Language of document : ECLI:EU:C:2009:242

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

M. POIARES MADURO

της 22ας Απριλίου 2009 (1)

ΥπόθεσηC‑115/08

LandOberösterreich

κατά

ČEZ

[αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως
την οποία υπέβαλε το Landesgericht Linz (Αυστρία)]






I –    Ιστορικό της διαφοράς

1.        Η υπόθεση μπορεί να χαρακτηριστεί ως αναγόμενη στο ζήτημα των αμοιβαίων εξωεδαφικών στοιχείων. Αφενός, η Δημοκρατία της Αυστρίας και, ειδικότερα, το Land Oberösterreich θεωρούν ότι είναι θύματα ενός εξωεδαφικού στοιχείου που τους επιβάλλουν η ČEZ και οι τσεχικές αρχές μέσω της εγκαταστάσεως πυρηνικού ηλεκτρικού σταθμού εγγύς των αυστριακών συνόρων, χωρίς να έχουν ληφθεί υπόψη οι κίνδυνοι που επικρέμανται επί των διαβιούντων από την άλλη πλευρά των συνόρων. Αφετέρου, η ČEZ και η Τσεχική Δημοκρατία ισχυρίζονται ότι η εκ μέρους του αυστριακού ανώτατου δικαστηρίου ερμηνεία του αυστριακού δικαίου είναι εκείνη που τους επιβάλλει εξωεδαφικό στοιχείο απαιτώντας την παύση λειτουργίας του τσεχικού πυρηνικού ηλεκτρικού σταθμού αποκλειστικά και μόνο για την προστασία των συμφερόντων των Αυστριακών πολιτών και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η υφιστάμενη στην Τσεχική Δημοκρατία κατάσταση. Το κοινοτικό δίκαιο (τόσο οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ όσο και εκείνες της Συνθήκης ΕΚΑΕ) αποτελεί στοιχείο της διαφοράς καθόσον στην πραγματικότητα αμφότεροι οι διάδικοι το επικαλούνται για την εκτελεστότητα της δικαστικής αποφάσεως. Αντιθέτως, θεωρητικώς η ευκταία λύση θα έπρεπε να οδηγούσε κάθε πλευρά να εκλάβει με την απόφασή της ως εγχώρια τα συμφέροντα της ετέρας, καθόσον ο μη συνυπολογισμός των συμφερόντων του αντιδίκου είναι εκείνος στον οποίο οφείλεται η διαφορά και βρίσκεται στο επίκεντρο της παρούσας υποθέσεως. Δυστυχώς, ελλείψει πλήρους κανονιστικής ρυθμίσεως των εν λόγω ζητημάτων με βάση τις Συνθήκες ΕΚ και ΕΚΑΕ, το Δικαστήριο ενδέχεται να κρίνει ότι για την εκ μέρους του πλήρως ικανοποιητική επίλυση της διαφοράς διαθέτει περιορισμένα περιθώρια. Τούτου λεχθέντος, η ερμηνεία που προτείνω όσον αφορά τους εφαρμοστέους κανόνες έχει ως οδηγό τον στόχο εκείνο ο οποίος συνίσταται, στο μέτρο του δυνατού, οι αρμόδιες αρχές να καταστούν προσεκτικές ως προς την επίπτωση των αποφάσεών τους επί των συμφερόντων των λοιπών κρατών μελών και των πολιτών τους, καθόσον ο στόχος αυτός μπορεί να περιγραφεί ως ευρισκόμενος στον πυρήνα του σχεδίου της ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως και ως εδραζόμενος στους κανόνες της.

2.        Στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, το Δικαστήριο επιλαμβάνεται για δεύτερη φορά ερωτημάτων που του υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ λόγω διαφοράς μεταξύ του Land Oberösterreich (στο εξής: το ενάγον) και της πυρηνικής εγκαταστάσεως της ČEZ στο Temelín της Τσεχικής Δημοκρατίας (στο εξής: εναγομένη). Το ενάγον είναι ιδιοκτήτης εκτάσεων επί των οποίων είναι εγκατεστημένη γεωργική σχολή επί του αυστριακού εδάφους και σε απόσταση περίπου 60 χιλιομέτρων από την εγκατάσταση της εναγομένης. Ο σταθμός του Temelín έλαβε άδεια από την Τσεχική Κυβέρνηση το 1985 και λειτουργεί πλήρως από το 2003, μετά από δοκιμαστική περίοδο εκμεταλλεύσεως από τις αρχές του έτους 2000.

3.        Ο σταθμός του Temelín αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγματεύσεων μεταξύ της Δημοκρατίας της Αυστρίας και της Τσεχικής Δημοκρατίας οι οποίες κατέληξαν σε δήλωση, η οποία επισυνάπτεται στη Συνθήκη προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ένωση, με την οποία τα δύο κράτη δήλωσαν ότι επρόκειτο να τηρήσουν ορισμένες διμερείς δεσμεύσεις περιλαμβάνουσες μέτρα ασφαλείας, την επιτήρηση των δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας και την ανάπτυξη εταιρικών σχέσεων σε ενεργειακά θέματα, όπως αυτές καθορίζονται σε έγγραφο γνωστό υπό τον τίτλο «συμπεράσματα της διαδικασία του Melk και της παρακολουθήσεώς του», το οποίο υιοθετήθηκε τον Νοέμβριο 2001.

4.        Πάντως, το ενάγον και άλλοι ιδιώτες ιδιοκτήτες εκτάσεων άσκησαν το 2001 ενώπιον του Landesgericht Linz (στο εξής, αναφερόμενο και ως αιτούν δικαστήριο), βάσει του άρθρου 364, παράγραφος 2, του αυστριακού αστικού κώδικα (Allgemeines bürgerliches Gesetzbuch, στο εξής: ΑΑΚ), αγωγή προκειμένου να υποχρεωθεί η εναγομένη να παύσει τις προκαλούμενες στις ιδιοκτησίες των εναγόντων οχλήσεις λόγω ραδιενεργών εκπομπών που υποτίθεται ότι προέρχονται από τον σταθμό του Temelín.

