Language of document : ECLI:EU:C:2008:420

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 17ης Ιουλίου 2008 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Κοινοτικό σήμα – Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 – Άρθρα 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και 73 – Εικονιστικό σήμα “Aire Limpio” – Κοινοτικά, εθνικά και διεθνή εικονιστικά σήματα που παριστάνουν ένα έλατο υπό διάφορες ονομασίες – Ανακοπή του δικαιούχου – Μερική απόρριψη της καταχωρίσεως – Συναγωγή του ιδιαίτερου διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος από αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν άλλο σήμα»

Στην υπόθεση C‑488/06 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 2006,

L & D SA, με έδρα το Huércal de Almería (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τον S. Miralles Miravet, abogado,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενο από τη J. García Murillo, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθού πρωτοδίκως,

η Julius Sämann Ltd, με έδρα το Zug (Ελβετία), εκπροσωπούμενη από τον E. Armijo Chávarri, abogado,

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, K. Schiemann, J. Makarczyk, J.-C. Bonichot και C. Toader (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 13ης Μαρτίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτηση αναιρέσεως, η L & D SA (στο εξής: L & D) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑168/04, L & D κατά ΓΕΕΑ – Sämann Ltd (Aire Limpio) (Συλλογή 2006, σ. II‑2699, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή της κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), της 15ης Μαρτίου 2004 (υπόθεση R 326/2003-2, στο εξής: επίδικη απόφαση). Με την απόφαση αυτή, το τμήμα προσφυγών δέχθηκε εν μέρει την προσφυγή της εταιρίας Julius Sämann Ltd (στο εξής: Sämann) και απέρριψε, εν μέρει, την υποβληθείσα από την L & D αίτηση καταχωρίσεως ενός εικονιστικού σημείου που περιελάμβανε το λεκτικό στοιχείο «Aire Limpio».

I –  Το νομικό πλαίσιο

2        Σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και ε΄, περίπτωση ii, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση, αντιστοίχως, «τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα», καθώς και τα σημεία που αποτελούνται αποκλειστικά «από το σχήμα του προϊόντος που είναι απαραίτητο για την επίτευξη ενός τεχνικού αποτελέσματος».

3        Το άρθρο 8 του κανονισμού 40/94 ορίζει τα εξής:

«1.      Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση:

[…]

β)      εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως προγενέστερα σήματα νοούνται:

α)      τα σήματα τα οποία έχουν κατατεθεί πριν από την ημερομηνία αίτησης κοινοτικού σήματος […], και τα οποία ανήκουν στις ακόλουθες κατηγορίες:

i)      τα κοινοτικά σήματα·

ii)      σήματα καταχωρισμένα σε κράτος μέλος […]

iii)      σήματα που έχουν αποτελέσει αντικείμενο διεθνούς καταχώρισης, η οποία ισχύει σε ένα κράτος μέλος·

[…]»

4        Το άρθρο 73 του κανονισμού 40/94 προβλέπει τα εξής:

«Οι αποφάσεις του Γραφείου αιτιολογούνται. Δεν μπορούν να στηρίζονται παρά μόνο στους λόγους επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση.»

II –  Το ιστορικό της διαφοράς

5        Στις 30 Απριλίου 1996, η L & D υπέβαλε στο ΓΕΕΑ αίτηση καταχωρίσεως ως κοινοτικού σήματος για το αναπαραγόμενο κατωτέρω εικονιστικό σήμα, που περιέχει το λεκτικό στοιχείο «Aire Limpio» (στο εξής: σήμα Aire Limpio):

Image not found

6        Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση υπάγονται στις κλάσεις 3, 5 και 35 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, όπως αναθεωρήθηκε και τροποποιήθηκε, και αντιστοιχούν, για κάθε κλάση, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 3: «Είδη αρωματοποιίας, αιθέρια έλαια, καλλυντικά»,

–        κλάση 5: «Αρωματισμένα αποσμητικά χώρου»,

–        κλάση 35: «Διαφήμιση· διαχείριση εμπορικών υποθέσεων· διοίκηση εμπορικών επιχειρήσεων· εργασίες γραφείου».

7        Στις 29 Σεπτεμβρίου 1998, η Sämann άσκησε ανακοπή, δυνάμει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94, κατά της αιτηθείσας καταχωρίσεως, στηριζόμενη σε ορισμένα προγενέστερα σήματα. Οι λόγοι που προέβαλε προς στήριξη της ανακοπής της ήταν αυτοί που διατυπώνονται στο άρθρο 8, παράγραφοι 1, στοιχείο β΄, και 5, του κανονισμού 40/94.

8        Μεταξύ των εν λόγω προγενέστερων σημάτων περιλαμβανόταν το εικονιστικό κοινοτικό σήμα αριθ. 91.991, που κατατέθηκε την 1η Απριλίου 1996 και καταχωρίστηκε την 1η Δεκεμβρίου 1998 για προϊόντα υπαγόμενα στην κλάση 5 (στο εξής: σήμα αριθ. 91.991) και το οποίο εικονίζεται κατωτέρω:

Image not found

9        Τα υπόλοιπα ήσαν 17 άλλα εθνικά και διεθνή εικονιστικά σήματα, που αποτελούνταν όλα από ένα παρόμοιο περίγραμμα αλλά διαφοροποιούνταν, πλην ενός, από μια λευκή βάση ή/και μια λέξη εγγεγραμμένη στα κλαδιά του δένδρου.

10      Τα δύο διεθνή εικονιστικά σήματα αριθ. 178969 και 328915 έχουν ιδιαίτερη σημασία για την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως. Το πρώτο περιλαμβάνει το λεκτικό στοιχείο «CAR-FRESHNER» (στο εξής: σήμα CAR-FRESHNER) και το δεύτερο το λεκτικό στοιχείο «ARBRE MAGIQUE» (στο εξής: σήμα ARBRE MAGIQUE). Τα δύο αυτά σήματα, που καταχωρίστηκαν αντιστοίχως στις 21 Αυγούστου 1954 και στις 30 Νοεμβρίου 1966 για προϊόντα υπαγόμενα στις κλάσεις 3 και 5 και τα οποία προστατεύονται, μεταξύ άλλων, στην Ιταλία, παρουσιάζονται ως εξής:

Image not foundImage not found

11      Με απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2003, το τμήμα ανακοπών του ΓΕΕΑ απέρριψε την ανακοπή στο σύνολό της.

