Language of document : ECLI:EU:C:2023:606

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 24ης Ιουλίου 2023 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Σύμβαση ΠΟΣ – Άρθρο 2, παράγραφος 1 – Υποχρέωση καταπολέμησης της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης με αποτρεπτικά και αποτελεσματικά μέτρα – Υποχρέωση θέσπισης ποινικών κυρώσεων – Φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Σοβαρή απάτη στον τομέα του ΦΠΑ – Προθεσμία παραγραφής του αξιοποίνου – Απόφαση Συνταγματικού Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε ανίσχυρη εθνική διάταξη που διέπει τους λόγους διακοπής της προθεσμίας αυτής – Συστημικός κίνδυνος ατιμωρησίας – Προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων – Άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχή “ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο” – Απαιτήσεις προβλεψιμότητας και σαφήνειας του ποινικού νόμου – Aρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior) – Αρχή της ασφάλειας δικαίου – Εθνικό πρότυπο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων – Υποχρέωση των δικαστηρίων κράτους μέλους να αφήνουν ανεφάρμοστες αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου ή/και του ανώτατου δικαστηρίου του εν λόγω κράτους μέλους σε περίπτωση μη συμβατότητας με το δίκαιο της Ένωσης – Πειθαρχική ευθύνη των δικαστών σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις αποφάσεις αυτές – Αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης»

Στην υπόθεση C‑107/23 PPU [Lin] (i),

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Curtea de Apel Brașov (εφετείο Braşov, Ρουμανία) με απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την ίδια ημέρα, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας κατά των

C.I.,

C.O.,

K.A.,

L.N.,

S.P.,

παρισταμένου του:

Statul român,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, A. Prechal, Κ. Λυκούργο (εισηγητή), E. Regan, P. G. Xuereb, L. S. Rossi και Δ. Γρατσία, προέδρους τμήματος, J.‑C. Bonichot, S. Rodin, F. Biltgen, N. Piçarra, N. Jääskinen, J. Passer και O. Spineanu-Matei, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: R. Şereş, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Μαΐου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο C.I., εκπροσωπούμενος από τον C.‑I. Gliga, avocat,

–        ο C.O., εκπροσωπούμενος από τον M. Gornoviceanu, avocată,

–        ο L.N., εκπροσωπούμενος από τον C.‑I. Gliga, avocat,

–        ο S.P., εκπροσωπούμενος από τον H. Crişan, avocat,

–        η Ρουμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις L. E. Baţagoi, M. Chicu, E. Gane και O.‑C. Ichim,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον J. Baquero Cruz, τη F. Blanc, τους I. V. Rogalski, F. Ronkes Agerbeek και P. J. O. Van Nuffel,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 29ης Ιουνίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, του άρθρου 4, παράγραφος 3, και του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, του άρθρου 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, του άρθρου 49, παράγραφος 1, τελευταία περίοδος, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), του άρθρου 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης η οποία καταρτίστηκε βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υπογραφείσας στις Βρυξέλλες στις 26 Ιουλίου 1995 και επισυναφθείσας ως παράρτημα στην πράξη του Συμβουλίου της 26ης Ιουλίου 1995 (ΕΕ 1995, C 316, σ. 48, στο εξής: Σύμβαση ΠΟΣ), των άρθρων 2 και 12 της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1371 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2017, σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (ΕΕ 2017, L 198, σ. 29, στο εξής: οδηγία ΠΟΣ), της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1), της απόφασης 2006/928/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση μηχανισμού για τη συνεργασία και τον έλεγχο της προόδου στη Ρουμανία όσον αφορά την επίτευξη των ειδικών στόχων αναφοράς στους τομείς της δικαστικής μεταρρύθμισης και της καταπολέμησης της διαφθοράς (ΕΕ 2006, L 354, σ. 56), καθώς και της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο έκτακτων ένδικων μέσων που άσκησαν οι C.I., C.O., K.A., L.N. και S.P. (στο εξής, από κοινού: αιτούντες της κύριας δίκης) ζητώντας την εξαφάνιση της αμετάκλητης αποφάσεως με την οποία καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης για την τέλεση πράξεων που χαρακτηρίστηκαν ως φοροδιαφυγή και σύσταση εγκληματικής οργάνωσης.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η Σύμβαση ΠΟΣ

3        Το άρθρο 1 της Σύμβασης ΠΟΣ, με τίτλο «Γενικότητες», προβλέπει τα εξής:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας σύμβασης, απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων συνιστά:

[…]

β)      όσον αφορά τα έσοδα, κάθε εκ προθέσεως πράξη ή παράλειψη σχετικά με:

–        τη χρήση ή την υποβολή πλαστών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων, με αποτέλεσμα την παράνομη μείωση των πόρων του γενικού προϋπολογισμού των Κοινοτήτων ή των προϋπολογισμών των οποίων η διαχείριση ασκείται από τις Κοινότητες ή για λογαριασμό τους,

[…]

2.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 2 παράγραφος 2, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία και κατάλληλα μέτρα για τη μεταφορά των διατάξεων της παραγράφου 1 στο εσωτερικό ποινικό του δίκαιο κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι αναφερόμενες σ’ αυτές συμπεριφορές να χαρακτηρίζονται εγκλήματα.

3.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 2 παράγραφος 2, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει ωσαύτως τα αναγκαία μέτρα ώστε η εκ προθέσεως κατάρτιση ή χορήγηση πλαστών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων με τα αποτελέσματα που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 να τιμωρούνται ως ποινικό αδίκημα, εάν δεν τιμωρούνται ήδη είτε ως κύριο έγκλημα, είτε ως συνέργεια, είτε ως ηθική αυτουργία, είτε ως απόπειρα απάτης, όπως ορίζονται στην παράγραφο 1.

[…]»

4        Το άρθρο 2 της Σύμβασης αυτής, με τίτλο «Κυρώσεις», ορίζει τα εξής:

«1.      Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε οι αναφερόμενες στο άρθρο 1 συμπεριφορές, καθώς και η συνέργεια, η ηθική αυτουργία και η απόπειρα που συνδέονται με αυτές να επισύρουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις, που να περιλαμβάνουν, τουλάχιστον στις περιπτώσεις βαρείας απάτης, στερητικές της ελευθερίας ποινές για τις οποίες χωρεί ενδεχομένως έκδοση. Ως βαρεία θεωρείται κάθε απάτη που αφορά ένα συγκεκριμένο ελάχιστο ποσό, οριζόμενο από τα κράτη μέλη και μη δυνάμενο να υπερβεί τα 50 000 [ευρώ].

2.      Σε περίπτωση απάτης ευτελούς αξίας, η οποία αφορά συνολικό ποσό κατώτερο των 4 000 [ευρώ] και δεν παρουσιάζει ιδιαιτέρως επιβαρυντικές περιστάσεις κατά τη νομοθεσία τους, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν κυρώσεις διαφορετικές από εκείνες που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

[…]»

 Η οδηγία ΠΟΣ

5        Το άρθρο 16 της οδηγίας ΠΟΣ, με τίτλο «Αντικατάσταση της [Σύμβασης ΠΟΣ]», διευκρινίζει τα εξής:

«Η [Σύμβαση ΠΟΣ], συμπεριλαμβανομένων των σχετικών πρωτοκόλλων της 27ης Σεπτεμβρίου 1996, της 29ης Νοεμβρίου 1996 και της 19ης Ιουνίου 1997, αντικαθίσταται από την παρούσα οδηγία για τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από αυτή, με ισχύ από τις 6 Ιουλίου 2019.

Για τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την παρούσα οδηγία, οι παραπομπές στη σύμβαση θεωρούνται παραπομπές στην παρούσα οδηγία.»

 Το ρουμανικό δίκαιο

 Το ρουμανικό Σύνταγμα

6        Η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior) κατοχυρώνεται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του Constituția României (ρουμανικού Συντάγματος) κατά το οποίο: «[ο] νόμος ισχύει μόνο για το μέλλον, εξαιρουμένων των επιεικέστερων ποινικών ή περί παραβάσεων νόμων».

7        Το άρθρο 147, παράγραφοι 1 και 4, του ρουμανικού Συντάγματος ορίζει τα εξής:

«1.      Οι ισχύουσες διατάξεις νόμων και διαταγμάτων, καθώς και οι διατάξεις των κανονισμών, οι οποίες έχουν κριθεί αντισυνταγματικές παύουν να παράγουν έννομα αποτελέσματα σαράντα πέντε ημέρες μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως του Curtea Constituțională [(Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ρουμανία)] αν, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, το Κοινοβούλιο ή η Κυβέρνηση, κατά περίπτωση, δεν ευθυγραμμίσει τις αντισυνταγματικές διατάξεις με τις διατάξεις του Συντάγματος. Καθ’ όλη την περίοδο αυτή, η ισχύς των διατάξεων που κρίθηκαν αντισυνταγματικές αναστέλλεται αυτοδικαίως.

[…]

4.      Οι αποφάσεις του Curtea Constituțională [(Συνταγματικού Δικαστηρίου)] δημοσιεύονται στη Monitorul Oficial al României [(Επίσημη Εφημερίδα της Ρουμανίας)]. Από την ημερομηνία δημοσιεύσεως, οι αποφάσεις αυτές αποκτούν γενική δεσμευτική ισχύ και παράγουν έννομα αποτελέσματα μόνο για το μέλλον.»

 Η ρουμανική ποινική νομοθεσία

8        Το αδίκημα της φοροδιαφυγής ορίζεται ως ακολούθως στο άρθρο 9 του Legea nr. 241/2005, pentru prevenirea și combaterea evaziunii fiscale (νόμου 241/2005, για την πρόληψη και καταπολέμηση της φοροδιαφυγής), της 15ης Ιουλίου 2005 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 672 της 27ης Ιουλίου 2005), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης:

«1.      Συνιστούν το αδίκημα της φοροδιαφυγής και τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης από δύο έως οκτώ έτη και στέρηση δικαιωμάτων ή με χρηματική ποινή οι ακόλουθες πράξεις που διαπράττονται με σκοπό την αποφυγή των φορολογικών υποχρεώσεων:

[…]

c)      η καταχώριση, στους λογαριασμούς ή σε άλλα νομικά έγγραφα, δαπανών που δεν αντιστοιχούν σε πραγματικές συναλλαγές ή η καταχώριση άλλων εικονικών συναλλαγών·

[…]

2.      Αν οι πράξεις της παραγράφου 1 προκαλούν ζημία μεγαλύτερη των 100 000 ευρώ, ή του ισόποσου σε εθνικό νόμισμα, η ελάχιστη και η μέγιστη ποινή προσαυξάνονται κατά πέντε έτη.

3.      Αν οι πράξεις της παραγράφου 1 προκαλούν ζημία μεγαλύτερη των 500 000 ευρώ, ή του ισόποσου σε εθνικό νόμισμα, η ελάχιστη και η μέγιστη ποινή προσαυξάνονται κατά επτά έτη.»

9        Την 1η Φεβρουαρίου 2014 τέθηκε σε ισχύ ο Legea nr. 286/2009, privind Codul penal (νόμος 286/2009, περί ποινικού κώδικα), της 17ης Ιουλίου 2009 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 510 της 24ης Ιουλίου 2009, στο εξής: ποινικός κώδικας).

10      Δυνάμει του άρθρου 154, παράγραφος 1, στοιχείο b, του ποινικού κώδικα, η γενική προθεσμία παραγραφής των ποινικών αδικημάτων για τα οποία κατηγορούνται οι αιτούντες της κύριας δίκης είναι δεκαετής.

11      Πριν από την έναρξη ισχύος του ποινικού κώδικα, η διάταξη που ρύθμιζε τη διακοπή των προθεσμιών παραγραφής επί ποινικών υποθέσεων προέβλεπε τα εξής:

«Η προβλεπόμενη στο άρθρο 122 προθεσμία παραγραφής διακόπτεται με τη διενέργεια οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξης η οποία πρέπει, κατά νόμον, να κοινοποιείται στον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας.»

12      Στην αρχική του μορφή, το άρθρο 155, παράγραφος 1, του ποινικού κώδικα όριζε τα εξής:

«Η προθεσμία παραγραφής του αξιοποίνου διακόπτεται με τη διενέργεια οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξης στην υπόθεση.»