5.        Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το άρθρο 364, παράγραφος 2, του ΑΑΚ επιτρέπει σε κύριο ακινήτου να απαιτήσει από τους κυρίους γειτονικών εκτάσεων, περιλαμβανομένων των κειμένων σε άλλο κράτος μέλος εκτάσεων, να διασφαλίσουν ότι η χρήση των εν λόγω γειτονικών εκτάσεων δεν επάγεται συνέπειες υπερβαίνουσες το σύνηθες επίπεδο και παραβλάπτουσες τη συνήθη χρήση του ακινήτου σε σχέση με τις τοπικές συνθήκες. Επιπλέον, σε περίπτωση ευθείας και συγκεκριμένης απειλής προκλήσεως οχλήσεων, με αποτέλεσμα την επέλευση ανεπανόρθωτης ζημίας, είναι δυνατή η έκδοση προληπτικώς διαταγής προκειμένου να απαγορευθεί η χρήση του ακινήτου από το οποίο προέρχεται παρόμοια απειλή. Πάντως, όταν η όχληση προέρχεται από «εγκεκριμένη από την αρμόδια αρχή εγκατάσταση», η αξίωση περί εκδόσεως διαταγής αντικαθίσταται από το δικαίωμα να ζητηθεί αποκατάσταση της ζημίας.

6.        Σύμφωνα με τις παρασχεθείσες από το αιτούν δικαστήριο πληροφορίες, το Oberster Gerichtshof (αυστριακό ανώτατο δικαστήριο, στο εξής: ΑΑΔ) έκρινε ότι η έκφραση «εγκεκριμένη από την αρμόδια αρχή εγκατάσταση», όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 364 a του ΑΑΚ, δεν περιλαμβάνει τις έχουσες αποτελέσει αντικείμενο διοικητικής αδείας στην αλλοδαπή εγκαταστάσεις με το αιτιολογικό ότι η ανωτέρω διάταξη εδράζεται «αποκλειστικά σε εκτίμηση αποκλινόντων εσωτερικής φύσεως συμφερόντων» και ότι δεν γίνεται αντιληπτό για ποιους λόγους ο Αυστριακός νομοθέτης θα έπρεπε να επιβάλει στους Αυστριακούς ιδιοκτήτες ακινήτων περιορισμούς στο δικαίωμα ιδιοκτησίας «αποκλειστικά προς το συμφέρον αλλοδαπής οικονομίας και εξ ονόματος αλλοδαπού δημόσιου συμφέροντος».

7.        Με σειρά μακρόσυρτων ερωτημάτων, το Landesgericht Linz ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της συμβατότητας της ανωτέρω ερμηνείας του άρθρου 364 a του ΑΑΚ προς το κοινοτικό δίκαιο, ειδικότερα δε προς τα άρθρα 43 ΕΚ, 28 ΕΚ, 12 ΕΚ και 10 ΕΚ. Προτίθεμαι να εκκινήσω εξετάζοντας τα ζητήματα που εγείρονται σε σχέση με το άρθρο 43 ΕΚ, καθόσον, κατά την άποψή μου, η διάταξη αυτή παρέχει στο Δικαστήριο την ευχέρεια να αντιμετωπίσει τα σημαντικότερα ζητήματα που εγείρει η υπό κρίση υπόθεση.

II – Τοάρθρο43ΕΚκαιηεθνικήνομοθεσίαη οποία εμφανίζειδιασυνοριακές πτυχές

8.        Μέχρι σήμερα, η αφορώσα την ελευθερία εγκαταστάσεως νομολογία εστιάστηκε σε μέτρα επιβληθέντα από κράτος μέλος και περιοριστικά της ελευθερίας των ιδιωτών και των επιχειρήσεων να εγκαθίστανται εντός του εν λόγω κράτους μέλους προκειμένου να ασκήσουν εκεί οικονομικές δραστηριότητες ή των δυνατοτήτων των ιδιωτών ή των επιχειρήσεων να εγκαταλείψουν το οικείο κράτος μέλος προκειμένου να εγκατασταθούν σε άλλο κράτος μέλος. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τις λοιπές διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας. Με τις αφορώσες την ελεύθερη κυκλοφορία διατάξεις δίδεται έμφαση στην εξάλειψη των περιορισμών εισόδου και εξόδου εντός και από κράτος μέλος αντίστοιχα. Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο καλείται να αντιμετωπίσει όλως διαφορετική κατάσταση, στο πλαίσιο της οποίας υποστηρίζεται ότι τα επιβαλλόμενα από κράτος μέλος (εν προκειμένω τη Δημοκρατία της Αυστρίας) εθνικά μέτρα έχουν επίπτωση επί του δικαιώματος εγκαταστάσεως σε άλλο κράτος μέλος (εν προκειμένω της Τσεχικής Δημοκρατίας), το οποίο επιδιώκει να πωλήσει τα προϊόντα του σε καταναλωτές άλλων κρατών μελών πέραν εκείνου το οποίο εξέδωσε τα επίδικα μέτρα. Επομένως, το Δικαστήριο οφείλει να αποφασίσει αν η τυχόν διασυνοριακή επίπτωση της αυστριακής νομοθεσίας δύναται, κατ’ αρχήν, να αποτελέσει περιορισμό στο δικαίωμα της ελεύθερης εγκαταστάσεως εντός άλλου κράτους μέλους, και συγκεκριμένα της Τσεχικής Δημοκρατίας.