12      Το εν λόγω τμήμα, αναλύοντας το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, προέβη σε σύγκριση μεταξύ του σήματος Aire Limpio και του σήματος αριθ. 91.991.

13      Συναφώς, θεώρησε, κατ’ ουσίαν, ότι η μορφή ενός ελάτου, ως κοινό στοιχείο μεταξύ των δύο σημάτων, ήταν περιγραφικό για αποσμητικά προϊόντα και για αρωματισμένα αποσμητικά χώρου και είχε, συνεπώς, ελάχιστα διακριτικό χαρακτήρα. Οι σημαντικές γραφικές και λεκτικές διαφορές μεταξύ των δύο σημάτων υπερίσχυαν συνεπώς των ελάχιστα διακριτικών ομοιοτήτων, οπότε η συνολική εντύπωση που έτσι εδημιουργείτο διέφερε αρκετά ώστε να αποκλείεται κάθε κίνδυνος συγχύσεως ή συσχετίσεως.

14      Το τμήμα ανακοπών, έχοντας καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, θεώρησε ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξετάσει τα λοιπά προγενέστερα σήματα που είχε επικαλεστεί η Sämann, καθόσον τα σήματα αυτά παρουσίαζαν, σε σχέση με το σήμα Aire Limpio, ακόμη σημαντικότερες διαφορές απ’ ό,τι το σήμα αριθ. 91.991.

15      Με την επίδικη απόφασή του της 15ης Μαρτίου 2004, το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ δέχθηκε εν μέρει την προσφυγή που άσκησε η Sämann κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

16      Το τμήμα προσφυγών, δεχόμενο τον λόγο της προσφυγής που αφορούσε παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή και δεν επέτρεψε την καταχώριση του σήματος Aire Limpio για τα προϊόντα των κλάσεων 3 και 5. Όσον αφορά, αντιθέτως, τις υπηρεσίες της κλάσεως 35, επιβεβαίωσε την απόφαση του τμήματος ανακοπών και απέρριψε την ανακοπή.

17      Για να εκτιμήσει την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, το τμήμα προσφυγών, για τους «ίδιους λόγους οικονομίας» με αυτούς που παρέθεσε το τμήμα ανακοπών, επικέντρωσε τη σύγκρισή του στο σήμα Aire Limpio και στο σήμα αριθ. 91.991, «ως σήμα αντιπροσωπευτικό» των λοιπών προγενέστερων σημάτων των οποίων είχε γίνει επίκληση. Η εκτίμησή του όμως το οδήγησε στο αντίθετο συμπέρασμα από αυτό στο οποίο είχε καταλήξει το τμήμα ανακοπών.

18      Έτσι, το τμήμα προσφυγών θεώρησε ότι η παρατεταμένη χρήση και η φήμη της οποίας έχαιρε στην Ιταλία το «προγενέστερο σήμα» τού προσέδιδε έναν ιδιαίτερο διακριτικό χαρακτήρα και ότι υφίστατο, λόγω της εμφάνισής του και της εννοιολογικής ομοιότητας μεταξύ των δύο σημάτων, κίνδυνος συγχύσεως τουλάχιστον όσον αφορά το ιταλικό κοινό.

19      Για να καταλήξει στα συμπεράσματα αυτά, το τμήμα προσφυγών στηρίχθηκε, αφενός, σε στοιχεία που αφορούσαν τη διαφήμιση και τις πωλήσεις των αποσμητικών χώρου για αυτοκίνητα της Sämann και, αφετέρου, στο γεγονός ότι το σήμα CAR‑FRESHNER προστατευόταν από το 1954.

III –  Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

20      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 14 Μαΐου 2004, η L & D άσκησε προσφυγή ζητώντας την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως. Προέβαλε προς τούτο δύο λόγους αντλούμενους από παράβαση, αντιστοίχως, των άρθρων 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και 73 του κανονισμού 40/94. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή αυτή.

21      Όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, το Πρωτοδικείο παρατήρησε κατ’ αρχάς, με τη σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η διαπίστωση του τμήματος προσφυγών, ότι το σήμα αριθ. 91.991 είχε ιδιαίτερο διακριτικό χαρακτήρα στην Ιταλία, στηριζόταν στην παραδοχή της παρατεταμένης χρήσης και της φήμης του σήματος ARBRE MAGIQUE.

22      Στις σκέψεις 72 έως 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο εξέτασε εν συνεχεία το αν μπορούσε εγκύρως να συναχθεί ο διακριτικός χαρακτήρας του σήματος αριθ. 91.991 από τη χρήση ενός άλλου σήματος.

23      Αναφερόμενο στις σκέψεις 30 και 32 της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 7ης Ιουλίου 2005, C‑353/03, Nestlé (Συλλογή 2005, σ. I‑6135), το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι στο ζήτημα αυτό έπρεπε να δοθεί καταφατική απάντηση σε περίπτωση που το σήμα αριθ. 91.991 μπορούσε να θεωρηθεί τμήμα του σήματος ARBRE MAGIQUE.

24      Συναφώς, κατά το Πρωτοδικείο, ορθώς το τμήμα προσφυγών θεώρησε ότι η αναπαράσταση του περιγράμματος του ελάτου, το οποίο κατέχει σημαντική, αν όχι κυρίαρχη, θέση στο σήμα ARBRE MAGIQUE, αντιστοιχεί στο σημείο του σήματος αριθ. 91991. Κατά συνέπεια, έκρινε ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς θεώρησε ότι το σήμα αριθ. 91991 αποτελούσε τμήμα του σήματος ARBRE MAGIQUE. Έτσι, το πρώτο σήμα μπορούσε να αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεώς του ως τμήματος του δευτέρου σήματος.

