Language of document : ECLI:EU:C:2024:344

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 25ης Απριλίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Ιθαγένεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 20 ΣΛΕΕ – Πολίτης της Ένωσης ο οποίος ουδέποτε άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας – Διαμονή μέλους της οικογένειας του εν λόγω πολίτη της Ένωσης – Κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια – Τοποθέτηση της ειδικής εθνικής αρχής – Αιτιολογία – Πρόσβαση στον φάκελο»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑420/22 και C‑528/22,

με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Szegedi Törvényszék (πρωτοδικείο Szeged, Ουγγαρία), με αποφάσεις της 16ης Ιουνίου και της 8ης Αυγούστου 2022, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 24 Ιουνίου και στις 8 Αυγούστου 2022 αντιστοίχως, στο πλαίσιο των δικών

NW (C‑420/22),

PQ (C‑528/22)

κατά

Országos Idegenrendézeti Főigazgatóság,

Miniszterelnöki Kabinetirodát vezető miniszter,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen (εισηγητή), Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, P. G. Xuereb, A. Kumin και I. Ziemele, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: M. Siekierzyńska, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Ιουλίου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο NW, εκπροσωπούμενος από την B. Pohárnok, ügyvéd,

–        ο PQ, εκπροσωπούμενος από τον A. Németh και την B. Pohárnok, ügyvédek,

–        η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Z. Fehér και την R. Kissné Berta,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R. Bénard, την A. Daniel και τον J. Illouz,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις Α. Κατσιμέρου, E. Montaguti και A. Tokár,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Νοεμβρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, του άρθρου 9, παράγραφος 3, και του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες (ΕΕ 2004, L 16, σ. 44), καθώς και των άρθρων 7 και 24, του άρθρου 51, παράγραφος 1, και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ, αφενός, δύο υπηκόων τρίτων χωρών, του NW και του PQ, και, αφετέρου, της Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság (εθνικής γενικής αστυνομικής διεύθυνσης αλλοδαπών, Ουγγαρία) (στο εξής: αστυνομική διεύθυνση αλλοδαπών) και του Miniszterelnöki Kabinetirodát vezető miniszter (Υπουργού Υπεύθυνου για το Γραφείο του Πρωθυπουργού, Ουγγαρία), όσον αφορά αποφάσεις με αντικείμενο, αντιστοίχως, την ανάκληση του δελτίου μόνιμης διαμονής του NW και τη διαταγή προς αυτόν να εγκαταλείψει την επικράτεια της Ουγγαρίας, καθώς και την απόρριψη της αίτησης του PQ για χορήγηση εθνικής άδειας εγκατάστασης.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη παρέχουν το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν στην επικράτειά τους νόμιμα και αδιάλειπτα κατά τα πέντε τελευταία έτη αμέσως πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης.»

4        Κατά το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής:

«1.      Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον υπήκοο τρίτης χώρας να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ότι διαθέτει για τον ίδιο και για τα εξαρτώμενα από αυτόν μέλη της οικογένειάς του:

α)      σταθερούς και τακτικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρηση του ιδίου/της ιδίας και των μελών της οικογενείας του/της, χωρίς να απαιτείται προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής του οικείου κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη αξιολογούν τους πόρους αυτούς σύμφωνα με τη φύση και τον τακτικό χαρακτήρα τους και μπορούν να λαμβάνουν υπόψη το επίπεδο των κατωτάτων μισθών και συντάξεων πριν από την αίτηση για τη χορήγηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος·

β)      ασφάλιση ασθένειας, που να καλύπτει το σύνολο των κινδύνων, οι οποίοι συνήθως καλύπτονται για τους ημεδαπούς στο οικείο κράτος μέλος.

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν από τους υπηκόους τρίτων χωρών να συμμορφωθούν με όρους ενσωμάτωσης, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.»

5        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Προκειμένου να αποκτήσει το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος, ο ενδιαφερόμενος υπήκοος της τρίτης χώρας υποβάλλει αίτηση στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο διαμένει. Η αίτηση συνοδεύεται από τα επίσημα δικαιολογητικά που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο και αποδεικνύουν ότι πληροί τους απαριθμούμενους στα άρθρα 4 και 5 όρους και, εφόσον απαιτείται, από ένα έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο ή επικυρωμένο αντίγραφό του.

Τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο μπορούν να περιλαμβάνουν και τεκμηρίωση σχετικά με το προσήκον κατάλυμα.»

6        Το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής διευκρινίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι ο επί μακρόν διαμένων δεν δικαιούται πλέον να διατηρεί το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος, σε περίπτωση που συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας των αδικημάτων που έχει διαπράξει, αλλά η απειλή αυτή δεν αποτελεί λόγο απέλασης [...]».

7        Το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109 έχει ως ακολούθως:

«Κάθε απόφαση απόρριψης αιτήσεως για τη χορήγηση του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος ή την ανάκληση του καθεστώτος αυτού, πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Η σχετική απόφαση κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας σύμφωνα με τις διαδικασίες κοινοποίησης που προβλέπονται στη σχετική εθνική νομοθεσία. Η κοινοποίηση αναφέρει τα δικαιώματα προσφυγής τα οποία έχει ο ενδιαφερόμενος, καθώς και την προθεσμία άσκησής τους.»

8        Το άρθρο 13 της οδηγίας αυτής προβλέπει τα κατωτέρω:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγούν μονίμου ή απεριόριστης ισχύος άδειες διαμονής με ευνοϊκότερους όρους από αυτούς που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία. Τέτοιες άδειες διαμονής δεν παρέχουν το δικαίωμα διαμονής στα άλλα κράτη μέλη, όπως προβλέπεται στο κεφάλαιο ΙΙΙ της παρούσας οδηγίας.»

 Το ουγγρικό δίκαιο

9        Το άρθρο 94, παράγραφοι 2 έως 5, του a szabad mozgás és tartózkodás jogával rendelkező személyek beutazásáról és tartózkodásáról szóló 2007. évi I. törvény (νόμου I του 2007, περί της εισόδου και διαμονής προσώπων με δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής), της 5ης Ιανουαρίου 2007 (Magyar Közlöny 2007/1.), διευκρινίζει τα εξής:

«2.      Σε κάθε υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος διαθέτει δελτίο διαμονής ή δελτίο μόνιμης διαμονής που του είχε χορηγηθεί, ως μέλους της οικογένειας Ούγγρου πολίτη, [...] χορηγείται, κατόπιν αιτήσεώς του που υποβάλλεται πριν από τη λήξη ισχύος του δελτίου διαμονής ή του δελτίου μόνιμης διαμονής, εθνική άδεια εγκατάστασης [...] εκτός εάν:

[...]

c)      λόγος απόρριψης όπως προβλέπεται στο άρθρο 33, παράγραφος 1, στοιχείο c, και παράγραφος 2, του [a harmadik országbeli állampolgárok beutazásáról és tartózkodásáról szóló 2007. évi II. törvény (νόμου II του 2007, περί εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών), της 5ης Ιανουαρίου 2007 (Magyar Közlöny 2007/1.)] δεν επιτρέπει την εγκατάστασή του.

[…]

3.      Όσον αφορά την παράγραφο 2, στοιχείο c, πρέπει να πραγματοποιείται διαβούλευση με τα ειδικά όργανα του κράτους που έχουν οριστεί σύμφωνα με τους κανόνες του νόμου ΙΙ του 2007, περί εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών, σχετικά με τη χορήγηση αδειών εγκατάστασης, προκειμένου να διατυπώσουν τη γνώμη τους.

4.      Όταν υπήκοος τρίτης χώρας μέλος της οικογένειας Ούγγρου πολίτη είναι κάτοχος ισχύοντος δελτίου διαμονής ή δελτίου μόνιμης διαμονής, το δελτίο αυτό ανακαλείται

[…]

b)      εάν η διαμονή του υπηκόου τρίτης χώρας θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή την εθνική ασφάλεια της Ουγγαρίας.

5.      Όσον αφορά οποιοδήποτε ειδικό ζήτημα από τα αναφερόμενα στην παράγραφο 4, στοιχείο b, πρέπει να πραγματοποιείται διαβούλευση με τα ειδικά όργανα του κράτους που έχουν οριστεί σύμφωνα με τους κανόνες του νόμου ΙΙ του 2007, περί εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών, σχετικά με τη χορήγηση αδειών εγκατάστασης, προκειμένου να διατυπώσουν τη γνώμη τους επί του ζητήματος αυτού.»

10      Το άρθρο 33, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου II του 2007, περί εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών, ορίζει τα εξής:

«1.      Μπορεί να λάβει προσωρινή άδεια εγκατάστασης, εθνική άδεια εγκατάστασης ή κοινοτική άδεια εγκατάστασης υπήκοος τρίτης χώρας:

[...]

c)      ως προς τον οποίο δεν συντρέχει κανένας λόγος άρνησης κατά την έννοια του παρόντος νόμου.

2.      Δεν μπορεί να λάβει προσωρινή άδεια εγκατάστασης, εθνική άδεια εγκατάστασης ή κοινοτική άδεια εγκατάστασης υπήκοος τρίτης χώρας:

[...]

b)      η εγκατάσταση του οποίου θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια ασφάλεια ή την εθνική ασφάλεια της Ουγγαρίας.»

11      Το άρθρο 87/Β, παράγραφος 4, του νόμου αυτού έχει ως ακολούθως:

«Η γνώμη του ειδικού οργάνου του κράτους είναι, όσον αφορά το ειδικό ζήτημα, δεσμευτική για την υπηρεσία αλλοδαπών της αστυνομίας που επιλαμβάνεται της υπόθεσης.»

12      Το άρθρο 11 του a minősített adat védelméről szóló 2009. évi CLV. törvény (νόμου CLV του 2009, περί προστασίας των διαβαθμισμένων πληροφοριών), της 29ης Δεκεμβρίου 2009 (Magyar Közlöny 2009/194.), προβλέπει τα εξής:

«1.      Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να λαμβάνει γνώση των προσωπικών δεδομένων του τα οποία έχουν χαρακτηριστεί ως εθνικές διαβαθμισμένες πληροφορίες, κατόπιν άδειας πρόσβασης η οποία χορηγείται από την αρχή διαβάθμισης και χωρίς να απαιτείται να διαθέτει ατομικό πιστοποιητικό ασφαλείας. Το υποκείμενο των δεδομένων οφείλει, πριν αποκτήσει πρόσβαση στις εθνικές διαβαθμισμένες πληροφορίες, να υποβάλει γραπτή δήλωση εμπιστευτικότητας και να συμμορφώνεται με τους κανόνες προστασίας των εν λόγω πληροφοριών.

2.      Η απόφαση σχετικά με τη χορήγηση της άδειας πρόσβασης εκδίδεται από την αρχή διαβάθμισης κατόπιν αίτησης του υποκειμένου των δεδομένων και εντός προθεσμίας 15 ημερών από την υποβολή αυτής. Η αρχή διαβάθμισης αρνείται τη χορήγηση της άδειας πρόσβασης εάν η γνώση των πληροφοριών θίγει το δημόσιο συμφέρον το οποίο εξυπηρετεί η διαβάθμιση. Η άρνηση χορήγησης άδειας πρόσβασης πρέπει να αιτιολογείται από την αρχή διαβάθμισης

3.      Σε περίπτωση άρνησης χορήγησης άδειας πρόσβασης, το υποκείμενο των δεδομένων μπορεί να προσβάλει την απόφαση με ένδικη διοικητική προσφυγή. [...]»

13      Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του νόμου αυτού διευκρινίζει τα κατωτέρω:

«Η αρχή επεξεργασίας των διαβαθμισμένων πληροφοριών μπορεί να αρνηθεί το δικαίωμα προσβάσεως του υποκειμένου των δεδομένων στα προσωπικά του δεδομένα, εάν από την άσκηση του δικαιώματος αυτού θίγεται το δημόσιο συμφέρον το οποίο εξυπηρετεί η διαβάθμιση.»

 Οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

 Η υπόθεση C420/22

14      Ο NW, υπήκοος τρίτης χώρας, συνήψε γάμο, το 2004, με υπήκοο Ουγγαρίας. Στο πλαίσιο του γάμου τους γεννήθηκε το 2005 ένα τέκνο ουγγρικής ιθαγένειας. Ο NW ανατρέφει το τέκνο του με τη σύζυγό του.

15      Κατόπιν νόμιμης διαμονής του NW στην Ουγγαρία για χρονικό διάστημα άνω των πέντε ετών, οι ουγγρικές αρχές χορήγησαν σε αυτόν δελτίο μόνιμης διαμονής με ισχύ έως τις 31 Οκτωβρίου 2022, λαμβάνοντας υπόψη την οικογενειακή του κατάσταση.

16      Με μη αιτιολογημένη γνώμη της 12ης Ιανουαρίου 2021, η Alkotmányvédelmi Hivatal (υπηρεσία προστασίας του Συντάγματος, Ουγγαρία) αποφάνθηκε ότι η διαμονή του NW στην Ουγγαρία έθιγε τα συμφέροντα του εν λόγω κράτους μέλους στον τομέα της εθνικής ασφάλειας. Ο ειδικός αυτός οργανισμός χαρακτήρισε ως διαβαθμισμένες πληροφορίες τα δεδομένα στα οποία βασίστηκε για την έκδοση της εν λόγω γνώμης. Η εν λόγω γνώμη επικυρώθηκε, στις 13 Απριλίου 2021, από τον Υπουργό Εσωτερικών, ως ειδικό δευτεροβάθμιο όργανο.

17      Με απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2021, η πρωτοβάθμια υπηρεσία αλλοδαπών της αστυνομίας ανακάλεσε το δελτίο μόνιμης διαμονής του NW και τον διέταξε να εγκαταλείψει την επικράτεια της Ουγγαρίας, με την αιτιολογία ότι η διαμονή του σε αυτήν έθετε σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια του εν λόγω κράτους μέλους.

18      Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε, στις 10 Μαΐου 2021, από την αστυνομική διεύθυνση αλλοδαπών, με την αιτιολογία ότι ο Υπουργός Εσωτερικών είχε διαπιστώσει ότι η διαμονή του NW στην ουγγρική επικράτεια έθιγε τα συμφέροντα της Ουγγαρίας στον τομέα της εθνικής ασφάλειας. Με την απόφασή της, η αστυνομική διεύθυνση αλλοδαπών υπογράμμισε ότι, κατ’ εφαρμογήν της ουγγρικής νομοθεσίας, δεν μπορούσε να αποκλίνει από τη γνώμη που είχε εκδώσει το Υπουργείο Εσωτερικών και ότι, ως εκ τούτου, ήταν υποχρεωμένη να ανακαλέσει το δελτίο μόνιμης διαμονής του NW, χωρίς να λάβει υπόψη την προσωπική κατάσταση του τελευταίου.

19      Ο NW άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης της αστυνομικής διεύθυνσης αλλοδαπών της 10ης Μαΐου 2021 ενώπιον του Szegedi Törvényszék (πρωτοδικείου Szeged, Ουγγαρία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο.

20      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η απόφαση αυτή στηρίζεται αποκλειστικά στις δεσμευτικές και μη αιτιολογημένες γνώμες των ειδικών κρατικών οργάνων, ήτοι της υπηρεσίας προστασίας του Συντάγματος και του Υπουργού Εσωτερικών, γνώμες οι οποίες εκδόθηκαν βάσει διαβαθμισμένων πληροφοριών στις οποίες δεν είχαν πρόσβαση ούτε ο NW ούτε οι αρχές που αποφαίνονται σχετικά με τη διαμονή. Επομένως, οι τελευταίες αυτές αρχές δεν εξέτασαν κατά πόσον η εν λόγω απόφαση ήταν αναγκαία και σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας.

21      Το εν λόγω δικαστήριο υπογραμμίζει ότι από τη νομολογία του Kúria (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ουγγαρία) προκύπτει ότι, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα δικονομικά δικαιώματα του ενδιαφερομένου διασφαλίζονται από την εξουσία που έχει το αρμόδιο δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμήσει τη νομιμότητα της απόφασης περί διαμονής, να λάβει γνώση των διαβαθμισμένων πληροφοριών στις οποίες στηρίζεται η γνώμη των ειδικών οργάνων. Επομένως, το αρμόδιο δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει, όταν καλείται προς τούτο από τον προσφεύγοντα, αν τα πραγματικά περιστατικά και τα δεδομένα στα οποία βασίζεται η οικεία γνώμη δικαιολογούν την απόφαση αυτή, χωρίς ωστόσο να μπορεί να περιλάβει στην απόφασή του τις διαβαθμισμένες πληροφορίες των οποίων έλαβε γνώση.

22      Εκτός αυτού, κατ’ εφαρμογήν της ουγγρικής νομοθεσίας, ούτε ο ενδιαφερόμενος ούτε ο εκπρόσωπός του έχουν συγκεκριμένη δυνατότητα να διατυπώσουν την άποψή τους επί της μη αιτιολογημένης γνώμης των εν λόγω οργάνων. Μολονότι έχουν, βεβαίως, το δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση πρόσβασης στις διαβαθμισμένες πληροφορίες που αφορούν τον ενδιαφερόμενο, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η προστασία του δημοσίου συμφέροντος το οποίο εξυπηρετεί η διαβάθμιση των πληροφοριών υπερισχύει, κατ’ αρχήν, του ιδιωτικού συμφέροντος του ενδιαφερομένου, η δε ύπαρξη λόγου διαβάθμισης αποτελεί, κατ’ ουσίαν, επαρκή λόγο για την απόρριψη της αίτησης του ενδιαφερομένου να του επιτραπεί η πρόσβαση στις πληροφορίες.

23      Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι μια τέτοια αίτηση γινόταν δεκτή, ούτε ο ενδιαφερόμενος ούτε ο εκπρόσωπός του θα είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν στο πλαίσιο της διοικητικής ή της ένδικης διαδικασίας τις διαβαθμισμένες πληροφορίες στις οποίες θα τους είχε χορηγηθεί πρόσβαση, δεδομένου ότι, στην πράξη, δεν θα τους επιτρεπόταν να συντάξουν έγγραφο το οποίο να περιέχει την ουσία των πληροφοριών αυτών. Το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης σχετικής με τη διαμονή δεν έχει, κατά την ουγγρική νομοθεσία, καμία εξουσία συναφώς.

24      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Szegedi Törvényszék (πρωτοδικείο Szeged) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει το άρθρο 10, παράγραφος 1, της [οδηγίας 2003/109] να ερμηνευθεί, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του [Χάρτη] –καθώς και, εν προκειμένω, τα άρθρα 7 και 24 του Χάρτη– υπό την έννοια ότι επιβάλλει στην αρχή κράτους μέλους που έχει εκδώσει απόφαση περί ανακλήσεως προηγουμένως εκδοθείσας άδειας διαμονής επί μακρόν διαμένοντος στηριζόμενη σε λόγους εθνικής ασφάλειας ή/και δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, καθώς και στα ειδικά όργανα που έχουν αποφανθεί επί του εμπιστευτικού χαρακτήρα των σχετικών πληροφοριών την υποχρέωση να διασφαλίζουν στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο που είναι υπήκοος τρίτης χώρας και στον νόμιμο εκπρόσωπό του το δικαίωμα να γνωρίζουν, σε κάθε περίπτωση, τουλάχιστον το ουσιώδες περιεχόμενο των εμπιστευτικών ή διαβαθμισμένων πληροφοριών και δεδομένων στα οποία στηρίζεται η εκδοθείσα βάσει του ανωτέρω λόγου απόφαση, καθώς και το δικαίωμα να κάνουν χρήση των πληροφοριών ή δεδομένων αυτών στη σχετική με την [εν λόγω] απόφαση διαδικασία, σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή κρίνει ότι η γνωστοποίηση αυτή δεν επιτρέπεται για λόγους εθνικής ασφάλειας;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποια ακριβώς είναι η έννοια του “ουσιώδους περιεχομένου” των λόγων εμπιστευτικού χαρακτήρα στους οποίους στηρίζεται μια τέτοια απόφαση, υπό το πρίσμα των άρθρων 41 και 47 του Χάρτη;

3)      Έχει το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, την έννοια ότι το δικαστήριο κράτους μέλους που αποφαίνεται επί της νομιμότητας, αφενός, της γνώμης των ειδικών οργάνων που στηρίζεται σε λόγο σχετικό με εμπιστευτικές ή διαβαθμισμένες πληροφορίες και, αφετέρου, της επί της ουσίας απόφασης σε υποθέσεις που αφορούν αλλοδαπούς, η οποία στηρίζεται στη γνώμη αυτή, πρέπει να είναι αρμόδιο να εξετάσει τη νομιμότητα του εμπιστευτικού χαρακτήρα (την αναγκαιότητα και αναλογικότητά του), και, εφόσον κρίνει ότι ο εμπιστευτικός χαρακτήρας είναι αντίθετος προς τον νόμο, να διατάσσει με απόφασή του την πρόσβαση του ενδιαφερομένου και του νόμιμου εκπροσώπου του στο σύνολο των πληροφοριών στις οποίες στηρίζεται η γνώμη και η απόφαση των διοικητικών αρχών, καθώς και να τους παρέχει τη δυνατότητα χρήσης αυτών, ειδάλλως, εφόσον κρίνει ότι ο εμπιστευτικός χαρακτήρας είναι σύννομος, να επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να λάβει γνώση και να κάνει χρήση τουλάχιστον του ουσιώδους περιεχομένου των εμπιστευτικών πληροφοριών στη σχετική με υπόθεση αλλοδαπών διαδικασία που τον αφορά;

4)      Έχουν τα άρθρα 9, παράγραφος 3, και 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7, 24, 51, παράγραφος 1, και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, την έννοια ότι αντιτίθενται σε νομοθεσία κράτους μέλους σύμφωνα με την οποία η απόφαση επί υποθέσεως αλλοδαπού η οποία διατάσσει την ανάκληση προηγουμένως εκδοθείσας άδειας διαμονής επί μακρόν διαμένοντος εκδίδεται βάσει μη αιτιολογημένης κρίσεως η οποία

α)      βασίζεται αποκλειστικά στη δεσμευτική και υποχρεωτική, ομοίως μη αιτιολογημένη, γνώμη των ειδικών οργάνων στην οποία παραπέμπει αυτομάτως και η οποία διαπιστώνει την ύπαρξη κινδύνου ή προσβολής για την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη, και

β)      ως εκ τούτου, εκδίδεται χωρίς να εξεταστεί σε βάθος η ύπαρξη των λόγων εθνικής ασφάλειας, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας τάξεως στη συγκεκριμένη περίπτωση και χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ατομικές περιστάσεις και οι επιταγές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας;»

25      Με διάταξη της 8ης Αυγούστου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο αυθημερόν, το αιτούν δικαστήριο συμπλήρωσε την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

26      Το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι, στην ως άνω αίτηση, είχε στηριχθεί στην παραδοχή ότι ο NW εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/109. Εντούτοις, δεδομένου ότι μεταξύ του NW και του ανήλικου τέκνου του υφίσταται σχέση εξάρτησης, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η παραδοχή αυτή είναι εσφαλμένη, είναι αναγκαίο να κριθεί αν ο NW πρέπει να έχει παράγωγο δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ.

