Language of document : ECLI:EU:C:2022:44

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ANTHONY MICHAEL COLLINS

της 20ής Ιανουαρίου 2022 (1)

Υπόθεση C430/21

RS

(Αποτέλεσμα των αποφάσεων συνταγματικού δικαστηρίου)

[αίτηση του Curtea de Apel Craiova (εφετείου Κραϊόβα, Ρουμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Κράτος δικαίου – Αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης – Άρθρο 2 ΣΕΕ – Άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διάταξη του Συντάγματος κράτους μέλους ερμηνευθείσα από το συνταγματικό του δικαστήριο υπό την έννοια ότι τα εθνικά δικαστήρια στερούνται αρμοδιότητας να εξετάζουν τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης εθνικού νόμου ο οποίος έχει κριθεί αντισυνταγματικός με απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου – Πειθαρχική διαδικασία»






I.      Εισαγωγή

1.        Μπορεί ο εθνικός δικαστής να εμποδιστεί να εξετάσει τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης διατάξεως του εθνικού δικαίου που έχει κριθεί συνταγματική από το συνταγματικό δικαστήριο του εν λόγω κράτους μέλους και να διατρέχει τον κίνδυνο πειθαρχικών διαδικασιών και κυρώσεων επειδή προέβη στην εξέταση αυτή; Αυτό είναι το κεντρικό ζήτημα της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως από το Curtea de Apel Craiova (εφετείο Κραϊόβα, Ρουμανία). Η αίτηση αφορά, κατ’ ουσίαν, την ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 ΣΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Το Δικαστήριο καλείται για μία ακόμη φορά να ερμηνεύσει τις εν λόγω διατάξεις στο πλαίσιο υποθέσεως στην οποία εθνικό συνταγματικό δικαστήριο αμφισβητεί ευθέως την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης.

2.        Η παρούσα προδικαστική παραπομπή προέκυψε από καταγγελία που υποβλήθηκε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου σχετικά με τη διάρκεια της διαδικασίας που κινήθηκε κατόπιν μηνύσεως κατά εισαγγελέα και δύο δικαστών, η οποία κατατέθηκε ενώπιον του Parchetul de pe lângă Înalta Curte de Casaţie şi Justiţie – Secția pentru Investigarea Infracțiunilor din Justiție (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ρουμανία – Υπηρεσία της εισαγγελικής αρχής για τη διερεύνηση των αδικημάτων που διαπράττονται εντός του δικαστικού συστήματος) (στο εξής: ΥΔΑΔ).

3.        Με την απόφαση της 18ης Μαΐου 2021, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» κ.λπ. (C‑83/19, C‑127/19, C‑195/19, C‑291/19, C‑355/19 και C‑397/19, EU:C:2021:393) (στο εξής: απόφαση Asociaţia Forumul Judecătorilor din România) (2), το Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι εθνική ρύθμιση προβλέπουσα την ίδρυση της ΥΔΑΔ αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης όταν η σύστασή της δεν δικαιολογείται από αντικειμενικές και επαληθεύσιμες επιτακτικές ανάγκες σχετικές με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και δεν συνοδεύεται από ειδικές εγγυήσεις τις οποίες προσδιόρισε το Δικαστήριο (3).

4.        Με την απόφαση 390/2021 (4), η οποία εκδόθηκε στις 8 Ιουνίου 2021, το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) της Ρουμανίας απέρριψε ένσταση αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του εθνικού δικαίου σχετικά με την ίδρυση και τη λειτουργία της ΥΔΑΔ. Το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) υπογράμμισε ότι, με προηγούμενες αποφάσεις του, είχε κρίνει ότι οι επίμαχες διατάξεις ήταν συνταγματικές και επισήμανε ότι δεν έβλεπε κανέναν λόγο παρεκκλίσεως από τις αποφάσεις αυτές παρά την απόφαση του Δικαστηρίου  Asociaţia Forumul Judecătorilor din România. Το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) αναγνώρισε ότι, μολονότι το άρθρο 148, παράγραφος 2, του ρουμανικού Συντάγματος προβλέπει την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης έναντι των αντιθέτων διατάξεων του εθνικού δικαίου, εντούτοις, η αρχή αυτή δεν μπορεί να άρει ή να εξαλείψει την εθνική συνταγματική ταυτότητα. Η εν λόγω διάταξη περιορίζεται στη διασφάλιση της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης επί της «νομοθεσίας με κατώτερη ιεραρχική ισχύ από το Σύνταγμα». Ουδόλως προσδίδει στο δίκαιο της Ένωσης υπεροχή έναντι του ρουμανικού Συντάγματος και, κατά συνέπεια, τα εθνικά δικαστήρια στερούνται αρμοδιότητας να εξετάζουν τη συμβατότητα προς το δίκαιο της Ένωσης διατάξεως του εσωτερικού δικαίου που έχει κριθεί συνταγματική από το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο). Επομένως, η απόφαση 390/2021 έχει σαφείς συνέπειες όσον αφορά την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης και τα αποτελέσματα των αποφάσεων του Δικαστηρίου, οι οποίες βαίνουν πέραν του αντικειμένου της σχετικής με την ΥΔΑΔ ένδικης διαφοράς.

5.        Τα προδικαστικά ερωτήματα του Curtea de Apel Craiova (εφετείο Κραϊόβας) δεν αφορούν άμεσα ούτε το ζήτημα της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης ούτε τη νομιμότητα σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης της ιδρύσεως και της λειτουργίας της ΥΔΑΔ. Αντιθέτως, εστιάζουν στον ρόλο που διαδραματίζουν τα εθνικά δικαστήρια στη διασφάλιση της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης και στην ανεξαρτησία των δικαστών υπό το πρίσμα της αποφάσεως 390/2021 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου).

6.        Πριν εξετάσω τα προδικαστικά ερωτήματα, θα παρουσιάσω τις σχετικές διατάξεις του εθνικού δικαίου, τη διαφορά της κύριας δίκης και τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόθεση.

II.    Το ρουμανικό δίκαιο

Α.      Το ρουμανικό Σύνταγμα

7.        Το άρθρο 148, παράγραφοι 2 έως 4, του Constituția României (στο εξής: ρουμανικό Σύνταγμα) ορίζει τα εξής:

«(2)      Κατόπιν της προσχώρησης, οι διατάξεις των ιδρυτικών Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και οποιασδήποτε άλλης δεσμευτικής κοινοτικής ρυθμίσεως υπερισχύουν αντίθετων διατάξεων του εθνικού δικαίου, σύμφωνα με την Πράξη Προσχώρησης.

(3)      Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και για την προσχώρηση στις πράξεις οι οποίες αναθεωρούν τις ιδρυτικές Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(4)      Η Βουλή, ο Πρόεδρος της Ρουμανίας, η Κυβέρνηση και η δικαστική εξουσία εγγυώνται την τήρηση των υποχρεώσεων οι οποίες πηγάζουν από την Πράξη Προσχώρησης και από τις διατάξεις της παραγράφου 2».

Β.      Ο κώδικας ποινικής δικονομίας

8.        Το άρθρο 4881 του Codul de procedură penală (κώδικα ποινικής δικονομίας) προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι, αν το έργο της διώξεως δεν ολοκληρωθεί εντός εύλογης προθεσμίας, ο παθών μπορεί να ασκήσει προσφυγή μετά την παρέλευση τουλάχιστον ενός έτους από την άσκηση της ποινικής διώξεως με αίτημα την επιτάχυνση της διαδικασίας.

9.        Το άρθρο 4885, παράγραφος 1, του κώδικα ποινικής δικονομίας ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι ο δικαστής που εκδικάζει υποθέσεις δικαιωμάτων και ελευθεριών ή το αρμόδιο δικαστήριο, όταν αποφαίνεται επί της καταγγελίας, οφείλει να ελέγχει τη διάρκεια της διαδικασίας βάσει των ληφθέντων μέτρων, των στοιχείων της δικογραφίας και των υποβληθεισών παρατηρήσεων.

10.      Το άρθρο 4886, παράγραφος 1, του κώδικα ποινικής δικονομίας προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι, όταν ο δικαστής που εκδικάζει υποθέσεις δικαιωμάτων και ελευθεριών ή το αρμόδιο δικαστήριο, εκτιμά ότι η προσφυγή είναι βάσιμη, οφείλει να κάνει δεκτή την προσφυγή και να τάξει προθεσμία εντός της οποίας ο εισαγγελέας οφείλει να αποφανθεί επί της υποθέσεως.

Γ.      Ο νόμος 303/2004

11.      Κατά το άρθρο 99, στοιχείο ș, του Legea nr. 303/2004 privind statutul judecătorilor și procurorilor (νόμου 303/2004 περί του καθεστώτος των δικαστών και των εισαγγελέων) της 28ης Ιουνίου 2004 (στο εξής: νόμος 303/2004), η μη τήρηση των αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα (5).

III. Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12.      Ο RS καταδικάστηκε κατόπιν ποινικής διαδικασίας στη Ρουμανία. Την 1η Απριλίου 2020 η σύζυγος του RS υπέβαλε μήνυση κατά τριών δικαστικών λειτουργών: ενός εισαγγελέα και δύο δικαστών. Με τη μήνυσή της προσήψε στον εισαγγελέα τα αδικήματα της καταχρήσεως διαδικασίας και της καταχρήσεως εξουσίας. Κατ’ ουσίαν, υποστήριξε ότι ο εισαγγελέας είχε ασκήσει ποινική δίωξη προσβάλλοντας τα δικαιώματα άμυνας του RS και ότι είχε διατάξει την παραπομπή του στο ακροατήριο στηριζόμενος σε ψευδείς μαρτυρικές καταθέσεις. Περαιτέρω, η σύζυγος του RS προσήψε στους δύο δικαστές το αδίκημα της καταχρήσεως εξουσίας για τον λόγο ότι, κατά τη διάρκεια της κατ’ έφεση διαδικασίας, δεν είχαν εξετάσει και διατυπώσει κρίση επί αιτήματος νομικού επαναχαρακτηρισμού, με αποτέλεσμα την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

13.      Της μηνύσεως επιλήφθηκε η ΥΔΑΔ, καθόσον η εν λόγω μήνυση αφορούσε πρόσωπα που είχαν την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού. Στις 14 Απριλίου 2020 ο εισαγγελέας της ΥΔΑΔ άσκησε ποινική δίωξη κατά των δικαστικών λειτουργών για τα αδικήματα της καταχρήσεως διαδικασίας και της καταχρήσεως εξουσίας.

14.      Στις 10 Ιουνίου 2021 ο RS υπέβαλε ενώπιον του επιφορτισμένου με τα ζητήματα που αφορούν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες δικαστή του Curtea de Apel Craiova (εφετείου Κραϊόβα) προσφυγή με αντικείμενο τη διάρκεια της εκκρεμούς ενώπιον της ΥΔΑΔ ποινικής διαδικασίας. Ζήτησε τον καθορισμό από το δικαστήριο της προθεσμίας εντός της οποίας ο εισαγγελέας που επιλήφθηκε της υποθέσεως οφείλει να αποφανθεί επί αυτής.

