Language of document : ECLI:EU:T:2007:287

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

της 17ης Σεπτεμβρίου 2007 (*)

«Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσία ελέγχου της Επιτροπής – Έγγραφα κατασχεθέντα κατά τη διάρκεια ελέγχου – Προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών – Παραδεκτό»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑125/03 και T‑253/03,

Akzo Nobel Chemicals Ltd, με έδρα το Hersham, Walton on Thames, Surrey (Ηνωμένο Βασίλειο),

Akcros Chemicals Ltd, με έδρα το Hersham, Walton on Thames, Surrey,

εκπροσωπούμενες από τους C. Swaak, M. Mollica και M. van der Woude, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

υποστηριζόμενες από

το Conseil des barreaux européens (CCBE), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενο από τον J. Flynn, QC,

από

το Algemene Raad van de Nederlandse Orde van Advocaten, με έδρα τη Χάγη (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενο από τους O. Brouwer και C. Schillemans, δικηγόρους,

από

την European Company Lawyers Association (ECLA), με έδρα τις Βρυξέλλες, εκπροσωπούμενη από τους M. Dolmans, K. Nordlander, δικηγόρους, και τον J. Temple Lang, solicitor,

από

την American Corporate Counsel Association (ACCA) – European Chapter, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τον G. Berrisch, δικηγόρο, και τον D. Hull, solicitor,

και από

την International Bar Association (IBA), με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τον J. Buhart, δικηγόρο,

παρεμβαίνοντες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τον R. Wainwright και τη C. Ingen-Housz, και στη συνέχεια, από τον F. Castillo de la Torre και X. Lewis,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο, πρώτον, αίτηση με την οποία ζητείται, αφενός, η ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής C (2003) 559/4, της 10ης Φεβρουαρίου 2003, και, εφόσον χρειάζεται, της αποφάσεως της Επιτροπής C (2003) 85/4, της 30ής Ιανουαρίου 2003, με την οποία διατάχθηκε η διεξαγωγή ελέγχου στις εταιρίες Akzo Nobel Chemicals Ltd, Akcros Chemicals Ltd και Akcros Chemicals καθώς και στις αντίστοιχες θυγατρικές τους βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25) (υπόθεση COMP/E-1/38.589), και, αφετέρου, να διαταχθεί η Επιτροπή να επιστρέψει ορισμένα έγγραφα κατασχεθέντα στο πλαίσιο του εν λόγω ελέγχου καθώς και να της απαγορευθεί η χρήση του περιεχομένου τους (υπόθεση T‑125/03) και, δεύτερον, αίτηση με την οποία ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής C (2003) 1533 τελικό, της 8ης Μαΐου 2003, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση προστασίας των εν λόγω εγγράφων βάσει του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών (υπόθεση T‑253/03),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πρώτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους J. D. Cooke, πρόεδρο, R. García-Valdecasas, την I. Labucka, και τους M. Prek και V. Ciucă, δικαστές,

γραμματέας: Κ. Καντζά, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 28ης Ιουνίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Περιστατικά και διαδικασία

1        Στις 10 Φεβρουαρίου 2003, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C (2003) 559/4, για την τροποποίηση της αποφάσεως C (2003) 85/4, της 30ής Ιανουαρίου 2003, με την οποία διέταξε, μεταξύ άλλων, τις εταιρίες Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd καθώς και τις αντίστοιχες θυγατρικές τους να δεχθούν ελέγχους βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), και που απέβλεπε στην αναζήτηση αποδεικτικών στοιχείων για ενδεχόμενες πρακτικές νοθεύουσες τον ανταγωνισμό (στο εξής, από κοινού: διατάσσουσα τον έλεγχο απόφαση).

2        Στις 12 και 13 Φεβρουαρίου 2003, οι υπάλληλοι της Επιτροπής, επικουρούμενοι από εκπροσώπους της Office of Fair Trading (OFT, βρετανική αρχή ανταγωνισμού), προέβησαν σε έλεγχο, βάσει της διατάσσουσας τον έλεγχο αποφάσεως, στα γραφεία των προσφευγουσών που βρίσκονται στο Eccles, Manchester (Ηνωμένο Βασίλειο). Κατά τη διάρκεια του ως άνω ελέγχου, οι υπάλληλοι της Επιτροπής έλαβαν αντίγραφο σημαντικού αριθμού εγγράφων.

3        Κατά τη διάρκεια των ως άνω πράξεων, οι εκπρόσωποι των προσφευγουσών ανέφεραν στους υπαλλήλους της Επιτροπής ότι ορισμένα έγγραφα μπορούσαν να καλύπτονται από την προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών (legal professional privilege ή LPP)

4        Οι υπάλληλοι της Επιτροπής ανέφεραν τότε στους εκπροσώπους των προσφευγουσών ότι ήταν γι’ αυτούς αναγκαίο να λάβουν συνοπτική γνώση των εν λόγω εγγράφων προκειμένου να σχηματίσουν ιδίαν αντίληψη για την προστασία της οποίας ενδεχομένως έπρεπε να τύχουν τα εν λόγω έγγραφα. Κατόπιν μακράς συζητήσεως και αφού οι υπάλληλοι της Επιτροπής και της OFT υπέμνησαν στους εκπροσώπους των προσφευγουσών τις συνέπειες παρεμπόδισης των ελεγκτικών δραστηριοτήτων, αποφασίστηκε ότι ο υπεύθυνος για τον έλεγχο θα λάμβανε συνοπτική γνώση των εν λόγω εγγράφων, ενώ ένας εκπρόσωπος των προσφευγουσών θα ήταν δίπλα του.

5        Κατά την εξέταση των εν λόγω εγγράφων ανέκυψε διαφορά σχετικά με πέντε έγγραφα, τα οποία τελικά αποτέλεσαν αντικείμενο δύο ειδών μεταχειρίσεως εκ μέρους της Επιτροπής.

6        Το πρώτο από τα έγγραφα αυτά είναι ένα δακτυλογραφημένο υπόμνημα δύο σελίδων, με ημερομηνία 16 Φεβρουαρίου 2000, προερχόμενο από τον γενικό διευθυντή της Akcros Chemicals και απευθυνόμενο σε έναν από τους προϊσταμένους του. Κατά τις προσφεύγουσες, το υπόμνημα αυτό περιέχει πληροφορίες που είχαν συγκεντρωθεί από τον γενικό διευθυντή κατά τις εσωτερικές συζητήσεις με άλλους υπαλλήλους. Οι πληροφορίες αυτές είχαν συλλεγεί, κατά τα λεγόμενά τους, προκειμένου να ληφθεί εξωτερική νομική συμβουλή στο πλαίσιο του προγράμματος συμμορφώσεως προς το δίκαιο του ανταγωνισμού που έθεσε σε εφαρμογή η Akzo Nobel. Το δεύτερο από τα έγγραφα αυτά είναι ένα δεύτερο αντίγραφο αυτού του υπομνήματος, στο οποίο περιλαμβάνονται χειρόγραφες σημειώσεις οι οποίες αφορούν επαφές με ένα δικηγόρο των προσφευγουσών, με μνεία ειδικότερα του ονόματός του.

7        Αφού δέχθηκαν τις εξηγήσεις των προσφευγουσών σχετικά με τα δύο αυτά πρώτα έγγραφα, οι υπάλληλοι της Επιτροπής δεν ήσαν σε θέση να καταλήξουν επί τόπου σε ένα οριστικό συμπέρασμα ως προς την προστασία της οποίας έπρεπε ενδεχομένως να τύχουν τα εν λόγω έγγραφα. Επομένως, έλαβαν αντίγραφο και το τοποθέτησαν σε σφραγισμένο φάκελο, τον οποίο μετέφεραν μαζί τους μετά το πέρας του ελέγχου τους. Οι προσφεύγουσες προσδιόρισαν τα δύο αυτά έγγραφα ως ανήκοντα στην «κατηγορία Α».

8        Το τρίτο έγγραφο που αποτέλεσε αντικείμενο διαφοράς αποτελείται από ένα σύνολο χειρόγραφων σημειώσεων του γενικού διευθυντή της Akcros Chemicals, για τις οποίες οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι έχουν συνταχθεί επ’ ευκαιρία συζητήσεων με τους υπαλλήλους και χρησιμοποιήθηκαν για τη σύνταξη του δακτυλογραφημένου υπομνήματος που συνιστά την κατηγορία Α. Τέλος, τα δύο τελευταία επίμαχα έγγραφα είναι δύο επιστολές μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ανταλλαγείσες μεταξύ του γενικού διευθυντή της Akcros Chemicals και του κυρίου S., του συντονιστή της Akzo Nobel για το δίκαιο του ανταγωνισμού. Ο τελευταίος είναι δικηγόρος εγγεγραμμένος στον Δικηγορικό Σύλλογο των Κάτω Χωρών ο οποίος, κατά τη στιγμή των περιστατικών, ήταν μέλος της νομικής υπηρεσίας της Akzo Nobel και, κατά συνέπεια, απασχολούμενος διαρκώς από την επιχείρηση αυτή.

9        Αφού επανεξέτασε τα τρία αυτά έγγραφα και έλαβε τις εξηγήσεις των προσφευγουσών, η υπεύθυνος του ελέγχου θεώρησε ότι αυτά δεν προστατεύονταν από το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών. Κατά συνέπεια, έλαβε αντίγραφο και το επισύναψε στον υπόλοιπο φάκελο, χωρίς να το απομονώσει σε σφραγισμένο φάκελο. Οι προσφεύγουσες προσδιόρισαν τα τρία αυτά έγγραφα ως ανήκοντα στην «κατηγορία Β».

10      Στις 17 Φεβρουαρίου 2003, οι προσφεύγουσες παρέδωσαν έγγραφο στην Επιτροπή, στο οποίο εξηγούσαν τους λόγους για τους οποίους τα έγγραφα της κατηγορίας Α και αυτά της κατηγορίας Β προστατεύονταν, κατ’ αυτές, από το απόρρητο.

11      Με έγγραφο της 1ης Απριλίου 2003, η Επιτροπή πληροφόρησε τις προσφεύγουσες ότι τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν με το από 17 Φεβρουαρίου 2003 έγγραφό τους δεν της επέτρεπαν να καταλήξει στο ότι τα αναφερόμενα έγγραφα όντως καλύπτονταν από το απόρρητο. Πάντως, ανέφερε ότι οι προσφεύγουσες είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των προκαταρκτικών αυτών συμπερασμάτων εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων, μετά τη λήξη της οποίας η Επιτροπή θα ελάμβανε οριστική απόφαση.

12      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 11 Απριλίου 2003, οι προσφεύγουσες άσκησαν προσφυγή δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, με την οποία ζητούν, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της 10ης Φεβρουαρίου 2003 και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, της αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 2003 και, αφετέρου, την επιστροφή των επίμαχων εγγράφων.

13      Στις 17 Απριλίου 2003, οι προσφεύγουσες πληροφόρησαν την Επιτροπή για την κατάθεση της προσφυγής τους στην υπόθεση Τ- 125/03. Της ανέφεραν επίσης ότι οι παρατηρήσεις τις οποίες είχαν κληθεί να της υποβάλουν έως την 1η Απριλίου 2003 περιλαμβάνονταν σ’ αυτό το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο. Την ίδια ημέρα, οι προσφεύγουσες κατέθεσαν αίτηση, βάσει των άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ, με την οποία ζητούσαν ειδικότερα αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως της 10ης Φεβρουαρίου 2003 (υπόθεση T‑125/03 R).

14      Στις 8 Μαΐου 2003, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C (2003) 1533 τελικό, με την οποία απέρριψε την αίτηση προστασίας των επίμαχων εγγράφων βάσει του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών, σύμφώνα με το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 (στο εξής: απορριπτική απόφαση της 8ης Μαΐου 2003). Με το άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή απορρίπτει την αίτηση των προσφευγουσών με την οποία ζήτησαν όπως τα έγγραφα της κατηγορίας A και της κατηγορίας B τους επιστραφούν και όπως η Επιτροπή επιβεβαιώσει την καταστροφή όλων των αντιγράφων αυτών των εγγράφων που είχε στην κατοχή της. Με το άρθρο 2 της ίδιας αυτής αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει ότι προτίθεται να αποσφραγίσει τον φάκελο που περιέχει τα έγγραφα της κατηγορίας A και να τα επισυνάψει στον φάκελο ελέγχου. Η Επιτροπή διευκρινίζει ωστόσο ότι δεν θα προβεί στην ενέργεια αυτή πριν τη λήξη της προθεσμίας προσφυγής κατά της εν λόγω αποφάσεως.

15      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 4 Ιουλίου 2003, οι προσφεύγουσες άσκησαν προσφυγή, με την οποία ζητούν την ακύρωση της απορριπτικής αποφάσεως της 8ης Μαΐου 2003 (υπόθεση T‑253/03). Με χωριστό δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στις 11 Ιουλίου 2003, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με την οποία ζητούσαν, μεταξύ άλλων, την αναστολή εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως (υπόθεση T‑253/03 R).

16      Με αιτήσεις που κατέθεσαν, αντιστοίχως, στις 30 Ιουλίου, 7 Αυγούστου και 11 και 18 Αυγούστου 2003, το Conseil des barreaux européens (Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Δικηγορικών Συλλόγων, στο εξής: CCBE), το Algemene Raad van de Nederlandse Orde van Advocaten (Γενικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου των Κάτω Χωρών), και η European Company Lawyers Association (Ευρωπαϊκή Ένωση Νομικών Συμβούλων εταιριών, στο εξής: ECLA) ζήτησαν να παρέμβουν στις υποθέσεις T‑125/03 και T‑253/03 προς υποστήριξη των αιτημάτων των προσφευγουσών. Με δύο διατάξεις του προέδρου του πέμπτου τμήματος του Πρωτοδικείου της 4ης Νοεμβρίου 2003, επετράπη στις ενώσεις αυτές να παρέμβουν.

17      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 1η Αυγούστου 2003, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου, βάσει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, κατά της προσφυγής που ασκήθηκε στην υπόθεση T‑125/03.

18      Στις 8 Σεπτεμβρίου 2003, στο πλαίσιο των υποθέσεων για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων T‑125/03 R και T‑253/03 R και κατόπιν αιτήσεως του Προέδρου του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή υπέβαλε στον Πρόεδρο, σε εμπιστευτικό φάκελο, αντίγραφο των εγγράφων της κατηγορίας B καθώς και τον σφραγισμένο φάκελο που περιείχε τα έγγραφα της κατηγορίας A.

19      Με διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 30ής Οκτωβρίου 2003, T‑125/03 R και T‑253/03 R, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II‑4771), η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στην υπόθεση T‑125/03 R απορρίφθηκε, ενώ η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στην υπόθεση T‑253/03 R έγινε εν μέρει δεκτή. Έτσι, ανεστάλη η εκτέλεση των διατάξεων της απορριπτικής αποφάσεως της 8ης Μαΐου 2003 με τις οποίες η Επιτροπή είχε αποφασίσει να αποσφραγίσει τον φάκελο που περιείχε τα έγγραφα της κατηγορίας A. Ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου διέταξε όπως τα έγγραφα αυτά φυλαχθούν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου μέχρις ότου το Πρωτοδικείο αποφανθεί επί της προσφυγής της κύριας δίκης. Επίσης, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου έλαβε υπόψη τη δήλωση της Επιτροπής ότι αυτή δεν θα επέτρεπε σε τρίτους να έχουν πρόσβαση στα έγγραφα της κατηγορίας B μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση στην κύρια δίκη στην υπόθεση T-253/03.

20      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στις 17 Οκτωβρίου και 26 Νοεμβρίου 2003 και στις 25 Νοεμβρίου 2003, αντιστοίχως, το European Council on Legal Affairs (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Νομικών Υποθέσεων) και Section on Business Law της International Bar Association (τμήμα εμπορικών υποθέσεων της Διεθνούς Ενώσεως Δικηγορικών Συλλόγων) ζήτησαν να παρέμβουν στις υποθέσεις T‑125/03 και T‑253/03 προς υποστήριξη των αιτημάτων των προσφευγουσών. Με διατάξεις της 28ης Μαΐου 2004, το Πρωτοδικείο απέρριψε αυτές της αιτήσεις παρεμβάσεως.

21      Στις 13 Νοεμβρίου 2003, η Επιτροπή υπέβαλε αίτηση εκδικάσεως των υποθέσεων κατά προτεραιότητα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 55, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε εκ νέου στις 8 Οκτωβρίου 2004.

22      Με αίτηση που κατέθεσε στις 25 Νοεμβρίου 2003, η American Corporate Counsel Association – European Chapter (Αμερικανική Ένωση Συμβούλων Επιχειρήσεων – ευρωπαϊκό τμήμα, στο εξής: ACCA) ζήτησε να παρέμβει στην υπόθεση T‑253/03 προς υποστήριξη των αιτημάτων των προσφευγουσών. Με διάταξη του προέδρου του πέμπτου τμήματος του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 2004, επετράπη στην ACCA να παρέμβει.

23      Με διάταξη του Πρωτοδικείου της 5ης Μαρτίου 2004, η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή στην υπόθεση T‑125/03 συνενώθηκε με την ουσία της υποθέσεως, βάσει του άρθρου 114, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας.

24      Με διάταξη της 27ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑7/04 P(R), Επιτροπή κατά Akzo και Akcros (Συλλογή 2004, σ. I‑8739), ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αναίρεσε, κατόπιν αιτήσεως αναιρέσεως της Επιτροπής, τα σημεία του διατακτικού της διατάξεως του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 30ής Οκτωβρίου 2003, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσας, με τα οποία ανεστάλη η εκτέλεση της απορριπτικής αποφάσεως της 8ης Μαΐου 2003 και αποφασίστηκε να φυλαχθούν τα έγγραφα της κατηγορίας A στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου. Πάντως, λήφθηκε υπόψη η δήλωση της Επιτροπής ότι αυτή δεν θα επέτρεπε σε τρίτους να έχουν πρόσβαση στα έγγραφα της κατηγορίας A μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση στην κύρια δίκη στην υπόθεση T‑253/03.

25      Κατόπιν της διατάξεως του Προέδρου του Δικαστηρίου Επιτροπή κατά Akzo και Akcros, προπαρατεθείσας, η Γραμματεία του Πρωτοδικείου, με έγγραφο της 15ης Οκτωβρίου 2004, επέστρεψε στην Επιτροπή τον σφραγισμένο φάκελο που περιείχε τα έγγραφα της κατηγορίας A.

26      Στις 20 Φεβρουαρίου 2006, η International Bar Association (Διεθνής Ένωση Δικηγορικών Συλλόγων, στο εξής: IBA) υπέβαλε αιτήσεις παρεμβάσεως στις υποθέσεις T‑125/03 και T‑253/03 προς υποστήριξη των αιτημάτων των προσφευγουσών. Με δύο διατάξεις του προέδρου του πρώτου τμήματος του Πρωτοδικείου της 26ης Φεβρουαρίου 2007, επετράπη στην IBA να παρέμβει.

27      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14 του Κανονισμού Διαδικασίας και κατόπιν προτάσεως του πρώτου τμήματος, στις 19 Απριλίου 2007, το Πρωτοδικείο αποφάσισε, αφού άκουσε τους διαδίκους σύμφωνα με το άρθρο 51 του εν λόγω κανονισμού, να παραπέμψει τις υποθέσεις ενώπιον του πρώτου πενταμελούς τμήματος.

28      Με διάταξη του προέδρου του πρώτου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου της 20ής Απριλίου 2007, οι υποθέσεις T‑125/03 και T‑253/03 συνενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και έκδοση ενιαίας αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας.

29      Με διάταξη του πρώτου πενταμελούς τμήματος της 25ης Απριλίου 2007, το Πρωτοδικείο, βάσει του άρθρου 24, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 65, στοιχείο β΄, του άρθρου 66, παράγραφος 1, και του άρθρου 67, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, ζήτησε από την Επιτροπή να προσκομίσει τα έγγραφα των κατηγοριών A και B. Η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στην αίτηση αυτή εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

30      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (πρώτο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

31      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που υπέβαλε το Πρωτοδικείο κατά τη συνεδρίαση της 28ης Ιουνίου 2007.

 Αιτήματα των διαδίκων

32      Στην υπόθεση T-125/03, οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή·

–        να ακυρώσει την απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2003 και, εφόσον χρειάζεται, την απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2003, στο μέτρο που η Επιτροπή τις ερμήνευσε ως νομιμοποιούσες και/ή συνιστώσες τη βάση των ενεργειών της για την κατάσχεση και/ή τον έλεγχο και/ή την ανάγνωση των επίδικων εγγράφων·

–        να διατάξει την Επιτροπή να επιστρέψει τα επίδικα έγγραφα καθώς και να της απαγορεύσει να χρησιμοποιήσει το περιεχόμενό τους·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

33      Το CCBE, η ECLA και η IBA ζητούν, στην υπόθεση T-125/03, από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2003·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

34      Ο δικηγορικός σύλλογος των Κάτω Χωρών υποστηρίζει επίσης τα αιτήματα που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες στην υπόθεση T-125/03.

35      Η Επιτροπή ζητεί στην υπόθεση T-125/03, από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

36      Στην υπόθεση T-253/03, οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την απορριπτική απόφαση της 8ης Μαΐου 2003·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

37      Το CCBE, η ECLA, η ACCA και η IBA ζητούν, στην υπόθεση T‑253/03, από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την απορριπτική απόφαση της 8ης Μαΐου 2003·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

38      Ο δικηγορικός σύλλογος των Κάτω Χωρών υποστηρίζει επίσης τα αιτήματα που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες στην υπόθεση T-253/03.

39      Η Επιτροπή ζητεί, στην υπόθεση T-253/03, από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής στην υπόθεση T‑125/03

 Α –       Επιχειρήματα των διαδίκων

40      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφυγή στην υπόθεση T‑125/03 είναι απαράδεκτη, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη πράξη στην υπόθεση αυτή, δηλαδή η διατάσσουσα τον έλεγχο απόφαση, δεν είναι αυτή που ανέπτυξε τα έννομα αποτελέσματα τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας. Προβάλλει ότι η προσφυγή ακυρώσεως είναι παραδεκτή μόνον αν, πρώτον, η προσβαλλόμενη πράξη αναπτύσσει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική του θέση (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 9), και, δεύτερον, ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον να ακυρωθεί η πράξη αυτή (απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 1979, 92/78, Simmenthal κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 407, σκέψη 32). Προκειμένου να προσδιοριστεί αν μια πράξη ή απόφαση αναπτύσσει τέτοια έννομα αποτελέσματα, πρέπει να εξετασθεί η ουσία της (απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Νοεμβρίου 2002, T‑251/00, Lagardère και Canal+ κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑4825, σκέψεις 63 και 64). Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, η διατάσσουσα τον έλεγχο απόφαση δεν εμφανίζει καμία άμεση σχέση με το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας. Πράγματι, η κατάσχεση των επίδικων εγγράφων μπορεί προδήλως να διαχωριστεί από την διατάσσουσα τον έλεγχο απόφαση, η οποία δεν αποτελεί παρά τη νομική της βάση.