27      Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο προσέθεσε στα ερωτήματα που έχουν ήδη υποβληθεί στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«α)      Έχει το άρθρο 20 [ΣΛΕΕ], σε συνδυασμό με τα άρθρα 7 και 24 του [Χάρτη], την έννοια ότι απαγορεύει την πρακτική κράτους μέλους να εκδίδει απόφαση με την οποία διατάσσεται η ανάκληση αδείας διαμονής που είχε προηγουμένως χορηγηθεί σε υπήκοο τρίτης χώρας του οποίου το ανήλικο τέκνο και η σύζυγος είναι υπήκοοι κράτους μέλους της Ένωσης και διαμένουν στο κράτος αυτό, χωρίς προηγουμένως να εξετάζει αν το εν λόγω μέλος της οικογένειας, υπήκοος τρίτης χώρας, μπορεί να θεμελιώσει παράγωγο δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ;

β)      Έχει το άρθρο 20 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7, 24, 51, παράγραφος 1, και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, την έννοια ότι, στο μέτρο που υφίσταται παράγωγο δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, το δίκαιο της Ένωσης έχει ως αποτέλεσμα οι εθνικές διοικητικές και δικαστικές αρχές να πρέπει να εφαρμόζουν το δίκαιο αυτό και κατά τη λήψη αποφάσεως σε υπόθεση που αφορά αλλοδαπό με την οποία διατάσσεται η ανάκληση του δελτίου μόνιμης διαμονής καθώς και κατά την εφαρμογή των εξαιρέσεων για λόγους εθνικής ασφαλείας, δημοσίας τάξεως ή δημοσίας ασφαλείας στις οποίες στηρίζεται η απόφαση αυτή, όπως επίσης και κατά την εξέταση την αναγκαιότητας και της αναλογικότητας που δικαιολογούν τον περιορισμό του δικαιώματος διαμονής όταν διαπιστώνεται η συνδρομή των λόγων αυτών;

γ)      Σε περίπτωση που ο προσφεύγων [της κύριας δίκης] εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να απαντήσει, επίσης υπό το πρίσμα του άρθρου αυτού, στα προδικαστικά ερωτήματα 1 έως 4 [...].»

 Η υπόθεση C528/22

28      Ο PQ, υπήκοος τρίτης χώρας, εισήλθε νομίμως στην Ουγγαρία τον Ιούνιο του 2005 ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και έκτοτε διαμένει νομίμως στο εν λόγω κράτος μέλος. Από το 2011 συζεί σε ελεύθερη ένωση με τη σύντροφό του η οποία έχει ουγγρική ιθαγένεια. Στο πλαίσιο της ένωσης αυτής γεννήθηκαν, το 2012 και το 2021, δύο τέκνα ουγγρικής ιθαγένειας.

29      Ο PQ ασκεί, από κοινού με τη σύντροφό του, τη γονική μέριμνα των τέκνων τους. Ζει μόνιμα μαζί τους και ασκεί ως επί το πλείστον την πραγματική επιμέλειά τους. Τα τέκνα του PQ έχουν στενό συναισθηματικό δεσμό και σχέση εξάρτησης με αυτόν, ο οποίος τα φροντίζει διαρκώς από τη γέννησή τους.

30      Με μη αιτιολογημένη γνώμη της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, η υπηρεσία προστασίας του Συντάγματος αποφάνθηκε ότι η διαμονή του PQ στην Ουγγαρία έθιγε τα συμφέροντα του εν λόγω κράτους μέλους στον τομέα της εθνικής ασφάλειας. Ο ειδικός αυτός οργανισμός χαρακτήρισε ως διαβαθμισμένες πληροφορίες τα δεδομένα στα οποία βασίστηκε για την έκδοση της εν λόγω γνώμης. Η εν λόγω γνώμη επικυρώθηκε, στις 12 Φεβρουαρίου 2021, από τον Υπουργό Εσωτερικών, ως ειδικό δευτεροβάθμιο όργανο.

31      Με απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2020, η πρωτοβάθμια υπηρεσία αλλοδαπών της αστυνομίας απέρριψε την αίτηση για χορήγηση εθνικής άδειας εγκατάστασης την οποία είχε υποβάλει ο PQ.

32      Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε, στις 25 Μαρτίου 2021, από την αστυνομική διεύθυνση αλλοδαπών, με την αιτιολογία ότι ο Υπουργός Εσωτερικών είχε διαπιστώσει ότι η διαμονή του PQ στην ουγγρική επικράτεια έθιγε τα συμφέροντα της Ουγγαρίας στον τομέα της εθνικής ασφάλειας. Με την απόφασή της, η αστυνομική διεύθυνση αλλοδαπών υπογράμμισε ότι, κατ’ εφαρμογήν της ουγγρικής νομοθεσίας, δεν μπορούσε να αποκλίνει από τη γνώμη που είχε εκδώσει το Υπουργείο Εσωτερικών και ότι, ως εκ τούτου, ήταν υποχρεωμένη να απορρίψει την αίτηση του PQ, χωρίς να λάβει υπόψη την προσωπική του κατάσταση.

33      Ο PQ άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης της αστυνομικής διεύθυνσης αλλοδαπών της 25ης Μαρτίου 2021 ενώπιον του Szegedi Törvényszék (πρωτοδικείου Szeged), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο.

34      Το αιτούν δικαστήριο παραθέτει εκτιμήσεις ανάλογες με τις περιλαμβανόμενες στις σκέψεις 20 έως 23 της παρούσας απόφασης.

35      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Szegedi Törvényszék (πρωτοδικείο Szeged) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      α)      Έχει το άρθρο 20 [ΣΛΕΕ], σε συνδυασμό με τα άρθρα 7 και 24 του [Χάρτη], την έννοια ότι απαγορεύει την πρακτική κράτους μέλους να εκδίδει απόφαση με την οποία διατάσσεται η ανάκληση αδείας διαμονής που είχε προηγουμένως χορηγηθεί σε υπήκοο τρίτης χώρας –ή απορρίπτεται η αίτησή του για παράταση του δικαιώματος διαμονής (εν προκειμένω, η αίτησή του για χορήγηση εθνικής αδείας εγκατάστασης)– του οποίου το ανήλικο τέκνο και η γυναίκα με την οποία συζεί μόνιμα σε ελεύθερη ένωση είναι υπήκοοι κράτους μέλους της Ένωσης και διαμένουν στο κράτος αυτό, χωρίς να εξετάζει προηγουμένως αν το εν λόγω μέλος της οικογένειας, υπήκοος τρίτης χώρας, μπορεί να θεμελιώσει παράγωγο δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ;

β)      Έχει το άρθρο 20 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7, 24, 51, παράγραφος 1, και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, την έννοια ότι, στο μέτρο που υφίσταται παράγωγο δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, το δίκαιο της Ένωσης έχει ως αποτέλεσμα οι εθνικές διοικητικές και δικαστικές αρχές να πρέπει επίσης να εφαρμόζουν το δίκαιο αυτό κατά τη λήψη απόφασης σε υπόθεση που αφορά αλλοδαπό σχετικά με αίτηση για παράταση του δικαιώματος διαμονής (εν προκειμένω, σχετικά με αίτηση για χορήγηση εθνικής αδείας εγκατάστασης), καθώς και κατά την εφαρμογή των εξαιρέσεων για λόγους εθνικής ασφαλείας, δημοσίας τάξεως ή δημοσίας ασφαλείας στις οποίες στηρίζεται η απόφαση αυτή, όπως επίσης και κατά την εξέταση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας που δικαιολογούν τον περιορισμό του δικαιώματος διαμονής, όταν διαπιστώνεται η συνδρομή των λόγων αυτών;

2)      Έχει το άρθρο 20 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη –καθώς και, εν προκειμένω, με τα άρθρα 7 και 24 του Χάρτη–, την έννοια ότι επιβάλλει στην αρχή κράτους μέλους που έχει εκδώσει απόφαση περί ανακλήσεως προηγουμένως χορηγηθείσας αδείας διαμονής επί μακρόν διαμένοντος στηριζόμενη σε λόγους εθνικής ασφαλείας ή/και δημοσίας τάξεως ή δημοσίας ασφαλείας, ή η οποία αποφαίνεται επί αιτήσεως για παράταση του δικαιώματος διαμονής, καθώς και στα ειδικά όργανα που έχουν αποφανθεί επί του εμπιστευτικού χαρακτήρα των σχετικών πληροφοριών την υποχρέωση να διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση στον ενδιαφερόμενο που είναι υπήκοος τρίτης χώρας και στον νόμιμο εκπρόσωπό του το δικαίωμα να γνωρίζουν τουλάχιστον το ουσιώδες περιεχόμενο των εμπιστευτικών ή διαβαθμισμένων πληροφοριών και δεδομένων στα οποία στηρίζεται η εκδοθείσα βάσει του ανωτέρω λόγου απόφαση, καθώς και το δικαίωμα να κάνουν χρήση των πληροφοριών ή δεδομένων αυτών στη σχετική με την απόφαση διαδικασία, στην περίπτωση που η αρμόδια αρχή κρίνει ότι η γνωστοποίηση αυτή δεν επιτρέπεται για λόγους εθνικής ασφαλείας;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποια ακριβώς είναι η έννοια του “ουσιώδους περιεχομένου” των λόγων εμπιστευτικού χαρακτήρα στους οποίους στηρίζεται μια τέτοια απόφαση, υπό το πρίσμα των άρθρων 41 και 47 του Χάρτη;

4)      Έχει το άρθρο 20 ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, την έννοια ότι το δικαστήριο κράτους μέλους που αποφαίνεται επί της νομιμότητας, αφενός, της γνώμης της ειδικής αρχής που στηρίζεται σε λόγο σχετικό με εμπιστευτικές ή διαβαθμισμένες πληροφορίες και, αφετέρου, της επί της ουσίας απόφασης σε υποθέσεις που αφορούν αλλοδαπούς, η οποία στηρίζεται στη γνώμη αυτή, πρέπει να είναι αρμόδιο να εξετάσει τη νομιμότητα του εμπιστευτικού χαρακτήρα (την αναγκαιότητα και αναλογικότητά του), και, εφόσον κρίνει ότι ο εμπιστευτικός χαρακτήρας είναι αντίθετος προς τον νόμο, να διατάσσει με απόφασή του την πρόσβαση του ενδιαφερομένου και του εκπροσώπου του στο σύνολο των πληροφοριών στις οποίες στηρίζεται η γνώμη και η απόφαση των διοικητικών αρχών, καθώς και να τους παρέχει τη δυνατότητα χρήσης αυτών, ειδάλλως, εφόσον κρίνει ότι ο εμπιστευτικός χαρακτήρας είναι σύννομος, να επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να λάβει γνώση και να κάνει χρήση τουλάχιστον του ουσιώδους περιεχομένου των εμπιστευτικών πληροφοριών στη σχετική με υπόθεση αλλοδαπών διαδικασία που τον αφορά;

5)      Έχει το άρθρο 20 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7, 24, 51, παράγραφος 1, και 52, παράγραφος 1, του του Χάρτη, την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομοθεσία κράτους μέλους, σύμφωνα με την οποία η απόφαση επί υποθέσεως που αφορά αλλοδαπό, η οποία διατάσσει την ανάκληση προηγουμένως χορηγηθείσας αδείας διαμονής επί μακρόν διαμένοντος ή αποφαίνεται σχετικά με αίτηση για παράταση του δικαιώματος διαμονής, εκδίδεται βάσει μη αιτιολογημένης κρίσεως η οποία

α)      βασίζεται αποκλειστικά στη δεσμευτική, υποχρεωτική και μη αιτιολογημένη γνώμη των ειδικών οργάνων, στην οποία παραπέμπει αυτομάτως και η οποία διαπιστώνει την ύπαρξη κινδύνου ή προσβολής για την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη, και

β)      ως εκ τούτου, εκδίδεται χωρίς να εξεταστεί σε βάθος η συνδρομή στη συγκεκριμένη περίπτωση των λόγων εθνικής ασφαλείας, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας τάξεως και χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ατομικές συνθήκες και οι επιταγές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας;»

36      Δεδομένης της συνάφειάς τους, οι υποθέσεις C‑420/22 και C‑528/22 πρέπει να συνεκδικασθούν προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

 Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου και επί του παραδεκτού των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως

37      Η Ουγγρική Κυβέρνηση, χωρίς να αμφισβητεί ρητώς την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ή το παραδεκτό των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως, υποστηρίζει ότι η οδηγία 2003/109 δεν έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑420/22 και ότι το άρθρο 20 ΣΛΕΕ δεν έχει εφαρμογή σε καμία από τις διαφορές των κύριων δικών, όπερ συνεπάγεται ότι ούτε ο Χάρτης έχει εφαρμογή στις διαφορές αυτές.