15.      Η ΥΔΑΔ διαβίβασε την ποινική δικογραφία στο αιτούν δικαστήριο, κατόπιν αιτήματος του τελευταίου.

16.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στο πλαίσιο της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, η προσφυγή πρέπει είτε να γίνει δεκτή είτε να απορριφθεί. Σε περίπτωση απορρίψεως της προσφυγής, η δικογραφία θα επιστραφεί στην ΥΔΑΔ για τον λόγο ότι τηρήθηκε η εύλογη διάρκεια. Σε περίπτωση αποδοχής της προσφυγής, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να ορίσει προθεσμία για την εξέταση της υπόθεσης και, εν συνεχεία, να επιστρέψει τη δικογραφία στην ΥΔΑΔ. Προκύπτει ότι η μη τήρηση της τελευταίας αυτής προθεσμίας δεν συνεπάγεται καμία έννομη συνέπεια.

17.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, προκειμένου να αποφανθεί επί της προσφυγής της οποίας έχει επιληφθεί, πρέπει να αναλύσει i) την εθνική ρύθμιση που διέπει την ίδρυση και τη λειτουργία της ΥΔΑΔ, ii) τα κριτήρια που διατύπωσε το Δικαστήριο στην απόφαση Asociaţia Forumul Judecătorilor din România προκειμένου να κρίνει αν η λειτουργία της ΥΔΑΔ αντιβαίνει ή όχι στο δίκαιο της Ένωσης και iii) τον αντίκτυπο επί της ιδρύσεως και της λειτουργίας της ΥΔΑΔ της αποφάσεως 390/2021, με την οποία το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) απέρριψε ένσταση αντισυνταγματικότητας βάσει των άρθρων 881 έως 889 του Legea nr. 304/2004 privind organizarea judiciară (νόμου 304/2004 περί της οργάνωσης του δικαστικού συστήματος) της 28ης Ιουνίου 2004 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 827 της 13ης Σεπτεμβρίου 2005) (στο εξής: νόμος 304/2004).

18.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, στην απόφαση Asociaţia Forumul Judecătorilor din România, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 2 και το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, καθώς και η απόφαση 2006/928 της Επιτροπής έχουν την έννοια ότι αντιβαίνει στις διατάξεις τους εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει την ίδρυση εξειδικευμένης υπηρεσίας της εισαγγελικής αρχής με αποκλειστική αρμοδιότητα διερεύνησης των αδικημάτων που διαπράττονται από τους δικαστές και τους εισαγγελείς, χωρίς η ίδρυση τέτοιας υπηρεσίας να δικαιολογείται από αντικειμενικές και επαληθεύσιμες επιτακτικές ανάγκες που άπτονται της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και να συνοδεύεται από ειδικές εγγυήσεις. Επιπλέον, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης έχει την έννοια ότι προσκρούει σε αυτήν εθνική συνταγματική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, όπως ερμηνεύεται από το συνταγματικό δικαστήριό του, δεν επιτρέπει σε κατώτερο δικαστήριο να αποφασίσει αυτεπαγγέλτως να αφήσει ανεφάρμοστη εθνική διάταξη που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως 2006/928 και κρίνεται από το δικαστήριο αυτό, υπό το πρίσμα αποφάσεως του Δικαστηρίου, ως αντίθετη είτε προς την εν λόγω απόφαση είτε προς το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

19.      Από τα αποσπάσματα της αποφάσεως 390/2021 που αναπαράγονται από το αιτούν δικαστήριο στην αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) αναγνώρισε ότι, βάσει του άρθρου 148 του ρουμανικού Συντάγματος, το οποίο διέπει τη σχέση μεταξύ του εθνικού δικαίου και του δικαίου της Ένωσης, το Σύνταγμα πρέπει να διασφαλίζει την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης. «Πάντως, αυτή η υπεροχή δεν πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια του αποκλεισμού ή της αρνήσεως της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 11, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 152 του Συντάγματος, ως εγγύηση ενός ουσιαστικού πυρήνα της ταυτότητας του ρουμανικού Συντάγματος, ο οποίος δεν πρέπει να σχετικοποιείται στο πλαίσιο της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Βάσει της εν λόγω συνταγματικής ταυτότητας, το Συνταγματικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να διασφαλίζει την υπεροχή του Συντάγματος στην επικράτεια της Ρουμανίας (βλ., mutatis mutandis, απόφαση της 30ής Ιουνίου 2009, 2 BvE 2/08 κ.λπ., η οποία εκδόθηκε από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας)» (6).

20.      Το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) έκρινε ότι τα δικαστήρια είναι αρμόδια να εξετάζουν τη συμβατότητα διατάξεως του εθνικού δικαίου με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης υπό το πρίσμα του άρθρου 148 του Συντάγματος. Εάν διαπιστώσουν αντίθεση, έχουν την εξουσία να κρίνουν ότι υπερισχύουν οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης στις διαφορές στις οποίες προσβάλλονται τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών. Το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) έκρινε ότι η αναφορά στο εσωτερικό δίκαιο αφορά αποκλειστικά τη νομοθεσία με κατώτερη ιεραρχική ισχύ από το Σύνταγμα δεδομένου ότι, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του ρουμανικού Συντάγματος, το ρουμανικό Σύνταγμα διατηρεί την ανώτερη ιεραρχική θέση του στο δίκαιο της Ρουμανίας. Κατά συνέπεια, το άρθρο 148 του ρουμανικού Συντάγματος δεν αναγνωρίζει ότι το δίκαιο της Ένωσης υπερισχύει του Συντάγματος και επομένως τα εθνικά δικαστήρια δεν είναι αρμόδια να εξετάζουν τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης διατάξεως του εθνικού δικαίου η οποία έχει κριθεί σύμφωνη με το άρθρο 148 του Συντάγματος (7).

21.      Το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) έκρινε περαιτέρω ότι οι υποχρεώσεις που επιβλήθηκαν με την απόφαση 2006/928 δεσμεύουν τις ρουμανικές αρχές που είναι αρμόδιες για τη θεσμική συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (το Ρουμανικό Κοινοβούλιο και τη Ρουμανική Κυβέρνηση). Δεδομένου ότι τα δικαστήρια δεν έχουν την εξουσία να συνεργάζονται με τα θεσμικά όργανα πολιτικού χαρακτήρα της Ένωσης, αυτά δεν δεσμεύονται από τις ως άνω υποχρεώσεις. Το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) διαπίστωσε ότι η εφαρμογή του σημείου 7 του διατακτικού της αποφάσεως Asociaţia Forumul Judecătorilor din România, κατά το οποίο «επιτρέπ[εται] σε […] δικαστήριο να αποφασίσει αυτεπαγγέλτως να αφήσει ανεφάρμοστη εθνική διάταξη που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως 2006/928 και κρίνεται από το δικαστήριο αυτό, υπό το πρίσμα αποφάσεως του Δικαστηρίου, ως αντίθετη είτε προς την [εν λόγω απόφαση] είτε προς το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ», δεν βρίσκει έρεισμα στο ρουμανικό Σύνταγμα, διότι το άρθρο 148 αυτού κατοχυρώνει την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης έναντι των αντίθετων διατάξεων των εθνικών δικαίων. Οι εκθέσεις της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την πρόοδο της Ρουμανίας στο πλαίσιο του Μηχανισμού Συνεργασίας και Ελέγχου, οι οποίες καταρτίσθηκαν βάσει της αποφάσεως 2006/928 (στο εξής: εκθέσεις ΜΣΕ), από πλευράς περιεχομένου και αποτελεσμάτων, όπως διαπιστώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου Asociaţia Forumul Judecătorilor din România, δεν συνιστούν, κατά την άποψη του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), «κανόνες του δικαίου της Ένωσης στους οποίους τα δικαστήρια οφείλουν να αναγνωρίζουν υπεροχή, αφήνοντας ανεφάρμοστους κανόνες του εθνικού δικαίου». Τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν να αναγνωρίζουν υπεροχή σε συστάσεις, εις βάρος του εθνικού δικαίου, διότι οι εκθέσεις ΜΣΕ δεν αποτελούν νομοθετικές πράξεις και κατά συνέπεια δεν είναι δυνατόν να έλθουν σε σύγκρουση με την εθνική νομοθεσία. Κατά συνέπεια, η απόφαση του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) επιβεβαιώνει το συμπέρασμα ότι η διάταξη του εθνικού δικαίου είναι σύμφωνη με το ρουμανικό Σύνταγμα παραπέμποντας στο άρθρο 148 του Συντάγματος (8).

22.      Δεδομένου ότι η απόφαση Asociaţia Forumul Judecătorilor din România δεν μπορεί να προκαλέσει την ανατροπή της νομολογίας του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), σχετικά με τον αντίκτυπο επί της ιδρύσεως και της λειτουργίας της ΥΔΑΔ της αποφάσεως 2006/928 για τον έλεγχο της συνταγματικότητας, και, εμμέσως, σχετικά με την παράβαση του άρθρου 148 του Συντάγματος, το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) απέρριψε ως αβάσιμη την ένσταση αντισυνταγματικότητας που προβλήθηκε κατά του νόμου 304/2004.

23.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι τα προδικαστικά ερωτήματα συνδέονται άμεσα με την επίλυση της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί. Η προσφυγή σχετικά με τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας αφορά διαδικασία ενώπιον της ΥΔΑΔ. Ο δικαστής που επιλαμβάνεται της εν λόγω προσφυγής οφείλει να εξετάσει το σύνολο των περιστάσεων που σχετίζονται με τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται η νομοθεσία που διέπει τις δραστηριότητες της ΥΔΑΔ, ο φόρτος εργασίας της ΥΔΑΔ σε σχέση με τον αριθμό των εισαγγελέων, το ποσοστό των υποθέσεων που επιλύονται και το ζήτημα αν η λειτουργία της ΥΔΑΔ είναι σύμφωνη με την απόφαση Asociaţia Forumul Judecătorilor din România. Η ως άνω εξέταση θα παράσχει στο επιληφθέν δικαστήριο τη δυνατότητα να διαπιστώσει αν η εργασία της ΥΔΑΔ, εντός του ισχύοντος νομικού πλαισίου και με τα πρόσωπα που τη στελεχώνουν στην παρούσα στιγμή, δικαιολογείται από αντικειμενικές και επαληθεύσιμες επιτακτικές ανάγκες ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Ειδικότερα, τίθεται το ζήτημα αν η ΥΔΑΔ είναι σε θέση να διεξαγάγει ποινική διαδικασία υπό συνθήκες σεβασμού του δικαιώματος κάθε προσώπου σε δίκαιη δίκη, συμπεριλαμβανομένης της πτυχής της διάρκειας της εν λόγω διαδικασίας. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στη σκέψη 221 της αποφάσεως Asociaţia Forumul Judecătorilor din România, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, όσον αφορά τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη, πρέπει οι κανόνες οι οποίοι διέπουν την οργάνωση και τη λειτουργία μιας εξειδικευμένης υπηρεσίας της εισαγγελικής αρχής, όπως η ΥΔΑΔ, να έχουν διαμορφωθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να μην εμποδίζουν τη δυνατότητα εκδίκασης της υποθέσεως των ενδιαφερόμενων δικαστών και εισαγγελέων εντός εύλογου χρόνου.

