Language of document : ECLI:EU:T:2018:719

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 25ης Οκτωβρίου 2018 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία κήρυξης ακυρότητας – Λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης DEVIN – Απόλυτος λόγος απαραδέκτου – Περιγραφικός χαρακτήρας – Γεωγραφική ονομασία – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 [νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001]»

Στην υπόθεση T‑122/17,

Devin AD, με έδρα το Devin (Βουλγαρία), εκπροσωπούμενη από τον B. Van Asbroeck, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τους S. Di Natale και D. Gája,

καθού,

αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO και παρεμβαίνον ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Haskovo Chamber of Commerce and Industry, με έδρα το Χάσκοβο (Βουλγαρία), εκπροσωπούμενο από την D. Dimitrova, δικηγόρο,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της απόφασης του δεύτερου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 2ας Δεκεμβρίου 2016 (υπόθεση R 579/2016‑2), σχετικά με διαδικασία κήρυξης ακυρότητας μεταξύ της Devin AD και του Haskovo Chamber of Commerce and Industry,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. M. Collins, πρόεδρο, M. Kancheva (εισηγήτρια) και J. Passer, δικαστές,

γραμματέας: I. Dragan, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Φεβρουαρίου 2017,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντίκρουσης του EUIPO που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Μαΐου 2017,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντίκρουσης του παρεμβαίνοντος που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Μαΐου 2017,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 14ης Μαρτίου 2018, στην οποία το παρεμβαίνον δεν παρέστη,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 21 Ιανουαρίου 2011, η προσφεύγουσα, Devin AD, εξασφάλισε την εκ μέρους του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) καταχώριση, με αριθμό 9408865, του λεκτικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης DEVIN (στο εξής: επίμαχο σήμα), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)].

2        Τα προϊόντα για τα οποία καταχωρίστηκε το σήμα εμπίπτουν στην κλάση 32 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Ποτά μη οινοπνευματώδη· μεταλλικά νερά· μεταλλικά νερά (σέλτζερ)· ποτά με γεύσεις φρούτων· χυμοί· σιρόπια και άλλα παρασκευάσματα για ποτοποιία· μη οινοπνευματώδη απεριτίφ· νερά πηγής· νερό με διάφορες γεύσεις· μη οινοπνευματώδη εκχυλίσματα φρούτων· μη οινοπνευματώδη ποτά από χυμούς φρούτων· επιτραπέζια νερά· νερά (ποτά)· μεταλλικά νερά (σέλτζερ)· χυμοί λαχανικών [ποτά]· ισοτονικά ποτά· μη οινοπνευματώδη κοκτέιλ· μη οινοπνευματώδη νέκταρ φρούτων· σόδα [αεριούχο νερό]».

3        Στις 11 Ιουλίου 2014, το παρεμβαίνον, Haskovo Chamber of Commerce and Industry (HCCI, Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Χάσκοβο, Βουλγαρία), υπέβαλε αίτηση κήρυξης της ακυρότητας του επίμαχου σήματος βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρου 59, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2017/1001), σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ, στʹ και ζʹ, του ίδιου κανονισμού (νυν άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ, στʹ και ζʹ, του κανονισμού 2017/1001).

4        Με απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2016, το τμήμα ακυρώσεων του EUIPO απέρριψε τις αιτήσεις κήρυξης ακυρότητας που στηρίζονταν στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία στʹ και ζʹ, του κανονισμού 207/2009. Αντιθέτως, δέχθηκε την αίτηση κήρυξης ακυρότητας που στηριζόταν στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του ίδιου κανονισμού και κήρυξε άκυρο το επίμαχο σήμα στο σύνολό του. Ειδικότερα, έκρινε ότι η γεωγραφική ονομασία Devin εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής, στο μέτρο κατά το οποίο, σήμερα, γίνεται αντιληπτή από το ευρύ κοινό της Βουλγαρίας και από μέρος του κοινού των γειτονικών χωρών ως περιγραφή της γεωγραφικής προέλευσης των σχετικών προϊόντων και, στο μέλλον, θα γίνεται ενδεχομένως αντιληπτή ως τέτοια από ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό κοινό, λαμβανομένων υπόψη των καταβαλλόμενων προσπαθειών για την προώθηση και την ανάπτυξη του τουριστικού τομέα της Βουλγαρίας. Προσέθεσε ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο για τον αποκτηθέντα διακριτικό χαρακτήρα του επίμαχου σήματος σε άλλες αγορές πλην της βουλγαρικής.

5        Στις 23 Μαρτίου 2016, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του EUIPO, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρων 66 έως 71 του κανονισμού 2017/1001), κατά της απόφασης του τμήματος ακυρώσεων.

6        Με απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2016 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το δεύτερο τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε την προσφυγή. Κατ’ ουσίαν, έκρινε ότι η βουλγαρική πόλη Devin είναι γνωστή στο ευρύ κοινό της Βουλγαρίας και σε ένα σημαντικό ποσοστό των καταναλωτών των γειτονικών χωρών όπως η Ελλάδα και η Ρουμανία, κυρίως ως δημοφιλές θέρετρο ιαματικών λουτρών, και ότι, για τους ενδιαφερομένους, το όνομα της πόλης αυτής είναι συνδεδεμένο με την κατηγορία των καλυπτόμενων από το επίμαχο σήμα προϊόντων της κλάσης 32, ιδίως τα μεταλλικά νερά. Ως εκ τούτου, «επικύρωσε το συμπέρασμα της απόφασης [του τμήματος ακυρώσεων] κατά το οποίο, για ένα μεγάλο μέρος του ενδιαφερόμενου κοινού που είναι εγκατεστημένο εκτός Βουλγαρίας, η πόλη Devin συνδέεται με τα προϊόντα που προσδιορίζει το επίμαχο σήμα […] και μπορεί να χρησιμεύσει, κατά την αντίληψη του κοινού αυτού, ως προσδιορισμός της γεωγραφικής προέλευσης των εν λόγω προϊόντων». Από τα ανωτέρω συνήγαγε ότι, για ένα σημαντικό μέρος του ενδιαφερόμενου κοινού εντός και εκτός Βουλγαρίας, ιδίως για το κοινό των εν λόγω γειτονικών χωρών, το επίμαχο σήμα είναι περιγραφικό της γεωγραφικής προέλευσης των καλυπτόμενων προϊόντων.

II.    Αιτήματα των διαδίκων

7        Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να ακυρώσει την απόφαση του τμήματος ακυρώσεων της 29ης Ιανουαρίου 2016·

–        να απορρίψει στο σύνολό της, ή τουλάχιστον εν μέρει, την αίτηση κήρυξης της ακυρότητας του επίμαχου σήματος·

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας καθώς και στα δικά του δικαστικά έξοδα.

8        Το EUIPO και το παρεμβαίνον ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

9        Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακύρωσης. Πρώτον, υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του ίδιου κανονισμού, καθόσον έκρινε ότι, κατά την αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού, το επίμαχο σήμα είναι περιγραφικό της γεωγραφικής προέλευσης των καλυπτόμενων από αυτό προϊόντων της κλάσης 32. Δεύτερον, προβάλλει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία το τμήμα προσφυγών δεν παρέβη το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, παρέβη το άρθρο 7, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού (νυν άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001) καθόσον έκρινε ότι το επίμαχο σήμα δεν έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα λόγω χρήσης στις περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις οποίες γίνεται αντιληπτό ως περιγραφικό.

10      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι σκοπός του δεύτερου και του τρίτου αιτήματος της προσφεύγουσας, με τα οποία ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση του τμήματος ακυρώσεων και να απορρίψει στο σύνολό της, ή τουλάχιστον εν μέρει, την αίτηση κήρυξης της ακυρότητας του επίμαχου σήματος, είναι, κατ’ ουσίαν, να εκδώσει το Γενικό Δικαστήριο την απόφαση που, κατά την προσφεύγουσα, όφειλε να λάβει το τμήμα προσφυγών όταν επιλήφθηκε της προσφυγής. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε ότι τα αιτήματα αυτά έπρεπε να θεωρηθούν ως αίτημα μεταρρύθμισης.

11      Συναφώς, από το άρθρο 64, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 71, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2017/1001) προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών δύναται να ακυρώσει την απόφαση του τμήματος του EUIPO το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη ενώπιόν του απόφαση και να ασκήσει τις αρμοδιότητες του τμήματος αυτού, εν προκειμένω να αποφανθεί επί της αίτησης κήρυξης ακυρότητας και να την απορρίψει. Συνεπώς, το μέτρο αυτό συγκαταλέγεται μεταξύ των μέτρων που μπορεί να λάβει το Γενικό Δικαστήριο δυνάμει της εξουσίας μεταρρύθμισης που διαθέτει και την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 65, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 72, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001) [βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2011, Völkl κατά ΓΕΕΑ – Marker Völkl (VÖLKL), T‑504/09, EU:T:2011:739, σκέψη 40· της 13ης Μαΐου 2015, easyGroup IP Licensing κατά ΓΕΕΑ – Tui (easyAir-tours), T‑608/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:282, σκέψη 20, και της 4ης Μαΐου 2017, Kasztantowicz κατά EUIPO – Gbb Group (GEOTEK), T‑97/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:298, σκέψη 17].

12      Πρέπει να εξεταστεί, αρχικά, το αίτημα ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο είναι το πρώτο αίτημα της προσφεύγουσας.

1.      Επί του αιτήματος ακύρωσης

1.      Επί του πρώτου λόγου ακύρωσης, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του ίδιου κανονισμού

13      Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον συνήγαγε ότι το επίμαχο σήμα έχει περιγραφικό χαρακτήρα ως προς τα καλυπτόμενα από αυτό προϊόντα της κλάσης 32. Ο λόγος αυτός διαρθρώνεται σε δύο σκέλη τα οποία αφορούν, το πρώτο, τον βαθμό αναγνώρισης, από το ενδιαφερόμενο κοινό, του όρου «devin» ως γεωγραφικής ονομασίας και, το δεύτερο, τη σχέση μεταξύ του επίμαχου σήματος και του συνόλου των σχετικών προϊόντων.

14      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακύρωσης, το οποίο πρέπει να εξεταστεί αρχικά, η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο τμήμα προσφυγών ότι εσφαλμένως διαπίστωσε, βάσει απλών τεκμηρίων, ότι ένα μεγάλο μέρος του ενδιαφερόμενου κοινού ενδέχεται να συνδέσει τον όρο «devin» με τη γεωγραφική προέλευση των προϊόντων που καλύπτονται από το επίμαχο σήμα. Συναφώς, διακρίνει τρεις γεωγραφικές κατηγορίες μέσου καταναλωτή, συγκεκριμένα δε, πρώτον, εκείνη της Βουλγαρίας, δεύτερον, εκείνη της Ελλάδας και της Ρουμανίας και, τρίτον, εκείνη των λοιπών κρατών μελών της Ένωσης. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα συνάγει ότι το τμήμα προσφυγών δεν διαπίστωσε την ύπαρξη επαρκούς βαθμού εξοικείωσης του μέσου καταναλωτή των χωρών της Ένωσης με την πόλη Devin και υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, τουλάχιστον όσον αφορά τον μέσο καταναλωτή των χωρών που συνορεύουν με τη Βουλγαρία, δηλαδή της Ελλάδας και της Ρουμανίας, και όλων των λοιπών χωρών της Ένωσης, με μόνη εξαίρεση τη Βουλγαρία.