13      Το εν λόγω άρθρο 155, παράγραφος 1, τροποποιήθηκε ως ακολούθως από την Ordonanța de urgență a Guvernului nr. 71/2022, pentru modificarea articolului 155 alineatul (1) din Legea nr. 286/2009 privind Codul penal (πράξη νομοθετικού περιεχομένου 71/2022, περί τροποποιήσεως του άρθρου 155, παράγραφος 1, του νόμου 286/2009 περί ποινικού κώδικα), της 30ής Μαΐου 2022 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 531 της 30ής Μαΐου 2022, στο εξής: OUG 71/2022):

«Η προθεσμία παραγραφής της ποινικής ευθύνης διακόπτεται με τη διενέργεια στην υπόθεση οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξης η οποία πρέπει, κατά νόμον, να κοινοποιείται στον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο.»

14      Το περιεχόμενο της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior), η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του ρουμανικού Συντάγματος, διευκρινίζεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, του ποινικού κώδικα, κατά το οποίο:

«Αν από την τέλεση του αδικήματος έως την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις ποινικών νόμων, εφαρμόζεται η επιεικέστερη διάταξη.»

15      Το άρθρο 426 του Legea nr. 135/2010, privind Codul de procedură penală (νόμου 135/2010, περί κώδικα ποινικής δικονομίας), της 1ης Ιουλίου 2010 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 486 της 15ης Ιουλίου 2010), ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, με τίτλο «Άσκηση του έκτακτου ένδικου μέσου της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας», προβλέπει στο στοιχείο b τα εξής:

«Το έκτακτο ένδικο μέσο της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας μπορεί να ασκηθεί κατά αμετάκλητων ποινικών αποφάσεων στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[…]

b)      οσάκις ο κατηγορούμενος έχει καταδικαστεί, ενώ υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη λόγου παύσης της ποινικής δίωξης.

[…]»

 Η νομοθεσία σχετικά με το πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών

16      Το άρθρο 99 του Legea nr. 303/2004 privind statutul judecătorilor şi procurorilor (νόμου 303/2004 περί του καθεστώτος των δικαστών και των εισαγγελέων), της 28ης Ιουνίου 2004 (αναδημοσιευθέντος στη Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 826 της 13ης Σεπτεμβρίου 2005), όριζε τα εξής:

«Συνιστούν πειθαρχικά παραπτώματα:

[…]

ș)      η μη συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του Curtea Constituțională [(Συνταγματικού Δικαστηρίου)] ή προς τις αποφάσεις του Înalta Curte de Casație și Justiție [(Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου)] επί αναιρέσεων υπέρ του νόμου·

[…]».

17      Το άρθρο 271 του Legea nr. 303/2022, privind statutul judecătorilor și procurorilor (νόμου 303/2022, περί του καθεστώτος των δικαστών και των εισαγγελέων), της 15ης Νοεμβρίου 2022 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 1102 της 16ης Νοεμβρίου 2022), προβλέπει τα εξής:

«Συνιστούν πειθαρχικά παραπτώματα:

[…]

s)      η άσκηση των καθηκόντων κακόπιστα ή με βαριά αμέλεια.»

18      Το άρθρο 272, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου αυτού διευκρινίζει τα εξής:

«1.      Κακόπιστα ενεργεί ο δικαστής ή ο εισαγγελέας όταν σκοπίμως παραβαίνει κανόνες ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, με την πρόθεση ή αποδεχόμενος το ενδεχόμενο να προκαλέσει βλάβη σε άλλον.

2.      Βαριά αμέλεια επιδεικνύει ο δικαστής ή ο εισαγγελέας ο οποίος, με υπαιτιότητά του, παραβαίνει κατά τρόπο σοβαρό, αδιαμφισβήτητο και ασύγγνωστο κανόνες του ουσιαστικού ή του δικονομικού δικαίου.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

19      Κατά τη διάρκεια του 2010, οι αιτούντες της κύριας δίκης παρέλειψαν, εν όλω ή εν μέρει, να καταχωρίσουν στα λογιστικά βιβλία τους εμπορικές πράξεις που πραγματοποίησαν, καθώς και έσοδα από την πώληση, σε ημεδαπούς αποδέκτες, ποσοτήτων πετρελαίου εσωτερικής καύσης που είχαν αποκτήσει υπό καθεστώς αναστολής της καταβολής των ειδικών φόρων κατανάλωσης, προκαλώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ζημία στο Δημόσιο, ιδίως όσον αφορά τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) και τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης για το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης.

20      Με την ποινική απόφαση αριθ. 285/AP της 30ής Ιουνίου 2020, το Curtea de Apel Brașov (εφετείο Brașov, Ρουμανία), ήτοι το αιτούν δικαστήριο, καταδίκασε τους αιτούντες της κύριας δίκης ή επικύρωσε την καταδίκη τους, από το Tribunalul Brașov (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Braşov, Ρουμανία) με την ποινική απόφασή του αριθ. 38/S της 13ης Μαρτίου 2018, σε ποινές φυλάκισης για την τέλεση του αδικήματος της φοροδιαφυγής, που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχεία b και c, και στο άρθρο 9, παράγραφος 3, του νόμου 241/2005, για την πρόληψη και καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, καθώς και του αδικήματος της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης, που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 7 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 2, στοιχείο b, σημείο 16, του Legea nr. 39/2003, privind prevenirea și combaterea criminalității organizate (νόμου 39/2003, για την πρόληψη και την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος), της 21ης Ιανουαρίου 2003 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 50 της 29ης Ιανουαρίου 2003), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5 του ποινικού κώδικα.

21      Δύο εκ των αιτούντων της κύριας δίκης, οι K.A. και S.P., εξέτιαν ποινές φυλάκισης κατά την υποβολή της υπό κρίση αίτησης προδικαστικής αποφάσεως, σε εκτέλεση της αποφάσεως αριθ. 285/AP της 30ής Ιουνίου 2020 του Curtea de Apel Brașov (εφετείου Brașov).

22      Οι αιτούντες της κύριας δίκης καταδικάστηκαν επίσης σε καταβολή αποζημίωσης για φορολογική ζημία, συμπεριλαμβανομένων των οφειλόμενων ως ΦΠΑ ποσών, συνολικού ύψους 13 964 482 ρουμανικών λέι (RON) (περίπου 3 240 000 ευρώ).

23      Στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται σε εθνική νομολογία σχετική με την αρχική διατύπωση του άρθρου 155, παράγραφος 1, του ποινικού κώδικα, η οποία ενδέχεται να επηρεάζει καθοριστικά την κατάσταση των αιτούντων της κύριας δίκης.

24      Ειδικότερα, το δικαστήριο αυτό αναφέρει, πρώτον, ότι το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο), με την απόφασή του αριθ. 297 της 26ης Απριλίου 2018, δημοσιευθείσα στις 25 Ιουνίου 2018 [στο εξής: απόφαση αριθ. 297/2018 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου)], έκανε δεκτή ένσταση περί αντισυνταγματικότητας της εν λόγω διάταξης, καθόσον αυτή προέβλεπε ότι η προθεσμία παραγραφής της ποινικής ευθύνης διακόπτεται με τη διενέργεια «οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξης».

25      Το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) επισήμανε ιδίως ότι η εν λόγω διάταξη στερείτο προβλεψιμότητας και ότι παραβίαζε την αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο», καθόσον η φράση «οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξης» περιλάμβανε και πράξεις που δεν κοινοποιούνταν στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο, μην παρέχοντας, επομένως, στο εν λόγω πρόσωπο τη δυνατότητα να γνωρίζει ότι είχε αρχίσει νέα προθεσμία παραγραφής της ποινικής του ευθύνης.

26      Διαπίστωσε επίσης ότι η προϊσχύσασα νομική διάταξη πληρούσε τις απαιτήσεις προβλεψιμότητας που επιβάλλουν οι σχετικές συνταγματικές διατάξεις, δεδομένου ότι προέβλεπε τη διακοπή της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου μόνο με τη διενέργεια πράξης η οποία, κατά νόμον, έπρεπε να κοινοποιηθεί στον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο.

27      Δεύτερον, από τις διευκρινίσεις του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι, επί πολλά έτη, ο εθνικός νομοθέτης δεν παρενέβη κατόπιν της αποφάσεως αριθ. 297/2018 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), για να αντικαταστήσει την κριθείσα αντισυνταγματική διάταξη του άρθρου 155, παράγραφος 1, του ποινικού κώδικα.

28      Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο), με την απόφασή του αριθ. 358 της 26ης Μαΐου 2022, δημοσιευθείσα στις 9 Ιουνίου 2022 [στο εξής: απόφαση αριθ. 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου)], έκανε δεκτή νέα ένσταση αντισυνταγματικότητας του άρθρου 155, παράγραφος 1, του ποινικού κώδικα. Με την απόφαση αυτή, το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) διασαφήνισε ότι η απόφασή του αριθ. 297/2018 ενείχε νομικό χαρακτήρα «απλής» αποφάσεως περί κηρύξεως αντισυνταγματικότητας. Επισημαίνοντας τη μη παρέμβαση του νομοθέτη κατόπιν της εν λόγω αποφάσεως αριθ. 297/2018, καθώς και το γεγονός ότι το συνδυασμένο αποτέλεσμα της τελευταίας αυτής αποφάσεως και της αδράνειας είχε διαμορφώσει μια νέα κατάσταση στην οποία εξέλιπε η σαφήνεια και η προβλεψιμότητα όσον αφορά τους κανόνες που έχουν εφαρμογή στη διακοπή της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου, η οποία κατάσταση είχε οδηγήσει σε μη ομοιόμορφη δικαστική πρακτική, το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) διευκρίνισε ότι, μεταξύ της δημοσίευσης της εν λόγω αποφάσεως αριθ. 297/2018 και της έναρξης ισχύος κανονιστικής πράξης καθορίζουσας τον εφαρμοστέο κανόνα, «το [ρουμανικό] θετικό δίκαιο δεν [προέβλεπε] κανέναν λόγο διακοπής της παραγραφής του αξιοποίνου».

29      Εξάλλου, το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) επισήμανε ότι η απόφασή του αριθ. 297/2018 δεν είχε ως σκοπό την κατάργηση των προθεσμιών παραγραφής του αξιοποίνου ή του θεσμού της διακοπής των προθεσμιών αυτών, αλλά την εναρμόνιση του άρθρου 155, παράγραφος 1, του ποινικού κώδικα με τους συνταγματικές επιταγές.

30      Τέταρτον, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι στις 30 Μαΐου 2022, ήτοι μετά την έκδοση της αποφάσεως αριθ. 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), αλλά πριν από τη δημοσίευσή της, η Ρουμανική Κυβέρνηση, ενεργώντας ως κατ’ εξουσιοδότηση νομοθέτης, εξέδωσε την OUG 71/2022, η οποία τέθηκε σε ισχύ την ίδια ημέρα και με την οποία τροποποιήθηκε το άρθρο 155, παράγραφος 1, του ποινικού κώδικα κατά το ότι η προθεσμία παραγραφής του αξιοποίνου διακόπτεται με τη διενέργεια οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξης χρήζουσας κοινοποίησης στον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο.

31      Πέμπτον, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι, με την απόφασή του αριθ. 67/2022 της 25ης Οκτωβρίου 2022, δημοσιευθείσα στις 28 Νοεμβρίου 2022, το Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) διευκρίνισε ότι, στο ρουμανικό δίκαιο, οι κανόνες περί διακοπής της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου εμπίπτουν στο πεδίο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου και ότι, συνεπώς, υπόκεινται στην αρχή της μη αναδρομικής εφαρμογής του ποινικού νόμου, με την επιφύλαξη της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior), όπως αυτή κατοχυρώνεται, ιδίως, στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του ρουμανικού Συντάγματος.

32      Κατά συνέπεια, το Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) έκρινε ότι κατά αμετάκλητης καταδικαστικής αποφάσεως μπορεί, καταρχήν, να ασκηθεί έκτακτο ένδικο μέσο αίτησης επανάληψης της διαδικασίας στηριζόμενο στα αποτελέσματα των αποφάσεων αριθ. 297/2018 και 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) ως επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior). Τέτοια δυνατότητα, ωστόσο, δεν υφίσταται όταν το εφετείο έχει ήδη εξετάσει το ζήτημα της παραγραφής του αξιοποίνου κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση.