38      Όσον αφορά, κατά πρώτον, τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2003/109 στη διαφορά της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑420/22, η εν λόγω κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο NW είχε άδεια διαμονής βάσει εθνικής ρύθμισης η οποία δεν έχει ως αντικείμενο τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο και η οποία προβλέπει τη χορήγηση άδειας διαμονής χωρίς να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της εν λόγω οδηγίας.

39      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το αιτούν δικαστήριο στηρίχθηκε βεβαίως, με τη σχετική απόφαση περί παραπομπής, στην παραδοχή ότι η εν λόγω οδηγία έχει εφαρμογή στη διαφορά αυτή. Εντούτοις, με τη διάταξη της 8ης Αυγούστου 2022 που μνημονεύεται στη σκέψη 25 της παρούσας απόφασης, το αιτούν δικαστήριο εκτίμησε ότι η παραδοχή αυτή θα μπορούσε να είναι εσφαλμένη και κάλεσε το Δικαστήριο, σε περίπτωση που κρίνει ότι συντρέχει τέτοια περίπτωση, να απαντήσει στα υποβληθέντα ερωτήματα στηριζόμενο στο άρθρο 20 ΣΛΕΕ.

40      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το σύστημα το οποίο προβλέπει η οδηγία 2003/109 συνεπάγεται σαφώς ότι η υπαγωγή στο καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος δυνάμει της οδηγίας αυτής υπόκειται σε ειδική διαδικασία και εξαρτάται από την πλήρωση των προϋποθέσεων του κεφαλαίου II της εν λόγω οδηγίας (πρβλ. απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Tahir, C‑469/13, EU:C:2014:2094, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Επομένως, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109, τα κράτη μέλη παρέχουν το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν στο έδαφός τους νομίμως και αδιαλείπτως κατά τα πέντε τελευταία έτη. Εντούτοις, η απόκτηση του καθεστώτος αυτού δεν γίνεται αυτόματα. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας οφείλει, προς τούτο, να υποβάλει αίτηση στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο διαμένει, η δε αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από τα επίσημα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν ότι πληροί τους απαριθμούμενους στα άρθρα 4 και 5 της εν λόγω οδηγίας όρους [απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Landeshauptmann von Wien (Απώλεια του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος), C‑432/20, EU:C:2022:39, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

42      Επομένως, οι απαιτήσεις σχετικά με την ανάκληση του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος που προβλέπονται στα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2003/109 έχουν εφαρμογή σε απόφαση ανάκλησης άδειας μόνιμης διαμονής μόνο στο μέτρο που ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας απέκτησε το συγκεκριμένο καθεστώς βάσει της οδηγίας αυτής.

43      Ως εκ τούτου, όταν έχει χορηγηθεί σε υπήκοο τρίτης χώρας άδεια μόνιμης διαμονής ή άδεια διαμονής απεριόριστης ισχύος με ευνοϊκότερους όρους από αυτούς που καθορίζονται στην εν λόγω οδηγία, όπως επιτρέπει το άρθρο 13 της οδηγίας, η ανάκληση της συγκεκριμένης άδειας διαμονής δεν διέπεται από τις διατάξεις της οδηγίας αυτής.

44      Εν προκειμένω, από την απάντηση που έδωσε το αιτούν δικαστήριο σε αίτηση του Δικαστηρίου για την παροχή διευκρινίσεων προκύπτει, αφενός, ότι η άδεια μόνιμης διαμονής περί της οποίας πρόκειται στη διαφορά της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑420/22 χορηγήθηκε στον NW όχι βάσει της ουγγρικής ρύθμισης περί μεταφοράς της οδηγίας 2003/109, αλλά βάσει άλλης ουγγρικής ρύθμισης, και, αφετέρου, ότι ο NW δεν ζήτησε τη χορήγηση άδειας διαμονής βάσει της πρώτης αυτής ρύθμισης.

45      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ανάκληση της άδειας διαμονής η οποία αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑420/22 δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/109.

46      Η διαπίστωση αυτή επιρρωννύεται εξάλλου από τον ισχυρισμό του NW κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι αυτός υπέβαλε, στις 22 Ιουνίου 2023, αίτηση χορήγησης άδειας διαμονής βάσει της οδηγίας αυτής, αίτηση επί της οποίας η αρμόδια αρχή δεν έχει ακόμη αποφανθεί.

47      Ως εκ τούτου, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C‑420/22 είναι απαράδεκτη καθόσον αφορά την οδηγία 2003/109.

48      Όσον αφορά, κατά δεύτερον, τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 20 ΣΛΕΕ στις διαφορές των κύριων δικών, η Ουγγρική Κυβέρνηση υποστηρίζει, καταρχάς, ότι, στην υπόθεση C‑420/22, το αιτούν δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως επιχειρήματα αντλούμενα από παράβαση του άρθρου αυτού. Στη συνέχεια, υποστηρίζει ότι, στην υπόθεση C‑528/22, δεν υφίσταται σχέση εξάρτησης μεταξύ του PQ και των ουγγρικής ιθαγένειας μελών της οικογένειάς του, ενώ η δυνατότητα εφαρμογής του εν λόγω άρθρου προϋποθέτει την ύπαρξη τέτοιας σχέσης. Τέλος, σε αμφότερες τις υποθέσεις, η Ουγγρική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι πρέπει να αποκλειστεί η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι, αφενός, οι επίμαχες αποφάσεις δεν συνεπάγονται υποχρέωση εγκατάλειψης της ουγγρικής επικράτειας και, αφετέρου, ούτε ο NW ούτε ο PQ επικαλέστηκαν το άρθρο αυτό ενώπιον των αρμόδιων ουγγρικών αρχών.

49      Συναφώς, καταρχάς, δεδομένου ότι δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξακριβώσει ότι η απόφαση περί παραπομπής εκδόθηκε σύμφωνα με τους οργανωτικούς και δικονομικούς κανόνες του εθνικού δικαίου (πρβλ. απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2018, Wightman κ.λπ., C‑621/18, EU:C:2018:999, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο φέρεται να υπερέβη τις εξουσίες που του απονέμει η ουγγρική νομοθεσία εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως επιχειρηματολογία αντλούμενη από παράβαση του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, δεν είναι ικανό να αποδείξει το απαράδεκτο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C‑420/22, καθόσον αυτή αφορά την ερμηνεία του εν λόγω άρθρου.

50      Εν συνεχεία, το επιχείρημα ότι δεν υφίσταται σχέση εξάρτησης μεταξύ του PQ και των ουγγρικής ιθαγένειας μελών της οικογένειάς του αντιφάσκει ευθέως προς τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου, από τις οποίες το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποκλίνει.

51      Πράγματι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία στηρίζεται σε σαφή διάκριση των λειτουργιών μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, ο εθνικός δικαστής είναι ο μόνος αρμόδιος να διαπιστώσει και να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης (απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2023, Puig Gordi κ.λπ., C‑158/21, EU:C:2023:57, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

52      Τέλος, τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλει η Ουγγρική Κυβέρνηση συνδέονται άρρηκτα με τις απαντήσεις που πρέπει να δοθούν στο συμπληρωματικό ερώτημα στην υπόθεση C‑420/22 καθώς και με το πρώτο ερώτημα στην υπόθεση C‑528/22.

53      Υπενθυμίζεται πάντως ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων την οποία καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της εκδοθησόμενης δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα της προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, καθόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να αποφανθεί επ’ αυτών (απόφαση της 24ης Ιουλίου 2023, Lin, C‑107/23 PPU, EU:C:2023:606, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

54      Ως εκ τούτου, συντρέχει τεκμήριο λυσιτέλειας για τα ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 24ης Ιουλίου 2023, Lin, C‑107/23 PPU, EU:C:2023:606, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55      Λαμβανομένου υπόψη του ως άνω τεκμηρίου λυσιτέλειας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν, όπως εν προκειμένω, δεν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, ένσταση στηριζόμενη σε αδυναμία εφαρμογής της διάταξης αυτής στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν αφορά το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, αλλά την ουσία των ερωτημάτων (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 114 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

56      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει στις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, οι οποίες είναι παραδεκτές κατά το μέρος που αφορούν το άρθρο 20 ΣΛΕΕ.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου σκέλους του συμπληρωματικού προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C420/22 και επί του πρώτου σκέλους του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C528/22

57      Με το πρώτο σκέλος του συμπληρωματικού προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑420/22 και με το πρώτο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑528/22, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 20 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι απαγορεύει στις αρχές κράτους μέλους να ανακαλούν ή να αρνούνται να χορηγήσουν άδεια διαμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας που είναι μέλος της οικογένειας πολιτών της Ένωσης οι οποίοι έχουν την ιθαγένεια του συγκεκριμένου κράτους μέλους και ουδέποτε άσκησαν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας, χωρίς να έχουν προηγουμένως εξετάσει αν μεταξύ του υπηκόου τρίτης χώρας και των ως άνω πολιτών της Ένωσης υφίσταται σχέση εξάρτησης η οποία θα υποχρέωνε εκ των πραγμάτων τους εν λόγω πολίτες της Ένωσης να εγκαταλείψουν το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο σύνολό του, προκειμένου να συνοδεύσουν το ως άνω μέλος της οικογένειάς τους.

