Language of document : ECLI:EU:T:2023:279

Υπόθεση T268/21

(δημοσίευση αποσπασμάτων)

Ryanair DAC

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

 Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 24ης Μαΐου 2023

«Κρατικές ενισχύσεις – Αγορά των αεροπορικών μεταφορών της Ιταλίας – Καθεστώς αποζημίωσης των αεροπορικών εταιριών που κατέχουν άδεια εκδοθείσα από τις ιταλικές αρχές – Απόφαση περί μη προβολής αντιρρήσεων – Ενίσχυση για την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν από έκτακτο γεγονός – Υποχρέωση αιτιολόγησης»

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται το συμβατό κρατικής ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά χωρίς να κινηθεί επίσημη διαδικασία έρευνας – Προσφυγή από ενδιαφερομένους κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ – Προσφυγή που αποσκοπεί στη διασφάλιση των διαδικαστικών δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων – Παραδεκτό

(Άρθρα 108 §§ 2 και 3 και 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ· κανονισμός 2015/1589 του Συμβουλίου, άρθρο 1, στοιχείο ηʹ)

(βλ. σκέψεις 10-15)

2.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Περιεχόμενο – Απόφαση της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων – Απόφαση περί μη κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας – Συνοπτική παράθεση των λόγων για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι δεν υπάρχουν σοβαρές δυσχέρειες ως προς την εκτίμηση του συμβατού της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά – Δεν υφίσταται – Ανεπαρκής αιτιολογία

(Άρθρο 296, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 20-38)

Σύνοψη

Το Γενικό Δικαστήριο ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής περί έγκρισης μέτρου ενίσχυσης το οποίο συνίστατο σε επιδοτήσεις καταβληθείσες από την Ιταλία σε ιταλικές αεροπορικές εταιρίες στο πλαίσιο της πανδημίας COVID19.

Η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε το συμπέρασμά της ότι το επίμαχο μέτρο δεν αντέβαινε σε άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης πέραν εκείνων που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις.

Τον Οκτώβριο του 2020, η Ιταλική Δημοκρατία κοινοποίησε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέτρο ενίσχυσης το οποίο συνίστατο σε επιδοτήσεις καταβαλλόμενες σε ορισμένες αεροπορικές εταιρίες που κατείχαν ιταλική άδεια, μέσω ταμείου αποζημίωσης ύψους 130 εκατομμυρίων ευρώ (στο εξής: επίμαχο μέτρο). Το μέτρο αυτό αποσκοπούσε στην αποκατάσταση των ζημιών που υπέστησαν οι επιλέξιμες αεροπορικές εταιρίες λόγω των ταξιδιωτικών περιορισμών και των λοιπών μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας που ελήφθησαν στο πλαίσιο της πανδημίας COVID‑19.

Σύμφωνα με μία από τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας που προέβλεπε το επίμαχο μέτρο, προκειμένου μια αεροπορική εταιρία να δύναται να επωφεληθεί από το μέτρο αυτό, έπρεπε να παρέχει στους υπαλλήλους της των οποίων η έδρα βάσης βρισκόταν στην Ιταλία, καθώς και στους υπαλλήλους τρίτων επιχειρήσεων που μετείχαν στις δραστηριότητές της, αμοιβή ίση ή ανώτερη της ελάχιστης αμοιβής που προέβλεπε η εφαρμοστέα στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών εθνική συλλογική σύμβαση, η οποία συνήφθη από τις εργοδοτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις που θεωρούνταν ως οι πλέον αντιπροσωπευτικές σε εθνικό επίπεδο (στο εξής: απαίτηση περί ελάχιστης αμοιβής).

Η Επιτροπή αποφάσισε, χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, να μην προβάλει αντιρρήσεις ως προς το επίμαχο μέτρο, με την αιτιολογία ότι το μέτρο ήταν συμβατό με την εσωτερική αγορά (1).