33      Οι αιτούντες της κύριας δίκης άσκησαν ενώπιον του Curtea de Apel Brașov (εφετείο Brașov) έκτακτα ένδικα μέσα αίτησης επανάληψης της διαδικασίας κατά της αποφάσεως αριθ. 285/AP της 30ής Ιουνίου 2020 του δικαστηρίου αυτού. Ζητούν, βάσει του άρθρου 426, στοιχείο b, του νόμου 135/2010, περί κώδικα ποινικής δικονομίας, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, την εξαφάνιση της ποινικής αποφάσεως, καθόσον είχαν καταδικαστεί καίτοι υπήρχαν αποδείξεις περί συνδρομής λόγου παύσης της ποινικής δίωξης, ήτοι παρέλευσης της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου.

34      Προς στήριξη των αιτήσεών τους, οι αιτούντες αυτοί επικαλούνται, βάσει της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior), την παραγραφή του αξιοποίνου συνεπεία των αποφάσεων αριθ. 297/2018 και 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου).

35      Οι εν λόγω αιτούντες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι, κατά το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία δημοσίευσης της αποφάσεως αριθ. 297/2018 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), ήτοι την 25η Ιουνίου 2018, έως την ημερομηνία δημοσίευσης της αποφάσεως αριθ. 358/2022, ήτοι την 9η Ιουνίου 2022, το ρουμανικό δίκαιο δεν προέβλεπε κανέναν λόγο διακοπής της παραγραφής του αξιοποίνου.

36      Ωστόσο, το γεγονός ότι, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των ημερομηνιών αυτών, το θετικό δίκαιο δεν προέβλεπε κανέναν λόγο διακοπής της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου συνιστά αφ’ εαυτού επιεικέστερο ποινικό νόμο, ο οποίος θα έπρεπε να εφαρμοστεί υπέρ των αιτούντων σύμφωνα με την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior), η οποία κατοχυρώνεται από το ρουμανικό Σύνταγμα.

37      Αν γίνει δεκτή μια τέτοια ερμηνεία, το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας τέλεσης των αξιόποινων πράξεων, η δεκαετής προθεσμία παραγραφής, που προβλέπεται στο άρθρο 154, παράγραφος 1, στοιχείο b, του ποινικού κώδικα, θα είχε, εν προκειμένω, παρέλθει πριν καταστεί αμετάκλητη η απόφαση με την οποία καταδικάστηκαν οι αιτούντες της κύριας δίκης, περίσταση η οποία θα συνεπαγόταν την περάτωση της ποινικής διαδικασίας και την αδυναμία καταδίκης των αιτούντων.

38      Το δικαστήριο αυτό μνημονεύει πολλούς λόγους δυνάμενους να αποκλείσουν την εφαρμογή της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior), όπως κατοχυρώνεται από το ρουμανικό Σύνταγμα, σε περίπτωση όπως η επίμαχη της κύριας δίκης.

39      Το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ιδίως ότι η έννομη κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την απουσία λόγων διακοπής της προθεσμίας παραγραφής σε ποινικές υποθέσεις, την οποία επικαλούνται οι αιτούντες της κύριας δίκης, προκύπτει όχι από πράξη που αποτυπώνει τη βούληση του νομοθέτη, αλλά από απόφαση του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) με την οποία κρίθηκε αντισυνταγματική η αρχική μορφή του άρθρου 155, παράγραφος 1, του ποινικού κώδικα. Η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior), όμως, έχει εφαρμογή μόνο σε περίπτωση χρονικής διαδοχής νόμων που θεσπίζονται από τον νομοθέτη.

40      Στο πλαίσιο αυτό το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης η προβαλλόμενη από τους αιτούντες της κύριας δίκης ερμηνεία, καθόσον θα είχε ως αποτέλεσμα την απαλλαγή τους από την ποινική τους ευθύνη για τα αδικήματα της φοροδιαφυγής που ενδέχεται να επηρεάζουν τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να θίγουν την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της. Μια τέτοια ερμηνεία, εφαρμοζόμενη ενδεχομένως σε σημαντικό αριθμό ποινικών υποθέσεων, μπορεί να συνιστά παράβαση, ιδίως, του άρθρου 2 και του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, του άρθρου 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, του άρθρου 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης ΠΟΣ, των άρθρων 1, 3 και 4 της αποφάσεως 2006/928, του άρθρου 2 και του άρθρου 12, παράγραφος 1, της οδηγίας ΠΟΣ, καθώς και της οδηγίας 2006/112.

41      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, υπό την επιφύλαξη των περιορισμένων στοιχείων που έχει στη διάθεσή του, τα αποτελέσματα των αποφάσεων αριθ. 297/2018 και 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) επί της παραγραφής του αξιοποίνου ενδέχεται να αφορούν σημαντικό αριθμό υποθέσεων. Τα εθνικά δικαστήρια αποφαίνονται υπέρ της παραγραφής του αξιοποίνου, ακόμη και στο πλαίσιο έκτακτων ένδικων μέσων αίτησης επανάληψης της διαδικασίας όπως οι αιτήσεις της κύριας δίκης. Περαιτέρω, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέφρασε, στην έκθεσή της της 22ας Νοεμβρίου 2022 προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την πρόοδο στη Ρουμανία στο πλαίσιο του μηχανισμού συνεργασίας και ελέγχου [COM(2022) 664 final], τις ανησυχίες της σχετικά με τις επιπτώσεις της νομολογίας αυτής σε σημαντικές ποινικές υποθέσεις σε εξέλιξη.

42      Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι μπορεί να χρειαστεί, αν κριθεί ότι δεν είναι δυνατή μια ερμηνεία σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης λαμβανομένων υπόψη των προβαλλόμενων ενώπιόν του λόγων, να αφήσει ανεφάρμοστες τις νομολογιακές λύσεις που έκανε δεκτές το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) ή/και το Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφαινόμενο επί αναιρέσεων υπέρ του νόμου.

43      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το νέο πειθαρχικό καθεστώς, που προβλέπεται στα άρθρα 271 και 272 του νόμου 303/2022 περί του καθεστώτος των δικαστών και των εισαγγελέων, καθιστά δυνατή την επιβολή κυρώσεων σε δικαστές, οι οποίοι, εν γνώσει τους και, ως εκ τούτου «κακόπιστα», ή λόγω βαριάς αμέλειας, κατά την έννοια των άρθρων αυτών, δεν συμμορφώνονται με τις αποφάσεις του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) ή του Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου), αποφαινομένου επί αναιρέσεων υπέρ του νόμου.

44      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Curtea de Apel Brașov (εφετείο Brașov) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν το άρθρο 2 ΣΕΕ, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το άρθρο 2, παράγραφος 1, της [Σύμβασης ΠΟΣ], τα άρθρα 2 και 12 της [οδηγίας ΠΟΣ], καθώς και με την οδηγία [2006/112], υπό το πρίσμα της αρχής των αποτελεσματικών και αποτρεπτικών κυρώσεων σε περίπτωση σοβαρής απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατ’ εφαρμογήν της απόφασης [2006/928], και με γνώμονα το άρθρο 49, παράγραφος 1, τελευταία περίοδος, του [Χάρτη], την έννοια ότι αντιτίθενται σε έννομη κατάσταση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στην οποία οι καταδικασθέντες αιτούντες ζητούν, με έκτακτο ένδικο μέσο, την εξαφάνιση αμετάκλητης ποινικής καταδικαστικής αποφάσεως, προβάλλοντας την εφαρμογή της αρχής του επιεικέστερου ποινικού νόμου, η οποία έπρεπε να τύχει εφαρμογής κατά τη διάρκεια της δίκης επί της ουσίας και θα προέβλεπε συντομότερη προθεσμία παραγραφής, η οποία θα παρερχόταν πριν από την εκδίκαση της υποθέσεως, πλην όμως [τούτο] αποκαλύφθηκε μεταγενέστερα, με απόφαση του εθνικού συνταγματικού δικαστηρίου η οποία έκρινε αντισυνταγματική διάταξη νόμου σχετικά με τη διακοπή της παραγραφής του αξιοποίνου (απόφαση [αριθ. 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου)]), με αιτιολογία την αδράνεια του νομοθέτη, ο οποίος δεν παρενέβη για την εναρμόνιση της εν λόγω διάταξης νόμου με άλλη απόφαση του ίδιου συνταγματικού δικαστηρίου, εκδοθείσα τέσσερα έτη πριν από [την εν λόγω απόφαση αριθ. 358/2022] (η απόφαση [αριθ. 297/2018 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου)]) –χρονικό διάστημα κατά το οποίο η νομολογία των τακτικών δικαστηρίων που διαμορφώθηκε κατ’ εφαρμογήν της [αποφάσεως αριθ. 297/2018] είχε ήδη παγιωθεί υπό την έννοια ότι η επίμαχη διάταξη εξακολούθησε να τυγχάνει εφαρμογής υπό τη μορφή με την οποία είχε ερμηνευθεί με την πρώτη απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου– με πρακτική συνέπεια να μειωθεί στο ήμισυ ο χρόνος παραγραφής για όλα τα αδικήματα για τα οποία δεν είχε εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση πριν από την [απόφαση αριθ. 297/2018 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου)] και να παύσει, κατά συνέπεια, η ποινική δίωξη που είχε ασκηθεί κατά των εν λόγω κατηγορουμένων;

2)      Έχουν το άρθρο 2 ΣΕΕ, σχετικά με τις αξίες του κράτους δικαίου και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εντός κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τη δικαιοσύνη, και το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, σχετικά με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών, ερμηνευόμενα κατ’ εφαρμογήν της απόφασης 2006/928 […] όσον αφορά τη δέσμευση να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του ρουμανικού δικαστικού συστήματος, και με γνώμονα το άρθρο 49, παράγραφος 1, τελευταία περίοδος, του [Χάρτη], το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου, την έννοια ότι, όσον αφορά το εθνικό δικαστικό σύστημα στο σύνολό του, αντιτίθενται σε έννομη κατάσταση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στην οποία οι καταδικασθέντες αιτούντες ζητούν, με έκτακτο ένδικο μέσο, την εξαφάνιση αμετάκλητης ποινικής καταδικαστικής αποφάσεως, προβάλλοντας την εφαρμογή της αρχής του επιεικέστερου ποινικού νόμου, η οποία, κατά τους ίδιους, έπρεπε να τύχει εφαρμογής κατά τη διάρκεια της δίκης επί της ουσίας και προέβλεπε συντομότερη προθεσμία παραγραφής, η οποία θα παρερχόταν πριν από την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της υποθέσεως, πλην όμως τούτο αποκαλύφθηκε μεταγενέστερα, με απόφαση του εθνικού συνταγματικού δικαστηρίου το οποίο έκρινε αντισυνταγματική διάταξη νόμου σχετική με τη διακοπή της παραγραφής του αξιοποίνου (η απόφαση [αριθ. 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου)]), με αιτιολογία την αδράνεια του νομοθέτη, ο οποίος δεν παρενέβη για την εναρμόνιση της διάταξης νόμου με άλλη απόφαση του ίδιου συνταγματικού δικαστηρίου, εκδοθείσα τέσσερα έτη πριν από την [εν λόγω απόφαση αριθ. 358/2022] (η απόφαση [αριθ. 297/2018 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου)]) –χρονικό διάστημα κατά το οποίο η νομολογία των τακτικών δικαστηρίων που διαμορφώθηκε κατ’ εφαρμογήν [της αποφάσεως αριθ. 297/2018] είχε ήδη παγιωθεί υπό την έννοια ότι η επίμαχη διάταξη εξακολούθησε να εφαρμόζεται υπό τη μορφή με την οποία είχε ερμηνευθεί με την [εν λόγω απόφαση αριθ. 297/2018]– με πρακτική συνέπεια να μειωθεί στο ήμισυ ο χρόνος παραγραφής για όλα τα αδικήματα για τα οποία δεν είχε εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση πριν από την [απόφαση αριθ. 297/2018 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου)] και να παύσει, κατά συνέπεια, η ποινική δίωξη που είχε ασκηθεί κατά των εν λόγω κατηγορουμένων;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης [στα δύο πρώτα ερωτήματα] και μόνον εφόσον δεν μπορεί να δοθεί ερμηνεία σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης, έχει η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση ή πρακτική βάσει της οποίας τα τακτικά εθνικά δικαστήρια δεσμεύονται από τις αποφάσεις του εθνικού συνταγματικού δικαστηρίου και από τις δεσμευτικής ισχύος αποφάσεις του ανωτάτου εθνικού δικαστηρίου και δεν δύνανται, εξ αυτού του λόγου και με την επιφύλαξη της διαπράξεως πειθαρχικού παραπτώματος, να απέχουν αυτεπαγγέλτως από την εφαρμογή της νομολογίας που απορρέει από τις αποφάσεις αυτές, ακόμη και αν εκτιμούν, υπό το πρίσμα αποφάσεως του Δικαστηρίου […], ότι η επίμαχη νομολογία αντιβαίνει στο άρθρο 2 ΣΕΕ, στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενα κατ’ εφαρμογήν της απόφασης 2006/928 […], και με γνώμονα το άρθρο 49, [παράγραφος 1], τελευταία περίοδος, του [Χάρτη], όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης;»

45      Με έγγραφο της 24ης Μαρτίου 2023, το οποίο περιήλθε την ίδια ημέρα στο Δικαστήριο, το αιτούν δικαστήριο αναφέρθηκε σε πολλές αποφάσεις, εκδοθείσες από τις 15 Δεκεμβρίου 2022 έως τις 8 Μαρτίου 2023, με τις οποίες το Curtea de Apel București (εφετείο του Βουκουρεστίου, Ρουμανία) και το Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) έκαναν δεκτά έκτακτα ένδικα μέσα αίτησης επανάληψης της διαδικασίας, συνεπεία της παραγραφής της ποινικής ευθύνης των οικείων προσώπων.