15      Το EUIPO αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας. Φρονεί ότι το κεντρικό σημείο της διαφοράς είναι το ζήτημα αν, κατά την ημερομηνία κατάθεσης, το επίμαχο σήμα είχε περιγραφικό χαρακτήρα στις περιοχές εκτός Βουλγαρίας, ειδικότερα στις γειτονικές περιοχές της Ελλάδας και της Ρουμανίας. Υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ενέχει καμία πλάνη ως προς την εκτίμηση ότι τα στοιχεία της δικογραφίας είναι επαρκή για να αποδειχθεί ότι, κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης καταχώρισης του επίμαχου σήματος, ένα σημαντικό, ή τουλάχιστον μη αμελητέο, μέρος του ενδιαφερόμενου κοινού της Ελλάδας και της Ρουμανίας θα μπορούσε να συσχετίσει το σημείο DEVIN, το οποίο γίνεται αντιληπτό ως το όνομα βουλγαρικής πόλης με ιαματικά λουτρά, με τη γεωγραφική προέλευση των προσδιοριζόμενων προϊόντων, ιδίως των νερών της κλάσης 32. Προβάλλει ότι η νομολογία παρείχε τη δυνατότητα στο τμήμα προσφυγών να συναγάγει διά της επαγωγής ότι ένα σημαντικό μέρος του ελληνικού ή του ρουμανικού κοινού συσχετίζει ή μπορεί κάποια στιγμή να συσχετίσει τον όρο «devin» με τη γεωγραφική προέλευση των προσδιοριζόμενων προϊόντων. Εκτιμά ότι, αφενός, βάσει των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, το τμήμα προσφυγών βασίμως έκρινε ότι η «αναμφισβήτητη φήμη» του Devin ως λουτρόπολης με φυσικά ιαματικά νερά δεν περιορίζεται εντός των βουλγαρικών συνόρων, αλλά εκτείνεται και στις γειτονικές χώρες, και, αφετέρου, ήταν εύλογο να θεωρηθεί ότι το Devin είναι ευρέως γνωστό στους καταναλωτές που κατοικούν εκτός Βουλγαρίας. Κατά το EUIPO, η προσφεύγουσα εσφαλμένως πιστεύει ότι «η πόλη του Devin προστατεύεται, κατά κάποιον τρόπο, με φυσικές οχυρώσεις και είναι αποκομμένη από τον κόσμο, πράγμα που την καθιστά σχεδόν απροσπέλαστη». Από την πλευρά του, το EUIPO φρονεί ότι ο μικρός αριθμός επισκέψεων Ελλήνων και Ρουμάνων τουριστών οι οποίες καταγράφονται στα ξενοδοχεία της πόλης του Devin, το μικρό μέγεθος της πόλης και η γεωγραφική της θέση δεν αναιρούν το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης. Ως εκ τούτου, συνάγει ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς προστάτευσε το γενικό συμφέρον να παραμένει στη διάθεση όλων μια γεωγραφική ονομασία όπως αυτή της λουτρόπολης του Devin.

16      Το παρεμβαίνον αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας. Εκτιμά ότι το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών κατά το οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό της Ένωσης αντιλαμβάνεται τη λέξη «devin» ως γεωγραφική ονομασία στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά και αντικειμενικά στοιχεία, όπως ο αριθμός αλλοδαπών τουριστών που επισκέπτονται τη Βουλγαρία, η σημαντική τουριστική υποδομή της πόλης του Devin ή ακόμη και οι πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στο Διαδίκτυο, ιδίως δε η προώθηση των δημοφιλών πηγών μεταλλικού νερού του Devin μέσω της επίσημης διαδικτυακής πύλης τουρισμού της Βουλγαρίας. Επιπλέον, επισημαίνει τις προσπάθειες που έχουν καταβληθεί σε εθνικό και τοπικό επίπεδο για την προώθηση του Devin ως διεθνούς τουριστικού προορισμού καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και ως τόπου φημισμένου για το μεταλλικό του νερό, προσπάθειες οι οποίες επιβεβαιώνονται, μεταξύ άλλων, με έγγραφο της περιφερειακής ένωσης τουρισμού «Ροδόπη». Κατά το παρεμβαίνον, λαμβανομένων υπόψη της «Εθνικής στρατηγικής για την αειφόρο ανάπτυξη του τουρισμού στη Βουλγαρία με ορίζοντα το 2030», η οποία εγκρίθηκε από τη Βουλγαρική Κυβέρνηση το 2014, καθώς και των «γεωπολιτικών παραγόντων» συμπεριλαμβανομένης της «αυξημένης τρομοκρατικής απειλής στην Τουρκία, την Αίγυπτο και την Τυνησία και της πολιτικής αστάθειας που χαρακτηρίζει τις χώρες αυτές», η οποία έχει «στρέψει ένα μέρος της τουριστικής ροής προς τη Βουλγαρία», κυρίως χάρη στην «ασφάλεια που επικρατεί στη χώρα», είναι εύλογο να υποτεθεί ότι η Βουλγαρία θα καταστεί δημοφιλέστερος τουριστικός προορισμός των Ευρωπαίων τουριστών καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και ότι, κατ’ επέκταση, θα αυξηθεί ο αριθμός των τουριστών που αναζητούν πληροφορίες για ορισμένους τουριστικούς προορισμούς της χώρας, μεταξύ των οποίων το Devin.

17      Βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, το καταχωρισμένο σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κηρύσσεται άκυρο εάν αποτελείται αποκλειστικά από σημείο ή ένδειξη που μπορεί να χρησιμεύσει, στο εμπόριο, προς δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προέλευσης ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών του προϊόντος ή της υπηρεσίας. Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού (νυν άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1001), η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού εφαρμόζεται ακόμη και εάν ο λόγος απαραδέκτου ή ο λόγος ακυρότητας υφίσταται μόνο σε τμήμα της Ένωσης.

18      Κατά πάγια νομολογία, τα σημεία ή οι ενδείξεις που μνημονεύονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 είναι εκείνα τα οποία δύνανται να χρησιμοποιηθούν, στο πλαίσιο συνήθους χρήσης από την πλευρά του ενδιαφερόμενου κοινού, για να δηλώσουν, είτε άμεσα είτε με μνεία ενός χαρακτηριστικού τους, το προϊόν ή την υπηρεσία για την οποία ζητείται ή τίθεται υπό αμφισβήτηση η καταχώριση [βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ, C‑383/99 P, EU:C:2001:461, σκέψη 39, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Laverana κατά ΓΕΕΑ (BIO organic), T‑610/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:613, σκέψη 14]. Επομένως, για να εμπίπτει ένα σημείο στο πεδίο εφαρμογής της επιβαλλόμενης από τη διάταξη αυτή απαγόρευσης, πρέπει να παρουσιάζει μια αρκούντως άμεση και συγκεκριμένη σχέση με τα επίμαχα προϊόντα ή υπηρεσίες, η οποία να παρέχει στο οικείο κοινό τη δυνατότητα να αντιληφθεί άμεσα και χωρίς περαιτέρω σκέψη την περιγραφή των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών ή ενός από τα χαρακτηριστικά τους [αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 2005, Metso Paper Automation κατά ΓΕΕΑ (PAPERLAB), T‑19/04, EU:T:2005:247, σκέψη 25, και της 7ης Δεκεμβρίου 2017, Colgate-Palmolive κατά EUIPO (360°), T‑332/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:876, σκέψη 15]. Αρκεί το να υφίσταται λόγος απαραδέκτου ή λόγος ακυρότητας σε σχέση με ένα μη αμελητέο μέρος του ενδιαφερόμενου κοινού και δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν οι λοιποί καταναλωτές που ανήκουν στο ενδιαφερόμενο κοινό γνωρίζουν επίσης το εν λόγω σημείο [βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2017, Καρέλια κατά EUIPO (KARELIA), T‑878/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:702, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

19      Το γενικό συμφέρον στο οποίο στηρίζεται το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 συνίσταται στην εξασφάλιση του ότι τα σημεία που είναι περιγραφικά ενός ή περισσότερων χαρακτηριστικών των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τις οποίες ζητείται η καταχώριση σήματος μπορούν να χρησιμοποιηθούν ελεύθερα από το σύνολο των επιχειρηματιών που προσφέρουν τέτοιου είδους προϊόντα ή υπηρεσίες (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2011, Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ, C‑51/10 P, EU:C:2011:139, σκέψη 37). Η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει να αποκτά μία μόνο επιχείρηση την αποκλειστικότητα της χρήσης των εν λόγω σημείων ή ενδείξεων λόγω της καταχώρισής τους ως σήματος (απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2003, ΓΕΕΑ κατά Wrigley, C‑191/01 P, EU:C:2003:579, σκέψη 31) ούτε να μονοπωλεί μια επιχείρηση τη χρήση ενός περιγραφικού όρου, εις βάρος των λοιπών επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων των ανταγωνιστών της, με συνέπεια τον περιορισμό του διαθέσιμου για την περιγραφή των προϊόντων τους λεξιλογίου (βλ. απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2017, 360°, T‑332/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:876, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ωστόσο, η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης δεν εξαρτάται από την ύπαρξη συγκεκριμένης, ενεστώσας και σοβαρής ανάγκης διαθεσιμότητας [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2015, Κύπρος κατά ΓΕΕΑ (ΧΑΛΛΟΥΜΙ και HALLOUMI), T‑292/14 και T‑293/14, EU:T:2015:752, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

20      Όσον αφορά, ειδικότερα, τα σημεία ή τις ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν προς δήλωση της γεωγραφικής προέλευσης ή προορισμού των κατηγοριών προϊόντων ή του τόπου παροχής των κατηγοριών υπηρεσιών για τις οποίες ζητείται η καταχώριση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως δε τις γεωγραφικές ονομασίες, υπάρχει γενικό συμφέρον να παραμένουν στη διάθεση όλων, ιδίως λόγω της ικανότητάς τους όχι μόνο να δηλώνουν, ενδεχομένως, την ποιότητα και άλλες ιδιότητες των σχετικών κατηγοριών προϊόντων ή υπηρεσιών, αλλά και να επηρεάζουν ποικιλοτρόπως τις προτιμήσεις των καταναλωτών, συνδέοντας, παραδείγματος χάριν, τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες με έναν τόπο που μπορεί να δημιουργήσει θετικά συναισθήματα [αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2005, Peek & Cloppenburg κατά ΓΕΕΑ (Cloppenburg), T‑379/03, EU:T:2005:373, σκέψη 33· της 15ης Ιανουαρίου 2015, MEM κατά ΓΕΕΑ (MONACO), T‑197/13, EU:T:2015:16, σκέψη 47, και της 27ης Απριλίου 2016, Niagara Bottling κατά EUIPO (NIAGARA), T‑89/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:244, σκέψη 15].

21      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι αποκλείεται, αφενός, η καταχώριση γεωγραφικών ονομασιών ως σημάτων στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δηλώνουν συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές που είναι ήδη φημισμένες ή γνωστές για τη σχετική κατηγορία προϊόντων ή υπηρεσιών και συνδέονται, επομένως, με την εν λόγω κατηγορία κατά την αντίληψη των ενδιαφερομένων και, αφετέρου, η καταχώριση γεωγραφικών ονομασιών που μπορούν να χρησιμοποιούνται από τις επιχειρήσεις και πρέπει επίσης να παραμένουν στη διάθεση αυτών ως ενδείξεις γεωγραφικής προέλευσης της σχετικής κατηγορίας προϊόντων ή υπηρεσιών [αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2005, Cloppenburg, T‑379/03, EU:T:2005:373, σκέψη 34· της 15ης Ιανουαρίου 2015, MONACO, T‑197/13, EU:T:2015:16, σκέψη 48, και της 27ης Απριλίου 2016, NIAGARA, T‑89/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:244, σκέψη 16].

22      Επισημαίνεται, εντούτοις, ότι, καταρχήν, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 δεν αποκλείει την καταχώριση γεωγραφικών ονομασιών που είναι άγνωστες στους ενδιαφερομένους ή που, εν πάση περιπτώσει, είναι άγνωστες ως προσδιορισμοί γεωγραφικών περιοχών ή, ακόμη, ονομασιών στην περίπτωση των οποίων είναι απίθανο, λόγω των χαρακτηριστικών του δηλούμενου τόπου, το ενδεχόμενο να υποθέσουν οι ενδιαφερόμενοι ότι η σχετική κατηγορία προϊόντων ή υπηρεσιών προέρχεται από ή επινοήθηκε στον τόπο αυτόν (αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2005, Cloppenburg, T‑379/03, EU:T:2005:373, σκέψη 36· της 15ης Ιανουαρίου 2015, MONACO, T‑197/13, EU:T:2015:16, σκέψη 49, και της 27ης Απριλίου 2016, NIAGARA, T‑89/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:244, σκέψη 17).

23      Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, ο περιγραφικός χαρακτήρας ενός σημείου μπορεί να εκτιμηθεί μόνο, αφενός, σε σχέση με τα συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες και, αφετέρου, σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο το αντιλαμβάνεται το ενδιαφερόμενο κοινό (αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2005, Cloppenburg, T‑379/03, EU:T:2005:373, σκέψη 37· της 15ης Ιανουαρίου 2015, MONACO, T‑197/13, EU:T:2015:16, σκέψη 50, και της 27ης Απριλίου 2016, NIAGARA, T‑89/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:244, σκέψη 18).