25      Το Πρωτοδικείο συνήγαγε από τα ανωτέρω ότι το τμήμα προσφυγών είχε ορθώς εξετάσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τη χρήση και τη φήμη του σήματος ARBRE MAGIQUE, προκειμένου να διαπιστώσει την παρατεταμένη χρήση, τη φήμη και, συνεπώς, τον ιδιαίτερο διακριτικό χαρακτήρα του σήματος αριθ. 91.991.

26      Όσον αφορά αυτήν καθεαυτήν την εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων, το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίδικη απόφαση ορθώς είχε επισημάνει ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως προέκυπτε ότι το σήμα αριθ. 91.991, ως τμήμα του σήματος ARBRE MAGIQUE, είχε αποτελέσει αντικείμενο παρατεταμένης χρήσεως στην Ιταλία, όπου ήταν παγκοίνως γνωστό, και διέθετε συνεπώς ιδιαίτερο διακριτικό χαρακτήρα.

27      Συναφώς, με τις σκέψεις 80 έως 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο απέρριψε το επιχείρημα που αποσκοπούσε στην αμφισβήτηση της αποδεικτικής ισχύος των στοιχείων αυτών με το αιτιολογικό ότι αφορούσαν χρόνο μεταγενέστερο της υποβολής αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος εκ μέρους της προσφεύγουσας. Θεώρησε ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι οι προγενέστερες περιστάσεις καθιστούσαν δυνατή την εξαγωγή συμπερασμάτων επί της καταστάσεως όπως αυτή είχε κατά την ημερομηνία υποβολής, εκ μέρους της L & D, της αιτήσεως καταχωρίσεως.

28      Με τη σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο απέρριψε επίσης το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το τμήμα προσφυγών κακώς αναγνώρισε τον ιδιαίτερο διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος στην Ιταλία στηριζόμενο αποκλειστικά σε γενικές ενδείξεις περί του ύψους των διαφημιστικών δαπανών και του όγκου των πωλήσεων. Το Πρωτοδικείο θεώρησε, συναφώς, αφενός, ότι η νομολογία που είχε επικαλεστεί η L & D δεν αφορούσε την εκτίμηση της φήμης ενός καταχωρισθέντος σήματος το οποίο έχει ήδη αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα και, αφετέρου, ότι το τμήμα προσφυγών έλαβε υπόψη όχι μόνον τις γενικές ενδείξεις, αλλά και την παρατεταμένη χρήση του σήματος ARBRE MAGIQUE.

29      Τέλος, το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε το επιχείρημα της L & D ότι κακώς το τμήμα προσφυγών στηρίχθηκε στο γεγονός ότι το προγενέστερο σήμα προστατευόταν υπό πανομοιότυπη κατ’ ουσίαν μορφή από το 1954, εξομοιώνοντας έτσι την ημερομηνία της αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος με την ημερομηνία πραγματικής χρήσεως του σήματος CAR-FRESHNER. Το Πρωτοδικείο θεώρησε συναφώς ότι, ναι μεν η επίδικη απόφαση διαπιστώνει ότι το σήμα CAR-FRESHNER καταχωρίστηκε το 1954, πλην όμως το τμήμα προσφυγών, όσον αφορά την παρατεταμένη χρήση, στηρίχθηκε στην αποδεδειγμένη χρήση του σήματος ARBRE MAGIQUE στην Ιταλία.

30      Το Πρωτοδικείο διαπίστωσε εν συνεχεία, με τις σκέψεις 89 έως 96 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα προϊόντα που κυκλοφορούν με το σήμα ARBRE MAGIQUE και με το σήμα Aire Limpio, καθώς και τα σήματα αυτά, είναι παρόμοια.

31      Όσον αφορά την ομοιότητα των σημάτων, το Πρωτοδικείο τόνισε ότι, από οπτική άποψη, το γραφικό στοιχείο που περιλαμβάνεται στο σήμα Aire Limpio κυριαρχεί εμφανώς στη συνολική εντύπωση που δημιουργεί το σημείο και υπερισχύει καταφανώς του λεκτικού στοιχείου.

32      Αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της L & D, η συνολική εντύπωση που δημιουργεί το γραφικό στοιχείο δεν είναι η εντύπωση μιας κωμικής μορφής, αλλά μιας εικόνας που ομοιάζει με έλατο. Η γραφική παράσταση που αντιστοιχεί σε έλατο φαίνεται συνεπώς, από οπτική άποψη, να αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο στη συνολική εντύπωση που δημιουργεί το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Από εννοιολογική άποψη, τα επίμαχα σημεία συνδέονται αμφότερα με το περίγραμμα ελάτου. Λαμβανομένης υπόψη της εντυπώσεως που δημιουργείται και του γεγονότος ότι η έκφραση «aire limpio» δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία για το ιταλικό κοινό, η εννοιολογική ομοιότητά τους έπρεπε να επιβεβαιωθεί.

33      Όσον αφορά τον κίνδυνο συγχύσεως, το Πρωτοδικείο θεώρησε, με τις σκέψεις 100 έως 102 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος αποτελεί το ενδιαφερόμενο κοινό, θα έχει την τάση να εμπιστεύεται κυρίως την εικόνα του σήματος που έχει επιτεθεί στα προϊόντα αυτά, ήτοι το περίγραμμα ελάτου. Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της ομοιότητας των σχετικών προϊόντων και της οπτικής και εννοιολογικής ομοιότητας των επίμαχων σημάτων και, αφετέρου, του γεγονότος ότι το προγενέστερο σήμα έχει ιδιαίτερο διακριτικό χαρακτήρα στην Ιταλία, το τμήμα προσφυγών δεν πλανήθηκε καταλήγοντας στην ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως.

