Language of document : ECLI:EU:C:2022:761

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ANTHONY MICHAEL COLLINS

της 6ης Οκτωβρίου 2022 (1)

Υπόθεση C339/21

Colt Technology Services SpA,

Wind Tre SpA,

Telecom Italia SpA,

Vodafone Italia SpA

κατά

Ministero della Giustizia,

Ministero dello Sviluppo Economico,

Ministero dell’Economia e delle Finanze,

Procura della Repubblica presso il Tribunale di Cagliari,

Procura della Repubblica presso il Tribunale di Roma,

Procura Generale della Repubblica presso Corte d’appello di Reggio Calabria,

Procura della Repubblica presso il Tribunale di Locri

[αίτηση του Consiglio di Stato
(Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιταλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία (ΕΕ) 2018/1972 – Άρθρο 13 – Όροι που συνοδεύουν τη γενική άδεια – Αρχή της αμεροληψίας, της αναλογικότητας και της διαφάνειας – Παροχή δυνατότητας νόμιμης παρακολούθησης την οποία παραγγέλλουν αρμόδιες δικαστικές αρχές – Αποζημίωση – Πλήρης επιστροφή των δαπανών στις οποίες υποβάλλονται οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών»






 I.      Εισαγωγή

1.        Οφείλουν τα κράτη μέλη να παρέχουν πλήρη αποζημίωση στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών για τις δαπάνες στις οποίες υποβάλλονται οι τελευταίοι προκειμένου να καταστήσουν δυνατή την παρακολούθηση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών από αρμόδιες εθνικές αρχές; Το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) υποβάλλει το ανωτέρω ερώτημα μνημονεύοντας, ειδικότερα, την οδηγία (ΕΕ) 2018/1972 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών (2).

 II.      Σχετικές νομικές διατάξεις

 A.      Το δίκαιο της Ένωσης

2.        Στο προοίμιο της οδηγίας 2018/1972 εκτίθενται, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθοι σκοποί:

«(5)      Η παρούσα οδηγία δημιουργεί νομικό πλαίσιο για την εξασφάλιση της ελευθερίας παροχής δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, μόνο υπό τους όρους που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία και τους τυχόν περιορισμούς που συνάδουν προς το άρθρο 52 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), ιδίως τα μέτρα που αφορούν τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια και τη δημόσια υγεία, και προς το άρθρο 52 παράγραφος 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (“Χάρτης”).

(6)      Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τη δυνατότητα κάθε κράτους μέλους να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της προστασίας των ουσιαστικών συμφερόντων του στον τομέα της ασφάλειας και για την εξασφάλιση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, καθώς και για να διευκολύνει τη διερεύνηση, εξιχνίαση και δίωξη εγκλημάτων, λαμβάνοντας υπόψη ότι οποιοσδήποτε περιορισμός της άσκησης δικαιωμάτων ή ελευθεριών που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη, ιδίως από τα άρθρα 7, 8 και 11 αυτού, όπως περιορισμοί σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων, πρέπει να προβλέπονται από τον νόμο, να σέβονται την ουσία των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών και να υπόκεινται στην αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με το άρθρο 52 παράγραφος 1 του Χάρτη.»

3.        Το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 2018/1972 προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία ισχύει υπό την επιφύλαξη:

[…]

(γ)      των ενεργειών που πραγματοποιούν τα κράτη μέλη για σκοπούς δημόσιας τάξης και δημόσιας ασφάλειας καθώς και άμυνας,

[…]».

4.        Το άρθρο 13 της οδηγίας 2018/1972, το οποίο επιγράφεται «Όροι που συνοδεύουν τη γενική άδεια και τα δικαιώματα χρήσης ραδιοφάσματος και πόρων αριθμοδότησης, και ειδικές υποχρεώσεις», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Η γενική άδεια για την παροχή δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τα δικαιώματα χρήσης ραδιοφάσματος και δικαιώματα χρήσης πόρων αριθμοδότησης μπορούν να υπάγονται μόνον στους όρους που απαριθμούνται στο παράρτημα I. Οι εν λόγω όροι είναι αμερόληπτοι, αναλογικοί και διαφανείς. […]»

5.        Το παράρτημα Ι επιγράφεται «Κατάλογος όρων που είναι δυνατό να συνοδεύουν γενικές άδειες, δικαιώματα χρήσης ραδιοφάσματος και δικαιώματα χρήσης πόρων αριθμοδότησης». Στο μέρος Α του παραρτήματος Ι, το οποίο περιλαμβάνει τους «γενικ[ούς] όρ[ους] που δύνανται να συνοδεύουν γενική άδεια», εκτίθενται τα εξής:

«[…]

4.      Δυνατότητα νόμιμης παρακολούθησης από αρμόδιες εθνικές αρχές σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 και την οδηγία 2002/58/ΕΚ.

[…]»

 Β.      Το ιταλικό δίκαιο

6.        Το άρθρο 96 του decreto legislativo n 259 – Codice delle comunicazioni elletroniche, της 1ης Αυγούστου 2003 (νομοθετικού διατάγματος 259 σχετικά με τον κώδικα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, Gazzetta ufficiale della Repubblica italiana αριθ. 214, της 15ης Σεπτεμβρίου 2003, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 259/2003), το οποίο επιγράφεται «Υποχρεωτικές υπηρεσίες», προβλέπει τα εξής:

«1.      Η παροχή υπηρεσιών για δικαστικούς σκοπούς κατόπιν αιτήσεως των αρμόδιων δικαστικών αρχών με αντικείμενο την παρακολούθηση και την παροχή πληροφοριών είναι υποχρεωτική για τους φορείς εκμετάλλευσης· οι λεπτομέρειες που αφορούν τον χρόνο και τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών συμφωνούνται με τις ως άνω αρχές έως την έκδοση της απόφασης που προβλέπεται στην παράγραφο 2.