24      Κατά την εκτίμηση αυτή, το EUIPO υποχρεούται να αποδείξει ότι η γεωγραφική ονομασία είναι γνωστή στους ενδιαφερομένους ως δηλώνουσα μια τοποθεσία. Επιπλέον, πρέπει η επίμαχη ονομασία να συνδέεται επί του παρόντος, κατά την αντίληψη των ενδιαφερομένων, με τη σχετική κατηγορία προϊόντων ή υπηρεσιών ή να εκτιμάται ευλόγως ότι μια τέτοια ονομασία μπορεί, κατά την αντίληψη του κοινού αυτού, να δηλώσει τη γεωγραφική προέλευση της εν λόγω κατηγορίας προϊόντων ή υπηρεσιών. Στο πλαίσιο της εξέτασης αυτής, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, ειδικότερα, αν η επίμαχη γεωγραφική ονομασία καθώς και τα χαρακτηριστικά του δηλούμενου από αυτήν τόπου και η σχετική κατηγορία προϊόντων ή υπηρεσιών είναι, κατά το μάλλον ή ήττον, γνωστά στους ενδιαφερομένους (αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2005, Cloppenburg, T‑379/03, EU:T:2005:373, σκέψη 38· της 15ης Ιανουαρίου 2015, MONACO, T‑197/13, EU:T:2015:16, σκέψη 51, και της 27ης Απριλίου 2016, NIAGARA, T‑89/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:244, σκέψη 19).

25      Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, η μόνη κρίσιμη ημερομηνία για την εξέταση αίτησης κήρυξης ακυρότητας στηριζόμενης στο άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 είναι η ημερομηνία υποβολής της αίτησης καταχώρισης του επίμαχου σήματος. Το γεγονός ότι η νομολογία δέχεται ότι λαμβάνονται υπόψη και στοιχεία μεταγενέστερα της ημερομηνίας αυτής όχι μόνο δεν αναιρεί την ορθότητα της ανωτέρω ερμηνείας του εν λόγω άρθρου, αλλά την ενισχύει, λαμβανομένου υπόψη ότι η συνεκτίμηση των εν λόγω στοιχείων είναι δυνατή μόνο υπό τον όρο ότι τα στοιχεία αυτά αφορούν την κατάσταση ως έχει κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης καταχώρισης του σήματος [βλ., υπό την έννοια αυτή, διατάξεις της 23ης Απριλίου 2010, ΓΕΕΑ κατά Frosch Touristik, C‑332/09 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:225, σκέψεις 52 και 53, και της 4ης Οκτωβρίου 2018, Safe Skies κατά EUIPO, C‑326/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:800, σκέψη 5· αποφάσεις της 3ης Ιουνίου 2009, Frosch Touristik κατά ΓΕΕΑ – DSR touristik (FLUGBÖRSE), T‑189/07, EU:T:2009:172, σκέψεις 18 και 19, και της 26ης Φεβρουαρίου 2016, provima Warenhandels κατά ΓΕΕΑ – Renfro (HOT SOX), T‑543/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:102, σκέψη 44]. Εν προκειμένω, η κρίσιμη ημερομηνία για την εξέταση της συμφωνίας του επίμαχου σήματος με το άρθρο 7 του κανονισμού 207/2009 είναι, επομένως, η ημερομηνία υποβολής της αίτησης καταχώρισης του σήματος, δηλαδή η 21η Ιανουαρίου 2011.

26      Το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακύρωσης που προβάλλει η προσφεύγουσα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων αυτών.

27      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το Devin (απόδοση του Девин με λατινικούς χαρακτήρες) είναι πόλη της Νότιας Βουλγαρίας, ευρισκόμενη στην οροσειρά της Ροδόπης. Με τα σημεία 30 έως 33 της προσβαλλόμενης απόφασης, το τμήμα προσφυγών παρέσχε περαιτέρω διευκρινίσεις, οι οποίες δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους. Ειδικότερα, η πόλη Devin «κατακλύζεται από θερμές πηγές και ιαματικά λουτρά» καθώς και από υδάτινα αποθέματα, μεταξύ των οποίων ένα φρέαρ γεώτρησης V‑5 (ή B‑5) που εκμεταλλεύεται επί του παρόντος η προσφεύγουσα δυνάμει άδειας χορηγηθείσας από το βουλγαρικό κράτος. Η επίσημη διαδικτυακή πύλη τουρισμού της Βουλγαρίας, η οποία περιλαμβάνει στήλη αφιερωμένη στο Devin, αναφέρεται στην «ανάπτυξη του “ιαματικού τουρισμού” της πόλης και στις “φημισμένες” πηγές μεταλλικού νερού», στις «θεραπευτικές ιδιότητες» που είναι γνωστές από την αρχαιότητα. Από την πλευρά της, η προσφεύγουσα διευκρινίζει, χωρίς να αμφισβητείται επ’ αυτού, ότι το Devin έχει πληθυσμό περίπου 7 000 κατοίκων και, ως εκ τούτου, βρίσκεται περίπου στην 109η θέση της κατάταξης των πόλεων της Βουλγαρίας ανάλογα με τον πληθυσμό τους.

28      Το τμήμα προσφυγών ανέφερε επίσης ότι το νερό του Devin, συνδεδεμένο με την πηγή «Devin sondazh 5», περιλαμβάνεται στον επίσημο κατάλογο των φυσικών μεταλλικών νερών που είναι αναγνωρισμένα από τη Βουλγαρία και τα λοιπά κράτη μέλη, ο οποίος δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2010, C 65, σ. 1) σύμφωνα με το άρθρο 1 της οδηγίας 2009/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2009, σχετικά με την εκμετάλλευση και τη θέση στο εμπόριο των φυσικών μεταλλικών νερών (ΕΕ 2009, L 164, σ. 45). Το τμήμα προσφυγών αναφέρθηκε επίσης στη γεωγραφική ένδειξη «Devin Natural Mineral Water», καταχωρισμένη στη Βουλγαρία με αριθμό 190-01/1995, και σε πανομοιότυπη ονομασία προέλευσης, καταχωρισμένη με αριθμό 883/2006 σε ορισμένα κράτη μέλη της Ένωσης, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα και η Ρουμανία, τα οποία είναι συμβαλλόμενα μέρη στον Διακανονισμό της Λισσαβώνας σχετικά με την προστασία των ονομασιών προέλευσης και τη διεθνή καταχώρισή τους, της 31ης Οκτωβρίου 1958, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί.

29      Συναφώς, σημειώνεται ότι η υπό κρίση διαφορά δεν αφορά ενδεχόμενο λόγο απαραδέκτου (ή λόγο ακυρότητας) στηριζόμενο στο νέο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού 2017/1001, κατά το οποίο «δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση […] τα σήματα που εξαιρούνται από την καταχώριση δυνάμει ενωσιακής νομοθεσίας ή του εθνικού δικαίου ή διεθνών συμφωνιών στις οποίες η Ένωση ή το οικείο κράτος μέλος είναι συμβαλλόμενο μέρος, όπου προβλέπεται η προστασία των ονομασιών προέλευσης και των γεωγραφικών ενδείξεων», ή στον κανονισμό (ΕΕ) 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων (ΕΕ 2012, L 343, σ. 1).

30      Εξάλλου, με το σημείο 27 της προσβαλλόμενης απόφασης, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι, καθώς τα σχετικά προϊόντα είναι προϊόντα τρέχουσας κατανάλωσης, το ενδιαφερόμενο κοινό είναι ο μέσος καταναλωτής της Ένωσης, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Δεδομένου ότι ο μέσος καταναλωτής τέτοιων προϊόντων τρέχουσας κατανάλωσης είναι το ευρύ κοινό, η διαπίστωση αυτή, με την οποία άλλωστε συμφωνεί η προσφεύγουσα, δεν τίθεται εν αμφιβόλω.

31      Πρέπει να εξεταστούν, διαδοχικά, ο τρόπος με τον οποίο ο μέσος καταναλωτής της Ένωσης αντιλαμβάνεται τον όρο «devin» και η διαθεσιμότητα της γεωγραφικής ονομασίας Devin.

1)      Επί του τρόπου με τον οποίο ο μέσος καταναλωτής της Ένωσης αντιλαμβάνεται τον όρο «devin»

32      Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι ο τρόπος με τον οποίο το ευρύ κοινό εκτός Βουλγαρίας αντιλαμβάνεται τον όρο «devin» είναι το «κεντρικό σημείο της διαφοράς» μεταξύ των διαδίκων. Πρέπει να γίνει δεκτό, όπως υποστηρίζει και η προσφεύγουσα, ότι το τμήμα προσφυγών, κατά την εκτίμηση του περιγραφικού χαρακτήρα του επίμαχου σήματος, διέκρινε, κατ’ ουσίαν, τρεις γεωγραφικές κατηγορίες μέσου καταναλωτή οι οποίες αφορούν, πρώτον, τον μέσο Βούλγαρο καταναλωτή, δεύτερον, τον μέσο καταναλωτή των χωρών που συνορεύουν με τη Βουλγαρία, δηλαδή της Ελλάδας και της Ρουμανίας, και, τρίτον, τον μέσο καταναλωτή των λοιπών κρατών μελών της Ένωσης.

1)      Επί του μέσου Βούλγαρου καταναλωτή

33      Όσον αφορά τον μέσο Βούλγαρο καταναλωτή, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι ο εν λόγω καταναλωτής είναι δυνατόν να αντιληφθεί τον όρο «devin» ως το όνομα βουλγαρικής πόλης. Εντούτοις, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο όρος αυτός είναι επίσης γνωστός σε, και γίνεται προδήλως αντιληπτός από, ένα σημαντικό μέρος των Βούλγαρων καταναλωτών, ως σήμα νερού. Κατά την άποψή της, οι μόνοι καταναλωτές που ενδέχεται να αντιληφθούν τη λέξη «devin» ως ένδειξη γεωγραφικής προέλευσης, δηλαδή οι Βούλγαροι καταναλωτές, έχουν επίσης καλή γνώση του σήματος, καθώς αυτό έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα λόγω χρήσης κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009. Επομένως, το επίμαχο σήμα δεν δηλώνει απλώς τη γεωγραφική προέλευση, αλλά αποτελεί σαφή ένδειξη της εμπορικής προέλευσης των προσδιοριζόμενων προϊόντων. Η προσφεύγουσα συνάγει από τα ανωτέρω ότι το επίμαχο σήμα είναι έγκυρο στη Βουλγαρία, ακόμη και εάν ενδέχεται να γίνεται αντιληπτό ως παραπομπή στο όνομα πόλης, διότι στη χώρα αυτή γίνεται αντιληπτό περισσότερο ως σήμα. Προσθέτει ότι ο όρος «devin» όχι μόνο έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα λόγω χρήσης, αλλά έχει αποκτήσει επίσης αυξημένο διακριτικό χαρακτήρα στη Βουλγαρία, όπου έχει θεωρηθεί ως παγκοίνως γνωστό σήμα νερού.Η προσφεύγουσα παραθέτει, στο πλαίσιο αυτό, την απόφαση OM‑22 του Патентно ведомство на Република България (Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας) της 19ης Μαρτίου 2010, η οποία έχει ισχύ πενταετούς διάρκειας και με την οποία δηλώνεται ότι το λεκτικό βουλγαρικό σήμα Девин (Devin), που καταχωρίστηκε με αριθμό 24137 και δικαιούχος του οποίου είναι η προσφεύγουσα, χαίρει φήμης στη βουλγαρική επικράτεια από την 1η Δεκεμβρίου 2005 για προϊόντα της κλάσης 32, συγκεκριμένα δε για το προϊόν «μεταλλικό νερό». Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι, μολονότι η απόφαση αυτή δεν μπόρεσε να ανανεωθεί το 2015 λόγω νομοθετικής κατάργησης, η διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών στην οποία στηριζόταν εξακολουθεί να ισχύει.

34      Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι η μη αμφισβήτηση εκ μέρους της προσφεύγουσας της αναγνώρισης από τον μέσο Βούλγαρο καταναλωτή του όρου «devin» ως γεωγραφικής ονομασίας βουλγαρικής πόλης δεν έχει σε καμία περίπτωση αποφασιστική σημασία εν προκειμένω, καθώς η προσφεύγουσα σπεύδει να προσθέσει ότι το επίμαχο σήμα έχει αποκτήσει, για τον μέσο Βούλγαρο καταναλωτή, αυξημένο διακριτικό χαρακτήρα, ακόμη και φήμη, όσον αφορά τα μεταλλικά νερά.

35      Εξάλλου, επισημαίνεται ότι, αφ’ ης στιγμής το Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας αναγνώρισε ότι το λεκτικό βουλγαρικό σήμα Devin χαίρει φήμης, είναι, εκ πρώτης όψεως, εξαιρετικά απίθανο να μην έχει αποκτήσει το επίμαχο σήμα, δηλαδή το λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης DEVIN, τουλάχιστον συνήθη διακριτικό χαρακτήρα, χωρίς μάλιστα να χρειάζεται να κριθεί ο αυξημένος διακριτικός χαρακτήρας του ή η φήμη του.

