσμού με το εν λόγω κράτος, δεν είμαι πεπεισμένος ότι αποτελεί αμάχητο τεκμήριο ότι η εκτέλεση της ποινής στο εν λόγω κράτος ευνοεί περισσότερο την κοινωνική επανένταξη του εκζητουμένου.

78.      Τούτο αποδεικνύεται από τις ποικίλες περιπτώσεις που οι δικαστικές αρχές των κρατών μελών εξετάζουν καθημερινά. Συγκεκριμένα, ας φανταστούμε την περίπτωση Γερμανού υπηκόου ο οποίος διαβιοί επί πολλά έτη σε άλλο, πλην της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, κράτος μέλος, όπου έχει οικογένεια και εργασία, και εγκαταλείπει το κράτος μέλος αυτό μόνο και μόνο για να αποφύγει την εκτέλεση της ποινής που του επιβλήθηκε εκεί. Φρονώ ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν μπορεί να τεκμαίρεται αμάχητα ότι η επανένταξη του εκζητουμένου θα διασφαλιστεί οπωσδήποτε καλύτερα στη Γερμανία.

79.      Γι’ αυτό, φρονώ ότι ο επιδιωκόμενος από το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου σκοπός της κοινωνικής επανένταξης δεν δικαιολογεί το να αφαιρεί το κράτος μέλος κάθε διακριτική ευχέρεια από τις δικαστικές αρχές οσάκις το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται κατά ημεδαπού μη συναινούντος στην παράδοσή του.

80.      Οσάκις ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται προς εκτέλεση ποινής σε βάρος υπηκόου του κράτους μέλους εκτελέσεως, μη συναινούντος στην παράδοσή του, η δικαστική αρχή του κράτους αυτού πρέπει, κατά την άποψή μου, να είναι σε θέση να εξετάσει, με βάση τις συγκεκριμένες περιστάσεις της περιπτώσεως του εκζητουμένου και τα κριτήρια που θα προτείνω εν συνεχεία με την ανά χείρας γνώμη μου, αν η εκτέλεση της ποινής στο έδαφος του εν λόγω κράτους είναι αναγκαία προς διευκόλυνση της κοινωνικής επανένταξης.

81.      Η υποστηριζόμενη από τη Γερμανική Κυβέρνηση αντίθετη ερμηνεία θεωρώ ότι καταλήγει σε επανεισαγωγή, σε ορισμένο βαθμό, της μη ενσωματωθείσας στην απόφαση-πλαίσιο αρχής της απαγορεύσεως της εκδόσεως των ημεδαπών, στερώντας την απόφαση-πλαίσιο από την πρακτική αποτελεσματικότητά της.

3.      Η μη ενσωμάτωση της αρχής της απαγορεύσεως εκδόσεως των ημεδαπών στην απόφαση-πλαίσιο και η πρακτική αποτελεσματικότητα της αποφάσεως-πλαισίου

82.      Η μη έκδοση των ημεδαπών αποτελεί πάγια αρχή του οικείου δικαίου. Αποτελεί συνταγματική αρχή σε πολλά κράτη μέλη (18). Αναγνωρίζεται από την ευρωπαϊκή Σύμβαση περί εκδόσεως, την οποία υπέγραψαν τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 13 Δεκεμβρίου 1957 και η οποία προβλέπει, στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ότι τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται να αρνούνται την έκδοση των υπηκόων τους.

83.      Προκειμένου η αρχή αυτή να μην καταλήγει σε απόλυτη ατιμωρησία των υπηκόων ενός κράτους για τις αξιόποινες πράξεις που έχουν διαπράξει στην αλλοδαπή, τα εθνικά δικαστήρια έχουν, κατά κανόνα, αρμοδιότητα να δικάζουν τις πράξεις αυτές σύμφωνα με το εθνικό ποινικό δίκαιο. Μάλιστα, η ευρωπαϊκή Σύμβαση περί εκδόσεως ορίζει, στο άρθρο 6, παράγραφος 2, ότι η εν λόγω αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων αποτελεί υποχρεωτικό αντιστάθμισμα της εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως εκδόσεως των ημεδαπών.

84.      Επομένως, σκοπός της εκδόσεως ήταν ανέκαθεν η παράδοση, σε αλλοδαπή δικαστική αρχή, του ευρισκόμενου στο έδαφος άλλου κράτους αλλοδαπού. Οι υπήκοοι του κράτους αυτού δεν εμπίπτουν στη διαδικασία αυτή και λογοδοτούν για τις αξιόποινες πράξεις που διέπραξαν στην αλλοδαπή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, παρά τις δυσχέρειες που συνεπάγεται η εκδίκαση τέτοιων πράξεων, ιδίως όσον αφορά τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων.

85.      Η αρχή της απαγορεύσεως εκδόσεως των ημεδαπών απορρέει από την κυριαρχική αρμοδιότητα των κρατών ως προς τους υπηκόους τους, τις αμοιβαίες μεταξύ τους υποχρεώσεις και την έλλειψη εμπιστοσύνης στα νομικά συστήματα άλλων κρατών. Ειδικότερα, στους δικαιολογητικούς λόγους της αρχής αυτής καταλέγονται, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση του κράτους να προστατεύει τους υπηκόους του από αλλοδαπά ποινικά συστήματα, των οποίων δεν γνωρίζουν τη διαδικασία και τη γλώσσα και στο πλαίσιο των οποίων η υπεράσπισή τους καθίσταται δυσχερής (19).

86.      Η απόφαση-πλαίσιο σηματοδοτεί σαφώς την εγκατάλειψη της αρχής αυτής από τα κράτη μέλη.

87.      Όπως είδαμε, σκοπός της αποφάσεως-πλαισίου είναι η κατάργηση, μεταξύ των κρατών μελών, της διαδικασίας εκδόσεως και η αντικατάστασή της από σύστημα παραδόσεως, στο πλαίσιο του οποίου η δικαστική αρχή εκτελέσεως μπορεί να αρνηθεί την παράδοση του εκζητουμένου μόνο με απόφαση ειδικά αιτιολογημένη με έναν από τους λόγους μη εκτελέσεως που απαριθμούνται περιοριστικά στα άρθρα 3 και 4 της αποφάσεως-πλαισίου.

88.      Το άρθρο 3 της αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο απαριθμεί τους λόγους υποχρεωτικής μη εκτελέσεως, δεν προβλέπει καμία εξαίρεση υπέρ των υπηκόων του κράτους μέλους εκτελέσεως (20).

89.      Στο άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου, η ιδιότητα του υπηκόου του κράτους μέλους εκτελέσεως αποτελεί στοιχείο που μπορεί, ενδεχομένως, να δικαιολογήσει αρνητική απόφαση της δικαστικής αρχής εκτελέσεως, εφόσον η εν λόγω αρχή κρίνει ότι η εκτέλεση της ποινής στο κράτος μέλος εκτελέσεως είναι απαραίτητη για τη διευκόλυνση της κοινωνικής επανένταξης του εκζητουμένου. Εξάλλου, με τη διάταξη αυτή, ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προέβλεψε ότι ο συγκεκριμένος λόγος μη εκτελέσεως πρέπει να εφαρμόζεται με τις ίδιες ακριβώς προϋποθέσεις και στα πρόσωπα που κατοικούν στο κράτος μέλος εκτελέσεως, πράγμα που επιβεβαιώνει ότι αυτός ο λόγος μη εκτελέσεως δεν στηρίζεται στην ιθαγένεια αυτή καθαυτή.

90.      Η μη ενσωμάτωση της αρχής της απαγορεύσεως εκδόσεως των ημεδαπών στην απόφαση-πλαίσιο επιβεβαιώνεται, ως εκ περισσού, και από τις υπέρ της Δημοκρατίας της Αυστρίας μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 33 αυτής, δυνάμει των οποίων επιτρέπεται στο εν λόγω κράτος μέλος να διατηρεί την αρχή αυτή σε ισχύ έως την τροποποίηση του Συντάγματός του και, το αργότερο, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2008.

91.      Η εγκατάλειψη της αρχής αυτής είναι απολύτως λογική δεδομένης της αρχής που διέπει την απόφαση-πλαίσιο.

92.      Συγκεκριμένα, η απόφαση-πλαίσιο, όπως επανειλημμένως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις και στα άρθρα αυτής, στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως. Σύμφωνα με την έκτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αποτελεί την πρώτη περίπτωση συγκεκριμένης εφαρμογής, στον τομέα του ποινικού δικαίου, της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης, την οποία το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που συνήλθε στο Tempere στις 15 και 16 Δεκεμβρίου 2008, χαρακτήρισε ως «ακρογωνιαίο λίθο» της δικαστικής συνεργασίας.