58      Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το άρθρο 20 ΣΛΕΕ αντιτίθεται σε εθνικά μέτρα τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα να στερούν τους πολίτες της Ένωσης από τη δυνατότητα να απολαύσουν πράγματι τα δικαιώματα που τους παρέχει η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης [απόφαση της 27ης Απριλίου 2023, M. D. (Απαγόρευση εισόδου στην Ουγγαρία), C‑528/21, EU:C:2023:341, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

59      Αντιθέτως, οι διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ που αφορούν την ιθαγένεια της Ένωσης δεν παρέχουν κανένα αυτοτελές δικαίωμα στους υπηκόους τρίτων χωρών. Πράγματι, τα δικαιώματα που ενδεχομένως αναγνωρίζονται στους υπηκόους τρίτων χωρών δεν αποτελούν ίδια δικαιώματα των υπηκόων αυτών, αλλά παράγωγα δικαιώματα εκπορευόμενα από τα δικαιώματα του πολίτη της Ένωσης. Ο σκοπός και η δικαιολόγηση των εν λόγω παραγώγων δικαιωμάτων ερείδονται στη διαπίστωση ότι η άρνηση αναγνώρισής τους ενδέχεται να θίξει, μεταξύ άλλων, την ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής του πολίτη της Ένωσης στο έδαφος της Ένωσης [απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Φύση του δικαιώματος διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ), C‑624/20, EU:C:2022:639, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

60      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι υφίστανται όλως ειδικές περιπτώσεις στις οποίες, μολονότι το σχετικό με το δικαίωμα διαμονής των υπηκόων τρίτων χωρών παράγωγο δίκαιο της Ένωσης δεν τυγχάνει εφαρμογής και ο ενδιαφερόμενος πολίτης της Ένωσης δεν έχει κάνει χρήση του δικαιώματός του ελεύθερης κυκλοφορίας, επιβάλλεται η αναγνώριση δικαιώματος διαμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας, μέλος της οικογένειας του εν λόγω πολίτη της Ένωσης, καθώς η πρακτική αποτελεσματικότητα της ιθαγένειας της Ένωσης θα καταλυόταν αν, συνεπεία της μη αναγνωρίσεως ενός τέτοιου δικαιώματος, ο εν λόγω πολίτης της Ένωσης αναγκαζόταν εκ των πραγμάτων να εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης στο σύνολό του, στερούμενος, ως εκ τούτου, τη δυνατότητα να απολαύσει πράγματι, κατά το ουσιώδες μέρος τους, τα δικαιώματα που του παρέχει η ιδιότητα αυτή [αποφάσεις της 27ης Απριλίου 2023, M. D. (Απαγόρευση εισόδου στην Ουγγαρία), C‑528/21, EU:C:2023:341, σκέψη 58, και της 22ας Ιουνίου 2023, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Ταϊλανδή μητέρα ανήλικου τέκνου ολλανδικής ιθαγένειας), C‑459/20, EU:C:2023:499, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

61      Εντούτοις, η άρνηση αναγνωρίσεως δικαιώματος διαμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας είναι ικανή να θίξει την πρακτική αποτελεσματικότητα της ιθαγένειας της Ένωσης μόνο σε περίπτωση κατά την οποία μεταξύ του εν λόγω υπηκόου τρίτης χώρας και του οικείου πολίτη της Ένωσης που είναι μέλος της οικογένειάς του υφίσταται σχέση εξάρτησης τέτοιας φύσεως ώστε ο πολίτης της Ένωσης να εξαναγκάζεται να συνοδεύσει τον εν λόγω υπήκοο τρίτης χώρας και να εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης στο σύνολό του [αποφάσεις της 27ης Απριλίου 2023, M. D. (Απαγόρευση εισόδου στην Ουγγαρία), C‑528/21, EU:C:2023:341, σκέψη 59, και της 22ας Ιουνίου 2023, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Ταϊλανδή μητέρα ανήλικου τέκνου ολλανδικής ιθαγένειας), C‑459/20, EU:C:2023:499, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

62      Το δικαίωμα διαμονής που αναγνωρίζεται δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ σε υπήκοο τρίτης χώρας, υπό την ιδιότητά του ως μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, δικαιολογείται από το ότι η διαμονή αυτή είναι αναγκαία προκειμένου ο εν λόγω πολίτης να είναι σε θέση, ενόσω διαρκεί η σχέση εξάρτησης με τον ως άνω υπήκοο, να απολαύσει πράγματι, κατά το ουσιώδες μέρος τους, τα δικαιώματα που του παρέχει η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης [απόφαση της 22ας Ιουνίου 2023, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Ταϊλανδή μητέρα ανήλικου τέκνου ολλανδικής ιθαγένειας), C‑459/20, EU:C:2023:499, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

63      Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η αναγνώριση δικαιώματος διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα την ένταση της σχέσης εξάρτησης μεταξύ του ενδιαφερόμενου υπηκόου τρίτης χώρας και του πολίτη της Ένωσης που είναι μέλος της οικογένειάς του και, κατά την εκτίμηση αυτή, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης [απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Φύση του δικαιώματος διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ), C‑624/20, EU:C:2022:639, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

64      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει, κατά πρώτον, να υπογραμμιστεί ότι από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, στις όλως ειδικές περιπτώσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 60 της παρούσας απόφασης, το άρθρο 20 ΣΛΕΕ δεν εμποδίζει απλώς την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας, αλλά επιβάλλει να του χορηγηθεί δικαίωμα διαμονής.

65      Επομένως, επίκληση του άρθρου αυτού χωρεί όχι μόνον κατά αποφάσεων που επιβάλλουν σε υπήκοο τρίτης χώρας την υποχρέωση να εγκαταλείψει την επικράτεια του οικείου κράτους μέλους, αλλά και κατά αποφάσεων που ανακαλούν ή αρνούνται τη χορήγηση άδειας διαμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας [πρβλ. αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, Rendón Marín, C‑165/14, EU:C:2016:675, σκέψη 78, της 10ης Μαΐου 2017, Chavez-Vilchez κ.λπ., C‑133/15, EU:C:2017:354, σκέψη 65, καθώς και της 22ας Ιουνίου 2023, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Ταϊλανδή μητέρα ανήλικου τέκνου ολλανδικής ιθαγένειας), C‑459/20, EU:C:2023:499, σκέψη 22].

66      Εντούτοις, δεδομένου ότι υπήκοος τρίτης χώρας μπορεί να αξιώσει τη χορήγηση παραγώγου δικαιώματος διαμονής, δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, μόνον εάν, σε περίπτωση μη αναγνωρίσεως τέτοιου δικαιώματος διαμονής, τόσο ο ίδιος όσο και ο πολίτης της Ένωσης που είναι μέλος της οικογένειάς του θα εξαναγκάζονταν, λόγω της σχέσης εξάρτησης που υφίσταται μεταξύ τους, να εγκαταλείψουν το έδαφος της Ένωσης, η αναγνώριση του εν λόγω δικαιώματος διαμονής είναι δυνατή μόνον όταν ο υπήκοος τρίτης χώρας, μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, δεν πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να αποκτήσει, βάσει άλλων διατάξεων και ιδίως βάσει της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας, δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος του οποίου ο εν λόγω πολίτης είναι υπήκοος [πρβλ. απόφαση της 5ης Μαΐου 2022, Subdelegación del Gobierno en Toledo (Διαμονή μέλους της οικογένειας – Ανεπαρκείς πόροι), C‑451/19 και C‑532/19, EU:C:2022:354, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

67      Ως εκ τούτου, μολονότι το γεγονός ότι μια υπόθεση αφορά απόφαση η οποία δεν έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την επιβολή στον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας της υποχρέωσης να εγκαταλείψει το έδαφος του οικείου κράτους μέλους δεν αρκεί για να αποκλειστεί η εφαρμογή του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, εντούτοις η επίκληση του άρθρου αυτού δεν είναι βάσιμη όταν στον εν λόγω υπήκοο τρίτης χώρας μπορεί να χορηγηθεί δικαίωμα διαμονής κατ’ εφαρμογήν άλλης διάταξης εφαρμοστέας στο εν λόγω κράτος μέλος.

68      Κατά δεύτερον, όσον αφορά την έρευνα που πρέπει να διεξάγουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές πριν από την έκδοση αποφάσεων όπως οι επίμαχες στις κύριες δίκες, καίτοι στα κράτη μέλη εναπόκειται, βεβαίως, να καθορίσουν τους κανόνες εφαρμογής του παράγωγου δικαιώματος διαμονής το οποίο, στις όλως ειδικές περιπτώσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 60 της παρούσας απόφασης, πρέπει να αναγνωρίζεται στον υπήκοο τρίτης χώρας δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι οι ως άνω διαδικαστικοί κανόνες δεν πρέπει να υπονομεύουν την πρακτική αποτελεσματικότητα του εν λόγω άρθρου [πρβλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2020, Subdelegación del Gobierno en Ciudad Real (Σύζυγος πολίτη της Ένωσης), C‑836/18, EU:C:2020:119, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

69      Το Δικαστήριο έχει κρίνει, συναφώς, ότι οι εθνικές αρχές δεν υποχρεούνται να εξετάζουν συστηματικά και με δική τους πρωτοβουλία την ύπαρξη σχέσης εξάρτησης, υπό την έννοια του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι τα στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να κριθεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού πρέπει να προσκομίζονται από τον ενδιαφερόμενο [πρβλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2020, Subdelegación del Gobierno en Ciudad Real (Σύζυγος πολίτη της Ένωσης), C‑836/18, EU:C:2020:119, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

70      Εντούτοις, προκειμένου να διασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, οι εθνικές αρχές οι οποίες καλούνται να αποφανθούν επί του δικαιώματος διαμονής υπηκόου τρίτης χώρας που είναι μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης οφείλουν να εκτιμήσουν, ιδίως βάσει των στοιχείων τα οποία θα πρέπει να μπορούν ελεύθερα να τους προσκομίσουν ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας και ο ενδιαφερόμενος πολίτης της Ένωσης και πραγματοποιώντας, εφόσον είναι αναγκαίο, τις απαραίτητες έρευνες, κατά πόσον υφίσταται, μεταξύ των δύο αυτών προσώπων, σχέση εξάρτησης όπως η περιγραφόμενη στη σκέψη 60 της παρούσας απόφασης [πρβλ. αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2020, Subdelegación del Gobierno en Ciudad Real (Σύζυγος πολίτη της Ένωσης), C‑836/18, EU:C:2020:119, σκέψη 53, και της 27ης Απριλίου 2023, M. D. (Απαγόρευση εισόδου στην Ουγγαρία), C‑528/21, EU:C:2023:341, σκέψη 65].

71      Επομένως, διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 77 των προτάσεών του, όταν οι εθνικές αρχές προτίθενται, κατ’ εφαρμογήν της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας, να ανακαλέσουν ή να αρνηθούν να χορηγήσουν άδεια διαμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας του οποίου οι οικογενειακοί δεσμοί με πολίτη της Ένωσης είναι γνωστοί, οφείλουν να βεβαιώνονται, ενδεχομένως συγκεντρώνοντας τις αναγκαίες προς τούτο πληροφορίες, ότι η απόφαση που πρόκειται να εκδώσουν δεν έχει ως αποτέλεσμα να υποχρεωθεί εκ των πραγμάτων ο εν λόγω πολίτης της Ένωσης να εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης στο σύνολό του.

72      Προς τούτο, οι εν λόγω αρχές οφείλουν, ειδικότερα, να εξακριβώνουν κατά πόσον υφίσταται, μεταξύ των οικείων προσώπων, ενδεχόμενη σχέση εξάρτησης όπως η περιγραφόμενη στη σκέψη 60 της παρούσας απόφασης.

73      Υπό το πρίσμα της αρχής που υπομνήσθηκε στη σκέψη 70 της παρούσας απόφασης, όταν οι εν λόγω αρχές διαθέτουν πληροφορίες σχετικές με την ύπαρξη οικογενειακών δεσμών μεταξύ του ενδιαφερόμενου υπηκόου τρίτης χώρας και πολίτη της Ένωσης, το γεγονός ότι ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας δεν έχει υποβάλει αίτηση χορήγησης άδειας διαμονής στηριζόμενη ρητώς στο άρθρο 20 ΣΛΕΕ και δεν έχει επικαλεστεί ειδικώς το συγκεκριμένο άρθρο ενώπιον των ίδιων αυτών αρχών δεν είναι ικανό να τις απαλλάξει από την υποχρέωση να προβούν στην ως άνω εξακρίβωση.