2)      Επί του μέσου Έλληνα ή Ρουμάνου καταναλωτή

36      Όσον αφορά τον μέσο καταναλωτή των γειτονικών χωρών (Ελλάδας και Ρουμανίας), η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το παρεμβαίνον δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να παρέχει στο τμήμα προσφυγών τη δυνατότητα να διαπιστώσει ότι ο όρος «devin» γίνεται αντιληπτός από τον εν λόγω καταναλωτή ως γεωγραφική τοποθεσία. Υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών, για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, στηρίχθηκε σε επαγωγικούς συλλογισμούς ή μη τεκμηριωμένες εικασίες βασιζόμενες κυρίως στον αριθμό των τουριστών που επισκέπτονται τη Βουλγαρία. Επιπλέον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, μολονότι δεν φέρει η ίδια το βάρος απόδειξης, προσκόμισε αξιόπιστα και συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη του αντεπιχειρήματός της ότι ο μέσος Έλληνας ή Ρουμάνος καταναλωτής δεν συνδέει άμεσα το επίμαχο σήμα με τη γεωγραφική προέλευση.

37      Πρέπει να εξεταστούν τα στοιχεία που έλαβε υπόψη το τμήμα προσφυγών για να κρίνει ότι το επίμαχο σήμα είναι περιγραφικό κατά την αντίληψη του μέσου Έλληνα και Ρουμάνου καταναλωτή.

38      Καταρχάς, το τμήμα προσφυγών, ακολουθώντας το τμήμα ακυρώσεων, στηρίχθηκε σε διάφορες πηγές δεδομένων σχετικές με τον τουρισμό, ιδίως στην επίσημη διαδικτυακή πύλη τουρισμού της Βουλγαρίας και σε άλλους ιστοτόπους. Στηριζόμενο στο γεγονός ότι περισσότεροι από 5,4 εκατομμύρια αλλοδαποί τουρίστες επισκέφθηκαν τη Βουλγαρία το 2014, αριθμός «εντυπωσιακός» σε σχέση με τον πληθυσμό των 7,3 εκατομμυρίων κατοίκων της χώρας αυτής, το τμήμα προσφυγών εκτίμησε ότι, «[μ]ολονότι η πλειονότητα των τουριστών αυτών επιλέγουν τελικά να περάσουν τις διακοπές τους σε παραθαλάσσια θέρετρα ή σε χιονοδρομικά κέντρα, όπως υποστήριξε η [προσφεύγουσα], τούτο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να γνωρίζουν και άλλες περιοχές ή άλλες τοποθεσίες». Έκρινε ότι, «[ό]ταν ένα πρόσωπο επιλέγει τόπο διακοπών, εξετάζει συνήθως περισσότερους προορισμούς πριν επιλέξει έναν συγκεκριμένο προορισμό» και συνήγαγε, ως εκ τούτου, ότι, «[κ]ατά την εξέταση των διάφορων προτεινόμενων προορισμών, ένα πρόσωπο που επιθυμεί να επισκεφθεί τη Βουλγαρία θα ανακαλύψει βεβαίως λιγότερο γνωστούς ή λιγότερο προσβάσιμους προορισμούς ακόμη και εάν, τελικά, ο εν δυνάμει τουρίστας επιλέξει άλλο προορισμό». Στηριζόμενο στις απλές αυτές εικασίες, το τμήμα προσφυγών υπέθεσε ότι είναι «μάλλον απίθανο να μην εμφανίζονται το Devin, και η σχέση του με τα ιαματικά νερά, σε διαδικτυακή αναζήτηση σχετική με προορισμούς διακοπών στη Βουλγαρία».

39      Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση, στην οποία προέβη και η προσφεύγουσα, ότι η απλή ανίχνευση της πόλης Devin από τις διαδικτυακές μηχανές αναζήτησης δεν αρκεί για να αποδειχθεί, σύμφωνα με τις νομικές και νομολογιακές απαιτήσεις, ότι πρόκειται για τόπο που είναι γνωστός σε ένα σημαντικό μέρος του ενδιαφερόμενου κοινού της Ελλάδας και της Ρουμανίας. Όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα, σκεπτικό όπως αυτό του τμήματος προσφυγών, στην ακραία του εκδοχή, θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι οι αλλοδαποί καταναλωτές μπορούν, με μια απλή αναζήτηση στο Διαδίκτυο, να μάθουν όλες τις πόλεις του κόσμου οποιουδήποτε, ακόμη και μικρού, μεγέθους.

40      Το τμήμα προσφυγών αναφέρθηκε επίσης στην «αισθητή παρουσία του Devin σε ιστοτόπους που παρέχουν ταξιδιωτικές συμβουλές και σε διαδραστικά ταξιδιωτικά φόρουμ», όπως το «TripAdvisor.com» ή το «Booking.com». Παρεμπιπτόντως, απέρριψε την παρατήρηση της προσφεύγουσας ότι το Devin βρίσκεται μόλις στην 68η (ή πλέον, κατά το παρεμβαίνον, στην 59η) θέση της κατάταξης του ιστοτόπου «TripAdvisor.com» με τους 70 δημοφιλέστερους προορισμούς της Βουλγαρίας, για τον λόγο ότι τούτο αποδεικνύει τουλάχιστον την ύπαρξη μη αμελητέου τουριστικού προφίλ στο Διαδίκτυο, σε αντίθεση με τις εκατοντάδες πόλεις και χωριά της Βουλγαρίας που δεν έχουν τέτοιο προφίλ.

41      Ωστόσο, η ύπαρξη «μη αμελητέου τουριστικού προφίλ στο Διαδίκτυο», αυτή καθεαυτήν, δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι μια μικρή πόλη είναι γνωστή στο ενδιαφερόμενο κοινό του εξωτερικού. Συναφώς, το γεγονός ότι το Devin δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των δημοφιλέστερων προορισμών της Βουλγαρίας στον ιστότοπο «TripAdvisor.com» παραμένει κρίσιμο σε ορισμένο τουλάχιστον βαθμό, καθώς είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι το ενδιαφερόμενο κοινό του εξωτερικού γνωρίζει μόνο τους κύριους πόλους έλξης τρίτης χώρας όπως η Βουλγαρία.

42      Ακολούθως, το τμήμα προσφυγών στηρίχθηκε στην «αξιόλογη» ή «σημαντική τουριστική υποδομή» του Δήμου Devin, η οποία, κατά το εν λόγω τμήμα, περιλαμβάνει «σχεδόν εικοσιπέντε ξενοδοχεία στην περιοχή», μεταξύ των οποίων πολλά ξενοδοχεία ιαματικών λουτρών και πολυτελή ξενοδοχεία πέντε αστέρων.

43      Ωστόσο, αυτό και μόνο το γεγονός δεν δύναται να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο μέσος Έλληνας ή Ρουμάνος καταναλωτής θα μπορούσε να γνωρίζει, πέραν των συνόρων, την πόλη του Devin ή να δημιουργήσει άμεσο συσχετισμό με αυτήν. Συγκεκριμένα, ουδόλως μπορεί να αποκλειστεί η περίπτωση να χρησιμοποιείται η τουριστική αυτή υποδομή κυρίως από τον μέσο Βούλγαρο καταναλωτή, ο οποίος δεν αμφισβητείται ότι γνωρίζει την πόλη του Devin, και δευτερευόντως από έναν μικρό αριθμό προσώπων που ανήκουν στην κατηγορία του αλλοδαπού μέσου καταναλωτή και επισκέπτονται τη Βουλγαρία ως τουρίστες.

44      Επιπλέον, το τμήμα προσφυγών, με το σημείο 41 της προσβαλλόμενης απόφασης, υπέθεσε ότι ο περιορισμένος αριθμός αλλοδαπών που είναι καταγεγραμμένοι στα αρχεία ξενοδοχείων του Devin «μπορεί να μην αντικατοπτρίζει με ακρίβεια τον αριθμό των επισκεπτών τους οποίους δέχεται η πόλη αυτή», διότι «[έ]να μεγάλο μέρος των επισκεπτών που ενδιαφέρονται για τη φύση δεν διαμένουν κατ’ ανάγκη σε πολυτελή ξενοδοχεία, αλλά προτιμούν καταλύματα σε χώρο κάμπινγκ ή σε πανσιόν σε κοντινές πόλεις και χωριά», διευκρινίζοντας επιπροσθέτως ότι «το δημοφιλές θέρετρο του Παμπόροβο απέχει οδικώς μόνο λίγο περισσότερο από μισή ώρα». Διατύπωσε επίσης την εικασία ότι «θα ήταν εξαιρετικά περίεργο το ενδεχόμενο τουρίστες που διαμένουν στο Παμπόροβο (τον δέκατο έκτο δημοφιλέστερο προορισμό της Βουλγαρίας, κατά τον ιστότοπο “TripAdvisor.com”) να μην επιχειρήσουν να επισκεφθούν μια περιοχή εκθαμβωτικού, κατά τα λεγόμενα, φυσικού κάλλους η οποία βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής».

45      Επιβάλλεται, ωστόσο, η διαπίστωση ότι κανένα από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε το παρεμβαίνον δεν επιβεβαιώνει κάποια από τις εικασίες αυτές και ότι η αποδεικτική αξία των εν λόγω εικασιών είναι μικρότερη από την αποδεικτική αξία κάθε ισχυρισμού περί του αντιθέτου.

46      Όσον αφορά όλα τα ανωτέρω στοιχεία, τονίζεται, κυρίως, ότι το νομικό κριτήριο που πρέπει να εφαρμοστεί δεν συνίσταται στην επακριβή καταμέτρηση του αριθμού των αλλοδαπών τουριστών που επισκέπτονται την πόλη του Devin, αλλά στη διαπίστωση του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον όρο «devin» το σύνολο του ενδιαφερόμενου κοινού της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων που δεν επισκέπτονται κατ’ ανάγκη το Devin ή τη Βουλγαρία και συνιστούν την πλειονότητα του κοινού αυτού. Η επιχειρηματολογία, όμως, του τμήματος προσφυγών δεν αφορά το μεγαλύτερο αυτό μέρος των όσων ανήκουν στην κατηγορία του μέσου καταναλωτή της Ένωσης, ειδικότερα δε της Ελλάδας και της Ρουμανίας, και δεν επισκέπτονται τη Βουλγαρία, αλλά επικεντρώνεται στο πολύ μικρό μέρος των όσων σκοπεύουν να επισκεφθούν τη χώρα αυτή και, ακόμη περισσότερο, στο ελάχιστο μέρος των όσων επισκέπτονται το Devin ή αναζητούν πληροφορίες για αυτό.

47      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι ο μέσος καταναλωτής μεταλλικού νερού και ποτών στην Ένωση δεν διαθέτει υψηλού βαθμού εξειδίκευση στη γεωγραφία ή τον τουρισμό. Ειδικότερα, κατ’ αναλογίαν, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2008, Powerserv Personalservice κατά ΓΕΕΑ – Manpower (MANPOWER) (T‑405/05, EU:T:2008:442, σκέψεις 85, 89 και 93), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, ως «προδήλως πολύ αόριστο[υς]», ισχυρισμούς σχετικούς με «γλωσσικές ανταλλαγές μέσω των Άγγλων και Γερμανών τουριστών» σε άλλες χώρες της Ένωσης και διαπίστωσε ότι το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη το σύνολο του ενδιαφερόμενου κοινού, αποτελούμενου από το σύνολο του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας, καθόσον εστίασε, εσφαλμένως, στους εργοδότες που αναζητούν προσωπικό.

48      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το τμήμα προσφυγών, εστιάζοντας εσφαλμένως στους αλλοδαπούς, ιδίως Έλληνες ή Ρουμάνους, τουρίστες που επισκέπτονται τη Βουλγαρία ή το Devin, δεν έλαβε υπόψη το σύνολο του ενδιαφερόμενου κοινού, αποτελούμενου από τον μέσο καταναλωτή της Ένωσης, ιδίως της Ελλάδας και της Ρουμανίας, αλλά περιορίστηκε εσφαλμένως σε ένα ελάχιστο ή πολύ μικρό μέρος του ενδιαφερόμενου κοινού, το οποίο, εν πάση περιπτώσει, είναι αμελητέο και δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκώς αντιπροσωπευτικό υπό το πρίσμα της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 18 ανωτέρω. Ο περιορισμός αυτός σε ένα ελάχιστο ή πολύ μικρό μέρος του ενδιαφερόμενου κοινού, δηλαδή στους αλλοδαπούς τουρίστες που επισκέπτονται τη Βουλγαρία ή το Devin, εξηγεί γιατί τα στοιχεία που έλαβε υπόψη το τμήμα προσφυγών έχουν πολύ μειωμένη αποδεικτική αξία, με αποτέλεσμα να είναι σχεδόν αλυσιτελή. Εν ολίγοις, το τμήμα προσφυγών εφάρμοσε λανθασμένο κριτήριο, το οποίο μοιραία το οδήγησε σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται τον όρο «devin».

