Language of document : ECLI:EU:T:2014:273

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 22ας Μαΐου 2014

Υπόθεση T‑406/12 P

BG

κατά

Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Ποινή παύσεως χωρίς απώλεια των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων – Εκκρεμής προκαταρκτική έρευνα ενώπιον εθνικού δικαστηρίου κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως περί παύσεως – Ίση μεταχείριση – Απαγόρευση απολύσεως κατά τη διάρκεια άδειας μητρότητας»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (δεύτερο τμήμα) της 17ης Ιουλίου 2012, F‑54/11, BG κατά Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή.

Απόφαση:      Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Η BG φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Αντιστοιχία μεταξύ διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής – Ταυτότητα αντικειμένου και υποθέσεως – Λόγοι ακυρώσεως και επιχειρήματα που δεν περιλαμβάνονται στην ένσταση, αλλά συνδέονται στενά με αυτή – Παραδεκτό – Λόγος σχετικός με την εσωτερική και την εξωτερική νομιμότητα – Προϋπόθεση μη επαρκής για να κριθεί το παραδεκτό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Αντιστοιχία μεταξύ διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής – Ταυτότητα αντικειμένου και υποθέσεως – Λόγοι ακυρώσεως και επιχειρήματα που δεν περιλαμβάνονται στη διοικητική ένσταση, αλλά αμφισβητούν το βάσιμο της αιτιολογίας που εκτίθεται στην απάντηση επί της διοικητικής ενστάσεως – Παραδεκτό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Ποινή – Αρχή της αναλογικότητας – Έννοια – Εξουσία εκτιμήσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 86)

4.      Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Ποινή – Ελαφρυντική περίσταση – Απουσία του στοιχείου της υποτροπής στην πράξη ή την επιλήψιμη συμπεριφορά – Δεν εμπίπτει

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα ΙΧ, άρθρο 10, στοιχείο η)

1.      Στις υπαλληλικές προσφυγές, τα αιτήματα που προβάλλονται ενώπιον του δικαστή της Ένωσης μπορούν να περιλαμβάνουν μόνον τους λόγους αμφισβητήσεως που στηρίζονται στην ίδια αιτία με αυτή στην οποία στηρίζονται οι λόγοι αμφισβητήσεως που προβλήθηκαν με τη διοικητική ένσταση, διευκρινιζομένου ότι οι λόγοι αυτοί μπορούν να αναπτυχθούν, ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, με τη διατύπωση ισχυρισμών και επιχειρημάτων που δεν περιλαμβάνονται κατ’ ανάγκη στη διοικητική ένσταση, αλλά συνδέονται στενά με αυτή.

O δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί, προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον οι λόγοι αμφισβητήσεως στηρίζονται στην ίδια αιτία με αυτή στην οποία στηρίζονται οι λόγοι που προβλήθηκαν με τη διοικητική ένσταση, να στηριχθεί στο γεγονός και μόνον ότι ο λόγος αποσκοπεί να αμφισβητήσει την εσωτερική, ή εναλλακτικώς, την εξωτερική νομιμότητα προσβαλλομένης πράξεως.

Αντίθετη ερμηνεία του κανόνα της αντιστοιχίας μεταξύ προσφυγής και διοικητικής ενστάσεως θα μπορούσε να επιτρέψει στον προσφεύγοντα να επικαλεστεί, για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, λόγο ακυρώσεως ουδόλως συνδεόμενο με αυτούς που επικαλέστηκε με τη διοικητική ένσταση, εφόσον οι λόγοι αυτοί, θεωρούμενοι στο σύνολό τους, αφορούν είτε την εσωτερική νομιμότητα είτε την εξωτερική νομιμότητα της εν λόγω πράξεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν θα ελάμβανε γνώση, στο πλαίσιο της διοικητικής ενστάσεως, παρά ενός τμήματος μόνον των προβαλλομένων κατά της διοικήσεως αιτιάσεων. Κατά συνέπεια, αδυνατώντας να γνωρίζει με επαρκή ακρίβεια τις αιτιάσεις ή τα αιτήματα του ενδιαφερομένου, η εν λόγω αρχή δεν θα μπορούσε να επιχειρήσει συμβιβαστική ρύθμιση.

Εξάλλου, μόνο το γεγονός ότι λόγοι ακυρώσεως που περιλαμβάνονται στην προσφυγή και στη διοικητική ένσταση αποσκοπούν στην αμφισβήτηση της εσωτερικής νομιμότητας ή, εναλλακτικώς, της εξωτερικής νομιμότητας πράξεως, δεν αποδεικνύει ότι οι λόγοι αυτοί μπορούν να θεωρηθούν ότι συνδέονται στενά μεταξύ τους. Πράγματι, οι έννοιες της εσωτερικής νομιμότητας και της εξωτερικής νομιμότητας είναι υπερβολικά ευρείες και αφηρημένες, υπό το πρίσμα του συγκεκριμένου αντικειμένου της εν λόγω αμφισβητήσεως, ώστε να διασφαλιστεί η δυνατότητα υπάρξεως τέτοιου συνδέσμου μεταξύ των λόγων ακυρώσεως που εμπίπτουν αποκλειστικώς στη μία ή την άλλη από τις εν λόγω έννοιες.