74      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο σκέλος του συμπληρωματικού προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑420/22 και στο πρώτο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑528/22 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 20 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι απαγορεύει στις αρχές κράτους μέλους να ανακαλούν ή να αρνούνται να χορηγήσουν άδεια διαμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας που είναι μέλος της οικογένειας πολιτών της Ένωσης οι οποίοι έχουν την ιθαγένεια του συγκεκριμένου κράτους μέλους και ουδέποτε άσκησαν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας, χωρίς να έχουν προηγουμένως εξετάσει αν μεταξύ του υπηκόου τρίτης χώρας και των ως άνω πολιτών της Ένωσης υφίσταται σχέση εξάρτησης η οποία θα υποχρέωνε εκ των πραγμάτων τους εν λόγω πολίτες της Ένωσης να εγκαταλείψουν το έδαφος της Ένωσης, στο σύνολό του, προκειμένου να συνοδεύσουν το ως άνω μέλος της οικογένειάς τους, όταν, αφενός, στον υπήκοο τρίτης χώρας δεν μπορεί να χορηγηθεί δικαίωμα διαμονής κατ’ εφαρμογήν άλλης διάταξης εφαρμοστέας στο εν λόγω κράτος μέλος και, αφετέρου, οι αρχές διαθέτουν πληροφορίες σχετικές με την ύπαρξη οικογενειακών δεσμών μεταξύ του υπηκόου τρίτης χώρας και των εν λόγω πολιτών της Ένωσης.

 Επί του δεύτερου σκέλους του συμπληρωματικού προδικαστικού ερωτήματος και επί του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C420/22, καθώς και επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος και επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C528/22

75      Με το δεύτερο σκέλος του συμπληρωματικού προδικαστικού ερωτήματος και με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑420/22, καθώς και με το δεύτερο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος και με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑528/22, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 20 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιβάλλει στις εθνικές αρχές την υποχρέωση να ανακαλούν ή να αρνούνται να χορηγήσουν άδεια διαμονής, για λόγο εθνικής ασφάλειας, σε υπήκοο τρίτης χώρας στον οποίο μπορεί να αναγνωριστεί παράγωγο δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου αυτού, αποκλειστικώς και μόνο βάσει μη αιτιολογημένης δεσμευτικής γνώμης εκδοθείσας από όργανο επιφορτισμένο με εξειδικευμένα καθήκοντα συνδεόμενα με την εθνική ασφάλεια, χωρίς να εξετάζουν ενδελεχώς το σύνολο των ατομικών περιστάσεων και τη συμφωνία της εν λόγω απόφασης περί ανάκλησης ή άρνησης προς την αρχή της αναλογικότητας.

76      Κατά πρώτον, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα κράτη μέλη μπορούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να παρεκκλίνουν από το παράγωγο δικαίωμα διαμονής, το οποίο απορρέει από το άρθρο 20 ΣΛΕΕ, για το μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης περί του οποίου γίνεται λόγος στη σκέψη 60 της παρούσας απόφασης, προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση της δημόσιας τάξης ή η διαφύλαξη της δημόσιας ασφάλειας. Τούτο μπορεί να συμβαίνει όταν ο υπήκοος τρίτης χώρας συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ή εθνική ασφάλεια [απόφαση της 27ης Απριλίου 2023, M. D. (Απαγόρευση εισόδου στην Ουγγαρία), C‑528/21, EU:C:2023:341, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

77      Εντούτοις, η άρνηση χορήγησης δικαιώματος διαμονής, βάσει του λόγου αυτού, μπορεί να απορρέει μόνον από συγκεκριμένη εκτίμηση του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης, υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, των θεμελιωδών δικαιωμάτων η τήρηση των οποίων διασφαλίζεται από το Δικαστήριο και, ενδεχομένως, του υπέρτερου συμφέροντος του τέκνου του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας [πρβλ. απόφαση της 5ης Μαΐου 2022, Subdelegación del Gobierno en Toledo (Διαμονή μέλους της οικογένειας – Ανεπαρκείς πόροι), C‑451/19 και C‑532/19, EU:C:2022:354, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

78      Μολονότι το δίκαιο της Ένωσης δεν καθορίζει την αρχή που πρέπει να προβαίνει στην εκτίμηση αυτή, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εξέτασης που πρέπει να διενεργείται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, εντούτοις γεγονός παραμένει ότι απόφαση περί ανάκλησης ή άρνησης χορήγησης άδειας διαμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας στον οποίο μπορεί να αναγνωριστεί παράγωγο δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου αυτού μπορεί να εκδίδεται μόνον κατόπιν τέτοιας εκτίμησης.

79      Κατά δεύτερον, δεδομένου ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν περιέχει κανόνα που να καθορίζει με ακρίβεια τις ειδικότερες λεπτομέρειες της εξέτασης που πρέπει να διενεργείται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, οι λεπτομέρειες αυτές εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους, βάσει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι δεν είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις εσωτερικής φύσεως (αρχή της ισοδυναμίας) και ότι δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ., C‑159/21, EU:C:2022:708, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

80      Συναφώς, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι τα κράτη μέλη, όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, υποχρεούνται να διασφαλίζουν την τήρηση τόσο των απαιτήσεων που απορρέουν από τη γενική αρχή της χρηστής διοικήσεως όσο και του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ., C‑159/21, EU:C:2022:708, σκέψεις 35 και 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

81      Από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει πάντως ότι η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου τον οποίο κατοχυρώνει το άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη επιβάλλει να είναι ο ενδιαφερόμενος σε θέση να γνωρίζει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται διοικητική απόφαση που τον αφορά, είτε επειδή έχει διαβάσει την ίδια την απόφαση είτε επειδή του έχουν γνωστοποιηθεί οι λόγοι αυτοί κατόπιν αίτησής του, χωρίς να θίγεται η εξουσία του αρμόδιου δικαστή να απαιτήσει από την οικεία αρχή να προβεί στη γνωστοποίησή τους, προκειμένου να παρασχεθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες και να αποφασίσει, έχοντας γνώση όλων των στοιχείων, αν είναι σκόπιμο να προσφύγει στον αρμόδιο δικαστή, καθώς και για να παρασχεθεί στον δικαστή η πλήρης δυνατότητα ασκήσεως του ελέγχου νομιμότητας της επίδικης εθνικής αποφάσεως (απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, Minister van Buitenlandse Zaken, C‑225/19 και C‑226/19, EU:C:2020:951, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

82      Από τις ανωτέρω σκέψεις, και ειδικότερα από τις σχετικές με την απαίτηση να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των κρίσιμων περιστάσεων για την εφαρμογή του άρθρου 20 ΣΛΕΕ καθώς και με την υποχρέωση αιτιολόγησης των αποφάσεων που αφορούν την εφαρμογή αυτή, προκύπτει ότι η αρμόδια για θέματα διαμονής εθνική αρχή δεν μπορεί νομίμως να αρκείται στην εφαρμογή μιας μη αιτιολογημένης απόφασης εκδοθείσας από άλλη εθνική αρχή, η οποία δεν συμμορφώθηκε προς την απαίτηση αυτή, και να λαμβάνει, επί της βάσης αυτής και μόνον, την απόφαση να ανακαλέσει ή να αρνηθεί να χορηγήσει, για λόγο εθνικής ασφάλειας, άδεια διαμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας στον οποίο μπορεί να αναγνωριστεί παράγωγο δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου αυτού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ., C‑159/21, EU:C:2022:708, σκέψη 79).

83      Η ως άνω διαπίστωση ουδόλως αποκλείει το ενδεχόμενο ένα μέρος των πληροφοριών που χρησιμοποιεί η αρμόδια αρχή για να προβεί στην εκτίμηση περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 77 της παρούσας απόφασης να έχει τεθεί στη διάθεσή της από όργανα που είναι επιφορτισμένα με εξειδικευμένα καθήκοντα συνδεόμενα με την εθνική ασφάλεια, με δική τους πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος της εν λόγω αρχής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ., C‑159/21, EU:C:2022:708, σκέψη 82).

84      Ομοίως, η εν λόγω διαπίστωση δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος να αναθέτει σε όργανο επιφορτισμένο με εξειδικευμένα καθήκοντα συνδεόμενα με την εθνική ασφάλεια την εξουσία να εκδίδει γνώμη η οποία επιβάλλει, κατά τρόπο δεσμευτικό, την ανάκληση ή την άρνηση χορήγησης τέτοιας άδειας διαμονής, υπό τον όρο ότι το όργανο αυτό συμμορφώνεται προς την υποχρέωση αιτιολόγησης και μπορεί να εκδίδει τέτοια γνώμη μόνον αφού λάβει δεόντως υπόψη το σύνολο των κρίσιμων περιστάσεων περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 77 της παρούσας απόφασης.

85      Ως εκ τούτου, στο δεύτερο σκέλος του συμπληρωματικού προδικαστικού ερωτήματος και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑420/22, καθώς και στο δεύτερο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος και στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑528/22 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 20 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιβάλλει στις εθνικές αρχές την υποχρέωση να ανακαλούν ή να αρνούνται να χορηγήσουν άδεια διαμονής, για λόγο εθνικής ασφάλειας, σε υπήκοο τρίτης χώρας στον οποίο μπορεί να αναγνωριστεί παράγωγο δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου αυτού, αποκλειστικώς και μόνο βάσει μη αιτιολογημένης δεσμευτικής γνώμης εκδοθείσας από όργανο επιφορτισμένο με εξειδικευμένα καθήκοντα συνδεόμενα με την εθνική ασφάλεια, χωρίς να εξετάζουν ενδελεχώς το σύνολο των ατομικών περιστάσεων και τη συμφωνία της εν λόγω απόφασης περί ανάκλησης ή άρνησης προς την αρχή της αναλογικότητας.

 Επί του πρώτου και του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C420/22 καθώς και επί του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C528/22

86      Με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑420/22 καθώς και με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑528/22, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η γενική αρχή της χρηστής διοίκησης και το άρθρο 47 του Χάρτη, σε συνδυασμό με το άρθρο 20 ΣΛΕΕ, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι, όταν μια απόφαση περί ανάκλησης ή άρνησης χορήγησης άδειας διαμονής, εκδιδόμενη εις βάρος υπηκόου τρίτης χώρας στον οποίο μπορεί να αναγνωριστεί παράγωγο δικαίωμα διαμονής δυνάμει του εν λόγω άρθρου 20, στηρίζεται σε πληροφορίες των οποίων η δημοσιοποίηση ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους, ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο εκπρόσωπός του δεν μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές παρά μόνον αφού λάβουν σχετική άδεια, ενώ δεν τους γνωστοποιείται ούτε καν το ουσιώδες περιεχόμενο των λόγων επί των οποίων στηρίζεται μια τέτοια απόφαση και δεν δύνανται, εν πάση περιπτώσει, να χρησιμοποιήσουν, στο πλαίσιο της διοικητικής ή της ένδικης διαδικασίας, τις πληροφορίες στις οποίες μπόρεσαν ενδεχομένως να αποκτήσουν πρόσβαση.

87      Επιβάλλεται εκ προοιμίου η διαπίστωση ότι, στο μέτρο που το δίκαιο της Ένωσης δεν περιέχει ειδικό κανόνα που να καθορίζει τις λεπτομέρειες πρόσβασης στον φάκελο υπόθεσης σχετικής με το δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, οι ειδικότερες λεπτομέρειες των προβλεπόμενων προς τούτο διαδικασιών εμπίπτουν στην έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους, εντός των ορίων που απορρέουν από τις αρχές και το δίκαιο που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 79 και 80 της παρούσας απόφασης.