41      Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, υπό τις εν προκειμένω περιστάσεις, η πράξη η οποία επηρέασε ευθέως την έννομη κατάσταση των προσφευγουσών αποτελεί αντικείμενο χωριστής διαδικασίας από εκείνη με την οποία διατάχθηκε ο έλεγχος, δηλαδή η διαδικασία η οποία αφορά ειδικά την προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών, που καθιέρωσε η απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Μαΐου 1982, 155/79, AM & S κατά Επιτροπής (Συλλογή 1982, σ. 1575, στο εξής: απόφαση AM & S). Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η κατάσχεση των επίδικων εγγράφων θα αποτελούσε μόνο προπαρασκευαστική πράξη της απορριπτικής αποφάσεως της 8ης Μαΐου 2003, με την οποία η Επιτροπή έκρινε οριστικά το ειδικό ζήτημα της προστασίας των εγγράφων αυτών. Επομένως, η πράξη κατασχέσεως αυτή καθεαυτή δεν αποτελεί προσβλητή πράξη. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η διατάσσουσα τον έλεγχο απόφαση μπορούσε αρχικά να προσβληθεί, η μεταγενέστερη έκδοση της απορριπτικής αποφάσεως της 8ης Μαΐου 2003 κατέστησε την προσφυγή αυτή άνευ αντικειμένου. Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ακόμη και ελλείψει ειδικής διαδικασίας ελέγχου της νομιμότητας των διαδικαστικών πράξεων που εκτελούνται κατά τη διάρκεια ενός ελέγχου, μπορεί πάντοτε να γίνει επίκληση της ενδεχόμενης ελλείψεως νομιμότητάς τους στο πλαίσιο προσφυγής που ασκείται κατά της τελικής αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται η ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού.

42      Οι προσφεύγουσες αντιτάσσουν ότι η ακύρωση της διατάσσουσας τον έλεγχο αποφάσεως μπορεί να έχει έννομες συνέπειες ως προς αυτές, ειδικότερα, να καταστήσει παράνομη την κατοχή και τη χρήση εκ μέρους της Επιτροπής των κατασχεθέντων εγγράφων. Δέχονται ότι η απόφαση αυτή δεν σκοπεί ειδικά τα εν λόγω έγγραφα και ότι, στην πράξη, δεν είναι η απόφαση αυτή που επηρέασε την έννομη κατάστασή τους, αλλά η εκ των υστέρων κατάσχεση και ο έλεγχος αυτών των εγγράφων εκ μέρους της Επιτροπής. Διατείνονται, σε κάθε περίπτωση, ότι, όταν η Επιτροπή προτού εκδώσει την ad hoc απόφασή της, δεκτική δικαστικής προσφυγής, η οποία αφορά αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών, λαμβάνει γνώση του περιεχομένου των εν λόγω εγγράφων, η έννομη κατάσταση της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως θίγεται άμεσα και ανεπανόρθωτα. Επομένως, η πράξη που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής δεν μπορεί να είναι άλλη παρά η διατάσσουσα τον έλεγχο απόφαση.

43      Οι προσφεύγουσες εμμένουν στο ότι, στην προκειμένη περίπτωση, δεν ήσαν υποχρεωμένες, προτού προσφύγουν στα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα, να αναμένουν την ενδεχόμενη έκδοση εκ μέρους της Επιτροπής μιας μεταγενέστερης ad hoc αποφάσεως με την οποία να απορρίπτεται η προστασία των επίδικων εγγράφων. Η απόφαση αυτή, οπωσδήποτε, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως πράξη θίγουσα την έννομη κατάστασή τους, πράγμα που έγινε ήδη τη στιγμή κατά την οποία η Επιτροπή ανέγνωσε τα έγγραφα τα οποία αποτελούν αντικείμενο της διαφοράς. Επιπροσθέτως, αντίθετα προς ό,τι αυτή διατείνεται, η Επιτροπή ουδόλως διασφάλισε στις προσφεύγουσες, μετά το πέρας του ελέγχου, ότι θα ληφθεί εντός εύλογης προθεσμίας απόφαση σχετικά με την εμπιστευτική μεταχείριση των εν λόγω εγγράφων. Εξάλλου, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι δεν όφειλαν να αναμένουν την έκδοση εκ μέρους της Επιτροπής ενδεχόμενης τελικής αποφάσεως για την επιβολή κυρώσεως προκειμένου να προσφύγουν ενώπιον του κοινοτικού δικαστή. Πράγματι, είναι επιτακτικό οι προσφεύγουσες να είναι σε θέση να προστατεύσουν το δικαίωμά τους για εμπιστευτική μεταχείριση έστω και αν η υπόθεση δεν έχει περατωθεί ούτε με απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση ούτε με απόφαση με την οποία τερματίζεται η έρευνα. Ομοίως, προσφυγή ασκηθείσα κατά αποφάσεως με την οποία επιβάλλεται κύρωση δεν αρκεί να προστατεύσει δεόντως την έννομη κατάστασή τους.

44      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν εξάλλου ότι η κατάσχεση των επιδίκων εγγράφων και η γνώση του περιεχομένου τους εκ μέρους της Επιτροπής δεν μπορούσαν να θεωρηθούν κατ’ αυτές ως αποτελούσες την απόφαση η οποία θίγει την έννομη κατάστασή τους, στο μέτρο που αυτές οι πράξεις δημοσιοποιήσεως δεν είναι παρά η εφαρμογή της διατάσσουσας τον έλεγχο αποφάσεως και δεν μπορούν να χωριστούν απ’ αυτήν. Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν επίσης την άποψη της Επιτροπής ότι η πράξη κατασχέσεως των επίδικων εγγράφων αποτελεί μόνον προπαρασκευαστική πράξη της απορριπτικής αποφάσεως της 8ης Μαΐου 2003. Έτσι, τουλάχιστον όσον αφορά τα έγγραφα της κατηγορίας B, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η Επιτροπή, κατά τον έλεγχο, αποφάσισε μονομερώς ότι τα έγγραφα αυτά δεν προστατεύονται και διέταξε τις προσφεύγουσες να τα προσκομίσουν, λαμβάνοντας γνώση του περιεχομένου τους. Η απορριπτική απόφαση της 8ης Μαΐου 2003 θα μπορούσε, εν προκειμένω, να είναι πράξη δεκτική προσφυγής μόνον αν η Επιτροπή είχε θέσει τις δύο κατηγορίες εγγράφων σε σφραγισμένο φάκελο χωρίς να τα ελέγξει προηγουμένως. Εν προκειμένω, αντιθέτως, η απορριπτική αυτή απόφαση απλώς επιβεβαίωσε την απόφαση της Επιτροπής με την οποία διέταξε τη δημοσιοποίηση των εγγράφων της κατηγορίας B.

 Β –       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

45      Κατά πάγια νομολογία, συνιστούν πράξεις που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, τα μέτρα που αναπτύσσουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα και ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική του θέση, (απόφαση IBM κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 9 και απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Δεκεμβρίου 1992, T‑10/92 έως T‑12/92 και T‑15/92, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑2667, σκέψη 28). Κατ’ αρχήν, τα ενδιάμεσα μέτρα, σκοπός των οποίων είναι η προετοιμασία της τελικής αποφάσεως, δεν αποτελούν πράξεις δεκτικές προσφυγής. Εντούτοις, από τη νομολογία προκύπτει ότι οι πράξεις ή οι αποφάσεις που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια προπαρασκευαστικής διαδικασίας, που συνιστούν οι ίδιες το πέρας μιας ειδικής διαδικασίας διαφορετικής από εκείνη η οποία έχει ως προορισμό να παράσχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να λάβει απόφαση επί της ουσίας της υποθέσεως και που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική του θέση, αποτελούν επίσης πράξεις δεκτικές προσφυγής (απόφαση IBM κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 10 και 11, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουνίου 2006, T‑213/01 και T‑214/01, Österreichische Postsparkasse και Bank für Arbeit und Wirtschaft κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1601, σκέψη 65).

46      Όταν μια επιχείρηση επικαλείται το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών για να αντιταχθεί στην κατάσχεση ενός εγγράφου στο πλαίσιο ελέγχου που πραγματοποιείται βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού 17, η απόφαση με την οποία η Επιτροπή απορρίπτει την αίτηση αυτή αναπτύσσει έννομα αποτελέσματα έναντι αυτής της επιχειρήσεως, μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική της θέση. Πράγματι, η απόφαση αυτή της στερεί το ευεργέτημα της προστασίας που προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο και έχει οριστικό χαρακτήρα και είναι ανεξάρτητη από την τελική απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση AM & S, σκέψεις 27 και 29 έως 32· βλ. επίσης, κατ’ αναλογία, όσον αφορά την ανακοίνωση σε τρίτους εμπιστευτικών πληροφοριών, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Ιουνίου 1986, 53/85, AKZO Chemie κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 1965, σκέψεις 18 έως 20).

47      Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η δυνατότητα που διαθέτει η επιχείρηση να ασκήσει προσφυγή κατά ενδεχόμενης αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού δεν αρκεί να προστατεύσει προσηκόντως τα δικαιώματά της. Πρώτον, η διοικητική διαδικασία μπορεί να μη καταλήξει σε απόφαση περί διαπιστώσεως παραβάσεως. Δεύτερον, η προσφυγή που ασκείται κατά της αποφάσεως αυτής, εφόσον ασκηθεί, οπωσδήποτε δεν παρέχει στην επιχείρηση το μέσο να προλάβει τα αμετάκλητα αποτελέσματα που θα συνεπαγόταν η μη νόμιμη γνώση εγγράφων που προστατεύονται με το απόρρητο (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση AKZO Chemie κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 20).

48      Επομένως, προκύπτει ότι η απόφαση της Επιτροπής η οποία απορρίπτει την αίτηση προστασίας ενός συγκεκριμένου εγγράφου λόγω απορρήτου –και διατάσσει, ενδεχομένως, την προσκόμιση του εν λόγω εγγράφου–περατώνει μια ειδική διαδικασία διαφορετική από εκείνην η οποία είχε ως σκοπό να επιτρέψει στην Επιτροπή να λάβει απόφαση για την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού και, επομένως, συνιστά πράξη που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, συνοδευόμενη εφόσον τούτο χρειάζεται από αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων με σκοπό, ειδικότερα, να ανασταλεί η εκτέλεσή της έως ότου το Πρωτοδικείο αποφανθεί επί της κύριας προσφυγής.

49      Επίσης, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, όταν η Επιτροπή κατά τον έλεγχο, κατάσχει έγγραφο σχετικά με το οποίο ζητείται προστασία λόγω απορρήτου και το περιλαμβάνει στο φάκελο της έρευνας χωρίς να το θέσει σε σφραγισμένο φάκελο και χωρίς να λάβει επίσημα απορριπτική απόφαση, η υλική αυτή πράξη συνεπάγεται κατ’ ανάγκην σιωπηρή απόφαση της Επιτροπής να απορρίψει τη ζητηθείσα από την επιχείρηση προστασία (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση AKZO Chemie κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 17), και επιτρέπει στην Επιτροπή να λάβει αμέσως γνώση του εν λόγω εγγράφου (βλ. σκέψη 86 κατωτέρω). Επομένως, αυτή η σιωπηρή απόφαση μπορεί επίσης να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως.

50      Εν προκειμένω, όσον αφορά, πρώτον, τα έγγραφα της κατηγορίας A, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά τον έλεγχο στα γραφεία των προσφευγουσών, οι υπάλληλοι της Επιτροπής δεν ήσαν σε θέση να καταλήξουν σε οριστικό συμπέρασμα ως προς την προστασία της οποίας τα εν λόγω έγγραφα έπρεπε ενδεχομένως να τύχουν και περιορίστηκαν να λάβουν αντίγραφο και να το τοποθετήσουν σε σφραγισμένο φάκελο, έγγραφα τα οποία παρέλαβαν απερχόμενοι (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω). Μόλις με την απορριπτική απόφαση της 8ης Μαΐου 2003 η Επιτροπή απέρριψε οριστικά την αίτηση των προσφευγουσών με την οποία ζήτησαν την προστασία των εν λόγω εγγράφων λόγω απορρήτου. Με την εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή εκδήλωσε εξάλλου την πρόθεσή της να αποσφραγίσει τον φάκελο που περιείχε τα εν λόγω έγγραφα και να τα επισυνάψει στον φάκελο ελέγχου, μετά τη λήξη της προθεσμίας της προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής (βλ. σκέψη 14 ανωτέρω). Δεν αμφισβητείται, εξάλλου ότι η Επιτροπή έλαβε την απορριπτική αυτή απόφαση χωρίς να αποσφραγίσει τον φάκελο και, επομένως, χωρίς να λάβει γνώση του περιεχομένου των εγγράφων της κατηγορίας A.

51      Όσον αφορά, δεύτερον, τα έγγραφα της κατηγορίας B, προέχει να παρατηρηθεί ότι, αντίθετα προς εκείνα της κατηγορίας A, η Επιτροπή θεώρησε, κατά τον έλεγχο, ότι δεν προστατεύονταν προφανώς από το απόρρητο, παρά την αίτηση που υπέβαλαν συναφώς οι προσφεύγουσες. Κατά συνέπεια, έλαβε αντίγραφο και το επισύναψε στον φάκελο ελέγχου, χωρίς να το απομονώσει σε σφραγισμένο φάκελο (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω). Η απόρριψη αυτής της προστασίας επήλθε επομένως, για τα έγγραφα της κατηγορίας B, κατά τον έλεγχο. Κατά τη χρονική αυτή στιγμή, εξάλλου, η Επιτροπή έλαβε γνώση του περιεχομένου των εν λόγω εγγράφων.

52      Βάσει των προεκτεθέντων, πρέπει να συναχθεί ότι, για τους σκοπούς των υπό κρίση υποθέσεων, οι πράξεις οι οποίες ανέπτυξαν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα των προσφευγουσών, μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική τους κατάσταση, ήσαν, αφενός, όσον αφορά τα έγγραφα της κατηγορίας B, η σιωπηρή απορριπτική απόφαση η οποία υλοποιήθηκε με την υλική πράξη κατασχέσεως και την επισύναψη στον φάκελο της υποθέσεως αυτών των εγγράφων χωρίς να τα απομονώσει σε σφραγισμένο φάκελο, και, αφετέρου, όσον αφορά τα έγγραφα της κατηγορίας A, η επίσημη απόφαση της 8ης Μαΐου 2003 απορρίπτουσα την αίτηση προστασίας λόγω απορρήτου. Οι δύο αυτές αποφάσεις συνιστούν, επομένως, πράξεις που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως.

53      Επίσης, πρέπει να παρατηρηθεί ότι με την απορριπτική της απόφαση της 8ης Μαΐου 2003, η Επιτροπή απέρριψε οριστικά, επίσης όσον αφορά τα έγγραφα της κατηγορίας B, την αίτηση των προσφευγουσών περί προστασίας λόγω απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών (βλ. σκέψη 14 ανωτέρω). Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή εκπλήρωσε την υποχρέωσή της να εκδώσει επίσημη απορριπτική απόφαση για την εν λόγω αίτηση προστασίας και έτσι περάτωσε οριστικά τη διαφορετική από εκείνη που προβλέπεται συναφώς ειδική διαδικασία. Επομένως, η απόφαση αυτή δεν ενέχει καθαρά επιβεβαιωτικό χαρακτήρα όσον αφορά τα έγγραφα της κατηγορίας B. Κατά συνέπεια, πρέπει να συναχθεί ότι οι προσφεύγουσες είχαν το δικαίωμα να αμφισβητήσουν και αυτή την απόφαση όσον αφορά τα έγγραφα της κατηγορίας B. Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν αντιτίθεται στο παραδεκτό της προσφυγής, όσον αφορά τα έγγραφα αυτά, που άσκησαν οι προσφεύγουσες στην υπόθεση T‑253/03 κατά της απορριπτικής αποφάσεως της 8ης Μαΐου 2003.

54      Αντιθέτως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διατάσσουσα τον έλεγχο απόφαση με την οποία διατάχθηκε ο έλεγχος –η προσβαλλόμενη πράξη στην υπόθεση T‑125/03– δεν ανέπτυξε τα έννομα αποτελέσματα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο της προσφυγής τους περί ακυρώσεως.

55      Συναφώς, προέχει να υπομνησθεί ότι η νομιμότητα μιας πράξεως πρέπει να εκτιμάται βάσει των νομικών και πραγματικών στοιχείων που υπάρχουν κατά τη στιγμή που έχει εκδοθεί η απόφαση αυτή, οπότε πράξεις μεταγενέστερες της εκδόσεως μιας αποφάσεως δεν μπορούν να θίξουν την ισχύ της (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Νοεμβρίου 1983, 96/82 έως 102/82, 104/82, 105/82, 108/82 και 110/82, IAZ κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3369, σκέψη 16, και της 17ης Οκτωβρίου 1989, 85/87, Dow Benelux κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 3137, σκέψη 49). Επίσης, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, στο πλαίσιο έρευνας που στηρίζεται στο άρθρο 14 του κανονισμού 17, μια επιχείρηση δεν μπορεί να αμφισβητήσει παραδεκτώς τη νομιμότητα της διεξαγωγής των διαδικασιών ελέγχου στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως κατά της πράξεως βάσει της οποίας η Επιτροπή προέβη στον έλεγχο αυτόν (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Dow Benelux κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 49, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Απριλίου 1999, T‑305/94 έως T‑307/94, T‑313/94 έως T‑316/94, T‑318/94, T‑325/94, T‑328/94, T‑329/94 και T‑335/94, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑931, σκέψη 413). Συνεπώς, ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε η διατάσσουσα τη διενέργεια ελέγχου απόφαση δεν έχει επίπτωση στη νομιμότητα της διατάσσουσας τον έλεγχο αποφάσεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 8ης Μαρτίου 2007, France Télécom κατά Επιτροπής, T‑339/04, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 54, και France Télécom κατά Επιτροπής, T‑340/04, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 126).

56      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι πράξεις και οι αποφάσεις κατά των οποίων βάλλουν οι προσφεύγουσες εκδόθηκαν μετά την έκδοση της διατάσσουσας τον έλεγχο αποφάσεως. Η τελευταία αυτή απόφαση περιορίζεται απλώς στο να επιτρέψει στην Επιτροπή να εισέλθει στα γραφεία των προσφευγουσών και να λάβει αντίγραφο των σχετικών επαγγελματικών εγγράφων. Η απόφαση αυτή δεν περιλαμβάνει καμιά αναφορά στα έγγραφα των κατηγοριών A και B και δεν κάνει καμιά μνεία του ζητήματος του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών. Όπως εξάλλου δέχονται οι προσφεύγουσες, δεν είναι η απόφαση αυτή η οποία επηρέασε τη νομική τους κατάσταση, αλλά η μεταγενέστερη κατάσχεση και ο μεταγενέστερος έλεγχος των εγγράφων αυτών εκ μέρους της Επιτροπής (βλ. σκέψη 42 ανωτέρω). Όπως κρίθηκε, τα μέτρα αυτά συνιστούν ειδική διαδικασία διαφορετική εκείνης που αφορούσε ειδικά το ζήτημα της εφαρμογής στα συγκεκριμένα έγγραφα της προστασίας του απορρήτου (βλ. σκέψεις 45 έως 48 ανωτέρω).

57      Βάσει των προεκτεθέντων, πρέπει να συναχθεί ότι η προσφυγή που ασκήθηκε στην υπόθεση T‑125/03 κατά της διατάσσουσας τον έλεγχο αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί επί της ουσίας η προσφυγή στην υπόθεση T‑253/03.

 Επί της ουσίας της υποθέσεως T‑253/03

58      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών και, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρέβη τη Συνθήκη ΕΚ και τον κανονισμό 17. Ειδικότερα, επικαλούνται τρεις λόγους προς στήριξη της προσφυγής τους. Ο πρώτος λόγος αντλείται από την παράβαση των διαδικασιών σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της προστασίας του απορρήτου. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από την αδικαιολόγητη απόρριψη αυτής της προστασίας όσον αφορά τα πέντε επίδικα έγγραφα. Ο τρίτος λόγος αντλείται από την παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία αποτελούν τη βάση της εν λόγω προστασίας.

 Επί του πρώτου λόγου που αντλείται από την παράβαση των διαδικασιών σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών

 Επιχειρήματα των διαδίκων

59      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβη τη διαδικασία εφαρμογής της προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών, παρέβη το άρθρο 242 ΕΚ, προσέβαλε το δικαίωμά τους να προσφύγουν ενώπιον των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων και παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

60      Αναφέρουν ότι, με την απόφαση AM & S, το Δικαστήριο καθόρισε τη διαδικασία την οποία η Επιτροπή έπρεπε να ακολουθήσει στις περιπτώσεις όπου η επιχείρηση η οποία υποβάλλεται σε έλεγχο βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού 17 αρνείται να προσκομίσει ορισμένα επαγγελματικά έγγραφα επικαλούμενη το απόρρητο. Αυτή η διαδικασία περιλαμβάνει τρία στάδια. Πρώτον, εναπόκειται στην επιχείρηση να παράσχει στους υπαλλήλους της Επιτροπής, χωρίς ωστόσο να αποκαλύψουν σ’ αυτούς το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων, τα χρήσιμα στοιχεία που είναι ικανά να αποδείξουν ότι τα έγγραφα πληρούν τις προϋποθέσεις που δικαιολογούν το απόρρητο. Δεύτερον, αν η Επιτροπή φρονεί ότι μια τέτοια απόδειξη δεν προσκομίστηκε, εναπόκειται σ’ αυτήν να διατάξει, με απόφαση βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17, την προσκόμιση των επίμαχων εγγράφων. Οι προσφεύγουσες συμφωνούν ότι, επικουρικώς, και σύμφωνα με τη λογική που διαπνέει την απόφαση AM & S, η Επιτροπή θα μπορούσε, κατά τον έλεγχο, να λάβει αντίγραφο αυτών των εγγράφων και να τα θέσει σε σφραγισμένο φάκελο. Τρίτον, τέλος, αν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση εξακολουθεί να επικαλείται την εν λόγω προστασία, εναπόκειται στο κοινοτικό δικαιοδοτικό όργανο να αποφανθεί επί της διαφοράς.