49      Τέλος, με το σημείο 55 της προσβαλλόμενης απόφασης, το τμήμα προσφυγών ανέφερε ότι ήταν «πεπεισμένο ότι η αναμφισβήτητη φήμη του Devin ως λουτρόπολης με φυσικά νερά δεν περιορίζεται αυθαίρετα εντός των βουλγαρικών συνόρων, αλλά εκτείνεται και στις γειτονικές χώρες» και δήλωσε, εν κατακλείδι, ότι «θα ήταν περίεργο η σημαντική φήμη της οποίας απολαύει το Devin, για τα νερά του, στη Βουλγαρία να εξανεμίζεται μυστηριωδώς κατά τη διέλευση των συνόρων της Βουλγαρίας με την Ελλάδα».

50      Επιβάλλεται, ωστόσο, η διαπίστωση, στην οποία προέβη και η προσφεύγουσα, ότι η δήλωση αυτή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως έγκυρο αποδεικτικό στοιχείο για να αποδειχθεί ότι η πόλη του Devin είναι γνωστή «σε ένα “μεγάλο μέρος” των καταναλωτών των γειτονικών χωρών, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα και η Ρουμανία», όπως έκρινε το τμήμα προσφυγών, ακολουθώντας το τμήμα ακυρώσεων ως προς το ζήτημα αυτό. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η πόλη του Devin, η οποία είναι δυσπρόσιτη και την οποία χωρίζει από τα ελληνικά σύνορα μια οροσειρά, βρίσκεται σε ιδιαίτερη γεωγραφική θέση η οποία καθιστά τη δήλωση αυτή ακόμη λιγότερο αληθοφανή.

51      Κατ’ αναλογίαν, υπενθυμίζεται ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, Cloppenburg (T‑379/03, EU:T:2005:373, σκέψεις 39 και 46), σχετικά με την πόλη του Cloppenburg, η οποία βρίσκεται στην Κάτω Σαξονία (Γερμανία) και έχει πληθυσμό περίπου 30 000 κατοίκων, δηλαδή μεγαλύτερο κατά τέσσερις και πλέον φορές από τον πληθυσμό του Devin, το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος αν το ενδιαφερόμενο κοινό, δηλαδή ο μέσος Γερμανός καταναλωτής, γνωρίζει την πόλη του Cloppenburg ως γεωγραφική τοποθεσία και, εν πάση περιπτώσει, έκρινε, λόγω του «αμελητέου μεγέθους» της πόλης αυτής, ότι, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι ο Γερμανός καταναλωτής τη γνωρίζει, η γνώση αυτή πρέπει να χαρακτηριστεί ως αμελητέα ή χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Στην υπόθεση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε καν υπόψη το ενδεχόμενο να γνωρίζει ο μέσος καταναλωτής των λοιπών κρατών μελών της Ένωσης την εν λόγω γερμανική πόλη «αμελητέου μεγέθους».

52      Επομένως, οι λόγοι που εκτέθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση προκειμένου να διαπιστωθεί ότι ο μέσος καταναλωτής της Ελλάδας και της Ρουμανίας γνωρίζει το Devin ως γεωγραφική τοποθεσία είναι ελάχιστα πειστικοί και δεν οδηγούν σε απόλυτο συμπέρασμα.

53      Επιπλέον, η προσφεύγουσα προσκόμισε και άλλα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη του επιχειρήματός της ότι ο μέσος Έλληνας ή Ρουμάνος καταναλωτής δεν συνδέει άμεσα το επίμαχο σήμα με τη γεωγραφική προέλευση.

54      Ειδικότερα, η προσφεύγουσα προσκόμισε επίσημο συγκεντρωτικό κατάλογο χορηγηθέντα από τον ίδιο τον Δήμο Devin, στον οποίο αναγράφεται, βάσει των δηλώσεων των ιδιοκτητών ξενοδοχείων, ο αριθμός των αλλοδαπών τουριστών που επισκέφθηκαν την πόλη του Devin το 2014, το οποίο θεωρείται ως «έτος ρεκόρ». Το εν λόγω έγγραφο δείχνει ότι, κατά το έτος αυτό, λιγότεροι από 3 500 αλλοδαποί τουρίστες, ανεξαρτήτως εθνικότητας, επισκέφθηκαν την πόλη του Devin και ότι, μεταξύ αυτών, υπήρχαν μόνο 400 Έλληνες τουρίστες και 50 Ρουμάνοι τουρίστες. Σε σύγκριση με τον αριθμό των 5,4 εκατομμυρίων αλλοδαπών τουριστών που επισκέφθηκαν τη Βουλγαρία το 2014 (βλ. σκέψη 38 ανωτέρω) και με τον πληθυσμό των κρατών μελών της Ένωσης, ιδίως της Ελλάδας και της Ρουμανίας –ο οποίος ανέρχεται, κατά τη στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Eurostat), σε 10,7 εκατομμύρια και σε 19,6 εκατομμύρια κατοίκους, αντιστοίχως, την 1η Ιανουαρίου 2017–, τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν ότι η πόλη του Devin δεν αποτελεί σημαντικό πόλο έλξης για τους αλλοδαπούς, ιδίως Έλληνες και Ρουμάνους, τουρίστες και, κατά μείζονα λόγο, δεν είναι γνωστή στον μέσο καταναλωτή του εξωτερικού.

55      Η προσφεύγουσα προσκόμισε επίσης τα στοιχεία που προέκυψαν από έρευνα αγοράς «omnibus» η οποία πραγματοποιήθηκε σε διάφορα κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα (ηπειρωτική χώρα και Κρήτη), η Ρουμανία, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο (στο εξής: έρευνα omnibus). Όσον αφορά την έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα και κάλυπτε ένα δείγμα 1 007 ατόμων από το ελληνικό κοινό, τα αποτελέσματα φαίνονταν να καταδεικνύουν ότι ποσοστό μικρότερο του 1 % του δείγματος αυτού συνέδεε τον όρο «devin» με περιοχή της Βουλγαρίας και ποσοστό μικρότερο του 3 % με μια οποιαδήποτε περιοχή.

56      Το τμήμα προσφυγών έκρινε την εν λόγω έρευνα οmnibus «ελλιπή ως προς ορισμένα σημεία», απαριθμούμενα στα σημεία 44 έως 47 της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατά την άποψή του, πρώτον, η έρευνα επιχειρούσε να αποδείξει ένα αρνητικό γεγονός, δηλαδή ότι το κοινό δεν γνωρίζει την πόλη του Devin, και, λόγω της αμφίβολης αυτής παραδοχής, τα περισσότερα από τα συλλεγέντα στοιχεία ήταν ασαφή. Οι ερωτηθέντες θα έπρεπε να «ενθαρρύνονται να γίνονται πιο συγκεκριμένοι», αλλά δεν διευκρίνισε με ποιον τρόπο. Δεύτερον, ουδόλως αναφερόταν αν έλαβαν μέρος στην ελληνική έρευνα κάτοικοι παραμεθόριων περιοχών της Βουλγαρίας και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, σε ποιον βαθμό. Τρίτον, τα αποτελέσματα της ελληνικής έρευνας ενείχαν σφάλματα και τα στοιχεία χαρακτηρίζονταν από περιστασιακή αναξιοπιστία (παραδείγματος χάριν, υπήρχε ένα λανθασμένο άθροισμα 71 αντί για 72). Τέταρτον, ακόμη και εάν τα στοιχεία ερμηνεύονταν με τον ευνοϊκότερο για την προσφεύγουσα τρόπο, έπρεπε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, στην ελληνική έρευνα, 30 ερωτηθέντες απάντησαν ότι το Devin είναι είτε «πόλη» είτε «τοποθεσία» είτε «περιοχή της Βουλγαρίας». Συνήγαγε, ως εκ τούτου, ότι οι 30 αυτοί ερωτηθέντες, σε δείγμα 1 007 ατόμων, αντιστοιχούσαν σε περισσότερους από 270 000 κατοίκους, αριθμός ο οποίος δεν είναι αμελητέος δεδομένου ότι ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας είναι 11 εκατομμύρια. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα στοιχεία της έρευνας ήταν «προφανώς […] μη πειστικά» και «δεν οδηγού[σαν] σε απόλυτο συμπέρασμα».

57      Ακόμη και εάν υποτεθεί ότι η εν λόγω έρευνα οmnibus ενέχει τα ελαττώματα που προσδιόρισε το τμήμα προσφυγών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα συμπεράσματά της μπορούν εν πάση περιπτώσει να ληφθούν υπόψη, με επαρκές περιθώριο σφάλματος και χωρίς πάντως να είναι καθοριστικής σημασίας. Επομένως, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι το πραγματικό ποσοστό του ελληνικού κοινού που αναγνωρίζει το Devin ως γεωγραφική τοποθεσία (στη Βουλγαρία ή αλλού) είναι 3 %, ή ακόμη και δύο ή τρεις φορές μεγαλύτερο, εξακολουθεί να αποτελεί πολύ μικρό ποσοστό, το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτικό του μέσου Έλληνα καταναλωτή.

58      Συγκεκριμένα, μολονότι ο αριθμός των 270 000 κατοίκων δεν είναι αμελητέος ως απόλυτο μέγεθος, κρίσιμο ζήτημα παραμένει η αντίληψη του συνόλου του ενδιαφερόμενου κοινού, σε σχέση με το οποίο το σχετικό ποσοστό του 3 % είναι ελάχιστα αντιπροσωπευτικό. Το ίδιο αποτέλεσμα μπορεί επίσης να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το 97 % (ή ένα παραπλήσιο ποσοστό) του ελληνικού πληθυσμού δεν αναγνωρίζει τον όρο «devin» ούτε ως «πόλη» ούτε ως «τοποθεσία» ούτε ως «περιοχή της Βουλγαρίας», πράγμα το οποίο είναι σαφώς πειστικότερο και οδηγεί σε απόλυτο συμπέρασμα.

59      Εξάλλου, όσον αφορά το ότι, στην ελληνική έρευνα, δεν γίνεται λόγος για κατοίκους παραμεθόριων περιοχών της Βουλγαρίας, αρκεί να υπομνησθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, ο μέσος Έλληνας καταναλωτής, κατά συντριπτική πλειοψηφία, δεν κατοικεί κοντά στα βουλγαρικά σύνορα.

60      Τέλος, πρέπει να απορριφθεί ο προβληθείς με το υπόμνημα αντίκρουσης ισχυρισμός του EUIPO κατά τον οποίο το γεγονός ότι η Ελλάδα και η Ρουμανία είναι συμβαλλόμενα μέρη στον Διακανονισμό της Λισσαβώνας συνεπάγεται ότι οι πολίτες των εν λόγω κρατών μελών γνωρίζουν το Devin ως γεωγραφική ένδειξη βουλγαρικού μεταλλικού νερού. Ο ισχυρισμός αυτός είναι προδήλως αβάσιμος, καθόσον τεκμαίρεται ότι ο μέσος Έλληνας ή Ρουμάνος καταναλωτής διαθέτει εξαιρετικά υψηλό βαθμό γνώσης τον οποίο, προφανώς, δεν διαθέτει, συμπεριλαμβανομένων των διεθνών συνθηκών και του καταλόγου των προστατευόμενων στη χώρα του γεωγραφικών ενδείξεων. Επιπλέον, η παρεχόμενη από κράτος μέλος νομική προστασία γεωγραφικής ένδειξης δεν αρκεί για να αποδειχθεί αυτομάτως ότι ο μέσος καταναλωτής του εν λόγω κράτους μέλους αναγνωρίζει τον αντιστοιχούντα στην ένδειξη αυτή όρο ως περιγραφικό γεωγραφικής προέλευσης.

61      Συνεπώς, συνάγεται το συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε και η προσφεύγουσα, ότι το τμήμα προσφυγών δεν συμμορφώθηκε με τις απαιτήσεις οι οποίες απορρέουν από την πάγια νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 24 ανωτέρω και βάσει των οποίων το τμήμα προσφυγών έπρεπε να «αποδείξει» ότι ο όρος «devin» είναι γνωστός στον μέσο Έλληνα και Ρουμάνο καταναλωτή ως προσδιορισμός γεωγραφικής προέλευσης.