34      Το Πρωτοδικείο εν συνεχεία, με τη σκέψη 104 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το προγενέστερο σήμα είχε ασθενή διακριτικό χαρακτήρα λόγω του ότι το περίγραμμα του ελάτου είναι περιγραφικό των οικείων προϊόντων, διαπιστώνοντας ότι το προγενέστερο σήμα δεν αποτελεί απλή αναπαράσταση ενός ελάτου, αλλά είναι μια αφαιρετική και αδρή μορφή που έχει και άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, και ότι, επιπλέον, έχει αποκτήσει ιδιαίτερο διακριτικό χαρακτήρα. Όσον αφορά τις κατευθυντήριες γραμμές του γραφείου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίες, κατά την προσφεύγουσα, επιβεβαιώνουν τον περιγραφικό χαρακτήρα του περιγράμματος του ελάτου για τα οικεία προϊόντα, το Πρωτοδικείο θεώρησε ότι οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές δεν ασκούσαν καμία επιρροή, δεδομένου ότι το κοινοτικό καθεστώς των σημάτων είναι αυτοτελές.

35      Επιπλέον, το Πρωτοδικείο απέρριψε τα επιχειρήματα της L & D με τα οποία αυτή προσπάθησε να αποδείξει ότι η καταχώριση του προγενέστερου σήματος έπρεπε να είχε απορριφθεί, λόγω του ότι, αφενός, το σήμα αυτό αποτελούνταν από τη μορφή και μόνον του προϊόντος το οποίο διετίθετο στο εμπόριο υπό το σήμα αυτό και, αφετέρου, η μορφή του προγενέστερου σήματος, ήτοι το περίγραμμα ενός ελάτου, ήταν αναγκαία για την επίτευξη του τεχνικού αποτελέσματος που επιδίωκε το προϊόν. Συναφώς, το Πρωτοδικείο τόνισε, με τη σκέψη 105 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, να προβάλει έναν απόλυτο λόγο απαραδέκτου που αντιτίθεται στην έγκαιρη καταχώριση ενός σημείου από το εθνικό γραφείο ή από το ΓΕΕΑ.

36      Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 73 του κανονισμού 40/94, ο λόγος αυτός απορρίφθηκε με τις σκέψεις 113 έως 118 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Το Πρωτοδικείο θεώρησε ότι από την επίδικη απόφαση προέκυπτε σαφώς και κατά τρόπο μη διφορούμενο η συλλογιστική του τμήματος προσφυγών και ότι από την απόφαση αυτή προέκυπτε ότι η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να λάβει θέση επί του συνόλου των στοιχείων στα οποία είχε στηριχθεί η απόφαση, καθώς και επί της χρησιμοποιήσεως, εκ μέρους του τμήματος προσφυγών, των αποδεικτικών στοιχείων που αφορούσαν τη χρήση των προγενέστερων σημάτων.

IV –  Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

37      Με την αίτηση αναιρέσεως, η L & D ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της,

–        να ακυρώσει τα σημεία 1 και 3 του διατακτικού της επίδικης αποφάσεως, καθόσον με την απόφαση αυτή, αφενός, ακυρώνεται εν μέρει η απόφαση του τμήματος ανακοπών και απορρίπτεται η αίτηση καταχωρίσεως του σήματος Aire Limpio για τα προϊόντα των κλάσεων 3 και 5 και, αφετέρου, κάθε διάδικος φέρει τα έξοδά του στο πλαίσιο των διαδικασιών ανακοπής και προσφυγής, καθώς και

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

38      Το ΓΕΕΑ και η Sämann ζητούν την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη της αναιρεσείουσας στα δικαστικά έξοδα.

V –  Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

 Α – Επί του παραδεκτού

39      Το ΓΕΕΑ και η Sämann προβάλλουν, καταρχάς, το απαράδεκτο της αιτήσεως αναιρέσεως, υποστηρίζοντας ότι η L & D, με τους λόγους που προβάλλει, σκοπεί την επανεξέταση της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών την οποία πραγματοποίησε το Πρωτοδικείο. Επιπλέον, κατά τη Sämann, η αίτηση αναιρέσεως αναπαράγει κατά πανομοιότυπο τρόπο τους λόγους της προσφυγής που ασκήθηκε κατά της επίδικης αποφάσεως.

40      Συναφώς, πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι από τα άρθρα 225 ΕΚ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα και ότι η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν συνιστά συνεπώς, υπό την επιφύλαξη της αλλοιώσεώς τους, ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ. αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2006, C‑214/05 P, Rossi κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2006, σ. I‑7057, σκέψη 26, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, C-193/06 P, Nestlé κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 53).

41      Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, η αίτηση αναιρέσεως της L & D δεν αποσκοπεί αποκλειστικά στην αμφισβήτηση των διαπιστώσεων των πραγματικών περιστατικών στις οποίες προέβη το Πρωτοδικείο, αλλ’ αποβλέπει, τουλάχιστον εν μέρει, στη διαπίστωση των νομικών σφαλμάτων της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

42      Πρέπει επίσης να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που αντλείται από το ότι η αίτηση αναιρέσεως αναπαράγει κατά τρόπο πανομοιότυπο τους λόγους της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου, η οποία, εξάλλου, δεν διευκρινίστηκε περισσότερο από τη Sämann.

43      Συγκεκριμένα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, εφόσον ο αναιρεσείων αμφισβητεί την εκ μέρους του Πρωτοδικείου ερμηνεία ή εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, όπως πράττει η L & D με την αίτησή της αναιρέσεως, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατ’ αναίρεση (βλ., υπό την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C‑496/99 P, Επιτροπή κατά CAS Succhi di Frutta, Συλλογή 2004, σ. I‑3801, σκέψη 50).

44      Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

 Β – Επί της ουσίας

45      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η L & D προβάλλει δύο λόγους, που αντλούνται από παράβαση, αντιστοίχως, των άρθρων 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και 73 του κανονισμού 40/94.