2.      Για τους σκοπούς της θέσπισης του ετήσιου κατ’ αποκοπή τέλους για τις υποχρεωτικές υπηρεσίες της παραγράφου 1, εκδίδεται, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2017, απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, του Υπουργού Οικονομικής Ανάπτυξης και του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών για την αναθεώρηση των ποσών του τιμοκαταλόγου που περιέχεται στην decreto del Ministro delle comunicazioni 26 aprile 2001 (απόφαση του Υπουργού Επικοινωνιών της 26ης Απριλίου 2001), η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ιταλικής Δημοκρατίας αριθ. 104, της 7ης Μαΐου 2001. Η απόφαση:

a)      ρυθμίζει τα είδη των υποχρεωτικών υπηρεσιών και καθορίζει επίσης τις αμοιβές, λαμβανομένης υπόψη της εξέλιξης του κόστους και των υπηρεσιών, κατά τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται εξοικονόμηση δαπανών τουλάχιστον κατά 50 % σε σχέση με τις ισχύουσες αμοιβές. Στην αμοιβή περιλαμβάνεται το κόστος για όλες τις υπηρεσίες που ενεργοποιούνται ή χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα από κάθε ταυτότητα δικτύου·

b)      προσδιορίζει τους φορείς που υποχρεούνται να παρέχουν τις υποχρεωτικές υπηρεσίες παρακολούθησης, καθώς και τους παρόχους υπηρεσιών, των οποίων οι υποδομές επιτρέπουν την πρόσβαση στο δίκτυο ή τη διανομή του πληροφοριακού ή επικοινωνιακού περιεχομένου, και αυτούς οι οποίοι παρέχουν υπό οποιαδήποτε ιδιότητα υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή εφαρμογές, ακόμη και αν αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν μέσω ξένων δικτύων πρόσβασης ή μεταφοράς·

c)      ορίζει τις υποχρεώσεις των φορέων που υποχρεούνται να παρέχουν τις υποχρεωτικές υπηρεσίες και τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών αυτών, περιλαμβανομένων της τήρησης ομοιόμορφων ηλεκτρονικών διαδικασιών κατά τη μετάδοση και τη διαχείριση των επικοινωνιών διοικητικού χαρακτήρα, καθώς και σε σχέση με τα προκαταρκτικά στάδια της πληρωμής των υπηρεσιών αυτών.

3.      Σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων που προβλέπονται στην απόφαση της παραγράφου 2, εφαρμόζεται το άρθρο 32, παράγραφοι 2, 3, 4, 5 και 6.

4.      Έως την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 2, οι πληροφορίες σχετικά με την τηλεφωνική κίνηση παρέχονται δωρεάν. Σε σχέση με τις υπηρεσίες που παρέχονται για δικαστικούς σκοπούς πλην εκείνων της πρώτης περιόδου εξακολουθεί να εφαρμόζεται ο τιμοκατάλογος που εκδόθηκε με απόφαση του Υπουργού Επικοινωνιών της 26ης Απριλίου 2001, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ιταλικής Δημοκρατίας αριθ. 104, της 7ης Μαΐου 2001.

5.      Για τον σκοπό της παροχής των υπηρεσιών της παραγράφου 2, οι φορείς εκμετάλλευσης υποχρεούνται να διαπραγματεύονται μεταξύ τους τις λεπτομέρειες διασύνδεσης προκειμένου να διασφαλίζεται η παροχή και η διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών αυτών. Το Υπουργείο μπορεί να παρέμβει, εάν είναι αναγκαίο, ιδία πρωτοβουλία ή, ελλείψει συμφωνίας μεταξύ των φορέων εκμετάλλευσης, κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε εξ αυτών.»

7.        Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 96, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος 259/2003, η decreto interministeriale del Ministro della giustizia e del Ministro dello sviluppo economico di concerto con il Ministro dell’economia e delle finanze – Disposizione di riordino delle spese per le prestazioni obbligatorie di cui all’articolo 96 del decreto legislativo n 259 del 2003, της 28ης Δεκεμβρίου 2017 (διυπουργική απόφαση η οποία εκδόθηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και τον Υπουργό Οικονομικής Ανάπτυξης από κοινού με τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών – Διατάξεις περί αναμόρφωσης των εξόδων για τις υποχρεωτικές υπηρεσίες του άρθρου 96 του νομοθετικού διατάγματος 259/2003, Gazzetta ufficiale della Repubblica italiana αριθ. 33, της 9ης Φεβρουαρίου 2018, στο εξής: διυπουργική απόφαση της 28ης Δεκεμβρίου 2017), καθορίζει τους όρους παροχής των υποχρεωτικών υπηρεσιών και προβλέπει, στο παράρτημά της, τις αμοιβές που οφείλουν να καταβάλλουν οι ιταλικές αρχές για τις εν λόγω υπηρεσίες.

 III.      Η διαφορά της κύριας δίκης και η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως

8.        Οι Colt Technology Services SpA, Wind Tre SpA, Telecom Italia SpA και Vodafone Italia SpA είναι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι οποίοι παρέχουν, μεταξύ άλλων, υπηρεσίες διαδικτύου και σταθερής και κινητής τηλεφωνίας στην Ιταλία. Με χωριστές προσφυγές, οι εν λόγω πάροχοι προσέβαλαν τη διυπουργική απόφαση της 28ης Δεκεμβρίου 2017. Ειδικότερα, ισχυρίστηκαν ότι οι αμοιβές που καταβάλλουν οι ιταλικές αρχές δυνάμει της εν λόγω απόφασης δεν καλύπτουν πλήρως τις δαπάνες για την παροχή υποχρεωτικών υπηρεσιών με αντικείμενο την παρακολούθηση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών την οποία παραγγέλλουν αρμόδιες εθνικές δικαστικές αρχές.

9.        Το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικό πρωτοδικείο του Lazio, Ιταλία) απέρριψε τις προσφυγές των Colt Technology Services, Wind Tre, Telecom Italia και Vodafone Italia. Κατόπιν τούτου, οι εν λόγω πάροχοι άσκησαν εφέσεις ενώπιον του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας), το οποίο τις συνεκδίκασε.

10.      Προκειμένου να αποφανθεί επί των εφέσεων, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) υπέβαλε στο Δικαστήριο, στις 13 Ιουλίου 2020, αίτηση προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με την ερμηνεία των άρθρων 18, 26 και 102 ΣΛΕΕ.

11.      Στις 26 Νοεμβρίου 2020, το Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ως προδήλως απαράδεκτη (3). Το Δικαστήριο έκρινε ότι το αιτούν δικαστήριο, κατ’ ουσίαν, απλώς επανέλαβε τα επιχειρήματα που είχαν προβάλει οι εκκαλούσες της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, δεν ανέφερε τους λόγους που το οδήγησαν να υποβάλει ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία των άρθρων 18, 26 και 102 ΣΛΕΕ ούτε εξήγησε τη σχέση μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας, αντιθέτως προς τις απαιτήσεις του άρθρου 94, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου (4). Το Δικαστήριο επισήμανε, επίσης, ότι το αιτούν δικαστήριο είχε πάντως τη δυνατότητα να υποβάλει νέα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιέχουσα τα στοιχεία που θα παρείχαν τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να δώσει χρήσιμη απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα (5).

12.      Στις 31 Μαΐου 2021, στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) υπέβαλε την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως. Συγκεκριμένα, επισήμανε ότι, βάσει της οδηγίας 2018/1972, η γενική άδεια παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών μπορεί να παρέχεται υπό τον όρο της παροχής υποχρεωτικών υπηρεσιών, όπως της παρακολούθησης των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, την οποία παραγγέλλουν δικαστικές αρχές. Μολονότι είναι αληθές ότι, κατά το άρθρο 13 της οδηγίας 2018/1972, οι όροι που συνοδεύουν τη γενική άδεια πρέπει να είναι αμερόληπτοι, αναλογικοί και διαφανείς, ωστόσο το δίκαιο της Ένωσης δεν επιτάσσει ρητά την καταβολή πλήρους αποζημίωσης στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών για τις δαπάνες στις οποίες υποβάλλονται προκειμένου να συμμορφωθούν με τις δικαστικές παραγγελίες παρακολούθησης των εν λόγω επικοινωνιών.

13.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν τα άρθρα 18, 26, 49, 54 και 55 ΣΛΕΕ, τα άρθρα 3 και 13 της [οδηγίας 2018/1972] καθώς και τα άρθρα 16 και 52 του [Χάρτη] την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτά εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία, κατά την ανάθεση στη διοικητική αρχή του καθήκοντος καθορισμού της αποζημίωσης που πρέπει να αναγνωριστεί στους φορείς εκμετάλλευσης τηλεπικοινωνιών για την υποχρεωτική άσκηση των δραστηριοτήτων παρακολούθησης της ροής των επικοινωνιών που παραγγέλλει η δικαστική αρχή, δεν επιβάλλει υποχρέωση τήρησης της αρχής της πλήρους επιστροφής των δαπανών που πραγματοποίησαν όντως και τεκμηρίωσαν δεόντως οι φορείς εκμετάλλευσης σε σχέση με τις δραστηριότητες αυτές και, επιπλέον, υποχρεώνει τη διοικητική αρχή να εξοικονομήσει δαπάνες σε σχέση με τα προϊσχύσαντα κριτήρια υπολογισμού της αποζημίωσης;»

14.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Colt Technology Services, η Wind Tre, η Telecom Italia, η Vodafone Italia, η Ιταλική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 18ης Μαΐου 2022, οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικά τις απόψεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου.

 IV.      Εκτίμηση

 Α.      Εφαρμογή της οδηγίας 2018/1972

15.      Σύμφωνα με τη σχετική υπόδειξη του Δικαστηρίου, στις παρούσες προτάσεις θα αναλυθεί μόνον ο τρόπος εφαρμογής της οδηγίας 2018/1972 στο πλαίσιο του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος.

16.      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2018/1972 έχει την έννοια ότι υποχρεώνει τα κράτη μέλη να παρέχουν πλήρη αποζημίωση στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών για τις δαπάνες στις οποίες υποβάλλονται στο πλαίσιο της υποχρεωτικής παρακολούθησης των ηλεκτρονικών επικοινωνιών την οποία παραγγέλλουν αρμόδιες εθνικές δικαστικές αρχές.

17.      Κατά τον χρόνο έκδοσης της διυπουργικής απόφασης της 28ης Δεκεμβρίου 2017, ήταν σε ισχύ η οδηγία 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την αδειοδότηση) (6), η οποία και είχε μεταφερθεί εμπροθέσμως στο ιταλικό δίκαιο. Η οδηγία 2018/1972 τέθηκε σε ισχύ, σύμφωνα με τα άρθρα της 124 και 126, στις 20 Δεκεμβρίου 2018, με προθεσμία μεταφοράς της στο δίκαιο των κρατών μελών έως τις 21 Δεκεμβρίου 2020. Το άρθρο 125 της οδηγίας 2018/1972 κατήργησε την οδηγία 2002/20 με ισχύ από τις 21 Δεκεμβρίου 2020. Κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως, η οδηγία 2018/1972 είχε τεθεί σε ισχύ, η προθεσμία μεταφοράς της στο δίκαιο των κρατών μελών είχε λήξει και η οδηγία 2002/20 είχε καταργηθεί. Οι διατάξεις της οδηγίας 2002/20 (7) και της οδηγίας 2018/1972 που είναι κρίσιμες για την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυπες. Στις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις όλων των διαδίκων στην παρούσα διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου μνημονεύονται οι διατάξεις της οδηγίας 2018/1972, και όχι της οδηγίας 2002/20. Τέλος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί την ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 2018/1972. Για όλους τους ανωτέρω λόγους, οι παρούσες προτάσεις ερμηνεύουν τις διατάξεις της οδηγίας 2018/1972.

 B.      Οι παρατηρήσεις των διαδίκων

18.      Οι Colt Technology Services, Wind Tre, Telecom Italia και Vodafone Italia υποστηρίζουν ότι στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση. Συγκεκριμένα, διατείνονται ότι οι αμοιβές που θεσπίστηκαν με τη διυπουργική απόφαση της 28ης Δεκεμβρίου 2017 είναι υπερβολικά χαμηλές και καλύπτουν μικρό μόνο μέρος των δαπανών στις οποίες υποβάλλονται στο πλαίσιο της παρακολούθησης των ηλεκτρονικών επικοινωνιών την οποία παραγγέλλουν δικαστικές αρχές.

19.      Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι η διυπουργική απόφαση της 28ης Δεκεμβρίου 2017 αντιβαίνει στο άρθρο 13 της οδηγίας 2018/1972, καθόσον είναι μεροληπτική, δυσανάλογη και αδιαφανής. Πρώτον, η διυπουργική απόφαση της 28ης Δεκεμβρίου 2017 εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος των μεγαλύτερων παρόχων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι οποίοι ενδέχεται να διενεργήσουν περισσότερες παρακολουθήσεις από τους μικρότερης κλίμακας ομολόγους τους. Επίσης, η εν λόγω απόφαση εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος των Ιταλών παρόχων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, δεδομένου ότι οι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη πάροχοι δεν επιβαρύνονται με δαπάνες παρακολούθησης. Δεύτερον, η διυπουργική απόφαση της 28ης Δεκεμβρίου 2017 αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας, επειδή επιβάλλει στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών μη ανακτήσιμες δαπάνες σημαντικού ύψους. Τούτο μπορεί να επηρεάσει την προσήκουσα παροχή των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών εν γένει και να υπονομεύσει την οικονομική βιωσιμότητα ορισμένων παρόχων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ειδικότερα. Η Vodafone Italia υποστηρίζει, επίσης, ότι η μη πλήρης αποζημίωση ενδέχεται να υποβαθμίσει την ποιότητα των υπηρεσιών παρακολούθησης που παρέχουν οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπερ θα ήταν αντίθετο προς το γενικό συμφέρον. Τρίτον, η Wind Tre εκτιμά ότι η διαδικασία που προηγήθηκε της έκδοσης της διυπουργικής απόφασης της 28ης Δεκεμβρίου 2017 δεν ήταν διαφανής.

20.      Επιπλέον, η Vodafone Italia, στηριζόμενη κατ’ αναλογίαν στους κανόνες που διέπουν την παροχή των καθολικών υπηρεσιών, υποστηρίζει ότι η οδηγία 2018/1972 καθιερώνει την αρχή της πλήρους επιστροφής των δαπανών στις οποίες υποβάλλονται οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών κατά την παροχή υποχρεωτικών υπηρεσιών όπως η παρακολούθηση ηλεκτρονικών επικοινωνιών την οποία παραγγέλλουν δικαστικές αρχές.

21.      Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση. Συγκεκριμένα, επισημαίνει ότι η οδηγία 2018/1972 απαιτεί απλώς οι όροι που συνοδεύουν μια γενική άδεια παροχής δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να είναι αμερόληπτοι, αναλογικοί και διαφανείς. Δεν προβλέπει πλήρη αποζημίωση για την παρακολούθηση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών την οποία παραγγέλλουν δικαστικές αρχές. Η Ιταλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι, μολονότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να το κρίνει, η διάταξη περί παραπομπής δεν αναφέρει ότι οι δαπάνες στις οποίες υποβάλλονται οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών λόγω της παροχής της δυνατότητας διενέργειας τέτοιων παρακολουθήσεων μπορούν να διακυβεύσουν την οικονομική τους βιωσιμότητα. Ο ισχυρισμός ότι η διυπουργική απόφαση της 28ης Δεκεμβρίου 2017 παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας είναι αβάσιμος.

22.      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το άρθρο 13 της οδηγίας 2018/1972 δεν προβλέπει ρητά ότι στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών καταβάλλεται αποζημίωση για τις δαπάνες στις οποίες υποβάλλονται στο πλαίσιο της παροχής υποχρεωτικών υπηρεσιών δυνάμει γενικής άδειας. Τα κράτη μέλη διαθέτουν ορισμένο περιθώριο εκτίμησης για τη ρύθμιση του ζητήματος της διαθεσιμότητας της αποζημίωσης, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούν τις αρχές της αμεροληψίας, της αναλογικότητας και της διαφάνειας.

23.      Η Επιτροπή αμφισβητεί το επιχείρημα ότι η μη πρόβλεψη πλήρους αποζημίωσης συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Όσον αφορά δε την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ελλείψει ρητής πρόβλεψης στην εφαρμοστέα νομοθεσία, στο δίκαιο της Ένωσης δεν υφίσταται γενική υποχρέωση παροχής πλήρους αποζημίωσης στους οικονομικούς φορείς για τις δαπάνες στις οποίες υποβάλλονται ως απόρροια της εκπλήρωσης υποχρεώσεων που επιβάλλονται προς το γενικό συμφέρον. Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, ακόμη και στις περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να είναι σκόπιμη η παροχή δίκαιης αποζημίωσης, δεδομένου ότι οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στους οικονομικούς φορείς δεν είναι συνυφασμένες με την οικονομική δραστηριότητα την οποία ασκούν, δεν απαιτείται η καταβολή πλήρους αποζημίωσης. Η πρόβλεψη σχετικής υποχρέωσης θα μπορούσε ακόμη και να μειώσει το κίνητρο των παρόχων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να παρέχουν τις υποχρεωτικές υπηρεσίες με αποτελεσματικό τρόπο.

 Γ.      Ανάλυση των κρίσιμων διατάξεων της οδηγίας 2018/1972

24.      Κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γράμμα της, το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου χρησιμοποιείται η διάταξη και οι σκοποί της ρύθμισης στην οποία εντάσσεται (8).

25.      Το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2018/1972 προβλέπει ότι η εν λόγω οδηγία ισχύει υπό την επιφύλαξη των ενεργειών που πραγματοποιούν τα κράτη μέλη, μεταξύ άλλων, για σκοπούς δημόσιας τάξης και δημόσιας ασφάλειας. Επομένως, εθνικά μέτρα τα οποία η οδηγία 2018/1972 καταρχήν δεν θα επέτρεπε σε άλλη περίπτωση μπορούν εντούτοις να θεωρηθούν δικαιολογημένα για λόγους προστασίας της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας ασφάλειας.

26.      Το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2018/1972 ορίζει ότι η γενική άδεια για την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών μπορεί να υπόκειται μόνο στους όρους που απαριθμούνται στο παράρτημα I. Οι εν λόγω όροι πρέπει να είναι αμερόληπτοι, αναλογικοί και διαφανείς.

27.      Ο όρος 4 του παραρτήματος Ι, μέρος Α, της οδηγίας 2018/1972, το οποίο περιέχει τους γενικούς όρους που δύνανται να συνοδεύουν τις γενικές άδειες, επιτρέπει στα κράτη μέλη να εξαρτούν μια τέτοια άδεια από τη «[δ]υνατότητα νόμιμης παρακολούθησης από αρμόδιες εθνικές αρχές σύμφωνα με [τους κανόνες προστασίας των δεδομένων]».

28.      Όπως προκύπτει από το γράμμα των προμνησθεισών διατάξεων, τα κράτη μέλη δύνανται να επιβάλλουν στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών την υποχρέωση να καθιστούν δυνατή την παρακολούθηση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όταν τούτο παραγγέλλεται από αρμόδιες εθνικές αρχές. Λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 13, παράγραφος 1, και του παραρτήματος Ι, μέρος Α, όρος 4, της οδηγίας 2018/1972, η εξαίρεση για τη δημόσια ασφάλεια που προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της ίδιας οδηγίας, φαίνεται, ως εκ τούτου, να μην ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της υπό κρίση αίτησης προδικαστικής αποφάσεως. Η ίδια η οδηγία 2018/1972 επιτρέπει ρητά στα κράτη μέλη να επιβάλλουν στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών την υποχρέωση να καθιστούν δυνατή την παρακολούθηση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών ως προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών. Επιπλέον, η εν λόγω οδηγία δεν υποχρεώνει ρητά τα κράτη μέλη να προβλέπουν την καταβολή αποζημίωσης για τις δαπάνες στις οποίες υποβάλλονται οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών προκειμένου να καταστήσουν δυνατή την παρακολούθηση των εν λόγω επικοινωνιών.

29.      Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, φαίνεται να ανακύπτουν δύο ζητήματα ενώπιον του Δικαστηρίου. Πρώτον, σε τι συνίσταται η «[δ]υνατότητα νόμιμης παρακολούθησης από αρμόδιες εθνικές αρχές»; Δεύτερον, μπορεί η μη καταβολή πλήρους αποζημίωσης στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών για τις δαπάνες στις οποίες υποβάλλονται, προκειμένου να καταστήσουν δυνατή τη νόμιμη παρακολούθηση από αρμόδιες εθνικές αρχές, να αντίκειται στις αρχές της αμεροληψίας, της αναλογικότητας και της διαφάνειας;

30.      Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, φαίνεται ότι το παράρτημα Ι, μέρος Α, όρος 4, της οδηγίας 2018/1972 επιδέχεται δύο δυνατές ερμηνείες. Καταρχάς, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η φράση «δυνατότητα νόμιμης παρακολούθησης» έχει την έννοια ότι είναι δυνατόν να επιβάλλεται στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών η υποχρέωση να καθιστούν δυνατή την εν λόγω παρακολούθηση χωρίς κατ’ ανάγκην να παρακολουθούν οι ίδιοι τις επικοινωνίες αυτές. Κατά την εκδοχή αυτή, θα μπορούσε να ζητείται από τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να θέτουν στη διάθεση των αρμόδιων εθνικών αρχών τις τεχνικές υποδομές και τους ανθρώπινους πόρους που απαιτούνται για τη διευκόλυνση της παρακολούθησης των ηλεκτρονικών επικοινωνιών από τις αρχές αυτές. Επομένως, η επιβολή στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών της υποχρέωσης να διενεργούν οι ίδιοι τις παρακολουθήσεις συνιστά ευρύτερης κλίμακας απαίτηση από το να τους ζητείται απλώς και μόνο να καθιστούν δυνατή τη νόμιμη παρακολούθηση και, ως εκ τούτου, αποτελεί επιβάρυνση η οποία υπερβαίνει το περιεχόμενο που μπορούν να έχουν οι όροι μιας γενικής άδειας.

31.      Μια εναλλακτική ερμηνεία της ανωτέρω διάταξης είναι ότι ο όρος «[δ]υνατότητα νόμιμης παρακολούθησης από αρμόδιες εθνικές αρχές» χρησιμοποιείται επειδή μόνον οι αρμόδιες εθνικές αρχές έχουν την εξουσία να διευθύνουν τη νόμιμη παρακολούθηση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ανεξάρτητα από τον τρόπο συμμετοχής τους από πρακτική άποψη, μπορούν, σε κάθε περίπτωση, απλώς και μόνο να καθιστούν δυνατή τη νόμιμη παρακολούθηση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, δεδομένου ότι οι ίδιοι δεν έχουν την εξουσία να τη διενεργούν. Η ερμηνεία αυτή, υπό την έννοια ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές είναι αποκλειστικά επιφορτισμένες με την εξουσία να διευθύνουν τη νόμιμη παρακολούθηση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συνάδει, επίσης, με τους επιδιωκόμενους από το εν λόγω μέτρο σκοπούς. Συγκεκριμένα, το παράρτημα Ι, μέρος Α, όρος 4, προβλέπει ότι, στις περιπτώσεις νόμιμης παρακολούθησης ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι υποχρεώσεις που επιβάλλουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές στους παρόχους υπηρεσιών τέτοιων επικοινωνιών εκτείνονται πέραν του ελάχιστου βαθμού συνεργασίας. Από την επισκόπηση των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων της οδηγίας 2018/1972 φαίνεται επίσης να επιρρωννύεται η άποψη ότι η νόμιμη παρακολούθηση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών αποτελεί προνόμιο των αρμόδιων εθνικών αρχών (9).

32.      Πέραν των εκτιμήσεων που αφορούν την έννοια της «νόμιμης παρακολούθησης», υπάρχουν λόγοι πρακτικής φύσεως που συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι το παράρτημα Ι, μέρος Α, όρος 4, της οδηγίας 2018/1972 έχει την έννοια ότι παρέχει στα κράτη μέλη την εξουσία να επιβάλλουν στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών την υποχρέωση να παρακολουθούν τις επικοινωνίες ως όρο για τη χορήγηση άδειας παροχής των εν λόγω υπηρεσιών. Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική και αποδοτική παρακολούθηση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όποτε τούτο είναι αναγκαίο, φαίνεται εύλογο τα κράτη μέλη να βασίζονται στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι οποίοι γνωρίζουν τις υποδομές τους και διαθέτουν το κατάλληλο προσωπικό για την παρακολούθηση των επικοινωνιών στα εν λόγω δίκτυα. Η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα της παρακολούθησης θα διακυβεύονταν αν οι εθνικές αρχές έπρεπε οι ίδιες να παρακολουθούν τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες που πραγματοποιούνται μέσω των δικτύων των διαφόρων παρόχων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και με τη χρήση διαφόρων τεχνικών μεθόδων και υποδομών.

33.      Κατά συνέπεια, φρονώ ότι το παράρτημα Ι, μέρος Α, όρος 4, της οδηγίας 2018/1972, που επιτρέπει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών την υποχρέωση να καθιστούν δυνατή τη νόμιμη παρακολούθηση των επικοινωνιών, περιλαμβάνει την επιβολή στους εν λόγω παρόχους υπηρεσιών της υποχρέωσης να διενεργούν την παρακολούθηση αυτή υπό τις οδηγίες των αρμόδιων εθνικών αρχών.

34.      Ακολούθως, θα εξετάσω το δεύτερο ζήτημα που επισημάνθηκε στο σημείο 29 των παρουσών προτάσεων.

35.      Πρώτον, το δίκαιο της Ένωσης απαγορεύει κάθε διάκριση λόγω ιθαγένειας εντός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών τους (10). Η απαγόρευση αυτή καλύπτει όχι μόνον τις άμεσες διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, αλλά και κάθε μορφή έμμεσης διάκρισης η οποία, κατ’ εφαρμογήν άλλων κριτηρίων διαφοροποίησης, καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα (11). Επίσης, κατά τη νομολογία, η γενική αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων αποκλείει τη μεταχείριση παρεμφερών καταστάσεων κατά διαφορετικό τρόπο και διαφορετικών καταστάσεων καθ’ όμοιο τρόπο (12).

36.      Όπως αναλυτικότερα εκτίθεται στο σημείο 19 των παρουσών προτάσεων, οι εκκαλούσες της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι η διυπουργική απόφαση της 28ης Δεκεμβρίου 2017 εισάγει δυσμενή διάκριση τόσο σε βάρος των μεγαλύτερων παρόχων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών όσο και σε βάρος των εγκατεστημένων στην Ιταλία παρόχων των ίδιων υπηρεσιών.

37.      Κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν φαίνεται να επιρρωννύει τον ισχυρισμό ότι, συνεπεία της διυπουργικής απόφασης της 28ης Δεκεμβρίου 2017, οι μεγαλύτεροι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών υφίστανται δυσμενή διάκριση. Εν πάση περιπτώσει, μολονότι οι μεγαλύτεροι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ενδέχεται πράγματι, λόγω της μεγάλης πελατειακής βάσης τους, να υποχρεώνονται να καθιστούν δυνατή τη νόμιμη παρακολούθηση των επικοινωνιών συχνότερα από τους παρόχους με λιγότερους πελάτες, ωστόσο οι πρώτοι πιθανότατα έχουν μεγαλύτερα έσοδα. Εξ όσων είναι δυνατόν να διαπιστωθούν από το λιγοστό υλικό που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, φαίνεται πιθανό, καταρχήν, ότι ο οικονομικός αντίκτυπος των δαπανών της νόμιμης παρακολούθησης ως προς τα έσοδα μπορεί να είναι παρόμοιος για όλους τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

38.      Όσον αφορά την προβαλλόμενη διάκριση λόγω ιθαγένειας, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 18 ΣΛΕΕ δεν αφορά τις ενδεχόμενες διαφορές μεταχείρισης που μπορούν να προκύψουν, για πρόσωπα και επιχειρήσεις που υπάγονται στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από υφιστάμενες μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών διαφορές, εφόσον αυτές εφαρμόζονται επί όλων εκείνων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους, σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ιθαγένειά τους (13). Αρκεί να επισημανθεί ότι οι Ιταλοί πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως οι εκκαλούσες της κύριας δίκης, και οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη υπέχουν υποχρέωση συνεργασίας με τις αρμόδιες εθνικές αρχές της χώρας στην οποία είναι αντίστοιχα εγκατεστημένοι. Το ότι οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη υπέχουν, κατά κανόνα, την υποχρέωση να συνεργάζονται με τις εθνικές αρχές της χώρας εγκατάστασής τους, και όχι με τις ιταλικές δικαστικές αρχές, δεν συνιστά διάκριση.

39.      Δεύτερον, αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, την οποία μνημονεύει το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2018/1972, το γεγονός ότι η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία προβλέπει χρηματική αποζημίωση για τη δραστηριότητα της νόμιμης παρακολούθησης χωρίς να εγγυάται ότι οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών λαμβάνουν πλήρη αποζημίωση για τις δαπάνες στις οποίες υποβάλλονται κατά την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας; Το εν λόγω ζήτημα φαίνεται να βρίσκεται στο επίκεντρο της υπό κρίση υπόθεσης.

40.      Καταρχάς, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι στη νομολογία απαντούν πολλές αποκλίσεις από την αρχή της αναλογικότητας, ανάλογα με το υπό εξέταση αντικείμενο.

41.      Όσον αφορά την αναλογικότητα της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικής ρύθμισης, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, στο πλαίσιο σφαιρικής εκτίμησης όλων των κρίσιμων νομικών και πραγματικών στοιχείων, αν η ρύθμιση αυτή είναι κατάλληλη να διασφαλίσει την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών χωρίς να βαίνει πέραν του αναγκαίου ορίου για την επίτευξή τους, εφόσον οι σκοποί αυτοί δεν μπορούν να επιτευχθούν με μικρότερης κλίμακας μέτρα. Είναι πάντως έργο του Δικαστηρίου να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία του δικαίου της Ένωσης τα οποία θα το διευκολύνουν να διενεργήσει την εν λόγω ανάλυση (14).

42.      Στο πλαίσιο αυτό, κρίνω σκόπιμες δύο παρατηρήσεις σχετικά με το ζήτημα που καλείται να επιλύσει το αιτούν δικαστήριο. Οι εκκαλούσες της κύριας δίκης βάλλουν κατά της διυπουργικής απόφασης της 28ης Δεκεμβρίου 2017, με την οποία οι ιταλικές αρχές καθόρισαν τις καταβαλλόμενες για την υποχρεωτική παρακολούθηση των επικοινωνιών αμοιβές σε ύψος που υπολείπεται του ύψους των δαπανών στις οποίες οι ίδιες ισχυρίζονται ότι υποβάλλονται για τη διενέργεια της παρακολούθησης αυτής. Η εν λόγω απόφαση φαίνεται να έχει ως σκοπό τον περιορισμό της δαπάνης την οποία συνεπάγεται για το δημόσιο ταμείο η εν λόγω δραστηριότητα, μέσω της συμμετοχής στη δαπάνη αυτή των οικονομικών φορέων που δραστηριοποιούνται στον εν λόγω τομέα. Ο σκοπός αυτός φαίνεται να αποτελεί θεμιτό σκοπό γενικού συμφέροντος (15). Επιπλέον, αν και πρόκειται για ζήτημα του οποίου η επίλυση εναπόκειται, εν τέλει, στο αιτούν δικαστήριο, δεν προκύπτει προδήλως ότι η διυπουργική απόφαση της 28ης Δεκεμβρίου 2017 είναι ακατάλληλη για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού.

43.      Όσον αφορά το ζήτημα αν η διυπουργική απόφαση της 28ης Δεκεμβρίου 2017 βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του θεμιτού σκοπού τον οποίο επιδιώκει, το αιτούν δικαστήριο θα μπορούσε να εξετάσει αν η επιβάρυνση την οποία προκαλεί η διυπουργική απόφαση στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών είναι προδήλως υπέρμετρη. Συναφώς, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι οι εκκαλούσες της κύριας δίκης που επιχείρησαν να ποσοτικοποιήσουν την εν λόγω οικονομική επιβάρυνση, ήτοι η Telecom Italia και η Vodafone Italia, εξέθεσαν ότι οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκαν και οι οποίες δεν καλύφθηκαν από τα έσοδα που εισπράχθηκαν το 2017 και το 2018 ανέρχονταν σε ύψος περίπου 6‑7 εκατομμυρίων ευρώ. Απαντώντας στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι δύο αυτές εταιρίες παραδέχθηκαν ότι, όπως προκύπτει από τις δημόσια διαθέσιμες ετήσιες οικονομικές εκθέσεις τους, ο κύκλος εργασιών τους από την παροχή υπηρεσιών διαδικτύου και σταθερής και κινητής τηλεφωνίας στην Ιταλία ανήλθε, κατά την ίδια περίοδο, σε πολλά δισεκατομμύρια ευρώ. Υπό το πρίσμα αυτό, φαίνεται μάλλον απίθανο η οικονομική επιβάρυνση την οποία θέτει η διυπουργική απόφαση της 28ης Δεκεμβρίου 2017 στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να υπονομεύει την παροχή των υπηρεσιών αυτών ή την οικονομική βιωσιμότητα των παρόχων υπηρεσιών, όπως ισχυρίστηκαν ορισμένοι.

44.      Τρίτον, η αρχή της διαφάνειας επιτάσσει να καθορίζονται όλες οι προϋποθέσεις και όλες οι λεπτομέρειες ενός μηχανισμού με κανόνες επαρκώς προσβάσιμους, σαφείς, ακριβείς, μονοσήμαντους και προβλέψιμους στην εφαρμογή τους ώστε να παρέχεται η δυνατότητα σε κάθε ευλόγως ενημερωμένο και επιδεικνύοντα τη συνήθη επιμέλεια επιχειρηματία να κατανοεί το ακριβές περιεχόμενό τους και να αποτρέπεται κάθε κίνδυνος αυθαιρεσίας. Οι παράμετροι αυτές πρέπει να καθορίζονται σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια, ώστε οι επιχειρηματίες να είναι σε θέση να υπολογίσουν το πιθανό κόστος (16).

45.      Οι εκκαλούσες της κύριας δίκης δεν ισχυρίζονται ότι η μεθοδολογία υπολογισμού της αποζημίωσης βασίστηκε σε κριτήρια που δεν ήταν προσβάσιμα, σαφή, ακριβή, αντικειμενικά ή προβλέψιμα ή που ήταν πολυσήμαντα. Ουσιαστικά, το παράρτημα της διυπουργικής απόφασης της 28ης Δεκεμβρίου 2017, το οποίο καθορίζει τις καταβλητέες από τις ιταλικές αρχές αμοιβές για κάθε κατηγορία δραστηριότητας παρακολούθησης, φαίνεται να πληροί τις απαιτήσεις αυτές. Στην πραγματικότητα, η Wind Tre φαίνεται να επικρίνει το γεγονός ότι δεν παρασχέθηκε στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών η δυνατότητα να εκφράσουν τις ανησυχίες τους στο πλαίσιο της διαδικασίας που προηγήθηκε του καθορισμού των αμοιβών που προβλέπονται στο εν λόγω παράρτημα. Αν και πρόκειται για ζήτημα του οποίου η επίλυση εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, δεν είναι πάντως καθόλου σαφές ότι η αρχή της διαφάνειας περικλείει δικαίωμα ενεργής συμμετοχής των παρόχων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στη διαδικασία που προηγήθηκε του καθορισμού των επίμαχων αμοιβών.

46.      Τέλος, για λόγους πληρότητας, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι το προβαλλόμενο από τη Vodafone Italia επιχείρημα ότι η παροχή καθολικών υπηρεσιών υπόκειται στην αρχή της πλήρους επιστροφής των δαπανών είναι εσφαλμένο. Οι επίμαχες στην υπό κρίση υπόθεση υποχρεωτικές υπηρεσίες, ήτοι η νόμιμη παρακολούθηση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, δεν αποτελούν καθολικές υπηρεσίες που παρέχονται στους τελικούς χρήστες. Αντιθέτως, αποτελούν μια μορφή παροχής συνδρομής προς τις δημόσιες αρχές κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που υπέχουν να διασφαλίζουν το γενικό συμφέρον, την οποία, μάλιστα, τα κράτη μέλη ρητά δύνανται να επιβάλλουν ως όρο για τη χορήγηση άδειας παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Ανεξάρτητα από την τυχόν πραγματική ύπαρξη της αρχής της πλήρους επιστροφής των δαπανών στις οποίες υποβάλλονται οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών για την παροχή καθολικών υπηρεσιών, πράγμα που πόρρω απέχει από το να είναι σαφές (17), δεν υπάρχει λόγος κατ’ αναλογίαν εφαρμογής της εν λόγω αρχής.

 V.      Πρόταση

47.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιταλία) ως εξής:

«Η οδηγία (ΕΕ) 2018/1972 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών,

έχει την έννοια ότι:

δεν επιβάλλει στους εθνικούς νομοθέτες την υποχρέωση να παρέχουν πλήρη αποζημίωση στους φορείς παροχής ηλεκτρονικών επικοινωνιών για τις δαπάνες στις οποίες υποβάλλονται προκειμένου να καταστήσουν δυνατή την παρακολούθηση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών την οποία παραγγέλλουν δικαστικές αρχές. Βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόζουν μηχανισμό αντιστάθμισης των εν λόγω δαπανών, υπό την προϋπόθεση ότι ο μηχανισμός αυτός είναι αμερόληπτος, αναλογικός και διαφανής.»


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      ΕΕ 2018, L 321, σ. 36.


3      Διάταξη της 26ης Νοεμβρίου 2020, Colt Technology Services κ.λπ. (C‑318/20, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:969).


4      Όπ.π. (σκέψη 20).


5      Όπ.π. (σκέψη 25).


6      ΕΕ 2002, L 108, σ. 21.


7      Άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/20. Ο όρος 11 του μέρους Α, το οποίο καθορίζει τους «Όρο[υς] που δύνανται να συνοδεύουν γενική άδεια», του παραρτήματος της οδηγίας 2002/20 έχει ως εξής: «Δυνατότητα νόμιμης παρακολούθησης από αρμόδιες εθνικές αρχές σύμφωνα με την οδηγία 97/66/ΕΚ και την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών».


8      Αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Andersen (C‑306/07, EU:C:2008:743, σκέψη 40), και της 17ης Μαρτίου 2022, Daimler (C‑232/20, EU:C:2022:196, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


9      Η απόδοση του παραρτήματος Ι, μέρος Α, όρος 4, της οδηγίας 2018/1972 στη γαλλική γλώσσα έχει ως εξής: «Facilitation de l’interception légale par les autorités nationales compétentes»· η απόδοση στην ισπανική γλώσσα έχει ως εξής: «Permiso de interceptación legal por las autoridades nacionales competentes»· η απόδοση στην ιταλική γλώσσα έχει ως εξής: «Possibilità per le autorità nazionali competenti di effettuare legalmente intercettazioni delle comunicazioni»· η απόδοση στην ολλανδική γλώσσα έχει ως εξής: «Mogelijkheid van legale onderschepping door de bevoegde nationale instanties»· και η απόδοση στην πολωνική γλώσσα έχει ως εξής: «Umożliwienie prowadzenia legalnego przejęcia przez właściwe organy krajowe».


10      Βλ. άρθρο 18 ΣΛΕΕ, το οποίο μπορεί να εφαρμοστεί αυτοτελώς μόνο σε καταστάσεις διεπόμενες από το δίκαιο της Ένωσης για τις οποίες οι Συνθήκες δεν προβλέπουν ειδικούς κανόνες απαγόρευσης των διακρίσεων [απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, A (Δημόσια υγειονομική περίθαλψη), C‑535/19, EU:C:2021:595, σκέψη 40].


11      Απόφαση της 18ης Ιουνίου 2019, Αυστρία κατά Γερμανίας (C‑591/17, EU:C:2019:504, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


12      Βλ. απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, AEM και AEM Torino (C‑128/03 και C‑129/03, EU:C:2005:224, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


13      Βλ. αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, Milk Marque και National Farmers’ Union (C‑137/00, EU:C:2003:429, σκέψη 124), και της 12ης Ιουλίου 2005, Schempp (C‑403/03, EU:C:2005:446, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


14      Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 31ης Μαΐου 2018, Confetra κ.λπ. (C‑259/16 και C‑260/16, EU:C:2018:370, σκέψεις 47 και 49), και της 26ης Ιανουαρίου 2021, Hessischer Rundfunk (C‑422/19 και C‑423/19, EU:C:2021:63, σκέψεις 70 και 71).


15      Πρβλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2021, Viesgo Infraestructuras Energéticas (C‑683/19, EU:C:2021:847, σκέψεις 14, 59 και 60), όσον αφορά τη μη λήψη αντισταθμιστικών μέτρων για επιχειρήσεις που υπείχαν υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας.


16      Πρβλ. απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Χρηματοδότηση των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας) (C‑49/19, EU:C:2020:956, σκέψη 38). Βλ., επίσης, απόφαση της 17ης Ιουνίου 2021, Simonsen & Weel (C‑23/20, EU:C:2021:490, σκέψη 61), σχετικά με δημόσιους διαγωνισμούς.


17      Πρβλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2021, Viesgo Infraestructuras Energéticas  (C‑683/19, EU:C:2021:847, σκέψεις 59 και 60).