9.        Κατά την άποψή μου, η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα είναι ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Είναι ακριβές ότι η αφορώσα την ελευθερία εγκαταστάσεως νομολογία εστιάστηκε σε μεγάλο βαθμό στις συνέπειες των ληφθέντων από κράτος μέλος μέτρων όσον αφορά την ευχέρεια ενός υπηκόου άλλου κράτους μέλους να εγκατασταθεί εντός του οικείου κράτους μέλους, πλην όμως η εξέλιξη του κοινοτικού δικαίου όσον αφορά την εκτελεστότητα των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων εντός άλλου κράτους μέλους, όπως ο κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 (2), σημαίνει ότι οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων οι οποίες αφορούν ζητήματα του εθνικού δικαίου με διασυνοριακές επιπτώσεις θα είναι σε διαρκώς αυξανόμενο βαθμό ικανές να έχουν επιπτώσεις επί του δικαιώματος εγκαταστάσεως εντός άλλου κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων των υπηκόων του κράτους αυτού ή τρίτων κρατών μελών. Επί παραδείγματι, όσον αφορά την αφορώσα τις οχλήσεις νομοθεσία, το κοινοτικό δίκαιο καθιστά ολοένα ευχερέστερο αποφάσεις των δικαστηρίων ενός κράτους A, σχετικά με οχλήσεις εντός του κράτους A προερχόμενες όμως από κράτος B, να εκτελεστούν από τα δικαστήρια του κράτους B. Επομένως, οι έχουσες διασυνοριακή επίπτωση αποφάσεις των δικαιοδοτικών οργάνων του κράτους A σχετικά με τομείς όπως οι οχλήσεις δύνανται, λόγω του ότι αυξάνουν τον κίνδυνο των εγκατεστημένων στο κράτος Β επιχειρήσεων να αποτελέσουν αντικείμενο αγωγών προς αποκατάσταση ζημιών ή αιτημάτων εκδόσεως διαταγών με βάση το δίκαιο του κράτους A, να έχουν ως συνέπεια την παρακώλυση ή την κατά λιγότερο ελκυστικό τρόπο άσκηση, εκ μέρους των υπηκόων ενός κράτους Γ, του δικαιώματός τους περί εγκαταστάσεως εντός του κράτους B. Ειδικότερα, η επίπτωση αυτή δύναται να επηρεάσει αρνητικά τις διασυνοριακές καταστάσεις στο πλαίσιο των οποίων οι εγκατεστημένες εντός του κράτους A επιχειρήσεις, όχι όμως και εκείνες που είναι εγκατεστημένες στο κράτος B, δύνανται να απολαύουν εξαιρέσεων περιοριζουσών τον συναφή κίνδυνο.

10.      Σύμφωνα με τα προηγηθέντα, δεν συμμερίζεται την άποψη της Επιτροπής, του Land Oberösterreich, καθώς και της Αυστριακής και Πολωνικής Κυβερνήσεως που περιορίζουν την εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία σε καταστάσεις, στο πλαίσιο των οποίων το ληφθέν από κράτος μέτρο δύναται να περιορίσει την ελεύθερη κυκλοφορία εντός του κράτους αυτού και εντός άλλου κράτους μέλους. Κατά την άποψή μου, οι αφορώντες την ελεύθερη κυκλοφορία κανόνες σκοπούν στην κατάργηση κάθε επιβαλλόμενου από κράτος μέλος περιορισμού στην οικονομική δραστηριότητα με άλλο κράτος μέλος ή εντός του δευτέρου. Προϋπόθεση τούτου αποτελεί το διασυνοριακό στοιχείο, τούτο όμως δεν πρέπει να συνεπάγεται κατ’ ανάγκη την εν τοις πράγμασι παρακώλυση της ελεύθερης κυκλοφορίας από ή και με προορισμό το κράτος μέλος που επιβάλλει το μέτρο. Αρκεί η εξωεδαφική εφαρμογή του ληφθέντος από κράτος μέτρου να είναι ικανή να θίξει την οικονομική δραστηριότητα εντός άλλου κράτους μέλους ή μεταξύ άλλων κρατών μελών. Προέχει το ότι η διασυνοριακή επίπτωση ενός ληφθέντος από κράτος μέλος μέτρου είναι ικανή να παραβλάψει την εκ μέρους επιχειρηματιών εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη απόλαυση των πλεονεκτημάτων της εσωτερικής αγοράς. Αν η διατύπωση των αφορωσών την ελεύθερη κυκλοφορία διατάξεων δεν εμπεριέχει με σαφήνεια κατάσταση όπως αυτή της υπό κρίση υποθέσεως, τούτο οφείλεται στο ότι παρόμοιες περιστάσεις δεν ήταν δυνατόν να έχουν προβλεφθεί κατά τον χρόνο θεσπίσεως των συγκεκριμένων διατάξεων. Πράγματι, το ότι αυστριακός νομικός κανόνας και δικαστική απόφαση περί εφαρμογής του ενδέχεται να έχουν περιοριστικό των οικονομικών δραστηριοτήτων άλλου κράτους μέλους αποτέλεσμα οφείλεται στην εξέλιξη του κοινοτικού δικαίου, το οποίο επιβάλλει του λοιπού την αναγνώριση ορισμένων δικαστικών αποφάσεων (και των εθνικών κανόνων που αυτές εφαρμόζουν) εντός άλλου κράτους μέλους. Τούτου δοθέντος, είναι ανεπίτρεπτο ένα κράτος μέλος να έχει τη δυνατότητα να ανατρέχει στους κανόνες της Συνθήκης ΕΚ προκειμένου να εκτελέσει, εντός άλλου κράτους μέλους, μέτρο περιοριστικό της οικονομικής δραστηριότητας του δευτέρου διεκδικώντας παράλληλα, με βάση τους κανόνες της Συνθήκης ΕΚ, ετεροδικία σε σχέση με τον έλεγχο παρόμοιου μέτρου.