61      Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι δύο θεμελιώδη σημεία πρέπει να υπογραμμισθούν. Πρώτον, το Δικαστήριο δεν θέλησε να επιτρέψει στην Επιτροπή να ελέγξει το ίδιο το περιεχόμενο ενός εγγράφου προκειμένου να προσδιορίσει αν η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών εφαρμόζεται. Δεύτερον, εναπόκειται αποκλειστικά στα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα να επιλύσουν τις διαφορές σχετικά με την εφαρμογή αυτής της προστασίας. Οι προσφεύγουσες προβάλλουν επίσης ότι η απλή ανάγνωση, κατά τη στιγμή της διαδικασίας ελέγχου, των εγγράφων για τα οποία γίνεται επίκληση αυτής της αρχής αντιβαίνει προς την ίδια την ουσία της αρχής του απορρήτου. Πράγματι, η αρχή αυτή παραβιάζεται άμεσα και ανεπανόρθωτα από τη στιγμή που αποκαλύπτεται το περιεχόμενο του προστατευόμενου εγγράφου (προτάσεις των γενικών εισαγγελέων Warner και Sir Gordon Slynn στην υπόθεση AM & S, αντιστοίχως, Συλλογή 1982, σ. 1619, ειδικότερα σ. 1638 και 1639, και Συλλογή 1982, σ. 1642, ειδικότερα σ. 1662). Αντί να προβεί σε συνοπτική εξέταση, η Επιτροπή, σε περίπτωση αμφιβολίας, θα έπρεπε να θέσει αντίγραφο των σχετικών εγγράφων, χωρίς να τα συμβουλευθεί προηγουμένως, σε σφραγισμένο φάκελο, με σκοπό τη μεταγενέστερη επίλυση της διαφοράς.

62      Κατά τις προσφεύγουσες, όμως, η Επιτροπή δεν συμμορφώθηκε στην προκειμένη περίπτωση με κανένα από τα τρία στάδια της διαδικασίας που καθορίζεται με την απόφαση AM & S.

63      Έτσι, όσον αφορά το πρώτο στάδιο, η Επιτροπή υποχρέωσε τις προσφεύγουσες να αποκαλύψουν το περιεχόμενο των επίμαχων εγγράφων ενώ αυτές είχαν επικαλεστεί το απόρρητο. Μετά την ανεύρεση των εγγράφων αυτών, ακολούθησαν μακρές συζητήσεις μεταξύ του τοπικού συμβούλου των προσφευγουσών και της Επιτροπής ως προς τη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί για τον έλεγχο των εγγράφων αυτών. Η Επιτροπή ανέφερε στις προσφεύγουσες ότι κάθε μεταγενέστερη καθυστέρηση σχετικά με την παράδοση και τον έλεγχο των εγγράφων αυτών θα συνιστούσε παρεμπόδιση του ελέγχου και θα μπορούσε να αποτελέσει παράβαση του άρθρου 65 του Competition Act του Ηνωμένου Βασιλείου (βρετανικού νόμου σχετικά με τον ανταγωνισμό), που μπορεί να επισύρει ποινή φυλακίσεως και πρόστιμο. Μόνον αφού διατύπωσαν έντονες διαμαρτυρίες οι προσφεύγουσες παρέδωσαν τα έγγραφα της κατηγορίας B στην Επιτροπή προς έλεγχο. Εξάλλου, κατά τον έλεγχο, οι ελεγκτές της Επιτροπής ανέγνωσαν και περιέγραψαν αμοιβαίως το περιεχόμενο των εγγράφων των κατηγοριών A και B για πολλά συνεχόμενα λεπτά.

64      Όσον αφορά το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, αφού η Επιτροπή θεώρησε ότι οι πληροφορίες και τα επιχειρήματα που αυτές είχαν επικαλεσθεί δεν αρκούσαν για να αποδείξουν ότι τα επίμαχα έγγραφα προστατεύονταν, θα έπρεπε να εκδώσει απόφαση διατάσσοντας τις προσφεύγουσες να προσκομίσουν τα έγγραφα αυτά, προτού πραγματικά να τα αποκομίσει από τα γραφεία. Η Επιτροπή δεν ενήργησε ωστόσο κατ’ αυτόν τον τρόπο. Έτσι, όσον αφορά τα έγγραφα της κατηγορίας A, η Επιτροπή τα έθεσε σε σφραγισμένο φάκελο και τα μετέφερε στις Βρυξέλλες. Κατά τις προσφεύγουσες, αν η διαδικασία του σφραγισμένου φακέλου δεν θίγει καθ’ αυτό την ουσία της προστασίας του απορρήτου, δεν είναι ωστόσο σύμφωνη με τη διαδικασία που καθόρισε το Δικαστήριο με την απόφαση AM & S. Ως προς τα έγγραφα της κατηγορίας B, η Επιτροπή απέρριψε τη δυνατότητα να τα τοποθετήσει σε σφραγισμένο φάκελο και τα επισύναψε στα άλλα κατασχεθέντα έγγραφα, στερώντας έτσι τις προσφεύγουσες από τη δυνατότητα να αποδείξουν ότι αυτά έπρεπε να προστατευθούν λόγω του απορρήτου.

65      Όσον αφορά το τρίτο στάδιο, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβη προδήλως τη διαδικασία που καθορίστηκε με την απόφαση AM & S αποφασίζοντας μονομερώς, με την απορριπτική της απόφαση της 8ης Μαΐου 2003, ότι τα επίμαχα έγγραφα δεν προστατεύονταν από το απόρρητο επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών. Παρέχοντας στον εαυτό της το δικαίωμα να αποφανθεί σε πρώτο βαθμό, η Επιτροπή στέρησε από το κοινοτικό δικαιοδοτικό όργανο τη δυνατότητα να ρυθμίσει τη διαφορά σε μια στιγμή όπου αυτή η προστασία δεν είχε ακόμη διακυβευθεί.

66      Το CCBE υποστηρίζει ότι η διαδικασία που καθόρισε το Δικαστήριο με την απόφαση AM & S αποβλέπει στο να λαμβάνεται μέριμνα ώστε, όταν η Επιτροπή και η επιχείρηση που αποτελεί αντικείμενο έρευνας δεν είναι σε θέση να ρυθμίσουν διαφορά ως προς τον εμπιστευτικό χαρακτήρα μιας επικοινωνίας, το Δικαστήριο είναι εκείνο που αποφαίνεται και η Επιτροπή δεν πρέπει να λάβει προηγουμένως γνώση του εγγράφου. Η Επιτροπή δεν έχει ούτε το δικαίωμα να προβεί σε συνοπτική εξέταση των εγγράφων, εξέταση η οποία εμπεριέχει τον κίνδυνο να αποκαλύψει το περιεχόμενό τους. Το CCBE δέχεται ότι η διεκδίκηση του απορρήτου δεν πρέπει να παρέχει στην επιχείρηση τη δυνατότητα να αποκρύπτει ή να καταστρέφει τα έγγραφα, αλλά θεωρεί ωστόσο απρόσφορο το γεγονός ότι οι ελεγκτές της Επιτροπής λαμβάνουν αντίγραφα και τα παίρνουν μαζί τους, ακόμα και σε σφραγισμένο φάκελο. Αν τα έγγραφα έπρεπε να κρατηθούν από την Επιτροπή, θα έπρεπε τουλάχιστον να αποσταλούν ευθέως στους ελεγκτές της, των οποίων η εντολή έπρεπε να διευρυνθεί για να διασφαλίζεται ότι τα έγγραφα αυτά δεν θα είναι προσβάσιμα σε κανένα μέλος της Γενικής Διευθύνσεως του Ανταγωνισμού της Επιτροπής. Οπωσδήποτε το CCBE ευνοεί την κατάθεση των εγγράφων στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου ή τη φύλαξή τους από ουδέτερο τρίτο.

67      Ο δικηγορικός σύλλογος των Κάτω Χωρών υποστηρίζει ότι η αρχή προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών δεν έχει ως αντικείμενο να εμποδίσει μόνον τη χρήση των εγγράφων που καλύπτονται από το απόρρητο, αλλά και την αποκάλυψή τους. Η συνοπτική εξέταση ενός εγγράφου θα μπορούσε ήδη να συνεπάγεται την παραβίαση της εν λόγω αρχής. Η ECLA, προβάλλει ότι με την απόφαση AM & S, το Δικαστήριο επεξεργάστηκε διαδικασία στηριζόμενη στην αρχή της προστασίας του απορρήτου απαγορεύουσα κάθε αποκάλυψη του προστατευόμενου εγγράφου. Η αναλογική προσέγγιση συνίσταται στο να τίθενται τα εν λόγω έγγραφα σε σφραγισμένους φακέλους και να εξετάζονται από ανεξάρτητο τρίτο, όπως είναι ο σύμβουλος-ελεγκτής. Σε κάθε περίπτωση εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφανθεί επί του συστήματος του απορρήτου. Τέλος, η ACCA υποστηρίζει ότι το έργο της επιλύσεως των διαφορών σχετικά με την εφαρμογή της προστασίας του απορρήτου πρέπει να ανατίθεται σε ανεξάρτητο διαιτητή.

68      Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, καίτοι, με την απόφασή του AM & S, το Δικαστήριο καθόρισε ειδική διαδικασία για την επίλυση των διαφορών σχετικά με το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών, ωστόσο, δεν της προσέδωσε απόλυτη αξία. Η απόφαση αυτή δεν επιβάλλει όπως, οσάκις γίνεται επίκληση της αρχής αυτής, η Επιτροπή δεν λαμβάνει αντίγραφο των εγγράφων και τα ζητεί μεταγενέστερα από την επιχείρηση. Έτσι, στην υπόθεση που οδήγησε στην έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, ο αρχικός έλεγχος στηρίχθηκε στο άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 –που επιτρέπει στην επιχείρηση να αρνηθεί να ανακοινώσει τα έγγραφα– και όχι, όπως εν προκειμένω, στην παράγραφο 3 της διατάξεως αυτής, που υποχρεώνει την επιχείρηση να δεχθεί τον έλεγχο. Στην πραγματικότητα, η μόνη αρχή που τίθεται με την απόφαση αυτή είναι ότι η Επιτροπή οφείλει να λάβει αιτιολογημένη απόφαση επί του εμπιστευτικού χαρακτήρα ή όχι των εγγράφων για τα οποία γίνεται λόγος προκειμένου να παράσχει στην επιχείρηση τη δυνατότητα να φέρει την υπόθεση ενώπιον των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων.

69      Η Επιτροπή ακολουθούσε ως τώρα την εξής διαδικασία: όταν δεν είχε καμία αμφιβολία ως προς το απόρρητο ενός εγγράφου, βάσει συνοπτικής εξετάσεως της γενικής εμφανίσεως του εγγράφου, της επικεφαλίδας, του τίτλου και άλλων χαρακτηριστικών, καθώς και των σχετικών εξηγήσεων που παρέχει η επιχείρηση, δεν θα το εξέταζε· όταν, με βάση αυτή τη συνοπτική εξέταση, δεν είχε καμία αμφιβολία ως προς τον μη εμπιστευτικό χαρακτήρα ενός εγγράφου, ελάμβανε αντίγραφο αυτού και το επισύναπτε στον φάκελο του ελέγχου· τέλος, όταν η συνοπτική εξέταση του εγγράφου δημιουργούσε αμφιβολία ως προς το ζήτημα του απορρήτου, απέφευγε κάθε ανάλυση, ανέβαλλε την εκτίμησή της και έθετε αντίγραφο του εγγράφου σε σφραγισμένο φάκελο τον οποίο παραλάμβανε κατά την αποχώρησή της.

70      Κατά την Επιτροπή, η συνοπτική εξέταση, επί τόπου, του εγγράφου δεν έχει άλλο σκοπό παρά να εξακριβώσει τις περιπτώσεις όπου το απόρρητο δεν μπορεί να αποκλεισθεί, καθόσον η ελάχιστη αμφιβολία ευνοεί την επιχείρηση με την αυτόματη κίνηση της διαδικασίας του σφραγισμένου φακέλου. Η δυνατότητα για την Επιτροπή να διαμορφώσει προκαταρκτική άποψη σχετικά με την ύπαρξη ή όχι αμφιβολίας ως προς την εφαρμογή της προστασίας αυτής έχει το πλεονέκτημα να μειώνει τον κίνδυνο καταχρηστικών αιτήσεων προστασίας και είναι σύμφωνη με την απόφαση AM & S. Η διαδικασία του σφραγισμένου φακέλου επιτρέπει επίσης να αποφεύγεται ο κίνδυνος η επιχείρηση να καταστρέφει τα έγγραφα. Η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι, στα περισσότερα κράτη μέλη, οι αρχές ανταγωνισμού αντιμετωπίζουν το ζήτημα του απορρήτου στο πλαίσιο επιτόπιων ελέγχων κατά παρόμοιο τρόπο.

71      Η Επιτροπή υποστηρίζει, εξάλλου, ότι η διαδικασία που περιγράφει δεν μπορεί να θίγει τα διαδικαστικά δικαιώματα των επιχειρήσεων. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι αποδεικνύεται ότι η γνώση των εγγράφων που είναι δυνατό να προστατεύονται από το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών προκαλεί στην επιχείρηση ζημία θίγουσα τα δικαιώματα άμυνας της τελευταίας, μια τέτοια ζημία μπορούσε πάντοτε να αποκατασταθεί. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή θα βρισκόταν σε αδυναμία να χρησιμοποιήσει τα έγγραφα που καλύπτονται από το απόρρητο προκειμένου να αποδείξει την παράβαση.

72      Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή φρονεί ότι τήρησε αυστηρά μια νόμιμη και αναλογική διαδικασία για την προστασία των επίμαχων εγγράφων, σύμφωνα με την απόφαση AM & S, και ότι τα διαδικαστικά δικαιώματα των προσφευγουσών έγιναν πλήρως σεβαστά. Διευκρινίζει ότι συμφωνήθηκε με τις προσφεύγουσες ότι ο υπάλληλος της Επιτροπής που είχε την ευθύνη του ελέγχου θα συμβουλευόταν τον φάκελο, ενώ ένας εκπρόσωπος των προσφευγουσών θα βρισκόταν δίπλα του. Αν γινόταν επίκληση του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών για συγκεκριμένο έγγραφο, οι προσφεύγουσες όφειλαν να υποβάλουν αίτηση δικαιολογώντας την βάσει του ίδιου του εγγράφου. Η Επιτροπή θεωρεί, εξάλλου, ότι η παρουσίαση εκ μέρους των προσφευγουσών, στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως και χωρίς να εξηγηθεί η καθυστέρηση, ενός πρακτικού για τον έλεγχο, το οποίο επεξεργάστηκαν οι δικηγόροι της, αντιβαίνει προς το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

73      Όσον αφορά τα έγγραφα της κατηγορίας A, η Επιτροπή παρατηρεί ότι από τη συνοπτική εξέταση ανέκυψε αμφιβολία ιδιαίτερα από το γεγονός της χειρόγραφης αναφοράς στο όνομα ενός εξωτερικού δικηγόρου στην πρώτη σελίδα ενός εξ αυτών. Εφόσον καμία από τις εξηγήσεις που έδωσαν επί τόπου οι προσφεύγουσες δεν αποδείχθηκε επαρκής για να αρθεί η αμφιβολία, οι υπάλληλοι της Επιτροπής έθεσαν τα έγγραφα σε σφραγισμένο φάκελο. Ως προς τα έγγραφα της κατηγορίας B, ο ελεγκτής της Επιτροπής έκρινε, κατόπιν συνοπτικής εξετάσεως αυτών και των πληροφοριών που έδωσε η επιχείρηση και με έρεισμα την αδιαμφισβήτητη νομολογία, ότι δεν υπήρχε η ελάχιστη αμφιβολία ως προς το γεγονός ότι τα έγγραφα δεν καλύπτονταν από το απόρρητο. Κατά συνέπεια, οι υπάλληλοι της Επιτροπής έλαβαν αντίγραφο, το οποίο επισύναψαν στον φάκελο ελέγχου.

74      Η Επιτροπή εμμένει εξάλλου στο ότι η συνοπτική εξέταση του εγγράφου δεν είναι το ίδιο πράγμα με την ανάγνωσή του. Μολονότι είναι αληθές ότι η έχουσα την ευθύνη του ελέγχου ήταν σε θέση να συμβουλευθεί συνοπτικά τα έγγραφα της κατηγορίας A κατά τον έλεγχο, είναι αντιθέτως λάθος να προβάλλεται ότι οι υπάλληλοι της Επιτροπής τα ανέγνωσαν προτού τα θέσουν στον φάκελο. Ως προς τα έγγραφα της κατηγορίας B, μόνο μετά το πέρας του ελέγχου η Επιτροπή τα ανέγνωσε τελικά, και έλαβε γνώση του περιεχομένου τους. Επιπλέον, η Επιτροπή αμφισβητεί τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών ότι η τελική τους συναίνεση για την παράδοση των εγγράφων της κατηγορίας B λήφθηκε κατόπιν απειλής για ποινικές κυρώσεις. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι ανακριβείς, στο μέτρο που η φερόμενη άρνηση κοινοποιήσεως αφορούσε στην πραγματικότητα το σύνολο του φακέλου. Σε κάθε περίπτωση, η πληροφόρηση της επιχειρήσεως ότι η έλλειψη συνεργασίας της μπορούσε να συνεπάγεται την εφαρμογή του εθνικού δικαίου, και ενδεχομένως, την επιβολή ποινικών κυρώσεων είναι σύμφωνη με τον κανονισμό 17.

75      Η Επιτροπή προβάλλει ότι οι προσφεύγουσες πληροφορήθηκαν για τα δικαιώματά τους από την αρχή του ελέγχου και, κατά συνέπεια, ήσαν πάντοτε σε θέση να προσφύγουν ενώπιον του Πρωτοδικείου. Στην περίπτωση των εγγράφων της κατηγορίας A, γνώριζαν ευθύς εξ αρχής ότι η διαδικασία θα κατέληγε στην λήψη αποφάσεως η οποία μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής. Όσον αφορά τα έγγραφα της κατηγορίας B, η Επιτροπή άφησε ανοικτή τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την εκτίμηση που διατύπωσε επί τόπου ένας από τους υπαλλήλους της.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

76      Πρέπει ευθύς εξ αρχής να παρατηρηθεί ότι ο κανονισμός 17 παρέχει στην Επιτροπή ευρεία εξουσία έρευνας και ελέγχου για να διαπιστώσει τις παραβάσεις των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 11 και 14 του κανονισμού αυτού, η Επιτροπή δύναται να συγκεντρώνει τις πληροφορίες και να προβαίνει στους αναγκαίους ελέγχους για τη δίωξη των παραβάσεων στους κανόνες ανταγωνισμού [από 1ης Μαΐου 2004, οι εξουσίες έρευνας της Επιτροπής στον τομέα αυτόν θεσπίζονται ειδικότερα με τα άρθρα 17 έως 22 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1)]. Το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 17 εξουσιοδοτεί ειδικότερα την Επιτροπή να ζητεί να της επιδείξουν τα επαγγελματικά έγγραφα, δηλαδή τα έγγραφα τα οποία αφορούν τη δραστηριότητα της επιχειρήσεως στην αγορά. Όμως, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο, η αλληλογραφία μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του, εφόσον αφορά μια τέτοια δραστηριότητα, εμπίπτει στην κατηγορία των εγγράφων που αναφέρονται στα άρθρα 11 και 14 του κανονισμού 17 (απόφαση AM & S, σκέψη 16). Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι εναπόκειται στην ίδια την Επιτροπή και όχι στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση ή σε τρίτο πρόσωπο, πραγματογνώμονα ή διαιτητή, να αποφασίσει αν ένα έγγραφο πρέπει ή όχι να της προσκομισθεί (απόφαση AM & S, σκέψη 17).

77      Όμως, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο κανονισμός 17 δεν αποκλείει τη δυνατότητα να αναγνωρισθεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ο εμπιστευτικός χαρακτήρας συγκεκριμένων επαγγελματικών εγγράφων. Διευκρίνισε επίσης ότι, το κοινοτικό δίκαιο, απορρέον όχι μόνο από την οικονομική, αλλά και τη νομική αλληλοδιείσδυση των κρατών μελών, πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψη τις αρχές και τις αντιλήψεις που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, όσον αφορά την τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των σχέσεων μεταξύ δικηγόρου και πελάτου, όσον αφορά ιδίως ορισμένες επικοινωνίες μεταξύ τους. Ο εν λόγω εμπιστευτικός χαρακτήρας ανταποκρίνεται στην απαίτηση, η σπουδαιότητα της οποίας αναγνωρίζεται στο σύνολο των κρατών μελών, ότι κάθε πολίτης πρέπει να έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται ελευθέρως τον δικηγόρο του, το επάγγελμα του οποίου συνεπάγεται την παροχή, κατά τρόπο ανεξάρτητο, νομικών συμβουλών σε όσους τις χρειάζονται. Ομοίως, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών συνιστά το αναγκαίο συμπλήρωμα για την πλήρη άσκηση των δικαιωμάτων υπερασπίσεως (απόφαση AM & S κατά Επιτροπής, σκέψεις 18 και 23).

78      Επομένως, επιβάλλεται να συναχθεί ότι ο κανονισμός 17 πρέπει να ερμηνευθεί ως προστατεύων, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών (απόφαση AM & S, σκέψη 22).

79      Όσον αφορά την ακολουθητέα διαδικασία για την εφαρμογή της προστασίας αυτής, το Δικαστήριο έκρινε ότι, στην περίπτωση κατά την οποία μια επιχείρηση, που υποβάλλεται σε έλεγχο δυνάμει του άρθρου 14 του κανονισμού 17, αρνείται, επικαλουμένη το δικαίωμα προστασίας του εμπιστευτικού χαρακτήρα των σχέσεων μεταξύ δικηγόρου και πελάτου να προσκομίσει, μεταξύ των επαγγελματικών εγγράφων που ζητεί η Επιτροπή, την αλληλογραφία μεταξύ αυτής και του δικηγόρου της, πρέπει εν πάση περιπτώσει να παράσχει στους εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους της Επιτροπής, χωρίς εντούτοις να πρέπει να αποκαλύψει το περιεχόμενο της ανωτέρω επικοινωνίας, χρήσιμα στοιχεία, ικανά να αποδείξουν ότι η εν λόγω αλληλογραφία συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που δικαιολογούν την έννομη προστασία της. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, αν η Επιτροπή θεωρήσει ότι μια τέτοια απόδειξη δεν έχει προσκομισθεί, εναπόκειται σ’ αυτήν να διατάξει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17, την προσκόμιση της εν λόγω αλληλογραφίας και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να επιβάλει στην επιχείρηση πρόστιμο ή χρηματική ποινή, δυνάμει του ίδιου κανονισμού, ως κύρωση της αρνήσεως της τελευταίας είτε να παράσχει τα συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία που η Επιτροπή θεώρησε ως απαραίτητα είτε να εμφανίσει τα έγγραφα που η Επιτροπή φρονεί ότι δεν έχουν νομίμως προστατευόμενο εμπιστευτικό χαρακτήρα (απόφαση AM & S κατά Επιτροπής, σκέψεις 29 έως 31). Είναι δυνατό, εν συνεχεία, για την ελεγχόμενη επιχείρηση να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά μιας τέτοιας αποφάσεως της Επιτροπής, και αν συντρέχει περίπτωση, να υποβάλει αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων βάσει των άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση AM & S, σκέψη 32).