93.      Δυνάμει της αρχής αυτής, απόφαση που εκδίδεται από δικαστική αρχή σύμφωνα με τη νομοθεσία του οικείου κράτους παράγει πλήρες και άμεσο αποτέλεσμα σε όλη την Ένωση και, επομένως, οι αρμόδιες αρχές όλων των λοιπών κρατών μελών πρέπει να παρέχουν τη συνδρομή τους στην εκτέλεσή της, ως να επρόκειτο για απόφαση εκδοθείσα από δικαστική αρχή του δικού τους κράτους (21). Το πεδίο εφαρμογής μιας δικαστικής αποφάσεως δεν περιορίζεται, επομένως, στο έδαφος του κράτους μέλους εκδόσεως, αλλά εκτείνεται σε όλη την Ένωση.

94.      Κατά συνέπεια, οσάκις η δικαστική αρχή κράτους μέλους ζητεί την παράδοση προσώπου, είτε δυνάμει τελεσίδικης καταδικαστικής αποφάσεως είτε διότι το πρόσωπο αυτό διώκεται ποινικά, η απόφασή του πρέπει να αναγνωρίζεται και να εκτελείται αυτοδικαίως σε όλα τα κράτη μέλη, χωρίς να είναι δυνατή η επίκληση άλλων λόγων μη εκτελέσεως, πλην των προβλεπομένων από την απόφαση-πλαίσιο. Με άλλα λόγια, δεχόμενα τη δημιουργία του ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου και, ειδικότερα, του συστήματος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης, τα κράτη μέλη παραιτήθηκαν από το κυριαρχικό δικαίωμά τους να εξαιρούν τους υπηκόους τους από την αρμοδιότητα των δικαστικών αρχών άλλων κρατών μελών να διεξάγουν έρευνες και να επιβάλλουν κυρώσεις.

95.      Η παραίτηση από το προαναφερθέν δικαίωμα κατέστη δυνατή, διότι, όπως αναφέρεται στη δέκατη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου, ο «μηχανισμός του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης βασίζεται σε υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών».

96.      Η εμπιστοσύνη αυτή εκφράζεται, πρώτον, από το γεγονός ότι τα κράτη μέλη παραιτούνται από τη διωκτική αρμοδιότητά τους, σύμφωνα με την αρχή ne bis in idem, η οποία κατοχυρώνεται με το άρθρο 54 της Συμβάσεως εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν (22), δυνάμει του οποίου ο αμετακλήτως δικασθείς σε κράτος μέλος δεν διώκεται σε άλλο κράτος μέλος για τις ίδιες πράξεις. Σκοπός της αρχής αυτής είναι ο ασκών το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας να μη διώκεται στο έδαφος περισσοτέρων κρατών μελών.

97.       Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο με την απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2003, C‑187/01 και C‑385/01, Gözütok και Brügge (23), η αρχή αυτή προϋποθέτει κατ’ ανάγκη, ανεξαρτήτως του τρόπου επιβολής της κυρώσεως, την αμοιβαία εμπιστοσύνη των κρατών μελών στα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης των άλλων κρατών και την αποδοχή, από κάθε κράτος, της εφαρμογής του ποινικού δικαίου που ισχύει στα άλλα κράτη μέλη, έστω και αν η εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας του θα οδηγούσε σε διαφορετική λύση (24).

98.      Η εμπιστοσύνη αυτή στηρίζεται σε διάφορα στοιχεία. Αφενός, όλα τα κράτη μέλη έχουν αποδεχθεί, με τη δημιουργία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή με την προσχώρηση σε αυτές, ότι τηρούν την αρχή του κράτους δικαίου, σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα όπως αυτά κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 και, μετά τις 7 Δεκεμβρίου 2000, από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Επιπλέον, πέραν της κυρώσεως της Συμβάσεως αυτής και της διακηρύξεως του Χάρτη, όλα τα κράτη θέτουν υψηλές απαιτήσεις όσον αφορά την τήρηση της αρχής του κράτους δικαίου, όπως διαπιστώνει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 1 της προτάσεώς της για απόφαση-πλαίσιο (25).

99.      Επομένως, μολονότι, έως σήμερα, δεν έχει επιτευχθεί, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εκτεταμένη εναρμόνιση του ουσιαστικού και του δικονομικού ποινικού δικαίου (26), έχει καταστεί δυνατό να πειστούν τα κράτη μέλη ότι οι υπήκοοί τους διώκονται και δικάζονται στα άλλα κράτη μέλη υπό συνθήκες σεβασμού των δικαιωμάτων τους, δυνάμενοι να υπερασπιστούν εαυτούς δεόντως, παρά τις γλωσσικές δυσχέρειες και το γεγονός ότι δεν είναι εξοικειωμένοι με τη διαδικασία.

100. Αφετέρου, η εμπιστοσύνη που κάθε κράτος μέλος και οι υπήκοοί του πρέπει να δείχνουν στο δικαιικό σύστημα των άλλων κρατών μελών αποτελεί λογική και αναπόφευκτη συνέπεια της δημιουργίας της ενιαίας αγοράς, καθώς και της ευρωπαϊκής ιθαγένειας.

101. Συγκεκριμένα, κάθε κράτος μέλος υποχρεούται, κατ’ εφαρμογήν της ελεύθερης κυκλοφορίας που κατοχυρώνεται με τη Συνθήκη ΕΚ, να επιτρέπει στους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών να ασκούν στο έδαφός του ανεξάρτητη ή μισθωτή οικονομική δραστηριότητα, υπό τις ίδιες συνθήκες με τους ημεδαπούς.

102. Με τη δημιουργία της ιθαγένειας της Ένωσης, έγινε ένα ακόμη βήμα, καθώς τα κράτη μέλη υποχρεούνται να δέχονται στο έδαφός τους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών που επιθυμούν να διαμείνουν εκεί, εφόσον τα πρόσωπα αυτά διαθέτουν, τουλάχιστον για τα πέντε πρώτα έτη, επαρκείς πόρους και κοινωνικοασφαλιστική κάλυψη. Τα κράτη μέλη υποχρεούνται επίσης να τους επιτρέπουν να μετέχουν στις τοπικές εκλογές, καθώς και στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Πρέπει, τέλος, να προστατεύουν, δια των διπλωματικών και των προξενικών αρχών τους, κάθε πολίτη της Ένωσης που βρίσκεται στο έδαφος τρίτου κράτους, σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η προστασία του από το κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοος.

103. Η πραγματοποίηση της ενιαίας αγοράς και η ιθαγένεια της Ένωσης οδήγησαν, επομένως, σταδιακά τα κράτη μέλη στο να μεταχειρίζονται τους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών όπως τους ημεδαπούς σε διαρκώς ευρύτερους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Παρέχουν, επίσης, τη δυνατότητα σε κάθε πολίτη να μεταβαίνει, με σκοπό τη διαμονή ή την εργασία, στο κράτος μέλος της επιλογής του, όπως οποιοσδήποτε υπήκοος του κράτους αυτού.

104. Επομένως, είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου να προστεθεί σε αυτό το νομικό οικοδόμημα η ίση μεταχείριση ενώπιον της δικαιοσύνης. Με άλλα λόγια, ο πολίτης της Ένωσης, εφόσον διαθέτει, πλέον, σε κάθε κράτος μέλος τα ίδια ως επί το πλείστον δικαιώματα με τους υπηκόους του κράτους αυτού, είναι δίκαιο να υπέχει επίσης τις ίδιες ποινικές υποχρεώσεις και, σε περίπτωση που διαπράξει αξιόποινη πράξη, να διώκεται και να δικάζεται από τα δικαστήρια του εν λόγω κράτους όπως οι ημεδαποί.

105. Σημειωτέον, τέλος, ότι η μη ενσωμάτωση της αρχής της απαγορεύσεως εκδόσεως των ημεδαπών στην απόφαση-πλαίσιο δεν στερεί από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως τη δυνατότητα προστασίας του εκζητουμένου αν, παρ’ ελπίδα, αποδεικνυόταν ότι μια αίτηση παραδόσεως μπορεί να θίξει τα θεμελιώδη δικαιώματά του. Δεν πρόκειται, επομένως, για τυφλή εμπιστοσύνη, χωρίς καμία διασφάλιση για το κράτος μέλος εκτελέσεως.

