Language of document : ECLI:EU:T:2008:71

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 12ης Μαρτίου 2008

Υπόθεση T-107/07 P

Francisco Rossi Ferreras

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας – Περίοδος αξιολογήσεως 2003 – Εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών – Βάρος και διεξαγωγή της αποδείξεως – Αίτηση αναιρέσεως απαράδεκτη – Αίτηση αναιρέσεως αβάσιμη»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 1ης Φεβρουαρίου 2007, F-42/05, Rossi Ferreras κατά Επιτροπής (η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή), με σκοπό την αναίρεση της αποφάσεως αυτής.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Ο Francisco Rossi Ferreras καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδά του καθώς και στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.

Περίληψη

Αναίρεση – Λόγοι – Απλή επανάληψη των προβληθέντων ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης λόγων και επιχειρημάτων – Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών – Απαράδεκτο – Έλεγχος εκ μέρους του Πρωτοδικείου της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων – Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως αλλοιώσεως των αποδεικτικών στοιχείων – Βάρος και διεξαγωγή της αποδείξεως

(Άρθρο 225 A ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 1)

Από το άρθρο 225 A της Συνθήκης ΕΚ και από το άρθρο 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να αναφέρει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση καθώς και τα νομικά επιχειρήματα επί των οποίων βασίζεται συγκεκριμένα η αίτηση αυτή.

Δεν πληροί την απαίτηση αυτή η αίτηση αναιρέσεως η οποία απλώς επαναλαμβάνει ή παραθέτει κατά γράμμα τους προβληθέντες ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης λόγους και επιχειρήματα, περιλαμβανομένων αυτών που βασίζονται σε πραγματικά περιστατικά τα οποία ρητώς απέρριψε το εν λόγω Δικαστήριο.

Η αίτηση αναιρέσεως μπορεί να βασίζεται μόνον σε λόγους αφορώντες την παράβαση κανόνων δικαίου, αποκλειομένης κάθε εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, πλην της περιπτώσεως κατά την οποία η ουσιαστική ανακρίβεια των διαπιστώσεών του προκύπτει από στοιχεία της δικογραφίας που του υποβλήθηκαν και, αφετέρου, για την εκτίμηση των εν λόγω πραγματικών περιστατικών. Επομένως, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της αλλοιώσεως των προσκομισθέντων ενώπιον του δικαστηρίου αυτού αποδεικτικών στοιχείων, νομικό ζήτημα υποκείμενο, καθεαυτό, στον έλεγχο του Πρωτοδικείου. Η αλλοίωση αυτή πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να απαιτείται να γίνει νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων.

Πάντως, το ζήτημα της τηρήσεως των κανόνων σε θέματα κατανομής του βάρους αποδείξεως και διεξαγωγής της αποδεικτικής διαδικασίας αποτελεί μέρος της εξουσίας ελέγχου του αναιρετικού δικαστή επί των διαπιστωθέντων από τον πρωτοβάθμιο δικαστή πραγματικών περιστατικών. Επομένως, λόγος αναιρέσεως αντλούμενος από το ότι ο πρωτοβάθμιος δικαστής απέρριψε αιτίαση, χωρίς προηγουμένως να καλέσει τον αντίδικο να προσκομίσει τα πληροφοριακά στοιχεία τα οποία δύνανται να αποδείξουν τη βασιμότητα της εν λόγω αιτιάσεως, πρέπει να κριθεί παραδεκτός.

Όσον αφορά την εξέταση επί της ουσίας του λόγου αυτού αναιρέσεως, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να κρίνει την τυχόν ανάγκη συμπληρώσεως των πληροφοριακών στοιχείων που διαθέτει επί των υποθέσεων των οποίων έχει επιληφθεί. Εξάλλου, για να πεισθεί ο αναιρετικός δικαστής ως προς ισχυρισμό διαδίκου ή, τουλάχιστον, για να παρέμβει άμεσα στην αναζήτηση αποδεικτικών στοιχείων, δεν αρκεί η επίκληση ορισμένων πραγματικών περιστατικών προς στήριξη της αξιώσεώς του· πρέπει ακόμη να προσκομίζονται επαρκώς συγκεκριμένες, αντικειμενικές και συγκλίνουσες ενδείξεις ικανές να στηρίξουν το αληθές τους ή, τουλάχιστον, το πιθανολογούμενο ως αληθές τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, η παρέμβαση του δικαστή στην αναζήτηση αποδεικτικών στοιχείων υπέρ των αναιρεσειόντων πρέπει να περιορίζεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες, μεταξύ άλλων, οι αναιρεσείοντες χρειάζονται, προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, ορισμένα στοιχεία τα οποία κατέχει ο αναιρεσίβλητος και προσκρούουν σε δυσχέρειες, ή μάλιστα και σε άρνηση του αναιρεσιβλήτου, ως προς την απόκτηση των στοιχείων αυτών.

(βλ. σκέψεις 26 έως 31 και 36 έως 39)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 17 Σεπτεμβρίου 1996, C‑19/95 P, San Marco κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑4435, σκέψη 37· ΔΕΚ, 28 Μαΐου 1998, C‑8/95 P, New Holland Ford κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑3175, σκέψεις 23 και 25· ΔΕΚ, 17 Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewerbe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψη 93· ΔΕΚ, 6 Μαρτίου 2001, C‑274/99 P, Connolly κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑1611, σκέψη 113· ΔΕΚ, 10 Ιουλίου 2001, C‑315/99 P, Ismeri Europa κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 2001, σ. I‑5281, σκέψη 19· ΔΕΚ, 6 Απριλίου 2006, C‑551/03 P, General Motors κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑3173, σκέψη 54· ΔΕΚ, 21 Σεπτεμβρίου 2006, C‑167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8935, σκέψη 108· ΔΕΚ, 25 Ιανουαρίου 2007, C‑403/04 P και C‑405/04 P, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑729, σκέψη 39· ΠΕΚ, 25 Σεπτεμβρίου 2002, T‑201/00 και T‑384/00, Ajour κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑167 και II‑885, σκέψη 75· ΠΕΚ, 12 Ιουλίου 2007, T‑252/06 P, Beau κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 45 έως 47