46      Εξάλλου, με το έγγραφο αυτό, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι η αίτηση αναιρέσεως αποτελεί το μόνο ένδικο βοήθημα που παρέχει τη δυνατότητα, εφόσον απαιτηθεί, προσβολής αμετάκλητης δικαστικής αποφάσεως λόγω παραβίασης του δικαίου της Ένωσης όπως αυτό θα ερμηνευθεί από το Δικαστήριο με τις απαντήσεις του επί των προδικαστικών ερωτημάτων. Εντούτοις, η προθεσμία 30 ημερών από την κοινοποίηση της αποφάσεως του εφετείου εντός της οποίας πρέπει να ασκηθεί η αίτηση αναιρέσεως κωλύει την άσκηση τέτοιας αίτησης, καθόσον κατά την ημερομηνία στην οποία το Δικαστήριο θα αποφανθεί επί της υπό κρίση αίτησης προδικαστικής αποφάσεως, η προθεσμία αυτή θα έχει παρέλθει στις περισσότερες εκ των οικείων υποθέσεων.

47      Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο να διευκρινίσει ότι, «σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, προς τον σκοπό τήρησης των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, στο πλαίσιο της εθνικής δικονομικής αυτονομίας, καθώς και της διασφάλισης της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των διακρίσεων μεταξύ των αιτούντων της κύριας δίκης και των πολιτών που βρίσκονται σε παρόμοιες καταστάσεις, σε περίπτωση αίτησης αναιρέσεως κατά αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί εν τω μεταξύ σε παρόμοιες υποθέσεις, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να κρίνουν ότι [η εν λόγω προθεσμία] αρχίζει από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου» επί της υπό κρίση αίτησης προδικαστικής αποφάσεως.

 Επί της κίνησης της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας

48      Κάνοντας χρήση της εξουσίας που του παρέχει το άρθρο 107, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου κάλεσε το τέταρτο τμήμα, ορισθέν σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, να εξετάσει κατά πόσον υφίσταται ανάγκη να υπαχθεί η υπό κρίση υπόθεση στην επείγουσα προδικαστική διαδικασία του άρθρου 23α, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

49      Από το άρθρο 107, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι μπορούν να υπαχθούν στην επείγουσα προδικαστική διαδικασία μόνον οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως που θέτουν ένα ή περισσότερα ερωτήματα σχετικά με έναν από τους τομείς του τίτλου V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, ο οποίος αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

50      Εν προκειμένω, τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν, ιδίως, την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης ΠΟΣ, η οποία συνήφθη βάσει του άρθρου Κ.3 ΕΕ. Το εν λόγω άρθρο Κ.3 αποτέλεσε το άρθρο 31 ΕΕ, οι διατάξεις του οποίου επαναλαμβάνονται στα άρθρα 82, 83 και 85 ΣΛΕΕ, τα οποία εμπίπτουν στον τίτλο V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ.

51      Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως εγείρει ζητήματα σχετικά με έναν από τους τομείς που διαλαμβάνονται στον τίτλο V και, ως εκ τούτου μπορεί να υπαχθεί στην επείγουσα διαδικασία.

52      Όσον αφορά το κριτήριο του επείγοντος, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το κριτήριο αυτό πληρούται όταν ο ενδιαφερόμενος στην υπόθεση της κύριας δίκης στερείται της ελευθερίας του κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως και η συνέχιση της κράτησής του εξαρτάται από την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης [απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, MV (Συγχώνευση ποινών), C‑583/22 PPU, EU:C:2023:5, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

53      Συναφώς, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι αιτούντες της κύριας δίκης έχουν καταδικαστεί σε ποινές φυλάκισης και ότι δύο εξ αυτών, οι K.A. και S.P., εκτίουν επί του παρόντος τις ποινές τους.

54      Απαντώντας σε αίτηση παροχής διευκρινίσεων την οποία του απηύθυνε το Δικαστήριο στις 15 Μαρτίου 2023, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε, αφενός, ότι οι δύο αυτοί αιτούντες της κύριας δίκης εκτίουν επί του παρόντος ποινές φυλάκισης σε εκτέλεση της ποινικής αποφάσεώς του αριθ. 285/AP της 30ής Ιουνίου 2020 και, αφετέρου, ότι θα έπρεπε να αποφυλακισθούν αν το ίδιο αποφάσιζε να κάνει δεκτά τα έκτακτα ένδικα μέσα αίτησης επανάληψης της διαδικασίας που άσκησαν ενώπιόν του κατά της εν λόγω καταδικαστικής αποφάσεως.

55      Επιπλέον, από τις παρασχεθείσες από το δικαστήριο αυτό διευκρινίσεις προκύπτει ότι η έκβαση των έκτακτων ένδικων μέσων αίτησης επανάληψης της διαδικασίας που έχουν ασκήσει οι αιτούντες της κύριας δίκης εξαρτάται από τις απαντήσεις του Δικαστηρίου επί των υποβληθέντων ερωτημάτων.

56      Υπό τις συνθήκες αυτές, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 108, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το τέταρτο τμήμα του Δικαστηρίου αποφάσισε στις 23 Μαρτίου 2023, κατόπιν πρότασης του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να υπαχθεί αυτεπαγγέλτως η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην επείγουσα προδικαστική διαδικασία.

57      Εξάλλου, το τμήμα αυτό αποφάσισε, βάσει του άρθρου 113, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, την παραπομπή της υποθέσεως στο Δικαστήριο προκειμένου αυτή να ανατεθεί στο τμήμα μείζονος συνθέσεως.

 Επί του παραδεκτού της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως

58      Οι L.N. και C.I. υποστήριξαν ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη στο σύνολό της. Συναφώς, ο L.N. προβάλλει ιδίως ότι δεν χωρεί εφαρμογή της απόφασης 2006/928 και της οδηγίας ΠΟΣ υπό τις περιστάσεις της διαφοράς της κύριας δίκης.

59      Η Ρουμανική Κυβέρνηση διατηρεί, εξάλλου, αμφιβολίες σχετικά με τον υποθετικό χαρακτήρα του τρίτου υποβληθέντος ερωτήματος.

60      Οι C.O., C.I. και η Ρουμανική Κυβέρνηση προβάλλουν, τέλος, ένσταση περί απαραδέκτου του αιτήματος που παρατίθεται στη σκέψη 47 της παρούσας αποφάσεως, υποστηρίζοντας ότι, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο έχει επιληφθεί έκτακτων ένδικων μέσων αίτησης επανάληψης της διαδικασίας και όχι αίτησης αναιρέσεως.

61      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων την οποία καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της εκδοθησόμενης δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα της προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, καθόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να αποφανθεί επ’ αυτών [απόφαση της 21ης Μαρτίου 2023, Mercedes-Benz Group (Ευθύνη κατασκευαστών οχημάτων εξοπλισμένων με συστήματα αναστολής), C‑100/21, EU:C:2023:229, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

62      Ως εκ τούτου, συντρέχει τεκμήριο λυσιτέλειας για τα ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί [απόφαση της 21ης Μαρτίου 2023, Mercedes-Benz Group (Ευθύνη κατασκευαστών οχημάτων εξοπλισμένων με συστήματα αναστολής), C‑100/21, EU:C:2023:229, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

63      Εν προκειμένω, όσον αφορά καταρχάς τα τρία προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, επισημαίνεται, πρώτον, ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το δικαστήριο αυτό θα μπορούσε να το οδηγήσει να αφήσει ανεφάρμοστες τις αποφάσεις αριθ. 297/2018 και 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) ή/και την απόφαση αριθ. 67/2022 του Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου), τις οποίες επικαλέστηκαν οι αιτούντες της κύριας δίκης προκειμένου να διαπιστωθεί η παραγραφή του αξιοποίνου των πράξεών τους. Ως εκ τούτου, τα ερωτήματα αυτά δεν είναι υποθετικά.

64      Τούτου λεχθέντος, δεύτερον, επισημαίνεται, αφενός, ότι, δυνάμει του άρθρου 16 της οδηγίας ΠΟΣ, την ερμηνεία των άρθρων 2 και 12 της οποίας ζητεί το αιτούν δικαστήριο με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, η οδηγία αυτή αντικαθιστά τη Σύμβαση ΠΟΣ με ισχύ από τις 6 Ιουλίου 2019. Ωστόσο, τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του έτους 2010. Ως εκ τούτου, η εν λόγω οδηγία προδήλως δεν έχει εφαρμογή στη διαφορά αυτή, οπότε η ερμηνεία της δεν παρίσταται αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς.

65      Αφετέρου, στο μέτρο που, σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχουν περιέλθει σε γνώση του Δικαστηρίου, οι επίμαχες στο πλαίσιο της κύριας δίκης πράξεις δεν σχετίζονται με διαφθορά, είναι πρόδηλο ότι η ερμηνεία της αποφάσεως 2006/928 είναι ακόμη λιγότερο κρίσιμη για την απάντηση που θα δοθεί στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

66      Όσον αφορά, τρίτον, τις άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που μνημονεύονται στα τρία προδικαστικά ερωτήματα τα οποία υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, αρκεί, αντιθέτως, να υπομνησθεί ότι, όταν δεν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, ένσταση στηριζόμενη σε αδυναμία εφαρμογής της διάταξης αυτής στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν αφορά το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, αλλά την ουσία των ερωτημάτων [αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Dobersberger, C‑16/18, EU:C:2019:1110, σκέψη 21, και της 27ης Απριλίου 2023, M.D. (Απαγόρευση εισόδου στην Ουγγαρία), C‑528/21, EU:C:2023:341, σκέψη 52].

67      Όσον αφορά, εν συνεχεία, το αίτημα που παρατίθεται στη σκέψη 47 της παρούσας αποφάσεως, με αυτό ζητείται, σύμφωνα με τις παρασχεθείσες από το αιτούν δικαστήριο εξηγήσεις, να διευκρινιστεί κατά πόσον το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει η προθεσμία των 30 ημερών που προβλέπεται για την άσκηση αναιρέσεως να αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία το Δικαστήριο θα εκδώσει την απόφασή του επί της υπό κρίση υποθέσεως.

68      Ωστόσο, στο πλαίσιο της διαφοράς της κυρίας δίκης, το αιτούν δικαστήριο δεν έχει επιληφθεί αίτησης αναιρέσεως, αλλά έκτακτου ένδικου μέσου αίτησης επανάληψης της διαδικασίας, όπως επισήμαναν οι C.O., C.I. και η Ρουμανική Κυβέρνηση.

69      Κατά συνέπεια, το αίτημα που παρατίθεται στη σκέψη 47 της παρούσας αποφάσεως αφορά πρόβλημα υποθετικής φύσης, υπό την έννοια της προμνησθείσας στη σκέψη 62 της αποφάσεως αυτής νομολογίας, και πρέπει, ως εκ τούτου, να κριθεί απαράδεκτο.