88      Από τα ανωτέρω προκύπτει, ιδίως, ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου πρέπει να διασφαλίζεται τόσο κατά τη διοικητική διαδικασία όσο και κατά μια ενδεχόμενη ένδικη διαδικασία (πρβλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ., C‑159/21, EU:C:2022:708, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

89      Συναφώς, όσον αφορά, πρώτον, τη διοικητική διαδικασία, από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας προϋποθέτει ότι οι διοικητικές αρχές των κρατών μελών, όταν λαμβάνουν αποφάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να παρέχουν στον αποδέκτη αποφάσεως η οποία θίγει αισθητά τα συμφέροντά του τη δυνατότητα να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή του σχετικά με τα στοιχεία επί των οποίων η διοίκηση σκοπεύει να στηρίξει την απόφασή της (απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ., C‑159/21, EU:C:2022:708, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

90      Η απαίτηση αυτή αποσκοπεί, ιδίως, στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικής με την εφαρμογή του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, να καταστήσει δυνατό στη διοικητική αρχή να συμμορφωθεί προς την υπομνησθείσα στη σκέψη 85 της παρούσας απόφασης υποχρέωση, προβαίνοντας με πλήρη γνώση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης στην εξατομικευμένη εκτίμηση όλων των κρίσιμων περιστάσεων, γεγονός που επιβάλλει την παροχή προς τον αποδέκτη της αποφάσεως της δυνατότητας να διορθώσει ένα λάθος ή να προβάλει στοιχεία σχετικά με την προσωπική του κατάσταση που συνηγορούν υπέρ του να ληφθεί ή να μη ληφθεί η απόφαση ή να έχει αυτή συγκεκριμένο περιεχόμενο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ., C‑159/21, EU:C:2022:708, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

91      Καθόσον η εν λόγω απαίτηση προϋποθέτει κατ’ ανάγκην την παροχή στον αποδέκτη της αποφάσεως, ενδεχομένως διά του νομικού συμβούλου του, συγκεκριμένης δυνατότητας να γνωρίζει τα στοιχεία στα οποία η διοίκηση προτίθεται να στηρίξει την απόφασή της, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας συνεπάγεται το δικαίωμα πρόσβασης σε όλα τα στοιχεία του φακέλου κατά τη διοικητική διαδικασία (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ., C‑159/21, EU:C:2022:708, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

92      Όσον αφορά, δεύτερον, την ένδικη διαδικασία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας προϋποθέτει ότι ο προσφεύγων έχει τη δυνατότητα να έχει πρόσβαση όχι μόνο στο σκεπτικό της διοικητικής αποφάσεως που τον αφορά, αλλά και σε όλα τα στοιχεία στα οποία η διοίκηση στήριξε την απόφασή της, προκειμένου να είναι σε θέση να λάβει, πράγματι, θέση επί των στοιχείων αυτών (πρβλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ., C‑159/21, EU:C:2022:708, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

93      Επιπλέον, η αρχή της κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως, η οποία συγκαταλέγεται μεταξύ των προβλεπόμενων από το άρθρο 47 του Χάρτη δικαιωμάτων άμυνας, συνεπάγεται ότι οι διάδικοι πρέπει να έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν γνώση όλων των εγγράφων ή παρατηρήσεων που υποβάλλονται στο δικαστήριο για να επηρεάσουν την απόφασή του και να εκφέρουν σχετικώς τη γνώμη τους, όπερ προϋποθέτει ότι το πρόσωπο το οποίο αφορά απόφαση περί διαμονής εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης πρέπει να έχει τη δυνατότητα να λάβει γνώση των στοιχείων του φακέλου του που έχουν τεθεί στη διάθεση του δικαστηρίου το οποίο καλείται να αποφανθεί επί της ασκηθείσας κατά της εν λόγω αποφάσεως προσφυγής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ., C‑159/21, EU:C:2022:708, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

94      Τούτου λεχθέντος, πρέπει να υπομνησθεί ότι τα δικαιώματα άμυνας δεν είναι απόλυτα και ότι το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο –το οποίο απορρέει από τα δικαιώματα αυτά– μπορεί να περιοριστεί, βάσει σταθμίσεως μεταξύ, αφενός, της γενικής αρχής της χρηστής διοίκησης καθώς και του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής του ενδιαφερομένου και, αφετέρου, των συμφερόντων των οποίων γίνεται επίκληση προς δικαιολόγηση της μη δημοσιοποίησης των στοιχείου του φακέλου στο πρόσωπο αυτό, ιδίως σε περίπτωση που τα ως άνω συμφέροντα άπτονται της εθνικής ασφάλειας (πρβλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ., C‑159/21, EU:C:2022:708, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

95      Εντούτοις, δεδομένης της ανάγκης τήρησης του άρθρου 47 του Χάρτη, η στάθμιση αυτή δεν πρέπει να στερεί τα δικαιώματα άμυνας του ενδιαφερομένου από κάθε αποτελεσματικότητα και να καθιστά άνευ περιεχομένου το δικαίωμα προσφυγής που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο 47, ιδίως διά της μη γνωστοποίησης στον ίδιο, ή ενδεχομένως στον εκπρόσωπό του, τουλάχιστον του ουσιώδους περιεχομένου των λόγων στους οποίους βασίστηκε η απόφαση που ελήφθη και αφορά το πρόσωπό του (πρβλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ., C‑159/21, EU:C:2022:708, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

96      Αντιθέτως, η εν λόγω στάθμιση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μη γνωστοποίηση στον ενδιαφερόμενο ορισμένων στοιχείων του φακέλου, σε περίπτωση που η κοινοποίηση των εν λόγω στοιχείων ενδέχεται να θίγει κατά τρόπο άμεσο και συγκεκριμένο την εθνική ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους, καθόσον μπορεί, μεταξύ άλλων, να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή, την υγεία ή την ελευθερία ατόμων ή να αποκαλύψει τις ειδικές μεθόδους έρευνας που μετέρχονται όργανα επιφορτισμένα με εξειδικευμένα καθήκοντα συνδεόμενα με την εθνική ασφάλεια και, συνεπώς, να παρακωλύσει σοβαρά ή ακόμη και να εμποδίσει τη μελλοντική άσκηση των καθηκόντων των εν λόγω οργάνων (απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ., C‑159/21, EU:C:2022:708, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

97      Ως εκ τούτου, μολονότι τα κράτη μέλη μπορούν, ιδίως όταν το απαιτεί η εθνική ασφάλεια, να μην παρέχουν στον ενδιαφερόμενο άμεση πρόσβαση στο σύνολο του φακέλου του στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικής με το άρθρο 20 ΣΛΕΕ, εντούτοις δεν τους επιτρέπεται, διότι άλλως θα παραβίαζαν την αρχή της αποτελεσματικότητας και τη γενική αρχή της χρηστής διοίκησης και θα προσέβαλλαν το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, να περιάγουν το πρόσωπο αυτό σε κατάσταση κατά την οποία ούτε το ίδιο ούτε ο εκπρόσωπός του είναι σε θέση να λάβουν λυσιτελώς γνώση, ενδεχομένως στο πλαίσιο συγκεκριμένης διαδικασίας κατατείνουσας στη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας, του ουσιώδους περιεχομένου των καθοριστικών στοιχείων του εν λόγω φακέλου (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ., C‑159/21, EU:C:2022:708, σκέψη 53).

98      Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται, αφενός, ότι όταν η δημοσιοποίηση πληροφοριών του φακέλου περιορίζεται για λόγους εθνικής ασφάλειας, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου δεν διασφαλίζεται επαρκώς με το να παρέχεται στο πρόσωπο αυτό η δυνατότητα να λάβει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, άδεια προσβάσεως στις πληροφορίες αυτές συνοδευόμενη από πλήρη απαγόρευση χρησιμοποίησης των πληροφοριών που ελήφθησαν κατ’ αυτόν τον τρόπο στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας ή τυχόν ένδικης διαδικασίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ., C‑159/21, EU:C:2022:708, σκέψη 54).

99      Αφετέρου, δεδομένου ότι από τις αποφάσεις περί παραπομπής προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση στηρίζεται στην εκτίμηση ότι τα δικαιώματα άμυνας του ενδιαφερομένου διασφαλίζονται επαρκώς διά της παροχής στο αρμόδιο δικαστήριο της δυνατότητας να έχει πρόσβαση στον φάκελο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ευχέρεια αυτή δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πρόσβαση του ενδιαφερομένου ή του εκπροσώπου του στις πληροφορίες του φακέλου (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ., C‑159/21, EU:C:2022:708, σκέψη 57).

100    Πράγματι, σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας κατά την ένδικη διαδικασία σημαίνει να μπορεί ο ενδιαφερόμενος, ενδεχομένως διά του συμβούλου του, να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του εκφράζοντας την άποψή του επί των στοιχείων αυτών (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ., C‑159/21, EU:C:2022:708, σκέψη 58).

101    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑420/22 καθώς και στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑528/22 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η γενική αρχή της χρηστής διοίκησης και το άρθρο 47 του Χάρτη, σε συνδυασμό με το άρθρο 20 ΣΛΕΕ, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι, όταν μια απόφαση περί ανάκλησης ή άρνησης χορήγησης άδειας διαμονής, εκδιδόμενη εις βάρος υπηκόου τρίτης χώρας στον οποίο μπορεί να αναγνωριστεί παράγωγο δικαίωμα διαμονής δυνάμει του εν λόγω άρθρου 20, στηρίζεται σε πληροφορίες των οποίων η δημοσιοποίηση ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους, ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο εκπρόσωπός του δεν μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές παρά μόνον αφού λάβουν σχετική άδεια, ενώ δεν τους γνωστοποιείται ούτε καν το ουσιώδες περιεχόμενο των λόγων επί των οποίων στηρίζεται μια τέτοια απόφαση και δεν δύνανται, εν πάση περιπτώσει, να χρησιμοποιήσουν, στο πλαίσιο της διοικητικής ή της ένδικης διαδικασίας, τις πληροφορίες στις οποίες μπόρεσαν ενδεχομένως να αποκτήσουν πρόσβαση.

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C420/22 και επί του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C528/22

102    Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑420/22 και με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑528/22, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 47 του Χάρτη, σε συνδυασμό με το άρθρο 20 ΣΛΕΕ, έχει την έννοια ότι το δικαστήριο στο οποίο εναπόκειται να ελέγξει τη νομιμότητα απόφασης περί διαμονής δυνάμει του εν λόγω άρθρου 20 βασιζόμενης σε διαβαθμισμένες πληροφορίες επιβάλλεται να έχει την αρμοδιότητα να ελέγχει τη νομιμότητα της διαβάθμισης των πληροφοριών καθώς και να επιτρέπει την πρόσβαση του ενδιαφερομένου στο σύνολο των εν λόγω πληροφοριών, σε περίπτωση που κρίνει παράνομη τη διαβάθμιση, ή στο ουσιώδες περιεχόμενο των πληροφοριών αυτών, σε περίπτωση που κρίνει νόμιμη τη διαβάθμιση.

103    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι κανόνες σχετικά με τη διαβάθμιση και τον αποχαρακτηρισμό πληροφοριών βάσει εθνικών ρυθμίσεων δεν αποτελούν αντικείμενο εναρμονισμένων κανόνων με πράξη της Ένωσης.

104    Ομοίως, το δίκαιο της Ένωσης δεν περιέχει διατάξεις που να καθορίζουν επακριβώς τις εξουσίες που πρέπει να έχει το εθνικό δικαστήριο το οποίο είναι αρμόδιο να εξετάζει προσφυγή κατά αποφάσεως σχετικής με το δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ.

105    Εντούτοις, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 79 και 80 της παρούσας απόφασης, οι εξουσίες αυτές πρέπει να καθορίζονται από την εθνική νομοθεσία τηρουμένου ιδίως του άρθρου 47 του Χάρτη.

106    Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι θα ήταν ασύμβατο με το θεμελιώδες δικαίωμα για αποτελεσματική δικαστική προστασία το να στηρίζεται δικαστική απόφαση σε πραγματικά περιστατικά και έγγραφα των οποίων οι ίδιοι οι διάδικοι ή ένας εξ αυτών δεν μπόρεσαν να λάβουν γνώση και επί των οποίων δεν είχαν, συνεπώς, τη δυνατότητα να τοποθετηθούν (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψη 56).

