Language of document :

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-3/00 και T-337/04

Αθανάσιος Πιτσιόρλας

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Συμφωνία Βασιλείας-Nyborg – Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Αιτιολογία – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Απόφαση 93/731/ΕΚ – Εσωτερικός κανονισμός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – Αγωγή αποζημιώσεως – Εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της – Ζημία – Αιτιώδης συνάφεια»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Έννοια – Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα

(Άρθρο 230 ΕΚ)

2.      Συμβούλιο – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα του Συμβουλίου – Απόφαση 93/731

(Απόφαση 93/731 του Συμβουλίου)

3.      Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Θεμελιώδη δικαιώματα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα

(Άρθρα 110 ΕΚ και 255 ΕΚ)

4.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολόγηση – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Άρθρο 253 ΕΚ)

5.      Αγωγή αποζημιώσεως – Αυτοτέλεια σε σχέση με την προσφυγή ακυρώσεως

1.      Δεν αρκεί να έχει σταλεί ένα έγγραφο από ένα κοινοτικό όργανο στον αποδέκτη του, σε απάντηση αιτήσεως που υπέβαλε ο τελευταίος, για να μπορεί να χαρακτηριστεί το έγγραφο αυτό ως απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, παρέχουσα το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως. Πράξεις ή αποφάσεις που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, αποτελούν μόνον τα μέτρα που παράγουν υποχρεωτικά έννομα αποτελέσματα, τα οποία είναι ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς την έννομη κατάστασή του.

Ωστόσο, σε περίπτωση που, ως απάντηση στην αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα υποβληθείσα βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 3, του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου περί απορρίψεως της αιτήσεως δεν επισημοποιήθηκε έναντι του προσφεύγοντος παρά με την πράξη κοινοποιήσεώς της, το αίτημα του προσφεύγοντος για την ακύρωση του εγγράφου κοινοποιήσεως πρέπει να ερμηνεύεται ως αποσκοπούν στην ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως, όπως αυτή του ανακοινώθηκε με το εν λόγω έγγραφο.

(βλ. σκέψεις 58, 63, 65)

2.      Από το άρθρο 1 της αποφάσεως 93/731, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Συμβουλίου, προκύπτει ότι η δυνατότητα του Συμβουλίου να δεχθεί αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα προϋποθέτει, προδήλως, όχι μόνον ότι τα έγγραφα τα οποία αφορά η εν λόγω αίτηση υπάρχουν, αλλά και ότι βρίσκονται στην κατοχή του οργάνου.

Σύμφωνα με το τεκμήριο νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων, τεκμαίρεται η ανυπαρξία εγγράφου στο οποίο ζητήθηκε πρόσβαση όταν το οικείο όργανο ισχυρίζεται ότι το έγγραφο δεν υπάρχει. Πρόκειται, ωστόσο, για μαχητό τεκμήριο που ο προσφεύγων μπορεί να ανατρέψει με κάθε μέσο, βάσει λυσιτελών και συγκλινουσών ενδείξεων.

(βλ. σκέψεις 131, 140)

3.      Τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν μπορούν να εκληφθούν ως απόλυτα δικαιώματα και είναι θεμιτή η επιφύλαξη, σχετικά με τα δικαιώματα αυτά, της εφαρμογής ορισμένων ορίων που δικαιολογούνται από τους στόχους γενικού συμφέροντος, τους οποίους επιδιώκει η Κοινότητα, εφόσον δεν θίγεται η ουσία των δικαιωμάτων αυτών.

Όσον αφορά το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή των κοινοτικών δημοσίων αρχών, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), έστω και αν υποτεθεί ότι το δικαίωμα αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως θεμελιώδες δικαίωμα προστατευόμενο από την κοινοτική έννομη τάξη ως γενική αρχή του δικαίου, λόγοι απτόμενοι της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος ή ενός ιδιωτικού συμφέροντος μπορούν θεμιτώς να περιορίσουν το δικαίωμα αυτό.

Οι περιορισμοί προσβάσεως στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή της ΕΚΤ, οι οποίοι απορρέουν, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 23, παράγραφος 3, του εσωτερικού κανονισμού της, που προβλέπει, μεταξύ άλλων, 30ετή περίοδο εμπιστευτικότητας για τα έγγραφα που φυλάσσονται στα αρχεία της Επιτροπής των Διοικητών, συνδέονται με τα καθήκοντα τα οποία αναθέτει στην ΕΚΤ η Συνθήκη ΕΚ, οι συντάκτες της οποίας προδήλως θέλησαν να εξασφαλίσουν ότι η ΕΚΤ θα είναι σε θέση να τα εκτελεί με ανεξαρτησία. Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από τη συνδυασμένη ανάγνωση του άρθρου 110 ΕΚ και του άρθρου 255 ΕΚ, από την οποία προκύπτει η εξαίρεση της ΕΚΤ από το πεδίο εφαρμογής της τελευταίας αυτής διατάξεως και, ως εκ τούτου, η ιδιαίτερη μεταχείριση της ΕΚΤ σε σχέση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή όσον αφορά την πρόσβαση στα έγγραφα.

Συνεπώς, η προστασία του δημοσίου συμφέροντος που άπτεται της νομισματικής πολιτικής στην Κοινότητα συνιστά θεμιτό λόγο περιορισμού του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή των κοινοτικών δημοσίων αρχών, το οποίο θεωρείται θεμελιώδες δικαίωμα.

(βλ. σκέψεις 221-223, 228-229, 231-232)

4.      Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να επιτρέπει να διαφανεί κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του. Δεν απαιτείται να διασαφηνίζει η αιτιολογία όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις επιταγές του εν λόγω άρθρου πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και του όλου πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα.

Το θεσμικό όργανο στο οποίο απευθύνεται η αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα πρέπει να αιτιολογεί την απόφασή του κατά τρόπον ώστε να προκύπτει ότι προέβη σε συγκεκριμένη αξιολόγηση των εγγράφων στα οποία ζητείται η πρόσβαση. Δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές αυτές και είναι ακυρωτέα μια απόφαση που δεν επικαλείται καμία ιδιαίτερη ανάγκη ή λόγο προστασίας σε σχέση με τα εν λόγω έγγραφα ούτε παρέχει, κατά μείζονα λόγο, καμία —έστω και λακωνική— εξήγηση που να δικαιολογεί την άρνησή του να δημοσιοποιήσει το περιεχόμενο των εγγράφων και να επιτρέπει να κατανοηθεί και να ελεγχθεί το υποστατό της ανάγκης προστασίας. Η διευκρίνιση, απλώς και μόνον, της φύσεως των εγγράφων στα οποία ζητείται η πρόσβαση δεν μπορεί να εξομοιωθεί προς αξιολόγηση των πληροφοριακών στοιχείων που περιέχονται στα εν λόγω έγγραφα.

Εξάλλου, η αιτιολογία πρέπει να υπάρχει στο ίδιο το σώμα της αποφάσεως και, αν αυτή περιέχει υποτυπώδη αιτιολογία, η αιτιολογία αυτή δεν μπορεί να αναπτυχθεί και να διασαφηνιστεί για πρώτη φορά και εκ των υστέρων ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, πλην εξαιρετικών περιστάσεων που δεν συντρέχουν στην περίπτωση που δεν υπάρχει επείγουσα ανάγκη και όταν η πράξη που πρόκειται να εκδώσει η οικεία αρχή εμφανίζει μοναδικό χαρακτήρα.

(βλ. σκέψεις 261, 263, 267, 269, 278-279)

5.      Η αγωγή αποζημιώσεως είναι αυτοτελές μέσο δικαστικής προστασίας, το οποίο έχει ιδιαίτερη λειτουργία στο πλαίσιο του συστήματος των μέσων δικαστικής προστασίας και εξαρτάται από προϋποθέσεις ασκήσεως οι οποίες τέθηκαν με γνώμονα το ειδικό αντικείμενό του. Ενώ σκοπός της προσφυγής ακυρώσεως και της προσφυγής κατά παραλείψεως είναι να επιβληθεί κύρωση λόγω του παράνομου χαρακτήρα μιας νομικώς δεσμευτικής πράξεως ή λόγω της ελλείψεως τέτοιας πράξεως, η αγωγή αποζημιώσεως έχει ως αντικείμενο αίτημα αποκαταστάσεως ζημίας απορρέουσας από παράνομη πράξη ή συμπεριφορά καταλογιστέα σε κοινοτικό όργανο ή οργανισμό.

Όταν ο ενάγων, αφού άσκησε προσφυγή ακυρώσεως, άσκεί αγωγή αποζημιώσεως από την οποία προκύπτει σαφώς ότι η παράνομη συμπεριφορά που προσάπτεται στα καθών όργανα συνίσταται ακριβώς στην έκδοση των αποφάσεων των οποίων ζητεί την ακύρωση, και, στο πλαίσιο αυτής της αγωγής αποζημιώσεως και προκειμένου να αποδείξει την παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων, αναπτύσσει επιχειρηματολογία εν μέρει ταυτόσημη με εκείνη που ανέπτυξε προκειμένου να επιτύχει την ακύρωση των εν λόγω πράξεων, η αρχή της αυτοτέλειας των μέσων δικαστικής προστασίας απαγορεύει ενιαία εκτίμηση του συνόλου των λόγων παρανόμου που προβάλλονται στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως και της αγωγής αποζημιώσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι οι αποφάσεις με τις οποίες γίνονται δεκτά τα αιτήματα της εν λόγω προσφυγής και της εν λόγω αγωγής έχουν διαφορετικές συνέπειες. Η ευδοκίμηση της προσφυγής ακυρώσεως καταλήγει στην εξάλειψη της προσβαλλομένης πράξεως από την κοινοτική έννομη τάξη, ενώ η ευδοκίμηση της αγωγής αποζημιώσεως επιτρέπει αποκλειστικά την αποκατάσταση της ζημίας που προξένησε η πράξη αυτή, χωρίς αυτόματη κατάργηση της πράξεως.

Η συνεκδίκαση των υποθέσεων προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως δεν είναι ικανή να ανατρέψει το συμπέρασμα αυτό, καθόσον η απόφαση περί συνεκδικάσεως δεν επηρεάζει την ανεξαρτησία και την αυτοτέλεια των συγκεκριμένων υποθέσεων, καθώς είναι πάντοτε δυνατό να ληφθεί απόφαση για τον εκ νέου χωρισμό τους.

(βλ. σκέψεις 280-281, 283-285)