106. Συγκεκριμένα, μολονότι το κύρος της αποφάσεως-πλαισίου, όπως και κάθε πράξεως του παραγώγου δικαίου, εξαρτάται από τη συμβατότητά της με τα θεμελιώδη δικαιώματα (27) και τα κράτη μέλη, κατά την εφαρμογή της αποφάσεως-πλαισίου, όπως και οποιασδήποτε άλλης πράξεως του κοινοτικού δικαίου, υποχρεούνται να σέβονται τα δικαιώματα αυτά (28), το Συμβούλιο μερίμνησε, πάντως, ώστε στο άρθρο 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου να διευκρινιστεί ότι η επιβαλλόμενη από την ως άνω απόφαση υποχρέωση παραδόσεως δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θίγει τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές του άρθρου 6 ΕΕ.

107. Επομένως, η δικαστική αρχή εκτελέσεως μπορεί, σε συγκεκριμένη περίπτωση και κατ’ εξαίρεση, να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αν, όπως αναφέρεται στη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου, «αντικειμενικά στοιχεία δείχνουν ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται προς δίωξη ή τιμωρία προσώπου λόγω του φύλου, της φυλής, της θρησκείας, της εθνοτικής καταγωγής, της ιθαγένειας, της γλώσσας, των πολιτικών φρονημάτων ή του γενετήσιου προσανατολισμού τους ή ότι η θέση του προσώπου αυτού μπορεί να επιδεινωθεί για οποιονδήποτε από τους προαναφερόμενους λόγους».

108. Πρέπει, ακόμη, να υπομνηστεί ότι, όπως αναφέρεται στη δέκατη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου, αν ένα κράτος μέλος θεσπίσει ουσιαστικές ή δικονομικές ποινικές διατάξεις αντίθετες προς τις αρχές του άρθρου 6 ΕΕ, το Συμβούλιο μπορεί να αναστείλει την εκτέλεση της αποφάσεως-πλαισίου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7 ΕΕ.

109. Η ενσωμάτωση αυτών των εγγυήσεων στην απόφαση-πλαίσιο, η οποία δεν δημιουργεί δίκαιο, καθώς πρόκειται για εγγυήσεις που αποτελούν ήδη μέρος της κοινοτικής έννομης τάξης, εμφαίνει σαφώς ότι ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θέλησε οι καινοτομίες που η απόφαση πλαίσιο επέφερε στο παλαιό σύστημα της εκδόσεως, όπως είναι η εγκατάλειψη της αρχής της απαγορεύσεως εκδόσεως των ημεδαπών, να έχουν ως συνέπεια τη μείωση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

110. Επομένως, τα κράτη μέλη δεν μπορούν, χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο την πρακτική αποτελεσματικότητα της αποφάσεως-πλαισίου, να λαμβάνουν, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, αποφάσεις που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα συνεπάγονταν την επανεισαγωγή συστηματικής εξαιρέσεως υπέρ των υπηκόων τους.

111. Βάσει των στοιχείων αυτών, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει νομοθεσία κράτους μέλους δυνάμει της οποίας αποκλείεται η εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος προς εκτέλεση ποινής, σε περίπτωση που το ένταλμα έχει εκδοθεί σε βάρος υπηκόου του ο οποίος δεν συναινεί στην παράδοσή του.

112. Εν συνεχεία θα εξετάσω τα συμπεράσματα που πρέπει να εξαγάγει το αιτούν δικαστήριο από την ερμηνεία αυτή, εφόσον τη δεχθεί το Δικαστήριο.

4.      Οι συνέπειες των αρχών της υπεροχής και της σύμφωνης ερμηνείας

113. Οι αποφάσεις-πλαίσια είναι πράξεις του παραγώγου δικαίου, οι οποίες εισήχθησαν στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, με την οποία τα κράτη μέλη όρισαν ως σκοπό της συσταθείσας με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ Ευρωπαϊκής Ένωσης την εγκαθίδρυση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Αντιθέτως προς τις πράξεις που μπορούν να εκδοθούν κατ’ εφαρμογήν της Συνθήκης του Μάαστριχτ στο πλαίσιο της συνεργασίας στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων, οι αποφάσεις-πλαίσια έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, διότι, κατά το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ΕΕ, «δεσμεύουν τα κράτη μέλη ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών την επιλογή του τύπου και των μέσων».

114. Παρέχοντας, έτσι, στο Συμβούλιο την εξουσία να εκδίδει τέτοιες δεσμευτικού χαρακτήρα πράξεις, των οποίων ο ορισμός είναι σχεδόν ταυτόσημος με τον ορισμό των οδηγιών που εκδίδονται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τα κράτη μέλη δέχθηκαν να μεταφέρουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέρος των ποινικών αρμοδιοτήτων τους, κατά το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών του τίτλου VI της Συνθήκης ΕΕ, τηρουμένης της αρχής της επικουρικότητας.

115. Επομένως, ισχύουν και ως προς την απόφαση-πλαίσιο οι λόγοι για τους οποίους το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 1964, 6/64, Costa (29), ότι τα κράτη μέλη, εφόσον επέλεξαν ελεύθερα να μεταβιβάσουν τις αρμοδιότητές τους στην Κοινότητα, δεν μπορούν να αρνούνται την εφαρμογή μιας δεσμευτικής κοινοτικής πράξεως επικαλούμενα διάταξη της εθνικής νομοθεσίας. Η απόφαση-πλαίσιο, όπως και κάθε δεσμευτική πράξη του κοινοτικού δικαίου, υπερέχει κάθε διατάξεως της εσωτερικής νομοθεσίας, ακόμη και αν πρόκειται για συνταγματικές διατάξεις ή διατάξεις θεμελιώδους νόμου (30).

116. Βεβαίως, οι λύσεις που προβλέπει η Συνθήκη ΕΕ για τη διασφάλιση της εν λόγω υπεροχής σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ αποφάσεως-πλαισίου και διατάξεως της εσωτερικής νομοθεσίας δεν έχουν το εύρος των προβλεπομένων από τη Συνθήκη ΕΚ.

117. Αφενός, αντιθέτως προς τη Συνθήκη ΕΚ, η Συνθήκη ΕΕ δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να ασκεί προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά του κράτους μέλους που παρέβη τις υποχρεώσεις του. Σύμφωνα με το άρθρο 35, παράγραφος 7, ΕΕ, η μη εφαρμογή ή η εσφαλμένη εφαρμογή αποφάσεως-πλαισίου από κράτος μέλος γεννά διαφορά μόνο μεταξύ των κρατών μελών, η οποία υποβάλλεται στο Συμβούλιο και, εφόσον δεν επιλυθεί εντός έξι μηνών, τίθεται στην κρίση του Δικαστηρίου.

118. Αφετέρου, οι διατάξεις αποφάσεως-πλαισίου που δεν έχουν μεταφερθεί ή μεταφέρθηκαν εσφαλμένως στην εσωτερική νομοθεσία δεν εφαρμόζονται απευθείας από τα εθνικά δικαστήρια. Σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ΕΕ, οι αποφάσεις-πλαίσια δεν παράγουν άμεσο αποτέλεσμα.

119. Πάντως, τα εθνικά δικαστήρια έχουν τη δυνατότητα να επικαλεστούν το περιεχόμενο των αποφάσεων-πλαισίων, διασφαλίζοντας έτσι την υπεροχή τους. Με την απόφαση της 16ης Ιουνίου 2005, C‑105/03, Pupino (31), το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας δεσμεύει το εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της συγκρούσεως μεταξύ αποφάσεως-πλαισίου και διατάξεως της εσωτερικής νομοθεσίας. Η αρχή αυτή συνεπάγεται ότι το εθνικό δικαστήριο, κατά την εφαρμογή του εθνικού δικαίου, οφείλει να το ερμηνεύει κατά το μέτρο του δυνατού υπό το πρίσμα του κειμένου και του σκοπού της απόφασης-πλαισίου, ώστε να επιτυγχάνει το αποτέλεσμα που επιδιώκει η απόφαση αυτή και να συμμορφώνεται έτσι με το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ΕΕ (32).

120. Μόνος περιορισμός στην εφαρμογή της αρχής αυτής είναι να μη συνεπάγεται contra legem εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας (33).

121. Εν προκειμένω, η περίπτωση των υπηκόων άλλων κρατών μελών, όπως είναι ο S. Kozłowski, ρυθμίζεται στο γερμανικό δίκαιο ειδικά από το άρθρο 83b, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του IRG, του οποίου η συμβατότητα με την απόφαση-πλαίσιο δεν αμφισβητείται.

122. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζω ότι η έκδοση αλλοδαπού, ο οποίος έχει τη συνήθη διαμονή του στο εσωτερικό της χώρας, με σκοπό την εκτέλεση ποινής δεν επιτρέπεται αν ο αλλοδαπός δεν συναινεί και ένα χρήζον προστασίας συμφέρον του υπερτερεί της εκτελέσεως της ποινής στο εσωτερικό της χώρας. Η έννοια αυτή του «χρήζοντος προστασίας συμφέροντος που υπερτερεί» πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τον σκοπό του λόγου μη εκτελέσεως του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου.

123. Αντιθέτως, εφόσον το άρθρο 80, παράγραφος 3, του IRG είναι, κατ’ εμέ, αντίθετο προς την απόφαση-πλαίσιο και η διάταξη αυτή αφορά μόνον τους Γερμανούς υπηκόους, θεωρώ ότι, δυνάμει της αρχής της σύμφωνης ερμηνείας, το αιτούν δικαστήριο δεν πρέπει να τη λάβει υπόψη του, αλλά να εφαρμόσει το άρθρο 83b, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του IRG. Με άλλα λόγια, δεν πρέπει να εφαρμοστεί η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, η οποία θα επέβαλλε να ισχύουν οι ευνοϊκές για τους Γερμανούς υπηκόους διατάξεις του άρθρου 80, παράγραφος 3, του IRG και για τους υπηκόους άλλων κρατών μελών, λαμβανομένου υπόψη, μεταξύ άλλων, του ότι, κατά το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου, ημεδαποί και κάτοικοι ημεδαπής πρέπει να έχουν την ίδια μεταχείριση, διότι το προαναφερθέν άρθρο 80, παράγραφος 3, είναι αντίθετο προς την απόφαση-πλαίσιο και αυτή υπερέχει οποιασδήποτε αντίθετης διατάξεως της εθνικής νομοθεσίας.

124. Η λύση αυτή δεν υπερβαίνει τα όρια της υποχρεώσεως περί σύμφωνης ερμηνείας, διότι δεν υποχρεώνει το εθνικό δικαστήριο σε contra legem ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας. Η κρινόμενη εν προκειμένω περίπτωση διαφέρει, ως προς το σημείο αυτό, από την περίπτωση που έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, C‑397/01 έως C‑403/01, Pfeiffer κ.λπ. (34). Στην υπόθεση εκείνη, η διάταξη της εθνικής νομοθεσίας που ρύθμιζε ειδικά την περίπτωση των προσφευγόντων της κύριας δίκης ήταν αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο και το κρίσιμο ζήτημα ήταν αν η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας υποχρεώνει το εθνικό δικαστήριο εφαρμόσει, αντί της διατάξεως αυτής, άλλον, γενικότερο, κανόνα της εθνικής νομοθεσίας.

125. Εν προκειμένω, πρόκειται απλώς για εφαρμογή σύμφωνα με τον σκοπό της αποφάσεως-πλαισίου των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας που ισχύουν ειδικά για την περίπτωση του S. Kozłowski.

126. Προτείνω, επομένως, στο Δικαστήριο να συμπληρώσει την απάντησή του στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα με την επισήμανση ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να εφαρμόσει ως προς τον S. Kozłowski τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που ισχύουν για τους υπηκόους άλλων κρατών μελών σύμφωνα με τον σκοπό της αποφάσεως-πλαισίου. Η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας απαγορεύει να ισχύει ο προβλεπόμενος από την εθνική νομοθεσία λόγος μη εκτελέσεως υπέρ Γερμανών υπηκόων που δεν συναινούν στην παράδοσή τους και υπέρ των υπηκόων άλλων κρατών μελών, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

 Η έννοια του «κατοίκου» του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου

127. Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένα πρόσωπο “διαμένει” σε κράτος μέλος ή ότι είναι “κάτοικος” κράτους μέλους, παρά το γεγονός ότι:

–        η παραμονή του δεν είναι αδιάλειπτη,

–        η παραμονή του δεν είναι σύννομη, σύμφωνα με τη νομοθεσία περί εισόδου και παραμονής αλλοδαπών,

–        διαπράττει κατ’ εξακολούθηση αξιόποινες πράξεις και

–        εκτίει στο εν λόγω κράτος μέλος ποινή στερητική της ελευθερίας.

128. Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει το περιεχόμενο των όρων «διαμένει» ή «κάτοικος» του κράτους μέλους εκτελέσεως του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου και ερωτά αν οι απαριθμούμενες στο ερώτημα αυτό περιστάσεις έχουν καθοριστική σημασία ή ασκούν κάποια επιρροή, σωρευτικώς ή διαζευκτικώς, προκειμένου να κριθεί αν ένα πρόσωπο «διαμένει» σε κράτος μέλος ή ότι είναι «κάτοικος» κράτους μέλους.

129. Το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει τα ερωτήματα αυτά στο Δικαστήριο διότι η απόφαση-πλαίσιο δεν ορίζει τις έννοιες αυτές. Επίσης, η απόφαση-πλαίσιο δεν παραπέμπει σε άλλες κοινοτικές πράξεις, όπου χρησιμοποιούνται οι έννοιες κατοικία ή διαμονή, ούτε στη νομοθεσία των κρατών μελών, προκειμένου να καθοριστεί το περιεχόμενό τους.

130. Η Τσεχική και η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι ο ορισμός των εννοιών αυτών είναι αρμοδιότητα των κρατών μελών. Δεν συμφωνώ με την άποψη αυτή.

131. Συγκεκριμένα, σκοπός της αποφάσεως-πλαισίου είναι η εγκαθίδρυση συστήματος υποχρεωτικής παραδόσεως μεταξύ των κρατών, παραδόσεως την οποία η δικαστική αρχή εκτελέσεως μπορεί να αρνηθεί μόνο για τους λόγους μη εκτελέσεως που ρητώς προβλέπει η απόφαση-πλαίσιο. Η ουσιαστική εφαρμογή της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου επιβάλλει, κατά την άποψή μου, να είναι ενιαίος για όλα τα κράτη μέλη ο ορισμός του προβλεπόμενου στο άρθρο 4, σημείο 6, λόγου μη εκτελέσεως.

132. Πολλά κράτη μέλη, όπως και η Επιτροπή, υποστήριξαν επίσης ότι η μεταφορά, στην εσωτερική νομοθεσία, του λόγου μη εκτελέσεως του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου ανήκει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Κατά τους εν λόγω παρεμβαίνοντες, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίσουν αν οι δικαστικές αρχές τους μπορούν ή όχι να επικαλεστούν αυτόν τον λόγο μη εκτελέσεως.

133. Δεν συμφωνώ ούτε με αυτή την ερμηνεία. Όπως προανέφερα, σκοπός του λόγου μη εκτελέσεως του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου είναι να διευκολύνει την κοινωνική επανένταξη του καταδικασθέντος. Δεδομένου ότι το πρόσωπο αυτό, οσάκις πρόκειται για πολίτη της Ένωσης, έχει δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και κατοικίας σε όλα τα κράτη μέλη, η επίτευξη της κοινωνικής επανένταξής του δεν είναι υπόθεση μόνον του κράτους μέλους εκτελέσεως, αλλά και όλων των λοιπών κρατών μελών και των κατοίκων τους.

134. Η ίδια ανάλυση ισχύει και για τους υπηκόους τρίτων κρατών. Οι εν λόγω υπήκοοι, λόγω της καταργήσεως των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα του χώρου Σένγκεν, μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα εντός του χώρου αυτού. Μπορούν ακόμη να κυκλοφορούν και να διαμένουν σε όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης ως μέλη της οικογένειας υπηκόου κράτους μέλους.

135. Κατά συνέπεια, λόγω του ανοίγματος των συνόρων, τα κράτη μέλη κατέστησαν αλληλεγγύως υπεύθυνα για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας. Για τον λόγο αυτόν, η δημιουργία του ευρωπαϊκού ποινικού χώρου κρίνεται αναγκαία προκειμένου η άσκηση των δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας να μην αποβαίνει σε βάρος της δημόσιας ασφάλειας.