3)      Επί του μέσου καταναλωτή των λοιπών κρατών μελών της Ένωσης

62      Το τμήμα προσφυγών, έχοντας κρίνει ότι το επίμαχο σήμα είναι περιγραφικό για τον μέσο Έλληνα ή Ρουμάνο καταναλωτή, εξέτασε μόνο ακροθιγώς το ίδιο ζήτημα από τη σκοπιά του μέσου καταναλωτή των λοιπών κρατών μελών της Ένωσης. Με το σημείο 47 της προσβαλλόμενης απόφασης, έκρινε απλώς ότι μπορούσε να συναχθεί κατ’ επέκταση από την έρευνα omnibus, την οποία ωστόσο απέρριψε διότι «δεν οδηγ[ούσε] σε συγκεκριμένο συμπέρασμα», ότι περίπου 455 000 Γερμανοί καταναλωτές αντιλαμβάνονται τον όρο «devin» ως όνομα πόλης ή ως πόλη της Βουλγαρίας. Με το σημείο 55 της εν λόγω απόφασης, προσέθεσε ότι «[θ]α ήταν μη ρεαλιστικό να θεωρηθεί ότι κανένα από τα μέλη αυτά του ευρέος κοινού άλλων κρατών μελών [που επισκέπτονται τη Βουλγαρία] δεν εξοικειώνεται με τον πολιτισμό, την ιστορία και τους φυσικούς πόλους έλξης της Βουλγαρίας, μεταξύ των οποίων η πόλη του Devin, όταν προετοιμάζουν το ταξίδι τους».

63      Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση, στην οποία προέβη και η προσφεύγουσα, ότι 455 000 καταναλωτές αντιστοιχούν σε ποσοστό μικρότερο του 0,6 % του συνολικού γερμανικού πληθυσμού, ποσοστό το οποίο δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί σημαντικό ή να αντιπροσωπεύσει τον μέσο Γερμανό καταναλωτή μεταλλικού νερού και ποτών. Επιπλέον, απλώς το γεγονός ότι ορισμένοι καταναλωτές έδωσαν την απάντηση «πόλη» σε ερώτηση της έρευνας δεν έχει αποδεικτική αξία, καθώς η απάντηση αυτή δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τη γνώση μιας συγκεκριμένης πόλης ή την ύπαρξη συγκεκριμένης άμεσης σχέσης με τα επίμαχα προϊόντα.

64      Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του μέσου καταναλωτή της Ένωσης ως τουρίστα που προετοιμάζει ταξίδι στη Βουλγαρία και εξοικειώνεται με έναν σχετικά ήσσονος σημασίας πόλο έλξης της χώρας, ο χαρακτηρισμός αυτός φαίνεται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό «μη ρεαλιστικός» σε σχέση με την αντίθετη διαπίστωση. Συναφώς, τονίζεται εκ νέου ότι ο μέσος καταναλωτής μεταλλικού νερού και ποτών στην Ένωση δεν διαθέτει υψηλού βαθμού εξειδίκευση στη γεωγραφία ή τον τουρισμό (βλ. σκέψη 47 ανωτέρω).

65      Εξάλλου, το παρεμβαίνον δεν προσκόμισε συγκεκριμένα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο μέσος καταναλωτής της Ένωσης αντιλαμβάνεται τον όρο «devin» ως γεωγραφική τοποθεσία της Βουλγαρίας.

66      Όσον αφορά την εκτίμηση του τμήματος ακυρώσεων ότι η γεωγραφική ονομασία Devin, στο μέλλον, θα γίνεται ενδεχομένως αντιληπτή από το κοινό της Ένωσης ως περιγραφή της γεωγραφικής προέλευσης των σχετικών προϊόντων, λαμβανομένων υπόψη των καταβαλλόμενων προσπαθειών προώθησης και της ανάπτυξης του τουριστικού τομέα της Βουλγαρίας (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω), διαπιστώνεται ότι η εκτίμηση αυτή δεν επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία της δικογραφίας και αποτελεί απλή υπόθεση, ιδίως επειδή η πόλη του Devin δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των 50 κύριων προορισμών της Βουλγαρίας και ωφελείται σε πολύ μικρό, μόνο, βαθμό από την ανάπτυξη του τουρισμού αλλοδαπών στη χώρα αυτή. Δεν είναι, επομένως, «εύλογο», κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 24 ανωτέρω, να θεωρηθεί ότι το όνομα Devin μπορεί, κατά την αντίληψη του κοινού της Ένωσης, να προσδιορίσει τη γεωγραφική προέλευση των σχετικών προϊόντων. Επιπλέον, το βάρος απόδειξης δεν μπορεί να αντιστραφεί κατά τρόπο που θα απαιτούσε από την προσφεύγουσα να αποδείξει ένα αρνητικό γεγονός, δηλαδή ότι δεν θα επισκέπτονται τουρίστες την πόλη του Devin ή ότι η πόλη δεν θα είναι γνωστή στο μέλλον.

67      Συμπερασματικά, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι ο μέσος καταναλωτής των κρατών μελών της Ένωσης πλην της Βουλγαρίας αναγνωρίζει τον όρο «devin» ως προσδιορισμό γεωγραφικής προέλευσης.

68      Δεδομένου του γενικού συμφέροντος να παραμένουν στη διάθεση όλων οι γεωγραφικές ονομασίες (βλ. σκέψη 20 ανωτέρω), πρέπει να εξεταστούν οι συνέπειες του ανωτέρω συμπεράσματος επί της διαθεσιμότητας της γεωγραφικής ονομασίας Devin.

2)      Επί της διαθεσιμότητας της γεωγραφικής ονομασίας Devin

69      Το τμήμα προσφυγών, με το σημείο 8 της προσβαλλόμενης απόφασης, υπενθύμισε ότι το τμήμα ακυρώσεων είχε επισημάνει το γενικό συμφέρον να παραμένουν στη διάθεση όλων οι γεωγραφικές ονομασίες. Κατά το τμήμα ακυρώσεων, η περίπτωση του Devin αντικατοπτρίζει τη λογική στην οποία βασίζεται το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, δηλαδή την ανάγκη ορισμένες γεωγραφικές περιγραφές να παραμένουν διαθέσιμες προκειμένου να μπορούν να τις χρησιμοποιούν και άλλοι επιχειρηματίες, η δε ύπαρξη σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν πρέπει να παρεμποδίζει τις τρέχουσες και μελλοντικές οικονομικές προσπάθειες για τη διάδοση της φήμης μιας παραδοσιακής λουτρόπολης πέραν των συνόρων της χώρας. Το τμήμα ακυρώσεων απέρριψε το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η άδεια χρήσης νερού είχε χορηγηθεί σε μία μόνο επιχείρηση, για τον λόγο ότι δεν λάμβανε υπόψη την πάγια νομολογία κατά την οποία το γενικό ή το δημόσιο συμφέρον να παραμένουν τα περιγραφικά ή τα εν δυνάμει περιγραφικά σήματα διαθέσιμα προς χρήση από τρίτους είναι δεδομένο και αυτονόητο.

70      Το ίδιο το τμήμα προσφυγών, με τα σημεία 49 έως 52 της προσβαλλόμενης απόφασης, απέρριψε το «βασικό επιχείρημα» της προσφεύγουσας το οποίο, κατά την περιγραφή του τμήματος προσφυγών, αφορά «την προβαλλόμενη “αποκλειστικότητα” της σύμβασης που της παρέχει δικαίωμα εκμετάλλευσης των υδάτινων αποθεμάτων του Devin», δεδομένου ότι διάταξη του βουλγαρικού δικαίου κατά την οποία «άδεια άντλησης […] χορηγείται σε έναν μόνο ανάδοχο» (άρθρο 47, παράγραφος 11, του νόμου περί υδάτων) καθώς και η ύπαρξη «εκ των πραγμάτων μονοπωλίου στη γεωγραφική ένδειξη “Devin Natural Mineral Water”» (βλ. σκέψη 28 ανωτέρω) αποκλείουν, κατά το εν λόγω τμήμα, την περίπτωση «να παραμένει η ένδειξη αυτή διαθέσιμη προς χρήση από άλλους επιχειρηματίες».

71      Συναφώς, το τμήμα προσφυγών έκρινε, καταρχάς, ότι το δυνητικό μονοπώλιο της προσφεύγουσας είναι χρονικά περιορισμένο και μπορεί να καταγγελθεί για διάφορους εμπορικούς ή νομικούς λόγους. Επιπλέον, εκτίμησε ότι στην «εκμετάλλευση» φυσικής πηγής και τη μεταγενέστερη εμφιάλωση του νερού ενδέχεται να εμπλέκονται διάφορες επιχειρήσεις, οι οποίες πρέπει να έχουν έκαστη το δικαίωμα αναγραφής της λέξης «devin» στις ετικέτες τους. Τέλος, παρατήρησε ότι «[α]νεξαρτήτως των υφιστάμενων νομικών περιορισμών στη Βουλγαρία, […] η οδηγία [2009/54] δεν περιορίζει την εκμετάλλευση των πηγών μεταλλικού νερού σε μία μόνο επιχείρηση», ότι «[τ]ο άρθρο 8, παράγραφος 2, της [εν λόγω] οδηγίας επιβάλλει μόνο έναν περιορισμό κατά τον οποίο το νερό που προέρχεται από μία και την αυτή πηγή πρέπει πάντοτε να διατίθεται στο εμπόριο υπό μία και μόνο “εμπορική επωνυμία”, αλλά δεν περιορίζει την εμπορία σε μία μόνο επιχείρηση», και ότι «[η] διάταξη αυτή δεν σκοπεί στη ρύθμιση του αριθμού των “αναδόχων” [όπως φαίνεται να υποστηρίζει η προσφεύγουσα]».

72      Το τμήμα προσφυγών, με το σημείο 54 της προσβαλλόμενης απόφασης, έθιξε ένα ακόμη επιχείρημα της προσφεύγουσας, με το οποίο τονιζόταν ότι το EUIPO είχε καταχωρίσει τα λεκτικά σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης VITTEL (με αριθμό 958322) και EVIAN (με αριθμό 1422716) για το προϊόν, μεταξύ άλλων, «μεταλλικά νερά» της κλάσης 32. Το τμήμα προσφυγών αντέταξε ότι δεν ήταν κατ’ ανάγκη «πρακτική» του EUIPO να δέχεται χωρίς αμφισβήτηση την καταχώριση τέτοιων σημάτων, καθώς η εξέταση του ιστορικού του τελευταίου αυτού σήματος αποκάλυψε ότι, κατά την εξέταση των απόλυτων λόγων απαραδέκτου, είχε προβληθεί αντίρρηση κατά του εν λόγω σήματος, η οποία ωστόσο απορρίφθηκε στη συνέχεια μετά την προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων.

73      Το EUIPO, όπως προκύπτει τόσο από το υπόμνημα αντίκρουσης όσο και από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, φρονεί ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς προστάτευσε, επομένως, το γενικό συμφέρον να παραμένει στη διάθεση όλων μια γεωγραφική ονομασία όπως αυτή της λουτρόπολης του Devin. Διευκρινίζει ότι η προσφεύγουσα μπορεί βεβαίως να συνεχίσει την εκμετάλλευση του σήματός της το οποίο χαίρει φήμης στη Βουλγαρία. Ωστόσο, κατά το EUIPO, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα είναι δικαιούχος σήματος που χαίρει φήμης στη Βουλγαρία δεν της παρέχει δικαίωμα μονοπωλίου, σε επίπεδο Ένωσης, στην περιγραφική λέξη «devin», το οποίο θα παρεμπόδιζε τις οικονομικές προσπάθειες για τη διάδοση της φήμης μιας παραδοσιακής λουτρόπολης πέραν των συνόρων της Βουλγαρίας. Δεν αποκλείει επίσης το ενδεχόμενο άλλοι ανταγωνιστές να έχουν, στο μέλλον, έννομο συμφέρον να χρησιμοποιούν την περιγραφική ένδειξη «devin» σε άλλα κράτη μέλη της Ένωσης, στα οποία το Devin είναι γνωστό και συσχετίζεται με τα νερά του, αλλά δεν έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα λόγω χρήσης.

74      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 δεν σκοπεί στη συστηματική παρεμπόδιση της καταχώρισης περιγραφικών σημείων ως σημάτων. Διευκρινίζει ότι, όταν ένα περιγραφικό σημείο έχει αποκτήσει λόγω της χρήσης του αυτοτελή σημασία ως σήμα, μπορεί να καταχωριστεί, πράγμα το οποίο δεν εμποδίζει τους τρίτους να κάνουν περιγραφική χρήση του σημείου.

75      Συναφώς, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν, υπό ελαφρά τροποποιημένη μορφή, άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001), «[τ]ο δικαίωμα που παρέχει το […] σήμα [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] δεν επιτρέπει στον δικαιούχο του να απαγορεύει στους τρίτους τη χρήση στις συναλλαγές […] ενδείξεων περί […] τη γεωγραφική προέλευση […] του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών τους».