11.      Έχουσα συνείδηση του βαθύτερου αυτού προβλήματος, η Επιτροπή καταλήγει στο μάλλον παράδοξο συμπέρασμα ότι, μολονότι δεν εμπίπτει σε κανέναν από τους κανόνες περί της ελεύθερης κυκλοφορίας, η παρούσα κατάσταση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου λόγω των συνεπειών του εθνικού μέτρου στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές επί αγαθών και υπηρεσιών. Για να στηρίξει την άποψή της, η Επιτροπή επικαλείται πλείονες αποφάσεις του Δικαστηρίου. Εντούτοις, οι αποφάσεις αυτές αφορούν αποκλειστικά καταστάσεις, στο πλαίσιο των οποίων τα επίδικα δικαιώματα έχουν επιπτώσεις στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές επί αγαθών και υπηρεσιών, χωρίς πάντως να είναι αναγκαία η αναγωγή τους στις ειδικές διατάξεις των διαφόρων κανόνων περί ελεύθερης κυκλοφορίας (3). Τα μέτρα στα οποία αναφέρονταν οι εν λόγω υποθέσεις ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου επειδή ήσαν ικανά να επηρεάσουν όλες τις διάφορες διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας και όχι επειδή ενέπιπταν σε αυτές, έστω και αν δεν καλύπτονταν από καμία από τις διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας. Παρόμοια με την προτεινόμενη από την Επιτροπή ερμηνεία δεν θα μπορούσε παρά να αποτελέσει επιπρόσθετη πηγή συγχύσεως και ανασφαλείας περί το δίκαιο. Τούτο θα ισοδυναμούσε με την άποψη ότι, στις περιπτώσεις όπου το περιοριστικό για συγκεκριμένο κανόνα επί ζητημάτων ελεύθερης κυκλοφορίας αποτέλεσμα θα μπορούσε να μην είναι επαρκές ώστε να οδηγήσει στην εφαρμογή του, θα αρκούσε ενδεχομένως ώστε να οδηγήσει στη γενική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, όπερ συνεπάγεται υπό την έννοια αυτή τόσο τον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής των δικαιωμάτων περί ελεύθερης κυκλοφορίας όσο και ταυτόχρονη επέκταση του πεδίου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου χωρίς σαφή προς τούτο κριτήρια. Αντιθέτως, εκείνο που απαιτείται για την προσαρμογή στην εξέλιξη του κοινοτικού δικαίου είναι η ερμηνεία των σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία διατάξεων κατά τρόπο ώστε να εμπίπτει σ’ αυτές κάθε εθνικό μέτρο το οποίο αντιμετωπίζει διασυνοριακές καταστάσεις κατά λιγότερο ευνοϊκό τρόπο σε σχέση με τις αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις οι οποίες έχουν επίπτωση επί της οικονομικής δραστηριότητας εντός άλλου κράτους μέλους.

12.      Όπως είχα την ευκαιρία να εκθέσω στις προτάσεις μου επί των υποθέσεων Άλφα Βήτα Βασιλόπουλος και Carrefour-Μαρινόπουλος (4) καθώς και στην υπόθεση Marks & Spencer (5), για να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα περί ελεύθερης κυκλοφορίας, περιλαμβανομένων όσων προστατεύονται τόσο από το άρθρο 28 ΕΚ όσο και από το άρθρο 43 ΕΚ, το Δικαστήριο οφείλει να μεριμνά ώστε τα κράτη μέλη να μη «λαμβάνουν μέτρα τα οποία καταλήγουν, στην πράξη, να ρυθμίζουν διακρατικές καταστάσεις κατά τρόπο δυσμενέστερο σε σχέση με τις αμιγώς εθνικές καταστάσεις» (6). Τυχόν άρνηση των αυστριακών δικαστηρίων να λάβουν υπόψη διοικητικές άδεις χορηγηθείσες από τις αρχές άλλων κρατών μελών, προκειμένου να περιοριστεί η δυνατότητα προσφυγής σε ορισμένα ένδικα μέσα που προβλέπει η αφορώσα τις οχλήσεις νομοθεσία, υπό περιστάσεις στο πλαίσιο των οποίων αναγνωρίζονται παρεμφερείς άδειες χορηγηθείσες από τις αυστριακές αρχές, εκθέτει επιχειρήσεις, όπως η ČEZ, οι οποίες αποφάσισαν να εγκατασταθούν σε κράτος μέλος που έχει κοινά σύνορα με την Αυστρία, σε αυξημένο, έναντι των ασκούντων δραστηριότητα στην αυστριακή αγορά επιχειρήσεων, κίνδυνο, και συγκεκριμένα στον κίνδυνο να αποτελέσουν αντικείμενο διαταγής περί παύσεως διαταράξεως. Επομένως, η ερμηνεία του άρθρου 364a του ΑΑΚ, όπως εκτίθεται από το αιτούν δικαστήριο, έχει ως αποτέλεσμα να αντιμετωπίζονται διασυνοριακές καταστάσεις κατά τρόπο λιγότερο ευνοϊκό απ’ ό,τι οι αμιγώς εθνικές καταστάσεις και ισοδυναμεί με εμπόδιο στο δικαίωμα εγκαταστάσεως που πρέπει να δικαιολογείται δεόντως. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη την πιθανολογούμενη βούληση πυρηνικών εγκαταστάσεων, όπως η επίδικη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, να πωλούν την ηλεκτρική ενέργεια που παράγουν σε καταναλωτές εντός άλλων κρατών μελών, ο αυξημένος κίνδυνος που επικρέμαται σε μη αυστριακή εγκατάσταση να αποτελέσει ενδεχομένως αντικείμενο διαταγής περί παύσεως διαταράξεως συνεπάγεται και εν δυνάμει περιορισμό των προστατευόμενων από το άρθρο 28 ΕΚ δικαιωμάτων.