24.      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να αποφασίσει αν η δικογραφία πρέπει να επιστραφεί ώστε να συνεχιστεί η ποινική δίωξη από υπηρεσία της εισαγγελικής αρχής, η οποία, υπό το πρίσμα της αποφάσεως Asociaţia Forumul Judecătorilor din România, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ενεργεί κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης.

25.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οφείλει να επιλέξει μεταξύ της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση Asociaţia Forumul Judecătorilor din România, και της εφαρμογής της αποφάσεως 390/2021. Αν ο δικαστής επιλέξει να εφαρμόσει την απόφαση του Δικαστηρίου και να αφήσει ανεφάρμοστη την απόφαση 390/2021, διατρέχει τον κίνδυνο να κινηθεί εναντίον του πειθαρχική διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 99, στοιχείο ș, του νόμου 303/2004, διότι η μη συμμόρφωση με απόφαση του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα. Η εν λόγω πειθαρχική διαδικασία θα μπορούσε να οδηγήσει στην αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων του δικαστή. Η προοπτική επελεύσεως της ως άνω συνέπειας είναι ικανή να επηρεάσει την ανεξαρτησία του δικαστή όσον αφορά την απόφαση επί της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί.

26.      Το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει επίσης την περίπτωση δικαστή του Curtea de Apel Pitești (εφετείου Pitești, Ρουμανία) σχετικά με τον οποίο έγινε αναφορά σε δημοσιεύματα στον Τύπο. Κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 2 και 19 ΣΕΕ, της απόφασης 2006/928 και της αποφάσεως Asociaţia Forumul Judecătorilor din România, ο δικαστής του Curtea de Apel Pitești (εφετείου Pitești) έκρινε ότι η ΥΔΑΔ «δεν δικαιολογείτ[ο] από αντικειμενικές και επαληθεύσιμες επιτακτικές ανάγκες ορθής απονομής της δικαιοσύνης ούτε [παρείχε] ειδικές εγγυήσεις βάσει των οποίων θα μπορούσε, αφενός, να αποκλεισθεί κάθε κίνδυνος να χρησιμοποιηθεί η εν λόγω υπηρεσία ως όργανο πολιτικού ελέγχου της δραστηριότητας των δικαστών και των εισαγγελέων δυνάμενο να θίξει την ανεξαρτησία τους και, αφετέρου, να διασφαλιστεί ότι οι εξουσίες της [μπορούσαν] να ασκούνται σε σχέση με τους δικαστικούς λειτουργούς τηρουμένων των υποχρεώσεων που απορρέουν από τα άρθρα 47 και 48 του [Χάρτη]». Ως εκ τούτου απαίτησε από τον εισαγγελέα να απεκδυθεί της αρμοδιότητάς του να αποφανθεί επί της υποθέσεως, ώστε να μην εφαρμοστούν οι διατάξεις του άρθρου 881 του νόμου 304/2004 σχετικά με τον καθορισμό της αρμοδιότητας. Κατόπιν της ως άνω αποφάσεως, η Inspecția Judiciară (Δικαστική Επιθεώρηση, Ρουμανία) κίνησε πειθαρχική διαδικασία κατά του εν λόγω δικαστή λόγω προβαλλόμενης πλημμελούς συμπεριφοράς, συνιστάμενης στην κακόπιστη ή με βαριά αμέλεια άσκηση των καθηκόντων του κατά την εκδίκαση υποθέσεως η οποία ανέκυψε κατόπιν προσφυγής σχετικής με τη διάρκεια της διαδικασίας.

27.      Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν πρακτική η οποία συνίσταται στην κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας κατά δικαστή ο οποίος, βάσει της αποφάσεως Asociaţia Forumul Judecătorilor din România, έκρινε ότι οι σχετικές με την ΥΔΑΔ εθνικές διατάξεις αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης, συνάδει με την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών.

28.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Curtea de Apel Craiova (εφετείο Κραϊόβα) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αντιβαίνει στην αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 ΣΕΕ και με το άρθρο 47 του [Χάρτη], εθνική διάταξη όπως το άρθρο 148, παράγραφος 2, του Constituția României (ρουμανικού Συντάγματος), στο πλαίσιο της ερμηνείας που δόθηκε από το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) με την 390/2021 απόφασή του, κατά την οποία τα εθνικά δικαστήρια δεν δύνανται να εξετάζουν τη συμβατότητα εθνικής διάταξης η οποία έχει κριθεί συνταγματική με απόφαση του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) προς τις διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

2)      Αντιβαίνει στην αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 ΣΕΕ και με το άρθρο 47 του [Χάρτη], εθνική διάταξη όπως το άρθρο 99, στοιχείο ș, του [νόμου 303/2004], η οποία επιτρέπει την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας και την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων σε βάρος δικαστή λόγω μη συμμόρφωσης προς απόφαση του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), στην περίπτωση στην οποία αυτός καλείται να αναγνωρίσει την υπεροχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με το σκεπτικό απόφασης του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), εθνική διάταξη η οποία στερεί από τον εν λόγω δικαστή τη δυνατότητα να εφαρμόσει απόφαση του ΔΕΕ η οποία κατά την κρίση του υπερισχύει;

3)      Αντιβαίνουν στην αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 ΣΕΕ και με το άρθρο 47 του [Χάρτη], εθνικές δικαστικές πρακτικές οι οποίες απαγορεύουν στον δικαστή, επ’ απειλή πειθαρχικών κυρώσεων, να εφαρμόζει τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ποινικές διαδικασίες, όπως η προσφυγή με αντικείμενο την εύλογη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, η οποία ρυθμίζεται από το άρθρο 4881 του ρουμανικού Codul de procedură penală (κώδικα ποινικής δικονομίας);»

IV.    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

29.      Το Curtea de Apel Craiova (εφετείο Κραϊόβα) ζήτησε την εκδίκαση της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία ή, επικουρικώς, με την ταχεία διαδικασία, σύμφωνα μεταξύ άλλων με το άρθρο 23α του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

30.      Προς στήριξη της αιτήσεώς του, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι κινήθηκε πειθαρχική διαδικασία σχετικά με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, σύμφωνα με την ερμηνεία του Δικαστηρίου στην απόφαση Asociaţia Forumul Judecătorilor din România. Η εν λόγω διαδικασία θίγει σοβαρά την ανεξαρτησία των δικαστών και τη σταθερότητα του δικαιοδοτικού συστήματος. Επιπλέον, η αβεβαιότητα που δημιουργούν οι επίμαχες εθνικές διατάξεις επηρεάζει τη λειτουργία του συστήματος δικαστικής συνεργασίας που καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.

31.      Στις 30 Ιουλίου 2021 το πρώτο τμήμα του Δικαστηρίου αποφάσισε, αφού άκουσε τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, να απορρίψει το αίτημα του Curtea de Apel Craiova (εφετείου Κραϊόβα) για την εκδίκαση της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία.

32.      Όσον αφορά το αίτημα εκδικάσεως της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία, το άρθρο 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος δικαστηρίου ή, σε εξαιρετική περίπτωση, αυτεπαγγέλτως, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μπορεί να αποφασίσει, αφού ακούσει τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, την υπαγωγή της προδικαστικής παραπομπής σε ταχεία διαδικασία όταν η φύση της υποθέσεως απαιτεί την εκδίκαση της υποθέσεως το συντομότερο δυνατόν. Επιπλέον, όταν μια υπόθεση εγείρει σοβαρή αβεβαιότητα σε σχέση με θεμελιώδη ζητήματα εθνικού συνταγματικού και ενωσιακού δικαίου, μπορεί να είναι αναγκαίο, λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων μιας τέτοιας υποθέσεως, να εκδικαστεί αυτή σε σύντομο χρόνο (9).

33.      Στις 12 Αυγούστου 2021 ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε, αφού άκουσε τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, να δεχθεί το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου να εκδικαστεί η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με ταχεία διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου στήριξε την απόφασή του στο γεγονός ότι τα ζητήματα σχετικά με την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης που τίθενται με την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως έχουν θεμελιώδη σημασία τόσο για τη Ρουμανία όσο και για τη συνταγματική τάξη της Ένωσης.

34.      Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου όρισε ως ημερομηνία καταθέσεως των γραπτών παρατηρήσεων την 27η Σεπτεμβρίου 2021. Σύμφωνα με το άρθρο 105, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ως ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως ορίστηκε η 23η Νοεμβρίου 2021.

35.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Ρουμανική, η Ολλανδική και η Βελγική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Γραπτές ερωτήσεις υποβλήθηκαν στους μετέχοντες στη διαδικασία, στα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη και στη Ρουμανική Κυβέρνηση προς απάντηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 23ης Νοεμβρίου 2021.

36.      Η Ρουμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 23ης Νοεμβρίου 2021.

V.      Επί του παραδεκτού

37.      Το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι η ανάγκη υποβολής της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως απορρέει από τη σύγκρουση μεταξύ της αποφάσεως 390/2021 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) και της αποφάσεως Asociaţia Forumul Judecătorilor din România και, ειδικότερα, από την ανάγκη να εξακριβωθεί αν, στο πλαίσιο της εξετάσεως της προσφυγής της οποίας έχει επιληφθεί, το αιτούν δικαστήριο δύναται, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου, να εξετάσει τις διατάξεις σχετικά με την ίδρυση και τη λειτουργία της ΥΔΑΔ προκειμένου να διαπιστώσει αν αντίκεινται στο άρθρο 2, στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και στο άρθρο 47 του Χάρτη.

38.      Οι γραπτές παρατηρήσεις δεν περιείχαν καμία ένσταση ως προς το παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 23ης Νοεμβρίου 2021, τόσο η Ρουμανική Κυβέρνηση όσο και η Επιτροπή αποδέχθηκαν το παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων.

39.      Η Επιτροπή εκτίμησε ότι οι περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης διαφέρουν από εκείνες επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny (C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234). Πρώτον, στην υπόθεση εκείνη, οι διαφορές των κύριων δικών δεν συνδέονταν με το δίκαιο της Ένωσης και τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν κληθεί να εφαρμόσουν το δίκαιο της Ένωσης. Αντιθέτως, στην υπό κρίση υπόθεση της κύριας δίκης, το εθνικό δικαστήριο καλείται να εφαρμόσει το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, την απόφαση 2006/928 και την απόφαση Asociaţia Forumul Judecătorilor din România. Δεύτερον, από την απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny (C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 54), προκύπτει ότι η πειθαρχική διαδικασία κατά των δύο δικαστών που υπέβαλαν τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως είχε περατωθεί. Ως εκ τούτου, η απειλή πειθαρχικών διώξεων είχε καταστεί υποθετική. Εν προκειμένω, η απειλή πειθαρχικής διαδικασίας κατά του δικαστή που υπέβαλε την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν είναι υποθετική, δεδομένου ότι δεν έχει ακόμη εφαρμόσει το δίκαιο της Ένωσης. Επιπλέον, η έκδοση αποφάσεως που αντιβαίνει στην απόφαση 390/2021 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) συνιστά αυτοδικαίως παράβαση κατά το άρθρο 99, στοιχείο ș, του νόμου 303/2004. Τρίτον, η Επιτροπή εκτίμησε ότι, λαμβανομένων υπόψη των ως άνω εκτιμήσεων, τα τρία υποβληθέντα ερωτήματα συνδέονται μεταξύ τους.