70      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή, με εξαίρεση, αφενός, το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα, κατά το μέρος που αφορούν την ερμηνεία της οδηγίας ΠΟΣ και της αποφάσεως 2006/928, και, αφετέρου, το αίτημα που παρατίθεται στη σκέψη 47 της παρούσας αποφάσεως.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου και του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

71      Το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 2, του άρθρου 4, παράγραφος 3, και του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, του άρθρου 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, του άρθρου 49, παράγραφος 1, τελευταία περίοδος, του Χάρτη, του άρθρου 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης ΠΟΣ και της οδηγίας 2006/112.

72      Εντούτοις, από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής προκύπτει ότι οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου από τις οποίες προκύπτουν τα ερωτήματα αυτά αφορούν, κατ’ ουσίαν, την ερμηνεία, αφενός, των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που επιβάλλουν στα κράτη μέλη να καταπολεμούν αποτελεσματικά τις παράνομες δραστηριότητες σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και, αφετέρου, των εγγυήσεων που απορρέουν από την αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο».

73      Υπό τις συνθήκες αυτές πρέπει να εξεταστούν το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα μόνον υπό το πρίσμα του άρθρου 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, του άρθρου 49, παράγραφος 1, του Χάρτη και του άρθρου 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης ΠΟΣ.

74      Κατά συνέπεια, με τα ερωτήματα αυτά, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν οι διατάξεις αυτές έχουν την έννοια ότι τα δικαστήρια κράτους μέλους οφείλουν να μην εφαρμόζουν, αφενός, τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου του εν λόγω κράτους μέλους που καθιστούν ανίσχυρη εθνική νομοθετική διάταξη που ρυθμίζει τους λόγους διακοπής της προθεσμίας σε ποινικές υποθέσεις, επειδή παραβιάζει την αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο» με τις απαιτήσεις της όσον αφορά την προβλεψιμότητα και τη σαφήνεια του ποινικού νόμου, και, αφετέρου, απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου του εν λόγω κράτους μέλους, από την οποία προκύπτει ότι οι κανόνες που διέπουν τους λόγους αυτούς διακοπής, όπως οι κανόνες αυτοί απορρέουν από τη νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου, μπορούν να εφαρμόζονται αναδρομικά ως επιεικέστερος ποινικός νόμος (lex mitior) προκειμένου να αμφισβητηθούν αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις, εξυπακουομένου ότι οι αποφάσεις αυτές συνεπάγονται ότι ένας σημαντικός αριθμός ποινικών υποθέσεων θα τεθεί στο αρχείο λόγω παραγραφής του αξιοποίνου, συμπεριλαμβανομένων υποθέσεων που αφορούν αδικήματα σοβαρής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

75      Επισημαίνεται προκαταρκτικώς ότι το ακριβές περιεχόμενο των κανόνων που ρυθμίζουν, στη Ρουμανία, τη διακοπή της παραγραφής σε ποινικές υποθέσεις κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 25ης Ιουνίου 2018, ημερομηνίας δημοσίευσης της αποφάσεως αριθ. 297/2018 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), και της 30ής Μαΐου 2022, ημερομηνίας έναρξης ισχύος της OUG 71/2022, συζητήθηκε από τους διαδίκους τόσο στο πλαίσιο των γραπτών παρατηρήσεών τους όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου.

76      Υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία στηρίζεται σε σαφή διαχωρισμό των καθηκόντων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, τόσο η διαπίστωση και η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης όσο και η ερμηνεία και εφαρμογή του εθνικού δικαίου εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστή [αποφάσεις της 31ης Ιανουαρίου 2023, Puig Gordi κ.λπ., C‑158/21, EU:C:2023:57, σκέψη 61, καθώς και της 21ης Μαρτίου 2023, Mercedes-Benz Group (Ευθύνη κατασκευαστών οχημάτων εξοπλισμένων με συστήματα αναστολής), C‑100/21, EU:C:2023:229, σκέψη 59].

77      Εν προκειμένω, σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, από τις αποφάσεις αριθ. 297/2018 και 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), οι οποίες συνοψίζονται στις σκέψεις 23 έως 29 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 25ης Ιουνίου 2018 και της 30ής Μαΐου 2022, το ρουμανικό δίκαιο δεν προέβλεπε κανέναν λόγο διακοπής της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου. Συνεπώς, για την απάντηση που θα δοθεί στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αυτή ήταν η κατάσταση του ρουμανικού δικαίου κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα.

78      Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 76 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει επίσης να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά βάσει της εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου ερμηνείας της αποφάσεως αριθ. 67/2022 του Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου), κατά την οποία η ερμηνεία, από το ανώτατο αυτό δικαστήριο, της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior) καθιστά δυνατή την αναδρομική εφαρμογή των αποτελεσμάτων της απουσίας λόγων διακοπής της προθεσμίας αυτής στο ρουμανικό δίκαιο σε διαδικαστικές πράξεις που διενεργήθηκαν πριν τις 25 Ιουνίου 2018, ήτοι την ημερομηνία δημοσίευσης της αποφάσεως αριθ. 297/2018 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου).

 Επί της παράβασης της υποχρέωσης καταπολέμησης της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης με αποτρεπτικά και αποτελεσματικά μέτρα

79      Στο μέτρο που από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά ιδίως πράξεις που συνιστούν σοβαρή απάτη στον τομέα του ΦΠΑ, υπενθυμίζεται ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την πραγματική και πλήρη είσπραξη των ιδίων πόρων της Ένωσης οι οποίοι συνίστανται στα έσοδα από την εφαρμογή ενιαίου συντελεστή όσον αφορά την εναρμονισμένη βάση του ΦΠΑ (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψη 182 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

80      Τούτου λεχθέντος, η επιβολή ποινικών κυρώσεων προκειμένου να διασφαλίζεται η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, και ιδίως η ορθή είσπραξη των εσόδων αυτών, αποτελεί αντικείμενο συντρέχουσας αρμοδιότητας της Ένωσης και των κρατών μελών, υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2017, M.A.S. και M.B., C‑42/17, EU:C:2017:936, σκέψη 43).

81      Εν προκειμένω, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, το εφαρμοστέο στα ποινικά αδικήματα σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης καθεστώς παραγραφής δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο εναρμόνισης από τον νομοθέτη της Ένωσης, η οποία έλαβε χώρα μεταγενέστερα, μερικώς, με την έκδοση της οδηγίας ΠΟΣ (πρβλ. απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2017, M.A.S. και M.B., C‑42/17, EU:C:2017:936, σκέψη 44), η οποία, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 64 της παρούσας αποφάσεως, δεν έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης.

82      Συνεπώς, η θέσπιση κανόνων περί παραγραφής του αξιοποίνου για αδικήματα σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης ενέπιπτε, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Εντούτοις, τα κράτη μέλη οφείλουν, κατά την άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας, να τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης [πρβλ. αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2019, Rimšēvičs και BCE κατά Λεττονίας, C‑202/18 και C‑238/18, EU:C:2019:139, σκέψη 57, καθώς και της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψη 216].

83      Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ επιβάλλει στα κράτη μέλη να καταπολεμούν την απάτη και οποιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, λαμβάνοντας αποτελεσματικά και αποτρεπτικά μέτρα (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψη 181 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

84      Μολονότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ελευθερία επιλογής των κυρώσεων που επιβάλλουν, υπό την έννοια ότι αυτές είναι δυνατόν να προσλαμβάνουν τη μορφή διοικητικών κυρώσεων, ποινικών κυρώσεων ή ενός συνδυασμού των δύο, οφείλουν εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, να διασφαλίζουν ότι στις περιπτώσεις σοβαρής απάτης ή άλλης σοβαρής παράνομης δραστηριότητας σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης επιβάλλονται αποτελεσματικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις [πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψη 191, καθώς και της 8ης Μαρτίου 2022, Commission κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Καταπολέμηση της απάτης που συνίστατο στη δήλωση δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής), C‑213/19, EU:C:2022:167, σκέψη 219].

85      Δεύτερον, το άρθρο 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης ΠΟΣ επιβάλλει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου συμπεριφορές που συνιστούν απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της απάτης ως προς τον ΦΠΑ, να τιμωρούνται με αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις που περιλαμβάνουν, τουλάχιστον στις περιπτώσεις σοβαρής απάτης, δηλαδή αυτές που αφορούν ένα ελάχιστο ποσό το οποίο καθορίζεται από τα κράτη μέλη και δεν μπορεί να υπερβεί τα 50 000 ευρώ, στερητικές της ελευθερίας ποινές (πρβλ. απόφαση της 2ας Μαΐου 2018, Scialdone, C‑574/15, EU:C:2018:295, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

86      Συναφώς, τα κράτη αυτά πρέπει να μεριμνούν ώστε οι προβλεπόμενοι από το εθνικό δίκαιο κανόνες παραγραφής να παρέχουν τη δυνατότητα αποτελεσματικής καταστολής των εγκλημάτων που συνδέονται με τέτοιου είδους απάτες (πρβλ. απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2017, M.A.S. και M.B., C‑42/17, EU:C:2017:936, σκέψη 36).

87      Εν προκειμένω, από τις διευκρινίσεις του αιτούντος δικαστηρίου, όπως συνοψίζονται στις σκέψεις 23 έως 32 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι, αφενός, κατ’ εφαρμογήν των αποφάσεων αριθ. 297/2018 και 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 25ης Ιουνίου 2018, ημερομηνίας δημοσίευσης της εν λόγω αποφάσεως αριθ. 297/2018, και της 30ής Μαΐου 2022, ημερομηνίας έναρξης ισχύος της OUG 71/2022, το ρουμανικό δίκαιο δεν προέβλεπε καμία περίπτωση διακοπής της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου και, αφετέρου, κατά την απόφαση αριθ. 67/2022 του Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου), είναι δυνατή η επίκληση της ως άνω νομολογίας του Συνταγματικού Δικαστηρίου ως επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior), ακόμη και για την αμφισβήτηση αμετάκλητων καταδικαστικών αποφάσεων.

88      Όσον αφορά τα συγκεκριμένα αποτελέσματα που μπορεί να συνδέονται με την εν λόγω νομολογία, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, η εφαρμογή, ως επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior), του κανόνα που απορρέει από τις αποφάσεις αριθ. 297/2018 και 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), σύμφωνα με τον οποίο, κατά το χρονικό διάστημα που μνημονεύεται στην προηγούμενη σκέψη, το ρουμανικό δίκαιο δεν προέβλεπε λόγους διακοπής της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου, θα συνεπαγόταν ότι η δεκαετής προθεσμία παραγραφής, που προβλέπεται για τα επίμαχα στην κύρια δίκη αδικήματα, θα είχε παρέλθει πριν καταστεί αμετάκλητη η καταδίκη των αιτούντων της κύριας δίκης, με αποτέλεσμα την παύση της ποινικής δίωξης και την αδυναμία καταδίκης των αιτούντων.

89      Το αιτούν δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι οι αποφάσεις αριθ. 297/2018 και 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) δύνανται να επηρεάσουν «σημαντικό αριθμό υποθέσεων», οι δίκες επί των οποίων έχουν περατωθεί με την έκδοση αμετάκλητων καταδικαστικών αποφάσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να προσβληθούν εκ νέου μέσω έκτακτων ένδικων μέσων όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης.

90      Εξάλλου, μολονότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 65 της παρούσας αποφάσεως, η απόφαση 2006/928 δεν έχει καθεαυτήν εφαρμογή σε αδικήματα φοροδιαφυγής όπως τα επίμαχα στην κύρια δίκη, ωστόσο, τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην έκθεση της Επιτροπής της 22ας Νοεμβρίου 2022 προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την πρόοδο στη Ρουμανία στο πλαίσιο του μηχανισμού συνεργασίας και ελέγχου [COM(2022) 664 final], σε εκτέλεση του άρθρου 2 της αποφάσεως αυτής, επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του κινδύνου ατιμωρησίας σε πολλές περιπτώσεις σοβαρής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης λόγω της παραγραφής της ποινικής ευθύνης ως προς τα αδικήματα αυτά. Συγκεκριμένα, από την έκθεση αυτή, την οποία μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο, προκύπτει ότι οι αποφάσεις αριθ. 297/2018 και 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) θα μπορούσαν να οδηγήσουν «στον τερματισμό ποινικών διαδικασιών και στην άρση της ποινικής ευθύνης σε σημαντικό αριθμό υποθέσεων» και ότι η διαμορφωθείσα κατάσταση ενέχει τον «κίνδυνο να μην υπέχουν ποινικές ευθύνες χιλιάδες κατηγορούμενοι».