80      Προκύπτει, επομένως, ότι το γεγονός και μόνον ότι μια επιχείρηση διεκδικεί το απόρρητο ενός εγγράφου δεν αρκεί για να εμποδίσει την Επιτροπή να λάβει γνώση του εγγράφου αυτού αν, εξάλλου, η επιχείρηση αυτή δεν προσκομίζει κανένα χρήσιμο στοιχείο, ικανό να αποδείξει ότι το έγγραφο προστατεύεται όντως από το απόρρητο. Η ενδιαφερόμενη επιχείρηση μπορεί ειδικότερα να αναφέρει στην Επιτροπή ποιος είναι ο συντάκτης του και ο αποδέκτης του, να εξηγήσει τα αντίστοιχα καθήκοντα και τις ευθύνες εκάστου και να αναφέρει τον σκοπό και το πλαίσιο εντός των οποίων το έγγραφο αυτό συντάχθηκε. Επίσης, μπορεί να κάνει μνεία του πλαισίου εντός του οποίου βρέθηκε το έγγραφο αυτό, του τρόπου με τον οποίο είχε αρχειοθετηθεί ή άλλων εγγράφων με τα οποία σχετιζόταν.

81      Σε αρκετό αριθμό περιπτώσεων, μόνο η συνοπτική εξέταση, εκ μέρους των υπαλλήλων της Επιτροπής, της γενικής εμφανίσεως του εγγράφου ή της επικεφαλίδας, του τίτλου ή άλλων επιφανειακών χαρακτηριστικών του εγγράφου θα επιτρέψει στους υπαλλήλους να επαληθεύσουν την ακρίβεια των δικαιολογιών που επικαλείται η επιχείρηση και να διασφαλίσουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα του επίμαχου εγγράφου, ώστε να το παραμερίσουν. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και η συνοπτική εξέταση του εγγράφου συνιστά κίνδυνο όπως, παρά τον επιφανειακό της χαρακτήρα, οι υπάλληλοι της Επιτροπής λαμβάνουν γνώση πληροφοριών που καλύπτονται από το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών. Τούτο μπορεί να συμβεί, ειδικότερα, αν από τη μορφολογική εμφάνιση του επίμαχου εγγράφου δεν προκύπτει σαφώς ο εμπιστευτικός χαρακτήρας αυτού.

82      Όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 79 ανωτέρω, από την απόφαση AM & S προκύπτει ότι η επιχείρηση υποχρεούται να παράσχει στους υπαλλήλους της Επιτροπής χρήσιμα στοιχεία ικανά να αποδείξουν τον όντως εμπιστευτικό χαρακτήρα τους που δικαιολογούν την προστασία τους, χωρίς ωστόσο να πρέπει να αποκαλύψει το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων (σκέψη 29 της αποφάσεως). Συνεπώς, πρέπει να συναχθεί ότι η επιχείρηση που αποτελεί αντικείμενο ελέγχου βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 δικαιούται να αρνηθεί στους υπαλλήλους της Επιτροπής τη δυνατότητα να λάβουν γνώση, έστω και συνοπτικά, ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων εγγράφων για τα οποία υποστηρίζει ότι προστατεύονται από το απόρρητο, νοουμένου ότι η επιχείρηση θεωρεί ότι μια τέτοια συνοπτική εξέταση είναι αδύνατη χωρίς να αποκαλυφθεί το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών και εξηγεί τούτο, κατά τρόπο αιτιολογημένο, στους υπαλλήλους της Επιτροπής.

83      Όταν, κατά τη διάρκεια ελέγχου βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17, η Επιτροπή φρονεί ότι τα στοιχεία που παρέχει η επιχείρηση δεν είναι ικανά να αποδείξουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των εν λόγω εγγράφων, ειδικότερα όταν η επιχείρηση αρνείται στους υπαλλήλους της Επιτροπής να λάβουν συνοπτική γνώση ενός εγγράφου, οι υπάλληλοι της Επιτροπής μπορούν να θέσουν ένα αντίγραφο του ή των σχετικών εγγράφων σε σφραγισμένο φάκελο και να τον μεταφέρουν στη συνέχεια μαζί τους για την μεταγενέστερη επίλυση της διαφοράς. Πράγματι, η διαδικασία αυτή επιτρέπει να παραμερίζονται οι κίνδυνοι παραβιάσεως του απορρήτου ενώ αφήνει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διατηρεί κάποιον έλεγχο επί των εγγράφων τα οποία αποτελούν αντικείμενο του ελέγχου και να αποφεύγεται ο κίνδυνος μεταγενέστερης εξαφανίσεως ή αλλοιώσεως των εγγράφων αυτών.

84      Εξάλλου, η προσφυγή σ’ αυτή τη διαδικασία του σφραγισμένου φακέλου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έρχεται σε αντίθεση με την καθιερωμένη στη σκέψη 31 της αποφάσεως AM & S απαίτηση η Επιτροπή, στην περίπτωση διαφοράς με την ενδιαφερόμενη επιχείρηση ως προς τον εμπιστευτικό χαρακτήρα ενός εγγράφου, να εκδώσει απόφαση διατάσσουσα την προσκόμιση του εγγράφου αυτού. Συγκεκριμένα, μια τέτοια απαίτηση εξηγείται από το ειδικό πλαίσιο της υποθέσεως που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως AM & S, ειδικότερα το γεγονός ότι η αρχική απόφαση με την οποία διατάχθηκε ο έλεγχος στα καταστήματα της εν λόγω επιχειρήσεως δεν ήταν τυπική απόφαση βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Warner στην υπόθεση AM & S, προπαρατεθείσες, Συλλογή 1982, σ. 1624), και, συνεπώς, η εν λόγω επιχείρηση είχε το δικαίωμα να αρνηθεί, όπως όντως έπραξε, να προσκομίσει τα έγγραφα που ζήτησε η Επιτροπή.

85      Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, αν η Επιτροπή δεν ικανοποιηθεί από τα στοιχεία και τις εξηγήσεις που έδωσαν οι εκπρόσωποι της ελεγχόμενης επιχειρήσεως προκειμένου να αποδείξουν ότι το σχετικό έγγραφο προστατεύεται από το απόρρητο, η Επιτροπή δεν δικαιούται να λάβει γνώση του περιεχομένου του εγγράφου προτού εκδώσει απόφαση επιτρέπουσα στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση να προσφύγει προσηκόντως ενώπιον του Πρωτοδικείου και, ενδεχομένως, να ζητήσει τη λήψη προσωρινών μέτρων (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση AM & S, σκέψη 32).

86      Πράγματι, λαμβάνοντας υπόψη τον ειδικό χαρακτήρα της αρχής της προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών, της οποίας το αντικείμενο συνίσταται τόσο στη διαφύλαξη της πλήρους ασκήσεως των δικαιωμάτων υπερασπίσεως των πολιτών όσο και στην προστασία της απαιτήσεως ότι κάθε πολίτης πρέπει να έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται ελεύθερα τον δικηγόρο του (βλ. σκέψη 77 ανωτέρω), πρέπει να θεωρηθεί ότι η γνώση εκ μέρους της Επιτροπής του περιεχομένου ενός εμπιστευτικού εγγράφου συνιστά καθαυτό παραβίαση της αρχής αυτής. Αντίθετα προς ό,τι φαίνεται να υποστηρίζει η Επιτροπή, η προστασία του απορρήτου υπερβαίνει, επομένως, την απαίτηση όπως οι πληροφορίες που εμπιστεύεται η επιχείρηση στον δικηγόρο της ή το περιεχόμενο της γνώμης του τελευταίου δεν χρησιμοποιούνται κατά της επιχειρήσεως σε απόφαση για την επιβολή κυρώσεως λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού.

87      Η προστασία αυτή αποβλέπει, πρώτον, στο να διασφαλίσει το δημόσιο συμφέρον μιας καλής απονομής της δικαιοσύνης που συνίσταται στο να διασφαλίζει ότι κάθε πελάτης έχει την ελευθερία να απευθύνεται στον δικηγόρο του χωρίς να φοβάται ότι οι εκμυστηρεύσεις στις οποίες θα προέβαινε μπορούν να αποκαλυφθούν αργότερα. Δεύτερον, έχει ως στόχο να αποφεύγονται οι ζημίες που η εκ μέρους της Επιτροπής γνώση του περιεχομένου ενός εμπιστευτικού εγγράφου και η μη προσήκουσα επισύναψή του στον φάκελο της έρευνας μπορεί να προκαλέσουν στα δικαιώματα άμυνας της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως. Έτσι, ακόμη και αν το έγγραφο αυτό δεν χρησιμοποιείται ως αποδεικτικό μέσο σε απόφαση επιβολής κυρώσεων λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, η επιχείρηση μπορεί να υποστεί ζημίες οι οποίες δεν θα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αποκαταστάσεως ή πολύ δύσκολα θα μπορούν να αποκατασταθούν. Αφενός, η πληροφορία που προστατεύεται από το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από την Επιτροπή, άμεσα ή έμμεσα, για τη λήψη νέων πληροφοριών ή νέων αποδεικτικών μέσων, χωρίς η ενδιαφερόμενη επιχείρηση να είναι πάντοτε σε θέση να τις εξακριβώσει και να αποφύγει όπως χρησιμοποιηθούν κατ’ αυτής. Αφετέρου, δεν μπορεί να αποκατασταθεί η ζημία που θα υποστεί η ενδιαφερόμενη επιχείρηση λόγω της αποκαλύψεως σε τρίτους πληροφοριών οι οποίες προστατεύονται από το απόρρητο, για παράδειγμα αν η πληροφορία αυτή χρησιμοποιηθεί σε ανακοίνωση των αιτιάσεων κατά τη διοικητική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής. Το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα προστατευόμενα έγγραφα ως αποδεικτικά στοιχεία σε απόφαση επιβολής κυρώσεων δεν μπορεί, επομένως, να αποκαταστήσει ή να εξαλείψει τις ζημίες που θα προέκυπταν από την εκ μέρους της Επιτροπής γνώση του περιεχομένου των εν λόγω εγγράφων.

88      Η προστασία λόγω του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών συνεπάγεται επίσης ότι, εφόσον η Επιτροπή εξέδωσε την απόφασή της με την οποία απορρίπτει σχετικό αίτημα, δεν πρέπει να λάβει γνώση του περιεχομένου των επίμαχων εγγράφων παρά μόνον αφού παράσχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα να προσφύγει προσηκόντως ενώπιον του Πρωτοδικείου. Συναφώς, η Επιτροπή υποχρεούται να αναμείνει όπως παρέλθει η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής κατά της απορριπτικής της αποφάσεως προτού λάβει γνώση του περιεχομένου των εγγράφων αυτών. Σε κάθε περίπτωση, στο μέτρο που μια τέτοια προσφυγή δεν έχει ανασταλτικό χαρακτήρα, εναπόκειται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση να υποβάλει αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων που αποβλέπουν στην αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση AM & S, σκέψη 32).

89      Άλλωστε, όσον αφορά τα επιχειρήματα της Επιτροπής σχετικά με τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να καταχρώνται της περιγραφής της ανωτέρω διαδικασίας υποβάλλοντας, για σκοπούς καθαρά παρελκυστικούς, αιτήσεις προστασίας του απορρήτου προδήλως αβάσιμες ή αντιτασσόμενες, χωρίς αντικειμενική δικαιολογία, σε ενδεχόμενο συνοπτικό έλεγχο των εγγράφων κατά τη διάρκεια έρευνας, αρκεί η διαπίστωση ότι η Επιτροπή διαθέτει εργαλεία για να αποθαρρύνει και να επιβάλει κυρώσεις, ενδεχομένως, για τέτοιες πρακτικές. Συγκεκριμένα, οι συμπεριφορές αυτές μπορούν να επισύρουν κυρώσεις βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 (και, προηγουμένως, βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 1, της κανονισμού 17) ή να ληφθούν υπόψη ως επιβαρυντικές περιστάσεις για τον υπολογισμό του ενδεχόμενου προστίμου που θα επιβληθεί στο πλαίσιο μιας αποφάσεως επιβολής κυρώσεων λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού.

90      Τέλος, πρέπει να παρατηρηθεί, όπως έπραξε το Δικαστήριο με την απόφασή του AM & S, ότι η αρχή του εμπιστευτικού χαρακτήρα δεν μπορεί να παρεμποδίσει τον πελάτη να αποκαλύψει αυτή την επικοινωνία με τον δικηγόρο του, αν φρονεί ότι έχει συμφέρον να το πράξει (σκέψη 28 της αποφάσεως).

91      Υπό το φως των προαναφερόμενων σκέψεων και αρχών πρέπει να εξεταστούν οι αιτιάσεις που προβάλλουν οι προσφεύγουσες.

92      Προκαταρκτικά, πρέπει να παραμεριστεί η άποψη της Επιτροπής ότι η προσκόμιση εκ μέρους των προσφευγουσών, στο στάδιο της απαντήσεως, της εκθέσεως για τον έλεγχο, την οποία επεξεργάστηκαν οι δικηγόροι τους, παραβαίνει το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ. σκέψη 72 ανωτέρω). Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αντίθετα προς ό,τι διατείνεται η Επιτροπή, οι προσφεύγουσες εξήγησαν τους λόγους για τους οποίους δεν είχαν προσκομίσει προηγουμένως αυτή την έκθεση, δηλαδή τον εμπιστευτικό χαρακτήρα της και την ανάγκη να αμφισβητήσουν τις απόψεις που είχε προβάλει η Επιτροπή με το υπόμνημά της αντικρούσεως (βλ., ειδικότερα, σημεία 21 έως 26 του υπομνήματος απαντήσεως). Συναφώς, πρέπει επίσης να παρατηρηθεί ότι η προσκόμιση αυτής της εκθέσεως αποτελεί συνέχεια της προσκομίσεως εκ μέρους της Επιτροπής, με το υπόμνημά της αντικρούσεως, του πρακτικού για τον έλεγχο που κατήρτισαν οι υπάλληλοί της. Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι, αν οι διάδικοι αποκλίνουν ως προς τα πραγματικά στοιχεία που προβάλλονται με το δικόγραφο της προσφυγής και το υπόμνημα αντικρούσεως, κατ’ ανάγκη στο υπόμνημα απαντήσεως και στο υπόμνημα ανταπαντήσεως οφείλουν να προσκομίσουν τα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των αντίστοιχων εκθέσεων των περιστατικών.

93      Όσον αφορά τις αιτιάσεις που επικαλούνται οι προσφεύγουσες, πρώτον, υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή, κατά τον έλεγχο, τις υποχρέωσε να αποκαλύψουν το περιεχόμενο των επίδικων εγγράφων, ενώ είχαν επικαλεσθεί τον εμπιστευτικό τους χαρακτήρα. Προσάπτουν ειδικότερα, στους υπαλλήλους της Επιτροπής ότι, παρά την αντίθεση των εκπροσώπων των επιχειρήσεων, εξέτασαν επί τόπου τα εν λόγω έγγραφα.

94      Τόσο από το παράρτημα του πρακτικού για τον έλεγχο που κατήρτισαν οι υπάλληλοι της Επιτροπής, όσο και από το μη εμπιστευτικό αντίγραφο της εκθέσεως για τον έλεγχο που ετοίμασαν οι δικηγόροι των προσφευγουσών προκύπτει ότι, κατά τον έλεγχο, οι υπάλληλοι της Επιτροπής και οι εκπρόσωποι των προσφευγουσών είχαν μακρές συζητήσεις ως προς τον τρόπο διενέργειας του ελέγχου των επίδικων εγγράφων. Κατά τις συζητήσεις αυτές, οι προσφεύγουσες αντιτάχθηκαν σθεναρά στη συνοπτική εξέταση των εγγράφων αυτών εκ μέρους των υπαλλήλων της Επιτροπής, επικαλούμενες ειδικότερα ότι τουλάχιστον ορισμένα από τα εν λόγω έγγραφα μπορούσαν να μη φαίνονται εκ πρώτης όψεως ότι καλύπτονται από το απόρρητο, καθόσον δεν περιείχαν κατ’ ανάγκην παραπομπές σε εξωτερικούς δικηγόρους ή στον εμπιστευτικό τους χαρακτήρα. Οι προσφεύγουσες προβάλλουν πάντως ότι τα έγγραφα αυτά είχαν ετοιμαστεί για να ζητηθεί νομική γνωμοδότηση ή περιείχαν νομική γνωμοδότηση και ενέμειναν στο ότι η συνοπτική εξέταση δεν θα επέτρεπε να εκτιμηθεί ο εμπιστευτικός τους χαρακτήρας χωρίς συγχρόνως να αποκαλυφθεί το περιεχόμενό τους. Προκύπτει επίσης από το προαναφερόμενο πρακτικό και την προαναφερόμενη έκθεση ότι η Επιτροπή επέμεινε να προβεί στη συνοπτική εξέταση των εν λόγω εγγράφων και ότι οι εκπρόσωποι των προσφευγουσών συνήνεσαν μόνον αφού οι υπάλληλοι της Επιτροπής και της OFT τους ανέφεραν ότι η άρνησή τους να επιτρέψουν την πραγματοποίηση μιας τέτοιας εξετάσεως ισοδυναμούσε με παρεμπόδιση του ελέγχου, που συνεπαγόταν διοικητικές και ποινικές κυρώσεις.

95      Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι η Επιτροπή υποχρέωσε τις προσφεύγουσες να δεχθούν τη συνοπτική εξέταση των επίδικων εγγράφων, μολονότι, όσον αφορά τα δύο αντίγραφα του δακτυλογραφημένου υπομνήματος της κατηγορίας A και των χειρόγραφων σημειώσεων της κατηγορίας B, οι εκπρόσωποι των προσφευγουσών προέβαλαν, με δικαιολογητικά, ότι μια τέτοια εξέταση επέβαλλε να αποκαλυφθεί το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών. Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μια συνοπτική εξέταση των εν λόγω εγγράφων δεν μπορούσε να επιτρέψει στους υπαλλήλους της Επιτροπής να εκτιμήσουν τον ενδεχόμενο εμπιστευτικό τους χαρακτήρα χωρίς συγχρόνως να τους δοθεί η δυνατότητα να λάβουν γνώση του περιεχομένου τους. Επομένως, πρέπει να συναχθεί ότι η Επιτροπή παρέβη συναφώς τη διαδικασία εφαρμογής της προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών.

96      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή, λαμβάνοντας αντίγραφο των εγγράφων της κατηγορίας A και θέτοντας αυτό σε σφραγισμένο φάκελο, δεν συμμορφώθηκε ακριβώς με τη διαδικασία που καθιέρωσε το Δικαστήριο με την απόφαση AM & S και ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή έπρεπε να εκδώσει τυπική απόφαση διατάσσουσα την προσκόμιση των εγγράφων αυτών. Η αιτίαση αυτή δεν μπορεί πάντως να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, όπως κρίθηκε, η χρησιμοποίηση της διαδικασίας του σφραγισμένου φακέλου, υπό περιστάσεις όπως η εν προκειμένω, δεν παραβαίνει τη διαδικασία που καθιερώθηκε με την εν λόγω απόφαση (βλ. σκέψη 84 ανωτέρω). Άλλωστε, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι από το προαναφερθέν πρακτικό και την προαναφερθείσα έκθεση προκύπτει ότι, κατά τον έλεγχο, οι εκπρόσωποι των προσφευγουσών ζήτησαν επανειλημμένως από τους υπαλλήλους της Επιτροπής να χρησιμοποιήσει τη διαδικασία του σφραγισμένου φακέλου σχετικά με τα επίδικα έγγραφα.

97      Τρίτον, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι απέρριψε, κατά τον έλεγχο, την αίτησή τους προστασίας των εγγράφων της κατηγορίας B λόγω απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών. Πρέπει να παρατηρηθεί συναφώς ότι, κατά τον έλεγχο, οι προσφεύγουσες όντως επικαλέσθηκαν την προστασία αυτή και προέβαλαν διάφορες δικαιολογίες προς στήριξη ενός τέτοιου αιτήματος, ειδικότερα το γεγονός ότι τα εν λόγω έγγραφα είχαν καταρτισθεί προκειμένου να ζητηθεί νομική γνωμοδότηση ή περιείχαν μια τέτοια νομική γνωμοδότηση. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, πρέπει να συναχθεί ότι, αφού η Επιτροπή δεν ήταν ικανοποιημένη από τις εξηγήσεις που έδωσαν οι προσφεύγουσες, εναπέκειτο σ’ αυτήν να εκδώσει τυπική απορριπτική απόφαση του εν λόγω αιτήματος προστασίας που να επέτρεπε στις προσφεύγουσες να προσφύγουν προσηκόντως ενώπιον του Πρωτοδικείου προτού λάβει γνώση του περιεχομένου των εν λόγω εγγράφων (βλ. σκέψη 85 ανωτέρω).

98      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν έθεσε τις προσφεύγουσες σε θέση να προσφύγουν επωφελώς ενώπιον του Πρωτοδικείου προκειμένου να αποφευχθεί η εκ μέρους της Επιτροπής γνώση του περιεχομένου των εγγράφων της κατηγορίας B. Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι υπάλληλοι της Επιτροπής, κατά τη διάρκεια του ελέγχου, κατέληξαν στο ότι τα έγγραφα της κατηγορίας B δεν ήσαν προδήλως εμπιστευτικά και έλαβαν αντίγραφο το οποίο επισύναψαν στον φάκελο ελέγχου, χωρίς να το θέσουν σε σφραγισμένο φάκελο. Επομένως, κατά την ίδια αυτή στιγμή, η Επιτροπή έλαβε πλήρη γνώση του περιεχομένου των εγγράφων αυτών (βλ. σκέψη 51 ανωτέρω). Συνεπώς, πρέπει να συναχθεί ότι η Επιτροπή παρέβη συναφώς τη διαδικασία εφαρμογής της προστασίας του απορρήτου.