13.      Επιβάλλεται επίσης η παρατήρηση ότι η νομοθεσία ΕΚΑΕ έθεσε κανόνες και προδιαγραφές σχετικά με την κατασκευή και εκμετάλλευση των πυρηνικών εγκαταστάσεων, κανόνες και προδιαγραφές τις οποίες τηρεί απολύτως ο σταθμός του Temelín. Η Επιτροπή αποπειράθηκε να θίξει το ζήτημα αυτό στηριζόμενη στους εν λόγω κανόνες προκειμένου να καταδείξει την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Πάντως, οι κανόνες της Συνθήκης ΕΚΑΕ στοχεύουν στο να ρυθμίσουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα έπρεπε να χορηγείται άδεια για την εκμετάλλευση πυρηνικού σταθμού και όχι τις τυχόν αναγόμενες στο αστικό δίκαιο διαφορές μεταξύ των ιδιοκτητών παρόμοιων εγκαταστάσεων και εκείνων που θίγονται ενδεχομένως από την εκμετάλλευσή τους. Όπως η ίδια η Επιτροπή παρατήρησε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ύπαρξη των κανόνων της Συνθήκης ΕΚΑΕ περί καθορισμού των προϋποθέσεων τις οποίες οφείλουν να πληρούν οι πυρηνικές εγκαταστάσεις δεν συνεπάγεται αφεαυτής ότι οι εθνικοί κανόνες που δύνανται να έχουν επίπτωση επί της εκμεταλλεύσεως πυρηνικών εγκαταστάσεων αντίκεινται κατ’ ανάγκη προς το κοινοτικό δίκαιο. Το γεγονός ότι μια συγκεκριμένη πυρηνική εγκατάσταση τηρεί τις θεσπισθείσες από κυβερνητικές αρχές προδιαγραφές δεν συνεπάγεται ότι μια τέτοια εγκατάσταση απολαύει ετεροδικίας στο πλαίσιο δικών αφορωσών την τυχόν επίπτωση των δραστηριοτήτων της επί των αστικής φύσεως δικαιωμάτων των τρίτων. Η ανωτέρω αρχή υφίσταται σε πολλούς άλλους τομείς του δικαίου. Επί παραδείγματι, ένα εστιατόριο το οποίο πληροί τις κανονιστικές προδιαγραφές σε θέματα χωροταξίας και υγιεινής δεν απολαύει ετεροδικίας στην περίπτωση ασκήσεως αγωγών εκ μέρους πελατών οι οποίοι διατείνονται ότι υπήρξαν θύματα τροφικής δηλητηριάσεως μετά από δείπνο στο συγκεκριμένο εστιατόριο ή γειτόνων που ενοχλούνται από τις προερχόμενες από τα μαγειρεία οσμές. Επομένως, όπως διευκρινίστηκε ανωτέρω, αν η εκ μέρους του σταθμού του Temelín τήρηση των κανόνων της Συνθήκης ΕΚΑΕ ασκεί, στα πλαίσια της παρούσας υποθέσεως, επιρροή για άλλους σκοπούς, τούτο δεν αρκεί αφεαυτού προκειμένου να αποκλειστεί η εφαρμογή των αστικής φύσεως δικαιωμάτων τρίτων.

14.      Εξ αυτού έπεται ότι, παρά τις δυνάμει περιοριστικές συνέπειες επί των κατά το άρθρο 43 ΕΚ δικαιωμάτων, το γεγονός ότι τα αυστριακά δικαστήρια δεν αναγνωρίζουν ότι οι χορηγούμενες από τις τσεχικές αρχές διοικητικές άδειες επάγονται ετεροδικία έναντι των διαταγών που συνδέονται με την άσκηση αγωγών σε θέματα οχλήσεων δεν προσκρούει κατ’ ανάγκη στο κοινοτικό δίκαιο. Πάντως, οσάκις εφαρμόζει εθνικούς κανόνες επιβάλλοντας υποχρεώσεις στο πλαίσιο δικών με αντικείμενο οχλήσεις που εμφανίζουν διασυνοριακό στοιχείο, το αυστριακό δικαιοδοτικό όργανο οφείλει να μεριμνά ώστε η εν λόγω έλλειψη αναγνωρίσεως να μην εισάγει δυσμενή διάκριση ως εκ της φύσεώς της και να δικαιολογείται από έναν εκ των απαριθμούμενων στο άρθρο 30 ΕΚ λόγων γενικού συμφέροντος ή από τις οριζόμενες σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου επιτακτικές ανάγκες (7).

15.      Σύμφωνα με τις ανωτέρω προϋποθέσεις, τα αυστριακά δικαστήρια δεν μπορούν απλώς να αρνούνται να αναγνωρίσουν σε όλες τις μη αυστριακές διοικητικές άδειες παρεμφερή αποτελέσματα με τα αναγνωριζόμενα στις αυστριακές διοικητικές άδειες. Τούτο συμβαίνει σαφώς οσάκις η αυστριακή νομοθεσία προβλέπει ότι οι χορηγούμενες από τις αυστριακές αρχές άδειες επάγονται ετεροδικία έναντι των διαταγών κατόπιν ασκήσεως αγωγών λόγω οχλήσεων. Παρόμοια προσέγγιση δεν προσδίδει καμία σημαίνουσα βαρύτητα σε τσεχική διοικητική άδεια, ακόμη και υπό συνθήκες σύμφωνα με τις οποίες η άδεια χορηγήθηκε τηρουμένων των αυστηρά πανομοιότυπων με τις ισχύουσες στην Αυστρία προδιαγραφών. Μια τόσο άκριτη πολιτική παραβιάζει το προαπαιτούμενο ότι τα μέσα που μετέρχεται κράτος μέλος για να περιορίσει τα προστατευόμενα από το άρθρο 43 ΕΚ δικαιώματα δεν πρέπει να εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις ή να βαίνουν πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου (8). Πράγματι, αποτελεί ζητούμενο αν παρόμοια προσέγγιση μπορεί όντως να θεωρηθεί ως έχουσα ως αντικείμενο την προστασία της δημόσιας υγείας ή την πρόληψη των οχλήσεων, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, όπως ήδη παρατηρήθηκε ανωτέρω, δεν αναγνωρίζει άδειες που είναι εξίσου προστατευτικές με τις αυστριακές των συγκεκριμένων στόχων.

16.      Όταν σταθμίζονται, αφενός, η πραγματοποίηση των στόχων δημόσιας τάξεως, όπως η προστασία της δημόσιας υγείας και των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, και, αφετέρου, ο περιορισμός των προστατευόμενων από το άρθρο 43 ΕΚ και από άλλες αφορώσες την ελεύθερη κυκλοφορία διατάξεις δικαιωμάτων που συνεπάγεται τυχόν άρνηση αναγνωρίσεως τσεχικής αδείας, το αυστριακό δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη ότι το κοινοτικό δίκαιο επιτρέπει ρητώς την ανάπτυξη των πυρηνικών εγκαταστάσεων και εν γένει των πυρηνικών βιομηχανιών (9). Οφείλει επίσης να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η χορηγηθείσα από τις τσεχικές αρχές άδεια στον σταθμό του Temelín έλαβε χώρα σύμφωνα με τις επιβαλλόμενες από το ισχύον κοινοτικό δίκαιο προδιαγραφές.