(βλ. σκέψεις 31 και 33 έως 35)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 25 Οκτωβρίου 2013, T‑476/11 P, Επιτροπή κατά Μοσχονάκη, σκέψεις 73, 75, 77 έως 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Σε περίπτωση που ο ενιστάμενος λαμβάνει γνώση της αιτιολογίας βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως μέσω της απαντήσεως στη διοικητική του ένσταση ή σε περίπτωση που η αιτιολογία της εν λόγω απαντήσεως τροποποιεί ή συμπληρώνει ουσιωδώς την αιτιολογία που περιέχεται στην εν λόγω πράξη, κάθε λόγος που προβάλλεται για πρώτη φορά στο στάδιο της προσφυγής και ο οποίος αποσκοπεί στην αμφισβήτηση του βασίμου της αιτιολογίας που εκτίθεται στην απάντηση επί της διοικητικής ενστάσεως πρέπει να θεωρείται παραδεκτός, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, δεν παρασχέθηκε η δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο να λάβει γνώση με ακρίβεια και κατά τρόπο οριστικό των λόγων στους οποίους στηρίζεται η βλαπτική γι’ αυτόν πράξη.

Εντούτοις, η προαναφερθείσα εξαίρεση από τον εν λόγω κανόνα της αντιστοιχίας μεταξύ διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς.

Η συγκεκριμένη εξαίρεση δεν τυγχάνει εφαρμογής σε περίπτωση που η απάντηση προς τη διοικητική ένσταση ούτε τροποποιεί ούτε συμπληρώνει ουσιωδώς την αρχική αιτιολογία της επίμαχης αποφάσεως, γνώση της οποίας λαμβάνει ο ενδιαφερόμενος για πρώτη φορά με την ανάγνωση της απαντήσεως προς τη διοικητική ένσταση, αλλά περιλαμβάνει πληροφορία που δεν σχετίζεται με αυτή καθεαυτή την αιτιολογία στην οποία στηρίχθηκε η επίμαχη απόφαση.

Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της συγκεκριμένης πληροφορίας μέσω της απαντήσεως προς τη διοικητική ένστασή του, όφειλε, αντί να απευθυνθεί απευθείας στον δικαστή της Ένωσης, να ασκήσει συμπληρωματική ένσταση προκειμένου να αποκτήσει επιπλέον στοιχεία σχετικά με το υποστατό, την κατάσταση και τις λεπτομέρειες της επίμαχης πληροφορίας.

(βλ. σκέψεις 40 έως 42)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 28 Μαΐου 1998, T‑78/96 και T‑170/96, W κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑239 και II‑745, σκέψεις 73 και 74· Επιτροπή κατά Μοσχονάκη, προπαρατεθείσα, σκέψη 86

3.      Προκειμένου να εκτιμήσει την αναλογικότητα της πειθαρχικής ποινής σε σχέση με τη βαρύτητα των πειθαρχικών παραπτωμάτων, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να συνεκτιμά το γεγονός ότι η επιλογή της ποινής βασίζεται σε συνολική εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και των ιδιαιτέρων περιστάσεων κάθε ατομικής περιπτώσεως, ενώ υπενθυμίζεται ότι ο ΚΥΚ δεν προβλέπει σταθερή σχέση μεταξύ των προβλεπομένων πειθαρχικών ποινών και των διαφόρων ειδών παραβάσεων που διαπράττουν οι υπάλληλοι και δεν διευκρινίζει σε ποιο βαθμό η ύπαρξη επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων μπορεί να επηρεάσει την επιλογή της ποινής. Επομένως, ο έλεγχος του δικαστή στον πρώτο βαθμό περιορίζεται στο ζήτημα κατά πόσον η στάθμιση των επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων στην οποία προέβη η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή πραγματοποιήθηκε κατά τρόπο σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, ενώ ο δικαστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εν λόγω αρχή στις σχετικές αξιολογικές εκτιμήσεις της.

(βλ. σκέψη 64)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 30 Μαΐου 2002, T‑197/00, Onidi κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑69 και II‑325, σκέψη 142 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

4.      Μολονότι το στοιχείο της υποτροπής στην πράξη ή την επιλήψιμη συμπεριφορά μπορεί να δικαιολογήσει επιβολή αυστηρότερης κυρώσεως, δυνάμει του άρθρου 10, στοιχείο η΄, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, η έλλειψη υποτροπής δεν μπορεί να συνιστά ελαφρυντική περίσταση εφόσον, καταρχήν, οι υπάλληλοι οφείλουν να απέχουν από κάθε πράξη ή συμπεριφορά δυνάμενη να απαξιώσει το λειτούργημά τους.

(βλ. σκέψη 75)