99      Τέταρτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, με την απορριπτική της απόφαση της 8ης Μαΐου 2003, η Επιτροπή παρέβη τη διαδικασία που καθιερώθηκε με την απόφαση AM & S αποφασίζοντας μονομερώς ότι τα επίδικα έγγραφα δεν καλύπτονταν από το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών. Πρέπει ωστόσο να παρατηρηθεί ότι, αντίθετα προς ό,τι διατείνονται οι προσφεύγουσες, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή εξέδωσε απορριπτική απόφαση επί του αιτήματος προστασίας του απορρήτου δεν θίγει τη διαδικασία εφαρμογής της προστασίας αυτής, στο μέτρο που η Επιτροπή δεν λαμβάνει γνώση των εν λόγω εγγράφων προτού δώσει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση την ευκαιρία να προσφύγει επωφελώς ενώπιον του Πρωτοδικείου και, ενδεχομένως, ενώπιον του δικάζοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή, προκειμένου να αμφισβητήσει αυτή την απορριπτική απόφαση (βλ. σκέψη 85 ανωτέρω).

100    Εν προκειμένω, όμως, όσον αφορά τα έγγραφα της κατηγορίας B, ακόμη και αν αυτά καλύπτονται από την απορριπτική απόφαση της 8ης Μαΐου 2003, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή έλαβε γνώση του περιεχομένου τους προτού εκδώσει την απόφαση αυτή. Αντιθέτως, όσον αφορά τα έγγραφα της κατηγορίας A, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή έλαβε αντίγραφο κατά τον έλεγχο και το έθεσε σε σφραγισμένο φάκελο. Εν συνεχεία έλαβε προκαταρκτική απόφαση επί του αιτήματος των προσφευγουσών, χωρίς ωστόσο να ανοίξει τον σφραγισμένο φάκελο ούτε να εξετάσει το περιεχόμενό τους, απόφαση η οποία τους κοινοποιήθηκε την 1η Απριλίου 2003. Στις 8 Μαΐου 2003, η Επιτροπή εξέδωσε τελικά απορριπτική απόφαση επί του αιτήματος προστασίας, πάντοτε χωρίς να λάβει γνώση του περιεχομένου των εγγράφων της κατηγορίας A. Μόνο μετά την ακύρωση της διατάξεως του Προέδρου του Πρωτοδικείου Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσας, με τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου Επιτροπή κατά Akzo και Akcros, προπαρατεθείσας, στις υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων η Επιτροπή έλαβε γνώση των εγγράφων της κατηγορίας A. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, πρέπει να συναχθεί ότι η έκδοση της απορριπτικής αποφάσεως της 8ης Μαΐου 2003 δεν παρέβη τη διαδικασία εφαρμογής της προστασίας του απορρήτου.

101    Βάσει των προεκτεθέντων, πρέπει να συναχθεί ότι η Επιτροπή παρέβη τη διαδικασία εφαρμογής της προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών, πρώτον, υποχρεώνοντας τις προσφεύγουσες να υποβάλουν προς συνοπτική εξέταση τα έγγραφα της κατηγορίας A και τις χειρόγραφες σημειώσεις της κατηγορίας B και, δεύτερον, λαμβάνοντας γνώση των εγγράφων της κατηγορίας B χωρίς να δώσει στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν την απόρριψη του αιτήματός τους περί προστασίας των εγγράφων αυτών ενώπιον του Πρωτοδικείου. Αντιθέτως, πρέπει να απορριφθεί αυτός ο πρώτος λόγος όσον αφορά τις αιτιάσεις των προσφευγουσών σχετικά με τη συνοπτική εξέταση της αλληλογραφίας μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της κατηγορίας B, τη χρησιμοποίηση της διαδικασίας του σφραγισμένου φακέλου για τα έγγραφα της κατηγορίας A και την έκδοση της απορριπτικής αποφάσεως της 8ης Μαΐου 2003.

 Επί του δεύτερου λόγου που αντλείται από την αδικαιολόγητη απόρριψη του αιτήματος της προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών όσον αφορά τα επίδικα έγγραφα

102    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα πέντε επίδικα έγγραφα καλύπτονται από το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών. Τα έγγραφα της κατηγορίας A και οι χειρόγραφες σημειώσεις της κατηγορίας B έπρεπε όντως να θεωρηθούν ως η γραπτή βάση μιας προφορικής επικοινωνίας μεταξύ πελάτη και εξωτερικού συμβούλου, που πραγματοποιήθηκε με σκοπό να ληφθεί νομική γνωμοδότηση, ενώ η αλληλογραφία μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της κατηγορίας B συνιστά επικοινωνία μεταξύ δικηγόρου και πελάτη για σκοπούς και προς το συμφέρον των δικαιωμάτων άμυνας του τελευταίου.

103    Η Επιτροπή προβάλλει ότι, υπό το φως των κριτηρίων που καθιέρωσε η νομολογία, τα πέντε επίδικα έγγραφα σαφώς αποκλείονται από την προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών.

 Ως προς τα δύο αντίγραφα του δακτυλογραφημένου υπομνήματος της κατηγορίας A

 – Επιχειρήματα των διαδίκων

104    Οι προσφεύγουσες αναφέρουν ότι η κατηγορία A περιλαμβάνει δύο χωριστά αντίγραφα ενός δακτυλογραφημένου υπομνήματος δύο σελίδων που προέρχεται από τον γενικό διευθυντή της Akcros Chemicals και απευθύνεται στον ιεραρχικά ανώτερό του, τον sub-business unit manager (μάνατζερ επιχειρηματικής υποομάδας, στο εξής: Manager SBU), με ημερομηνία 16 Φεβρουαρίου 2000. Τα δύο αυτά αντίγραφα είναι πανομοιότυπα, εκτός του γεγονότος ότι στην πρώτη σελίδα ενός εξ αυτών υπήρχαν οι ακόλουθες χειρόγραφες σημειώσεις:

«–      δόθηκε στον [Manager SBU] 16/2/2000

–      επιστράφηκε από τον [Manager SBU] 17/2/2000

–      συζητήθηκε με τον [X, εξωτερικό νομικό σύμβουλο των προσφευγουσών] 22/2/00 τηλεφ.»

105    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι το έγγραφο αυτό πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο του εσωτερικού προγράμματος συμμορφώσεως προς το δίκαιο του ανταγωνισμού που έθεσε σε εφαρμογή ο όμιλος εταιριών Akzo Nobel κατόπιν γνωμοδοτήσεως και με τον συντονισμό ενός εξωτερικού νομικού συμβούλου. Στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος, οι υπάλληλοι και τα στελέχη των προσφευγουσών εξακρίβωναν τα εν δυνάμει ζητήματα που συνδέονται με το δίκαιο του ανταγωνισμού στους αντίστοιχους τομείς ευθύνης τους, τα οποία θα υπέβαλαν στη συνέχεια στον εξωτερικό νομικό σύμβουλο, ο οποίος εις απάντηση θα διατύπωνε τη νομική γνωμοδότηση.

106    Έτσι, κατά τις προσφεύγουσες, το εν λόγω υπόμνημα περιλαμβάνει πληροφορίες που συγκέντρωσαν ο γενικός διευθυντής της Akcros Chemicals κατόπιν εσωτερικών συζητήσεων που είχε με άλλους υπαλλήλους, προκειμένου να λάβει νομική γνωμοδότηση σχετικά με το εν λόγω πρόγραμμα. Επομένως, το έγγραφο αυτό αποτελεί το άμεσο αποτέλεσμα και είναι αδιαχώριστο από την προσπάθεια που ανέπτυξαν οι προσφεύγουσες προκειμένου να εξακριβώσουν τα εν δυνάμει προβλήματα σχετικά με το δίκαιο του ανταγωνισμού και να λάβουν τη γνωμοδότηση σχετικά με το ζήτημα αυτό από εξωτερικό νομικό σύμβουλο.

107    Η διαδοχή των γεγονότων επιβεβαιώνει αυτή την εκδοχή. Μετά τη λήψη της επιστολής της 28ης Ιανουαρίου 2000 του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της Akzo Nobel σχετικά με το πρόγραμμα συμμορφώσεως, ο γενικός διευθυντής της Akcros Chemicals συζήτησε με τους υπαλλήλους τα ζητήματα τηρήσεως του κοινοτικού δικαίου. Κατά τις συζητήσεις αυτές, έλαβε σημειώσεις, τις χειρόγραφες σημειώσεις της κατηγορίας B. Την Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2000, τα αντίγραφα του υπομνήματος που αποτελούν την κατηγορία A διαβιβάστηκαν στον manager SBU από τον γενικό διευθυντή. Την Πέμπτη, 17 Φεβρουαρίου 2000, ο manager SBU τις επέστρεψε στον γενικό διευθυντή. Την Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2000, το υπόμνημα αποτέλεσε τη βάση της συζητήσεως με τον κ. [X], τον εξωτερικό νομικό σύμβουλο των προσφευγουσών.

108    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα δύο κριτήρια που εξακρίβωσε το Δικαστήριο με την απόφαση AM & S ως κοινά στα δίκαια των διαφόρων κρατών μελών στον τομέα της προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών, δηλαδή ότι πρόκειται για αλληλογραφία που ανταλλάσσεται στο πλαίσιο και για τους σκοπούς των δικαιωμάτων άμυνας του πελάτη και η αλληλογραφία αυτή εμπλέκει τους ανεξάρτητους δικηγόρους, πληρούνται στην προκειμένη περίπτωση. Διευκρινίζουν ότι δεν προβάλλουν ότι το γεγονός και μόνον ότι το αμφισβητούμενο έγγραφο είχε καταρτισθεί στο πλαίσιο του προγράμματος συμμορφώσεως αρκεί για να διασφαλίσει τον εμπιστευτικό του χαρακτήρα. Ωστόσο, αρνούμενοι τη δυνατότητα ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα μπορεί να αποτελέσει το πλαίσιο εντός του οποίου έχει αναπτυχθεί μια νομίμως προστατευόμενη αλληλογραφία, η Επιτροπή παραλείπει τις θεμελιώδεις πτυχές του δικού της συστήματος εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού. Έτσι, πρώτον, λόγω της καταργήσεως του συστήματος κοινοποιήσεως του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, αν τα έγγραφα τα οποία συντάχθηκαν στο πλαίσιο μιας πράξεως αυτοαποτιμήσεως μπορούσαν να αποκαλυφθούν, η επιχείρηση θα εμποδιζόταν να καθορίσει ελεύθερα και χωρίς φόβο, με τη βοήθεια ενός εξωτερικού ή εσωτερικού συμβούλου, αν οι πρακτικές της είναι σύμφωνες προς το δίκαιο του ανταγωνισμού. Δεύτερον, λόγω της φύσεως ενός αιτήματος επιείκειας και της ανάγκης να διενεργηθεί εσωτερική έρευνα και συλλογή πραγματικών αποδεικτικών στοιχείων, τα προσκομισθέντα έγγραφα στο πλαίσιο μιας τέτοιας πράξεως θα πρέπει να θεωρούνται ως εμπιστευτικά.

109    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν εξάλλου την άποψη της Επιτροπής ότι το δακτυλογραφημένο υπόμνημα δεν περιέχει καμιά ένδειξη σχέσεως μεταξύ των παρατηρήσεων του γενικού διευθυντή και της αναζητήσεως νομικής γνωμοδοτήσεως από εξωτερικό νομικό σύμβουλο και δεν αποδείχθηκε ότι μια τέτοια γνωμοδότηση όντως ζητήθηκε και δόθηκε. Προβάλλουν επίσης ότι οι σημειώσεις που περιλαμβάνονται στην πρώτη σελίδα ενός από τα αντίγραφα του υπομνήματος δείχνουν αναμφισβήτητα ότι το έγγραφο αυτό ήταν ένας οδηγός προκειμένου να ζητηθεί νομική γνωμοδότηση του αναφερθέντος δικηγόρου. Επίσης, η εσωτερική σημείωση του δικηγόρου αυτού της 22ας Φεβρουαρίου 2000 και η έκθεση δραστηριότητας που συμπλήρωσε αυτός την ίδια ημέρα επιβεβαιώνουν ότι η νομική γνωμοδότηση ζητήθηκε και δόθηκε. Κατά την ίδια ημέρα, ο γενικός διευθυντής διαβίβασε μια συμπληρωματική πληροφορία στον εξωτερικό νομικό σύμβουλο με τηλεομοιοτυπία, αναφερόμενος στην προηγούμενή τους τηλεφωνική συνομιλία. Οι προσφεύγουσες παρατηρούν επίσης ότι η απόφαση AM & S και η διάταξη του Πρωτοδικείου της 4ης Απριλίου 1990, T‑30/89, Hilti κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. II‑163, περιληπτική δημοσίευση), ουδόλως απαιτούν ότι πρέπει να υπάρχει στην προστατευόμενη αλληλογραφία ένδειξη δημιουργούσα τη σχέση με την αναζήτηση νομικής γνωματεύσεως ή ότι η επικοινωνία είχε ετοιμασθεί με μόνο σκοπό να ζητηθεί μια τέτοια γνωμοδότηση.

110    Κατά τις προσφεύγουσες, η μόνη ιδιομορφία της προκειμένης υποθέσεως σε σχέση με την κλασική κατάσταση που αφορούσε η απόφαση AM & S είναι ότι η πληροφορία διαβιβάσθηκε προφορικά στον εξωτερικό δικηγόρο, βάσει του υπομνήματος που συνέταξε ο γενικός διευθυντής. Υποστηρίζουν ότι, αν ο τελευταίος είχε διαβιβάσει το αποτέλεσμα των προσπαθειών του με υπόμνημα απευθυνόμενο στον εξωτερικό δικηγόρο με αντίγραφο στον ιεραρχικά προϊστάμενό του, η Επιτροπή ασφαλώς θα είχε δεχθεί την εφαρμογή της προστασίας του απορρήτου αυτού του εγγράφου. Όμως, όπως αυτό καταδεικνύεται από την προαναφερθείσα διάταξη Hilti κατά Επιτροπής, η εφαρμογή αυτής της προστασίας δεν εξαρτάται τόσο από τον τύπο του εγγράφου όσο από την ουσία του.

111    Το CCBE υποστηρίζει ότι τα έγγραφα που καταρτίζονται προκειμένου να ληφθεί νομική γνωμοδότηση καλύπτονται από το απόρρητο και πρέπει να λαμβάνεται συναφώς υπόψη ο κύριος στόχος ενόψει του οποίου έγινε η επικοινωνία. Πάντως, δεν αρκεί ότι μια επιχείρηση δηλώνει ότι ένα έγγραφο καταρτίστηκε στο πλαίσιο προγράμματος συμμορφώσεως με το δίκαιο του ανταγωνισμού για να προστατεύεται, έστω και αν το πρόγραμμα αυτό διαμορφώθηκε με τη συνδρομή ενός εξωτερικού νομικού συμβούλου και εκτελέστηκε υπό την επίβλεψή του. Στην προκειμένη περίπτωση, το γεγονός ότι ο εξωτερικός τύπος των εγγράφων της κατηγορίας A δεν αποκαλύπτει ότι αυτά καταρτίστηκαν γι’ αυτούς τους σκοπούς δεν μπορούσε πάντως να αποτελέσει αποφασιστικό κριτήριο. Ο δικηγορικός σύλλογος των Κάτω Χωρών, η ECLA, η ACCA και η IBA υποστηρίζουν ότι τα προπαρασκευαστικά έγγραφα τα οποία καταρτίζονται με σκοπό να ζητηθεί νομική γνωμοδότηση πρέπει να θεωρούνται ως εμπιστευτικού χαρακτήρα.

112    Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, κατά την απόφαση AM & S (σκέψεις 21 έως 23), και την προπαρατεθείσα διάταξη Hilti κατά Επιτροπής (σκέψη 18), το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών καλύπτει μόνον τη γραπτή επικοινωνία μεταξύ δικηγόρου και πελάτη που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο και για τους σκοπούς των δικαιωμάτων άμυνας του πελάτη, καθώς και τις εσωτερικές σημειώσεις που περιορίζονται στην επανάληψη του κειμένου ή του περιεχομένου αυτής της επικοινωνίας.

113    Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την Επιτροπή, τα εν λόγω έγγραφα δεν ισοδυναμούν με αλληλογραφία ανταλλαγείσα μεταξύ δικηγόρων και πελατών και δεν επαναλαμβάνουν το περιεχόμενο μιας τέτοιας αλληλογραφίας. Οι παρατηρήσεις που περιλαμβάνονται στο επίμαχο υπόμνημα αντικατοπτρίζουν τις εσωτερικές συζητήσεις τις οποίες ο γενικός διευθυντής είχε με άλλους υπαλλήλους στο πλαίσιο του προγράμματος προσαρμογής και όχι τις συζητήσεις που είχε με εξωτερικό δικηγόρο.

114    Η Επιτροπή αντιτίθεται στην επέκταση του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής του απορρήτου στα έγγραφα τα οποία ετοιμάζονται ενόψει μιας νομικής διαβουλεύσεως. Μια τέτοια προέκταση δεν έχει έρεισμα ούτε στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) ούτε στις συνταγματικές παραδόσεις που είναι κοινές στα κράτη μέλη. Συγκεκριμένα, η απόφαση AM & S καθορίζει ένα υψηλό επίπεδο προστασίας στο κοινοτικό δίκαιο, ευρύτερο από αυτό που προβλέπεται σε αρκετά κράτη μέλη, στο μέτρο που καλύπτει τα έγγραφα τα οποία διατηρεί κατ’ οίκον ο πελάτης και μπορεί επίσης να αφορά τα έγγραφα που ανταλλάσσονται με ανεξάρτητο δικηγόρο πριν την κίνηση διαδικασίας κατά του πελάτη.

115    Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή αμφισβητεί την άποψη των προσφευγουσών ότι το υπόμνημα του οποίου τα δύο αντίγραφα συνιστούν τα έγγραφα της κατηγορίας A είχε συνταχθεί προκειμένου να ληφθεί νομική γνωμοδότηση. Το δακτυλογραφημένο αυτό υπόμνημα δεν έφερε καμιά ένδειξη που να συνδέει τις παρατηρήσεις του γενικού διευθυντή της Akcros με την αναζήτηση νομικής συνδρομής από εξωτερικό δικηγόρο. Η χειρόγραφη αναφορά, σε ένα από τα αντίγραφα του υπομνήματος, στο όνομα εξωτερικού δικηγόρου αποδεικνύει κατά τον καλύτερο τρόπο ότι η συνομιλία πραγματοποιήθηκε με αυτόν σχετικά με το υπόμνημα. Το γεγονός ότι η προσθήκη του ονόματος του εξωτερικού δικηγόρου ήταν χειρόγραφη και προστέθηκε μετά την κατάρτιση του εγγράφου αυτού, επιπλέον σε ένα και μόνον από τα δύο αντίγραφα, καταδεικνύει ότι αυτό δεν καταρτίσθηκε με σκοπό τη νομική διαβούλευση. Επίσης, πέρα από την απλή καταγραφή της δραστηριότητας του κ. X και μιας φερομένης εκθέσεως που καταρτίστηκε από τον τελευταίο στην οποία αναφέρεται το περιεχόμενο της συνομιλίας που είχε με τον γενικό διευθυντή, οι προσφεύγουσες δεν επικαλέσθηκαν έγγραφα τα οποία να αποδεικνύουν ότι η νομική γνωμοδότηση όντως ζητήθηκε και δόθηκε.

116    Όσον αφορά την επίκληση εκ μέρους των προσφευγουσών του προγράμματος συμμορφώσεως της Akzo Nobel, η Επιτροπή εκφράζει αμφιβολίες ως προς την αποδεικτική του αξία. Στα έγγραφα της κατηγορίας A δεν γίνεται καμία μνεία του εν λόγω προγράμματος. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι ένα έγγραφο συντάχθηκε στο πλαίσιο ενός προγράμματος συμμορφώσεως δεν συνιστά επαρκές στοιχείο για να αποδειχθεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας του εγγράφου αυτού. Ένα τέτοιο πρόγραμμα συνιστά εσωτερική διαδικασία αποτιμήσεως που περιλαμβάνει επαφές μεταξύ των μελών του προσωπικού και αποβλέπει στο να προσδιοριστεί αν η επιχείρηση τηρεί το δίκαιο του ανταγωνισμού και ενέχει συγχρόνως παιδαγωγικό και πειθαρχικό χαρακτήρα καθώς και χαρακτήρα εποπτείας, ο οποίος δεν περιορίζεται στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας. Το να δοθεί η δυνατότητα σε επιχείρηση να διεκδικεί την προστασία ενός εγγράφου για τον μόνο λόγο ότι, χωρίς το πρόγραμμα συμμορφώσεως και τις οδηγίες ενός εξωτερικού νομικού συμβούλου, το έγγραφο αυτό ουδέποτε θα είχε καταρτιστεί, μπορεί να οδηγήσει σε κάθε είδους κατάχρηση.

 – Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

117    Προέχει να παρατηρηθεί ευθύς εξ αρχής ότι, κατά την απόφαση AM & S, ο κανονισμός 17 πρέπει να ερμηνευθεί ως ο προστατεύων το απόρρητο της επικοινωνίας με τους δικηγόρους εφόσον, αφενός, πρόκειται για αλληλογραφία ανταλλασσόμενη στο πλαίσιο και προς το συμφέρον της υπερασπίσεως του πελάτου και, αφετέρου, προέρχεται από ανεξάρτητους δικηγόρους (σκέψεις 21, 22 και 27 της αποφάσεως). Όσον αφορά την πρώτη των δύο αυτών προϋποθέσεων, η προστασία πρέπει, για να είναι αποτελεσματική, να θεωρηθεί ως καλύπτουσα κάθε αλληλογραφία ανταλλασσόμενη μετά την έναρξη της διοικητικής διαδικασίας, δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, που είναι δυνατόν να καταλήξει σε απόφαση περί εφαρμογής των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ ή σε απόφαση επιβάλλουσα στην επιχείρηση χρηματικής φύσεως κυρώσεις. Η προστασία αυτή δύναται επίσης να καλύπτει την προηγούμενη και συναφή με το αντικείμενο μιας τέτοιας διαδικασίας αλληλογραφία (απόφαση AM & S, σκέψη 23). Με την προπαρατεθείσα διάταξη Hilti κατά Επιτροπής διευκρινίστηκε ότι, λαμβάνοντας υπόψη τον σκοπό της, η προστασία πρέπει να θεωρηθεί ως καλύπτουσα επίσης τα εσωτερικά έγγραφα που διανέμονται εντός της επιχειρήσεως τα οποία περιορίζονται να επαναλάβουν το κείμενο ή το περιεχόμενο της εν λόγω επικοινωνίας με τους ανεξάρτητους δικηγόρους που περιέχει νομικές συμβουλές (σκέψεις 13 και 16 έως 18 της διατάξεως).

118    Στην προκειμένη περίπτωση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα έγγραφα της κατηγορίας A δεν συνιστούν, καθαυτά, αλληλογραφία ανταλλαγείσα με ανεξάρτητο δικηγόρο ή εσωτερικό έγγραφο που επαναλαμβάνει το περιεχόμενο επικοινωνίας με ένα τέτοιο δικηγόρο. Ούτε οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα έγγραφα αυτά καταρτίστηκαν προκειμένου να διαβιβαστούν αυτούσια σε ανεξάρτητο δικηγόρο. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα έγγραφα αυτά δεν αντιστοιχούν τυπικά στις κατηγορίες εγγράφων που εξακριβώνονται ρητά στην προαναφερθείσα νομολογία.

119    Οι προσφεύγουσες διατείνονται, σε κάθε περίπτωση, ότι τα έγγραφα αυτά πρέπει να θεωρηθούν ως καλυπτόμενα από το απόρρητο εφόσον, κατ’ αυτές, καταρτίστηκαν προκειμένου να ζητηθεί νομική συμβουλή. Έτσι, τα έγγραφα αυτά καταρτίστηκαν, ειδικότερα, ενόψει τηλεφωνικής διαβουλεύσεως με δικηγόρο με σκοπό να ληφθεί νομική συμβουλή.

120    Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η αρχή του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών συνιστά το αναγκαίο συμπλήρωμα για την πλήρη άσκηση των δικαιωμάτων υπερασπίσεως (απόφαση AM & S, σκέψη 23) (βλ. σκέψη 77 ανωτέρω). Κατά πάγια νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία που μπορεί να καταλήξει σε επιβολή κυρώσεων, ιδίως προστίμων ή χρηματικών ποινών, συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου, που πρέπει να τηρείται, ακόμη και αν πρόκειται για διαδικασία διοικητικού χαρακτήρα (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 1979, 85/76, Hoffmann-Laroche κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σκέψη 9, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑308/94, Cascades κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑925, σκέψη 39). Επίσης, πρέπει να αποφεύγεται η κατά τρόπο αθεράπευτο προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο διαδικασιών προηγούμενης έρευνας, μεταξύ των οποίων ειδικότερα οι έλεγχοι, που μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο για την εξακρίβωση στοιχείων σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα ενεργειών των επιχειρήσεων που μπορούν να στοιχειοθετούν ευθύνη τους (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, 46/87 και 227/88, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 2859, σκέψη 15)

121    Ομοίως, προέχει να σημειωθεί ότι το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών ανταποκρίνεται στην απαίτηση ότι κάθε πολίτης πρέπει να έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται ελευθέρως τον δικηγόρο του, το επάγγελμα του οποίου συνεπάγεται την παροχή, κατά τρόπο ανεξάρτητο, νομικών συμβουλών σε όσους τις χρειάζονται (απόφαση AM & S, σκέψη 18). Επομένως, η αρχή αυτή συνδέεται στενά με την αντίληψη περί του ρόλου του δικηγόρου που θεωρείται ως συνεργάτης της δικαιοσύνης (απόφαση AM & S, σκέψη 24) (βλ. σκέψη 77 ανωτέρω).

122    Όμως, για να μπορεί ένας πολίτης να έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται ελεύθερα τον δικηγόρο του και ο τελευταίος να μπορεί να ασκεί αποτελεσματικά τον ρόλο του ως συνεργάτης της δικαιοσύνης και ως παρέχων νομική συνδρομή με σκοπό την πλήρη άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας, μπορεί να αποδειχθεί αναγκαίο, υπό ορισμένες περιστάσεις, ο πελάτης να ετοιμάσει έγγραφα εργασίας ή συνθέσεως, ειδικότερα, προκειμένου να συγκεντρώσει πληροφορίες οι οποίες θα είναι χρήσιμες, ή και απαραίτητες, στον δικηγόρο αυτόν προκειμένου να αντιληφθεί το πλαίσιο, τη φύση και το περιεχόμενο των περιστατικών σχετικά με τα οποία ζητείται η συνδρομή του. Η προετοιμασία τέτοιων εγγράφων μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα αναγκαία σε θέματα στα οποία εμπλέκονται πολλές και περίπλοκες πληροφορίες, πράγμα που κανονικά συμβαίνει στην περίπτωση διαδικασιών που αποβλέπουν στην επιβολή κυρώσεων για παραβάσεις των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή, κατά τον έλεγχο, λαμβάνει γνώση τέτοιων εγγράφων μπορεί να θίξει τα δικαιώματα άμυνας της ελεγχόμενης επιχειρήσεως, καθώς και το δημόσιο συμφέρον το οποίο συνίσταται στην πλήρη εξασφάλιση του ότι ο πελάτης έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται ελευθέρως τον δικηγόρο του.

123    Επομένως, πρέπει να συναχθεί ότι τέτοια προπαρασκευαστικά έγγραφα, ακόμη και αν δεν έχουν ανταλλαγεί με τον δικηγόρο, ή δεν έχουν καταρτισθεί για να διαβιβαστούν αυτούσια στον δικηγόρο, μπορούν ωστόσο να καλύπτονται από το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών, εφόσον καταρτίστηκαν αποκλειστικά με σκοπό να ζητηθεί νομική συμβουλή από δικηγόρο, στο πλαίσιο της ασκήσεως των δικαιωμάτων άμυνας. Αντιθέτως, το απλό γεγονός ότι ένα έγγραφο υπήρξε αντικείμενο συζητήσεων με δικηγόρο δεν αρκεί για να τύχει αυτής της προστασίας.

124    Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών συνιστά παρέκκλιση από τις εξουσίες έρευνας της Επιτροπής, οι οποίες είναι ουσιώδεις προκειμένου να της δοθεί η δυνατότητα να διαπιστώσει, να θέσει τέρμα και να τιμωρήσει παραβάσεις στους κανόνες ανταγωνισμού. Εξάλλου, οι παραβάσεις αυτές συχνά καλύπτονται επιμελώς και είναι συνήθως νοσηρές για την καλή λειτουργία της κοινής αγοράς. Είναι γι’ αυτό αναγκαίο να ερμηνεύεται στενά η δυνατότητα ένα προπαρασκευαστικό έγγραφο να μπορεί να θεωρηθεί ως προστατευόμενο από το απόρρητο. Εναπόκειται στην επιχείρηση που επικαλείται αυτή την προστασία να αποδείξει ότι τα εν λόγω έγγραφα καταρτίστηκαν με μόνο σκοπό να ζητηθεί νομική συμβουλή από δικηγόρο. Τούτο πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο από το περιεχόμενο των ίδιων των εγγράφων ή το πλαίσιο εντός του οποίου τα έγγραφα αυτά είχαν ετοιμασθεί και ανακαλυφθεί.

125    Πρέπει, κατά συνέπεια, να εξακριβωθεί αν στην προκειμένη περίπτωση οι προσφεύγουσες απέδειξαν ότι το υπόμνημα του γενικού διευθυντή της Ackros Chemicals, της 16ης Φεβρουαρίου 2000, δύο αντίγραφα του οποίου συνιστούν τα έγγραφα της κατηγορίας A, καταρτίσθηκαν αποκλειστικά προκειμένου να ζητηθεί νομική συμβουλή από δικηγόρο, στο πλαίσιο της ασκήσεως των δικαιωμάτων άμυνας.

126    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν συναφώς ότι, πρώτον, το εν λόγω υπόμνημα καταρτίσθηκε στο πλαίσιο του προγράμματός τους συμμορφώσεως προς το δίκαιο του ανταγωνισμού, το οποίο ετοιμάσθηκε και συντονίσθηκε από δικηγορικό γραφείο, με σκοπό να εξακριβωθούν τα μελλοντικά προβλήματα σχετικά με τους κανόνες ανταγωνισμού και να ληφθούν συναφώς οι νομικές συμβουλές. Δεύτερον, διευκρινίζουν ότι το υπόμνημα περιλαμβάνει πληροφορίες που συγκέντρωσε ο γενικός διευθυντής της Akcros Chemicals κατόπιν εσωτερικών συζητήσεων με άλλους υπαλλήλους με σκοπό να ζητήσει νομική συμβουλή σχετικά με το εν λόγω πρόγραμμα. Τέλος, προβάλλουν ότι πολλά στοιχεία αποδεικνύουν ότι το υπόμνημα είχε ως σκοπό τη λήψη νομικής συμβουλής και η συμβουλή αυτή όντως ζητήθηκε και δόθηκε.

127    Όσον αφορά, αφενός, την αναφορά στο πρόγραμμα συμμορφώσεως των προσφευγουσών με το δίκαιο του ανταγωνισμού, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το γεγονός ότι ένα έγγραφο καταρτίσθηκε στο πλαίσιο ενός τέτοιου προγράμματος δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, να αποδώσει στο έγγραφο αυτό την προστασία του απορρήτου. Συγκεκριμένα, τα προγράμματα αυτά, λόγω του εύρους τους, περιλαμβάνουν στόχους και περιέχουν πληροφορίες οι οποίες συχνά υπερβαίνουν κατά πολύ την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι ένας εξωτερικός δικηγόρος είχε τη δυνατότητα να καταρτίσει και/ή να συντονίσει πρόγραμμα συμμορφώσεως με το δίκαιο του ανταγωνισμού δεν μπορεί να παρέχει αυτόματα την προστασία του απορρήτου σε όλα τα έγγραφα τα οποία καταρτίστηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος αυτού ή σε σχέση μ’ αυτό.

128    Αφετέρου, όσον αφορά, πρώτον, τις χειρόγραφες σημειώσεις που περιλαμβάνονται σε ένα από τα δύο αντίγραφα του υπομνήματος και παραπέμπουν σε τηλεφωνική συνομιλία με εξωτερικό δικηγόρο, δεύτερον, η έκθεση δραστηριότητας που συμπλήρωσε ο τελευταίος η οποία επιβεβαιώνει αυτή τη συνομιλία, τρίτον, το γεγονός ότι ο δικηγόρος αυτός φέρεται ότι επεξεργάσθηκε σχετικό εσωτερικό σημείωμα και, τέταρτον, το γεγονός ότι ο γενικός διευθυντής της Ackros Chemicals διαβίβασε συμπληρωματική πληροφορία στον δικηγόρο με τηλεομοιοτυπία, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι τα διάφορα αυτά στοιχεία καταδεικνύουν απλώς ότι το περιεχόμενο του εν λόγω υπομνήματος υπήρξε αντικείμενο τηλεφωνικής συζητήσεως μεταξύ του γενικού διευθυντή της Ackros Chemicals και του δικηγόρου αυτού. Τα στοιχεία αυτά δεν είναι ωστόσο ικανά, αφ’ εαυτά, να αποδείξουν ότι το υπόμνημα αυτό καταρτίσθηκε με σκοπό –και κατά μείζονα λόγο και αποκλειστικό σκοπό– να ζητηθεί από τον δικηγόρο νομική συμβουλή.

129    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το υπόμνημα δεν είχε απευθυνθεί σ’ αυτόν τον δικηγόρο, αλλά σε έναν από τους ιεραρχικά προϊστάμενους του γενικού διευθυντή της Ackros Chemicals, δηλαδή τον μάνατζερ SBU. Στην πραγματικότητα, προκύπτει από την πρώτη περίοδο του εγγράφου αυτού ότι τούτο καταρτίστηκε αιτήσει του τελευταίου. Συγκεκριμένα, το υπόμνημα αποτελούσε συνέχεια ερωτήσεως του μάνατζερ SBU σχετικά με την ενδεχόμενη ύπαρξη δραστηριοτήτων αντίθετων προς τους κανόνες ανταγωνισμού σε ένα από τα τμήματα των προσφευγουσών, υπό την ευθύνη του γενικού διευθυντή της Ackros Chemicals. Το υπόμνημα περιλαμβάνει περιγραφή αρκετών δραστηριοτήτων και συμπεριφορών στις οποίες ενδεχομένως τυγχάνουν εφαρμογής οι κανόνες αυτοί. Ως συμπέρασμα, ο γενικός διευθυντής της Ackros Chemicals διατυπώνει δύο συστάσεις για τον ιεραρχικό του προϊστάμενο και του ζητεί συναφώς τη συναίνεσή του.

130    Προέχει όμως η διαπίστωση ότι το εν λόγω υπόμνημα δεν περιλαμβάνει καμιά μνεία για την αναζήτηση νομικής συμβουλής ή διαβουλεύσεως. Επίσης, δεν γίνεται καμιά μνεία της ανάγκης να αποτιμηθεί η συμφωνία προς το δίκαιο του ανταγωνισμού συγκεκριμένων πρακτικών ή η δυνατότητα να υποβληθεί αίτηση επιείκειας. Τέλος, καμιά από τις δύο συστάσεις που διατυπώνονται σ’ αυτό δεν αφορά την ανάγκη ή τη σκοπιμότητα να ζητηθεί νομική συμβουλή για τις εξετασθείσες συμπεριφορές ή για τις δράσεις που θα επιχειρηθούν στη συνέχεια.

131    Εξάλλου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, ναι μεν η συλλογή των εν λόγω πληροφοριών μπορούσε όντως να εντάσσεται στο πλαίσιο της εφαρμογής του προγράμματος συμμορφώσεως των προσφευγουσών, όμως η κατάρτιση του υπομνήματος προφανώς δεν ανταποκρίνεται στη μεθοδολογία που καθορίστηκε στο εν λόγω πρόγραμμα. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το έγγραφο της 28ης Ιανουαρίου 2008 του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της Akzo Nobel, που απευθύνθηκε, μεταξύ άλλων προσώπων, στον μάνατζερ SBU, αυτό το πρόγραμμα συμμορφώσεως καθόρισε ότι κάθε πληροφορία ή ζήτημα που αφορούσε συμπεριφορές οι οποίες μπορούσαν να παραβαίνουν το δίκαιο του ανταγωνισμού έπρεπε να ανακοινωθεί προφορικά και απευθείας στους εξωτερικούς δικηγόρους των προσφευγουσών, εκτός από τις υποθέσεις που αφορούσαν τις Ηνωμένες Πολιτείες ή τον Καναδά.

132    Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, το Πρωτοδικείο φρονεί ότι δεν προκύπτει από το περιεχόμενο του εγγράφου ούτε από τα στοιχεία και τις εξηγήσεις που προέβαλαν οι προσφεύγουσες, λαμβανόμενες μεμονωμένες ή στο σύνολό τους, ότι το εν λόγω υπόμνημα καταρτίστηκε από τον γενικό διευθυντή της Ackros Chemicals αποκλειστικά με σκοπό να ζητηθεί νομική συμβουλή. Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι η πλέον πιθανή εξήγηση είναι ότι το υπόμνημα αυτό καταρτίσθηκε από τον γενικό διευθυντή της Ackros Chemicals με κύριο σκοπό να ζητηθεί η συμφωνία του ιεραρχικά προϊσταμένου του επί των συστάσεων που αυτός διατύπωνε σχετικά με τις εξακριβωθείσες συμπεριφορές. Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται εξάλλου από τις χειρόγραφες σημειώσεις της κατηγορίας B. Πράγματι, στις σημειώσεις αυτές, ο γενικός διευθυντής της Ackros Chemicals ανέφερε ρητά ότι ο προϊστάμενός του, ο μάνατζερ SBU, μπορούσε να έχει διαφορετική άποψη επί της ακολουθητέας στρατηγικής σχετικά με ορισμένες εξακριβωθείσες στο υπόμνημα καταστάσεις. Τούτο εξηγεί το ότι ο γενικός διευθυντής της Ackros Chemicals κατήρτισε το υπόμνημα για τον ιεραρχικά προϊστάμενό του υποβάλλοντας σ’ αυτόν τις εξακριβωθείσες συμπεριφορές, διατυπώνοντας τις συστάσεις για τις δράσεις που έπρεπε να αναληφθούν και ζητώντας απ’ αυτόν τη συναίνεσή του σχετικά με τις δράσεις αυτές.

133    Επίσης, η διαδοχή των γεγονότων, όπως τα εμφανίζουν οι προσφεύγουσες, δεν διαψεύδει αυτή την εκδοχή των γεγονότων. Συγκεκριμένα, στις 16 Φεβρουαρίου 2000, το εν λόγω υπόμνημα διαβιβάστηκε στον μάνατζερ SBU από τον γενικό διευθυντή της Ackros Chemicals. Στις 17 Φεβρουαρίου 2000, το υπόμνημα επεστράφη στον τελευταίο από τον Manager SBU. Μόνο στη συνέχεια, στις 22 Φεβρουαρίου 2000, ο γενικός διευθυντής της Ackros Chemicals συζήτησε το περιεχόμενο του υπομνήματος με τον δικηγόρο. Όμως, όπως αναφέρθηκε, αυτή η μεταγενέστερη διαβούλευση με τον δικηγόρο δεν αρκεί για να αποδείξει ότι το εν λόγω υπόμνημα καταρτίστηκε με αποκλειστικό σκοπό να ζητηθεί νομική συμβουλή (βλ. σκέψη 130 ανωτέρω).

134    Επομένως, πρέπει να συναχθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι το υπόμνημα του γενικού διευθυντή της Ackros Chemicals, της 16ης Φεβρουαρίου 2000, καταρτίστηκε αποκλειστικά προκειμένου να ζητηθεί νομική συμβουλή από δικηγόρο, στο πλαίσιο ασκήσεως των δικαιωμάτων άμυνας.

135    Κατά συνέπεια, πρέπει να συναχθεί ότι η Επιτροπή δεν έσφαλε θεωρώντας ότι τα δύο αντίγραφα του υπομνήματος αυτού που αποτελούν τα έγγραφα της κατηγορίας A δεν έπρεπε να καλύπτονται από την προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών.

 Ως προς τις χειρόγραφες σημειώσεις της κατηγορίας B

 – Επιχειρήματα των διαδίκων

136    Οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι το πρώτο έγγραφο της κατηγορίας B αποτελείται από τις χειρόγραφες σημειώσεις του γενικού διευθυντή της Akcros Chemicals, οι οποίες λήφθηκαν κατά τις συζητήσεις που ο τελευταίος είχε με κατώτερους υπαλλήλους και χρησιμοποιήθηκαν για την προετοιμασία του δακτυλογραφημένου υπομνήματος του οποίου τα αντίγραφα αποτελούν τα έγγραφα της κατηγορίας A. Οι προσφεύγουσες, υποστηριζόμενες από το CCBE, προβάλλουν ότι, αν η προστασία του απορρήτου γίνει δεκτή για τα έγγραφα της κατηγορίας A, θα πρέπει να επεκταθεί σ’ αυτές τις προπαρασκευαστικές σημειώσεις.

137    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι σημειώσεις αυτές δεν μπορούν να προστατεύονται από το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών, αφού αυτές συντάχθηκαν για την προετοιμασία εγγράφων τα οποία δεν καλύπτονται από την εν λόγω αρχή.

 – Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

138    Από την ανάλυση των χειρόγραφων σημειώσεων της κατηγορίας B προκύπτει ότι, όπως προβάλλουν οι προσφεύγουσες, αυτές συντάχθηκαν με κύριο σκοπό να ετοιμασθεί το υπόμνημα του οποίου δύο αντίγραφα συνιστούν τα έγγραφα της κατηγορίας A. Όμως, δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το εν λόγω υπόμνημα δεν προστατεύεται από το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών, επομένως, πρέπει να συναχθεί ότι ούτε οι εν λόγω σημειώσεις καλύπτονται από την εν λόγω προστασία.

139    Εξάλλου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι εν λόγω χειρόγραφες σημειώσεις δεν αποτελούν επικοινωνία με δικηγόρο και δεν επαναλαμβάνουν το κείμενο ή το περιεχόμενο επικοινωνίας με δικηγόρο που να περιέχει νομική συμβουλή. Οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν επίσης ότι οι χειρόγραφες αυτές σημειώσεις είχαν καταρτισθεί αποκλειστικά με σκοπό να ζητηθεί νομική συμβουλή από δικηγόρο, στο πλαίσιο της ασκήσεως των δικαιωμάτων άμυνας.

140    Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη αρνούμενη να αναγνωρίσει στις χειρόγραφες σημειώσεις της κατηγορίας B την προστασία του απορρήτου που επικαλούνται οι προσφεύγουσες.

 Ως προς την ανταλλαγείσα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αλληλογραφία με ένα μέλος της νομικής υπηρεσίας των προσφευγουσών στην κατηγορία B

 – Επιχειρήματα των διαδίκων

141    Οι προσφεύγουσες αναφέρουν ότι τα δύο άλλα έγγραφα της κατηγορίας B αφορούν αλληλογραφία ανταλλαγείσα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ του γενικού διευθυντή της Akcros Chemicals και του κ. S, μέλους της νομικής υπηρεσίας της Akzo Nobel. Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η αλληλογραφία αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως προστατευόμενη έναντι κάθε αποκαλύψεως βάσει του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών.

142    Συναφώς, οι προσφεύγουσες προβάλλουν δύο απόψεις. Κυρίως, υποστηρίζουν ότι η επικοινωνία μεταξύ νομικών της επιχειρήσεως οι οποίοι δεν είναι μέλη του δικηγορικού συλλόγου ενός κράτους μέλους –και, σε κάθε περίπτωση, η επικοινωνία με τους νομικούς της επιχειρήσεως οι οποίοι δεν είναι μέλη του δικηγορικού συλλόγου των Κάτω Χωρών, όπως εν προκειμένω ο κ. S– πρέπει να προστατεύονται σύμφωνα με τις αρχές που καθιέρωσε η απόφαση AM & S. Επικουρικώς, διατείνονται ότι, αν η απόφαση AM & S έπρεπε να ερμηνευθεί ως αντιτιθέμενη σε μια τέτοια προστασία, θα ήταν τότε αναγκαίο να διευρυνθεί το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της προστασίας αυτής όπως τούτο προκύπτει από την απόφαση αυτή και να αναγνωρίζεται στα εν λόγω έγγραφα η επικαλούμενη προστασία.

143    Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, την κύρια άποψή τους, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, αντίθετα προς τη στενή ερμηνεία της αποφάσεως AM & S στην οποία προβαίνει η Επιτροπή, η επικοινωνία που προέρχεται από νομικούς της επιχειρήσεως, ειδικότερα εκείνους οι οποίοι είναι μέλη του δικηγορικού συλλόγου, εμπίπτει στο απόρρητο. Δέχονται ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση αυτή, περιόρισε αυτή την προστασία στους «ανεξάρτητους» δικηγόρους, κατηγορία η οποία δεν περιλαμβάνει, σύμφωνα με την τελευταία, τους δικηγόρους που απασχολούνται από τους πελάτες τους. Ωστόσο, το καθοριστικό στοιχείο που προσδιορίστηκε με την απόφαση AM & S είναι εκείνο της ανεξαρτησίας του δικηγόρου. Όμως, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η αναγνώριση της ιδιότητας αυτής μόνο στον εξωτερικό δικηγόρο δεν είναι βάσιμη. Οι εσωτερικοί νομικοί δεν φαίνεται να υπόκεινται λιγότερο στην υποχρέωση να μη μετέχουν σε παράνομες δραστηριότητες, να μην αποκρύπτουν τις πληροφορίες και να μην παρεμποδίζουν την απονομή της δικαιοσύνης. Αυτό είναι ακόμα περισσότερο αληθές στα νομικά συστήματα όπου αυτοί μπορούν να εγγράφονται σε δικηγορικό σύλλογο και να απολαύουν υπό την ιδιότητα αυτή καθεστώτος ανεξαρτησίας έναντι των εργοδοτών τους.

144    Οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι ο κ. S είναι εγγεγραμμένος στον δικηγορικό σύλλογο των Κάτω Χωρών και είναι το πρόσωπο αναφοράς στο πρόγραμμα συμμορφώσεως της Akzo Nobel προς το δίκαιο του ανταγωνισμού. Στην εταιρία αυτή έχει παρέμβει μόνον υπό την ιδιότητα του νομικού συμβούλου, χωρίς να έχει αναλάβει κανένα διευθυντικό καθήκον. Η εγγραφή του στον δικηγορικό σύλλογο των Κάτω Χωρών τον υποχρεώνει να τηρεί τους δεοντολογικούς και ηθικούς κανόνες του επαγγέλματος αυτού και του παρέχει υψηλό βαθμό ανεξαρτησίας. Εξάλλου, κατ’ εφαρμογή του ολλανδικού δικαίου, ο κ. S καλύπτεται από τη συμφωνία για τις προϋποθέσεις απασχολήσεως που συνήψε με τον εργοδότη του, βάσει της οποίας η διεύθυνση του ομίλου εταιριών Akzo Nobel συμφώνησε ότι η υποχρέωση ανεξαρτησίας και συμμορφώσεως προς τους κανόνες που απορρέουν από την εγγραφή στον δικηγορικό σύλλογο, που επιβάλλει το ολλανδικό δίκαιο, υπερισχύει της πίστεως προς τον όμιλο. Επομένως, από την άποψη της αρχής του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών, η αλληλογραφία μεταξύ του κ. S και του γενικού διευθυντή της Akcros Chemicals είναι πανομοιότυπη με την αλληλογραφία μεταξύ της εταιρίας αυτής και εξωτερικού δικηγόρου. Επομένως, ο κ. S δεν έπρεπε να θεωρηθεί μόνον ως εσωτερικός σύμβουλος, αλλά μάλλον ως ανεξάρτητος δικηγόρος ο οποίος είναι προσηκόντως εγγεγραμμένος στον δικηγορικό σύλλογο των Κάτω Χωρών και ασκεί το επάγγελμά του ως εσωτερικός νομικός εντός της επιχειρήσεως.

145    Εξάλλου, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, με την εν λόγω αλληλογραφία, ο κ. S παρείχε νομική συμβουλή ως προς τον τρόπο αντιμετωπίσεως ορισμένων ζητημάτων τα οποία ετίθεντο στο πλαίσιο του προγράμματος συμμορφώσεως της Akzo Nobel προς το δίκαιο του ανταγωνισμού. Η νομική αυτή συμβουλή στηριζόταν στη συμβουλή εξωτερικού δικηγόρου των προσφευγουσών.

146    Το CCBE φρονεί ότι, στο πλαίσιο εφαρμογής της προστασίας του απορρήτου, δεν θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των νομικών συμβούλων οι οποίοι είναι μισθωτοί της εταιρίας στην οποία παρέχουν τις συμβουλές και εκείνων οι οποίοι δεν είναι, αλλά μεταξύ εκείνων οι οποίοι υπόκεινται στις επαγγελματικές υποχρεώσεις η τήρηση των οποίων εποπτεύεται από τον δικηγορικό σύλλογο του οικείου κράτους μέλους και εκείνων οι οποίοι δεν υπόκεινται στις υποχρεώσεις αυτές. Η λύση αυτή δίνει το πλήρες αποτέλεσμα των αρχών που υποβόσκουν στην απόφαση AM & S, δηλαδή στα κριτήρια ανεξαρτησίας και εξαρτήσεως σε μια επίσημη επαγγελματική πειθαρχία. Το CCBE υποστηρίζει ότι ο κ. S, παρά την ιδιότητα του μισθωτού, ανταποκρίνεται σε όλα τα κριτήρια ανεξαρτησίας που απαιτεί η απόφαση αυτή.

147    Η ECLA προβάλλει ότι, με την απόφασή του AM & S, το Δικαστήριο δεν επιβεβαίωσε ρητά ότι ένας μισθωτός δικηγόρος δεν μπορούσε ποτέ να θεωρηθεί ανεξάρτητος. Μια επιχείρηση θα έπρεπε να έχει το δικαίωμα να ζητεί νομική συμβουλή από τον δικηγόρο της επιλογής της, χωρίς εκ τούτου να δημιουργεί αποδεικτικό στοιχείο εναντίον της, εφόσον ο δικηγόρος αυτός είναι προσοντούχος και υπόκειται στους πρόσφορους δεοντολογικούς και πειθαρχικούς κανόνες. Επιπλέον, το εργατικό δίκαιο των κρατών μελών προστατεύει τους εσωτερικούς συμβούλους έναντι των απολύσεων λόγω αρνήσεως εκτελέσεως εντολής αντίθετης προς την επαγγελματική δεοντολογία.

148    Ο δικηγορικός σύλλογος των Κάτω Χωρών προβάλλει ότι το Δικαστήριο, με την απόφασή του AM & S, δεν αρνήθηκε κατηγορηματικά να αναγνωρίσει στην επικοινωνία που προέρχεται από τους νομικούς της επιχειρήσεως την προστασία λόγω του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών. Κατά την απόφαση αυτή, αυτή η προστασία συνδέεται στενά με την προϋπόθεση της ανεξαρτησίας του δικηγόρου. Όμως, οι δικηγόροι οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στον δικηγορικό σύλλογο των Κάτω Χωρών οι οποίοι απασχολούνται εντός μιας επιχειρήσεως είναι εξίσου ανεξάρτητοι από τον πελάτη/εργοδότη τους όπως και οι λοιποί δικηγόροι και έχουν το ίδιο καθεστώς και τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με τους τελευταίους, περιλαμβανομένης και της προστασίας του απορρήτου, αφού οι ίδιες κυρώσεις μπορούν να τους επιβληθούν.

149    Συναφώς, ο δικηγορικός σύλλογος των Κάτω Χωρών παρατηρεί ότι, το 1996, εκδόθηκε κανονισμός ο οποίος επιτρέπει ρητά στους δικηγόρους να απασχολούνται ως μισθωτοί στις Κάτω Χώρες. Η ανεξαρτησία των μισθωτών δικηγόρων εξασφαλίζεται από τη σύναψη συμφωνίας για τους όρους απασχολήσεως με τους εργοδότες τους, σε συνδυασμό με τους πειθαρχικούς και δεοντολογικούς κανόνες που απορρέουν από την εγγραφή τους στον δικηγορικό σύλλογο των Κάτω Χωρών. Η συμφωνία αυτή για τους όρους απασχολήσεως περιλαμβάνει ορισμένο αριθμό αυστηρών υποχρεώσεων, οι οποίες είναι ικανές να ενισχύσουν την ανεξαρτησία του δικηγόρου έναντι του εργοδότη του. Εξάλλου, η συμφωνία αυτή υποχρεώνει τον εργοδότη να επιτρέπει στον μισθωτό δικηγόρο να συμμορφώνεται προς τους πειθαρχικούς και δεοντολογικούς κανόνες που διέπουν την άσκηση του επαγγέλματός του. Ο δικηγορικός σύλλογος των Κάτω Χωρών συνάγει εκ τούτου ότι οι αρχές οι οποίες εμπεριέχονται στην απόφαση AM & S επιβάλλουν την εφαρμογή της προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών στον κ. S.

150    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η εν λόγω αλληλογραφία μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου δεν συνιστά επικοινωνία με ανεξάρτητο δικηγόρο, δεν γίνεται λόγος για καμιά πρόθεση επικοινωνίας με ανεξάρτητο δικηγόρο και δεν επαναλαμβάνει ούτε το κείμενο ή το περιεχόμενο της γραπτής επικοινωνίας με ανεξάρτητο δικηγόρο στο πλαίσιο και για τον σκοπό των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών. Το θεμελιώδες ζήτημα που τίθεται είναι, επομένως, αν πρέπει ακριβώς να προστατεύεται αυτή η αλληλογραφία διότι συνιστά εσωτερική επικοινωνία με μέλος της νομικής υπηρεσίας των προσφευγουσών. Όμως, αντίθετα προς ό,τι φαίνεται να διατείνονται οι προσφεύγουσες, το Δικαστήριο ρητά έκρινε, με την απόφαση AM & S, ότι η επικοινωνία μεταξύ μιας επιχειρήσεως και του νομικού που ανήκει στο προσωπικό της δεν προστατεύονταν από το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών.

151    Όσον αφορά, αφετέρου, την επικουρική τους άποψη, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, πέντε λόγους για τους οποίους φρονούν ότι, αν η απόφαση AM & S έπρεπε να ερμηνευθεί ως αποκλείουσα απολύτως τους νομικούς της επιχειρήσεως από την εν λόγω προστασία, θα έπρεπε τότε να διευρυνθεί το προσωπικό πεδίο εφαρμογής αυτής της προστασίας πέραν της νομολογίας αυτής.

152    Πρώτον, οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι, από της αποφάσεως AM & S, ορισμένα κράτη μέλη έχουν διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της προστασίας του απορρήτου και έχουν εισαγάγει νέες δυνατότητες για τους νομικούς της επιχειρήσεως να γίνονται δεκτοί στον εθνικό τους δικηγορικό σύλλογο. Κατά τις προσφεύγουσες, η πλειονότητα των κρατών μελών δέχεται τώρα ότι οι νομικοί της επιχειρήσεως καλύπτονται από την προστασία αυτή.

153    Η ECLA προβάλλει επίσης ότι, βάσει εξετάσεως συγκριτικού δικαίου, η νομοθεσία των περισσοτέρων κρατών μελών αναγνωρίζει τώρα την ανεξαρτησία των νομικών της επιχειρήσεως και το απόρρητο της επικοινωνίας τους. Η ACCA παρατηρεί ότι από το 1982 εκδηλώνεται μια αυξανόμενη τάση μεταξύ των κρατών μελών προκειμένου να αναγνωρίσουν την προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών στους νομικούς της επιχειρήσεως. Το CCBE παρατηρεί πάντως ότι η εν λόγω προστασία δεν αναγνωρίζεται στους νομικούς της επιχειρήσεως στη Γαλλία, στην Ιταλία, στο Λουξεμβούργο, στη Φινλανδία, στην Αυστρία και στη Σουηδία. Ωστόσο, για το CCBE, το ουσιώδες ζήτημα είναι κατά πόσον, σε κάθε κράτος μέλος, οι μισθωτοί νομικοί της επιχειρήσεως υπόκεινται ή όχι σε επαγγελματική κανονιστική ρύθμιση, στο μέτρο που η υποχρέωση προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών συνδέεται γενικά με την ιδιότητα του μέλους του δικηγορικού συλλόγου. Όμως, ορισμένες χώρες απαγορεύουν απολύτως τη δυνατότητα για τους δικηγόρους οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στον δικηγορικό σύλλογο να είναι μισθωτοί –για παράδειγμα, το Βέλγιο και η Ελλάδα– ενώ άλλες το επιτρέπουν –ειδικότερα η Δανία, η Γερμανία, η Ισπανία, η Ιρλανδία, οι Κάτω Χώρες, η Πορτογαλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

154    Η Επιτροπή προβάλλει ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως AM & S, ορισμένα κράτη μέλη χορηγούσαν ήδη ένα ειδικό καθεστώς στους νομικούς της επιχειρήσεως. Κατ’ αυτήν, η κατάσταση δεν είναι διαφορετική σήμερα. Έτσι, δεν αμφισβητείται ότι η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών δεν αναγνωρίζεται στους νομικούς της επιχειρήσεως στη Γαλλία, στην Ιταλία, στο Λουξεμβούργο, στην Αυστρία και στη Φινλανδία. Εμμένει εξάλλου στο ότι τα συμπεράσματα τα οποία αντλεί η ECLA με την έκθεσή της δεν έχουν τη μονοσήμαντη αξία που αυτή επιθυμεί να τους προσδώσει.

155    Όσον αφορά την ιδιότητα του μέλους του δικηγορικού συλλόγου των νομικών της επιχειρήσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, καίτοι, σε ορισμένα κράτη μέλη είναι δυνατόν να είναι κάποιος μισθωτός και μέλος τους δικηγορικού συλλόγου –ειδικότερα στην Ισπανία και στο Ηνωμένο Βασίλειο– και, σε άλλα, οι μισθωτοί νομικοί μπορούν να είναι μέλη του δικηγορικού συλλόγου υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ειδικότερα στη Γερμανία και στις Κάτω Χώρες–, ωστόσο, σε μεγάλο αριθμό κρατών μελών, το καθεστώς του μισθωτού και η ιδιότητα του μέλους του δικηγορικού συλλόγου είναι ασυμβίβαστα –για παράδειγμα στη Δημοκρατία της Τσεχίας, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στη Λετονία, στη Λιθουανία, στην Ουγγαρία, στην Αυστρία και στη Σουηδία. Αυτή η τελευταία ομάδα κρατών δεν παρέχει την προστασία του απορρήτου στα έγγραφα που ανταλλάσσονται με τους νομικούς αυτούς. Τέλος, στη Φινλανδία, η άσκηση του επαγγέλματος του ανεξάρτητου δικηγόρου δεν απαιτεί την εγγραφή στον δικηγορικό σύλλογο. Η Επιτροπή συνάγει εξ αυτού ότι, στη μεγάλη πλειονότητά τους, τα κράτη μέλη δεν παρέχουν την προστασία του απορρήτου στους νομικούς της επιχειρήσεως, ακόμη και όταν αυτοί μπορούν να είναι μέλη του δικηγορικού συλλόγου. Σε κάθε περίπτωση, αν καθιερωνόταν ως αρχή του κοινοτικού δικαίου οι εξελίξεις που παρατηρούνται σε ορισμένα κράτη μέλη, τούτο θα δημιουργούσε κατάσταση ελλείψεως νομικής ασφαλείας.

156    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι, από της αποφάσεως AM & S, το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού γνώρισε σειρά θεμελιωδών μεταρρυθμίσεων, των οποίων τα αποτελέσματα οδηγούν στην εξέταση εφαρμογής της προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών στους εσωτερικούς νομικούς, ειδικότερα σ’ αυτούς οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι σε εθνικό δικηγορικό σύλλογο. Έτσι, στο πλαίσιο εκσυγχρονισμού του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού, τόσο ο κανονισμός 1/2003 όσο και η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3) επιβάλλουν στις επιχειρήσεις αυξημένες ευθύνες προκειμένου να αποτιμούν τη συμφωνία των συμπεριφορών τους προς τους κανόνες αυτούς. Ακόμη και αν αυτή η αυτοαποτίμηση πραγματοποιείται κανονικά υπό την κατ’ αρχήν διεύθυνση ενός εξωτερικού δικηγόρου, οι νομικοί της επιχειρήσεως διαδραματίζουν σ’ αυτήν ένα κεντρικό ρόλο, ο οποίος θα παρεμποδιζόταν λόγω του αποκλεισμού τους από την εν λόγω προστασία.

157    Η Επιτροπή φρονεί, αντιθέτως, ότι η αντικατάσταση του κανονισμού 17 με τον κανονισμό 1/2003, ο οποίος επιβάλλει περισσότερο στις επιχειρήσεις να αποτιμούν αυτές οι ίδιες το συμβιβαστό των συμφωνιών τους προς τους όρους του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, δεν ασκεί καμιά επιρροή εν προκειμένω, στο μέτρο που δύσκολα μπορούσε να γίνει επίκληση του ζητήματος του απορρήτου στο πλαίσιο αυτό.

158    Τρίτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η διαφορετική μεταχείριση, στο πλαίσιο εφαρμογής της προστασίας του απορρήτου, του εξωτερικού δικηγόρου και του νομικού της επιχειρήσεως ο οποίος είναι εγγεγραμμένος σε εθνικό δικηγορικό σύλλογο είναι αυθαίρετη και, επομένως, αντίθετη προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και θέτει ζητήματα ελευθερίας εγκαταστάσεως και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Η ACCA υποστηρίζει επίσης τη θέση αυτή και προσθέτει ότι η απόφαση AM & S εισάγει επίσης δυσμενή διάκριση εις βάρος των μη κοινοτικών νομικών, στο μέτρο που η εν λόγω προστασία αναγνωρίζεται μόνο στους δικηγόρους οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι σε δικηγορικό σύλλογο κράτους μέλους.

159    Η Επιτροπή θεωρεί ότι η θεμελιώδης αρχή κατά την οποία οι επιχειρήσεις δικαιούνται μιας δίκαιης δίκης και, ειδικότερα, να συμβουλεύονται ελεύθερα τον δικηγόρο της επιλογής τους δεν περιορίζεται αδικαιολόγητα έναντι των νομικών της επιχειρήσεως από τους περιορισμούς που θέτει η απόφαση AM & S. Προβάλλει εξάλλου ότι η ACCA θέτει ένα νέο ζήτημα το οποίο δεν επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες και, επομένως, είναι απαράδεκτο και το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.

160    Τέταρτον, οι προσφεύγουσες αναφέρονται στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Δεκεμβρίου 1999, T‑92/98, Interporc κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II‑3521), που επιβεβαιώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 2003, C‑41/00 P, Interporc κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I‑2125), με την οποία το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η αλληλογραφία μεταξύ των νομικών της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής και της τελευταίας προστατευόταν λόγω του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών. Όμως, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ της ανεξαρτησίας των μελών της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής έναντι του κοινοτικού αυτού οργάνου και εκείνης ενός νομικού επιχειρήσεως που είναι εγγεγραμμένος στον δικηγορικό σύλλογο έναντι του εργοδότη του.

161    Η Επιτροπή απορρίπτει την αναλογία αυτή. Η προστασία που παρέχεται με τις αποφάσεις της 7ης Δεκεμβρίου 1999 και της 6ης Μαρτίου 2003, Interporc κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσες, στην επικοινωνία που προέρχεται από τα μέλη της νομικής της υπηρεσίας απορρέει από το ότι το δημόσιο συμφέρον αντιτίθεται στην αποκάλυψη των εγγράφων τα οποία συντάσσονται με μόνο σκοπό μια συγκεκριμένη δικαστική διαδικασία.

162    Πέμπτον, τέλος, οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι η επικοινωνία μεταξύ του κ. S και του γενικού διευθυντή της Akcros Chemicals συνιστά αλληλογραφία μεταξύ δύο προσώπων εγκατεστημένων, αντιστοίχως, στις Κάτω Χώρες και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Όμως, βάσει του ολλανδικού δικαίου, η αλληλογραφία του κ. S απολαύει της προστασίας του απορρήτου, βάσει του άρθρου 51 του ολλανδικού νόμου περί του ανταγωνισμού. Η προστασία αυτή αναγνωρίζεται επίσης στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το κοινοτικό δίκαιο δεν θα έπρεπε να είναι περισσότερο περιοριστικό απ’ ό,τι τα δύο αυτά εθνικά δίκαια.

163    Το CCBE θεωρεί ότι, ελλείψει κοινοτικής εναρμονίσεως των κανόνων οργανώσεως του δικηγορικού επαγγέλματος, το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της κοινοτικής έννοιας του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών πρέπει να διέπεται από το εθνικό δίκαιο. Η ECLA προβάλλει ότι, εφόσον το καθεστώς, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις ενός δικηγόρου υπάγονται στο εθνικό δίκαιο, η Επιτροπή δεν δικαιούται να αγνοήσει την προστασία που αυτό παρέχει, δυνάμει της αρχής της αυτονομίας της εθνικής διαδικασίας. Τέλος, ο δικηγορικός σύλλογος των Κάτω Χωρών υποστηρίζει τη θέση αυτή και επιβεβαιώνει ότι η εν λόγω προστασία εφαρμόζεται στο ολλανδικό δίκαιο του ανταγωνισμού, όσον αφορά τους ελέγχους, για όλους τους δικηγόρους που είναι εγγεγραμμένοι στον δικηγορικό σύλλογο, ανεξαρτήτως του αν αυτοί είναι μισθωτοί ή όχι.

164    Η Επιτροπή αμφισβητεί το ότι αυτή οφείλει να δεσμεύεται από τους εθνικούς κανόνες σχετικά με το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών. Τούτο θα ήταν αντίθετο προς την υπεροχή του κανονισμού 1/2003 –και προηγουμένως του κανονισμού 17–, καθώς και της αποφάσεως AM & S, η οποία ανέπτυξε την κοινοτική έννοια στον τομέα αυτόν. Η Επιτροπή υπογραμμίζει, εξάλλου, ότι εφόσον οι εποπτικές της εξουσίες εκτείνονται σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, το πεδίο εφαρμογής της προστασίας αυτής δεν μπορεί να καθορίζεται βάσει της νομοθεσίας και των κανόνων των δικηγορικών συλλόγων των κρατών μελών. Συγκεκριμένα, τούτο θα δημιουργούσε τεράστιες δυσχέρειες νομικής και πρακτικής φύσεως. Η Επιτροπή εμμένει, σε κάθε περίπτωση, στο ότι, στις Κάτω Χώρες, το δικαίωμα προστασίας του απορρήτου είναι πολύ περισσότερο περιορισμένο από ότι διατείνονται οι προσφεύγουσες και οι παρεμβαίνοντες.

 – Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

165    Τα έγγραφα της κατηγορίας B περιλαμβάνουν, εκτός από τις χειρόγραφες σημειώσεις οι οποίες εξετάστηκαν ήδη, αλληλογραφία ανταλλαγείσα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2000, μεταξύ του γενικού διευθυντή της Akcros Chemicals και του κ. S, δικηγόρου εγγεγραμμένου στον δικηγορικό σύλλογο των Κάτω Χωρών ο οποίος, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών ήταν μέλος της νομικής υπηρεσίας της Akzo Nobel, όπου ασκούσε ειδικότερα τον ρόλο του συντονιστή για το δίκαιο του ανταγωνισμού.