40.      Η Ρουμανική Κυβέρνηση, από την πλευρά της, υπογράμμισε τη λυσιτέλεια του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ σε σχέση με τη νομιμότητα της διάρκειας της διαδικασίας ενώπιον της ΥΔΑΔ στην υπόθεση της κύριας δίκης. Δέχθηκε επίσης ότι ο κίνδυνος που διατρέχει ο δικαστής να του επιβληθούν πειθαρχικές κυρώσεις μπορεί να αποτελέσει κρίσιμο παράγοντα στην υπόθεση της κύριας δίκης.

41.      Χάριν πληρότητας, προτείνω να εξεταστεί το παραδεκτό του συνόλου των προδικαστικών ερωτημάτων.

42.      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν αντιβαίνει στην αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 ΣΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη, εθνική διάταξη, όπως το άρθρο 148, παράγραφος 2, του ρουμανικού Συντάγματος, όπως ερμηνεύθηκε από το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) με την απόφαση 390/2021, κατά την οποία τα εθνικά δικαστήρια στερούνται αρμοδιότητας να εξετάζουν τη συμβατότητα προς το δίκαιο της Ένωσης εθνικής διατάξεως η οποία έχει κριθεί συνταγματική με απόφαση του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου).

43.      Κατά πάγια νομολογία, μολονότι τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που υποβάλλει το εθνικό δικαστήριο τεκμαίρονται λυσιτελή, η διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής του άρθρου 267 ΣΛΕΕ δεν έχει ως αντικείμενο τη διατύπωση συμβουλευτικών γνωμών επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το γράμμα της, η διάταξη αυτή απαιτεί το προδικαστικό ερώτημα να είναι «αναγκαίο» για να είναι δυνατή η εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου «έκδοση της δικής του απόφασης» επί της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί (10).

44.      Επομένως, το άρθρο 267 ΣΛΕΕ παρέχει στα εθνικά δικαστήρια την ευρύτερη δυνατή ευχέρεια να απευθύνονται στο Δικαστήριο, όταν εκτιμούν ότι η υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν τους θέτει ζητήματα ερμηνείας διατάξεων του δικαίου της Ένωσης των οποίων η επίλυση είναι αναγκαία για την κρίση της ενώπιόν τους διαφοράς. Αυτός είναι, μεταξύ άλλων, ο λόγος που εθνικό δικαστήριο το οποίο δεν αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό πρέπει να έχει τη δυνατότητα να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ερωτήματα που το απασχολούν, εφόσον κρίνει ότι η νομική εκτίμηση στην οποία έχει προβεί ανώτερο, ακόμη και συνταγματικό, δικαστήριο ενδέχεται να το υποχρεώσει να εκδώσει απόφαση αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης (11).

45.      Χωρίς να προδικάζεται η επί της ουσίας εξέταση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος του αιτούντος δικαστηρίου, προκύπτει σαφώς ότι η κρίση του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) στην απόφαση 390/2021 θα μπορούσε να οδηγήσει το αιτούν δικαστήριο στην έκδοση αποφάσεως αντιβαίνουσας στο δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, στις διατάξεις που αναφέρονται στο εν λόγω προδικαστικό ερώτημα, ήτοι στο άρθρο 2, στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, καθώς και στο άρθρο 47 του Χάρτη. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτό.

46.      Με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν αντιβαίνει στην αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 ΣΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη, διάταξη του εθνικού δικαίου ή εθνική δικαστική πρακτική η οποία επιτρέπει την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας και την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων εις βάρος δικαστή ο οποίος εφαρμόζει διατάξεις του δικαίου της Ένωσης όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο και, ως εκ τούτου, δεν συμμορφώνεται με απόφαση του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου).

47.      Μολονότι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Ρουμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή συμφώνησαν ως προς το παραδεκτό των εν λόγω ερωτημάτων, εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny (C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234), φρονώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει το ζήτημα αυτό αυτεπαγγέλτως.

48.      Στην υπόθεση εκείνη, είχε υποβληθεί στο Δικαστήριο το ερώτημα αν αντιβαίνει στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ εθνική ρύθμιση η οποία αύξανε σημαντικά τον κίνδυνο να θιγεί η ανεξαρτησία των δικαστών ή αποδυνάμωνε τις εγγυήσεις ανεξάρτητης πειθαρχικής διαδικασίας διενεργούμενης εις βάρος τους. Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν προέκυπτε η ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ της διατάξεως του δικαίου της Ένωσης την οποία αφορούσαν τα προδικαστικά ερωτήματα, ήτοι του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, και των διαφορών των κύριων δικών, οι οποίες συνίσταντο στην ένδικη διαδικασία η οποία κινήθηκε κατά του Δημοσίου Ταμείου με σκοπό την καταβολή ποσών και τη μείωση των ποινικών κυρώσεων όσον αφορά «συνεργαζόμενους μάρτυρες» (12). Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διαφορές των κύριων δικών δεν είχαν σχέση με το γεγονός ότι κατά των δικαστών που υπέβαλαν τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως μπορούσε ενδεχομένως να κινηθεί πειθαρχική διαδικασία εξαιτίας των αιτήσεων αυτών (13).

49.      Εκτιμώ, όπως και η Επιτροπή, ότι τα τρία προδικαστικά ερωτήματα είναι αλληλένδετα και αλληλεπικαλυπτόμενα. Και τα τρία προδικαστικά ερωτήματα αφορούν την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών και τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης εθνικών διατάξεων, όπως έχουν ερμηνευθεί από το εθνικό συνταγματικό δικαστήριο, οι οποίες εμποδίζουν ή παρακωλύουν την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από το αιτούν δικαστήριο, ιδίως του άρθρου 2 και του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, καθώς και του άρθρου 47 του Χάρτη, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο. Επιπλέον, ο σύνδεσμος μεταξύ των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης στις οποίες αναφέρονται τα εν λόγω ερωτήματα, ήτοι του άρθρου 2 και του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ καθώς και του άρθρου 47 του Χάρτη και της διαφοράς της κύριας δίκης που αφορά τη νομιμότητα διαδικασίας ενώπιον της ΥΔΑΔ κατόπιν της αποφάσεως Asociaţia Forumul Judecătorilor din România και της αποφάσεως 390/2021 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) είναι προφανής.

50.      Φρονώ, επιπλέον, ότι το παραδεκτό του ειδικότερου ζητήματος που τίθεται με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, σχετικά με το αν ο δικαστής ή οι δικαστές της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως μπορούν ενδεχομένως να εκτεθούν σε πειθαρχική διαδικασία κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 99, στοιχείο ș, του νόμου 303/2004 λόγω της εφαρμογής της αποφάσεως Asociaţia Forumul Judecătorilor din România, ή ακόμη και της αποφάσεως που ενδέχεται να εκδοθεί εν τέλει από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της παρούσας προδικαστικής διαδικασίας, αντί να συμμορφωθούν με την απόφαση 390/2021 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), είναι «στενώς συνυφασμένη» (14) με την ουσία του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος (15). Κατά την άποψή μου, η συνάφεια αυτή δεν μπορεί να αγνοηθεί (16).

51.      Επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της σαφούς και απερίφραστης διατυπώσεως του άρθρου 99, στοιχείο ș, του νόμου 303/2004, ο κίνδυνος να κινηθεί μια τέτοια πειθαρχική διαδικασία δεν είναι απομακρυσμένος, αλλά, αντιθέτως, είναι υπαρκτός, όσον αφορά τον δικαστή ή τους δικαστές της κύριας δίκης.

52.      Συναφώς, στην πρόσφατη απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2021, IS (Μη σύννομο της διατάξεως περί παραπομπής) (C‑564/19, EU:C:2021:949, σκέψεις 85 έως 87), το Δικαστήριο πραγματοποίησε διάκριση από την προηγηθείσα απόφασή του της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny (C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234).

53.      Στην απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2021, IS (Μη σύννομο της διατάξεως περί παραπομπής) (C‑564/19, EU:C:2021:949, σκέψεις 85 έως 87), το Δικαστήριο έκρινε παραδεκτό προδικαστικό ερώτημα υποβληθέν στο Δικαστήριο σχετικά με την αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και τη δυνατότητα, κατά το εθνικό δίκαιο, να κινηθεί πειθαρχική διαδικασία κατά δικαστή για την υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Το Δικαστήριο επισήμανε, πρώτον, ότι υφίστατο στενός σύνδεσμος μεταξύ του προδικαστικού ερωτήματος σχετικά με ενδεχόμενη πειθαρχική διαδικασία και άλλου προδικαστικού ερωτήματος σχετικού με την ερμηνεία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι το ζήτημα της ενδεχόμενης πειθαρχικής διαδικασίας αφορούσε, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αν ο αιτών δικαστής, αποφαινόμενος επί της ουσίας της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί, μπορεί να μην συμμορφωθεί με την απόφαση ανώτερου δικαστηρίου χωρίς να φοβάται την εκ νέου κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας εις βάρος του. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι το αιτούν δικαστήριο βρισκόταν αντιμέτωπο με δικονομικό κώλυμα, το οποίο ήταν απόρροια εφαρμογής εθνικής ρυθμίσεως κατά του δικαστή του μονομελούς αιτούντος δικαστηρίου, κώλυμα το οποίο το αιτούν δικαστήριο εκαλείτο να άρει προτού αποφανθεί επί της διαφοράς της κύριας δίκης χωρίς εξωτερική παρέμβαση και με πλήρη ανεξαρτησία.

54.      Φρονώ ότι υπάρχουν σαφείς ομοιότητες, ως προς το ζήτημα του παραδεκτού ερωτημάτων σχετικών με ενδεχόμενη κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας κατά δικαστή που υποβάλλει προδικαστικά ερωτήματα και συμμορφώνεται με την εν συνεχεία απόφαση του Δικαστηρίου, μεταξύ της υπό κρίση υποθέσεως και της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2021, IS (Μη σύννομο της διατάξεως περί παραπομπής) (C‑564/19, EU:C:2021:949, σκέψεις 85 έως 87) (17). Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να ακολουθήσει ρεαλιστική προσέγγιση όσον αφορά το παραδεκτό του εν λόγω ζητήματος η οποία να εντάσσεται στο ειδικό πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως. Δεδομένου ότι η απόφαση του Δικαστηρίου που εκδίδεται στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δεσμεύει τον εθνικό δικαστή ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης (18), φρονώ ότι τα ερωτήματα σχετικά με τον κίνδυνο πειθαρχικής ευθύνης των εθνικών δικαστών που εφαρμόζουν την εκάστοτε απάντηση που ενδεχομένως δώσει το Δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι «αναγκαία» για την εκδίκαση της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί.