1.     Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94

46      Ο πρώτος αυτός λόγος απαρτίζεται από τρία σκέλη στηριζόμενα στην έλλειψη, αντιστοίχως, διακριτικού χαρακτήρα του σήματος αριθ. 91.991, ομοιοτήτων μεταξύ του σήματος αυτού και του σήματος Aire Limpio, καθώς και κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των δύο αυτών σημάτων.

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

47      Η επιχειρηματολογία της L & D, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου της αναιρέσεως, διαρθρώνεται, κατ’ ουσίαν, γύρω από τέσσερις αιτιάσεις που αφορούν:

–        τη συναγωγή του ιδιαίτερου διακριτικού χαρακτήρα του σήματος αριθ. 91.991 από τα στοιχεία που αφορούν το σήμα ARBRE MAGIQUE,

–        τον διακριτικό χαρακτήρα του σήματος αριθ. 91.991,

–        την ύπαρξη απολύτων λόγων απαραδέκτου κατά του σήματος αριθ. 91.991 και

–        το ανεπαρκές των αποδεικτικών στοιχείων για να αποδειχθεί ο ιδιαίτερος διακριτικός χαρακτήρας του σήματος ARBRE MAGIQUE.

i)     Η συναγωγή του ιδιαίτερου διακριτικού χαρακτήρα του σήματος αριθ. 91.991 από τα στοιχεία που αφορούν το σήμα ARBRE MAGIQUE

48      Με την πρώτη αιτίασή της, η L & D ισχυρίζεται ότι κακώς το Πρωτοδικείο συνήγαγε τον ιδιαίτερο διακριτικό χαρακτήρα του σήματος αριθ. 91.991 αποκλειστικά από τα στοιχεία που αφορούν το σήμα ARBRE MAGIQUE. Στο πλαίσιο αυτό, θέτει ιδίως εν αμφιβόλω αυτή καθεαυτή τη δυνατότητα μιας τέτοιας συναγωγής υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως.

49      Όπως όμως υπενθύμισε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η κτήση του διακριτικού χαρακτήρα ενός σήματος μπορεί να επέλθει και μέσω της χρήσεώς του ως τμήματος άλλου καταχωρισμένου σήματος. Αρκεί οι ενδιαφερόμενοι κύκλοι να αναγνωρίζουν πράγματι, συνεπεία της χρήσεως αυτής, το προϊόν ή την υπηρεσία, που προσδιορίζονται από το προγενέστερα σήματα, ως προερχόμενα από συγκεκριμένη επιχείρηση (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση Nestlé, σκέψεις 30 και 32).

50      Ναι μεν είναι αληθές ότι τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Nestlé διέφεραν από αυτά της υπό κρίση υποθέσεως, ωστόσο από τούτο δεν έπεται, αντίθετα προς όσα ισχυρίζεται η L & D, ότι η γενικού περιεχομένου διαπίστωση αυτή δεν ισχύει επίσης σε ένα πλαίσιο πραγματικών περιστατικών και διαδικασίας όπως αυτό της υπό κρίση υποθέσεως.

51      Το γεγονός, ιδίως, ότι η εν λόγω απόφαση Nestlé αφορούσε την κτήση διακριτικού χαρακτήρα από ένα σήμα του οποίου είχε ζητηθεί η καταχώριση, ενώ εν προκειμένω πρόκειται για την απόδειξη του ιδιαίτερου διακριτικού χαρακτήρα ενός προγενέστερου σήματος προκειμένου να καθοριστεί η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, δεν μπορεί, όπως τόνισε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 51 των προτάσεών της, να δικαιολογήσει διαφορετική προσέγγιση.

52      Επομένως, το Πρωτοδικείο βασίμως παρατήρησε, με τη σκέψη 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, στην περίπτωση κατά την οποία το σήμα αριθ. 91.991 μπορούσε να θεωρηθεί τμήμα του σήματος ARBRE MAGIQUE, μπορούσε να αποδειχθεί ο ιδιαίτερος διακριτικός χαρακτήρας του πρώτου βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που αφορούσαν τη χρήση και τη φήμη του δεύτερου.

53      Στον βαθμό που η L & D επιδιώκει, με την υπό κρίση αιτίαση, να αμφισβητήσει την περιεχόμενη στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως διαπίστωση ότι το σήμα αριθ. 91.991 συνιστά τμήμα του σήματος ARBRE MAGIQUE, εφόσον η αναπαράσταση του ελάτου έχει ουσιώδη, αλλά όχι κυρίαρχη θέση στο σήμα ARBRE MAGIQUE και αντιστοιχεί στο σημείο του σήματος αριθ. 91.991, πρέπει να τονιστεί ότι το Πρωτοδικείο προέβη, συναφώς, σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών.

54      Όπως όμως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται στα νομικά ζητήματα και η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν συνιστά συνεπώς, υπό την επιφύλαξη της αλλοιώσεώς τους, ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου.

55      Περαιτέρω, στον βαθμό που η L & D ισχυρίζεται επιπλέον ότι η εκτίμηση του Πρωτοδικείου ότι το περίγραμμα του ελάτου κατέχει ουσιώδη θέση στο σήμα ARBRE MAGIQUE αποκλίνει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, αρκεί να διαπιστωθεί ότι, αντίθετα προς τα όσα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, ουδόλως προκύπτει από τη νομολογία αυτή ότι, στην περίπτωση μεικτών σημάτων που περιλαμβάνουν τόσο γραφικά όσο και λεκτικά στοιχεία, τα τελευταία αυτά στοιχεία πρέπει συστηματικά να θεωρούνται κυρίαρχα.

56      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη.

ii)  Ο περιγραφικός χαρακτήρας του σήματος αριθ. 91.991

57      Με τη δεύτερη αιτίασή της, η L & D προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι απέρριψε, με τη σκέψη 104 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το επιχείρημά της ότι το σήμα αριθ. 91.991 έχει ασθενή διακριτικό χαρακτήρα λόγω του ότι το περίγραμμα του ελάτου είναι περιγραφικό των οικείων προϊόντων.