17.      Επιπλέον, μολονότι τα αυστριακά δικαστήρια είναι αρμόδια, οσάκις επιλαμβάνονται της εκτιμήσεως αν επιβάλλεται η αναγνώριση αλλοδαπής διοικητικής αδείας, να ελέγχουν το αν ελήφθησαν δεόντως υπόψη τα συμφέροντα των Αυστριακών υπηκόων κατά τη χορήγηση της εν λόγω αδείας, οφείλουν επίσης να λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι τα συμφέροντα αυτά ελήφθησαν ενδεχομένως υπόψη και ως στοιχείο των διαδικασιών συμμορφώσεως προς τους επιβαλλόμενους από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε θέματα πυρηνικής ασφαλείας κανόνες. Το Landesgericht Linz οφείλει ειδικότερα να λάβει υπόψη το γεγονός ότι οι πραγματοποιηθείσες από την Επιτροπή επθεωρήσεις όσον αφορά τον σταθμό του Temelín συμπεριέλαβαν την εξέταση της επιπτώσεως του σταθμού επί των πληθυσμών των κρατών μελών πέραν της Τσεχικής Δημοκρατίας (10).

18.      Τέλος, σταθμίζοντας τα συμφέροντα σε συνάρτηση με τη δυνατότητα να απευθύνει διαταγή σχετικά με τις προκληθείσες σε Αυστριακούς ιδιοκτήτες ακινήτων οχλήσεις από τον σταθμό του Temelín, τα αυστριακά δικαστήρια οφείλουν να λάβουν υπόψη τα πλεονεκτήματα υπέρ της Τσεχικής Δημοκρατίας από την ύπαρξη του ως άνω σταθμού και να μη στηρίξουν την απόφασή τους αποκλειστικά και μόνο στα εθνικά συμφέροντα. Όπως εξέθεσα ήδη με τις προτάσεις μου όταν η διαφορά μεταξύ των εν λόγω διαδίκων υποβλήθηκε για τελευταία φορά στο Δικαστήριο:

«τα εθνικά δικαστήρια που έχουν δικαιοδοσία να εκδικάζουν υποθέσεις με διακρατικές διαστάσεις στο πλαίσιο των κανόνων που καθιερώνει η Σύμβαση (των Βρυξελλών) έχουν ειδικές υποχρεώσεις που απορρέουν από τον διακρατικό χαρακτήρα της διαφοράς […].

Οι εν λόγω υποχρεώσεις πηγάζουν, πρωτίστως, από το γεγονός ότι υπάρχουν όρια όσον αφορά την αναγνώριση αποφάσεων οι οποίες προσκρούουν στη δημόσια τάξη των νομικών συστημάτων στο πλαίσιο των οποίων ζητείται η αναγνώρισή τους. Καθόσον μια δικαστική απόφαση αφορά κατάσταση με στοιχεία αλλοδαπότητας, όπως προσβολές σε ακίνητο πέραν των εθνικών συνόρων, η εν λόγω απόφαση θα έχει συνέπειες σε άλλα κράτη και, ως εκ τούτου, μπορεί να ανακύψει ζήτημα αναγνωρίσεώς της στο εξωτερικό. Επομένως, τα δικαστήρια του συμβαλλόμενου κράτους που έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν της υποθέσεως πρέπει να τηρήσουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το ενδεχόμενο εκδόσεως αποφάσεως που θα αντίκειται σε διατάξεις δημόσιας τάξεως άλλου κράτους» (11).

19.      Στην πραγματικότητα, το να μην κινηθεί προς την κατεύθυνση αυτή ένα εθνικό δικαστήριο ενδέχεται να επηρεάσει την εκτελεστότητα της αποφάσεώς του δυνάμει του κανονισμού 44/2001. Το αιτούν δικαστήριο δεν ζήτησε από το Δικαστήριο να το διαφωτίσει επί του αν ο εν λόγω κανονισμός θα μπορούσε να έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση. Πάντως, η διαφορά δεν άπτεται μόνον του ζητήματος του περιορισμού των δικαιωμάτων περί ελεύθερης κυκλοφορίας, αλλά και της αναγνωρίσεως των αποφάσεων δυνάμει του κανονισμού 44/2001. Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η ερμηνεία του άρθρου 364 a του ΑΑΚ από το ΑΑΔ, όπως διευκρινίζεται από το Landesgericht Linz, επ’ ευκαιρία των υποβληθέντων ερωτημάτων του, συνεπάγεται υιοθέτηση μιας προσεγγίσεως εντελώς αποκομμένης από τον έξω κόσμο και αμιγώς εσωτερικής σε συνάρτηση με ένα ερώτημα που έχει διακρατικές επιπτώσεις. Το να μη λαμβάνονται υπόψη εν προκειμένω τα συμφέροντα και οι αποφάσεις που αφορούν την άσκηση δημόσιας πολιτικής ενός άλλου κράτους μέλους, συμφέροντα και αποφάσεις που θίγονται ενδεχομένως από την απόφαση του αυστριακού δικαστηρίου, έρχεται σε αντίθεση όχι μόνο με τις βαρύνουσες τη Δημοκρατία της Αυστρίας, δυνάμει του άρθρου 43 ΕΚ, υποχρεώσεις, αλλ’ υπάρχει κίνδυνος να είναι και γενεσιουργό, όπως ήδη είχα διευκρινίσει με τις προηγούμενες προτάσεις μου, τυχόν αρνήσεως εκ μέρους των τσεχικών δικαστηρίων να αναγνωρίσουν αυστριακή απόφαση επί της συγκεκριμένης υποθέσεως με βάση το άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, το οποίο προβλέπει ότι «απόφαση δεν αναγνωρίζεται αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως».