VI.    Επί της ουσίας

55.      Με τα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο ερωτήματα ζητείται, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν αντιβαίνει στην αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 ΣΕΕ και με το άρθρο 47 του Χάρτη, διάταξη του εθνικού δικαίου κράτους μέλους κατά την οποία τα εθνικά δικαστήρια δεν είναι αρμόδια να εξετάζουν τη συμβατότητα εθνικής διατάξεως η οποία έχει κριθεί συνταγματική από το συνταγματικό δικαστήριο του εν λόγω κράτους μέλους και, σε περίπτωση πραγματοποιήσεως της ως άνω εξετάσεως, αν οι δικαστές μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο πειθαρχικής διαδικασίας και να υποβληθούν σε πειθαρχικές κυρώσεις.

Α.      Η απόφαση Asociaţia Forumul Judecătorilor din România

56.      Στην απόφαση Asociaţia Forumul Judecătorilor din România το Δικαστήριο επισήμανε σαφώς τις περιστάσεις υπό τις οποίες φορέας όπως η ΥΔΑΔ δεν τηρεί τις απαιτήσεις του άρθρου 2 και του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, καθώς και της αποφάσεως 2006/928 (19). Το Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης την πάγια νομολογία του σχετικά με την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης δυνάμει της οποίας οποιοδήποτε εθνικό δικαστήριο επιλαμβάνεται αρμοδίως μιας υποθέσεως υπέχει την υποχρέωση να αφήνει ανεφάρμοστη κάθε εθνική διάταξη –νομοθετικού ή συνταγματικού χαρακτήρα, όπως ερμηνεύεται από το συνταγματικό δικαστήριο– η οποία αντιβαίνει σε διάταξη του δικαίου της Ένωσης που έχει άμεσο αποτέλεσμα (20).

57.      Δεδομένου ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και οι στόχοι αναφοράς που ορίζονται στην απόφαση 2006/928 έχουν άμεσο αποτέλεσμα (21), το Δικαστήριο έκρινε ότι εθνικό δικαστήριο οφείλει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητά τους αφήνοντας, εν ανάγκη, ανεφάρμοστες τυχόν αντίθετες εθνικές διατάξεις (22).

58.      Δεν προτείνω την επανεξέταση της νομολογίας του Δικαστηρίου ούτε ως προς τη συμβατότητα ενός φορέα όπως η ΥΔΑΔ με το δίκαιο της Ένωσης ούτε ως προς τη συγκεκριμένη εφαρμογή του άμεσου αποτελέσματος και της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης στην απόφαση Asociaţia Forumul Judecătorilor din România. Οι δύο παράμετροι (23) που εκτίθενται στη σκέψη 223 της εν λόγω αποφάσεως για την εκτίμηση της συμβατότητας της ΥΔΑΔ με το δίκαιο της Ένωσης είναι σαφείς. Εξάλλου, η υποχρέωση, δυνάμει των αρχών του άμεσου αποτελέσματος και της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, να αφήνουν ανεφάρμοστη την αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης εθνική νομοθεσία, διοικητική πρακτική ή νομολογία, την οποία υπέχουν όλα τα κρατικά όργανα –όπως τα εθνικά δικαστήρια, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών συνταγματικών δικαστηρίων, και οι διοικητικές αρχές– τα οποία καλούνται, στο πλαίσιο ασκήσεως των αρμοδιοτήτων που τους έχουν ανατεθεί, να εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, είναι αναμφισβήτητη (24).

59.      Συνεπώς, κατά πάγια νομολογία, δεν συμβιβάζεται με τις επιταγές που είναι συμφυείς με την ίδια τη φύση του δικαίου της Ένωσης κάθε διάταξη εθνικής έννομης τάξης ή κάθε πρακτική, νομοθετική, διοικητική ή δικαστική, είτε προέρχεται από συνταγματικό δικαστήριο είτε όχι, που θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης, αφαιρώντας από τον αρμόδιο για την εφαρμογή αυτού του δικαίου δικαστή την εξουσία να πράξει, και μάλιστα κατά τη στιγμή της εφαρμογής του, ό,τι είναι αναγκαίο για να εξοβελίσει τις εθνικές νομοθετικές διατάξεις που εμποδίζουν ενδεχομένως την πλήρη ανάπτυξη των αποτελεσμάτων των κανόνων του δικαίου της Ένωσης (25).

60.      Περαιτέρω, σε περίπτωση όπως αυτή της υπό κρίση υποθέσεως, το εθνικό δικαστήριο, το οποίο έκανε χρήση της ευχέρειας που του παρέχει το άρθρο 267, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, δεσμεύεται, όσον αφορά την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, από την ερμηνεία των επίμαχων διατάξεων στην οποία προέβη το Δικαστήριο και είναι υποχρεωμένο, ενδεχομένως, να μην εφαρμόζει τις εκτιμήσεις ανώτερου δικαστηρίου, ή ακόμη και εθνικού συνταγματικού δικαστηρίου, εφόσον κρίνει, λαμβάνοντας υπόψη την ερμηνεία αυτή, ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης (26).

61.      Η Ρουμανική Κυβέρνηση επισήμανε με τις γραπτές παρατηρήσεις της ότι όσον αφορά το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ πληρούνται οι δύο προϋποθέσεις που έθεσε το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) στην απόφαση 390/2021 προκειμένου το δίκαιο της Ένωσης να έχει υπεροχή επί του ρουμανικού Συντάγματος. Επομένως, κατά την εν λόγω κυβέρνηση, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ είναι αρκούντως σαφές, ακριβές και μη διφορούμενο, ενώ από συνταγματικής απόψεως διαθέτει το αναγκαίο επίπεδο, ώστε το κανονιστικό του περιεχόμενο να μπορεί να δικαιολογήσει οποιαδήποτε ενδεχόμενη παραβίαση του Συντάγματος από το εθνικό δίκαιο. Εντούτοις, ακόμη και αν αυτό πράγματι ισχύει, η ως άνω κυβέρνηση δεν αποδέχεται ότι το Δικαστήριο, στη σκέψη 249 της αποφάσεως Asociaţia Forumul Judecătorilor din România, έκρινε ότι οι στόχοι αναφοράς που ορίζονται στην απόφαση 2006/928 έχουν άμεσο αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, στη σκέψη 251 της αποφάσεως αυτής κρίθηκε ότι, άπαξ και διαπιστωθεί παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ ή της αποφάσεως 2006/928, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει, δυνάμει της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, να αφήσει ανεφάρμοστες τις επίμαχες εθνικές διατάξεις, ανεξαρτήτως της νομοθετικής ή συνταγματικής προελεύσεώς τους.

62.      Η υποχρέωση μη εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας, διοικητικών πρακτικών ή νομολογίας, οποιασδήποτε φύσεως, που αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης, αποτελεί συγκεκριμένη εκδήλωση τόσο της αρχής της δοτής αρμοδιότητας η οποία απορρέει από τα άρθρα 4, παράγραφος 1, και 5 ΣΕΕ όσο και της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ (27). Πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, η υποχρέωση αυτή δεν θίγει την εθνική ταυτότητα κράτους μέλους, η οποία είναι συμφυής, για παράδειγμα, με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική (28) τους δομή, η οποία πρέπει να τηρείται σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ (29) και το τρίτο εδάφιο του προοιμίου του Χάρτη. Στις περιπτώσεις όπου ένα κράτος μέλος επικαλείται την εθνική ταυτότητα για να δικαιολογήσει τη μη τήρηση των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο θα εξετάσει αν οι διατάξεις αυτές συνιστούν πράγματι πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή, θίγουσα θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας ή θεμελιώδεις πολιτικές και συνταγματικές δομές κράτους μέλους (30). Για την πλήρωση των ως άνω προϋποθέσεων δεν αρκούν αόριστες, γενικές και αφηρημένες διαπιστώσεις. Πράγματι, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) δεν προσδιόρισε ποια πτυχή της εθνικής ταυτότητας θίγει η απόφαση Asociaţia Forumul Judecătorilor din România.

63.      Κατά συνέπεια, η γενικόλογη διαπίστωση του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), την οποία το αιτούν δικαστήριο εκθέτει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, κατά την οποία το δίκαιο της Ένωσης δεν υπερισχύει του ρουμανικού Συντάγματος, με αποτέλεσμα τα ρουμανικά δικαστήρια να στερούνται αρμοδιότητας να εξετάζουν τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης μιας διατάξεως του εσωτερικού δικαίου που έχει κριθεί συνταγματική από το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο), είναι υπερβολικά ευρεία και ασαφής για να απηχεί μια εικαζόμενη εκδήλωση της εθνικής ταυτότητας κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ (31).

64.      Εν πάση περιπτώσει, όλες οι διαπιστώσεις σχετικά με την εθνική ταυτότητα πρέπει να σέβονται τις κοινές αξίες περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 2 ΣΕΕ (32) και να βασίζονται στις αδιαίρετες, οικουμενικές αξίες που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο του προοιμίου του Χάρτη (33). Στις περιπτώσεις αυτές, το κράτος δικαίου (34) και η αποτελεσματική δικαστική προστασία διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο. Αυτό ακριβώς το ζήτημα θα εξετάσω στη συνέχεια.

65.      Πριν ξεκινήσω την εν λόγω εξέταση, επισημαίνω ότι το περιεχόμενο της κρίσεως του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) στην απόφαση 390/2021 δύναται να δημιουργήσει σοβαρές αμφιβολίες ως προς την τήρηση από το εν λόγω δικαστήριο των θεμελιωδών αρχών του δικαίου της Ένωσης, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν από το Δικαστήριο στην απόφαση Asociaţia Forumul Judecătorilor din România. Επιπλέον, το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) δεν υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος εσφαλμένης ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης.

66.      Συναφώς, στην απόφασή του της 4ης Οκτωβρίου 2018, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Φόρος κινητών αξιών) (C‑416/17, EU:C:2018:811, σκέψεις 107 έως 109), το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η παράβαση κράτους μέλους μπορεί, κατ’ αρχήν, να αναγνωριστεί δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ όποιο και αν είναι το όργανο του κράτους αυτού του οποίου η πράξη ή παράλειψη προκάλεσε την παράβαση, συμπεριλαμβανομένων και των συνταγματικώς ανεξάρτητων οργάνων. Εφόσον δεν χωρεί κανένα ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως εθνικού δικαστηρίου, το δικαστήριο αυτό, όταν ανακύπτει ενώπιόν του ζήτημα σχετικό με την ερμηνεία της Συνθήκης ΛΕΕ, υποχρεούται κατ’ αρχήν να το παραπέμψει στο Δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Η υποχρέωση προδικαστικής παραπομπής αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην αποτροπή του ενδεχομένου διαμορφώσεως στα κράτη μέλη εθνικής νομολογίας μη συμβατής με τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Γαλλία), παρέλειψε να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προκειμένου να διαπιστωθεί συγκεκριμένο ζήτημα το οποίο δεν ήταν τόσο προφανές ώστε να μην καταλείπει περιθώριο για καμία εύλογη αμφιβολία, η Γαλλική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το εν λόγω άρθρο.

67.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 23ης Νοεμβρίου 2021, η Ρουμανική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε ότι το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) είναι δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας όταν αποφαίνεται επί ζητημάτων που ανάγονται στο ρουμανικό Σύνταγμα.