58      Συναφώς, επιβάλλεται καταρχάς η διαπίστωση ότι το Πρωτοδικείο δεν πλανήθηκε περί το δίκαιο θεωρώντας ότι δεν ασκούν επιρροή οι κατευθυντήριες γραμμές του γραφείου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας του Ηνωμένου Βασιλείου που επιβεβαιώνουν, κατά την αναιρεσείουσα, τον περιγραφικό χαρακτήρα του περιγράμματος του ελάτου για τα οικεία προϊόντα. Όπως ορθώς τονίζει το Πρωτοδικείο, το κοινοτικό καθεστώς των σημάτων συνιστά αυτοτελές σύστημα το οποίο αποτελείται από ένα σύνολο κανόνων και επιδιώκει σκοπούς που προσιδιάζουν σ’ αυτό, η εφαρμογή του είναι ανεξάρτητη κάθε εθνικού συστήματος, ενώ η νομιμότητα των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικά βάσει του κανονισμού 40/94, όπως έχει ερμηνευθεί από τον κοινοτικό δικαστή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2007, C‑238/06 P, Develey κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2007, σ. Ι-9375, σκέψεις 65 και 66).

59      Όσον αφορά το επιχείρημα της L & D, με το οποίο βάλλεται ως αντιφάσκουσα προς άλλες διαπιστώσεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως η διαπίστωση του Πρωτοδικείου ότι το σήμα αριθ. 91.991 δεν συνιστά απλή και πιστή αναπαράσταση ελάτου, αρκεί να τονιστεί ότι ουδεμία αντίφαση υφίσταται μεταξύ της διαπιστώσεως αυτής και της περιγραφής του σήματος αυτού ως «περιγράμματος ελάτου».

60      Στον βαθμό που η L & D εμμένει στην αμφισβήτηση της ακρίβειας αυτής της διαπιστώσεως του Πρωτοδικείου, πρέπει να τονιστεί ότι η διαπίστωση αυτή συνιστά εκτίμηση πραγματικών περιστατικών μη υποκείμενη στον έλεγχο του Δικαστηρίου.

61      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη.

iii)  Η ύπαρξη απολύτων λόγων απαραδέκτου κατά του σήματος αριθ. 91.991

62      Η τρίτη αιτίαση που προβάλλει η L & D στρέφεται κατά της σκέψης 105 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε τα επιχειρήματά της με τα οποία αυτή επεδίωξε να αποδείξει ότι το σήμα αριθ. 91.991 δεν διέθετε παρά ασθενή, το πολύ, διακριτικό χαρακτήρα λόγω του ότι, αφενός, το σήμα συνίστατο απλώς από τη μορφή του προϊόντος που διετίθετο στο εμπόριο με το σήμα αυτό και, αφετέρου, η μορφή του προγενέστερου σήματος, ήτοι το περίγραμμα ελάτου, ήταν αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το προϊόν τεχνικού αποτελέσματος.

63      Η L & D ισχυρίζεται ότι κακώς το Πρωτοδικείο απέρριψε τα επιχειρήματα αυτά χωρίς να τα εξετάσει, κρίνοντας ότι «η προσφεύγουσα δεν δύναται, εν πάση περιπτώσει, στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, να προβάλει απόλυτο λόγο απαραδέκτου ο οποίος δεν επιτρέπει την έγκυρη καταχώριση σημείου από ένα εθνικό γραφείο ή από το ΓΕΕΑ».

64      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι τα δύο επιχειρήματα που προέβαλε η L & D ενώπιον του Πρωτοδικείου, τα οποία δεν προκύπτει εξάλλου από τη δικογραφία ότι είχαν προβληθεί και ενώπιον των οργάνων του ΓΕΕΑ, δεν αποσκοπούσαν στο να θέσουν εν αμφιβόλω το κύρος του σήματος 91.991, αλλά να αποδείξουν τον πολύ ασθενή αρχικό διακριτικό χαρακτήρα του σήματος αυτού.

65      Ένα προγενέστερο σήμα όμως μπορεί να έχει ιδιαίτερο διακριτικό χαρακτήρα όχι μόνον εγγενώς, αλλά και χάρη στη φήμη της οποίας χαίρει στο κοινό (βλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1997, C‑251/95, SABEL, Συλλογή 1997, σ. I‑6191, σκέψη 24).

66      Με τις σκέψεις 78 έως 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι το σήμα αριθ. 91.991 απέκτησε ιδιαίτερο διακριτικό χαρακτήρα στην Ιταλία, χάρη στη φήμη της οποίας χαίρει εντός του κράτους μέλους αυτού, χαρακτήρα ο οποίος απορρέει ιδίως από την παρατεταμένη χρήση του ως τμήματος του σήματος ARBRE MAGIQUE και από τη φήμη του τελευταίου αυτού σήματος στο έδαφος του εν λόγω κράτους.

67      Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η L & D μπορούσε να προβάλει το επιχείρημα ότι το σήμα αριθ. 91.991 διαθέτει εγγενώς μόνον ασθενή διακριτικό χαρακτήρα, καθόσον συνίσταται από τη μορφή του προϊόντος, το οποίο διατίθεται στο εμπόριο υπό το σήμα αυτό, και καθόσον η μορφή αυτή είναι αναγκαία για την επίτευξη του επιζητούμενου τεχνικού αποτελέσματος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ένα τέτοιο επιχείρημα, ακόμη και αν είναι βάσιμο, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να αναιρέσει τη διαπίστωση του Πρωτοδικείου ότι το σήμα αυτό απέκτησε ιδιαίτερο διακριτικό χαρακτήρα στην Ιταλία χάρη στη φήμη του εντός του κράτους μέλους αυτού.

68      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η υπό κρίση αιτίαση δεν ασκεί επιρροή και πρέπει να απορριφθεί.

iv)  Η ανεπάρκεια των αποδεικτικών στοιχείων προς απόδειξη του ιδιαίτερου διακριτικού χαρακτήρα του σήματος ARBRE MAGIQUE

69      Με την τέταρτη αιτίασή της, η L & D προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δέχθηκε ότι βασίμως το τμήμα προσφυγών κατέληξε στον ιδιαίτερο διακριτικό χαρακτήρα του σήματος ARBRE MAGIQUE, και κατά συνέπεια σε αυτόν του σήματος αριθ. 91.991, βάσει αποδεικτικών στοιχείων περιλαμβανομένων στην επίδικη απόφαση.

70      Συναφώς, επιβάλλεται, πρώτον, η διαπίστωση ότι το Πρωτοδικείο δεν πλανήθηκε περί το δίκαιο θεωρώντας ότι το τμήμα προσφυγών μπορούσε να στηριχθεί σε στοιχεία που αφορούσαν χρόνο μεταγενέστερο της αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος Aire Limpio.

71      Συγκεκριμένα, όπως ορθώς υπενθύμισε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 81 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μπορούν να ληφθούν υπόψη στοιχεία τα οποία, μολονότι μεταγενέστερα της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως καταχωρίσεως, καθιστούν δυνατή την εξαγωγή συμπερασμάτων όσον αφορά την κατάσταση τη συγκεκριμένη εκείνη ημερομηνία (βλ. διάταξη της 5ης Οκτωβρίου 2004, C‑192/03 P, Alcon κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2004, σ. I‑8993, σκέψη 41).

72      Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε, με τις σκέψεις 82 έως 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το γεγονός ότι τα επίμαχα στοιχεία αφορούν χρόνο μεταγενέστερο της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος Aire Limpio δεν αρκεί για να στερήσει από τα στοιχεία αυτά την αποδεικτική τους ισχύ ως προς τη διαπίστωση της φήμης του σήματος αριθ. 91.991, εφόσον τα στοιχεία αυτά καθιστούν δυνατή την εξαγωγή συμπερασμάτων όσον αφορά την κατάσταση ως είχε την ημερομηνία της καταθέσεως της εν λόγω αιτήσεως καταχωρίσεως.

73      Συναφώς, το Πρωτοδικείο, μεταξύ άλλων, εξήγησε κατά τρόπο σαφή και συνεκτικό ότι, ειδικότερα, η κατάκτηση μεριδίου της αγοράς ποσοστού 50 % το 1997 και το 1998 κατέστη μόνο σταδιακώς δυνατή, οπότε βάσει του στοιχείου αυτού μπορούσε να θεωρηθεί ότι η κατάσταση δεν διέφερε αισθητώς το 1996.

74      Δεύτερον, πρέπει να απορριφθούν οι ισχυρισμοί που διατύπωσε η L & D κατά της σκέψεως 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία τα Πρωτοδικείο απέρριψε το επιχείρημα της αναιρεσείουσας με το οποίο αυτή προσπάθησε να αποδείξει ότι το τμήμα προσφυγών κακώς είχε δεχθεί τον ιδιαίτερο διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος στην Ιταλία, στηριζόμενο αποκλειστικά σε γενικές ενδείξεις όσον αφορά τα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τις πωλήσεις και τη διαφήμιση.

75      Συγκεκριμένα, όπως ορθώς διαπίστωσε το Πρωτοδικείο, το τμήμα προσφυγών, προκειμένου να αποδείξει τη φήμη του σήματος ARBRE MAGIQUE, έλαβε υπόψη όχι μόνον τις ενδείξεις που αφορούν τα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τις πωλήσεις και τη διαφήμιση, αλλά και την παρατεταμένη χρήση του σήματος αυτού.

76      Δεδομένου ότι η διαπίστωση αυτή και μόνο δικαιολογεί το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο δεύτερος λόγος που διατυπώνεται με τη σκέψη αυτή, σύμφωνα με τον οποίο η νομολογία που επικαλέστηκε η L & D αφορά την κτήση του διακριτικού χαρακτήρα ενός σήματος που αποτελεί αντικείμενο αιτήσεως καταχωρίσεως και όχι την εκτίμηση της φήμης καταχωρισμένου σήματος, έχει πλεοναστικό χαρακτήρα.

77      Υπό τις συνθήκες αυτές, τα ελαττώματα από τα οποία θα μπορούσε να πάσχει ο λόγος αυτός δεν μπορούν να θεωρηθούν αρκετά ώστε να τεθεί εν αμφιβόλω το εν λόγω συμπέρασμα του Πρωτοδικείου, οπότε το επιχείρημα της L & D με το οποίο επιδιώκεται η διαπίστωση τέτοιων ελαττωμάτων δεν ασκεί επιρροή.

78      Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα που προέβαλε η L & D ότι το Πρωτοδικείο, στη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κακώς στηρίχθηκε στην παρατεταμένη χρήση του σήματος ARBRE MAGIQUE εξομοιώνοντας την ημερομηνία της καταχωρίσεως του σήματος αυτού με την πραγματική χρήση του, πρέπει να τονιστεί ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Αντίθετα προς όσα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο δεν αναφέρθηκε στην ημερομηνία της καταχωρίσεως του σήματος αυτού, για να αποδείξει την παρατεταμένη χρήση του σήματος ARBRE MAGIQUE, αλλά στο γεγονός ότι η χρήση αυτή είναι αποδεδειγμένη στην Ιταλία και, περαιτέρω, δεν αμφισβητείται από την L & D. Επιπλέον, δεδομένου ότι δεν προβάλλεται κάποια αλλοίωση όσον αφορά αυτές τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να ελεγχθεί κατ’ αναίρεση από το Δικαστήριο.

79      Τέλος, στον βαθμό που η L & D αμφισβητεί επιπλέον την αποδεικτική ισχύ των στοιχείων σχετικά με τις πωλήσεις και τη διαφήμιση για τον λόγο ότι αφορούν την ονομασία ARBRE MAGIQUE και ότι πρόκειται για προϊόντα κοινής χρήσης χαμηλού κόστους, αρκεί να υπομνηστεί ότι η εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζονται ενώπιόν του δεν συνιστά, υπό την επιφύλαξη της αλλοιώσεώς τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ. απόφαση της 17ης Απριλίου 2008, C‑108/07 P, Ferrero Deutschland κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 30).