III – Οι συνδεόμενες με την ερμηνείατουάρθρου364 aτου ΑΑΚ διαφορές

20.      Η Αυστριακή Κυβέρνηση αμφισβητεί τη σύνοψη της εκ μέρους του ΑΑΔ ερμηνείας του άρθρου 364 a του ΑΑΚ, σύμφωνα με την εκδοχή του Landesgericht Linz. Διατείνεται ότι μια ορθή ερμηνεία της νομολογίας του ΑΑΔ διευρύνει το πεδίο εφαρμογής των διοικητικών αδειών που εκδίδουν οι αρχές κρατών μελών εκτός της Αυστρίας. Μολονότι έχει την εξουσία να εξετάζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες επελήφθη προδικαστικού ερωτήματος προκειμένου να αποφανθεί αν είναι αρμόδιο ή σε θέση να δώσει απάντηση (12), το Δικαστήριο τελεί σε αδυναμία να αποφανθεί επί των ζητημάτων εθνικού δικαίου. Το Δικαστήριο έχει αποκλειστικά και μόνον την εξουσία να εξετάζει τη συμβατότητα του εθνικού δικαίου με το κοινοτικό δίκαιο και όχι να εκτιμά το κύρος αντιφατικών ερμηνειών του εσωτερικού δικαίου. Το Δικαστήριο υπογράμμισε επανειλημμένως τη διεπόμενη από πνεύμα συνεργασίας διαδικασία της υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων (13) και την αυτονομία των εθνικών δικαστηρίων σε σχέση με τα ζητήματα του εθνικού δικαίου (14). Επομένως, εναπόκειται στο Δικαστήριο να απαντήσει επί των υποβληθέντων από το εθνικό δικαστήριο ερωτημάτων και όχι να επιδιώξει να απορρίψει την ερμηνεία των διατάξεων του εθνικού δικαίου εκ μέρους του εν λόγω εθνικού δικαστηρίου. Στην υποθετική περίπτωση κατά την οποία το Landesgericht Linz θα είχε ερμηνεύσει εσφαλμένα την επίδικη νομολογία των αυστριακών δικαστηρίων, τότε θα έπρεπε να τεθούν σε εφαρμογή οι προβλεπόμενοι από το αυστριακό νομικό σύστημα μηχανισμοί –και όχι αυτοί του Δικαστηρίου– προκειμένου να αποκατασταθεί η παρερμηνευμένη διάταξη.

IV – Τα αφορώντα ταάρθρα10ΕΚ,12ΕΚκαι28ΕΚ ερωτήματα

21.      Υπό το φως των όσων προεξέθεσα, είναι λυσιτελές να χωρήσει λεπτομερής εξέταση των ζητημάτων που τίθενται σε σχέση με τα άρθρα 10 ΕΚ, 12 ΕΚ και 28 ΕΚ. Η υπό κρίση υπόθεση θέτει το ζήτημα της εκτιμήσεως της επιπτώσεως της αυστριακής νομοθεσίας επί των οικονομικών δραστηριοτήτων ενός πυρηνικού σταθμού εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος. Το αποτέλεσμα της εν λόγω νομοθεσίας, καθιστώντας λιγότερο ελκυστική την εκ μέρους του εν λόγω σταθμού άσκηση των προστατευόμενων από το άρθρο 43 ΕΚ δικαιωμάτων του, και η τυχόν δικαιολόγηση παρόμοιων περιορισμών εκ μέρους των αυστριακών αρχών εγείρουν ζητήματα τα οποία είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημα με αυτά που τίθενται υπό το φως του άρθρου 28 ΕΚ. Επομένως, δεν είναι αναγκαίο να χωρήσει και έτερη πλήρης εξέταση του άρθρου 28 ΕΚ προκειμένου να καταστεί εφικτή η απάντηση επί των υποβληθέντων από το αιτούν δικαστήριο προδικαστικών ερωτημάτων.

22.      Τα άρθρα 10 ΕΚ και 12 ΕΚ δεν είναι αυτοτελείς διατάξεις και δύνανται να εφαρμοστούν μόνο στο πλαίσιο ενός άλλου άρθρου της Συνθήκης. Το συμπέρασμα ότι η δοθείσα από το ΑΑΔ ερμηνεία του άρθρου 364 a του ΑΑΚ, όπως αυτή περιγράφεται από το αιτούν δικαστήριο, θα ισοδυναμούσε με παράβαση του άρθρου 43 ΕΚ καθιστά περιττή τη χωριστή εξέταση των εγειρομένων από τα άρθρα 10 ΕΚ και 12 ΕΚ ζητημάτων. Ασφαλώς, το βάσει της συλλογιστικής μου συμπέρασμα θα μπορούσε να είναι περισσότερο παρεμφερές προς εκείνο στο οποίο θα κατέληγα αν είχα ακολουθήσει τις προτάσεις της Επιτροπής και εκτιμούσα ότι η επίδικη αυστριακή νομοθεσία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚ, αλλά δεν καλύπτεται ούτε από το άρθρο 28 ΕΚ ούτε από το άρθρο 43 ΕΚ. Εντούτοις, για τους προαναφερθέντες λόγους, εκτιμώ ότι δεν είναι επιθυμητή η προσέγγιση της Επιτροπής.

23.      Οι υποχρεώσεις τις οποίες επωμίζονται τα αυστριακά δικαστήρια σύμφωνα με την προσέγγισή μου αντανακλούν στο σύνολό τους την πραγματικότητα, ήτοι ότι, στο πλαίσιο μιας ολοένα αυξανόμενης διαδράσεως και αλληλεξαρτήσεως μεταξύ των νομικών συστημάτων των κρατών μελών που συνεπήχθη η διαδικασία της ολοκληρώσεως, οι εθνικές αρχές θα καλούνται ολοένα και συχνότερα να λαμβάνουν αποφάσεις με επιπτώσεις πέραν των συνόρων της εθνικής επικρατείας. Όπως προανέφερα, κάθε ένας από τους διαδίκους της υπό κρίση υποθέσεως επιδίωξε να επικαλεστεί το ότι οι αρχές ενός κράτους μέλους δεν έλαβαν υπόψη τα συμφέροντα των πολιτών του δικού του κράτους, προκειμένου να δικαιολογήσει τις συγκεκριμένες πράξεις των αρχών του κράτους του. Το απλό αυτό γεγονός υπογραμμίζει ότι στην πραγματικότητα η διαδικασία της νομικής και πολιτικής ολοκληρώσεως σημαίνει ότι οι εθνικές αποφάσεις έχουν έκταση εφαρμογής και επίπτωση πολύ ευρύτερες απ’ ό,τι παλαιότερα. Τούτο σημαίνει επίσης ότι το κοινοτικό δίκαιο διευρύνει την έκταση των εξουσιών των εθνικών αρχών και των μηχανισμών που αυτές διαθέτουν για την προστασία των συμφερόντων των πολιτών τους. Φυσικό επακόλουθο της αυξημένης αυτής εγγύτητας και της συγκεκριμένης εξουσίας είναι και αυξημένη ευθύνη. Μια τέτοια ευθύνη απαιτεί οι εθνικές αρχές να λαμβάνουν υπόψη το σύνολο όλων όσων θίγονται από τις αποφάσεις τους. Τα κοινοτικά όργανα οφείλουν να διασφαλίζουν ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν καθίσταται το όργανο μέσω του οποίου τα θεσμικά όργανα ενός κράτους μέλους επιδιώκουν να επιβάλουν τη βούλησή τους σε άλλο κράτος μέλος ή αγνοούν τα δικαιώματα και τα συμφέροντα εκείνων που θίγονται από τις αποφάσεις τους εντός άλλου κράτους μέλους. Τούτο θα ερχόταν σε αντίθεση προς τον ίδιο τον στόχο της ευρωπαϊκής διαδικασίας ολοκληρώσεως. Θεωρητικώς, όλοι οι εμπλεκόμενοι στην υπό κρίση διαφορά διάδικοι θα έπρεπε να μην αγνοούν το στοιχείο αυτό.

V –    Πρόταση

1.        Υπό το φως των προηγηθεισών σκέψεων, είμαι της γνώμης ότι αρκεί στα υποβληθέντα από το Landesgericht Linz προδικαστικά ερωτήματα το Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση:

«Συνιστά αδικαιολόγητο περιορισμό των κατοχυρωμένων με το άρθρο 43 ΕΚ δικαιωμάτων εθνικός κανόνας ο οποίος παρεμποδίζει εθνικό δικαιοδοτικό όργανο, το οποίο καλείται να εκδώσει απόφαση επί των τυχόν οχλήσεων που προέρχονται από επιχείρηση εγκατεστημένη εντός άλλου κράτους μέλους, να λάβει υπόψη ισχύουσα διοικητική άδεια χορηγηθείσα στην εν λόγω επιχείρηση από τις αρχές του κράτους μέλους εγκαταστάσεώς της, τη στιγμή μάλιστα κατά την οποία το ίδιο εθνικό δικαιοδοτικό όργανο θα ελάμβανε υπόψη ισοδύναμη άδεια χορηγηθείσα από τις εθνικές αρχές.

Η αναγνώριση διοικητικών αδειών χορηγηθεισών από άλλα κράτη μέλη μπορεί να μη γίνει δεκτή αν η σχετική άρνηση δεν εισάγει δυσμενή διάκριση ως εκ της φύσεώς της και είναι δεόντως αιτιολογημένη εκ λόγων συνδεομένων με τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία και υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνονται δεόντως υπόψη η τήρηση των συναφών κοινοτικών κανόνων και τα συμφέροντα του συνόλου των εμπλεκομένων μερών.

Υπό το φως των σκέψεων που αφορούν το άρθρο 43 ΕΚ, είναι αλυσιτελής η εξέταση της συμβατότητας της εθνικής νομοθεσίας με τα άρθρα 10 ΕΚ, 12 ΕΚ και 28 ΕΚ.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 – Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1).


3 – Βλ. αποφάσεις της 20ής Οκτωβρίου 1993, C-92/92 και C-326/92, Phil Collins κ.λπ. (Συλλογή 1993, σ. I‑5145, σκέψη 27), της 6ης Ιουνίου 2002, C-360/00, Ricordi (Συλλογή 2002, σ. I-5089, σκέψη 24), της 30ής Ιουνίου 2005, C-28/04, Tod’s και Tod’s France (Συλλογή 2005, σ. I-5781, σκέψη 18), της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, C‑43/95, Data Delecta και Forsberg (Συλλογή 1996, σ. I-4661, σκέψη 15), της 20ής Μαρτίου 1997, C-323/95, Hayes (Συλλογή 1997, σ. I-1711, σκέψη 17), και της 2ας Οκτωβρίου 1997, C-122/96, Saldanha και MTS (Συλλογή 1997, σ. I-5325, σκέψη 20).


4 – Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2006 στις υποθέσεις C-158/04 και C-159/04 (Συλλογή 2006, σ. I-8135).


5 – Απόφαση της 13 Δεκεμβρίου 2005 στην υπόθεση C-446/03 (Συλλογή 2005, σ. I‑10837).


6 – Βλ. προτάσεις επί των υποθέσεων Άλφα Βήτα Βασιλόπουλος και Carrefour-Μαρινόπουλος, σημείο 41, και Marks & Spencer, σημεία 37 έως 40.


7 – Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 30ής Νοεμβρίου 1995, C-55/94, Gebhard (Συλλογή 1995, σ. I-4165, σκέψη 37), και της 4ης Ιουλίου 2000, C-424/97, Haim (Συλλογή 2000, σ. I-5123, σκέψη 57).


8 – Ibidem.


9 – Βλ. άρθρα 1 και 2 της Συνθήκης ΕΚΑΕ.


10 – Βλ. γνώμη της Επιτροπής, της 24ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με το σχέδιο διαθέσεως ραδιενεργών αποβλήτων προερχομένων από μετασκευές στον χώρο του πυρηνικού σταθμού του Temelín της Τσεχικής Δημοκρατίας σύμφωνα με το άρθρο 37 της Συνθήκης Ευρατόμ (ΕΕ 2005, C 293, σ. 40).


11 –      Βλ. προτάσεις επί της υποθέσεως C-343/04, ČEZ, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 18ης Μαΐου 2006 (Συλλογή 2006, σ. I‑4557, σημεία 93 και 94).


12 – Απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 1965, 16/65, Schwarze (Συλλογή τόμος1965-1968, σ. 191).


13 – Απόφαση της 16ης Ιουλίου 1992, C-343/90, Lourenço Dias (Συλλογή 1992, σ. I‑4673, σκέψη 17).


14 – Απόφαση της 15ης Ιουλίου 1964, 6/64, Costa (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1191).