91      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η έννομη κατάσταση που προκύπτει από την εφαρμογή των αποφάσεων αριθ. 297/2018 και 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), καθώς και της αποφάσεως αριθ. 67/2022 του Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου), δημιουργεί συστημικό κίνδυνο ατιμωρησίας για τα αδικήματα της σοβαρής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, ιδίως σε υποθέσεις η πολυπλοκότητα των οποίων χρήζει μακράς ανακριτικής διαδικασίας εκ μέρους των διωκτικών αρχών.

92      Η ύπαρξη τέτοιου συστημικού κινδύνου ατιμωρησίας συνιστά περίπτωση ασυμβατότητας με τις απαιτήσεις του άρθρου 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και του άρθρου 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης ΠΟΣ, όπως υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 83 έως 86 της παρούσας αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψη 203).

93      Συναφώς, εναπόκειται καταρχάς στον εθνικό νομοθέτη να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών, θεσπίζοντας, ιδίως, τις αναγκαίες διατάξεις και, εφόσον απαιτείται, τροποποιώντας τις υφιστάμενες διατάξεις προκειμένου να διασφαλίζει ότι το καθεστώς που εφαρμόζεται για τη δίωξη και την τιμωρία των αδικημάτων που συνιστούν σοβαρή απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που διέπουν την παραγραφή της ποινικής ευθύνης, συνάδει με τις διατάξεις του άρθρου 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης ΠΟΣ. Το καθεστώς αυτό πρέπει να είναι σχεδιασμένο με τρόπο ώστε να μην ενέχει, για εγγενείς της διαδικασίας αυτής λόγους, συστημικό κίνδυνο ατιμωρησίας για πράξεις που συνιστούν τέτοια αδικήματα, διασφαλίζοντας συγχρόνως την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων (πρβλ. αποφάσεις της 5ης Δεκεμβρίου 2017, M.A.S. και M.B., C‑42/17, EU:C:2017:936, σκέψη 41, και της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψη 193).

94      Ωστόσο, έννομη κατάσταση στην οποία η ρύθμιση κράτους μέλους που διέπει τη διακοπή της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου κρίθηκε αντισυνταγματική και, ως εκ τούτου, ανίσχυρη από το Συνταγματικό Δικαστήριο του εν λόγω κράτους μέλους, χωρίς ο εθνικός νομοθέτης να παρέμβει για να διορθώσει την κατάσταση αυτή για χρονικό διάστημα σχεδόν τεσσάρων ετών, δεν συνάδει με την, προμνησθείσα στις σκέψεις 83 έως 86 της παρούσας αποφάσεως, υποχρέωση να διασφαλίζεται ότι στις περιπτώσεις σοβαρής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης που διαπράττεται στην ημεδαπή επιβάλλονται αποτελεσματικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις. Συγκεκριμένα, τέτοια κατάσταση, που επηρεάζει διάταξη γενικής ισχύος η οποία είχε εφαρμογή σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία και της οποίας η μη αντικατάσταση, κατόπιν της κήρυξής της ως αντισυνταγματικής, δεν μπορούσε να προβλεφθεί ούτε από τις επιφορτισμένες με την άσκηση ποινικής δίωξης αρχές ούτε από τα ποινικά δικαστήρια ενέχει τον εγγενή κίνδυνο ατιμωρησίας σε πολλές περιπτώσεις σοβαρής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, λόγω παρέλευσης της προθεσμίας αυτής, ιδίως σε υποθέσεις η πολυπλοκότητα τον οποίων χρήζει μακράς ανακριτικής διαδικασίας εκ μέρους των διωκτικών αρχών.

 Επί των υποχρεώσεων των εθνικών δικαστηρίων

95      Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει στον εθνικό δικαστή, στον οποίο έχει ανατεθεί να εφαρμόζει στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης, την υποχρέωση, σε περίπτωση που είναι αδύνατη η σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας, να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των απαιτήσεων του εν λόγω δικαίου στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί, αποφασίζοντας αυτεπαγγέλτως να αφήσει εν ανάγκη ανεφάρμοστη κάθε εθνική ρύθμιση ή πρακτική, έστω και μεταγενέστερη, η οποία αντιβαίνει σε διάταξη του δικαίου της Ένωσης που έχει άμεσο αποτέλεσμα, χωρίς να οφείλει να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνιση της εθνικής ρύθμισης ή πρακτικής είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας [αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 1978, Simmenthal, 106/77, EU:C:1978:49, σκέψη 24, της 24ης Ιουνίου 2019, Popławski, C‑573/17, EU:C:2019:530, σκέψεις 61 και 62, και της 22ας Φεβρουαρίου 2022, RS (Αποτέλεσμα των αποφάσεων συνταγματικού δικαστηρίου), C‑430/21, EU:C:2022:99, σκέψη 53].

96      Εν προκειμένω, το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης ΠΟΣ διατυπώνονται με σαφήνεια και ακρίβεια, χωρίς να συνοδεύονται από οποιαδήποτε προϋπόθεση και, ως εκ τούτου, έχουν άμεσο αποτέλεσμα (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψη 253 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

97      Συνεπώς, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, καταρχήν, να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης ΠΟΣ και να αφήνουν ανεφάρμοστες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου οι οποίες, στο πλαίσιο διαδικασίας με αντικείμενο σοβαρά αδικήματα απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, εμποδίζουν την εφαρμογή κυρώσεων αποτελεσματικού και αποτρεπτικού χαρακτήρα για την καταπολέμηση των εν λόγω αδικημάτων (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψη 194 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

98      Επομένως, καταρχήν, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο 325, παράγραφος 1, και το εν λόγω άρθρο 2, παράγραφος 1, να αφήνουν ανεφάρμοστες τις αποφάσεις αριθ. 297/2018 και 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), από τις οποίες προκύπτει ότι, κατά το χρονικό διάστημα από τις 25 Ιουνίου 2018, ημερομηνία δημοσίευσης της αποφάσεως αριθ. 297/2018, έως τις 30 Μαΐου 2022, ημερομηνία έναρξης ισχύος της OUG 71/2022, το ρουμανικό δίκαιο δεν προέβλεπε κανέναν λόγο διακοπής της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου, στο μέτρο που οι αποφάσεις αυτές συνεπάγονται την παραγραφή του αξιοποίνου σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων σοβαρής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και, ως εκ τούτου, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 91 της παρούσας αποφάσεως, τη δημιουργία συστημικού κινδύνου ατιμωρησίας για τα αδικήματα αυτά.

99      Ομοίως, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, καταρχήν, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, να αφήνουν ανεφάρμοστη την απόφαση αριθ. 67/2022 του Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου), στο μέτρο που η απόφαση αυτή παρέχει τη δυνατότητα επίκλησης της παραγραφής του αξιοποίνου, βάσει των αποτελεσμάτων των αποφάσεων αριθ. 297/2018 και 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), ως επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior), σε περιπτώσεις σοβαρής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και, ως εκ τούτου, αυξάνει τον συστημικό κίνδυνο ατιμωρησίας για τα αδικήματα αυτά.

100    Εντούτοις, είναι επίσης αναγκαίο να εξεταστεί αν η υποχρέωση μη εφαρμογής τέτοιων αποφάσεων προσκρούει, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης, στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

101    Συναφώς, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, η υποχρέωση διασφαλίσεως αποτελεσματικής εισπράξεως των πόρων της Ένωσης δεν απαλλάσσει τα εθνικά δικαστήρια από τον επιβαλλόμενο σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται με τον Χάρτη και των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, δεδομένου ότι οι ποινικές διαδικασίες που έχουν κινηθεί για αδικήματα στον τομέα του ΦΠΑ συνιστούν εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη (απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2019, Dzivev κ.λπ., C‑310/16, EU:C:2019:30, σκέψη 33, καθώς και, υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψη 204).

102    Εν προκειμένω, από τις διευκρινίσεις του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι η σχετική εθνική νομολογία στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, η οποία συνοψίζεται στις σκέψεις 23 έως 32 της παρούσας αποφάσεως, βασίζεται σε δύο διακριτές αρχές, ήτοι, αφενός, όσον αφορά τις αποφάσεις αριθ. 297/2018 και 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), την αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο», ως προς τις απαιτήσεις της περί προβλεψιμότητας και σαφήνειας του ποινικού νόμου, καθώς και, αφετέρου, όσον αφορά την απόφαση αριθ. 67/2022 του Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου), την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior), ακόμη και σε αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν μετά τις 25 Ιουνίου 2018.

103    Στην έννομη τάξη της Ένωσης, η αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο» και η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior) κατοχυρώνονται στο άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη.

104    Δυνάμει της αρχής «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο», οι ποινικές διατάξεις πρέπει, μεταξύ άλλων, να διασφαλίζουν την προσβασιμότητα και την προβλεψιμότητα όσον αφορά τόσο τον ορισμό του εγκλήματος όσο και τον καθορισμό της ποινής (πρβλ. αποφάσεις της 5ης Δεκεμβρίου 2017, M.A.S. και M.B., C‑42/17, EU:C:2017:936, σκέψη 55, καθώς και της 11ης Ιουνίου 2020, Prokuratura Rejonowa w Słupsku, C‑634/18, EU:C:2020:455, σκέψη 48).

105    Εξάλλου, η απαίτηση σαφούς νομοθετικής προβλέψεως, η οποία είναι συμφυής με την αρχή αυτή, συνεπάγεται ότι ο νόμος πρέπει να καθορίζει σαφώς τις αξιόποινες πράξεις και τις ποινές με τις οποίες τιμωρούνται οι πράξεις αυτές. Η προϋπόθεση αυτή πληρούται όταν ο πολίτης έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει, με βάση το γράμμα της οικείας διατάξεως και, εν ανάγκη, με τη βοήθεια της ερμηνείας που δίδεται στη διάταξη αυτή από τα δικαστήρια, ποιες πράξεις και παραλείψεις συνεπάγονται την ποινική ευθύνη του (απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2017, M.A.S. και M.B., C‑42/17, EU:C:2017:936, σκέψη 56, καθώς και, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, Prokuratura Rejonowa w Słupsku, C‑634/18, EU:C:2020:455, σκέψη 49).

106    Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη, η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior) επιτάσσει, εάν, μετά την τέλεση του αδικήματος, προβλεφθεί με νόμο ελαφρύτερη ποινή, να επιβάλλεται αυτή η ποινή.

107    Καταρχάς, η εφαρμογή της τελευταίας αυτής αρχής προϋποθέτει διαχρονική διαδοχή νομικών καθεστώτων και βασίζεται στη διαπίστωση ότι η διαδοχή αυτή αντιστοιχεί, στην οικεία έννομη τάξη, σε μια αλλαγή στάσης είτε ως προς τον ποινικό χαρακτηρισμό των πράξεων που δύνανται να συνιστούν αδίκημα είτε ως προς την ποινή η οποία πρέπει να επιβληθεί για τέτοιο αδίκημα (πρβλ. απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Clergeau κ.λπ., C‑115/17, EU:C:2018:651, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

108    Στη συνέχεια, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι κανόνες που διέπουν την παραγραφή σε ποινικές υποθέσεις δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 49, παράγραφος 1, του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2015, Taricco κ.λπ. C‑105/14, EU:C:2015:555, σκέψεις 54 έως 57).

109    Κατά συνέπεια, η υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να αφήνουν ανεφάρμοστες τις αποφάσεις αριθ. 297/2018 και 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) καθώς και την απόφαση αριθ. 67/2022 του Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) δεν είναι ικανή να θίξει ούτε την αρχή της προβλεψιμότητας, της σαφήνειας και της μη αναδρομικότητας των εγκλημάτων και των ποινών ούτε την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου (lex mitior), όπως αυτές κατοχυρώνονται στο άρθρο 49, παράγραφος 1 του Χάρτη.