136. Επομένως, η μεταφορά του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου στην εσωτερική νομοθεσία κάθε κράτους μέλους είναι, κατά την άποψή μου, επιβεβλημένη, προκειμένου το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης να μην αποβαίνει σε βάρος της κοινωνικής επανένταξης του καταδικασθέντος και, συνεπώς, του ευλόγου συμφέροντος όλων των κρατών μελών στην πρόληψη της εγκληματικότητας, συμφέροντος στην προστασία του οποίου κατατείνει ο συγκεκριμένος λόγος μη εκτελέσεως.

137. Όσον αφορά, τώρα, την έννοια των όρων «διαμένει» στο κράτος μέλος εκτελέσεως ή «κάτοικος» του κράτους μέλους εκτελέσεως, συμφωνώ με τις Κυβερνήσεις της Αυστρίας, της Πολωνίας και της Φινλανδίας, καθώς και με την Επιτροπή ότι οι όροι αυτοί πρέπει να ερμηνεύονται αυτοτελώς και στο πλαίσιο του σκοπού του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου, καθώς και του συστήματος και των σκοπών της αποφάσεως-πλαισίου.

138. Συγκεκριμένα, η έννοια της κατοικίας σε άλλες κοινοτικές πράξεις έχει οριστεί κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στο σύστημα και στον σκοπό των πράξεων αυτών, που δεν ταυτίζονται με το σύστημα και τον σκοπό της αποφάσεως-πλαισίου. Επομένως, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ερμηνεία της έννοιας της κατοικίας στην απόφαση-πλαίσιο. Μπορούν, πάντως, να ληφθούν προς τούτο υπόψη (35), όπως και το ψήφισμα (72)1 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, της 18ης Ιανουαρίου 1971, περί ενιαίου ορισμού των νομικών εννοιών της «κατοικίας» και της «συνήθους διαμονής», στο οποίο αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο (36).

139. Εξετάζοντας τον σκοπό της αποφάσεως-πλαισίου, διαπιστώνω ότι ο λόγος μη εκτελέσεως του άρθρου 4, σημείο 6, αυτής πρέπει να ερμηνευθεί συσταλτικά. Συγκεκριμένα, ο συγκεκριμένος λόγος εισάγει εξαίρεση από τον υποχρεωτικό, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου, χαρακτήρα της παραδόσεως. Εισάγει, δηλαδή, εξαίρεση από τον κανόνα.

140. Η ανάλυση αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως πρέπει να εκδώσει την απόφασή της περί εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εντός σύντομων προθεσμιών.

141. Όπως προανέφερα, σκοπός του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου είναι η διευκόλυνση της κοινωνικής επανένταξης του προσώπου σε βάρος του οποίου εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Οι έννοιες «διαμένει» ή «κάτοικος» της διατάξεως αυτής πρέπει να οριστούν υπό το πρίσμα του σκοπού αυτού και κατά τρόπο περιοριστικό, όπως επιβάλλει ο σκοπός της αποφάσεως-πλαισίου.

142. Ο τόπος κατοικίας ή διαμονής του προσώπου που πρέπει να εκτίσει ποινή φυλακίσεως ή μέτρο ασφαλείας έχει σημασία για την κοινωνική επανένταξή του, προκειμένου το πρόσωπο αυτό να βρει εκ νέου τη θέση του στην κοινωνία, δηλαδή στο οικογενειακό, κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον εντός του οποίου διαβιούσε πριν την εκτέλεση της ποινής του και στο οποίο κατά πάσα πιθανότητα θα επιστρέψει μετά την έκτιση της ποινής αυτής.

143. Για τον λόγο αυτόν, τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, με τις σχετικές προς τους σωφρονιστικούς κανόνες συστάσεις τους, έχουν ζητήσει η φυλάκιση να είναι οργανωμένη, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπον ώστε ο κρατούμενος να διατηρεί και να ενισχύει τους οικογενειακούς δεσμούς τους. Επίσης, ο κρατούμενος δεν πρέπει, κατά τη φυλάκισή του, να αποκομίζει την εντύπωση ότι είναι αποκλεισμένος από την κοινωνία. Τέλος, η κράτηση πρέπει να γίνεται κατά τρόπο που να διευκολύνεται η εύρεση ή η ανάκτηση θέσεως εργασίας μετά την έκτιση της ποινής, με διεξαγόμενα στο σωφρονιστικό κατάστημα προγράμματα προετοιμασίας ενόψει της αποφυλακίσεως ή με την υπό όρους ελεγχόμενη αποφυλάκιση (37).

144. Επομένως, η εφαρμογή των συστάσεων αυτών επιβάλλει η εκτέλεση της ποινής ή του μέτρου ασφαλείας να διαρρηγνύει στον μικρότερο δυνατό βαθμό τους δεσμούς του κρατουμένου με την οικογένειά του και με το κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον του.

145. Από τις επισημάνσεις αυτές προκύπτουν τα εξής όσον αφορά το περιεχόμενο των εννοιών «διαμένει» ή «κάτοικος» του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου.

146. Αφενός, οι έννοιες αυτές δεν έχουν, κατά την άποψή μου, διαφορετικό περιεχόμενο, πράγμα που επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι στο άρθρο 5, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου χρησιμοποιείται μόνον ο όρος «κάτοικος». Αφετέρου, οι έννοιες αυτές αφορούν την περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης διατηρεί με το κράτος μέλος εκτελέσεως τέτοιους δεσμούς, ώστε η δικαστική αρχή του κράτους αυτού να μπορεί να αποφανθεί ότι η ποινή πρέπει να εκτελεστεί στο εν λόγω κράτος προκειμένου να εκπληρώσει τη λειτουργία της κοινωνικής επανένταξης. Επομένως, ο όρος «κάτοικος» του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποτελεί τον τόπο όπου βρίσκεται το κέντρο των κύριων συμφερόντων του εκζητουμένου.

147. Θεωρώ, επομένως, ότι η έννοια αυτή απηχεί μια πραγματική κατάσταση διαμορφούμενη από ένα σύνολο κριτηρίων, εκ των οποίων τα σημαντικότερα είναι, όπως προτείνουν οι Κυβερνήσεις της Αυστρίας, της Πολωνίας και της Φινλανδίας, καθώς και η Επιτροπή, οι οικογενειακοί και κοινωνικοί δεσμοί, η γλώσσα, η κατοχή κατοικίας, η εργασία και η διάρκεια της παραμονής στο έδαφος του κράτους, καθώς και η βούληση του ενδιαφερομένου να παραμείνει εκεί μετά την έκτιση της κράτησής του.

148. Η απαρίθμηση αυτή δεν είναι εξαντλητική και φρονώ ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως πρέπει, κατά την εφαρμογή του συγκεκριμένου λόγου του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου, να εξετάζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιπτώσεως του εκζητουμένου.

149. Σχετικά με τις περιστάσεις που παραθέτει το αιτούν δικαστήριο, από την ανάλυση αυτή μπορούν να εξαχθούν τα εξής συμπεράσματα.

150. Πρώτον, το γεγονός ότι η παραμονή του εκζητουμένου στο κράτος μέλος εκτελέσεως δεν ήταν αδιάλειπτη δεν αποτελεί λόγο αμφισβητήσεως του δεσμού του προσώπου αυτού με το εν λόγω κράτος. Συγκεκριμένα, μπορεί κάποιος να μεταβεί στην αλλοδαπή για διακοπές ή στο πλαίσιο επαγγελματικών υποχρεώσεων, χωρίς αυτό να συνεπάγεται μεταφορά του κέντρου των κύριων συμφερόντων του.

151. Επομένως, το γεγονός ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, ο S. Kozłowski έφυγε από τη Γερμανία τον Ιούνιο του 2005, ακολούθως κατά τις διακοπές των Χριστουγέννων του ίδιου χρόνου, καθώς και τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2006 δεν αποδεικνύει, από μόνο του, ότι το κέντρο των κύριων συμφερόντων του βρισκόταν σε άλλο κράτος μέλος.

152. Δεύτερον, το γεγονός ότι το πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης κρατείται στο κράτος μέλος εκτελέσεως δυνάμει καταδικαστικής αποφάσεως δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο όσον αφορά το αν το πρόσωπο αυτό έχει την ιδιότητα του κατοίκου.

153. Όπως προανέφερα, «κατοικία» κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου είναι ο τόπος όπου το πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης διατηρεί το κέντρο των κύριων συμφερόντων του και όπου πιθανολογείται ότι το πρόσωπο αυτό θα επιστρέψει αφού εκτίσει την ποινή του. Το πόσο ισχυροί είναι οι δεσμοί του εν λόγω προσώπου με την κοινωνία του κράτους μέλους εκτελέσεως κρίνεται με βάση τα κριτήρια προσδιορισμού του τόπου κατοικίας.