80      Δεδομένου ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η L & D προς στήριξη της υπό κρίση αιτιάσεως είναι είτε αλυσιτελή είτε απαράδεκτα είτε αβάσιμα, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

81      Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

82      Με το σκέλος αυτό, η L & D βάλλει κατά της αναλύσεως που πραγματοποίησε το Πρωτοδικείο, με τις σκέψεις 91 έως 96 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, των ομοιοτήτων μεταξύ του σήματος αριθ. 91.991 και του σήματος Aire Limpio. Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι κακώς το Πρωτοδικείο θεώρησε ότι το γραφικό στοιχείο του σήματος Aire Limpio έχει πρόδηλο κυρίαρχο χαρακτήρα στη συνολική εντύπωση, ο οποίος υπερισχύει καταφανώς του λεκτικού στοιχείου.

83      Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι το Πρωτοδικείο προέβη συναφώς σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών η οποία, εφόσον η αναιρεσείουσα δεν προβάλλει την αλλοίωσή τους, δεν μπορεί να ελεγχθεί κατ’ αναίρεση από το Δικαστήριο.

84      Περαιτέρω, πρέπει να προστεθεί ότι, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της L & D, δεν υφίσταται κανένας κανόνας σύμφωνα με τον οποίο το τμήμα ενός σήματος που περιέχει ονομασία πρέπει να θεωρείται ότι έχει διακριτικό και ευφάνταστο χαρακτήρα εφόσον δεν έχει συγκεκριμένη σημασία. Επιπλέον, όπως τονίστηκε στη σκέψη 55 της παρούσας αποφάσεως, ομοίως από τη νομολογία του Δικαστηρίου δεν προκύπτει ότι το λεκτικό στοιχείο ενός πολύπλοκου σήματος είναι κατά κανόνα κυρίαρχο στη συνολική εντύπωση που προκαλεί το σήμα αυτό.

85      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι απαράδεκτο.

 Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

86      Με το σκέλος αυτό, η L & D υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο πλανήθηκε περί το δίκαιο καταλήγοντας στην ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως χωρίς να λάβει υπόψη τον ασθενή διακριτικό χαρακτήρα του σήματος αριθ. 91.991 και τις διαφορές μεταξύ των επίμαχων σημάτων.

87      Όπως έχει όμως διαπιστωθεί, το Πρωτοδικείο ουδόλως πλανήθηκε περί το δίκαιο θεωρώντας ότι το σήμα αριθ. 91.991 έχει ιδιαίτερο διακριτικό χαρακτήρα και ότι το σήμα αυτό και το σήμα Aire Limpio έχουν οπτικές και εννοιολογικές ομοιότητες.

88      Υπό τις συνθήκες αυτές, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

89      Δεδομένου ότι δεν ευδοκίμησε κανένα από τα τρία σκέλη που προβλήθηκαν προς στήριξη του πρώτου λόγου αναιρέσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, αυτός ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

2.     Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 73 του κανονισμού 40/94

90      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η L & D ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 73 του κανονισμού 40/94, καθόσον στηρίχθηκε σε αποδεικτικά στοιχεία που δεν αφορούσαν το σήμα αριθ. 91.991, αλλά το σήμα ARBRE MAGIQUE. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι δεν ήταν σε θέση να αμυνθεί επαρκώς κατά των αποδεικτικών αυτών στοιχείων, δεδομένου ότι το τμήμα ανακοπών και το τμήμα προσφυγών απέκλεισαν το σήμα ARBRE MAGIQUE από τη συγκριτική εξέταση για τον καθορισμό της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως.

91      Συναφώς, πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνηστεί ότι, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, οι αποφάσεις του ΓΕΕΑ αιτιολογούνται και δεν μπορούν να στηρίζονται παρά μόνο στους λόγους επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση.

92      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το Πρωτοδικείο αναφέρθηκε στα ίδια αποδεικτικά στοιχεία στα οποία είχε ήδη στηριχθεί το τμήμα προσφυγών για να αποδείξει ότι το σήμα αριθ. 91.991 ήταν παγκοίνως γνωστό.

93      Ναι μεν είναι αληθές ότι η επίδικη απόφαση δεν αναφέρει ειδικώς το σήμα το οποίο αφορούν τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία, πλην όμως επιβάλλεται η διαπίστωση ότι και η L & D καταγγέλλει με την προσφυγή της ενώπιον του Πρωτοδικείου ότι τα σχετικά με τις πωλήσεις και τις διαφημιστικές δαπάνες αριθμητικά στοιχεία που έλαβε υπόψη το τμήμα προσφυγών δεν αφορούν το σήμα αριθ. 91.991, αλλά κυρίως τα προϊόντα που φέρουν την ονομασία «ARBRE MAGIQUE».

94      Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι η ανακοπή της Sämann στηριζόταν επίσης στο σήμα ARBRE MAGIQUE και ότι τα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία είχαν ήδη προσκομιστεί από την εταιρία αυτή κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος ανακοπών.

95      Υπό τις συνθήκες αυτές, η L & D δεν μπορεί να ισχυρίζεται βασίμως ότι δεν είχε τη δυνατότητα να λάβει θέση επί των αποδεικτικών στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη από το Πρωτοδικείο και το τμήμα προσφυγών.

96      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως και, κατά συνέπεια, να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως της L & D.

VI –  Επί των δικαστικών εξόδων

97      Σύμφωνα με το άρθρο 122, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των εξόδων.

98      Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του ίδιου αυτού κανονισμού, που έχει εφαρμογή επί της αναιρετικής διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 118 αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το ΓΕΕΑ ζήτησε την καταδίκη της L & D και αυτή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα έξοδα της παρούσας δίκης.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει την L & D SA στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.