76      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, περιορίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα αποτελέσματα του αποκλειστικού δικαιώματος του δικαιούχου του σήματος, το άρθρο 12 του κανονισμού 207/2009 σκοπεί στον συμβιβασμό των θεμελιωδών συμφερόντων της προστασίας των δικαιωμάτων επί του σήματος και εκείνων της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εντός της εσωτερικής αγοράς, ώστε το δικαίωμα επί σήματος να μπορεί να επιτελέσει τη λειτουργία του ως ουσιώδες στοιχείο του συστήματος ανόθευτου ανταγωνισμού που επιδιώκεται να καθιερωθεί και να διασφαλιστεί με τη ΣΛΕΕ (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Απριλίου 2008, Adidas και Adidas Benelux, C‑102/07, EU:C:2008:217, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

77      Ειδικότερα, το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 σκοπεί στη διασφάλιση της δυνατότητας του συνόλου των επιχειρήσεων να χρησιμοποιούν περιγραφικές ενδείξεις. Επομένως, η διάταξη αυτή αποτελεί έκφραση της ανάγκης ελεύθερης χρήσης. Πάντως, η ανάγκη ελεύθερης χρήσης δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συνιστά αυτοτελή περιορισμό των αποτελεσμάτων του σήματος, πέραν των περιορισμών που προβλέπει ρητώς το εν λόγω άρθρο (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Απριλίου 2008, Adidas και Adidas Benelux, C‑102/07, EU:C:2008:217, σκέψεις 46 και 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

78      Επισημαίνεται βεβαίως ότι, υπό περιστάσεις διαφορετικές από αυτές της παρούσας υπόθεσης, κρίθηκε ότι η νομολογιακή αρχή που μνημονεύεται στις σκέψεις 19 και 20 ανωτέρω και αφορά το γενικό συμφέρον στο οποίο στηρίζεται το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 δεν προσκρούει στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού, το οποίο δεν επηρεάζει, επίσης, με καθοριστικό τρόπο την ερμηνεία της πρώτης διάταξης. Ωστόσο, μολονότι το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο σκοπεί ιδίως στη ρύθμιση των προβλημάτων που δημιουργούνται όταν έχει καταχωριστεί ένα σήμα αποτελούμενο εν όλω ή εν μέρει από γεωγραφική ονομασία, δεν παρέχει στους τρίτους δικαίωμα χρήσης της ονομασίας αυτής ως σήματος, εντούτοις εξασφαλίζει ότι οι τρίτοι μπορούν να το χρησιμοποιούν περιγραφικά, δηλαδή ως ένδειξη σχετική με τη γεωγραφική προέλευση, υπό την προϋπόθεση ότι η χρήση αυτή γίνεται σύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη που ισχύουν στη βιομηχανία και το εμπόριο [βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 15ης Οκτωβρίου 2003, Nordmilch κατά ΓΕΕΑ (OLDENBURGER), T‑295/01, EU:T:2003:267, σκέψη 55, και της 20ής Ιουλίου 2016, Internet Consulting κατά EUIPO – Provincia Autonoma di Bolzano-Alto Adige (SUEDTIROL), T‑11/15, EU:T:2016:422, σκέψη 55· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Μαΐου 1999, Windsurfing Chiemsee, C‑108/97 και C‑109/97, EU:C:1999:230, σκέψεις 26 έως 28].

79      Επομένως, επιτρέπεται, ιδίως, η περιγραφική χρήση της ονομασίας «Devin» με σκοπό την προώθηση της πόλης ως τουριστικού προορισμού. Αντιθέτως προς την ανησυχία που εκφράζει το παρεμβαίνον, το επίμαχο σήμα δεν παρεμποδίζει, ως εκ τούτου, τις οικονομικές προσπάθειες που καταβάλλονται για τη διάδοση, πέραν των συνόρων της Βουλγαρίας, της φήμης της οποίας απολαύει η πόλη του Devin για τα ιαματικά νερά της.

80      Για λόγους σαφήνειας, διευκρινίζεται ότι η ανωτέρω υπενθύμιση του νομοθετικού και νομολογιακού πλαισίου δεν έχει την έννοια ότι συνηγορεί υπέρ ενός ακροθιγούς ελέγχου, κατά την εξέταση της αίτησης καταχώρισης, των λόγων απαραδέκτου που προβλέπονται στο άρθρο 7 του κανονισμού 207/2009, με το πρόσχημα ότι ο κίνδυνος να μπορέσουν οι επιχειρηματίες να οικειοποιηθούν ορισμένα σημεία που πρέπει να παραμένουν διαθέσιμα εξουδετερώνεται λόγω των ορίων που επιβάλλονται, βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού αυτού, κατά το στάδιο της παραγωγής των αποτελεσμάτων του καταχωρισμένου σήματος. Συγκεκριμένα, η εκτίμηση των κατ’ άρθρο 7 του κανονισμού λόγων απαραδέκτου πρέπει να πραγματοποιείται από την αρχή που είναι αρμόδια για τη διαδικασία καταχώρισης ή κήρυξης της ακυρότητας του σήματος, η δε εξουσία αυτή δεν μπορεί να αφαιρεθεί από την εν λόγω αρχή προκειμένου να μεταφερθεί στους δικαστές που είναι αρμόδιοι να εξασφαλίζουν τη συγκεκριμένη άσκηση των παρεχόμενων από το σήμα δικαιωμάτων (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Μαΐου 2003, Libertel, C‑104/01, EU:C:2003:244, σκέψη 58).

81      Όσον αφορά την εκ μέρους του τμήματος προσφυγών παράθεση της απόφασης της 23ης Οκτωβρίου 2003, ΓΕΕΑ κατά Wrigley (C‑191/01 P, EU:C:2003:579, σκέψη 32), κατά την οποία «είναι απαράδεκτη η καταχώριση [λεκτικού] σημείου αν, σε μία τουλάχιστον από τις ενδεχόμενες σημασίες του, είναι δηλωτικό χαρακτηριστικού γνωρίσματος των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών», αρκεί να υπομνησθεί ότι η νομολογία αυτή δίνει απάντηση, και μάλιστα αρνητική, στο ζήτημα αν «απαιτείται τα σημεία και οι ενδείξεις που συνθέτουν το σήμα […] να χρησιμοποιούνται όντως, κατά τον χρόνο της αιτήσεως περί καταχωρίσεως, για περιγραφικούς σκοπούς». Εν προκειμένω, όμως, κρίσιμο ζήτημα δεν είναι το προαναφερθέν –δεδομένου ότι ο όρος «devin» είναι περιγραφικός στη Βουλγαρία, υπό την επιφύλαξη ότι το επίμαχο σήμα έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα λόγω χρήσης για τα σχετικά προϊόντα–, αλλά ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον όρο αυτόν το ενδιαφερόμενο κοινό εκτός Βουλγαρίας.

82      Συναφώς, μολονότι η πιθανότητα μια ένδειξη γεωγραφικής προέλευσης να μπορεί να ασκεί επίδραση επί των σχέσεων ανταγωνισμού είναι ισχυρή όταν πρόκειται για μια μεγάλη περιφέρεια που φημίζεται για την ποιότητα ευρέος φάσματος προϊόντων και υπηρεσιών, εντούτοις είναι ισχνή όταν πρόκειται για μια επακριβώς προσδιορισμένη τοποθεσία της οποίας η φήμη περιορίζεται σε μικρό αριθμό προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 2011, Mövenpick κατά ΓΕΕΑ (PASSIONATELY SWISS), T‑377/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:753, σκέψη 41, και της 20ής Ιουλίου 2016, SUEDTIROL, T‑11/15, EU:T:2016:422, σκέψη 44]. Εν προκειμένω, το Devin είναι επακριβώς προσδιορισμένη τοποθεσία, την οποία γνωρίζει ο μέσος καταναλωτής μόνο της Βουλγαρίας και αγνοεί σε μεγάλο βαθμό ο μέσος καταναλωτής των λοιπών κρατών μελών της Ένωσης, η δε φήμη του αφορά μόνο τα νερά του.

83      Δεύτερον, πρέπει να επισημανθεί ότι, ακόμη και εάν το επίμαχο σήμα έχει αποκτήσει αυτοτελή σημασία και διακριτικό χαρακτήρα στη Βουλγαρία –το μόνο κράτος μέλος όπου ο όρος «devin» είναι περιγραφικός– και συνεπώς είναι έγκυρο ως σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός παραμένει ότι ο κανονισμός 207/2009 προβλέπει, με τον ίδιο τον ορισμό του αποκλειστικού δικαιώματος που παρέχει ένα τέτοιο σήμα, ασφαλιστικές δικλίδες για την προστασία των συμφερόντων των τρίτων.

84      Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει υπενθυμίσει ότι ο κανονισμός 207/2009 επιδιώκει γενικώς να επιτύχει μια ισορροπία μεταξύ, αφενός, του συμφέροντος του δικαιούχου ενός σήματος να διαφυλάττει τη βασική λειτουργία αυτού και, αφετέρου, του συμφέροντος των λοιπών επιχειρηματιών να έχουν στη διάθεσή τους σημεία ικανά να προσδιορίσουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους. Επομένως, η προστασία των δικαιωμάτων που αντλεί ο δικαιούχος σήματος από τον κανονισμό αυτόν δεν είναι ανεπιφύλακτη (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 27ης Απριλίου 2006, Levi Strauss, C‑145/05, EU:C:2006:264, σκέψεις 29 και 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, Budějovický Budvar, C‑482/09, EU:C:2011:605, σκέψεις 34 και 48· της 6ης Φεβρουαρίου 2014, Leidseplein Beheer και de Vries, C‑65/12, EU:C:2014:49, σκέψεις 41 έως 43, και της 30ής Μαΐου 2018, Tsujimoto κατά EUIPO, C‑85/16 P και C‑86/16 P, EU:C:2018:349, σκέψη 90).

85      Αφενός, η προστασία της δηλωτικής της προέλευσης λειτουργίας του σήματος, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 2017/1001), καλύπτει μόνο τη χρήση του για πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα (ή υπηρεσίες) και προϋποθέτει την ύπαρξη κινδύνου σύγχυσης κατά την αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού, ύπαρξη η οποία τεκμαίρεται σε περίπτωση διπλής ταυτότητας των σημείων και των προϊόντων.

86      Αφετέρου, η προστασία της διαφημιστικής λειτουργίας του σήματος που χαίρει φήμης, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2017/1001), καλύπτει και μη παρόμοια προϊόντα, αλλά προϋποθέτει την ύπαρξη κινδύνου αποδυνάμωσης, αμαύρωσης ή παρασιτισμού και, επιπλέον, δεν καλύπτει τις χρήσεις με «νόμιμη αιτία».

87      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια «νόμιμη αιτία» δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως περιοριζόμενη σε αντικειμενικώς υπέρτερους λόγους, αλλά δύναται επίσης να σχετίζεται με τα ατομικά συμφέροντα του τρίτου που χρησιμοποιεί σημείο πανομοιότυπο ή παρόμοιο με το σήμα το οποίο χαίρει φήμης. Σκοπός της έννοιας αυτής δεν είναι να ρυθμιστεί η σύγκρουση μεταξύ ενός σήματος που χαίρει φήμης και ενός παρόμοιου σημείου το οποίο χρησιμοποιείται ήδη πριν από την καταχώριση του σήματος αυτού ούτε να περιοριστούν τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στον δικαιούχο του εν λόγω σήματος, αλλά να επιτευχθεί μια ισορροπία μεταξύ των εμπλεκόμενων συμφερόντων μέσω της συνεκτίμησης, εντός του ειδικού πλαισίου του άρθρου 9, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 και λαμβανομένης υπόψη της διευρυμένης προστασίας της οποίας απολαύει το ως άνω σήμα, των συμφερόντων του τρίτου που χρησιμοποιεί το οικείο σημείο (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2014, Leidseplein Beheer και de Vries, C‑65/12, EU:C:2014:49, σκέψεις 45 έως 48).

88      Από το άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι ο δικαιούχος σήματος που χαίρει φήμης μπορεί να αναγκαστεί, λόγω της ύπαρξης «νόμιμης αιτίας», να ανεχθεί τη χρήση σημείου παρόμοιου με το εν λόγω σήμα από τρίτον και σε σχέση με προϊόν πανομοιότυπο με εκείνο για το οποίο έχει καταχωριστεί το εν λόγω σήμα, εφόσον αποδεικνύεται ότι το σημείο αυτό χρησιμοποιήθηκε και πριν από την καταχώριση του σήματος που χαίρει φήμης και ότι η χρήση του ως προς το πανομοιότυπο προϊόν είναι καλόπιστη. Ομοίως, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού (νυν άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 2017/1001), ο εν λόγω δικαιούχος δεν μπορεί να ασκήσει ανακοπή κατά της καταχώρισης ενός τέτοιου σημείου [απόφαση της 5ης Ιουλίου 2016, Future Enterprises κατά EUIPO – McDonald’s International Property (MACCOFFEE), T‑518/13, EU:T:2016:389, σκέψη 113· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2014, Leidseplein Beheer και de Vries, C‑65/12, EU:C:2014:49, σκέψη 60].