154. Επομένως, η «κατοικία», κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου, είναι απόρροια της βουλήσεως του ενδιαφερομένου και αποτελεί οπωσδήποτε τον τόπο όπου το πρόσωπο αυτό ασκεί ή μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματά του.

155. Επομένως, ο τόπος όπου ένα πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκτίει ποινή φυλακίσεως δεν ασκεί, συναφώς, επιρροή, διότι δεν επελέγη από τον εκζητούμενο, αλλά από τις δικαστικές αρχές και το πρόσωπο αυτό στερείται σημαντικό μέρος των δικαιωμάτων του.

156. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά, ακόμη, το Δικαστήριο αν ένα πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν μπορεί να έχει την ιδιότητα του κατοίκου του κράτους μέλους εκτελέσεως, εφόσον διαμένει εκεί κατά παράβαση της περί εισόδου και παραμονής αλλοδαπών νομοθεσίας του κράτους αυτού και διαπράττει κατ’ εξακολούθηση αξιόποινες πράξεις. Ερωτά, επίσης, αν η κατ’ εξακολούθηση τέλεση αξιόποινων πράξεων αρκεί για να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό δεν έχει τη συνήθη κατοικία του στο κράτος εκτελέσεως.

157. Το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει τα ερωτήματα αυτά, διότι δεν είναι βέβαιον ότι η παραμονή του S. Kozłowski στη Γερμανία άνω των τριών μηνών είναι νόμιμη, δεδομένου ότι αυτός δεν ασκούσε επαγγελματική δραστηριότητα και διασφάλιζε τα προς το ζήν διαπράττοντας αξιόποινες πράξεις.

158. Όπως υποστηρίζει η Ολλανδική Κυβέρνηση, η εκτέλεση της ποινής στο κράτος μέλος εκτελέσεως προϋποθέτει ότι ο ενδιαφερόμενος μπορεί όντως να παραμείνει στο κράτος αυτό μετά την έκτιση της ποινής του. Η σκοπούμενη από το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου κοινωνική επανένταξη μπορεί να επιτευχθεί μόνον υπ’ αυτή την προϋπόθεση.

159. Κατά συνέπεια, αν η δικαστική αρχή εκτελέσεως διαπιστώσει ότι ο εκζητούμενος δεν έχει δικαίωμα παραμονής στο κράτος μέλος εκτελέσεως μετά την έκτιση της ποινής του, καθίσταται άνευ αντικειμένου η εφαρμογή του λόγου μη εκτελέσεως του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου.

160. Πάντως, το αν ο εκζητούμενος μπορεί να παραμείνει στο κράτος μέλος εκτελέσεως μετά την έκτιση της ποινής του, μολονότι έχει παραβιάσει την εθνική νομοθεσία περί εισόδου και παραμονής αλλοδαπών και διαπράττει κατ’ εξακολούθηση αξιόποινες πράξεις, πρέπει να εκτιμάται από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως σύμφωνα με τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου και με σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

161. Επομένως, η κατάσταση διαφέρει ανάλογα με το αν ο ενδιαφερόμενος είναι πολίτης της Ένωσης ή υπήκοος τρίτου κράτους.

162. Στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, οι προϋποθέσεις εισόδου και παραμονής των υπηκόων τρίτων κρατών στα κράτη μέλη της Ένωσης εξακολουθούν να εμπίπτουν ως επί το πλείστον στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Οι υπήκοοι τρίτων χωρών εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου ουσιαστικά μόνον αν είναι μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης ή υπήκοοι κράτους με το οποίο η Κοινότητα έχει συνάψει σύμβαση ή, ακόμη, αν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης (38) ή της οδηγίας σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες (39).

163. Κατά συνέπεια, ο υπήκοος τρίτου κράτους δεν μπορεί να θεωρηθεί κάτοικος κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου αν, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους εκτελέσεως, μετά την έκτιση της ποινής του, δεν έχει δικαίωμα παραμονής στο κράτος αυτό, λόγω της παράνομης παραμονής του και της κατ’ εξακολούθηση τελέσεως αξιόποινων πράξεων, με την επιφύλαξη του σεβασμού των δικαιωμάτων που διασφαλίζει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

164. Αντιθέτως, η κατάσταση διαφοροποιείται αν το πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι πολίτης της Ένωσης, όπως συμβαίνει με τον S. Kozłowski.

165. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή και σύμφωνα με την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (40), το θεμελιώδες και προσωποπαγές δικαίωμα διαμονής σε άλλο κράτος μέλος απονέμεται απευθείας στους πολίτες της Ένωσης από τη Συνθήκη και δεν εξαρτάται από την εκπλήρωση διοικητικών διαδικασιών στο κράτος μέλος υποδοχής.

166. Βεβαίως, η άσκηση του δικαιώματος αυτού εξαρτάται από προϋποθέσεις. Κατά τα πέντε πρώτα έτη, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να διαθέτει επαρκείς πόρους και ασφάλιση υγείας, για να μην επιβαρύνει το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής. Πάντως, η έλλειψη σταθερών πόρων δεν μπορεί να συνεπάγεται αυτομάτως τη λήψη μέτρου απέλασης.

167. Τέτοια μέτρα λαμβάνονται, σύμφωνα με τη δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη, μόνον αν ο ενδιαφερόμενος αποτελεί υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής. Προς τούτο, το κράτος αυτό πρέπει να εξετάζει αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρόκειται για προσωρινές δυσχέρειες και να λαμβάνει υπόψη τη διάρκεια της παραμονής, την προσωπική κατάσταση και το ποσό της χορηγηθείσας ενίσχυσης.

168. Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι ο S. Kozłowski δεν διαθέτει σταθερούς πόρους και, ως εκ τούτου, παραβιάζει τη σχετική με την είσοδο και την παραμονή των αλλοδαπών γερμανική νομοθεσία δεν σημαίνει ότι ο S. Kozłowski δεν μπορεί να παραμείνει νομίμως στο κράτος μέλος εκτελέσεως αφού εκτίσει την ποινή φυλακίσεως. Τούτο δεν αποκλείει το να θεωρηθεί ο ενδιαφερόμενος κάτοικος του κράτους αυτού, εφόσον δεν έχει ληφθεί σε βάρος του, σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, μέτρο απελάσεως (41).

169. Ομοίως, για να στερηθεί ο πολίτης της Ένωσης, μετά την τέλεση αξιόποινων πράξεων εντός κράτους μέλους, το δικαίωμα παραμονής στο κράτος αυτό, απαιτείται απόφαση απελάσεως, για την έκδοση της οποίας πρέπει να πληρούνται οι αυστηρότατες προϋποθέσεις των άρθρων 27 έως 33 της οδηγίας 2004/38.

170. Υπενθυμίζεται ότι μια τέτοια απόφαση μπορεί να ληφθεί μόνον εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, οσάκις η συμπεριφορά του ενδιαφερομένου συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Εξάλλου, πριν τη λήψη αποφάσεως απελάσεως από τη χώρα, για λόγους δημοσίας τάξεως ή ασφαλείας, το κράτος μέλος υποδοχής πρέπει να λαμβάνει υπόψη του τη διάρκεια της παραμονής του ενδιαφερομένου στο έδαφός του, την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του, την οικογενειακή και οικονομική κατάστασή του, τον βαθμό κοινωνικής και πολιτιστικής ενσωματώσεως στη χώρα υποδοχής και το πόσο στενούς δεσμούς διατηρεί με τη χώρα καταγωγής του.

171. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι ένας πολίτης της Ένωσης έχει διαπράξει κατ’ εξακολούθηση αξιόποινες πράξεις στο έδαφος του κράτους μέλους εκτελέσεως δεν αποκλείει να έχει το πρόσωπο αυτό την ιδιότητα του «κατοίκου» κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου. Συγκεκριμένα, το γεγονός αυτό δεν αποδεικνύει ότι ο ενδιαφερόμενος μετέφερε το κέντρο των κύριων συμφερόντων σε διαφορετικό κράτος.

172. Προκύπτει, ακόμη, η ιδιότητα του «κατοίκου», κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου, δεν αναγνωρίζεται σε πολίτη της Ένωσης ο οποίος διαμένει στο κράτος μέλος εκτελέσεως κατά παράβαση της σχετικής με την είσοδο και την παραμονή αλλοδαπών νομοθεσίας του κράτους αυτού και διαπράττει κατ’ εξακολούθηση αξιόποινες πράξεις μόνον αν έχει ληφθεί σε βάρος του μέτρο απελάσεως σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία.

173. Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί, απαντώντας στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, ότι ένα πρόσωπο θεωρείται ότι διαμένει ή κατοικεί στο κράτος μέλος εκτελέσεως, κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου οσάκις διατηρεί εκεί το κέντρο των κύριων συμφερόντων του, με συνέπεια η εκτέλεση της ποινής στο κράτος αυτό να παρίσταται αναγκαία προς διευκόλυνση της κοινωνικής επανένταξής του. Για να κρίνει αν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, η δικαστική αρχή εκτελέσεως πρέπει να εξετάσει όλα τα πραγματικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την περίπτωση του ενδιαφερομένου.

174. Περαιτέρω, το ότι ένα πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν διέμενε αδιαλείπτως στο κράτος μέλος εκτελέσεως και το ότι κρατείται εκεί δεν αποτελούν κριτήρια αποφασιστικής σημασίας ή κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να κριθεί αν το πρόσωπο αυτό διαμένει ή κατοικεί στο κράτος αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου. Τέλος, αν ο ενδιαφερόμενος είναι πολίτης της Ένωσης, το γεγονός ότι διαμένει στο κράτος μέλος εκτελέσεως κατά παράβαση της σχετικής με την είσοδο και την παραμονή αλλοδαπών νομοθεσίας του κράτους αυτού και το γεγονός ότι διαπράττει κατ’ εξακολούθηση αξιόποινες πράξεις δεν αποκλείουν να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό διαμένει ή κατοικεί στο εν λόγω κράτος, εκτός εάν εκδοθεί σε βάρος του απόφαση απελάσεως, σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία.

V –    Πρόταση

175. Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα προδικαστικά ερωτήματα του Oberlandesgericht Stuttgart:

«1)      Το άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΑΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει νομοθεσία κράτους μέλους δυνάμει της οποίας αποκλείεται η εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος προς εκτέλεση ποινής σε περίπτωση που το ένταλμα έχει εκδοθεί σε βάρος υπηκόου του, ο οποίος δεν συναινεί στην παράδοσή του.

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να εφαρμόσει ως προς τον S. Kozłowski τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που ισχύουν για τους υπηκόους άλλων κρατών μελών σύμφωνα με τον σκοπό της αποφάσεως-πλαισίου. Η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας απαγορεύει να ισχύει ο προβλεπόμενος από την εθνική νομοθεσία λόγος μη εκτελέσεως υπέρ Γερμανών υπηκόων που δεν συναινούν στην παράδοσή τους και υπέρ των υπηκόων άλλων κρατών μελών, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

2)      Ένα πρόσωπο θεωρείται ότι διαμένει ή κατοικεί στο κράτος μέλος εκτελέσεως, κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου, οσάκις διατηρεί εκεί το κέντρο των κύριων συμφερόντων του, με συνέπεια η εκτέλεση της ποινής στο κράτος αυτό να παρίσταται αναγκαία προς διευκόλυνση της κοινωνικής επανένταξής του.

Για να κρίνει αν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, η δικαστική αρχή εκτελέσεως πρέπει να εξετάσει όλα τα πραγματικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την περίπτωση του ενδιαφερομένου.

Το ότι ένα πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν διέμενε αδιαλείπτως στο κράτος μέλος εκτελέσεως και το ότι κρατείται εκεί δεν αποτελούν κριτήρια αποφασιστικής σημασίας ή κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να κριθεί αν το πρόσωπο αυτό διαμένει ή κατοικεί στο κράτος αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου.

Αν ο ενδιαφερόμενος είναι πολίτης της Ένωσης, το γεγονός ότι διαμένει στο κράτος μέλος εκτελέσεως κατά παράβαση της σχετικής με την είσοδο και την παραμονή αλλοδαπών νομοθεσίας του κράτους αυτού και το γεγονός ότι διαπράττει κατ’ εξακολούθηση αξιόποινες πράξεις δεν αποκλείουν να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό διαμένει ή κατοικεί στο εν λόγω κράτος, εκτός εάν εκδοθεί σε βάρος του απόφαση απελάσεως, σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – Απόφαση-πλαίσιο της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ L 190, σ. 1, στο εξής: απόφαση-πλαίσιο).


3 – Ενημέρωση σχετικά με την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ (ΕΕ 1999, L 114, σ. 56).


4 – Πρώτη και πέμπτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου.


5 – Έκτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου.


6 – Δέκατη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου.


7 – Άρθρα 11 και 13 της αποφάσεως-πλαισίου.


8 – Άρθρα 23 και 24 της αποφάσεως-πλαισίου.


9 – BGBl. 2006 I, σ. 1721, στο εξής: IRG.


10 – Το άρθρο 16, παράγραφος 2, του Θεμελιώδους Νόμου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Grundgesetz für die Bundesrepublik Deutschland) ορίζει:


«Απαγορεύεται η έκδοση Γερμανού υπηκόου στην αλλοδαπή. Κατ’ εξαίρεση, νόμος μπορεί να προβλέπει την έκδοση προς κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε διεθνές δικαστήριο, εφόσον διασφαλίζεται η τήρηση των αρχών του κράτους δικαίου.»


11 – Εισαγγελική αρχή του αρμοδίου εφετείου.


12 – Βλ., για πρόσφατη εφαρμογή από το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου, απόφαση της 15ης Απριλίου 2008, C‑268/06, Impact (Συλλογή 2008, σ. Ι‑2483, σκέψη 110 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


13 – Η εξέταση των άλλων γλωσσικών αποδόσεων της διατάξεως αυτής οδηγεί στην ίδια ανάλυση. Συγκεκριμένα, στα γερμανικά αναγράφεται «Die Mitgliedstaaten vollstrecken jeden Europäischen Haftbefehl», στα αγγλικά «Member States shall execute any European arrest warrant», κ.λπ.


14 – Πρόταση αποφάσεως-πλαισίου του Συμβουλίου, για το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και τις διαδικασίες [παραδόσεως] μεταξύ κρατών μελών [COM(2001) 522 τελικό].


15 – Βλ., μεταξύ άλλων, σύσταση υπ’ αριθ. R (87) 3 της επιτροπής των Υπουργών των κρατών μελών, σχετικά με τους ευρωπαϊκούς σωφρονιστικούς κανόνες, η οποία εκδόθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1987 και αντικαταστάθηκε από τη σύσταση Rec(2006)2, της 11ης Ιανουαρίου 2006.


16 – ΕΕ 1999, C 98, σ. 279.


17 – Σημείο 78.


18 – Μεταξύ άλλων, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στη Δημοκρατία της Εσθονίας, στην Ελληνική Δημοκρατία, στη Δημοκρατία της Αυστρίας, στη Δημοκρατία της Πολωνίας και στη Δημοκρατία της Πορτογαλίας.


19 – Deen-Racsmány, Z., και Blekxtoon, R., «The Decline of the Nationality Exception in European Extradition?», European Journal of Crime, Criminal Law and Criminal Justice, τεύχος 13/3, σ. 317 έως 363, Koninklijke Brill NV, Κάτω Χώρες, 2005.


20 – Το άρθρο 3 της αποφάσεως-πλαισίου προβλέπει τις εξής τρεις περιπτώσεις: πρώτον, η αξιόποινη πράξη για την οποία εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης καλύπτεται από αμνηστία στο κράτος μέλος εκτέλεσης, δεύτερον, έχει ήδη εκδοθεί σχετική οριστική δικαστική απόφαση σε άλλο κράτος μέλος, η οποία έχει εκτελεστεί ή δεν μπορεί πλέον να εκτελεστεί, και, τρίτον, το πρόσωπο σε βάρος του οποίου εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν μπορεί, λόγω ηλικίας, να κριθεί ποινικώς υπεύθυνο στο κράτος μέλος εκτέλεσης.


21 – Βλ., σχετικά, ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο της 26ης Ιουλίου 2000, αμοιβαία αναγνώριση των οριστικών αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις [COM(2000) 495 τελικό, ιδίως σ. 8].


22 – Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν, της 14ης Ιουνίου 1985, μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα (ΕΕ 2000, L 239, σ. 19), υπογραφείσα στο Σένγκεν στις 19 Ιουνίου 1990.