Β.      Εφαρμοστέες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης

68.      Το Δικαστήριο, τα τελευταία έτη, είχε την ευκαιρία να αποφανθεί επί της αρχής της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας των κρατών μελών κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, καθώς και επί της αλληλεπιδράσεως μεταξύ του άρθρου 2 ΣΕΕ, του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη (35). Οι πρόσφατες καταβολές της εν λόγω νομολογίας εντοπίζονται στην απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117). Μολονότι η εν λόγω απόφαση αποτελεί σημαντικό ορόσημο για τη διαμόρφωση της συναφούς νομολογίας του Δικαστηρίου, εντούτοις δεν καθιέρωσε, κατά τη γνώμη μου, νέες έννοιες, αλλά επανέλαβε ορισμένες βασικές αρχές οι οποίες υπήρχαν ήδη στη νομολογία του Δικαστηρίου.

69.      Όσον αφορά τις εφαρμοστέες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, γίνεται παγίως δεκτό ότι το άρθρο 19 ΣΕΕ συγκεκριμενοποιεί την αξία του κράτους δικαίου όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ. Επομένως, παρέλκει η χωριστή εξέταση του άρθρου 2 ΣΕΕ (36). Στην έννομη τάξη της Ένωσης, το άρθρο 19 ΣΕΕ αναθέτει την αρμοδιότητα για τη διενέργεια του δικαστικού ελέγχου στο Δικαστήριο και στα εθνικά δικαστήρια. Επομένως, η εγγύηση της ανεξαρτησίας, η οποία είναι συμφυής με το δικαιοδοτικό έργο και ουσιώδης για την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος δικαστικής συνεργασίας που προβλέπει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, πρέπει να διασφαλίζεται σε αμφότερα τα επίπεδα της έννομης τάξεως της Ένωσης.

70.      Μολονότι τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η ανεξαρτησία του αιτούντος δικαστηρίου εθίγη καθ’ οιονδήποτε τρόπο πέραν του περιορισμού που τίθεται από την απόφαση 390/2021 του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) και από το άρθρο 99, στοιχείο ș, του νόμου 303/2004, σχετικά με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από το αιτούν δικαστήριο. Μολονότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ δεν αφορά ειδικά την ανεξαρτησία των δικαστών, εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, η διατήρηση της ανεξαρτησίας των δικαιοδοτικών οργάνων που ενδέχεται να κληθούν να αποφανθούν επί ζητημάτων σχετικών με την εφαρμογή ή την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης είναι απαραίτητη, όπως επιβεβαιώνεται από το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, το οποίο ανάγει την πρόσβαση σε «ανεξάρτητο» δικαστήριο σε μία από τις απαιτήσεις που συνδέονται με το θεμελιώδες δικαίωμα πραγματικής προσφυγής. Η απαίτηση ανεξαρτησίας των δικαιοδοτικών οργάνων, η οποία είναι άμεσα συνυφασμένη με την αποστολή του δικαστή, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, το οποίο είναι κεφαλαιώδους σημασίας ως εχέγγυο για τη διασφάλιση της προστασίας του συνόλου των δικαιωμάτων που αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης και για τη διαφύλαξη των μνημονευόμενων στο άρθρο 2 ΣΕΕ κοινών αξιών των κρατών μελών, και δη του κράτους δικαίου (37). Αυτό που διακυβεύεται είναι η δυνατότητα του αιτούντος δικαστηρίου να αποφανθεί επί των ένδικων βοηθημάτων και μέσων που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, όπως προβλέπει το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ (38), υπό το πρίσμα των περιορισμών που του επιβάλλει το άρθρο 148, παράγραφος 2, του ρουμανικού Συντάγματος, όπως ερμηνεύθηκε από το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) στην απόφαση 390/2021.

71.      Το άρθρο 19 ΣΕΕ αναθέτει τόσο στα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα όσο και στο Δικαστήριο τη διασφάλιση της πλήρους εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στο σύνολο των κρατών μελών και της ένδικης προστασίας των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο αυτό (39). Ως εκ τούτου, το άρθρο 19 ΣΕΕ προβλέπει ένα αποκεντρωμένο σύστημα απονομής δικαιοσύνης στο πλαίσιο του οποίου η αρμοδιότητα για την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης μοιράζεται μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων.

72.      Η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που παρέχονται στους ιδιώτες βάσει του δικαίου της Ένωσης, την οποία μνημονεύει το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία είναι σήμερα κατοχυρωμένη με το άρθρο 47 του Χάρτη, με συνέπεια η πρώτη εκ των διατάξεων αυτών να επιβάλλει σε όλα τα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η αποτελεσματική δικαστική προστασία, κατά την έννοια, ιδίως, της δεύτερης εκ των εν λόγω διατάξεων, στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης (40). Ως εκ τούτου, αφενός, το Δικαστήριο, με την απόφαση της 20ής Απριλίου 2021, Repubblika (41), έκρινε ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ δύναται να εφαρμοσθεί στο πλαίσιο ένδικου βοηθήματος σκοπούντος να αμφισβητήσει τη συμβατότητα προς το δίκαιο της Ένωσης των διατάξεων του εθνικού δικαίου οι οποίες φέρονται να μπορούν να θίξουν την ανεξαρτησία των δικαστών. Αφετέρου, το άρθρο 47 του Χάρτη κατοχυρώνει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου υπέρ παντός προσώπου, του οποίου παραβιάσθηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης.

73.      Δεδομένου ότι δεν προκύπτει σαφώς από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αν ο RS, στη διαφορά της κύριας δίκης, επικαλείται δικαίωμα που του παρέχει διάταξη του δικαίου της Ένωσης, φαίνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη (42), το άρθρο 47 του Χάρτη μπορεί να μην έχει, αυτό καθαυτό, εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης. Ωστόσο, δεδομένου ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ επιβάλλει σε όλα τα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται, στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, αποτελεσματική δικαστική προστασία, κατά την έννοια ιδίως του άρθρου 47 του Χάρτη, η τελευταία αυτή διάταξη πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ (43).

Γ.      Η αποτελεσματική δικαστική προστασία από ανεξάρτητο δικαστήριο

74.      Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το Curtea de Apel Craiova (εφετείο Κραϊόβα), το οποίο είναι επιφορτισμένο με τα ζητήματα που αφορούν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες, επιλήφθηκε καταγγελίας υποβληθείσας από τον RS σχετικά με τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας ενώπιον της ΥΔΑΔ. Από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της εν λόγω καταγγελίας.

75.      Προκύπτει επίσης ότι, σύμφωνα με το άρθρο 148, παράγραφος 2, του ρουμανικού Συντάγματος, όπως ερμηνεύθηκε από το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) στην απόφαση 390/2021, τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν να εξετάσουν τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης διατάξεως εθνικού δικαίου που έχει κριθεί συνταγματική με απόφαση του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου). Επομένως, το εθνικό δίκαιο κατ’ ουσίαν εμποδίζει το αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει αν η ίδρυση και η λειτουργία της ΥΔΑΔ είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης και, εφόσον τούτο είναι αναγκαίο και πρόσφορο, σύμφωνα, μεταξύ άλλων, με τα στοιχεία που παρέσχε το Δικαστήριο στην απόφαση Asociaţia Forumul Judecătorilor din România, να αφήσει ανεφάρμοστες τις οικείες διατάξεις του επίμαχου εθνικού δικαίου σύμφωνα με τις αρχές της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης και του άμεσου αποτελέσματος.

76.      Η ως άνω κατάσταση επιτείνεται από τον επαπειλούμενο κίνδυνο, βάσει του άρθρου 99, στοιχείο ș, του νόμου 303/2004, κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας εις βάρος δικαστή και επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων σε αυτόν λόγω μη συμμορφώσεως προς απόφαση του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) (44).

77.      Κατά πάγια νομολογία, μολονότι η οργάνωση της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους, εντούτοις, κατά την άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ (45).

78.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κάθε εθνικό δικαστήριο, επιληφθέν αρμοδίως μιας υποθέσεως, έχει την υποχρέωση, ως όργανο κράτους μέλους, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της συνεργασίας που διατυπώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, να εφαρμόζει στο ακέραιο το έχον άμεση εφαρμογή δίκαιο της Ένωσης και να προστατεύει τα δικαιώματα που αυτό απονέμει στους ιδιώτες, αφήνοντας ανεφάρμοστη κάθε ενδεχομένως αντίθετη διάταξη του εθνικού δικαίου, είτε προγενέστερη είτε μεταγενέστερη του κανόνα του δικαίου της Ένωσης (46).

79.      Κατά τη γνώμη μου, η ίδια υποχρέωση απορρέει ευθέως από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, το οποίο επιβάλλει (47) στα κράτη μέλη να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Επομένως, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εγγυώνται την πλήρη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης στο σύνολο των κρατών μελών και να αποφαίνονται επί των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η αποτελεσματική δικαστική προστασία (48). Η φύση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου που πρέπει να παρέχεται από τα εθνικά δικαστήρια εξαρτάται από το αν η πράξη ή το μέτρο της Ένωσης έχει άμεσο αποτέλεσμα. Όταν η πράξη ή το μέτρο δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα, ο δεσμευτικός χαρακτήρας τους συνεπάγεται εντούτοις για τα εθνικά δικαστήρια υποχρέωση να ερμηνεύσουν την εθνική ρύθμιση κατά τρόπο σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης (49). Υπό ορισμένες περιστάσεις, η μη τήρηση της ως άνω υποχρεώσεως μπορεί να θεμελιώσει αγωγή αποζημιώσεως κατά του Δημοσίου (50).

80.      Επομένως, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ αποτελεί συγκεκριμένη έκφανση της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (51).

81.      Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ επιτάσσει επίσης τα εθνικά δικαστήρια που καλούνται να αποφανθούν επί ζητημάτων που άπτονται της ερμηνείας και της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης να είναι ανεξάρτητα. Τούτο επιβεβαιώνεται από το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, το οποίο προβλέπει την πρόσβαση σε «ανεξάρτητο» δικαστήριο ως απαίτηση του θεμελιώδους δικαιώματος πραγματικής προσφυγής (52). Επομένως, τα οικεία δικαστήρια πρέπει να είναι σε θέση να ασκούν τα καθήκοντά τους με αυτονομία, χωρίς να υπόκεινται σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση ή σχέση υπαγωγής έναντι οποιουδήποτε φορέα και χωρίς να λαμβάνουν εντολές ή οδηγίες οποιασδήποτε προελεύσεως. Μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπο προστατεύονται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θίξουν την ανεξάρτητη κρίση τους και να επηρεάσουν το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα των αποφάσεών τους (53).

82.      Μεταξύ των ως άνω απαγορευμένων εξωτερικών παρεμβάσεων ή πιέσεων περιλαμβάνονται οι αποφάσεις εθνικού συνταγματικού δικαστηρίου, όπως αυτή του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) στην απόφαση 390/2021, σκοπός της οποίας είναι να αποτραπεί το ενδεχόμενο άλλα εθνικά δικαστήρια –τα οποία ενεργούν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που τους αναγνωρίζονται δυνάμει του εθνικού δικαίου– να διασφαλίζουν την πλήρη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και τη δικαστική προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών που απορρέουν από αυτές.

