Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 21 Φεβρουαρίου 2014 η Catherine Teughels κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στις 11 Δεκεμβρίου 2013 στην υπόθεση F-117/11, Teughels κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-131/14 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Catherine Teughels (Eppegem, Βέλγιο) (εκπρόσωπος: L. Vogel, δικηγόρος)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει το σύνολο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την οποία εξέδωσε στις 11 Δεκεμβρίου 2013 η ολομέλεια του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κοινοποιηθείσας με τηλεομοιοτυπία της 11ης Δεκεμβρίου 2013, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή που άσκησε στις 8 Νοεμβρίου 2011 η νυν αναιρεσείουσα·

να κρίνει βάσιμη την ουσία της προσφυγής την οποία άσκησε η νυν αναιρεσείουσα ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και, κατά συνέπεια, να ακυρώσει τις αποφάσεις που αποτελούν το αντικείμενο της εν λόγω προσφυγής·

να καταδικάσει την Επιτροπή και στα δικαστικά έξοδα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, περιλαμβανομένων των αναγκαίων για τη διαδικασία εξόδων, και, μεταξύ άλλων, στα έξοδα αντικλήτου, μετακινήσεων και διαμονής καθώς και στις αμοιβές δικηγόρων, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 91, B του Κανονισμού Διαδικασίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει δύο λόγους.

Ο πρώτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΚΥΚ) και του άρθρου 26, παράγραφοι 1 και 4, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, από παραβίαση κεκτημένων δικαιωμάτων και προσβολή των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της απαγορεύσεως της αναδρομικότητας. Η αναιρεσείουσα διατείνεται ότι:

το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης (ΔΔΔ) προσέδωσε αναδρομικό αποτέλεσμα στις γενικές εκτελεστικές διατάξεις σχετικά με τα άρθρα 11 και 12 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ που αφορούν τη μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, οι οποίες εκδόθηκαν το 2011, αποφασίζοντας ότι, για τον καθορισμό του αριθμού συνταξίμων ετών που αντιστοιχεί, κατά το κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα, στο αναλογιστικό ισοδύναμο των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων της αναιρεσείουσας υπό το βελγικό συνταξιοδοτικό σύστημα, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (ΑΔΑ) μπορούσε θεμιτώς να εφαρμόσει τις γενικές εκτελεστικές διατάξεις του 2011 για τον λόγο ότι, κατά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος των διατάξεων αυτών, η αναιρεσείουσα δεν είχε περιέλθει σε κατάσταση «πλήρως δημιουργηθείσα» υπό το κράτος των γενικών εκτελεστικών διατάξεων του 2004, εφόσον δεν είχε δεχθεί την πρόταση υπολογισμού που της είχε υποβληθεί προγενέστερα, τούτο δε ενώ είχε υποβάλει την αίτηση μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τον Νοέμβριο του 2009, οπότε τα δικαιώματα της αναιρεσείουσας δεν είχαν οριστικώς αποκρυσταλλωθεί κατά τον χρόνο αυτό και, κατά συνέπεια, έπρεπε να καθορισθούν κατ’ εφαρμογήν των γενικών εκτελεστικών διατάξεων του 2004·το ΔΔΔ δεν δικαιολόγησε κατά νόμο την ανάλυσή του και δεν διευκρίνισε για ποιον λόγο πρέπει εν προκειμένω να απορριφθούν οι διατάξεις του ΚΥΚ τις οποίες επικαλέστηκε η νυν αναιρεσείουσα με την προσφυγή της πρωτοδίκως.Ο δεύτερος λόγος αντλείται από προσβολή της αρχής της ασφάλειας δικαίου και της αρχής «patere legem quam ipse fecisti», από παραβίαση κεκτημένων δικαιωμάτων, από ελλιπή αιτιολογία καθώς και από παραβίαση του δεδικασμένου και της υποχρεωτικής ισχύος κάθε ατομικής διοικητικής πράξεως, και ειδικότερα της από 29 Ιουνίου 2010 αποφάσεως η οποία ελήφθη κατά της νυν αναιρεσείουσας. Η νυν αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι:το ΔΔΔ εσφαλμένως έκρινε ότι η κατάσταση της νυν αναιρεσείουσας δεν είχε πλήρως δημιουργηθεί υπό το κράτος των γενικών εκτελεστικών διατάξεων του 2004 κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος των γενικών εκτελεστικών διατάξεων του 2011, για τον λόγο ότι η νυν αναιρεσείουσα δεν είχε «αποδεχθεί ή απορρίψει τυπικώς» την πρόταση υπολογισμού που της είχε υποβληθεί στις 29 Ιουνίου 2010, ενώ η εν λόγω πρόταση υπολογισμού αποτελούσε πραγματική διοικητική απόφαση, επηρεάζουσα οριστικώς τα δικαιώματα της νυν αναιρεσείουσας·η Διοίκηση δεν μπορούσε πλέον, μονομερώς, να περιορίσει τα δικαιώματα που απορρέουν από την πρόταση υπολογισμού η οποία ήταν νομικώς δεσμευτική γι’ αυτήν·το ΔΔΔ προσέβαλε την αρχή ότι ο οριστικός και δεσμευτικός χαρακτήρας μονομερούς αποφάσεως της Επιτροπής δεν εξαρτάται από τη σύμφωνη γνώμη του αποδέκτη της.