23 – Συλλογή 2003, σ. I‑1345.


24 – Σκέψη 33.


25 – Βλ. υποσημείωση 14.


26 – Έως σήμερα, έχουν εκδοθεί είκοσι περίπου αποφάσεις-πλαίσια. Η εναρμόνιση αφορά τον ορισμό και την τιμωρία αξιόποινων πράξεων που διαπράττονται διασυνοριακά, όπως η παραχάραξη του ευρώ, η απάτη και η παραχάραξη μέσων πληρωμής, η νομιμοποίηση κεφαλαίων, η τρομοκρατία, το εμπόριο ανθρώπων, η παροχή βοήθειας για παράνομη μετανάστευση, η διαφθορά στον ιδιωτικό τομέα, η σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών, η διακίνηση ναρκωτικών και οι επιθέσεις κατά συστημάτων πληροφορικής. Η εναρμόνιση αφορά επίσης τα μέσα δράσεως ή εκτελέσεως, όπως η σύσταση κοινών ομάδων έρευνας, η αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων δήμευσης περιουσιακών στοιχείων ή κατάσχεσης αποδεικτικών στοιχείων ή, ακόμη, επιβολής χρηματικών ποινών, καθώς και το καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες. Η Ένωση έχει επίσης εκδώσει πολλές αποφάσεις οι οποίες αφορούν τη σύσταση οργάνων όπως η Eurojust και το ευρωπαϊκό δίκτυο σημείων επαφής σχετικά με πρόσωπα που ευθύνονται για γενοκτονία, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου, ή προβλέπουν ανταλλαγή πληροφοριών που λαμβάνονται από το ποινικό μητρώο, εκπαιδευτικές δραστηριότητες και προγράμματα.


27 – Η συμβατότητα της αποφάσεως-πλαισίου με τις αρχές του άρθρου 6 ΕΕ, όσον αφορά την κατάργηση της προϋποθέσεως του διττού αξιοποίνου για τις 32 αξιόποινες πράξεις του άρθρου 2 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο, στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής με αντικείμενο την εκτίμηση του κύρους των πράξεων των κοινοτικών οργάνων, με την απόφαση της 3ης Μαΐου 2007, C‑303/05, Advocaten voor de Wereld (Συλλογή 2007, σ. I‑3633).


28 – Βλ., ως παράδειγμα αυτής της πάγιας νομολογίας, προπαρατεθείσα απόφαση Advocaten voor de Wereld (σκέψη 45).


29 – Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1191.


30 – Βλ., συναφώς, απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2000, C‑285/98, Kreil (Συλλογή 2000, σ. I‑69, σκέψη 32), σχετικά με την αντίθεση του άρθρου 12a του Θεμελιώδους Νόμου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, το οποίο ορίζει τα της προσβάσεως των γυναικών στις ένοπλες δυνάμεις, προς την οδηγία 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ.εκδ. 05/002, σ. 70).


31 – Συλλογή 2005, σ. I‑5285.


32 – Σκέψη 43.


33 – Προπαρατεθείσα απόφαση Pupino (σκέψη 47).


34 – Συλλογή 2004, σ. I‑8835.


35 – Στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης, ο τόπος κατοικίας του εργαζομένου, που αποτελεί το κριτήριο προσδιορισμού της εφαρμοστέας νομοθεσίας όσον αφορά τα επιδόματα ανεργίας, καθορίζεται βάσει το πού βρίσκεται το σύνηθες κέντρο των συμφερόντων. Συναφώς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η οικογενειακή κατάσταση του εργαζομένου, καθώς και οι λόγοι που υπαγόρευσαν τη μετακίνησή του και η φύση της εργασίας (απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2004, C‑372/02, Adanez‑Vega, Συλλογή , σ. I‑10761, σκέψη 37). Όσον αφορά τις φορολογικές ατέλειες που εφαρμόζονται στο εσωτερικό της Κοινότητας στις προσωρινές εισαγωγές ορισμένων μεταφορικών μέσων, συνήθης κατοικία πρέπει να θεωρείται ο τόπος τον οποίο ο ενδιαφερόμενος έχει καταστήσει μόνιμο κέντρο των συμφερόντων του και ο τόπος αυτός πρέπει να προσδιορίζεται βάσει όλων των κριτηρίων της οικείας διατάξεως της κοινοτικής νομοθεσίας και βάσει όλων των σχετικών πραγματικών στοιχείων (απόφαση της 26ης Απριλίου 2007, C‑392/05, Αλεβίζος, Συλλογή 2007, σ. I‑3505, σκέψεις 54 και 55). Στον Κανονισμό Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η προ της αναλήψεως των καθηκόντων του συνήθης κατοικία του υπαλλήλου, η οποία αποτελεί το αποφασιστικό κριτήριο χορηγήσεως του επιδόματος αποδημίας, είναι ο τόπος που καθόρισε ο ενδιαφερόμενος, με τη βούληση να του προσδώσει διαρκή χαρακτήρα, ως μόνιμο ή σύνηθες κέντρο των συμφερόντων του (απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 1994, C‑452/93 P, Magdalena Fernández κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑4295, σκέψη 22).


36 – Σύμφωνα με το ψήφισμα αυτό, η έννοια της κατοικίας έχει νομικό χαρακτήρα. Συνεπάγεται την ύπαρξη νομικού δεσμού μεταξύ προσώπου και χώρας, ο οποίος είναι απόρροια της βούλησης του εν λόγω προσώπου να εγκαταστήσει στον συγκεκριμένο τόπο το κέντρο των προσωπικών, κοινωνικών και οικονομικών συμφερόντων του. Η έννοια της κατοικίας καθορίζεται αποκλειστικά βάσει πραγματικών στοιχείων. Δεν εξαρτάται από τη χορήγηση σχετικής διοικητικής άδειας. Απορρέει από το γεγονός ότι ένα πρόσωπο κατοικεί σε μια χώρα επί ορισμένο διάστημα, όχι οπωσδήποτε συνεχές. Για να διαπιστωθεί αν η κατοικία έχει συνήθη χαρακτήρα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια και το αδιάλειπτο της παρουσίας του ενδιαφερομένου στον συγκεκριμένο τόπο, καθώς και άλλα προσωπικά ή επαγγελματικά στοιχεία που εμφαίνουν την ύπαρξη διαρκών δεσμών μεταξύ του προσώπου και του τόπου κατοικίας.


37 – Συστάσεις υπ’ αριθ. R (87) 3 (σημεία 24, 103 και 107), καθώς και Rec(2006)2 (σημεία 63, 68-1 και 86).


38 – Οδηγία 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003 (ΕΕ L 251, σ. 12).


39 – Οδηγία 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003 (ΕΕ 2004, L 16, σ. 44).


40 – Οδηγία της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77).


41 – Θεωρώ ότι η απάντηση αυτή μπορεί να ισχύσει και στην εκκρεμή ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεση Wolzenburg (C‑123/08). Ο D. Wolzenburg είναι Γερμανός υπήκοος που ζει στις Κάτω Χώρες από τον Ιούνιο του 2005. Διαθέτει κατοικία στο κράτος μέλος αυτό, όπου διαμένει με τη σύζυγό του, η οποία είναι έγκυος. Εργαζόταν έως το 2007. Η Staatsanwaltschaft Aachen (Γερμανία) εξέδωσε σε βάρος του ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Το Ολλανδικό αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι, κατά την ολλανδική νομοθεσία, ο λόγος μη εκτελέσεως του άρθρου 4, σκέψη 6, της αποφάσεως-πλαισίου δεν μπορεί να προβληθεί ως προς τον D. Wolzenburg, διότι ο νόμος με τον οποίον η διάταξη αυτή μεταφέρθηκε στην ολλανδική νομοθεσία προβλέπει ότι ο λόγος αυτός αφορά μόνον τα πρόσωπα που διαθέτουν άδεια διαμονής αορίστου χρόνου. Θεωρώ τον περιορισμό αυτόν αντίθετο στην απόφαση-πλαίσιο. Εν προκειμένω, η αναγνώριση της ιδιότητας του «κατοίκου», κατά την έννοια του άρθρου 4, σκέψη 6, της αποφάσεως-πλαισίου, δεν μπορεί να εξαρτάται από την κατοχή άδειας διαμονής μεγάλης διάρκειας, δεδομένου ότι ο ενδιαφερόμενος, ο οποίος είναι πολίτης της Ένωσης, αντλεί δικαίωμα διαμονής στις Κάτω Χώρες απευθείας από το κοινοτικό δίκαιο.