166    Όσον αφορά, πρώτον, την άποψη που προβάλλουν κυρίως οι προσφεύγουσες, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, με την απόφαση του AM & S, το Δικαστήριο έκρινε σαφώς ότι η προστασία που παρέχει το κοινοτικό δίκαιο, στο πλαίσιο εφαρμογής του κανονισμού 17, βάσει του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών είχε εφαρμογή μόνο στο μέτρο που οι δικηγόροι αυτοί ήσαν ανεξάρτητοι, δηλαδή δεν συνδέονται με τον πελάτη τους με σχέση εργασίας (σκέψεις 21, 22 και 27 της αποφάσεως). Η απαίτηση αυτή σχετικά με τη θέση και την ιδιότητα του ανεξάρτητου δικηγόρου που πρέπει να έχει ο νομικός σύμβουλος από τον οποίο προέρχεται η αλληλογραφία που μπορεί να προστατεύεται απορρέει από την αντίληψη περί του ρόλου του δικηγόρου, ως συμβάλλοντος στην απονομή της δικαιοσύνης και καλουμένου να παράσχει, με κάθε ανεξαρτησία και χάριν του προέχοντος συμφέροντος αυτής, τη νομική προστασία που χρειάζεται ο πελάτης (απόφαση AM & S, σκέψη 24).

167    Επομένως, το Δικαστήριο απέκλεισε ρητά την επικοινωνία με τους νομικούς της επιχειρήσεως, δηλαδή τους νομικούς συμβούλους οι οποίοι συνδέονται με τους πελάτες τους με σχέση εργασίας, από την προστασία της αρχής του απορρήτου. Προέχει επιπλέον να παρατηρηθεί ότι το Δικαστήριο αποφάσισε με πλήρη γνώση τον αποκλεισμό αυτόν, δεδομένου ότι το ζήτημα είχε συζητηθεί ευρέως κατά τη δικαστική διαδικασία και ο γενικός εισαγγελέας Sir Gordon Slynn πρότεινε ρητά με τις προτάσεις του στην υπόθεση αυτή όπως ο δικηγόρος που συνδέεται με σύμβαση εργασίας, ο οποίος όμως εξακολουθεί να είναι μέλος του επαγγέλματος και υπόκειται στους κανόνες πειθαρχίας και δεοντολογίας, να τυγχάνει της ίδιας μεταχειρίσεως όπως και οι ανεξάρτητοι δικηγόροι (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Sir Gordon Slynn στην υπόθεση AM & S, προπαρατεθείσες, Συλλογή 1982, σ. 1655).

168    Επομένως, πρέπει να συναχθεί ότι, αντίθετα προς ό,τι προβάλλουν οι προσφεύγουσες και ορισμένοι παρεμβαίνοντες, το Δικαστήριο, με την απόφασή του AM & S, καθόρισε την έννοια του ανεξάρτητου δικηγόρου κατά τρόπο αρνητικό, στο μέτρο που απαίτησε όπως ο δικηγόρος αυτός δεν συνδέεται με τον πελάτη του με σχέση εργασίας (βλ. σκέψη 166 ανωτέρω), και όχι κατά τρόπο θετικό, με βάση την εγγραφή του σε δικηγορικό σύλλογο ή την υπαγωγή του στους επαγγελματικούς κανόνες πειθαρχίας και δεοντολογίας. Το Δικαστήριο καθιερώνει, έτσι, το κριτήριο της νομικής συνδρομής που παρέχει «με κάθε ανεξαρτησία» (απόφαση AM & S, σκέψη 24), την οποία ταυτίζει με εκείνη που παρέχει δικηγόρος ο οποίος, οργανικά, ιεραρχικά και λειτουργικά, είναι τρίτος σε σχέση με την επιχείρηση η οποία απολαύει της συνδρομής αυτής.

169    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η άποψη που προέβαλαν κυρίως οι προσφεύγουσες και να συναχθεί ότι η ανταλλαγείσα αλληλογραφία μεταξύ ενός δικηγόρου που συνδέεται με την Akzo Nobel με σχέση εργασίας και τον διευθυντή μιας εταιρίας που ανήκει στον όμιλο αυτόν δεν καλύπτεται από το απόρρητο, όπως αυτό καθορίζεται με την απόφαση AM & S.

170    Δεύτερον, όσον αφορά την άποψη που προβάλλουν επικουρικώς οι προσφεύγουσες, κατά την οποία το Πρωτοδικείο θα έπρεπε να διευρύνει το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του απορρήτου πέραν των ορίων που καθόρισε το Δικαστήριο με την απόφαση AM & S, επιβάλλεται η διαπίστωση, πρώτον, ότι από την εξέταση των δικαίων των κρατών μελών προκύπτει ότι ναι μεν είναι αληθές, όπως προβάλλουν οι προσφεύγουσες και ορισμένοι παρεμβαίνοντες, ότι η ειδική αναγνώριση του ρόλου του νομικού της επιχειρήσεως και η προστασία της επικοινωνίας με αυτόν βάσει του απορρήτου είναι σχετικά περισσότερο διαδεδομένες σήμερα παρά κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως AM & S, ωστόσο δεν είναι δυνατό να εξακριβωθούν ως προς το ζήτημα αυτό ενιαίες τάσεις ή σαφώς πλειοψηφικές στα δίκαια των κρατών μελών.

171    Ειδικότερα, αφενός, η εξέταση συγκριτικού δικαίου δείχνει ότι υπάρχει πάντοτε ένας σημαντικός αριθμός κρατών μελών που αποκλείουν τους νομικούς της επιχειρήσεως από την προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών. Σε ορισμένα κράτη μέλη, εξάλλου, το ζήτημα αυτό δεν φαίνεται να έχει κριθεί κατά τρόπο μονοσήμαντο ή οριστικό. Τέλος, διάφορα κράτη μέλη ευθυγράμμισαν τα συστήματά τους προς το κοινοτικό σύστημα, όπως τούτο προκύπτει από την απόφαση AM & S. Αφετέρου, από μια τέτοια εξέταση προκύπτει ότι σημαντικός αριθμός κρατών μελών δεν επιτρέπουν στους νομικούς της επιχειρήσεως να εγγραφούν στους δικηγορικούς συλλόγους και, επομένως, δεν τους απονέμουν την ιδιότητα του δικηγόρου. Συγκεκριμένα, σε αρκετές χώρες, η κατάσταση του έμμισθου νομικού για κάποιον ο οποίος δεν είναι δικηγόρος και η ιδιότητα του δικηγόρου είναι ασυμβίβαστες. Εξάλλου, ακόμη και στις χώρες οι οποίες δέχονται τη δυνατότητα αυτή, η εγγραφή στον δικηγορικό σύλλογο των νομικών της επιχειρήσεως και η υπαγωγή τους στους επαγγελματικούς δεοντολογικούς κανόνες δεν συνεπάγεται πάντοτε ότι η επικοινωνία με αυτούς προστατεύεται βάσει του απορρήτου.

172    Δεύτερον, όσον αφορά την άποψη των προσφευγουσών ότι το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού έχει εξελιχθεί, πράγμα που επιβάλλει να αναθεωρηθεί η λύση που υιοθέτησε το Δικαστήριο με την απόφαση AM & S, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προστασία του απορρήτου συνιστά περιορισμό στην άσκηση εκ μέρους της Επιτροπής των εξουσιών της έρευνας και ότι οι εξουσίες αυτές ασκούνται κυρίως στο πλαίσιο του αγώνα κατά των πλέον σοβαρών παραβάσεων του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, μεταξύ των οποίων ειδικότερα τα καρτέλ των τιμών ή η κατανομή των αγορών, καθώς και κατά των παραβάσεων του άρθρου 82 ΕΚ. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η κατάργηση, στο πλαίσιο εκσυγχρονισμού του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού, του συστήματος κοινοποιήσεως και, κατά συνέπεια, η απονομή στις επιχειρήσεις, με τον κανονισμό 1/2003, ευρύτερων ευθυνών κατά την αποτίμηση της συμφωνίας των συμπεριφορών τους έναντι του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ δεν έχουν άμεση επίπτωση επί της προβληματικής αυτής.

173    Εξάλλου, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η έκδοση του κανονισμού 1/2003 καθώς και η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων αύξησε την ανάγκη για τις επιχειρήσεις να εξετάζουν τις συμπεριφορές τους και να καθορίζουν τις νομικές τους στρατηγικές σε σχέση με το δίκαιο του ανταγωνισμού με τη συνδρομή ενός νομικού ο οποίος έχει βαθιές γνώσεις της επιχειρήσεως και της οικείας αγοράς, ωστόσο, αυτές οι ασκήσεις αποτιμήσεως και στρατηγικού προσανατολισμού μπορούν να πραγματοποιούνται από εξωτερικό δικηγόρο με την πλήρη συνεργασία των υπηρεσιών της επιχειρήσεως, περιλαμβανομένων και των εσωτερικών νομικών υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτό, η επικοινωνία με τους νομικούς της επιχειρήσεως και τον εσωτερικό δικηγόρο προστατεύονται κατ’ αρχήν από το απόρρητο, εφόσον αυτές εντάσσονται στο πλαίσιο και στους σκοπούς των δικαιωμάτων άμυνας της επιχειρήσεως. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της προστασίας αυτής, όπως αυτό καθορίστηκε με την απόφαση AM & S, δεν συνιστά πραγματικό εμπόδιο για τις επιχειρήσεις προκειμένου αυτές να λάβουν τη νομική συμβουλή την οποία χρειάζονται και δεν εμποδίζει τους εσωτερικούς τους νομικούς να συμμετέχουν σ’ αυτήν την αποτίμηση και τον στρατηγικό προσανατολισμό. Τέλος, πρέπει να διαπιστωθεί ότι ο εκσυγχρονισμός του δικαίου του ανταγωνισμού δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι οι αντίστοιχοι ρόλοι των εξωτερικών δικηγόρων και των εσωτερικών νομικών ως προς το ζήτημα αυτό έχει μεταβληθεί ουσιαστικά από της εκδόσεως της αποφάσεως AM & S. Σε κάθε περίπτωση, αφού το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού έχει ως αποδέκτη τις επιχειρήσεις, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, κατ’ αρχήν, ότι οι καθαρά εσωτερικές επικοινωνίες εντός της επιχειρήσεως μπορούν να εκφεύγουν από τις εξουσίες έρευνας της Επιτροπής με εξαίρεση, όπως αυτό αναφέρθηκε, των σημειώσεων που περιορίζονται να επαναλάβουν το κείμενο ή το περιεχόμενο της επικοινωνίας με τους εξωτερικούς δικηγόρους που περιλαμβάνουν νομικές συμβουλές και τα προπαρασκευαστικά έγγραφα τα οποία καταρτίζονται αποκλειστικά προκειμένου να ζητηθεί νομική συμβουλή από εξωτερικό δικηγόρο, στο πλαίσιο ασκήσεως των δικαιωμάτων άμυνας.

174    Τρίτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα των προσφευγουσών και ορισμένων παρεμβαινόντων κατά τα οποία η διαφορετική μεταχείριση των νομικών επιχειρήσεως στην απόφαση AM & S είναι αντίθετη προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και θέτει ζητήματα από την άποψη της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκαταστάσεως, προέχει η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως παραβιάζεται μόνον οσάκις παρόμοιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο ή διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν αυτού του είδους η αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 1990, C-174/89, Hoche, Συλλογή 1990, σ. I-2681, σκέψη 25· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T-311/94, BPB de Eendracht κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-1129, σκέψη 309, και της 4ης Ιουλίου 2006, T-304/02, Hoek Loos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-1887, σκέψη 96). Όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι νομικοί των επιχειρήσεων και οι εξωτερικοί δικηγόροι προφανώς βρίσκονται σε διαφορετικές καταστάσεις, λόγω ειδικότερα της λειτουργικής, οργανικής και ιεραρχικής εντάξεως των νομικών επιχειρήσεως εντός των επιχειρήσεων που τους απασχολούν. Επομένως, δεν προκύπτει καμιά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως από το ότι αντιμετωπίζονται διαφορετικά αυτοί οι επαγγελματίες όσον αφορά την προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών. Όσον αφορά, εξάλλου, τον ισχυρισμό των προσφευγουσών ως προς την ενδεχόμενη βλάβη που ο περιορισμός του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της εν λόγω προστασίας θα προκαλέσει στην ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών και την ελευθερία εγκαταστάσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι ουδόλως αποδείχθηκε. Τέλος, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, τα επιχειρήματα που διατύπωσε η ACCA σχετικά με την προστασία του απορρήτου για τους δικηγόρους οι οποίοι δεν είναι εγγεγραμμένοι σε δικηγορικό σύλλογο ενός κράτους μέλους δεν ασκεί καμία επιρροή στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

175    Τέταρτον, όσον αφορά την προπαρατεθείσα απόφαση Interporc κατά Επιτροπής, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η νομολογία αυτή δεν αφορά τα όρια των εξουσιών έρευνας της Επιτροπής σε σχέση με τις παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού, αλλά την πρόσβαση των ιδιωτών στα έγγραφα της Επιτροπής. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, αντίθετα από ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, το Πρωτοδικείο, με την απόφασή του της 7ης Δεκεμβρίου 1999, Interporc κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, δεν έκρινε ότι η αλληλογραφία μεταξύ των μελών της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής και της τελευταίας προστατευόταν από το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο εφάρμοσε την παρέκκλιση κοινοποιήσεως που στηρίζεται στο απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών αποκλειστικά στις ανταλλαγές μεταξύ της Επιτροπής και των εξωτερικών της δικηγόρων· αντιθέτως, η επικοινωνία της Επιτροπής με τα μέλη της νομικής της υπηρεσίας δεν κοινοποιήθηκε βάσει της εξαιρέσεως σχετικά με την προστασία της εσωτερικής εργασίας της Επιτροπής (απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 1999, Interporc κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 41).

176    Πέμπτον, τέλος, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι, δεδομένου ότι η επικοινωνία μεταξύ του κ. S και του γενικού διευθυντή της Akcros Chemicals προστατεύεται από τα αντίστοιχα εθνικά τους δίκαια, το κοινοτικό δίκαιο θα πρέπει να χορηγήσει επίσης αυτή την προστασία του απορρήτου. Κατά γενικότερο τρόπο, το CCBE και, λιγότερο ρητά, η ECLA και ο δικηγορικός σύλλογος των Κάτω Χωρών υποστηρίζουν ότι το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της κοινοτικής έννοιας του απορρήτου πρέπει να διέπεται από το εθνικό δίκαιο. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών συνιστά εξαίρεση στις εξουσίες έρευνας της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, η προστασία αυτή έχει άμεση επίδραση στους όρους δράσεως του κοινοτικού αυτού οργάνου σε ένα τόσο ζωτικό τομέα για τη λειτουργία της κοινής αγοράς, όπως ο τομέας της τηρήσεως των κανόνων ανταγωνισμού (απόφαση AM & S, σκέψη 30). Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο φρόντισαν να αναπτύξουν την κοινοτική έννοια του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών. Η άποψη των προσφευγουσών και των παρεμβαινόντων είναι αντίθετη τόσο προς την καθιέρωση αυτής της κοινοτικής έννοιας όσο και προς την ενιαία εφαρμογή των εξουσιών της Επιτροπής στην κοινή αγορά και πρέπει επομένως να απορριφθεί.

177    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η άποψη που διατύπωσαν επικουρικώς οι προσφεύγουσες σχετικά με τη διεύρυνση του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών, πέραν των ορίων που καθιέρωσε το Δικαστήριο με την απόφαση AM & S.

178    Άλλωστε, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι προσφεύγουσες φαίνεται να αναφέρουν επίσης ότι η επίδικη αλληλογραφία μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αφορούσε, μεταξύ άλλων πληροφοριών, τη συμβουλή που παρέσχε ο εξωτερικός τους δικηγόρος (βλ. σκέψη 145 ανωτέρω). Ωστόσο, η εξέταση των εν λόγω εγγράφων ουδόλως επιτρέπει να υποστηριχθεί ο ισχυρισμός αυτός.

179    Κατά συνέπεια, πρέπει να συναχθεί ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη θεωρώντας ότι η ανταλλαγείσα αλληλογραφία μεταξύ του γενικού διευθυντή της Ackros Chemicals και του μέλους της νομικής υπηρεσίας της Akzo Nobel, ως αποτελούσα μέρος των εγγράφων της κατηγορίας B, δεν έπρεπε να προστατεύεται από το απόρρητο.

180    Επομένως, ο δεύτερος αυτός λόγος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου που αντλείται από την προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία αποτελούν τη βάση της προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών

181    Με τον τρίτο λόγο, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή, παραβιάζοντας την προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών, προσέβαλε επίσης τα θεμελιώδη δικαιώματα που αποτελούν τη βάση της αρχής αυτής. Συγκεκριμένα, φρονούν ότι η προστασία αυτή στηρίζεται σε αρκετά θεμελιώδη δικαιώματα αναγνωριζόμενα από τα δίκαια των διαφόρων κρατών μελών και γίνονται δεκτά στο κοινοτικό δίκαιο, ειδικότερα τα δικαιώματα άμυνας και ο σεβασμός της ιδιωτικής ζωής και της ελευθερίας εκφράσεως. Ωστόσο, οι προσφεύγουσες ανέπτυξαν αυτόν τον τρίτο λόγο κατά τρόπο πάρα πολύ συνοπτικό, χωρίς να υποστηρίξουν την άποψή τους με συγκεκριμένα επιχειρήματα.

182    Συναφώς, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι ο τρίτος αυτός λόγος δεν έχει αυτόνομη οντότητα σε σχέση με τους δύο λόγους που εξετάστηκαν προηγουμένως. Συγκεκριμένα, αυτή η φερόμενη προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσφευγουσών δεν αντλείται από αιτιάσεις διαφορετικές από εκείνες που προβλήθηκαν για να στηρίξουν τη φερόμενη παραβίαση της αρχής της προστασίας του απορρήτου. Όμως, οι αιτιάσεις αυτές έχουν ήδη αναλυθεί στο πλαίσιο του πρώτου και του δεύτερου λόγου στην υπό κρίση υπόθεση.

183    Κατά συνέπεια, παρέλκει η εξέταση αυτού του τρίτου λόγου.

184    Ενόψει των προεκτεθέντων, πρέπει να συναχθεί ότι οι παραβιάσεις της Επιτροπής που διαπιστώθηκαν κατά τη διαδικασία ελέγχου των εγγράφων για τα οποία οι προσφεύγουσες επικαλούνται την προστασία του απορρήτου δεν είχαν ως συνέπεια να στερήσουν παρανόμως τις προσφεύγουσες από την προστασία αυτή έναντι των εν λόγω εγγράφων, στο μέτρο που, όπως κρίθηκε, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη αποφασίζοντας ότι κανένα από τα έγγραφα αυτά δεν καλυπτόταν ουσιαστικά από την προστασία αυτή.

185    Επομένως, η προσφυγή, στην υπόθεση T‑253/03 πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

186    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Ωστόσο, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, το Πρωτοδικείο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα έξοδά του σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

187    Στην προκειμένη περίπτωση, καίτοι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, το Πρωτοδικείο φρονεί ότι η Επιτροπή, εν πάση περιπτώσει, διέπραξε διάφορες παρατυπίες κατά τη διοικητική διαδικασία που αποτελεί τη βάση των υπό κρίση υποθέσεων. Βάσει του γεγονότος αυτού, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι προβαίνει σε ορθή εκτίμηση των εν προκειμένω περιστάσεων αποφασίζοντας ότι οι προσφεύγουσες θα φέρουν τα τρία πέμπτα των εξόδων τους και τα τρία πέμπτα των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, τόσο για τη διαδικασία της κύριας δίκης όσο και τη διαδικασία λήψεως ασφαλιστικών μέτρων. Η Επιτροπή, θα φέρει τα δύο πέμπτα των εξόδων της και τα δύο πέμπτα των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι προσφεύγουσες, τόσο για τη διαδικασία της κύριας δίκης όσο και τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

188    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Εν προκειμένω, οι παρεμβαίνοντες διάδικοι προς υποστήριξη των προσφευγουσών θα φέρουν τα έξοδά τους, τόσο της κύριας διαδικασίας όσο και της διαδικασίας λήψεως ασφαλιστικών μέτρων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή στην υπόθεση T‑125/03 ως απαράδεκτη.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή στην υπόθεση T‑253/03 ως αβάσιμη.

3)      Οι Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd φέρουν τα τρία πέμπτα των εξόδων τους που αφορούν τη διαδικασία της κύριας δίκης και τη διαδικασία λήψεως ασφαλιστικών μέτρων. Φέρουν επίσης τα τρία πέμπτα των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, που αφορούν τη διαδικασία της κύριας δίκης και τη διαδικασία λήψεως ασφαλιστικών μέτρων.

4)      Η Επιτροπή φέρει τα δύο πέμπτα των εξόδων της που αφορούν τη διαδικασία της κύριας δίκης και τη διαδικασία λήψεως ασφαλιστικών μέτρων. Φέρει επίσης τα δύο πέμπτα των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals, που αφορούν τη διαδικασία της κύριας δίκης και τη διαδικασία λήψεως ασφαλιστικών μέτρων.

5)      Οι παρεμβαίνοντες φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα που αφορούν τη διαδικασία της κύριας δίκης και τη διαδικασία λήψεως ασφαλιστικών μέτρων.

Cooke

García-Valdecasas

Labucka

Prek

 

Ciucă

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Σεπτεμβρίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

Πίνακας περιεχομένων


Περιστατικά και διαδικασία

Αιτήματα των διαδίκων

Επί του παραδεκτού της προσφυγής στην υπόθεση T‑125/03

Α –   Επιχειρήματα των διαδίκων

Β –   Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της ουσίας της υποθέσεως T‑253/03

Επί του πρώτου λόγου που αντλείται από την παράβαση των διαδικασιών σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του δεύτερου λόγου που αντλείται από την αδικαιολόγητη απόρριψη του αιτήματος της προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών όσον αφορά τα επίδικα έγγραφα

Ως προς τα δύο αντίγραφα του δακτυλογραφημένου υπομνήματος της κατηγορίας A

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Ως προς τις χειρόγραφες σημειώσεις της κατηγορίας B

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Ως προς την ανταλλαγείσα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αλληλογραφία με ένα μέλος της νομικής υπηρεσίας των προσφευγουσών στην κατηγορία B

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του τρίτου λόγου που αντλείται από την προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία αποτελούν τη βάση της προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.