83.      Το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο), με την απόφαση 390/2021, κατά τη γνώμη μου, οικειοποιήθηκε παρανόμως αρμοδιότητα κατά παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, κατά παραβίαση της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης και κατά παράβαση της θεμελιώδους απαιτήσεως περί ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας.

84.      Κανόνας ή πρακτική του εθνικού δικαίου, δυνάμει των οποίων οι αποφάσεις συνταγματικού δικαστηρίου δεσμεύουν άλλο εθνικό δικαστήριο αρμόδιο, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, για την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, δεν μπορούν να στερούν από το τελευταίο αυτό δικαστήριο την ανεξάρτητη αποστολή του να εφαρμόζει το εν λόγω δίκαιο και να διασφαλίσει αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Τέτοιοι κανόνες και πρακτικές θίγουν την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης και είναι ασύμβατοι προς την ίδια την ουσία του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του κράτους δικαίου που κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ (54). Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, με την απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 36), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι αυτή καθαυτήν η ύπαρξη αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου με σκοπό τη διασφάλιση της τηρήσεως του δικαίου της Ένωσης είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την ύπαρξη του κράτους δικαίου.

85.      Φρονώ, επομένως, ότι αντιβαίνει στην αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 ΣΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη, διάταξη ή πρακτική του εθνικού δικαίου κατά την οποία τα εθνικά δικαστήρια στερούνται αρμοδιότητας να εξετάσουν τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης διατάξεως του εσωτερικού δικαίου που έχει κριθεί συνταγματική με απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου του κράτους μέλους. Κατά μείζονα λόγο, αντιβαίνει στην ίδια αυτή αρχή η κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας και η επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων εις βάρος δικαστή για τον λόγο ότι προέβη στην εν λόγω εξέταση.

VII. Πρόταση

86.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα που υπέβαλε το Curtea de Apel Craiova (εφετείο Κραϊόβα, Ρουμανία) ως εξής:

Αντιβαίνει στην αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 ΣΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη, διάταξη ή πρακτική του εθνικού δικαίου κατά την οποία τα εθνικά δικαστήρια στερούνται αρμοδιότητας να εξετάσουν τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης διατάξεως του εσωτερικού δικαίου που έχει κριθεί συνταγματική με απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου του κράτους μέλους. Στην ίδια αυτή αρχή αντιβαίνει η κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας και η επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων εις βάρος δικαστή για τον λόγο ότι προέβη στην εν λόγω εξέταση.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Η οποία αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 2, του άρθρου 4, παράγραφος 3, του άρθρου 9 και του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, του άρθρου 67, παράγραφος 1 και του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, του άρθρου 47 του Χάρτη και της αποφάσεως 2006/928/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2006, για τη συνεργασία και τον έλεγχο της προόδου στη Ρουμανία όσον αφορά την επίτευξη των ειδικών στόχων αναφοράς στους τομείς της δικαστικής μεταρρύθμισης και της καταπολέμησης της διαφθοράς (ΕΕ 2006, L 354, σ. 56).


3      Βλ. σημείο 5 του διατακτικού της εν λόγω αποφάσεως.


4      Απόφαση 390 της 8ης Ιουνίου 2021, σχετικά με ένσταση αντισυνταγματικότητας όσον αφορά τα άρθρα 881 έως 889 του νόμου 304/2004 περί της οργανώσεως του συστήματος απονομής δικαιοσύνης καθώς και της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου 90/2018 περί της θεσπίσεως ορισμένων μέτρων για τους όρους λειτουργίας της Υπηρεσίας διερεύνησης των αδικημάτων που διαπράττονται εντός του δικαστικού συστήματος [Secţia pentru investigarea infracţiunilor din justiţie], δημοσιευθείσα στη Monitorul Oficial al României [Επίσημη Εφημερίδα της Ρουμανίας] αριθ. 612 της 22ας Ιουνίου 2021 (στο εξής: απόφαση 390/2021).


5      Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 826, της 13ης Σεπτεμβρίου 2005.


6      Βλ. απόφαση 390/2021, σημείο 81.


7      Βλ. απόφαση 390/2021, σημείο 83.


8      Βλ. απόφαση 390/2021, σημείο 85.


9      Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 2018, Wightman κ.λπ. (C‑621/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:851, σκέψη 10 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


10      Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny (C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψεις 43 έως 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


11      Βλ. απόφαση Asociaţia Forumul Judecătorilor din România (σκέψη 133 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


12      Το Δικαστήριο επισήμανε, πρώτον, ότι οι διαφορές των κύριων δικών ουδόλως συνδέονταν, επί της ουσίας, με το δίκαιο της Ένωσης, και, ειδικότερα, με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, το οποίο αφορούσαν τα προδικαστικά ερωτήματα. Ως εκ τούτου, τα αιτούντα δικαστήρια δεν καλούνταν να εφαρμόσουν το δίκαιο αυτό, ή τη διάταξη αυτή, προκειμένου να αποφανθούν επί της ουσίας των διαφορών των οποίων είχαν επιληφθεί. Δεύτερον, το Δικαστήριο επισήμανε ότι τα προδικαστικά ερωτήματα δεν αφορούσαν την ερμηνεία των δικονομικού χαρακτήρα διατάξεων του δικαίου της Ένωσης τις οποίες τα αιτούντα δικαστήρια όφειλαν να εφαρμόσουν για να εκδώσουν την απόφασή τους. Τρίτον, η απάντηση του Δικαστηρίου στα προδικαστικά ερωτήματα δεν φαινόταν δυνάμενη να παράσχει στα αιτούντα δικαστήρια ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης η οποία θα καθιστούσε δυνατή την επίλυση δικονομικών ζητημάτων του εθνικού δικαίου προκειμένου να αποφανθούν επί της ουσίας των διαφορών των οποίων είχαν επιληφθεί. Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny (C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψεις 49 έως 53).


13      Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny (C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 54). Παρά τη διαπίστωση του απαραδέκτου των ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν επιτρέπονται διατάξεις του εθνικού δικαίου που εκθέτουν τους εθνικούς δικαστές στον κίνδυνο πειθαρχικών διαδικασιών λόγω του ότι υπέβαλαν στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως. Απλώς και μόνον το ενδεχόμενο ασκήσεως πειθαρχικής διώξεως λόγω της υποβολής της εν λόγω αιτήσεως δύναται να θίξει την εκ μέρους των εθνικών δικαστών αποτελεσματική άσκηση της ευχέρειας να υποβάλλουν ζητήματα στο Δικαστήριο και των καθηκόντων του αιτούντος δικαστηρίου όσον αφορά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny (C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 58). Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, το εθνικό μέτρο ή πρακτική μπορούσε να στηρίξει προσφυγή λόγω παραβάσεως. Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny (C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 47).


14      Βλ. την προσέγγιση που προτείνεται στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση IG κ.λπ. (C‑379/19, EU:C:2021:174, σημείο 40).


15      Βλ. κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Απριλίου 2021, Repubblika (C‑896/19, EU:C:2021:311, σκέψη 33).


16      Ο γενικός εισαγγελέας Μ. Bobek, στις προτάσεις του στην υπόθεση IG κ.λπ. (C‑379/19, EU:C:2021:174, σημείο 40), εκτίμησε ότι τα προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν την πειθαρχική ευθύνη των εθνικών δικαστών που υπέβαλαν αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι «αναγκαία» για την εκδίκαση της υποθέσεως που έχει υποβληθεί στην κρίση τους, όταν η ενεργοποίηση της εν λόγω ευθύνης θα συνεπάγετο την υποβολή ελάχιστων προδικαστικών ερωτημάτων. Βλ. κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Ιουλίου 2016, Ognyanov (C‑614/14, EU:C:2016:514, σκέψη 25). Αντιθέτως, ο γενικός εισαγγελέας P. Pikamäe, στις προτάσεις του στην υπόθεση IS (Μη σύννομο της διατάξεως περί παραπομπής) (C‑564/19, EU:C:2021:292, σημείο 97), εκτίμησε ότι προδικαστικό ερώτημα ως προς το αν το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, το άρθρο 47 του Χάρτη και το άρθρο 267 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνικό νόμο που προβλέπει την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας κατά δικαστή για τον λόγο ότι υπέβαλε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο είναι απαράδεκτο, όταν η κύρια δίκη δεν αφορούσε την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας κατά του αιτούντος δικαστή, τη νομοθεσία περί της καταστάσεως των δικαστικών λειτουργών, ή τις διατάξεις της νομοθεσίας σχετικά με τον πειθαρχικό έλεγχο των δικαστών. Επιπλέον, στην εν λόγω υπόθεση, η πράξη με την οποία κινήθηκε η πειθαρχική διαδικασία είχε ανακληθεί, η δε εν λόγω διαδικασία είχε περατωθεί. Ο γενικός εισαγγελέας P. Pikamäe δέχθηκε επίσης ότι το προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την πειθαρχική διαδικασία θα μπορούσε να είναι παραδεκτό όταν δεν είναι δυνατόν να αποσπασθεί από άλλο, παραδεκτό, προδικαστικό ερώτημα, με την αντιμετώπιση των δύο ερωτημάτων από κοινού ως «αδιαίρετου συνόλου». Προτάσεις γενικού εισαγγελέα P. Pikamäe στην υπόθεση IS (Μη σύννομο της διατάξεως περί παραπομπής) (C‑564/19, EU:C:2021:292, σημείο 98).


17      Βλ, επίσης απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ. (C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψη 140). Στην υπόθεση C‑379/19, η οποία προέκυψε στο πλαίσιο ποινικής δίκης η οποία, μεταξύ άλλων, αφορούσε αδικήματα διαφθοράς, οι κατηγορούμενοι ζήτησαν τον αποκλεισμό αποδεικτικών μέσων σύμφωνα με τις κρίσεις του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου) περιλαμβανόμενες σε σειρά αποφάσεών του. Το αιτούν δικαστήριο διατηρούσε επιφυλάξεις ως προς τη συμβατότητα των εν λόγω αποφάσεων –η μη συμμόρφωση με τις οποίες θα μπορούσε να εκθέσει τους επιληφθέντες δικαστές σε πειθαρχικές διώξεις σύμφωνα με το άρθρο 99, στοιχείο ș, του νόμου 303/2004– με την απαίτηση περί ανεξαρτησίας των δικαστηρίων. Το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο, σχετικά με την ερμηνεία μεταξύ άλλων του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα ήταν παραδεκτά.


18      Απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2018, Weiss κ.λπ. (C‑493/17, EU:C:2018:1000, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


19      Βλ. απόφαση Asociaţia Forumul Judecătorilor din România (σκέψη 223).