107    Εντούτοις, σε εξαιρετικές περιπτώσεις επιτρέπεται στα κράτη μέλη, προκειμένου να αποφεύγουν, για λόγους αναγόμενους στην ασφάλεια του κράτους, την κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο της ακριβούς και πλήρους αιτιολογίας στην οποία στηρίζεται απόφαση περί διαμονής, να προβλέπουν μεθόδους και δικονομικούς κανόνες που να συμβιβάζουν, αφενός, την εύλογη ανάγκη εθνικής ασφάλειας όσον αφορά τη φύση και τις πηγές των πληροφοριών που ελήφθησαν υπόψη κατά την έκδοση τέτοιου είδους απόφασης και, αφετέρου, την ανάγκη διασφάλισης επαρκούς προστασίας των διαδικαστικών δικαιωμάτων του διαδίκου, όπως είναι το δικαίωμα ακρόασης καθώς και η αρχή της κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψη 57).

108    Το Δικαστήριο έχει κρίνει συμβατό με το άρθρο 47 του Χάρτη ένα σύστημα στο πλαίσιο του οποίου το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να λάβει γνώση τόσο του συνόλου των λόγων όσο και των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων βάσει των οποίων ελήφθη η επίμαχη απόφαση, αλλά και να εξακριβώσει αν οι λόγοι οι οποίοι συνδέονται με την ασφάλεια του κράτους και τους οποίους επικαλείται η εθνική αρχή αντιτίθενται όντως στην πλήρη κοινοποίηση των λόγων αυτών και των αποδεικτικών στοιχείων (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψεις 58 και 59).

109    Όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο των λόγων αυτών, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι αρκεί, προς διασφάλιση της τήρησης του άρθρου 47 του Χάρτη, να μπορεί το αρμόδιο δικαστήριο, σε περίπτωση που κρίνει ότι οι λόγοι αυτοί δεν είναι βάσιμοι, να παράσχει στην εθνική αρχή τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει στον ενδιαφερόμενο τους λόγους και τα αποδεικτικά στοιχεία που ελλείπουν (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψη 63).

110    Σε μια τέτοια περίπτωση, αν η εθνική αρχή αποφασίσει να μη γνωστοποιήσει το σύνολο των λόγων και των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, το αρμόδιο δικαστήριο οφείλει, προκειμένου να συμμορφωθεί προς το άρθρο 47 του Χάρτη, να προβεί στην εξέταση της νομιμότητας της επίμαχης αποφάσεως αποκλειστικώς βάσει των λόγων και των αποδεικτικών στοιχείων που κοινοποιήθηκαν (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψη 63).

111    Αντιστρόφως, στην περίπτωση που το αρμόδιο δικαστήριο κρίνει ότι οι λόγοι τους οποίους επικαλέστηκε η εθνική αρχή αποκλείουν την πλήρη κοινοποίηση των ως άνω λόγων και αποδεικτικών στοιχείων, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη τους λόγους και τα αποδεικτικά στοιχεία αυτά σταθμίζοντας προσηκόντως τις σχετικές απαιτήσεις και έχει επισημάνει ότι, όταν το δικαστήριο αυτό προτίθεται να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο, οφείλει να μεριμνά ώστε το ουσιώδες περιεχόμενο των λόγων στους οποίους στηρίζεται η επίμαχη απόφαση να γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο κατά τρόπο ώστε να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η αναγκαία εμπιστευτικότητα των αποδεικτικών στοιχείων (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψεις 64 έως 68).

112    Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι, σε περίπτωση αθέτησης της εν λόγω υποχρέωσης κοινοποίησης, το εν λόγω δικαστήριο οφείλει να συναγάγει, βάσει του εθνικού δικαίου, τις σχετικές συνέπειες (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψη 68).

113    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει, αφενός, ότι η γνωστοποίηση του συνόλου ή μέρους των λόγων και των αποδεικτικών στοιχείων πρέπει, κατά περίπτωση, να εξετάζεται από το αρμόδιο δικαστήριο ανεξάρτητα από την ενδεχόμενη διαβάθμισή τους και, αφετέρου, ότι επιτρέπεται στα κράτη μέλη να επιφυλάσσουν υπέρ των οικείων αρχών την εξουσία να γνωστοποιούν ή όχι αυτούς τους λόγους ή τα αποδεικτικά στοιχεία, υπό τον όρο ότι το αρμόδιο δικαστήριο έχει την εξουσία να συναγάγει τις συνέπειες από την τελική απόφαση που έλαβαν συναφώς οι αρχές αυτές.

114    Σε κάθε περίπτωση, μια τέτοια λύση είναι ικανή, όταν η εθνική αρχή εμποδίζει αδικαιολόγητα τη γνωστοποίηση του συνόλου ή μέρους των στοιχείων στα οποία στηρίζεται η επίμαχη απόφαση, να διασφαλίσει την πλήρη τήρηση του άρθρου 47 του Χάρτη, καθόσον εγγυάται ότι η εκ μέρους της εν λόγω αρχής παράβαση των διαδικαστικών υποχρεώσεων που υπέχει δεν θα οδηγήσει στην έκδοση δικαστικής απόφασης στηριζόμενης σε πραγματικά περιστατικά και έγγραφα των οποίων ο αιτών δεν μπόρεσε να λάβει γνώση και επί των οποίων δεν ήταν, επομένως, σε θέση να τοποθετηθεί.

115    Ως εκ τούτου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 130 των προτάσεών του, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το άρθρο αυτό συνεπάγεται ότι το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να ελέγξει απόφαση σχετική με την εφαρμογή του άρθρου 20 ΣΛΕΕ πρέπει κατ’ ανάγκην να έχει την εξουσία να αποχαρακτηρίσει ορισμένες πληροφορίες και να κοινοποιήσει το ίδιο τις πληροφορίες αυτές στον αιτούντα, δεδομένου ότι δεν απαιτούνται τέτοιος αποχαρακτηρισμός και τέτοια κοινοποίηση προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική δικαστική προστασία στο πλαίσιο της εκτίμησης της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

116    Κατά συνέπεια, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑420/22 και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑528/22 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 47 του Χάρτη, σε συνδυασμό με το άρθρο 20 ΣΛΕΕ, έχει την έννοια ότι το δικαστήριο στο οποίο εναπόκειται να ελέγξει τη νομιμότητα απόφασης περί διαμονής δυνάμει του εν λόγω άρθρου 20 βασιζόμενης σε διαβαθμισμένες πληροφορίες δεν επιβάλλεται να έχει την αρμοδιότητα να ελέγχει τη νομιμότητα της διαβάθμισης των πληροφοριών καθώς και να επιτρέπει την πρόσβαση του ενδιαφερομένου στο σύνολο των εν λόγω πληροφοριών, σε περίπτωση που κρίνει παράνομη τη διαβάθμιση, ή στο ουσιώδες περιεχόμενο των πληροφοριών αυτών, σε περίπτωση που κρίνει νόμιμη τη διαβάθμιση. Αντιθέτως, το δικαστήριο αυτό οφείλει, προκειμένου να διασφαλίσει τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου, να συνάγει, κατά περίπτωση, τις συνέπειες ενδεχόμενης απόφασης των αρμόδιων αρχών να μη γνωστοποιήσουν το σύνολο ή μέρος του σκεπτικού της εν λόγω απόφασης και των συναφών αποδεικτικών στοιχείων.

 Επί των δικαστικών εξόδων

117    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κύριων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Συνεκδικάζει τις υποθέσεις C420/22 και C528/22 προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

2)      Το άρθρο 20 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι απαγορεύει στις αρχές κράτους μέλους να ανακαλούν ή να αρνούνται να χορηγήσουν άδεια διαμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας που είναι μέλος της οικογένειας πολιτών της Ένωσης οι οποίοι έχουν την ιθαγένεια του συγκεκριμένου κράτους μέλους και ουδέποτε άσκησαν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας, χωρίς να έχουν προηγουμένως εξετάσει αν μεταξύ του υπηκόου τρίτης χώρας και των ως άνω πολιτών της Ένωσης υφίσταται σχέση εξάρτησης η οποία θα υποχρέωνε εκ των πραγμάτων τους εν λόγω πολίτες της Ένωσης να εγκαταλείψουν το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο σύνολό του, προκειμένου να συνοδεύσουν το ως άνω μέλος της οικογένειάς τους, όταν, αφενός, στον υπήκοο τρίτης χώρας δεν μπορεί να χορηγηθεί δικαίωμα διαμονής κατ’ εφαρμογήν άλλης διάταξης εφαρμοστέας στο εν λόγω κράτος μέλος και, αφετέρου, οι αρχές διαθέτουν πληροφορίες σχετικές με την ύπαρξη οικογενειακών δεσμών μεταξύ του υπηκόου τρίτης χώρας και των εν λόγω πολιτών της Ένωσης.

3)      Το άρθρο 20 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιβάλλει στις εθνικές αρχές την υποχρέωση να ανακαλούν ή να αρνούνται να χορηγήσουν άδεια διαμονής, για λόγο εθνικής ασφάλειας, σε υπήκοο τρίτης χώρας στον οποίο μπορεί να αναγνωριστεί παράγωγο δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου αυτού, αποκλειστικώς και μόνο βάσει μη αιτιολογημένης δεσμευτικής γνώμης εκδοθείσας από όργανο επιφορτισμένο με εξειδικευμένα καθήκοντα συνδεόμενα με την εθνική ασφάλεια, χωρίς να εξετάζουν ενδελεχώς το σύνολο των ατομικών περιστάσεων και τη συμφωνία της εν λόγω απόφασης περί ανάκλησης ή άρνησης προς την αρχή της αναλογικότητας.

4)      Η γενική αρχή της χρηστής διοίκησης και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το άρθρο 20 ΣΛΕΕ, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι, όταν μια απόφαση περί ανάκλησης ή άρνησης χορήγησης άδειας διαμονής, εκδιδόμενη εις βάρος υπηκόου τρίτης χώρας στον οποίο μπορεί να αναγνωριστεί παράγωγο δικαίωμα διαμονής δυνάμει του εν λόγω άρθρου 20, στηρίζεται σε πληροφορίες των οποίων η δημοσιοποίηση ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους, ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο εκπρόσωπός του δεν μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές παρά μόνον αφού λάβουν σχετική άδεια, ενώ δεν τους γνωστοποιείται ούτε καν το ουσιώδες περιεχόμενο των λόγων επί των οποίων στηρίζεται μια τέτοια απόφαση και δεν δύνανται, εν πάση περιπτώσει, να χρησιμοποιήσουν, στο πλαίσιο της διοικητικής ή της ένδικης διαδικασίας, τις πληροφορίες στις οποίες μπόρεσαν ενδεχομένως να αποκτήσουν πρόσβαση.

5)      Το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το άρθρο 20 ΣΛΕΕ, έχει την έννοια ότι το δικαστήριο στο οποίο εναπόκειται να ελέγξει τη νομιμότητα απόφασης περί διαμονής δυνάμει του εν λόγω άρθρου 20 βασιζόμενης σε διαβαθμισμένες πληροφορίες δεν επιβάλλεται να έχει την αρμοδιότητα να ελέγχει τη νομιμότητα της διαβάθμισης των πληροφοριών καθώς και να επιτρέπει την πρόσβαση του ενδιαφερομένου στο σύνολο των εν λόγω πληροφοριών, σε περίπτωση που κρίνει παράνομη τη διαβάθμιση, ή στο ουσιώδες περιεχόμενο των πληροφοριών αυτών, σε περίπτωση που κρίνει νόμιμη τη διαβάθμιση. Αντιθέτως, το δικαστήριο αυτό οφείλει, προκειμένου να διασφαλίσει τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου, να συνάγει, κατά περίπτωση, τις συνέπειες ενδεχόμενης απόφασης των αρμόδιων αρχών να μη γνωστοποιήσουν το σύνολο ή μέρος του σκεπτικού της εν λόγω απόφασης και των συναφών αποδεικτικών στοιχείων.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική.