Language of document :

Προσφυγή της 16ης Ιουνίου 2011 - Besselink κατά Συμβουλίου

(Υπόθεση T-331/11)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγων: Leonard Besselink (Ουτρέχτη, Κάτω Χώρες) (εκπρόσωποι: O. Brouwer και J. Blockx, δικηγόροι)

Καθού: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αιτήματα του προσφεύγοντος

Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση του Συμβουλίου της 1ης Απριλίου 2011 με την οποία δεν επετράπη πλήρης πρόσβαση στο έγγραφο 9689/10 σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), όπως η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα στις 7 Απριλίου 2011 με έγγραφο υπό τα στοιχεία "04/c/01/11", και

να καταδικάσει κατά το άρθρο 87 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος, περιλαμβανομένων των δικαστικών εξόδων σχετικά με όσους ασκήσουν παρέμβαση.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Ο προσφεύγων διατυπώνει τρεις λόγους ακυρώσεως.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, το οποίο αποβλέπει στην προστασία του δημόσιου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις, επειδή:

το Συμβούλιο κακώς δεν έλαβε υπόψη τη συνταγματική φύση του εγγράφου στο οποίο πρόσβαση ζητεί ο προσφεύγων·

ο προσφεύγων θεωρεί ότι η πρόσβαση στο έγγραφο 9689/10 είναι επιβεβλημένη επίσης βάσει της ελευθερίας εκφράσεως που διατυπώνεται στο άρθρο 11 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

το Συμβούλιο παρέλειψε να λάβει υπόψη τις ειδικές περιστάσεις και το ειδικό αντικείμενο της παρούσας υποθέσεως και

το Συμβούλιο κακώς αναφέρθηκε στις υποθετικά αρνητικές συνέπειες της αποκαλύψεως μελλοντικών διαπραγματεύσεων της Ένωσης.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως υποστηρίζει ότι το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 εφαρμόστηκε εσφαλμένως και ότι παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας, επειδή το Συμβούλιο δεν εξέτασε αν ήταν πρόσφορο να επιτρέψει μερική πρόσβαση και να περιορίσει την άρνηση στα ενδεδειγμένα και αυστηρώς αναγκαία μέρη του εγγράφου 9689/10.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως διατείνεται ότι το Συμβούλιο δεν τήρησε την υποχρέωσή του να παραθέσει επαρκή και προσήκουσα αιτιολογία στην προσβαλλόμενη απόφαση.

____________