110    Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, όταν, όπως εν προκειμένω, δικαστήριο κράτους μέλους καλείται να ελέγξει τη συμφωνία προς τα θεμελιώδη δικαιώματα εθνικής διατάξεως ή εθνικού μέτρου τα οποία, σε μια κατάσταση στην οποία η δράση των κρατών μελών δεν καθορίζεται εξ ολοκλήρου από το δίκαιο της Ένωσης, εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια διατηρούν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν εθνικά πρότυπα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, υπό τον όρον ότι η εφαρμογή αυτή δεν διακυβεύει το επίπεδο προστασίας που προβλέπει ο Χάρτης, όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο, ούτε την υπεροχή, την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης (αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson, C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 29, της 5ης Δεκεμβρίου 2017, M.A.S. και M.B., C‑42/17, EU:C:2017:936, σκέψη 47, και της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψη 211).

111    Εν προκειμένω, σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, οι αποφάσεις αριθ. 297/2018 και 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) καθώς και η απόφαση αριθ. 67/2022 του Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) στηρίζονται στην παραδοχή κατά την οποία, στο ρουμανικό δίκαιο, οι κανόνες περί διακοπής της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου εμπίπτουν στο πεδίο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου και, συνεπώς, διέπονται από την αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο» και από την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior), όπως αυτές κατοχυρώνονται από το ρουμανικό Σύνταγμα. Οι αρχές αυτές πρέπει, ως εκ τούτου, να νοούνται ως εθνικά πρότυπα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, υπό την έννοια της προηγούμενης σκέψης.

112    Από τα προεκτεθέντα στις σκέψεις 108 και 109 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι τα εθνικά αυτά πρότυπα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν δύνανται, σε υποθέσεις όπως οι επίμαχες της κύριας δίκης, να διακυβεύσουν το επίπεδο προστασίας που προβλέπει ο Χάρτης, όπως αυτή ερμηνεύεται από το Δικαστήριο.

113    Συναφώς, υπενθυμίζεται η σημαντική θέση που κατέχει, τόσο στην έννομη τάξη της Ένωσης όσο και στις εθνικές έννομες τάξεις, η αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο», με τις απαιτήσεις της όσον αφορά την προβλεψιμότητα, τη σαφήνεια και τη μη αναδρομικότητα της εφαρμοστέας ποινικής νομοθεσίας (απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2017, M.A.S. και M.B., C‑42/17, EU:C:2017:936, σκέψη 51).

114    Οι απαιτήσεις αυτές, προβλεψιμότητας, σαφήνειας και μη αναδρομικότητας συνιστούν ειδική έκφραση της γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου. Συγκεκριμένα, η θεμελιώδης αυτή αρχή του δικαίου της Ένωσης επιτάσσει, αφενός, οι κανόνες δικαίου να είναι σαφείς και ακριβείς και, αφετέρου, η εφαρμογή τους να μπορεί να προβλεφθεί από τους πολίτες, ιδίως όταν οι κανόνες αυτοί ενδέχεται να έχουν δυσμενείς συνέπειες. Η εν λόγω αρχή συνιστά ουσιώδες στοιχείο του κράτους δικαίου το οποίο προσδιορίζεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ τόσο ως θεμελιώδης αξία της Ένωσης όσο και κοινή στα κράτη μέλη αξία (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψεις 161 και 162, και της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑156/21, EU:C:2022:97, σκέψεις 136 και 223).

115    Εν προκειμένω, σημειώνεται ότι, κρίνοντας, καταρχάς, ότι ο Ρουμάνος νομοθέτης παραβίασε τη συνταγματική αρχή της προβλεψιμότητας και της σαφήνειας του ποινικού νόμου επιτρέποντας τη διακοπή της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου από διαδικαστικές πράξεις οι οποίες όμως δεν είχαν κοινοποιηθεί στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο, το Συνταγματικό Δικαστήριο εφάρμοσε ένα εθνικό πρότυπο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων ως πρόσθετη προστασία έναντι της αυθαιρεσίας σε ποινικές υποθέσεις, όπως υπαγορεύει το δίκαιο της Ένωσης, δυνάμει της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Εφάρμοσε επίσης τέτοιο εθνικό πρότυπο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων όταν, στη συνέχεια, διαπίστωσε, κατ’ ουσίαν, ότι λόγω της μη παρέμβασης του Ρουμάνου νομοθέτη προς αντικατάσταση της κριθείσας ως αντισυνταγματικής διάταξης του ποινικού κώδικα σχετικά με τη διακοπή της προθεσμίας αυτής είχε διαμορφωθεί μια νέα κατάσταση η οποία στερείτο σαφήνειας και προβλεψιμότητας, κατά παραβίαση της ως άνω συνταγματικής αρχής.

116    Υπό το πρίσμα της σημασίας της προστασίας αυτής έναντι της αυθαιρεσίας, τόσο στην έννομη τάξη της Ένωσης όσο και στις έννομες τάξεις των κρατών μελών, το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 58 έως 62 της αποφάσεως της 5ης Δεκεμβρίου 2017, M.A.S. και M.B. (C‑42/17, EU:C:2017:936), ότι εθνικό πρότυπο προστασίας που σκοπεί στη διασφάλιση των απαιτήσεων προβλεψιμότητας, σαφήνειας και μη αναδρομικότητας του ποινικού νόμου, συμπεριλαμβανομένου του καθεστώτος παραγραφής σχετικά με τα ποινικά αδικήματα, μπορούσε να αποκλείσει την υποχρέωση που, υπό συνθήκες όπως οι επίμαχες στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, υπέχουν τα εθνικά δικαστήρια δυνάμει του άρθρου 325, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ, να αφήνουν ανεφάρμοστες τις εθνικές διατάξεις που διέπουν την παραγραφή σε ποινικές υποθέσεις, τούτο δε παρά το γεγονός ότι η εφαρμογή των εθνικών αυτών διατάξεων ήταν ικανή να εμποδίσει την επιβολή ποινικών κυρώσεων αποτελεσματικού και αποτρεπτικού χαρακτήρα σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων σοβαρής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

117    Ήταν επίσης κρίσιμο, συναφώς, το γεγονός ότι το επίμαχο στην εν λόγω υπόθεση καθεστώς που εφαρμοζόταν στα ποινικά αδικήματα σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης δεν είχε, όπως και στην υπό κρίση υπόθεση, αποτελέσει αντικείμενο πλήρους εναρμόνισης, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 81 της παρούσας αποφάσεως.

118    Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που παρατίθενται στις σκέψεις 113 έως 117 της παρούσας αποφάσεως και όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2017, M.A.S. και M.B. (C‑42/17, EU:C:2017:936), πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο υποθέσεως όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, τα ρουμανικά δικαστήρια δεν υποχρεούνται να αφήνουν ανεφάρμοστη την εθνική νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 111 της παρούσας αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 2 της Σύμβασης ΠΟΣ, παρά την ύπαρξη συστημικού κινδύνου ατιμωρησίας των αδικημάτων σοβαρής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, στο μέτρο που οι αποφάσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 111 στηρίζονται στην αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο» όπως αυτή προστατεύεται στο εθνικό δίκαιο, με τις απαιτήσεις της όσον αφορά την προβλεψιμότητα και τη σαφήνεια του ποινικού νόμου, συμπεριλαμβανομένου του καθεστώτος παραγραφής σχετικά με τα ποινικά αδικήματα.

119    Προκύπτει ωστόσο από τις διευκρινίσεις του αιτούντος δικαστηρίου ότι η απόφαση αριθ. 67/2022 του Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) στηρίζεται επίσης στην αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior) που απορρέει από τις αποφάσεις αριθ. 297/2018 και 358/2022 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου). Κατά την εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου ερμηνεία της αποφάσεως αριθ. 67/2022 του Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου), το εν λόγω ανώτατο δικαστήριο είχε διαπιστώσει ότι η αρχή αυτή καθιστούσε δυνατή την αναδρομική εφαρμογή των αποτελεσμάτων της απουσίας λόγων διακοπής της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου στο ρουμανικό δίκαιο που απέρρεαν από τις δύο αυτές αποφάσεις του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) σε διαδικαστικές πράξεις που είχαν διενεργηθεί πριν από τις 25 Ιουνίου 2018, ήτοι την ημερομηνία δημοσίευσης της αποφάσεως αριθ. 297/2018 του τελευταίου αυτού δικαστηρίου.

120    Ωστόσο, η εφαρμογή εθνικού προτύπου προστασίας σχετικά με την αναδρομική εφαρμογή του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior) πρέπει να διακρίνεται από την εφαρμογή του εθνικού προτύπου προστασίας που εξέτασε το Δικαστήριο με την απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2017, M.A.S. και M.B. (C‑42/17, EU:C:2017:936).

121    Συναφώς, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η εφαρμογή του πρώτου αυτού εθνικού προτύπου προστασίας μπορεί να αυξήσει τον συστημικό κίνδυνο ποινικής ατιμωρησίας των αδικημάτων της σοβαρής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, κατά παράβαση του άρθρου 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης ΠΟΣ.

122    Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς το εθνικό πρότυπο προστασίας σχετικά με την προβλεψιμότητα του ποινικού νόμου, το οποίο, κατά το αιτούν δικαστήριο, εξουδετερώνει μόνο το αποτέλεσμα διακοπής που συνεπάγονται διαδικαστικές πράξεις διενεργηθείσες κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 25ης Ιουνίου 2018, ημερομηνίας δημοσίευσης της αποφάσεως αριθ. 297/2018, του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), και της 30ής Μαΐου 2022, ημερομηνίας έναρξης ισχύος της OUG 71/2002, το εθνικό πρότυπο προστασίας σχετικά με την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior) καθιστά δυνατή, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, την εξουδετέρωση του αποτελέσματος διακοπής που συνεπάγονται διαδικαστικές πράξεις οι οποίες είχαν διενεργηθεί πριν ακόμη από τις 25 Ιουνίου 2018, αλλά μετά από την έναρξη ισχύος του ποινικού κώδικα την 1η Φεβρουαρίου 2014, ήτοι για χρονικό διάστημα άνω των τεσσάρων ετών.

123    Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένης υπόψη της αναγκαίας στάθμισης μεταξύ, αφενός, του τελευταίου αυτού εθνικού προτύπου προστασίας και, αφετέρου, των διατάξεων του άρθρου 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης ΠΟΣ, η εφαρμογή του εν λόγω προτύπου από εθνικό δικαστήριο για να αμφισβητηθεί η διακοπή της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου από διαδικαστικές πράξεις διενεργηθείσες πριν από την 25η Ιουνίου 2018, ημερομηνία δημοσίευσης της αποφάσεως αριθ. 297/2018 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), πρέπει να θεωρηθεί ως δυνάμενη να θέσει σε κίνδυνο την υπεροχή, την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, υπό την έννοια της προμνησθείσας με τη σκέψη 110 της παρούσας αποφάσεως νομολογίας (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψη 212).

124    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν, στο πλαίσιο ένδικων διαδικασιών με αντικείμενο την επιβολή ποινικών κυρώσεων για τα αδικήματα της σοβαρής απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, να εφαρμόζουν το εθνικό πρότυπο προστασίας σχετικά με την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior), όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 119 της παρούσας αποφάσεως, προκειμένου να αμφισβητηθεί η διακοπή της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου από διαδικαστικές πράξεις διενεργηθείσες πριν από την 25η Ιουνίου 2018, ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης αριθ. 297/2018 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου).

125    Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης ΠΟΣ έχουν την έννοια ότι τα δικαστήρια κράτους μέλους δεν υποχρεούνται να αφήνουν ανεφάρμοστες τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου του κράτους μέλους αυτού με τις οποίες κρίνεται ανίσχυρη εθνική νομοθετική διάταξη που διέπει τους λόγους διακοπής της προθεσμίας παραγραφής σε ποινικές υποθέσεις λόγω παραβίασης της αρχής «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο» όπως αυτή προστατεύεται από το εθνικό δίκαιο, όσον αφορά τις απαιτήσεις της σχετικά με την προβλεψιμότητα και τη σαφήνεια του ποινικού νόμου, ακόμη και αν οι αποφάσεις αυτές συνεπάγονται ότι ένας σημαντικός αριθμός υποθέσεων σχετικά με αδικήματα σοβαρής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης θα τεθούν στο αρχείο λόγω παραγραφής του αξιοποίνου. Αντιθέτως, οι εν λόγω διατάξεις του δικαίου της Ένωσης έχουν την έννοια ότι τα δικαστήρια του εν λόγω κράτους μέλους οφείλουν να αφήνουν ανεφάρμοστο εθνικό πρότυπο προστασίας σχετικό με την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior) που καθιστά δυνατή την αμφισβήτηση, μεταξύ άλλων και στο πλαίσιο ένδικων μέσων που στρέφονται κατά αμετάκλητων αποφάσεων, της διακοπής της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου σε τέτοιες υποθέσεις από διαδικαστικές πράξεις που διενεργήθηκαν πριν από μια τέτοια διαπίστωση του ανίσχυρου.

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

126    Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση ή πρακτική δυνάμει της οποίας τα τακτικά δικαστήρια κράτους μέλους δεσμεύονται από τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου και από τις αποφάσεις του ανώτατου δικαστηρίου του κράτους μέλους αυτού και δεν δύνανται, εξ αυτού του λόγου και με κίνδυνο στοιχειοθέτησης πειθαρχικής ευθύνης των οικείων δικαστών, να αφήνουν αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη τη νομολογία που απορρέει από τις αποφάσεις αυτές, ακόμη και αν εκτιμούν, υπό το πρίσμα αποφάσεως του Δικαστηρίου, ότι η επίμαχη νομολογία αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης.

127    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι η οργάνωση της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους, εντούτοις τα κράτη μέλη οφείλουν, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, να τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης. Το ίδιο ισχύει και στον τομέα της πειθαρχικής ευθύνης των δικαστών λόγω μη συμμόρφωσής τους προς τις αποφάσεις του συνταγματικού δικαστηρίου καθώς και του ανώτατου δικαστηρίου του οικείου κράτους μέλους (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψη 133 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

128    Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης καθιερώνει την προτεραιότητα του δικαίου της Ένωσης έναντι του δικαίου των κρατών μελών. Η αρχή αυτή επιβάλλει, ως εκ τούτου, σε όλες τις αρχές των κρατών μελών να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των διαφόρων κανόνων της Ένωσης, το δε δίκαιο των κρατών μελών δεν μπορεί να επηρεάσει το αποτέλεσμα το οποίο αναγνωρίζεται στους κανόνες αυτούς εντός των κρατών μελών (απόφαση της 18ης Μαΐου 2021, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» κ.λπ., C‑83/19, C‑127/19, C‑195/19, C‑291/19, C‑355/19 και C‑397/19, EU:C:2021:393, σκέψη 244 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

129    Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 95 της παρούσας αποφάσεως, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει στον εθνικό δικαστή την υποχρέωση να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των απαιτήσεων του δικαίου της Ένωσης στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί, αποφασίζοντας αυτεπαγγέλτως να αφήσει εν ανάγκη ανεφάρμοστη κάθε εθνική ρύθμιση ή πρακτική, έστω και μεταγενέστερη, η οποία αντιβαίνει σε διάταξη του δικαίου της Ένωσης που έχει άμεσο αποτέλεσμα, όπως το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, χωρίς να οφείλει να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνιση της εθνικής ρύθμισης ή πρακτικής είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας.

130    Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι μπορεί να χρειαστεί, σε περίπτωση που θα προέκυπτε από την απάντηση στα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα η ύπαρξη ασυμβατότητας με το δίκαιο της Ένωσης και κρινόταν ότι δεν είναι δυνατή μια ερμηνεία σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης λαμβανομένων υπόψη των ένδικων μέσων που έχουν ασκηθεί ενώπιόν του, να μην εφαρμόσει τις λύσεις που απορρέουν από την εθνική νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 111 της παρούσας αποφάσεως.

131    Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το νέο πειθαρχικό καθεστώς, που προβλέπεται στα άρθρα 271 και 272 του νόμου 303/2022 περί του καθεστώτος των δικαστών και των εισαγγελέων, καθιστά δυνατή την επιβολή κυρώσεων σε δικαστές οι οποίοι κακόπιστα ή λόγω βαριάς αμέλειας δεν συμμορφώνονται με τις αποφάσεις του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) ή του Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) αποφαινόμενου επί αναιρέσεων υπέρ του νόμου.

132    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η προδικαστική απόφαση που θα εκδοθεί από το Δικαστήριο δεσμεύει τον εθνικό δικαστή ως προς την ερμηνεία των επίμαχων, για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, διατάξεων του δικαίου της Ένωσης [πρβλ. αποφάσεις της 3ης Φεβρουαρίου 1977, Benedetti, 52/76, EU:C:1977:16, σκέψη 26, και της 22ας Φεβρουαρίου 2022, RS (Αποτέλεσμα των αποφάσεων συνταγματικού δικαστηρίου), C‑430/21, EU:C:2022:99, σκέψη 74].

133    Ο εθνικός δικαστής που έχει ασκήσει την ευχέρεια που του παρέχει το άρθρο 267, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ οφείλει επομένως, αν χρειαστεί, να μην εφαρμόζει τις εκτιμήσεις ανώτερου εθνικού δικαστηρίου, αν κρίνει, λαμβανομένης υπόψη της ερμηνείας που έδωσε το Δικαστήριο, ότι οι εκτιμήσεις αυτές δεν είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης, αφήνοντας ενδεχομένως ανεφάρμοστο τον εθνικό κανόνα που τον υποχρεώνει να συμμορφώνεται προς τις αποφάσεις του ανώτερου δικαστηρίου [απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, RS (Αποτέλεσμα των αποφάσεων συνταγματικού δικαστηρίου), C‑430/21, EU:C:2022:99, σκέψη 75].

134    Ο εθνικός δικαστής ο οποίος άσκησε την ευχέρεια ή συμμορφώθηκε προς την υποχρέωση υποβολής αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ δεν μπορεί να εμποδίζεται να εφαρμόσει άμεσα το δίκαιο της Ένωσης κατά τρόπο σύμφωνο προς την απόφαση ή τη νομολογία του Δικαστηρίου, διότι διαφορετικά θα αποδυναμωνόταν η πρακτική αποτελεσματικότητα της εν λόγω διάταξης. Πρέπει να προστεθεί ότι η εξουσία να πράττει, ακριβώς κατά τον χρόνο της εν λόγω εφαρμογής, ό,τι είναι αναγκαίο ώστε να αποκλειστεί η εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως ή πρακτικής που μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στην πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων του δικαίου της Ένωσης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του λειτουργήματος του δικαστή της Ένωσης, το οποίο οφείλει να επιτελεί το εθνικό δικαστήριο στο οποίο έχει ανατεθεί, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψη 257).

135    Εθνική κανονιστική ρύθμιση ή πρακτική κατά την οποία οι αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου και του ανώτατου δικαστηρίου του οικείου κράτους μέλους δεσμεύουν τα τακτικά δικαστήρια, ενώ αυτά εκτιμούν, υπό το πρίσμα προδικαστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου, ότι η νομολογία που απορρέει από τις αποφάσεις αυτές είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, είναι ικανή να εμποδίσει τα εν λόγω δικαστήρια να διασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των απαιτήσεων του ενωσιακού δικαίου, αποτέλεσμα το οποίο μπορεί να ενισχυθεί από το γεγονός ότι ενδεχόμενη μη συμμόρφωση με τη νομολογία αυτή μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πειθαρχικό παράπτωμα δυνάμει του εθνικού δικαίου (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψη 259).

136    Όσον αφορά, ειδικότερα, την πειθαρχική ευθύνη που ενδεχομένως υπέχουν οι δικαστές των τακτικών δικαστηρίων, κατά τη ρύθμιση κράτους μέλους, σε περίπτωση μη συμμόρφωσής τους με τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου και του ανώτατου δικαστηρίου του κράτους μέλους αυτού, το γεγονός ότι εθνικό δικαστήριο εκπληρώνει τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί από τις Συνθήκες και τηρεί τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των Συνθηκών αυτών, εφαρμόζοντας, σύμφωνα με την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, διάταξη του δικαίου αυτού όπως το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ή το άρθρο 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης ΠΟΣ, όπως η διάταξη αυτή έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, είναι εξ ορισμού αδύνατον να χαρακτηριστεί πειθαρχικό αδίκημα των δικαστών που μετέχουν στη σύνθεση του δικαστηρίου αυτού χωρίς να παραβιάζονται ipso facto η διάταξη και η αρχή αυτή [πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψη 260, καθώς και της 13ης Ιουλίου 2023, YP κ.λπ. (Άρση της ποινικής ασυλίας και αναστολή της άσκησης των καθηκόντων δικαστή), C‑615/20 και C‑671/20, EU:C:2023:562, σκέψη 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

137    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση ή πρακτική δυνάμει της οποίας τα εθνικά τακτικά δικαστήρια κράτους μέλους δεσμεύονται από τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου, καθώς και από τις αποφάσεις του ανώτατου δικαστηρίου του κράτους μέλους αυτού, και δεν δύνανται, εξ αυτού του λόγου και με κίνδυνο στοιχειοθέτησης πειθαρχικής ευθύνης των οικείων δικαστών, να αφήνουν αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη τη νομολογία που απορρέει από τις αποφάσεις αυτές, ακόμη και αν εκτιμούν, υπό το πρίσμα αποφάσεως του Δικαστηρίου, ότι η επίμαχη νομολογία αντιβαίνει σε διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που έχουν άμεσο αποτέλεσμα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

138    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης η οποία καταρτίστηκε βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υπογραφείσας στις Βρυξέλλες στις 26 Ιουλίου 1995 και επισυναφθείσας ως παράρτημα στην πράξη του Συμβουλίου της 26ης Ιουλίου 1995,

έχουν την έννοια ότι:

τα δικαστήρια κράτους μέλους δεν υποχρεούνται να αφήνουν ανεφάρμοστες τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου του κράτους μέλους αυτού με τις οποίες κρίνεται ανίσχυρη εθνική νομοθετική διάταξη που διέπει τους λόγους διακοπής της προθεσμίας παραγραφής σε ποινικές υποθέσεις λόγω παραβίασης της αρχής «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο» όπως αυτή προστατεύεται από το εθνικό δίκαιο, όσον αφορά τις απαιτήσεις της σχετικά με την προβλεψιμότητα και τη σαφήνεια του ποινικού νόμου, ακόμη και αν οι αποφάσεις αυτές συνεπάγονται ότι ένας σημαντικός αριθμός υποθέσεων σχετικά με αδικήματα σοβαρής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, θα τεθούν στο αρχείο λόγω παραγραφής του αξιοποίνου.

Αντιθέτως, οι εν λόγω διατάξεις του δικαίου της Ένωσης έχουν την έννοια ότι:

τα δικαστήρια του εν λόγω κράτους μέλους οφείλουν να αφήνουν ανεφάρμοστο εθνικό πρότυπο προστασίας σχετικά με την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου (lex mitior) που καθιστά δυνατή την αμφισβήτηση, μεταξύ άλλων και στο πλαίσιο ένδικων μέσων που στρέφονται κατά αμετάκλητων αποφάσεων, της διακοπής της προθεσμίας παραγραφής του αξιοποίνου σε τέτοιες υποθέσεις από διαδικαστικές πράξεις που διενεργήθηκαν πριν από μια τέτοια διαπίστωσή του.

2)      Η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση ή πρακτική δυνάμει της οποίας τα εθνικά τακτικά δικαστήρια κράτους μέλους δεσμεύονται από τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου καθώς και από τις αποφάσεις του ανώτατου δικαστηρίου του κράτους μέλους αυτού και δεν δύνανται, εξ αυτού του λόγου και με κίνδυνο στοιχειοθέτησης πειθαρχικής ευθύνης των οικείων δικαστών, να αφήνουν αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη τη νομολογία που απορρέει από τις αποφάσεις αυτές, ακόμη και αν εκτιμούν, υπό το πρίσμα αποφάσεως του Δικαστηρίου, ότι η επίμαχη νομολογία αντιβαίνει σε διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που έχουν άμεσο αποτέλεσμα.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική.


i      Η ονομασία που έχει δοθεί στην παρούσα υπόθεση είναι πλασματική. Δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό όνομα κανενός διαδίκου.