Επιληφθέν προσφυγής ακυρώσεως ασκηθείσας από την αεροπορική εταιρία Ryanair, το Γενικό Δικαστήριο ακυρώνει την απόφαση αυτή λόγω παράβασης της υποχρέωσης αιτιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 296 ΣΛΕΕ.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Κατά πάγια νομολογία, η απόφαση περί μη κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας σχετικά με κοινοποιηθείσα ενίσχυση πρέπει να περιέχει τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή φρονεί ότι δεν βρίσκεται ενώπιον σοβαρών δυσχερειών εκτίμησης της συμβατότητας της οικείας ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά. Αρκεί μια συνοπτική αιτιολογία επί του σημείου αυτού, η οποία πάντως πρέπει να εκθέτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή θεώρησε ότι δεν υπάρχουν τέτοιες δυσχέρειες.

Το Γενικό Δικαστήριο όμως εκτιμά ότι τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

Αφενός, επισημαίνει ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε συγχρόνως ότι η απαίτηση περί ελάχιστης αμοιβής συνδεόταν άρρηκτα με το επίμαχο μέτρο και ότι η απαίτηση αυτή δεν ήταν σύμφυτη με τον σκοπό του εν λόγω μέτρου, χωρίς ωστόσο να εκθέσει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τη συλλογιστική βάσει της οποίας κατέληξε στο διττό αυτό συμπέρασμα.

Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το συμπέρασμα της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το οποίο η απαίτηση περί ελάχιστης αμοιβής δεν αντέβαινε σε «άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης» πέραν των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ ήταν επίσης πλημμελώς αιτιολογημένο.

Επ’ αυτού, παρατηρεί ότι η μόνη διάταξη του δικαίου της Ένωσης, πέραν των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ, υπό το πρίσμα της οποίας η Επιτροπή εξέτασε την ως άνω απαίτηση είναι το άρθρο 8 του κανονισμού Ρώμη Ι (2), το οποίο θεσπίζει ειδικούς κανόνες σύγκρουσης νόμων σχετικά με την ατομική σύμβαση εργασίας. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν εξήγησε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι το άρθρο αυτό ήταν η μόνη κρίσιμη διάταξη, πέραν των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ, υπό το πρίσμα της οποίας έπρεπε να εξετάσει τη συμβατότητα της απαίτησης περί ελάχιστης αμοιβής με το δίκαιο της Ένωσης. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν εξέθεσε κατά τρόπο σαφή και διαφανή τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι η απαίτηση αυτή δεν συνιστούσε παράβαση «άλλων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης».

Η ως άνω πλημμέλεια στην αιτιολογία καταδεικνύεται από το γεγονός ότι, κατά την εξέταση της απαίτησης περί ελάχιστης αμοιβής, η Επιτροπή έλαβε υπόψη καταγγελία της Ιταλικής Ένωσης Αεροπορικών Εταιριών Χαμηλού Κόστους με την οποία αμφισβητήθηκε η συμβατότητα με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 56 ΣΛΕΕ, ιταλικής ρύθμισης η οποία προέβλεπε απαίτηση περί ελάχιστης αμοιβής παρόμοια με την προβλεπόμενη από το επίμαχο μέτρο. Λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου αυτού, η Επιτροπή έπρεπε κατά μείζονα λόγο να αποφανθεί αν το άρθρο 56 ΣΛΕΕ ασκούσε επιρροή για την εκ μέρους της εξέταση της συμβατότητας του επίμαχου μέτρου με την εσωτερική αγορά.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης που της επιβάλλει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, ακυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση.


1      Απόφαση C(2020) 9625 final της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.59029 (2020/N) – Ιταλία – COVID‑19: Καθεστώς αποζημίωσης των αεροπορικών εταιριών που κατέχουν άδεια εκδοθείσα από τις ιταλικές αρχές.


2      Κανονισμός (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) (ΕΕ 2008, L 177, σ. 6).