89      Εν προκειμένω, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το όνομα της πόλης του Devin παραμένει στη διάθεση των τρίτων όχι μόνο για περιγραφική χρήση, όπως είναι η προώθηση του τουρισμού της πόλης αυτής, αλλά και ως διακριτικό σημείο σε περίπτωση «νόμιμης αιτίας» και απουσίας κινδύνου σύγχυσης που αποκλείει την εφαρμογή των άρθρων 8 και 9 του κανονισμού 207/2009.

90      Το γενικό συμφέρον να παραμένει στη διάθεση όλων μια γεωγραφική ονομασία όπως αυτή της λουτρόπολης του Devin μπορεί, επομένως, να προστατεύεται χάρη στη δυνατότητα πραγματοποίησης περιγραφικών χρήσεων των ονομασιών αυτών και στις ασφαλιστικές δικλίδες που περιορίζουν το αποκλειστικό δικαίωμα του δικαιούχου του επίμαχου σήματος, χωρίς να απαιτείται η ακύρωση του σήματος και η πλήρης κατάργηση του παρεχόμενου από αυτό αποκλειστικού δικαιώματος ως προς τα προϊόντα της κλάσης 32 τα οποία αφορά η καταχώριση.

91      Εξάλλου, ακριβώς αυτή η αναγκαία ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων των δικαιούχων και των συμφερόντων των τρίτων καθιστά δυνατή την καταχώριση σημάτων που προέρχονται από ομώνυμη γεωγραφική ονομασία, όπως τα λεκτικά σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης VITTEL και EVIAN για τα οποία έκανε λόγο η προσφεύγουσα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις οι οποίες αφορούν ειδικότερα την απόκτηση αυτοτελούς σημασίας και διακριτικού χαρακτήρα λόγω χρήσης στις εδαφικές περιοχές όπου το σημείο είναι εγγενώς περιγραφικό γεωγραφικής προέλευσης, καθώς και τον μη παραπλανητικό χαρακτήρα του εν λόγω σημείου ως προς την προέλευση αυτή.

2.      Συμπέρασμα επί του πρώτου λόγου ακύρωσης και επί του αιτήματος ακύρωσης

92      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθεισών, ιδίως στις σκέψεις 32 έως 67 ανωτέρω, εκτιμήσεων, συνάγεται το συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε και η προσφεύγουσα, ότι το τμήμα προσφυγών δεν διαπίστωσε την ύπαρξη επαρκούς βαθμού αναγνώρισης της πόλης του Devin από τον μέσο, ιδίως Έλληνα ή Ρουμάνο, καταναλωτή της Ένωσης και ότι το παρεμβαίνον δεν στήριξε την αίτησή του για την κήρυξη ακυρότητας σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να καθιστά δυνατό να συναχθεί ότι ο μέσος καταναλωτής της Ένωσης συνδέει τον όρο «devin» με πόλη της Βουλγαρίας. Ακόμη και εάν κριθεί ότι ένα μέρος των καταναλωτών της Ένωσης γνωρίζει την πόλη του Devin, το εν λόγω μέρος θα πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να θεωρηθεί ελάχιστο.Το συμπέρασμα αυτό ουδόλως θέτει υπό αμφισβήτηση το φυσικό κάλλος του Devin και τις ιαματικές ιδιότητες των νερών του ούτε τις οικονομικές προσπάθειες που καταβάλλονται για την προώθηση του τουρισμού στη Βουλγαρία.

93      Κατά τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 22 ανωτέρω, καταρχήν, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009 δεν αποκλείει την καταχώριση γεωγραφικών ονομασιών που είναι άγνωστες στους ενδιαφερομένους ή που, εν πάση περιπτώσει, είναι άγνωστες ως προσδιορισμοί γεωγραφικών περιοχών. Εν προκειμένω, ενώ η γεωγραφική ονομασία Devin είναι γνωστή στους ενδιαφερομένους της Βουλγαρίας, χώρα ως προς την οποία η προσφεύγουσα επικαλείται τον αποκτηθέντα διακριτικό χαρακτήρα του επίμαχου σήματος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όσον αφορά τους ενδιαφερομένους των λοιπών κρατών μελών της Ένωσης, ιδίως της Ελλάδας και της Ρουμανίας, η γεωγραφική ονομασία Devin τούς είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστη ή, εν πάση περιπτώσει, άγνωστη ως προσδιορισμός γεωγραφικής περιοχής.

94      Ομοίως, βάσει της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 24 ανωτέρω, το EUIPO, κατά την εκτίμησή του, ήταν υποχρεωμένο να αποδείξει ότι η γεωγραφική ονομασία είναι γνωστή στους ενδιαφερομένους ως δηλώνουσα μια τοποθεσία. Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όσον αφορά τους ενδιαφερομένους, δηλαδή τον μέσο καταναλωτή, η γεωγραφική ονομασία Devin είναι, για ένα πολύ μεγάλο μέρος του κοινού, άγνωστη. Το μέρος του ενδιαφερόμενου κοινού που γνωρίζει την ονομασία αυτή ως γεωγραφική τοποθεσία δεν είναι παρά ελάχιστο και αμελητέο, μίας ή μερικών ποσοστιαίων μονάδων το πολύ. Επιπλέον, το ποσοστό αυτό φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, μικρότερο από εκείνο το οποίο αντιστοιχεί στο μέρος του ενδιαφερόμενου κοινού που γνωρίζει το Devin ως σήμα μεταλλικού νερού.

95      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη εκτίμησης κρίνοντας ότι το επίμαχο σήμα είναι περιγραφικό γεωγραφικής προέλευσης όσον αφορά τον μέσο καταναλωτή των χωρών που συνορεύουν με τη Βουλγαρία, δηλαδή της Ελλάδας και της Ρουμανίας, καθώς και τον μέσο καταναλωτή όλων των άλλων κρατών μελών της Ένωσης, με μόνη εξαίρεση τη Βουλγαρία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρέβη το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του ίδιου κανονισμού.

96      Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακύρωσης και, ως εκ τούτου, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με το πρώτο αίτημα της προσφεύγουσας, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακύρωσης ή ο δεύτερος λόγος ακύρωσης, συμπεριλαμβανομένων των ενστάσεων απαραδέκτου τις οποίες προέβαλαν κατά των λόγων αυτών αντιστοίχως το παρεμβαίνον ή το EUIPO, ή να διατυπωθεί κρίση επί του παραδεκτού ορισμένων παραρτημάτων που προσκόμισε το παρεμβαίνον, για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά την προσφεύγουσα.

2.      Επί του αιτήματος μεταρρύθμισης

97      Όσον αφορά το δεύτερο και το τρίτο αίτημα της προσφεύγουσας, με τα οποία ζητείται να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση του παρεμβαίνοντος για κήρυξη ακυρότητας και τα οποία σκοπούν, κατ’ ουσίαν, στη μεταρρύθμιση της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω), υπενθυμίζεται ότι η εξουσία μεταρρύθμισης που αναγνωρίζεται στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 65, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 δεν σημαίνει ότι αυτό έχει την εξουσία να αποφαίνεται επί ζητήματος ως προς το οποίο δεν έχει ακόμη αποφανθεί το τμήμα προσφυγών. Συνεπώς, η άσκηση της εξουσίας μεταρρύθμισης πρέπει, καταρχήν, να περιορίζεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο, έχοντας ελέγξει την κρίση του τμήματος προσφυγών, είναι σε θέση να προσδιορίσει βάσει αποδειχθέντων πραγματικών και νομικών στοιχείων την απόφαση που έπρεπε να έχει λάβει το τμήμα προσφυγών (αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 2011, Edwin κατά ΓΕΕΑ, C‑263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψη 72, και της 13ης Μαΐου 2015, easyAir-tours, T‑608/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:282, σκέψη 68).

98      Εν προκειμένω, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις άσκησης από το Γενικό Δικαστήριο της εξουσίας μεταρρύθμισης, όπως αυτές προκύπτουν από την απόφαση της 5ης Ιουλίου 2011, Edwin κατά ΓΕΕΑ (C‑263/09 P, EU:C:2011:452). Συγκεκριμένα, μολονότι από τις εκτιμήσεις που διατυπώθηκαν στη σκέψη 95 ανωτέρω προκύπτει πράγματι ότι το τμήμα προσφυγών ήταν υποχρεωμένο να διαπιστώσει ότι το επίμαχο σήμα δεν έχει περιγραφικό χαρακτήρα όσον αφορά το μη βουλγαρικό μέρος του ενδιαφερόμενου κοινού, ιδίως τον μέσο Έλληνα ή Ρουμάνο καταναλωτή, γεγονός παραμένει ότι το τμήμα προσφυγών –αφ’ ης στιγμής έκρινε, εσφαλμένως, ότι ο προβαλλόμενος περιγραφικός χαρακτήρας του επίμαχου σήματος για το ελληνικό ή το ρουμανικό μέρος του ενδιαφερόμενου κοινού αρκούσε για να θεμελιωθεί η ύπαρξη λόγου ακυρότητας δικαιολογούντος την απόρριψη της προσφυγής κατά της απόφασης του τμήματος ακυρώσεων– δεν αποφάνθηκε ρητώς επί του αν το επίμαχο σήμα έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα λόγω χρήσης όσον αφορά το βουλγαρικό μέρος του ενδιαφερόμενου κοινού, το μόνο μέρος για το οποίο το επίμαχο σήμα είναι περιγραφικό γεωγραφικής προέλευσης. Δεδομένου ότι το ζήτημα αν το επίμαχο σήμα έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα λόγω χρήσης στη Βουλγαρία δεν εξετάστηκε και δεν κρίθηκε ρητώς από το τμήμα προσφυγών, δεν εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να το εξετάσει και να το κρίνει, για πρώτη φορά, στο πλαίσιο του εκ μέρους του ελέγχου νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 2011, Edwin κατά ΓΕΕΑ, C‑263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψεις 72 και 73, και της 13ης Μαΐου 2015, easyAir-tours, T‑608/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:282, σκέψεις 69 και 70 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

99      Επομένως, στο παρόν στάδιο της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει την εξουσία μεταρρύθμισης της προσβαλλόμενης απόφασης προκειμένου να ακυρώσει την απόφαση του τμήματος ακυρώσεων της 29ης Ιανουαρίου 2016 –το οποίο εκτίμησε εξάλλου, ως προς το ζήτημα αυτό, ότι, «λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που προσκόμισε η [προσφεύγουσα], […] δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το σήμα Devin έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα στη Βουλγαρία»– και να απορρίψει την αίτηση κήρυξης ακυρότητας του επίμαχου σήματος.

100    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο και το τρίτο αίτημα της προσφεύγουσας.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

101    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

102    Δεδομένου ότι το EUIPO και το παρεμβαίνον ηττήθηκαν ως προς το ουσιώδες μέρος των αιτημάτων τους, πρέπει, αφενός, το EUIPO να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας, και, αφετέρου, το παρεμβαίνον να φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του δεύτερου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) της 2ας Δεκεμβρίου 2016 (υπόθεση R 579/20162).

2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      Το EUIPO φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Devin AD.

4)      Το Haskovo Chamber of Commerce and Industry φέρειταδικαστικάέξοδάτου.

Collins

Kancheva

Passer

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 25 Οκτωβρίου 2018.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα


I. Ιστορικό της διαφοράς

II. Αιτήματα των διαδίκων

III. Σκεπτικό

Α. Επί του αιτήματος ακύρωσης

1. Επί του πρώτου λόγου ακύρωσης, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του ίδιου κανονισμού

α) Επί του τρόπου με τον οποίο ο μέσος καταναλωτής της Ένωσης αντιλαμβάνεται τον όρο «devin»

1) Επί του μέσου Βούλγαρου καταναλωτή

2) Επί του μέσου Έλληνα ή Ρουμάνου καταναλωτή

3) Επί του μέσου καταναλωτή των λοιπών κρατών μελών της Ένωσης

β) Επί της διαθεσιμότητας της γεωγραφικής ονομασίας Devin

2. Συμπέρασμα επί του πρώτου λόγου ακύρωσης και επί του αιτήματος ακύρωσης

Β. Επί του αιτήματος μεταρρύθμισης

IV. Επί των δικαστικών εξόδων


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.