20      Δυνάμει της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η εκ μέρους κράτους μέλους επίκληση κανόνων του εσωτερικού δικαίου, ακόμη και συνταγματικού επιπέδου, θίγει την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης. Κατά πάγια νομολογία, τα αποτελέσματα της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης δεσμεύουν όλα τα όργανα των κρατών μελών, χωρίς να εμποδίζονται από τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των συνταγματικών διατάξεων. Αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2010, Winner Wetten (C‑409/06, EU:C:2010:503, σκέψη 61), και της 6ης Οκτωβρίου 2021, W.Ż. (Τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου – Διορισμός) (C‑487/19, EU:C:2021:798, σκέψη 157). Βλ. επίσης απόφαση Asociaţia Forumul Judecătorilor din România (σκέψεις 243 επ., ιδίως σκέψη 251 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


21      Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ επιβάλλει στα κράτη μέλη σαφή και ακριβή υποχρέωση επιτεύξεως αποτελέσματος. Η υποχρέωση αυτή δεν συνοδεύεται από καμία προϋπόθεση όσον αφορά την ανεξαρτησία που πρέπει να χαρακτηρίζει τα δικαστήρια τα οποία καλούνται να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Απόφαση Asociaţia Forumul Judecătorilor din România (σκέψη 250 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


22      Απόφαση Asociaţia Forumul Judecătorilor din România (σκέψεις 242 έως 252).


23      Βάσει του άρθρου 2 και του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και της αποφάσεως 2006/928.


24      Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Trustees of the BT Pension Scheme (C‑628/15, EU:C:2017:687, σκέψη 54).


25      Πρβλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 1978, Simmenthal (106/77, EU:C:1978:49, σκέψη 22). Για πιο πρόσφατη επανάληψη του εν λόγω κανόνα, βλ. διάταξη της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑204/21 R, EU:C:2021:593, σκέψη 173).


26      Βλ. κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2010, Elchinov (C‑173/09, EU:C:2010:581, σκέψη 30).


27      Βλ. κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 166), και της 2ας Μαρτίου 2021, A.B. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο – Προσφυγές) (C‑824/18, EU:C:2021:153, σκέψη 79). Στη σκέψη 173 της γνωμοδοτήσεως 2/13 (Προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ΕΣΔΑ), της 18ης Δεκεμβρίου 2014 (EU:C:2014:2454), το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται, δυνάμει, μεταξύ άλλων, της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ, να διασφαλίζουν, εντός της αντίστοιχης επικράτειάς τους, την εφαρμογή και την τήρηση του δικαίου της Ένωσης. Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή προκύπτουν από τις πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.


28      Συμπεριλαμβανομένων, επί παραδείγματι, της δημοκρατικής μορφής του πολιτεύματος του κράτους [απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Sayn-Wittgenstein (C‑208/09, EU:C:2010:806, σκέψη 92)] και της κατανομής των αρμοδιοτήτων στο εσωτερικό κράτους μέλους καθώς και της αναδιοργανώσεως των εν λόγω αρμοδιοτήτων στο εσωτερικό κράτους μέλους [αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Remondis (C‑51/15, EU:C:2016:985, σκέψεις 40 και 41), και της 18ης Ιουνίου 2020, Porin kaupunki (C‑328/19, EU:C:2020:483, σκέψη 46)].


29      Απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Coman κ.λπ. (C‑673/16, EU:C:2018:385, σκέψη 43).


30      Μολονότι το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) μνημονεύει συγκεκριμένα τη «συνταγματική ταυτότητα», κατά τη γνώμη μου, ο όρος εθνική ταυτότητα κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ αποτελεί ευρεία έννοια που μπορεί να καλύπτει τόσο την κοινωνική/πολιτιστική ταυτότητα όσο και την πολιτική/συνταγματική ταυτότητα. Εντούτοις, η επίκληση της εθνικής ταυτότητας βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ δεν παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να παρεκκλίνουν από τις θεμελιώδεις αξίες που περιλαμβάνονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του κράτους δικαίου. Επομένως, η προστασία της εθνικής ταυτότητας δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη μη τήρηση των εν λόγω αξιών. Εξάλλου, η εθνική ταυτότητα, υπό τη μορφή της συνταγματικής ταυτότητας, δεν μπορεί να συνιστά απόλυτη εξαίρεση από την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης ή επιφύλαξη όσον αφορά την εν λόγω αρχή.


31      Βλ. κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Coman κ.λπ. (C‑673/16, EU:C:2018:385, σκέψεις 44 και 46).


32      Κατά πάγια νομολογία, όπως προκύπτει από το άρθρο 49 ΣΕΕ, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα κάθε ευρωπαϊκού κράτους να ζητήσει να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση απαρτίζεται από κράτη που έχουν αποδεχθεί ελεύθερα και οικειοθελώς τις διαλαμβανόμενες στο άρθρο 2 ΣΕΕ κοινές αξίες, σέβονται τις αξίες αυτές και δεσμεύονται να τις προάγουν. Το δίκαιο της Ένωσης στηρίζεται στη θεμελιώδη παραδοχή ότι κάθε κράτος μέλος μοιράζεται τις εν λόγω αξίες με όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη και αναγνωρίζει ότι και αυτά τις αποδέχονται όπως το ίδιο. Απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑619/18, EU:C:2019:531, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


33      Πρβλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση V.М.А. (C‑490/20, EU:C:2021:296, σημείο 73). Βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Coman κ.λπ. (C‑673/16, EU:C:2018:385, σκέψη 47).


34      Το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα/Ένωση βασίζεται στο κράτος δικαίου μνημονεύθηκε για πρώτη φορά στη νομολογία του Δικαστηρίου στην απόφαση της 23ης Απριλίου 1986, Les Verts κατά Κοινοβουλίου (294/83, EU:C:1986:166, σκέψη 23).


35      Για συστηματική και επικαιροποιημένη επισκόπηση της πρόσφατης νομολογίας του Δικαστηρίου, βλ. Pech L. και Kochenov D., Respect for the Rule of Law in the Case Law of the European Court of Justice, A Casebook Overview of Key Judgments since the Portuguese Judges Case, SIEPS, Στοκχόλμη, 2021:3.


36      Απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Land Hessen (C‑272/19, EU:C:2020:535, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


37      Απόφαση Asociaţia Forumul Judecătorilor din România (σκέψεις 194 και 195 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


38      Όσον αφορά το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, η διάταξη αυτή σκοπεί να διασφαλίσει την αποτελεσματική δικαστική προστασία στους «τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης», ανεξαρτήτως του αν τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη. Ως εκ τούτου, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ τυγχάνει ιδίως εφαρμογής στην περίπτωση κάθε εθνικού οργάνου δυνάμενου να αποφαίνεται, ως δικαιοδοτικό όργανο, επί ζητημάτων απτομένων της εφαρμογής ή της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης και εμπιπτόντων στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο αυτό. Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny (C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψεις 33 και 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 47 του Χάρτη, όσον αφορά τη δράση των κρατών μελών, ορίζεται στο άρθρο 51, παράγραφος 1, αυτού, το οποίο ορίζει ότι οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα κράτη μέλη όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Απόφαση της 14ης Ιουνίου 2017, Online Games κ.λπ. (C‑685/15, EU:C:2017:452, σκέψη 55).


39      Απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 167 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


40      Απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 168 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που παρέχονται στους ιδιώτες βάσει του δικαίου της Ένωσης, την οποία μνημονεύει το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, έχει κατοχυρωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και είναι σήμερα κατοχυρωμένη με το άρθρο 47 του Χάρτη. Αποφάσεις της 2ας Μαρτίου 2021, A.B. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο – Προσφυγές) (C‑824/18, EU:C:2021:153, σκέψη 110), και της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ. (C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψη 219).


41      Απόφαση της 20ής Απριλίου 2021, Repubblika (C‑896/19, EU:C:2021:311, σκέψεις 39 έως 45).


42      Το οποίο ορίζει ότι για να έχει εφαρμογή ο Χάρτης πρέπει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης.


43      Βλ. κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Απριλίου 2021, Repubblika (C‑896/19, EU:C:2021:311, σκέψεις 42 έως 45). Ενώ το άρθρο 47 του Χάρτη συμβάλλει στον σεβασμό του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κάθε πολίτη ο οποίος επικαλείται, σε συγκεκριμένη περίπτωση, δικαίωμα που αντλεί από το δίκαιο της Ένωσης, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ σκοπεί να διασφαλίσει ότι το σύστημα ένδικης προστασίας που έχει θεσπίσει κάθε κράτος μέλος εγγυάται την αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Απόφαση της 20ής Απριλίου 2021, Repubblika (C‑896/19, EU:C:2021:311, σκέψη 52).


44      Η πρόσφατη νομολογία φαίνεται να δέχεται ότι η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας των δικαστών δεν αποκλείει εντελώς το ενδεχόμενο να στοιχειοθετηθεί, σε ορισμένες όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, η πειθαρχική ευθύνη δικαστή λόγω των δικαστικών αποφάσεων που εξέδωσε: απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ. (C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψεις 238 έως 240 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Στην εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο αντίκτυπος του άρθρου 99, στοιχείο ș, του νόμου 303/2004, το οποίο προβλέπει την πειθαρχική ευθύνη των εθνικών δικαστών σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς τους με αποφάσεις του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου), δεν περιορίζεται στις εν λόγω όλως εξαιρετικές περιπτώσεις. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο έκρινε ότι αντίκεινται στο άρθρο 2, στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και στην απόφαση 2006/928 διατάξεις του εθνικού δικαίου όπως το άρθρο 99, στοιχείο ș, του νόμου 303/2004 καθόσον προβλέπει ότι τυχόν παράβαση των αποφάσεων εθνικού συνταγματικού δικαστηρίου από τους τακτικούς εθνικούς δικαστές επισύρει την πειθαρχική ευθύνη των τελευταίων. Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ. (C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψεις 241 και 242). Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι προσκρούει στην υπεροχή του δικαίου της Ένωσης η επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων επί εθνικών δικαστών όταν, κατά την ενάσκηση των τακτικών αρμοδιοτήτων τους, υιοθετούν την άποψη, κατόπιν λήψεως απαντήσεως σε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, ότι η νομολογία του εθνικού τους συνταγματικού δικαστηρίου αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης και την αφήνει ανεφάρμοστη. Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ. (C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψη 260).


45      Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny (C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


46      Απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2021, Whiteland Import Export (C‑308/19, EU:C:2021:47, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


47      Επισημαίνω τη χρήση του ενεστώτα με επιτακτικό χαρακτήρα («shall») στο κείμενο του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.


48      Απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, Achmea (C‑284/16, EU:C:2018:158, σκέψη 36). Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, βλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψεις 34 και 35).


49      Απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2021, Whiteland Import Export (C‑308/19, EU:C:2021:47, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


50      Απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Köbler (C‑224/01, EU:C:2003:513, σκέψη 50).


51      Το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ αποτυπώνει επίσης τον αυτοτελή χαρακτήρα της έννομης τάξεως της Ένωσης. Βλ. απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, Achmea (C‑284/16, EU:C:2018:158, σκέψεις 33 έως 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


52      Πρβλ. απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία των τακτικών δικαστηρίων) (C‑192/18, EU:C:2019:924, σκέψεις 104 και 105 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


53      Απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑619/18, EU:C:2019:531, σκέψεις 71 και 72).


54      Πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2010, Winner Wetten (C‑409/06, EU:C:2010:503, σκέψη 56 και 57).